Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Ινδικά Διηγήματα
Ινδικά Διηγήματα
Ινδικά Διηγήματα
Ebook100 pages1 hour

Ινδικά Διηγήματα

Rating: 1 out of 5 stars

1/5

()

Read preview

About this ebook

Ο βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας (1913) Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ υπήρξε συνθέτης, συγγραφέας και φιλόσοφος. Ενδιαφέρθηκε επίσης για την εκπαίδευση και την παιδαγωγική.

LanguageΕλληνικά
Release dateNov 13, 2012
ISBN9781301350537
Ινδικά Διηγήματα

Related to Ινδικά Διηγήματα

Related ebooks

Reviews for Ινδικά Διηγήματα

Rating: 1 out of 5 stars
1/5

1 rating0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Ινδικά Διηγήματα - Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ

    INDIKA DIIGIMATA

    By

    Rabintranath Tagor

    SMASHWORDS EDITION

    * * * * *

    PUBLISHED BY:

    Pelekanos Books on Smashwords

    Indika Diigimata

    Copyright 2012 by Pelekanos Books

    This ebook is licensed for your personal enjoyment only. This ebook may not be re-sold or given away to other people. If you would like to share this book with another person, please purchase an additional copy for each recipient.

    If you are reading this book and did not purchase it, or it was not purchased for your use only, then please return to Smashwords.com and purchase your own copy.

    * * * * *

    Περιεχόμενα

    Μάσσι

    Ο σκελετός

    Η υπέροχη νύχτα

    Ο κυνοκέφαλος

    Ο φύλακας του θησαυρού

    Η βουβή

    Κουζούμ. Αφήγηση μιας αποβάθρας ποταμού

    Η ωραία μου γειτόνισσα

    ΙΝΔΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

    Μάσσι

    ― Μάσσι!

    ― Προσπάθησε να κοιμηθείς, Γιοτίν! Είναι αργά.

    ― Δεν πειράζει. Πόσες μέρες ζωής μού μένουν ακόμα!... Σκεπτόμουν, πως η Μανί πρέπει να πάει στο σπίτι του πατέρα της... Στο.. Ξεχνάω που είναι τώρα.

    ― Στο Σιταραμπούρ.

    ― Α! Ναι! Στο Σιταραμπούρ. Στείλε την εκεί. Δεν πρέπει να μείνει περισσότερο κοντά σ’ έναν άνθρωπο άρρωστο. Κι αυτή, η ίδια, δεν είναι καλά.

    ― Άκου τον, τι λέει! Μα, βαστάει η καρδιά της να σ’ αφήσει σ’ αυτήν την κατάσταση;

    ― Ξέρει τι οι γιατροί...;

    ― Μα, μπορεί μόνη της να το δει! Προχτές, πρήστηκαν τα μάτια της από το κλάμα, και μόνο που της είπα να γυρίσει πίσω, στο σπίτι του πατέρα της.

    Πρέπει να εξηγήσουμε, πως η δήλωση αυτή ήταν μια ελαφριά διαστροφή της αλήθειας – για να πούμε το λιγότερο. Η πραγματική συνομιλία με τη Μανί, ήταν η ακόλουθη:

    ― Νομίζω, παιδί μου, πως πήρες νέα απ’ τον πατέρα σου. Θαρρώ πως είδα τον εξάδερφό σου, τον Ανάθ, εδώ.

    ― Ναι! την ερχόμενη Παρασκευή, θα γίνει η τελετή «αναπρασιάν» της μικρής μου αδερφής. Γι’ αυτό νομίζω...

    ― Πολύ σωστά, αγαπητή μου! Στείλε της μια χρυσή αλυσίδα του λαιμού. Θα ευχαριστήσει τη μητέρα σου.

    ― Σκέπτομαι να πάω μοναχή μου. Ποτέ δεν είδα την αδερφούλα μου, κι επιθυμώ τόσο να τη δω.

    ― Τι θέλεις να πεις; Δεν πιστεύω να σκέπτεσαι ν’ αφήσεις μονάχο το Γιοτίν; Δεν άκουσες τι είπε ο γιατρός γι’ αυτόν;

    ― Μα είπε, πως τώρα πια δεν υπάρχει λόγος να...

    ― Κι αν το ’πε, δε βλέπεις την κατάστασή του;

    ― Είναι η πρώτη κόρη, ύστερα από τρία αγόρια, και την έχουν μη στάξει και μη βρέξει... Μαθαίνω πως θα κάνουν μεγάλη τελετή. Αν δεν πάω, η μητέρα μου θα ’ναι πολύ...

    ― Ναι! Ναι! Δεν ξέρω τι θα κάνει η μητέρα σου, μα ξέρω καλά πως ο πατέρας σου θα θυμώσει πολύ, αν αφήσεις το Γιοτίν, ακριβώς τώρα.

    ― Θα του γράψεις δύο λέξεις, και θα του πεις ότι δεν υπάρχει κανένας ιδιαίτερος λόγος ανησυχίας, και ότι, ακόμα κι αν πάω, δε θα είναι...

    ― Έχεις δίκιο, σ’ αυτό. Βέβαια, δε θα είναι μεγάλος χαμός αν πας. Μα θυμήσου, ότι αν γράψω στον πατέρα σου, θα του πω καθαρά τι σκέπτομαι.

    ― Τότε δεν είναι ανάγκη να γράψεις. Θα παρακαλέσω τον άντρα μου, και αυτός δίχως άλλο...

    ― Άκουσε, παιδί μου, πολλά ανέχτηκα από σένα, μα αν το κάνεις αυτό, δεν μπορώ να το ανεχτώ ούτε μια στιγμή. Ο Πατέρας σου σε ξέρει πολύ καλά, ώστε να μην μπορέσεις να τον ξεγελάσεις.

    Όταν η Μάρσι την άφησε, η Μανί έπεσε στο κρεβάτι της άκεφη.

    Η γειτόνισσα και φίλη της ήρθε και τη ρώτησε τι είχε.

    ― Άκου, παιδί μου, κατάσταση! Γίνεται της μόνης μου αδερφής το αναπρασιάν», και δε θέλουν να με αφήσουν να πάω!

    ― Πώς; Βέβαια ποτέ δε σκέφτηκες ν’ αφήσεις άρρωστο τον άντρα σου και να πας. Δεν είναι έτσι;

    ― Μα δεν μπορώ τίποτα εγώ να του κάνω. Κι αν προσπαθούσα ακόμα, δε θα μπορούσα. Υπάρχει τέτοια πλήξη, τέτοια νέκρα σ’ αυτό το σπίτι, ώστε, σου μιλώ ειλικρινώς, δεν μπορώ πια να υποφέρω.

    Είσαι αλλόκοτη γυναίκα.

    ― Μα δεν μπορώ να υποκρίνομαι, όπως κάνετε σεις εδώ. Ό,τι έχω στην καρδιά μου θα το δείξω, κι ας πει ό,τι θέλει ο άλλος.

    ― Λοιπόν, τι σκέπτεσαι να κάνεις;

    ― Πρέπει να πάω. Κανείς δεν μπορεί να με εμποδίσει.

    ― Ω! Θεέ μου! Τι πεισματάρα γυναίκα!...

    Ακούγοντας από τη θεία του, ότι η Μανί έκλαψε και μόνο με τη σκέψη να πάει στου πατέρα της το σπίτι, ο Γιοτίν τόσο ταράχτηκε ώστε ανακάθησε στο κρεβάτι του. Και τραβώντας κοντά του το μαξιλάρι του, έγειρε πίσω κι είπε:

    ― Μάσσι! Άνοιξε το παράθυρο αυτό λιγάκι, και πάρε έξω τη λάμπα!

    Η ήσυχη νύχτα στεκόταν σιωπηλή στο παράθυρο, σαν ένας προσκυνητής της Αιωνιότητας. Και τ’ άστρα κοίταζαν μέσα, μάρτυρες, από άπειρες γενεές, αναρίθμητων θανάτων.

    Ο Γιοτίν είδε το πρόσωπο τής Μανί του ολοζώντανο απάνω στο φόντο της σκοτεινής νύχτας, κ’ είδε εκείνα τα δύο μεγάλα μαύρα μάτια πλημμυρισμένα από δάκρυα, σα να ’ταν εκεί, για όλη την αιωνιότητα.

    Η Μάσσι ανακουφίστηκε λιγάκι, όταν τον είδε τόσο ήσυχο. Νόμισε πως κοιμόταν.

    Μα, ο Γιοτίν, άξαφνα κινήθηκε και είπε:

    ― Μάσσι, εσείς όλοι σας, νομίζατε πως η Μανί ήταν ελαφρόμυαλη, και πως ποτέ δε θα ’ταν ευτυχής στο σπίτι μας. Μα βλέπεις, τώρα...

    ― Ναι, τώρα, βλέπω Μπάμπα μου... λαθέψαμε... αλλά, με τις πράξεις του δοκιμάζεται ο άνθρωπος.

    ― Μάσσι!

    ― Προσπάθησε να κοιμηθείς αγαπητό μου παιδί!

    ― Άσε με να σκεφτώ λιγάκι, άσε με να μιλήσω. Μη θυμώνεις Μάσσι!

    ― Καλά, παιδί μου!

    ― Μια φορά, όταν έλεγα με το νου μου πως δε θα μπορούσα να κερδίσω την καρδιά της Μανί, το υπόφερνα αυτό σιωπηλά. Μα εσύ...

    ― Όχι, αγόρι μου, δε σου το επιτρέπω, να το πεις αυτό∑ κι εγώ επίσης το υπέφερνα με πόνο.

    ― Οι σκέψεις μας, ξέρεις, δεν είναι σβώλοι της γης, που μπορείς να τους έχεις όποτε θέλεις, φτάνει να σκύψεις να τους πάρεις. Αισθανόμουν πως η Μανί δε γνώριζε τον εαυτό της, και πως μια μέρα σε κάποια μεγάλη κρίση...

    ― Ναι, Γιοτίν, έχεις δίκιο.

    ― Για τούτο ποτέ δεν έδωσα προσοχή στις παραξενιές της.

    Η Μάσσι έμεινε σιωπηλή, καταπνίγοντας ένα στεναγμό. Όχι μια φορά, μα συχνά είχε δει το Γιοτίν να περνά όλη τη νύχτα στη βεράντα, τη μουσκεμένη απ’ τη βροχή, που έπεφτε με το πλατάγισμα ολόγυρά της, και όμως, να μη σκέπτεται διόλου να μπει στην κρεβατοκάμαρά του. Πολλές μέρες έμενε πλαγιασμένος, με τα μηνίγγια του να χτυπούν δυνατά, λαχταρώντας –το ’νιωθε καλά η Μάσσι– να ’ρθει η Μανί να του καταπραΰνει το φλογισμένο του κεφάλι, ενώ η Μανί ετοιμαζόταν να πάει στο

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1