Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Άδειο Νυφικό
Άδειο Νυφικό
Άδειο Νυφικό
Ebook496 pages6 hours

Άδειο Νυφικό

Rating: 3.5 out of 5 stars

3.5/5

()

Read preview

About this ebook

Η Μέλπω στεκόταν αμήχανη μέσα στο νυφικό της. Χρόνια τη σκεφτόταν αυτή τη μέρα, όπως όλες οι κοπέλες του χωριού της. Έπρεπε να φτάσει είκοσι οκτώ χρονών για να πει το μεγάλο "ναι". Ο γαμπρός, ο Γιάννης, ήταν από τα μέρη της, λοχαγός του στρατού. Ψηλός, μελαχρινός, όμορφος, την κοιτούσε σαν να μην υπήρχε ωραιότερη γυναίκα στον κόσμο από αυτήν. Ήλπιζε ότι με τον καιρό θα τον αγαπούσε. Τί κι αν ο γάμος έγινε με προξενιό, όπως ήταν το έθιμο; Ο έρωτας θα ερχόταν πιο μετά. Ήταν σίγουρη γι'αυτό. Μα τότε, γιατί δεν μπορούσε να χαμογελάσει ή να κοιτάξει τον άντρα της στα μάτια; Ήθελε να τρέξει, να φύγει μακριά, αλλά τα πόδια της παρέμεναν καρφωμένα στο πάτωμα.
Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το γυμνό κορμί της και το βουβό κλάμα της ενώθηκε με όλες τις γυναίκες που μεγάλωσαν μέσα στα πρέπει και τα μη, που έζησαν, έκλαψαν, έψαξαν τον έρωτα μα δεν τον βρήκαν...
LanguageΕλληνικά
PublisherBookBaby
Release dateMar 15, 2013
ISBN9786188081642
Άδειο Νυφικό

Related to Άδειο Νυφικό

Related ebooks

Reviews for Άδειο Νυφικό

Rating: 3.5128205128205128 out of 5 stars
3.5/5

39 ratings2 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

  • Rating: 3 out of 5 stars
    3/5
    Δηλαδή αυτό ήταν όλο ,να πάρει την σύνταξη ,εκεί ας πούμε επήλθε η λύτρωση και η τιμωρία?
  • Rating: 3 out of 5 stars
    3/5
    Ψυχοπλακώθηκα. Το τέλος ατυχές.
    Και με αυτά τα μηνίγγια. Έλεος δλδ. Έφτασα στη τελευταία σελίδα και δεν κατάλαβα ότι τελείωσε το βιβλίο..
    Δεν αισθάνομαι ότι έχασα τον χρόνο μου διαβάζοντας το, παρόλαυτά θα προτιμούσα να διάβαζα ένα βιβλίο που να έχει αρχή και τέλος..

    2 people found this helpful

Book preview

Άδειο Νυφικό - Φωτεινή Σκανδαλή

εμένα…

Μέλπω

Η Μέλπω στεκόταν αμήχανη μέσα στο νυφικό της. Χρόνια την ονειρευόταν αυτή τη μέρα, όπως όλες οι κοπέλες του χωριού. Οι φίλες της παντρεύτηκαν, οι αδελφές της το ίδιο. Ακόμα και η μικρότερη από τις τρεις, η Βιργινία, παντρεύτηκε πριν από τη Μέλπω. Όχι, η Μέλπω δεν έφερε αντίρρηση για το προξενιό της Βιργινίας· επειδή ήταν μικρότερη, δε χρειαζόταν να τηρηθεί η σειρά, πρώτα δηλαδή να παντρευτεί η μεγάλη η Ελπίδα, μετά η Μέλπω και στο τέλος η Βιργινία. Η Ελπίδα ήταν κουτσή. Είχε πέσει από την κούνια όταν ήταν μωρό. Είχε στραβώσει λίγο το πόδι της. «Δεν πειράζει», είχε πει ο Μίλτος Καπράλης, ο πατέρας τους. Είχε σκύψει το κεφάλι της η μάνα.

Η Χριστίνα Καπράλη, η μητέρα των τριών κοριτσιών, ήταν μια αγράμματη χωριάτισσα, λίγο μεγαλύτερη από τον Μίλτο, τον άντρα της. Δεν είχε τολμήσει ποτέ να του αντιγυρίσει κουβέντα. Ούτε και όταν έφερε την προίκα της, ένα σεντούκι με κεντημένα σεντόνια, με μία δωδεκάδα πιρούνια και άλλη μία κουτάλια, και στον πάτο ένα μικρό τσουκάλι. Μικρό αλλά βαρύ. Χίλιες χρυσές είχε μέσα. Την προίκα που έταξαν στον Μίλτο τον έμπορο για να την παντρευτεί. Και όταν αυτή η προίκα έκανε φτερά μέσα σε λίγους μήνες, για να επεκτείνει τις δουλειές του ο Μίλτος, η Χριστίνα δε μίλησε. Ούτε όταν γέννησε τα τρία κορίτσια της και ο Μίλτος δεν πήγαινε να δει τα νεογέννητα… Γιατί περίμενε ο Μίλτος το γιο που δεν ήρθε ποτέ. Δεν κακομιλούσε στη γυναίκα του όταν μάθαινε για τις γέννες της, μόνο έφευγε λίγο μετά. Κατέβαινε στο Αγρίνιο για δουλειές, όπως έλεγε, και γυρνούσε στο χωριό τους, τη Μυρτοποταμιά, την επομένη ή και μετά από δύο μέρες.

Όταν η Ελπίδα, μικρή, έπεσε από την κούνια, η Χριστίνα είχε πει στον Μίλτο:

«Πρέπει να πάμε το παιδί στο γιατρό».

«Δεν πειράζει, βρε Χριστινούλα», έτσι τη φώναζε στις σπάνιες τρυφεράδες του, «θα φτιάξει το ποδαράκι της όταν μεγαλώσει».

Δεν επέμεινε τότε η μάνα για το γιατρό, και μεγάλωσε η Ελπίδα με το ένα ποδαράκι λίγο πιο κοντό και λίγο πιο στραβό από το άλλο. Όταν ήρθε η ώρα να παντρευτεί, δεν είχε την αξίωση να πάρει κάποιον όμορφο και πλούσιο. Έτσι, όταν τη ζήτησε ο τραπεζικός υπάλληλος, ο Αριστείδης ο Μπάλος, λίγο αργοκίνητος και κάπως λιγομίλητος, οι γονείς της βιάστηκαν να του τη δώσουν.

Έπειτα ήταν η σειρά της Μέλπως. Η Μέλπω ήταν η πιο μορφωμένη από όλες τις κοπέλες του χωριού, και από τις αδελφές της. Ξέφυγε για λίγο από το μαγαζί του πατέρα της και πήγε στο Αγρίνιο. Ήθελε να βγάλει το γυμνάσιο, κι έτσι ο πατέρας της την έστειλε στην πόλη. Μέσα του καμάρωνε κιόλας που ένα από τα παιδιά του θα μορφωνόταν.

Όταν γύρισε στο χωριό, δεκαοκτώ χρονών κοπέλα, άρχισαν τα προξενιά. Και ο δάσκαλος ήρθε και ο παλιός συμμαθητής της ο Πάνος, που είχε ανοίξει κρεοπωλείο στο χωριό.

«Δε θέλω να παντρευτώ εδώ», είπε η Μέλπω στη μάνα της μια μέρα που άνοιγαν φύλλο για πίτα.

«Τι λες, παιδάκι μου;» της αντιγύρισε εκείνη. «Και πού θα βρεθεί γαμπρός άλλος να σε πάρει;»

«Ας μη βρεθεί», επέμεινε η Μέλπω. «Ας μην παντρευτώ ποτέ».

«Και τι θα γίνει; Θα μείνει η Βιργινία ανύπαντρη;»

Η Βιργινία, η μικρότερη από τις τρεις, ήταν η πιο όμορφη, η πιο τσαχπίνα. Δεν είχε πολλά φουστάνια, αλλά όταν ντυνόταν κι έβγαινε βόλτα στην πλατεία του χωριού, όλοι γύριζαν να την κοιτάξουν. Από τον τρόπο που κουνιόταν, που ανέμιζαν τα μαύρα της μαλλιά, φαινόταν ότι δεν κρατιόταν.

Ένα βράδυ που ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι η Χριστίνα γύρισε και είπε στον άντρα της:

«Μίλτο, πρέπει να παντρέψουμε τη μικρή».

Σάστισε εκείνος.

«Και η Μέλπω; Τι θα γίνει αυτή; Στο ράφι θα μείνει; Τι λες, βρε γυναίκα; Γίνονται αυτά; Αν δεν παντρευτεί η Μέλπω, η Βιργινία να κάτσει εκεί που κάθεται».

Ήταν η τελευταία του κουβέντα. Της γύρισε την πλάτη και κοιμήθηκε. Την επόμενη μέρα, η Χριστίνα πήγε και βρήκε τον παπά του χωριού.

«Παπά μου, πρέπει να βρούμε γαμπρό στη Βιργινία. Τη Μέλπω δεν τη βλέπω για παντρειά».

Πείστηκε ο παπάς και ανέλαβε να μιλήσει στον Μίλτο. Με το πες πες –«δεν μπορούμε, Μίλτο, παιδί μου, να κόψουμε το τυχερό του κοριτσιού»– πείστηκε ο πατέρας. Και την πάντρεψε τη Βιργινία πριν από τη Μέλπω. Μπορεί να έδειξε ότι δεν ήθελε να χαλάσει τη σειρά, ότι στενοχωρήθηκε που η Μέλπω δεν είχε βρει ακόμη γαμπρό, το βράδυ όμως που παντρεύτηκε η Βιργινία ξάπλωσε στα φρεσκοπλυμένα σεντόνια του ξαλαφρωμένος. Μία προίκα λιγότερη. Ας μείνει κοντά μας η Μέλπω να μας γηροκομήσει, σκέφτηκε και άρχισε να ροχαλίζει.

Ο Γιάννης και η Γιώτα

Είκοσι οκτώ χρονών έφτασε για να πει το «ναι» η Μέλπω. Ο γαμπρός ήταν από τα μέρη τους, αλλά λοχαγός του στρατού, κι έτσι δε θα έμεναν στο χωριό. Γιάννης ήταν το όνομά του. Γιάννης Τσαρπάζης. Παράξενο όνομα, σκέφτηκε η Μέλπω όταν το άκουσε. Η μάνα της όμως ούτε ονόματα κοίταζε ούτε τίποτα. Ανακουφίστηκε όταν άκουσε ότι η Μέλπω τον καλόβλεπε το γαμπρό.

«Και θα σου πάρουμε σπίτι στην Αθήνα, έτσι είπε ο πατέρας σου. Κι ας είναι λίγο μεγάλος, καλός και σοβαρός φαίνεται».

Ο Γιάννης δεν ήταν μεγάλος. Τριάντα πέντε χρονών ήταν, ψηλός, καστανός, με ένα λεπτό μουστάκι. Έδειχνε λίγο μεγαλύτερος απ’ την ηλικία του. Πες η ορφάνια από πατέρα, πες ο στρατός, κάποιες ρυτίδες είχαν αρχίσει να σχηματίζονται στο μέτωπό του, τα μαλλιά του να αραιώνουν λίγο.

Μεγαλοκοπέλα ήταν η Μέλπω για την εποχή της, αλλά τα χρόνια της δεν τα ’δειχνε.

Δε γνωρίστηκαν και πολύ καλά προτού παντρευτούν. Μια δυο βόλτες στο Αγρίνιο έκαναν, μετά έγινε ο αρραβώνας κι έπειτα είπαν να κανονίσουν το γάμο.

Ο Γιάννης το 1958 έμενε στην Αθήνα, σ’ ένα δυάρι στην Κυψέλη. Τρεις αδελφές είχε. Οι δύο μεγαλύτερες παντρεύτηκαν μικρές και πήραν γαμπρούς απ’ το χωριό του, τη Γρανίτσα. Η μικρότερη, η Γιώτα, ήταν η πιο όμορφη, αλλά δεν καταδεχόταν να πάρει όποιον κι όποιον. Ονειρευόταν ένα πριγκιπόπουλο όμορφο και μελαχρινό.

Ο Γιάννης ήξερε ότι η Γιώτα ήταν η πιο δύσκολη απ’ όλες, έτσι, όταν είδε ότι πέρασε τα είκοσι πέντε και δε θα παντρευόταν κάποιον από το χωριό, έκατσε και τηλεγράφησε στη μάνα του.

Γιώτα έλθει Αθήνα ΣΤΟΠ. Πιθανός αρραβώνας με φίλο ΣΤΟΠ. Σε χαιρετώ, ο υιός σου Ιωάννης ΣΤΟΠ.

Η κυρα-Βαγγελιώ Τσαρπάζη, χήρα από τριάντα χρονών, είχε ως αποκούμπι τη Γιώτα. Η μικρή της κόρη ήταν όμορφη, αλλά ατίθαση και γλωσσού. Ένα λόγο της έλεγε η μάνα της, δέκα της αντιγύριζε εκείνη. Και μετά, πεισμωμένη, έφευγε για τα χωράφια.

Το τηλεγράφημα του Γιάννη ήρθε σαν βάλσαμο. Πήγε στο γραμματικό του χωριού, τον Βασίλη, και του ζήτησε να τηλεφωνήσει στην Αθήνα, στο γιο της. Εκείνος καθόταν βαριεστημένος στην καρέκλα του και διάβαζε εφημερίδα.

«Τι λες, κυρα-Βαγγελιώ, πού να τον βρούμε τώρα τον Γιάννη στην Αθήνα; Σαν το Αγρίνιο νομίζεις ότι είναι εκεί, με δέκα τηλέφωνα όλα κι όλα;» προσπάθησε να την αποθαρρύνει.

Έβγαλε από την τσέπη της ένα χιλιοδιπλωμένο χαρτάκι η Βαγγελιώ. Καθόλου δε δείλιασε μπροστά στο γραμματικό.

«Εδώ είναι το τηλέφωνο του Γιάννη», του είπε κοιτώντας τον στα μάτια.

Μπορεί να ήταν μια αγράμματη γυναίκα, χήρα εδώ και πολλά χρόνια, αλλά κανένας δεν μπορούσε να την ξεγελάσει. Και το τηλέφωνο της υπηρεσίας του Γιάννη της το κρατούσε σαν φυλαχτό. Κανένας δεν ήξερε ότι το είχε.

Απρόθυμα πήρε ο γραμματικός το χαρτάκι και άρχισε να σχηματίζει τον αριθμό. Του απάντησε μετά από λίγο μια φωνή. Ο Βασίλης δεν ήξερε τι να ρωτήσει.

«Πάρε το ακουστικό, κυρα-Βαγγελιώ», της είπε.

Η μάνα του Γιάννη το πήρε θαρρετά και μίλησε.

«Θέλω το γιο μου τον Γιάννη», είπε σιγανά.

«Το γιο σου; Ποιο γιο σου, κυρά μου;» φώναξε ο άλλος. «Εδώ είναι στρατόπεδο».

«Τον Γιάννη τον Τσαρπάζη», είπε η Βαγγελιώ πιο δυνατά αυτή τη φορά. «Μ’ ακούς;»

Φοβήθηκε ο τηλεφωνητής όταν άκουσε το όνομα. Η γυναίκα στην άλλη γραμμή δε ζητούσε έναν απλό φαντάρο, αλλιώς θα της το ’κλεινε. Ζητούσε έναν αξιωματικό. Λοχαγό βέβαια, αλλά αξιωματικό. Και τι αξιωματικό… αυστηρό και απρόσιτο. Είχαν να το λένε όλοι στο στρατόπεδο για τις τιμωρίες που έριχνε στους φαντάρους.

«Μάλιστα, κυρία Τσαρπάζη», είπε με τρεμάμενη φωνή.

Μόνο που δε σηκώθηκε για να χτυπήσει προσοχή. Άρχισε να ψάχνει τα καλώδια τρέμοντας. Χίλιες φορές είχε συνδέσει γραμμή στο γραφείο του λοχαγού. Τι έπαθε σήμερα; Το βρήκε τελικά, το συνέδεσε. Άκουσε το τηλέφωνο να καλεί. «Ας το σηκώσει γρήγορα, μη βρω κανέναν μπελά, η μάνα του τον ψάχνει», μονολόγησε.

«Λέγετε», ακούστηκε αυστηρή η φωνή του λοχαγού.

«Κύριε λοχαγέ, η μητέρα σας στην άλλη γραμμή», απάντησε τρέμοντας ο φαντάρος.

Σαν να γλύκανε λίγο η φωνή του λοχαγού.

«Άντε λοιπόν, τι περιμένεις;» είπε ανυπόμονα.

Αυτό ήταν. Συνέδεσε τη γραμμή ο φαντάρος και κάθισε στη θέση του. Κρύος ιδρώτας τον είχε λούσει.

Όταν μιλούσε με τη μάνα του στο τηλέφωνο, ο Γιάννης γινόταν άλλος άνθρωπος. Ξεχνούσε και το βαθμό του, ξεχνούσε και τους φαντάρους που έτρεμαν μπροστά του.

«Έλα, μάνα», της είπε πνίγοντας ένα λυγμό στη φωνή του.

«Γιάννη μου, είσαι καλά;» τον ρώτησε η κυρα-Βαγγελιώ.

Ήταν κι αυτή συγκινημένη. Νόμιζε πως θ’ άπλωνε τα χέρια της να χαϊδέψει τον κανακάρη της, το μοναχογιό της.

«Καλά είμαι, μάνα. Έπαθες κάτι;»

«Όχι, γιόκα μου. Καλά είμαι κι εγώ. Μόνο…»

«Μόνο τι;» ρώτησε ανυπόμονα ο Γιάννης.

Τι ήθελε άραγε η μάνα του; Μήπως της τέλειωσαν τα λεφτά; Μήπως αυτή η στριμμένη η αδελφή του, η Γιώτα, της κακομιλούσε; Δεν είπε τίποτα. Περίμενε.

«Να, αυτό το χαρτί που μου ’στειλες, Γιάννη μου. Μου το διάβασε ο ταχυδρόμος όταν το ’φερε. Να ’ρθει, μου λες, η Γιώτα στην Αθήνα. Πιθανός αρραβώνας, φίλος… Τι γράφεις, παιδάκι μου;» ρώτησε η κυρα-Βαγγελιώ.

Ο Βασίλης, που τόση ώρα ήταν σκυμμένος στην εφημερίδα του, σήκωσε το κεφάλι. Αρραβωνιάζεται η Γιώτα, και μάλιστα με φίλο του Γιάννη; Αθηναίο; Την καλόβλεπε τη Γιώτα ο γραμματικός. Όλοι έλεγαν ότι ήταν παράξενη και γλωσσού, αλλά εκείνου του άρεσε. Ένα βράδυ που τη συνάντησε στη δημοσιά, της έπιασε κουβέντα.

«Καλά είσαι, Γιώτα;» την είχε ρωτήσει αμήχανα.

Δεν είχε καταδεχτεί εκείνη να του μιλήσει. Άσχημος της φαινόταν. Άσχημος και κοντός. Και η μύτη του μεγάλη ήταν. Ο γραμματικός ήξερε ότι τον ζύγιζε καλά καλά. Ήξερε ότι δεν τον καταδεχόταν, γιατί αυτή ήταν όμορφη. Ναι, αλλά αυτός ήταν γραμματικός. Είχε τελειώσει το γυμνάσιο και δούλευε στην κοινότητα. Δεν έτρεχε όλη μέρα στα χωράφια σαν τους άλλους. Τα χέρια του δεν είχαν ρόζους.

«Καλά είμαι», του απάντησε κάποια στιγμή η Γιώτα κι έφυγε. Ζεματισμένο τον άφησε. Δεν τόλμησε να της ξαναμιλήσει.

Θα πάρει αξιωματικό, σκέφτηκε. Θα φύγει απ’ τη Γρανίτσα. Θα μείνει μόνος, να την ονειρεύεται χωρίς να τη βλέπει πια. Αχ, και να ’ταν λίγο πιο ψηλός, λίγο πιο όμορφος. Δεν είπε κουβέντα. Έσκυψε πάλι στην εφημερίδα του, αλλά τα αφτιά του τα είχε τεντωμένα. Ήθελε ν’ ακούσει τι θα έλεγε η κυρα-Βαγγελιώ στο γιο της.

«Τι μου γράφεις, γιε μου, στο χαρτί;» ξαναρώτησε η μάνα του με αγωνία.

«Μην ανησυχείς, μάνα», της απάντησε ανακουφισμένος ο Γιάννης κι άρχισε να γελάει. «Είπα, εδώ στην Αθήνα, να βρω γαμπρό στη Γιώτα μας».

«Καλά, παιδάκι μου, ό,τι πεις… Εσύ ξέρεις καλύτερα».

Το βράδυ, προτού πέσει για ύπνο η κυρα-Βαγγελιώ, σκεφτόταν ξανά και ξανά τα λόγια του γιου της. Θα φύγει η Γιώτα, θα πάει στην Αθήνα. Ας πάει. Αν είναι για το καλό της, ας πάει. Ξέρει ο Γιάννης. Ας αποκατασταθεί η μικρή, για να παντρευτεί κι αυτός.

Η Γιώτα πέταξε τη σκούφια της, όταν έμαθε ότι θα πήγαινε στην Αθήνα. Ήθελε να φύγει απ’ τη Γρανίτσα. Να φύγει απ’ τα χιόνια που έκαναν μήνες να λιώσουν. Να φύγει απ’ τη μάνα της.

Κι αυτός ο γραμματικός, ο Βασίλης, πώς την κοίταζε όταν τη συναντούσε… Λίγωνε το βλέμμα του όταν έπεφτε πάνω της. Ο κακομοίρης, σκεφτόταν η Γιώτα. Νομίζει ότι θα γυρίσω να τον κοιτάξω. Εγώ θέλω όμορφο, ψηλό, λεβέντη. Να με πάρει στην αγκαλιά του, να με σφίξει… Και τότε σταματούσε τις σκέψεις αυτές, γιατί ήταν αμαρτία, μεγάλη αμαρτία, της είχε πει η μάνα της.

Το προξενιό της Γιώτας

Έτσι βρέθηκε στην Αθήνα η Γιώτα, το 1958, και έμεινε με τον αδελφό της στο δυάρι του στην Κυψέλη. Εκείνη ήθελε να βγει έξω, να γυρίσει, ο Γιάννης όμως δεν την είχε φέρει για γλέντια. Την είχε φέρει για να την παντρέψει. Στη γειτονιά του έμενε ο Θύμιος, που είχε την ταβέρνα Το Φαγοπότι. Ανύπαντρος ήταν κι αυτός… Οι δύο άντρες έκαναν καλή παρέα. Ο Θύμιος ήταν καλό παιδί, δεν είχε υποχρεώσεις, είχε τη δουλειά του, έβγαζε καλά λεφτά. Όταν του είπε ο Γιάννης ότι είχε μια αδελφή ανύπαντρη, πέταξε απ’ τη χαρά του. Ο Γιάννης είναι υπόδειγμα, σωστός και ηθικός. Έτσι θα ’ναι και η αδελφή του, σκέφτηκε. Είναι όμορφη, του είχε πει ο Γιάννης. Και θα της αγόραζε και σπίτι στην Αθήνα. Έκανε οικονομίες ο Γιάννης. Δεν έβγαινε έξω να γλεντήσει, έτρωγε στο στρατόπεδο, δεν αγόραζε ρούχα. Είχε μαζέψει κάμποσες λίρες. Θα της έπαιρνε σπίτι. Αυτό ήταν το σωστό.

Η πρώτη συνάντηση κανονίστηκε για ένα Σάββατο βράδυ. Ήταν φθινόπωρο και είχε αρχίσει να δροσίζει. Στολίστηκε η Γιώτα, έβαλε το καλό της φόρεμα. Κατσάρωσε και τα μαλλιά της στο κομμωτήριο της γειτονιάς.

«Είναι όμορφος ο Θύμιος;» ρωτούσε ξανά και ξανά τον αδελφό της.

Εκείνος δε μιλούσε. Την έβλεπε να λάμπει, να κοιτάζεται στον καθρέφτη, να ανεμίζει τα μαλλιά της, να ονειρεύεται και απέφευγε να της απαντήσει. Αχ, και να της αρέσει ο Θύμιος, προσευχόταν από μέσα του. Δεν ήταν θρήσκος, αλλά εκείνη τη μέρα πίστευε ότι μόνο ο Θεός μπορούσε να βοηθήσει.

Πήγαν στο Σύνταγμα. Εκεί θα συναντούσαν τον Θύμιο. Θα τον περίμεναν στο ζαχαροπλαστείο της πλατείας, στο Άριστον.

Η Γιώτα ανυπομονούσε. Είχε παραγγείλει μία πάστα, αλλά από την αγωνία της δεν την είχε αγγίξει. Κοίταζε τους περαστικούς και αναρωτιόταν ποιος απ’ αυτούς ήταν ο Θύμιος. Περνούσαν από μπροστά της άντρες ψηλοί, καλοντυμένοι, άλλοι μόνοι τους, άλλοι αγκαζέ με όμορφες γυναίκες. Έτσι θα είμαι κι εγώ με τον Θύμιο, σκεφτόταν και η φαντασία της κάλπαζε. Θα τον κρατούσε αγκαζέ, κι εκείνος θα την αγκάλιαζε και θα τη φιλούσε τα βράδια στο κρεβάτι τους. Ένιωσε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν κι άρχισε να τρώει την πάστα της για να μην καταλάβει ο Γιάννης τι σκεφτόταν. Εκείνος, δίπλα της, έπινε το ούζο του. Είχε παραγγείλει και μεζέ. Πού και πού έβαζε κάτι στο στόμα του, για να μην αναγκαστεί να ανοίξει κουβέντα με την αδελφή του. Εκείνη, λες και το έκανε επίτηδες, τον ρωτούσε συνέχεια: «Μα θα ’ρθει ο Θύμιος; Άργησε. Μήπως εμείς ήρθαμε νωρίτερα; Εδώ του είπες να συναντηθούμε;»

Της κόπηκε η κουβέντα στη μέση. Ο κοντός φαλακρός άντρας που ερχόταν προς το μέρος τους, με κατακόκκινα μάγουλα, δεν μπορούσε να είναι ο Θύμιος.

«Καλησπέρα», είπε εκείνος καθώς πλησίαζε.

Ο Γιάννης σηκώθηκε τόσο απότομα, που κόντεψε να ρίξει τα ποτήρια απ’ το τραπέζι.

«Θύμιο, καλώς ήρθες», του είπε. «Από ’δώ η αδελφή μου η Γιώτα».

Άπλωσε το χέρι του εκείνος για να τη χαιρετήσει. Ιδρωμένο και χαλαρό ήταν. Εκείνη τράβηξε απότομα το δικό της.

Ο Θύμιος, αν και ντροπαλός, σήμερα είχε ξεπεράσει τον εαυτό του. Του άρεσε αυτή η κοπέλα. Ήταν όμορφη, δεν έμοιαζε με χωριάτισσα. Είχε αέρα πρωτευουσιάνας.

«Σας αρέσει η Αθήνα, δεσποινίς Γιώτα;» τη ρώτησε κι αμέσως δαγκώθηκε. Μήπως έπρεπε να την αποκαλέσει δεσποινίδα Τσαρπάζη;

Η Γιώτα ένιωθε σαν να της είχαν ρίξει έναν κουβά κρύο νερό στην πλάτη. Άσχημος, είναι άσχημος. Ο αδελφός της είναι όμορφος, ψηλός, λεβέντης. Αυτός εδώ… Κατάπιε το σάλιο της. Της είχε κοπεί η μιλιά. Ο Γιάννης την αγριοκοίταζε σαν να της έλεγε «μίλα του».

Γύρισε αυτή στον Θύμιο. Της θύμιζε πολύ τον Βασίλη, το γραμματικό του χωριού. Αποκρουστικός ήταν. Πίεσε τον εαυτό της να μιλήσει, αλλά η φωνή της δεν έβγαινε. Κάποια στιγμή τα κατάφερε.

«Ναι, ωραία είναι», του είπε.

Από εκείνη τη στιγμή και μετά δεν ξαναμίλησε. Ξεθαρρεμένος ο υποψήφιος γαμπρός ότι τα πήγαινε καλά, μιλούσε και γελούσε με τον Γιάννη. Πού και πού έριχνε και καμιά ματιά στη Γιώτα. Αμίλητη καθόταν, και νόμιζε ότι ήταν ντροπαλή. Πού να ’ξερες, κακόμοιρε Θύμιο…

Πίσω στο χωριό

Αμίλητοι πήραν το δρόμο του γυρισμού για την Κυψέλη. Αποχαιρέτησαν τον Θύμιο και είπαν να περπατήσουν λίγο. Τι λίγο… Όλη την Πατησίων με τα πόδια την πήραν. Ο Γιάννης κοίταζε τη Γιώτα που περπατούσε δίπλα του με σκυμμένο το κεφάλι. Λες και μετρούσε τις πλάκες του πεζοδρομίου. Δεν της άρεσε ο γαμπρός, έλεγε από μέσα του. Τι θα κάνω; Τι θα πω στη μάνα;

Η Γιώτα είχε λυσσάξει απ’ το θυμό της. Ήθελε ν’ απλώσει τα χέρια της και να μπήξει τα νύχια της στο πρόσωπο του αδελφού της. Αυτόν βρήκε να της φέρει; Τον άσχημο, τον κοντό; Τον ταβερνιάρη; Για ποια την πέρασε; Αυτή ήταν όμορφη, τις έβαζε κάτω όλες τις Αθηναίες. Με το ζόρι κρατιόταν να μη φωνάξει.

Μόλις μπήκαν στο σπίτι, έκανε να πάει στο μπάνιο ο Γιάννης, αλλά τον κράτησε απ’ το μπράτσο.

«Αδελφός είσαι εσύ ή φίδι;» Ξεστόμιζε λόγια χωρίς να σκέφτεται. «Για πέταμα μ’ έχεις; Καμιά δεν τον παίρνει αυτόν, αυτόν, τον, τον… Αυτό, αυτό το τέρας…»

«Τι λες, Γιώτα;» προσπάθησε να την καλμάρει ο αδελφός της, σαστισμένος απ’ το ξέσπασμά της.

Η Γιώτα, αντί να καλμάρει, λύσσαξε ακόμα πιο πολύ.

«Τέρας, ναι τέρας», έλεγε και ξανάλεγε, και μέσα στο μυαλό της ερχόταν η εικόνα του Θύμιου, να την πιάνει με τα ιδρωμένα του χέρια, να πρέπει αυτή να χαϊδεύει τα κόκκινα, παχουλά μάγουλά του… Της ερχόταν να ουρλιάξει. Να χτυπήσει τον αδελφό της.

Ο Γιάννης δεν μπορούσε να την αντιμετωπίσει. Τι να της έλεγε; Ότι ήταν τρελή; Της γύρισε την πλάτη και κλείστηκε στην κρεβατοκάμαρα. Την άφησε στο ντιβάνι του σαλονιού, εκεί όπου έστρωνε για να κοιμηθεί. Ούτε ο Γιάννης κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ, ούτε η Γιώτα. Αυτός φύσαγε και ξεφύσαγε. Τι θα ’λεγε στον Θύμιο όταν θα τον ξανάβλεπε;

Η Γιώτα έμεινε όλο το βράδυ στο ντιβάνι, μια να κλαίει και μια να φουρκίζεται απ’ το κακό της. Άρον άρον την έβαλε το επόμενο πρωί στο λεωφορείο ο αδελφός της και την έστειλε πεσκέσι στο χωριό.

Αργά το απόγευμα έφτασε η Γιώτα στη Γρανίτσα. Ξαφνιάστηκε η μάνα της όταν την είδε. Της χαμογέλασε, άνοιξε την αγκαλιά της.

«Καλώς ήρθες, κόρη μου. Γιατί γύρισες έτσι νωρίς;» τόλμησε να ρωτήσει.

«Άσε με κι εσύ, μάνα», είπε η Γιώτα. «Αφήστε με όλοι σας».

Κι έκανε να μπει στο σπίτι. Πήγε να την προλάβει η κυρα-Βαγγελιώ αλλά, φουρκισμένη, η Γιώτα την έσπρωξε κι έσυρε τη βαλίτσα της μέσα στο δωμάτιο που κοιμόταν.

«Τι έγινε, κόρη μου; Τι έγινε, Γιώτα μου;» άρχισε να την καλοπιάνει η μάνα. «Δεν τον γνώρισες το γαμπρό;»

«Το γαμπρό που μου ’φερε ο αδελφός μου να τον πάρει η Γραμμάτω η κουτσή», της φώναξε η Γιώτα, «εγώ δεν τον παίρνω, εγώ είμαι όμορφη, εμένα με ζητάνε…»

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της. Έπεσε πάνω στο κρεβάτι της κλαίγοντας, ουρλιάζοντας. Τραβούσε τα μαλλιά της. Στήλη άλατος έμεινε η μάνα της. Πάει η κόρη μου, τρελάθηκε τελείως, σκέφτηκε. Σίγουρα ο Γιάννης το καλό της ήθελε. Καλό γαμπρό θα ’φερε για την αδελφή του. Αυτή η παλαβή, όμως…

«Τέτοια που είσαι κανένας δε σε ζητάει», της απάντησε νευριασμένη.

Δε μιλούσε έτσι η κυρα-Βαγγελιώ. Τα μετρούσε τα λόγια της. Με τούτο ’δώ το πλάσμα, όμως… «Παναγιά μου Προυσιώτισσα, βάλε το χέρι σου», προσευχήθηκε. Έκανε το σταυρό της και πήγε να ξαπλώσει. Αφού στριφογύρισε στο κρεβάτι της πολλή ώρα, κάποια στιγμή την πήρε ο ύπνος. Νωρίς το πρωί σηκώθηκε για να πάει στα πρόβατα. Είχε δουλειές να κάνει. Δε θα της έτρωγε άλλο τη ζωή η Γιώτα. Ας έμενε ανύπαντρη, ας έκανε ό,τι ήθελε. Ν’ αφήσει μόνο τον αδελφό της να παντρευτεί, αυτό ήθελε μόνο.

Αγράμματη ήταν η κυρα-Βαγγελιώ και μεγαλωμένη με τις συνήθειες του χωριού. Και το χωριό έλεγε ότι ο αδελφός δεν παντρεύεται αν δεν αποκαταστήσει πρώτα τις αδελφές του. Τούτο ’δώ όμως παραπάει. Θα πει στον Γιάννη να παντρευτεί. Να βρει μια καλή κοπέλα να νοικοκυρευτεί.

«Χαλασμένη»

Τις επόμενες μέρες, η μάνα συνέχισε τη ζωή της κανονικά. Πήγαινε στα πρόβατα, στον μπαξέ, μαγείρευε. Η Γιώτα, όμως; Καθόταν όλη μέρα στο κρεβάτι κι έκλαιγε. Δεν έβγαινε ούτε στην αυλή. Δεν πήγαινε να δει ούτε τη φιλενάδα της τη Βασιλική στο διπλανό σπίτι. Έκλαιγε απελπισμένη. Εικόνες της έρχονταν διαρκώς στο μυαλό. Ωραίοι άντρες, καλοντυμένοι, να βολτάρουν με τις γυναίκες τους στην Αθήνα. Να γλεντάνε στα ωραία τους σπίτια, να γελάνε και το βράδυ να αγκαλιάζονται, να φιλιούνται… Σταματούσε κι έπαιρνε βαθιές ανάσες. Αμαρτία, αμαρτία να σκέφτεται έτσι. Όμως…

Οι εικόνες γίνονταν τυραννικές τα βράδια που έκλεινε τα βλέφαρά της για να κοιμηθεί. Τα πρωινά σηκωνόταν με μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια. Η μάνα της την κοίταζε κουνώντας το κεφάλι απελπισμένη. Παναγιά μου, τι έχει πάθει το παιδί μου; αναρωτιόταν.

Μπήκε πια ο χειμώνας και νύχτωνε νωρίς στο χωριό. Η Γιώτα δε συνήλθε, ίσα ίσα που είχε γίνει πιο απότομη. Δε μιλούσε πολύ στη μάνα της. Και τι να της έλεγε; Ότι ήθελε κάποιον να την αγκαλιάσει, να τη σφίξει, να… Δεν ήξερε πώς να το πει. Δεν τα συζητούσαν αυτά τα πράγματα στο χωριό. Σκόρπιες κουβέντες μόνο άκουγε από τις αδελφές της, που ήταν παντρεμένες κι είχαν κιόλας από δύο κόρες η καθεμία.

Ένα βράδυ φυσούσε δαιμονισμένα. Η μάνα της είχε πέσει για ύπνο από νωρίς στο διπλανό δωμάτιο. Η Γιώτα στο κρεβάτι της προσπαθούσε να κλείσει τα μάτια, να κοιμηθεί. Άρχισε να ιδρώνει. Πέταξε από πάνω της τα σκεπάσματα, πνιγόταν… Να φύγω, να φύγω, σκεφτόταν. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και ντύθηκε. Έριξε πάνω της ένα πανωφόρι και βγήκε στην αυλή σιγά σιγά, για να μην την ακούσει η μάνα της. Άνοιξε την πόρτα του κήπου και βγήκε στο δρόμο. Ο αέρας λυσσομανούσε, το κρύο την περόνιαζε, όμως αυτή προχωρούσε. Έρημο το χωριό. Όλοι κοιμόνταν. Όλες οι ήρεμες ψυχές ξεκουράζονταν, ονειρεύονταν.

Μα τι φως ήταν αυτό που έφεγγε λίγο παρακάτω; Ποιος ξενυχτούσε τέτοια ώρα; Ήταν απ’ το γραφείο της κοινότητας. Ο γραμματικός ο Βασίλης ήταν εκεί. Ο Βασίλης που την κοίταζε κι έλιωνε.

Καταλάβαινε άραγε η Γιώτα τι έκανε; Μόνα τους πήγαιναν τα πόδια της; Το μυαλό της δούλευε εκείνη τη στιγμή; Προχώρησε και στάθηκε μπροστά στην πόρτα της κοινότητας. Την έσπρωξε. Άνοιξε. Δεν ήταν κλειδωμένη. Στην αρχή δεν έβλεπε καθαρά. Ένα μικρό φως φώτιζε το δωμάτιο. Μια βιβλιοθήκη, ένα γραφείο, στην άκρη το τηλέφωνο που χρησιμοποιούσαν οι χωριανοί. Μια ξυλόσομπα δίπλα στο παράθυρο, κι εκεί μπροστά ο Βασίλης, καθισμένος, να προσπαθεί να ζεστάνει τα χέρια του.

Στο τρίξιμο της πόρτας, σήκωσε εκείνος το κεφάλι του. Ξαφνιάστηκε. Κανένας δεν ερχόταν τέτοια ώρα στην κοινότητα. Ποιος να ήταν άραγε; Αρρώστησε κάποιος κι έπρεπε να τηλεφωνήσει για γιατρό;

«Ποιος είναι;» ρώτησε φοβισμένος, ανήσυχος.

Η φιγούρα στην πόρτα ήταν γυναικεία, αλλά δεν απάντησε αμέσως. Σηκώθηκε ο Βασίλης απ’ τη θέση του και προχώρησε προς τη γυναίκα.

«Ποια είσαι; Τι έγινε;»

Κοκάλωσε μόλις είδε τη Γιώτα. Μια Γιώτα αναμαλλιασμένη, ξυλιασμένη απ’ το κρύο. Τι ήθελε στην κοινότητα τέτοια ώρα; Μήπως αρρώστησε η μάνα της;

«Βασίλη, εγώ…» ψέλλισε εκείνη και προχώρησε προς το μέρος του.

«Η μάνα σου, Γιώτα, η μάνα σου έπαθε κάτι;»

«Όχι, δηλαδή, εγώ…»

Δεν ήξερε τι να πει. Στεκόταν έτσι, σαν άγαλμα, στη μέση του δωματίου, χωρίς να ξέρει κατά πού να πάει. Την τράβηξε προς το μέρος του ο Βασίλης κι έκλεισε την πόρτα πίσω του. Την έβαλε να κάτσει δίπλα στη σόμπα για να ζεσταθεί. Τα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα απ’ τον αέρα και τα μάγουλά της κόκκινα απ’ το κρύο. Τον κοίταζε με μάτια που γυάλιζαν. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε γρήγορα. Ο Βασίλης δεν είχε καταλάβει ακόμη. Είναι τόσο όμορφη. Είναι εδώ, δίπλα μου, και είμαστε μόνοι, σκεφτόταν.

Δεν ήξερε τι να κάνει. Η γυναίκα που ποθούσε, που ονειρευόταν τόσα χρόνια, ήταν εκεί, μπροστά του. Άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε τα μαλλιά της. Εκείνη δεν αντιστάθηκε. Τον κοίταζε με ένα άδειο βλέμμα. Ξαφνικά, άρχισε σιγά σιγά να γλιστράει στο πάτωμα. Την έπιασε τελευταία στιγμή ο Βασίλης και την ξάπλωσε απαλά δίπλα στη σόμπα. Ησυχία μέσα στο δωμάτιο. Το τρίξιμο από τα ξύλα μέσα στη σόμπα ακουγόταν περίεργο. Ένιωθε να του τρυπάει τα μηνίγγια. Η γυναίκα ήταν ξαπλωμένη μπροστά του. Κι αυτός ήταν άντρας. Ένας άντρας νέος ακόμη, γεμάτος ορμές και…

Δεν άντεχε άλλο. Έσκυψε πάνω της. Τη φίλησε στο στόμα. Σαν να συνήλθε απ’ το λήθαργο εκείνη. Κουνήθηκε. Αντιστάθηκε. Γλίστρησε αυτός το χέρι του κάτω απ’ το φόρεμά της. Δεν έπιασε τις χοντρές κάλτσες που φορούσαν οι χωριάτισσες το χειμώνα. Άγγιξε μια σάρκα απαλή και ζεστή. Η Γιώτα έκανε να σηκωθεί, να φωνάξει, αλλά εκείνος της έκλεισε το στόμα. «Άσε με, άσε με να σου δείξω πόσο σ’ αγαπάω…» της ψιθύρισε στ’ αφτί. Είχε τρελαθεί, δεν ήξερε πια τι έλεγε, τι έκανε. Εκείνη, μετά το πρώτο ξάφνιασμα, ένιωσε κάτι σαν σφίξιμο στο στομάχι να προχωράει προς τα κάτω. Το χέρι του ήταν ανάμεσα στα πόδια της, μέσα απ’ το εσώρουχο. «Είναι αμαρτία, αμαρτία…» άκουγε μέσα στο μυαλό της τη φωνή της μάνας της… Αλλά κι αυτό το λίγωμα… Εκείνος πάλευε να ξεκουμπώσει το παντελόνι του. Τα κατάφερε. Η Γιώτα δεν έβλεπε, δεν ήξερε, δεν καταλάβαινε. Ένιωθε μόνο την ανάσα της να γίνεται πιο κοφτή, ενώ αυτός ο άντρας από πάνω της γινόταν πιο γρήγορος στις κινήσεις του. Ξαφνικά, ο πόνος. Βαθύς, απέραντος εκεί κάτω, ανάμεσα στα πόδια της. Ήθελε να φωνάξει, να φύγει, όμως ο Βασίλης τής έκλεισε το στόμα και την κράτησε ακίνητη. Ο πόνος πέρασε. Μετά ήρθε η ανακούφιση. Ο Βασίλης κουνιόταν πιο γρήγορα. Η Γιώτα ένιωσε να πετάει… Έκλεισε τα μάτια, ο Βασίλης ήταν μέσα στο μυαλό της ένας όμορφος πρίγκιπας, ένας θεός. Τι όμορφο συναίσθημα! Ένιωθε να λιώνει, να θέλει να πεθάνει… Εκείνος έβγαλε ένα μουγκρητό κι έπεσε πάνω της ακίνητος.

Για λίγα λεπτά, η Γιώτα έμεινε ξαπλωμένη με τον Βασίλη πάνω της. Σαν συνήλθε ξαφνικά, τον έσπρωξε με δύναμη. Εκείνος την κοίταξε μ’ εκείνο το λιγωμένο βλέμμα: «Γιώτα μου, αχ, Γιώτα μου», της είπε.

Σηκώθηκε εκείνη. Μάζεψε το εσώρουχό της και το φόρεσε. Κοίταξε αλαφιασμένη γύρω της, έτρεξε στην πόρτα και βγήκε έξω. Πίσω της άκουγε μόνο τη φωνή του Βασίλη να φωνάζει το όνομά της.

Άρχισε να τρέχει μέσα στο έρημο χωριό. Δεν αισθανόταν το κρύο, τον αέρα που είχε δυναμώσει, μόνο ένας πόνος είχε μείνει εκεί κάτω και κάτι που την ενοχλούσε ανάμεσα στα πόδια της, κάτι υγρό, κάτι που κυλούσε χαμηλά, μέχρι τα παπούτσια της. Δεν έδωσε σημασία. Έτρεξε στο σπίτι. Να φτάσει γρήγορα, να μην τη δει κανείς. Η μάνα, μην ξυπνήσει η μάνα.

Άνοιξε την πόρτα της αυλής, προχώρησε και μπήκε στο σπίτι. Προσεκτικά, για να μην τρίξει το πάτωμα. Μέσα στο σκοτάδι, ψηλαφίζοντας τους τοίχους, προσπάθησε να πάει στην κάμαρά της. Έκανε ν’ ανοίξει την πόρτα κι ένιωσε τη γη να χάνεται κάτω απ’ τα πόδια της. Εκεί μπροστά στεκόταν η μάνα της. Μέσα στο άσπρο νυχτικό, με τα μαλλιά της ξέπλεκα, την κοιτούσε με μάτια που γυάλιζαν. Η φωνή της ήταν ψιθυριστή, απόκοσμη: «Πού γυρνάς τέτοια ώρα;»

Ο κόσμος έσβησε γύρω της.

Όταν συνήλθε, ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της. Η μάνα της στεκόταν από πάνω της και την κοιτούσε με μάτια ανέκφραστα. Δίπλα η μεγάλη της αδελφή, η Αργυρώ. Με το νυχτικό της κι αυτή, και μ’ ένα πανωφόρι που είχε ρίξει πάνω της όπως όπως, όταν πήγε και την ξύπνησε η κυρα-Βαγγελιώ. Κάποιος είχε ανάψει και το φως. Μα τι ήθελαν αυτές οι δύο; Γιατί δε μιλούσαν; Γιατί την κοιτούσαν έτσι; Τα μάτια τους γυάλιζαν. Γύρισε η μάνα και κοίταξε την Αργυρώ. Εκείνη πλησίασε, έσκυψε πάνω από τη Γιώτα. Σήκωσε το φουστάνι της και κατέβασε το εσώρουχό της. Η Γιώτα προσπαθούσε ν’ αντισταθεί, χτυπιόταν, κλοτσούσε την Αργυρώ. Ήρθε και η μάνα για βοήθεια. Έπεσε πάνω της, της κράτησε τα χέρια πίσω τεντωμένα. Ένα γόνατο της πίεσε το στομάχι. Ένα χέρι μπήκε ανάμεσα στα πόδια της, αργά στην αρχή, μετά πιο βαθιά. Μία, δύο φορές… Ένιωσε ανείπωτο πόνο. Λύσσαξε. Ήθελε να σκοτώσει αυτές τις δύο γυναίκες που την κρατούσαν έτσι ακίνητη, που ψαχούλευαν το σώμα της. Νόμιζε ότι αυτό το μαρτύριο δε θα τελείωνε ποτέ. Κάποια στιγμή, το σφίξιμο στα χέρια της χαλάρωσε. Ο πόνος εκεί κάτω σταμάτησε. Το χέρι που την ψαχούλευε, το χέρι της αδελφής της, είχε γεμίσει αίματα. Η Αργυρώ μια κοιτούσε το χέρι της και μια τη Γιώτα. Φωτιές πετούσαν τα μάτια της.

«Χαλασμένη είναι, μάνα, χαλασμένη», γύρισε και είπε στην κυρα-Βαγγελιώ.

Σήκωσε το χέρι για να χτυπήσει τη Γιώτα, αλλά τη συγκράτησε η μάνα.

«Άσ’ τη, θα την κανονίσει ο αδελφός της», είπε εκείνη με σκυμμένο κεφάλι και βγήκε απ’ το δωμάτιο.

Την ακολούθησε η Αργυρώ. Προτού κλείσει την πόρτα πίσω της, γύρισε, κοίταξε με μίσος τη μικρή της αδελφή.

«Φτου σου, πουτάνα», της είπε.

Να μην το μάθει κανείς

Την επόμενη μέρα, από νωρίς το πρωί, μέσα στη φτωχική κουζίνα του σπιτιού, η κυρα-Βαγγελιώ με τη μεγάλη της κόρη την Αργυρώ κουβέντιαζαν ψιθυριστά. Η Γιώτα δεν είχε κοιμηθεί καθόλου. Ούτε είχε σηκωθεί απ’ το κρεβάτι της. Με μάτια κατακόκκινα, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, μια έκλαιγε και μια τραβούσε τα μαλλιά της. Αισθανόταν ντροπή, φόβο, θυμό. Προσπαθούσε ν’ ακούσει τι έλεγαν μέσα στην κουζίνα η μάνα της κι η αδελφή της. Ήθελε να πεθάνει, ήθελε να σκοτώσει όλο τον κόσμο, ήθελε να φύγει, αλλά δεν μπορούσε, πνιγόταν. Πνιγόταν.

«Να ειδοποιήσουμε τον Γιάννη», είπε η Αργυρώ στη μάνα της. «Να ’ρθει και να τη δείρει, να την κουρέψει γουλί, την πουτάνα που μας ντρόπιασε, που…»

Δεν την άφησε ν’ αποσώσει τα λόγια της η κυρα-Βαγγελιώ. Χωριάτισσα ήταν κι αυτή, και την τιμή του κοριτσιού την είχε πάνω απ’ όλα, αλλά…

«Έτσι κι έρθει εδώ ο Γιάννης, κόρη μου, θα βουίξει όλο το χωριό. Πώς θα ξαναβγώ απ’ το σπίτι, μου λες; Κουδούνια θα μας κρεμάσουν. Κι ο Γιάννης μας απ’ την ντροπή του ανύπαντρος θα μείνει. Και τις δικές σου τις κόρες δεν τις σκέφτεσαι; Οι ανιψιές της πουτάνας θα λένε… Άκουσέ με, κόρη μου…»

Προσπαθούσε η Βαγγελιώ να ηρεμήσει τη μεγάλη της κόρη. Να της δείξει το σωστό. Να δουν πώς θα τα μπαλώσουν.

Με το πες πες, την έπεισε την Αργυρώ. Θα κατέβαιναν στην πόλη. Κρυφά. Να μην το μάθει κανείς. Είχε το κομπόδεμά της η μάνα. Θα τα κανόνιζε όλα.

Στη Γιώτα δεν είπαν τίποτα. Για λίγες μέρες η μάνα

Enjoying the preview?
Page 1 of 1