Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Πανώρια
Πανώρια
Πανώρια
Ebook136 pages2 hours

Πανώρια

Rating: 5 out of 5 stars

5/5

()

Read preview

About this ebook

Το ποιμενικό δράμα του Γεωργίου Χορτάτζη, η Πανώρια, διαδραματίζεται στον Ψηλορείτη, με πρωταγωνίστριες δύο βοσκοπούλες που αρνούνται τον έρωτα δύο νεαρών βοσκών.

LanguageΕλληνικά
Release dateDec 12, 2012
ISBN9781301990962
Πανώρια

Related to Πανώρια

Related ebooks

Reviews for Πανώρια

Rating: 5 out of 5 stars
5/5

1 rating0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Πανώρια - Γεώργιος Χορτάτζης

    ΠΡΑΞΙΣ 1

    ΣΚΗΝΗ Α΄

    Δάση. ΓΥΠΑΡΗΣ, μοναχός.

    Ὦ δάση μου πυκνότατα, φύγετ’ ἀπὸ σιμά μου,

    μὴ σᾶσε κάψου σήμερο τ’ ἀναστενάματά μου,

    γιατὶ γροικῶ στὸ στῆθος μου καμίνιν ἁφτωμένο

    καὶ λάβρ’ ἀποὺ τὸ στόμα μου βγαίνει τὸ πρικαμένο

    καὶ δὲ μπορεῖ παρ’ ὅ,τι βρῆ ν’ ἅψη καὶ νὰ φλογίση

    κι’ ὅλο τὸν κόσμο κάρβουνα φοβοῦμαι μὴ γεμίση.

    Βρύσες, τὰ πλῆσα σας νερά, τὰ δροσερὰ ’ς συρθοῦσι

    κ’ εἰς τὴ βαθύτερη μερὰ κάτω στὴ γῆ ἂς χωστοῦσι,

    μὴν τ’ἀποφρύξ’ ἡ λόχη μου· κ’ ἐσεῖς κατακαημένα

    πρόβατα, ἐκεῖ ἁποὺ πορπατῶ χόρτο μὴ φᾶτε οὐδ’ ἕνα,

    γιατὶ τὰ φαρμακεύγουσι τὰ δάκρυα τὰ δικά μου,

    τόσα πρικιὰ ὁποὺ βγαίνουσι μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μου.

    Ἴδα μου εὐγενικότατη, πού ’σαι συνηθισμένη

    ἀπὸ χαιράμενους βοσκοὺς νά ’σαι κατοικημένη,

    σήμερο θὰ σὲ στερευτῶ κ’ εἰς τόπο θὲ νὰ πάω

    ὅπου νερὸ δὲ βρίσκεται, οὐδὲ ψωμὶ νὰ φάω·

    ὅπού ’ναι δάση καὶ γκρεμνὰ καὶ δίχως χόρτα οἱ κάμποι

    κι’ ὅπού ’ναι σπήλια σκοτεινὰ θέλω γυρέψει νά ’μπη

    γιὰ νὰ μηδὲ θωροῦσι φῶς τὰ μάτια τὰ δικά μου,

    μὰ νά ’ν’ κ’ ἐκεῖνα σκοτεινὰ σὰν καὶ τὰ σωθικά μου·

    τὰ μάτια μου, ἁποὺ τσ’ ὀμορφιὲς εἴδασι τσῆ κερᾶς μου

    κ’ ἐδώκασι ψοματινὴ ὀλπίδα τσῆ καρδιᾶς μου

    καὶ μετὰ κείνη ἐδέθηκε καὶ δὲ μπορεῖ νὰ λύση

    κι’ ὁ πόθο τση καθημερνὸ μοῦ δίδει πλήσα κρίση.

    Ὧρες μὲ καίγει ὡσὰ φωτιὰ κι’ ὧρες μὲ σαϊτεύγει

    κι’ ὧρες μὲ τοῦ προσώπου τση τὴν ὄψη μὲ παιδεύγει.

    Μ’ ἀντίδικα τὸ ριζικὸ τσῆ φύσης μὲ φυλάσσει

    στὰ τόσα πάθη ζωντανὸ γιὰ νὰ μηδὲ σκολάση

    ὁ πόνος μου, νὰ μὲ θωροῦ γιὰ νὰ παρηγοροῦνται

    ὅσοι τοῦ πόθου σὰν κ’ ἐμὲ πολλὰ παραπονοῦνται.

    Γιὰ κεῖνο κακορίζικο δὲν ἔχω γνωρισμένα

    ’ς τσ’ ἀγάπης τὰ μπερδέματα στὸν κόσμο σὰν ἐμένα.

    ΣΚΗΝΗ B΄

    ΑΛΕΞΗΣ καὶ ΓΥΠΑΡΗΣ.

    ΑΛΕΞΗΣ

    Ποιὸς εἶν’ ἐκεῖνος ὁ βοσκὸς ὁποὺ τὰ πρόβατά του

    δὲ θέλει χόρτα σήμερο νὰ φᾶν ἀπὸ σιμά του,

    γιατὶ τὰ φαρμακεύγουσι τὰ δάκρυα του κ’ εἰς τόπους

    σκοτεινιασμένους θὰ διαβῆ μακρὰ ’ποὺ τοὺς ἀνθρώπους;

    κ’ ἴσια ντου κακορίζικος λέγει πὼς δὲν ἐφάνη

    στοῦ πόθου τὰ μπερδέματα καὶ θέλει νὰ ’ποθάνη;

    Ἐγώ ’λεγα τὸ πὼς ποτὲ κιανεὶς ὡσὰν ἐμένα

    δὲ βρίσκεται νά ’χη καρδιὰ καὶ σωθικὰ καημένα·

    βάσανα νά ’χη ὡσὰν κ’ ἐμὲ στὸν κόσμο δὲν ἐκράτου

    ἄλλος κιανεὶς κ’ ἔτσι ἤμνογα ὅθεν κι’ ἂν ἐπορπάτου·

    καὶ τώρα βλέπω πὼς κι’ αὐτὸς κλαίγει κι’ ἀναστενάζει

    κι’ ἀπολπισμένος τσῆ ζωῆς τὸ θάνατό ντου κράζει.

    Γιὰ τοῦτο ἀποὺ τὰ χείλη του θέλω νὰ πὰ γροικήσω

    ἂν ἔχη πόνο σὰν κ’ ἐμὲ στὰ σωθικὰ περίσσο.

    Μ’ ἀνεῖναι καὶ τὰ μάτια μου ὁ πόθος δὲ θαμπώνει,

    καθὼς τὴ δόλια μου καρδιὰ καθημερνὸ πληγώνει,

    ἐτοῦτος εἶναι ὁ Γύπαρης, ὁποὺ γι’ αὐτὸ ἐρωτοῦσα

    οἱ βοσκοποῦλες ὀπροχθὲς καὶ πλῆσα τὸν παινοῦσα·

    ὁ Γύπαρης, ἁποὺ ποτὲ δὲν ἦτο πρικαμένος,

    μὰ πάντα του χαιράμενος καὶ καλοκαρδισμένος·

    καὶ τώρα κακορίζικο τὸν ἐμαυτό ντου κράζει

    καὶ πρικαμένος σὰν κ’ ἐμὲ κλαίγει κι’ ἀναστενάζει.

    (Εἰς τοῦτο τοῦ μιλεῖ).

    Γύπαρη, πέ μου, ἀνὲν καὶ θὲς ὁ Κύριος νὰ σ’ ἀξώση

    ’ς τσὶ πρίκες καὶ τοὺς πόνους σου τέλος γοργὸ νὰ δώση,

    ποιά ’ν’ ἡ αἰτία ποὺ σὲ κινᾶ τόσα πρικιὰ νὰ κλαίγης

    καὶ πὼς θὰ πὰ νὰ ξοριστῆς ἀποδεπὰ νὰ λέγης.

    Στράφου καὶ δὲ ποιὸς σὲ ρωτᾶ, πάψε τὰ κλάημάτα σου·

    κι’ ἂν τύχη, νὰ βρεθῆ γιατρειὰ στὰ πάθη τσῆ καρδιᾶς σου.

    (Στρέφεται καὶ λέγει).

    ΓΥΠΑΡΗΣ

    Ἀλέξη, φεῦγε τὴ λαλιὰ σήμερο τσ’ ἐμιλιᾶς μου

    καὶ μὴ γυρεύγης τὴν αἰτιὰ νὰ μάθης τσῆ πρικιᾶς μου.

    Γιατί, θαρρῶ, δὲ βρίσκεται θεριὸ μηδεκιανένα,

    νὰ μηδὲν κλάψη ἀπὸ καρδιᾶς περίσσα λυπημένα

    γροικώντας τὰ περίσσα μου βάσανα καὶ καημούς μου,

    τὰ δάκρυά μου, τσὶ πόνους μου καὶ τσ’ ἀναστεναμούς μου.

    ΑΛΕΞΗΣ

    Ἐγώ ’μ’, ἀδέρφι Γύπαρη, στὰ πάθη μαθημένος·

    κι’ ἂν ἤξερες τὴν σήμερον πῶς βρίσκομ’ ὁ καημένος,

    χαρά ’χες πεῖ τὴν πρίκα σου σιμὰ στὴν ἐδική μου·

    κ’ ἤθελες τό ’χει θάμασμα τὸ πῶς κρατεῖ ἡ ζωή μου.

    Τὸν ἥλιον εἶδα νὰ σταθῆ χίλιες φορὲς γροικώντας

    τὰ πάθη μου καὶ νά ’κλαψε τὰ δάκρυά μου θωρώντας.

    ΓΥΠΑΡΗΣ

    Ἐγὼ δὲν εἶδα νὰ σταθῆ τὸν ἥλιο νὰ μ’ ἀκούση,

    μὰ εἶδα χαράκια καὶ δεντρὰ πολλὰ ν’ ἀνασπαστοῦσι,

    νὰ φεύγου γιὰ νὰ μὴ γροικοῦ τ’ ἀναστενάματά μου

    καὶ τὴν περίσσα λύπηση ἁπὄχω στὴν καρδιά μου.

    Μ’ ἀπῆς ἐδῶ τὸ κλάημα μου σ’ ἤφερε τὸ μεγάλο,

    τὴν ἀφορμὴ τοῦ πόνου μου θὲ νὰ σ’ ἀναθιβάλω:

    ἕνα χιονάτο κούτελο, δυὸ μάτια ζαφειρένια,

    δυὸ χείλη κατακόκκινα, δυὸ χέρια μαρμαρένια,

    γεῖς κρουσταλλένιος τράχηλας, βυζάκια δυὸ καὶ στήθη,

    ὁλάργυρα, χρυσὰ μαλλιά, νεράιδας ἴδιας ἤθη,

    μιλιὰ καὶ γέλιο ἀγγελικὸ καὶ μιὰ καρδιὰ ’νοῦς δράκο

    εἶν’ ἁποὺ θὰ μὲ βάλουσι ὀγλήγορα στὸ λάκκο.

    ΑΛΕΞΗΣ

    Ἐλόγιασά το ἀληθινὰ πὼς λυγερῆς ἀγάπη

    θὲ νά ’ν’ αἰτιὰ τοῦ πόνου σου καὶ τοῦ καημοῦ σου, ἀζάπη.

    Μιὰν ἀρρωστιά ’χομε κ’ οἱ δυό. Μὰ ποιά ’ν’ ἡ κόρη αὐτείνη

    ἁποὺ κιαμιὰν ἀνάπαψη νὰ πάρης δὲ σ’ ἀφήνει;

    Μὴ μοῦ τὸ κρύψης, ὀγιατὶ δὲν πρέπει τσῆ φιλιᾶ μας

    πράμα κιανένα νὰ κρατῆ κουρφὸ ἀνάμεσά μας.

    ΓΥΠΑΡΗΣ

    Λόγιασε ποιὰ ’γριότερη κι’ ἄπονη κορασίδα

    καὶ ποιὰ περηφανότερη γυρίζει ἐπὰ στὴν Ἴδα,

    κ’ ἐκείνη ’ναι ἁποὺ ἡ μοίρα μου μοῦ ’δωκε ν’ ἀγαπήσω,

    τὰ βάσανα τοῦ ἔρωτα μόνο γιὰ νὰ γνωρίσω.

    Κατέχεις τὴν Πανώρια αὐτή, τοῦ γέρο τοῦ Γιαννούλη

    τὴ θυγατέρα;

    ΑΛΕΞΗΣ

    Ξεύρω τη, καθὼς τὴν ξεύρουν οὗλοι.

    ΓΥΠΑΡΗΣ

    Τούτ’ εἶν’ ἐκείνη ἁποὺ κρατεῖ δεμένη τὴν καρδιά μου

    κι’ ἁπού ’κοψε τὰ μέλη μου κι’ ἅψε τὰ σωθικά μου·

    τούτ’ εἶν’ ἐκείνη ἁπ’ ἀγαπῶ, τούτ’ εἶναι ἁποὺ ξετρέχω,

    τούτ’ εἶναι ἁποὺ γιὰ λόγου τση ἀνάπαψη δὲν ἔχω·

    τούτ’ εἶν’ ἐκείνη ἁποὺ μισᾶ καὶ φεύγει τσ’ ἐμιλιές μου,

    τούτ’ εἶν’ ἁποὺ γιὰ πείραξη κρατεῖ τσὶ δούλεψές μου·

    τούτη μὲ κάνει τὸ φτωχὸ καὶ κλαίγω καὶ φωνιάζω

    καὶ τὴ ζωή μου δὲν ψηφῶ, μὰ νὰ ’ποθάνω κράζω·

    γιὰ τούτη πορπατῶ κλιτά, γιὰ τούτη πάντα φεύγω

    ἀπὸυ τσὶ τόπους τσ’ ἥμερους κ’ εἰς τσ’ ἄγριους ὁδεύγω·

    γιὰ τούτη εἶν’ τὸ στῆθος μου καμίνιν ἁφτωμένο,

    γιὰ τούτη ζωντανὸς συχνιὰ στὸν Ἅδη κατεβαίνω·

    γιὰ τούτη ὕπνο δὲ θωρῶ, γιὰ τούτη παραδέρνω,

    γιὰ τούτη θάνατους πικροὺς χίλιους τὴν ὥρα παίρνω·

    γιὰ τούτη δὲ στεγνώνουσι τὰ μάτια τὰ καημένα,

    γιὰ τούτη κράζω, σὰ θωρεῖς, κλαίγοντας τ’ ὢχ ὀιμένα!

    Τὰ μάτια τση μ’ ἐπιάσασι, τὰ χέρια τση μ’ ἐδέσα,

    τὰ λόγια τση στοῦ ἔρωτα τὰ δίκτυα μ’ ἐμπερδέσα·

    κ’ ἐκεῖνος μ’ ἀποφάσισε θάνατο πικραμένο

    καὶ μπλιό μου ἀποὺ τὰ χέρια του σὲ λευτεριὰ δὲ

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1