Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Τό παλιό βιολί
Τό παλιό βιολί
Τό παλιό βιολί
Ebook118 pages59 minutes

Τό παλιό βιολί

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Η συλλογή "Το παλιό βιολί" του Ιωάννη Πολέμη εκδόθηκε πολλές φορές, ενώ ποιήματά της μελοποιήθηκαν.

LanguageΕλληνικά
Release dateDec 13, 2012
ISBN9781301214693
Τό παλιό βιολί

Related to Τό παλιό βιολί

Related ebooks

Reviews for Τό παλιό βιολί

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Τό παλιό βιολί - Ιωάννης Πολέμης

    1. Τὸ παληὸ βιολί

    Ἄκουσε τ’ ἀπόκοσμο, το παλῃὸ βιολὶ

    μέσα στὴ νυχτερινὴ σιγαλιὰ τοῦ Ἀπρίλη·

    στὸ παλῃὸ κουφάρι του μιὰ ψυχὴ λαλεῖ

    μὲ τ’ ἀχνὰ κι’ ἀπάρθενα τῆς ἀγάπης χείλη.

    Καὶ τ’ ἀηδόνι τ’ ἄγρυπνο καὶ τὸ ζηλευτὸ

    ζήλεψε κ’ ἐσώπασε κ’ ἔσκυψε κ’ ἐστάθη

    γιὰ νὰ δῇ περήφανο τί πουλὶ εἶν’ αὐτὸ

    ποὺ τὰ λέει γλυκύτερα τῆς καρδιᾶς τὰ πάθη.

    Ὡς κι’ ὁ γκιώνης τ’ ἄχαρο, τὸ δειλὸ πουλί,

    μὲ λαχτάρ’ ἀπόκρυφη τὰ φτερὰ τινάζει

    καὶ σωπαίνει ἀκούοντας τὸ παλῃὸ βιολὶ

    γιὰ νὰ μάθῃ ὁ δύστυχος πῶς ν’ ἀναστενάζῃ.

    Τί κι’ ἂν τρώῃ τὸ ξύλο του τὸ σαράκι; τί

    κι ἂν περνοῦν ἀγύριστοι χρόνοι κι’ ἄλλοι χρόνοι;

    Πειὸ γλυκειὰ καὶ πειὸ ὤμορφη καὶ πειὸ δυνατὴ

    ἡ φωνή του γίνεται, ὅσο αὐτὸ παλῃώνει.

    Εἶμ’ ἐγὼ τ’ ἀπόκοσμο, τὸ παλῃὸ βιολὶ

    μέσα στὴ νυχτερινὴ σιγαλιὰ τοῦ Ἀπρίλη·

    στὸ παλῃὸ κουφάρι μου μιὰ ψυχὴ λαλεῖ

    μὲ τῆς πρώτης νειότης μου τὰ δροσᾶτα χείλη.

    Τί κι’ ἂν τρώῃ τὰ σπλάχνα μου τὸ σαράκι; τί

    κι’ ἂν βαδίζω ἀγύριστα χρόνο μὲ τὸ χρόνο;

    Πειὸ γλυκειὰ καὶ πειὸ ὤμορφη καὶ πειὸ δυνατὴ

    γίνεται ἡ ἀγάπη μου, ὅσο ἐγὼ παλῃώνω.

    2. Μιὰ στιγμή

    Ἀπὸ τὰ χρόνια ποῦ ἔφυγαν πίσω ἀπὸ τ’ ἄλλα χρόνια

    ἔχει ἀπομείνει μιὰ στιγμὴ καὶ θ’ ἀπομένῃ αἰώνια...

    Θυμᾶσαι; μέσα στ’ ὤμορφο κ’ εὐωδιαστὸ σαλόνι

    εἴχαμε μείνει ἀπὸ ’νωρὶς ὧρες οἱ δυό μας μόνοι

    κι’ ἀποσταμένα ἡσύχαζαν ἀργὰ κατὰ τὸ δεῖλι

    τὰ χέρια ἀπ’ τ’ ἀγκαλιάσματα κι’ ἀπ’ τὰ φιλιὰ τὰ χείλη.

    Κι’ ὅταν ἡ ὥρα ἐσήμανε ποῦ χωρισμὸ σημαίνει,

    μὲ θλῖψι γλυκογέλαστη καὶ μὲ χαρὰ θλιμμένη,

    πρὶν τὸ φιλὶ τ’ ἀτέλειωτο τὸ τελευταῖο μοῦ δώσῃς,

    μαζί μου ἀργοκατέβηκες νὰ μὲ ξεπροβοδώσῃς·

    κ’ ἐστάθηκες καμαρωτὴ στοῦ κήπου ἐμπρὸς τὴν πόρτα

    πατῶντας σ’ ἀνθολούλουδα καὶ σὲ χαλὶ ἀπὸ χόρτα.

    Τοῦ τοίχου ἡ τριανταφυλλιὰ γυρεύοντάς σου χάδια

    ἀπάνωθέ σου ἐσάλευε κλαδιὰ καὶ παρακλάδια·

    ᾑ πασχαλιὲς κ’ ᾑ λεμονιὲς μὲ τ’ ἀνθοφόρεμά των

    ἀπὸ χαρὰ ἐσπαρτάριζαν ποῦ σ’ ἔβλεπαν σιμά των,

    κ’ ἕνα πουλάκι ἐπέταξε πρὶν τὴν τροφή του μάσῃ,

    νὰ πάῃ νὰ πῇ στὸ ταῖρι του ν’ ἀρθῇ νὰ σὲ θαυμάσῃ.

    Ἀκίνητη σὰν ἄγαλμα κι’ ὁλόρθη ἐμπρὸς σ’ ἐμένα

    τὰ μάτια σου στὰ μάτια μου κρατοῦσες καρφωμένα

    κ’ ἕνα ἐλαφρὸ χαμόγελο μοὔδειχν’ ἀγάλια-ἀγάλια

    μαργαριτάρια ἀχνόφωτα πίσω ἀπὸ δυὸ κοράλλια,

    τόσο ἐλαφρό, ποῦ ὡς σήμερα στοχάζομαι νὰ κρίνω

    ἂν ἦταν ἀναστεναγμὸς ἢ χαμόγελο ἐκεῖνο.

    Δὲν ξέρω τί ἦταν· μὰ ἔννοιωσα μὲ μιᾶς σβυσμένη ἐμπρός μου,

    σὰν σὲ μιὰ νύχτα ξαφνική, τὴν ὄψι ὅλου τοῦ κόσμου,

    καὶ μέσ’ στὰ σκότη ποῦ ἅπλωσαν τὸ χάος ν’ ἀπογεμίσουν

    ἡ μόνη πλάσι ἤσουν ἐσὺ καὶ μόνο πλάσμα ἐσὺ ἤσουν...

    Πέρασαν χρόνια κ’ ἔφυγαν πίσω ἀπὸ τ’ ἄλλα χρόνια

    μὰ ἔχει ἀπομείνει αὐτὴ ἡ στιγμὴ καὶ θ’ ἀπομένῃ αἰώνια.

    3. Παράπονο

    — Γιατί κλαῖν’ τὰ μάτια σου;

    — Γιατί καρφωμένα

    στὴ φωλιὰ τοῦ πόθου μου, στὴν ψηλὴ φωλιά,

    βλέπουν πῶς ἐρήμαξε, βλέπουν ἕνα-ἕνα

    νὰ πετοῦν, νὰ χάνωνται τὰ χρυσᾶ πουλιά.

    — Ποιὸς σοῦ τὴν ἐρήμαξε;

    — Ὁ ζηλιάρης χρόνος

    ποῦ διαβαίνει ἀκούραστος καὶ γοργοπατεῖ

    καὶ θερίζει ἀλύπητα κι’ ἀπομένει ὁ πόνος

    κι’ ἀπομένει ἡ ἐνθύμησι καὶ πονεῖ κι’ αὐτή.

    — Πόσος εἶν’ ὁ πόνος σου;

    — Ὅσος εἶν’ ὁ δρόμος

    ὅπου μὲ ξεχώρισεν ἀπὸ τὴ χαρά.

    Στέλνω τὴν ἐλπίδα μου νὰ τὴν εὕρῃ κι’ ὅμως

    δὲν ἀνοίγ’ ἡ ἀχάριστη τὰ γοργὰ φτερά.

    — Τί σοῦ λέει ἡ ἐλπίδα σου;

    — «Μήπως εἶναι λίγα

    τὰ ταξείδια ποὔκανα γιὰ νὰ σοῦ τὴν βρῶ;

    κόπηκα κι’ ἀπόκαμα, πῆγα, ξαναπῆγα

    κι’ εὕρηκα στὴ θέσι της πέτρινο σταυρό».

    — Τί τῆς ἀποκρίνεσαι;

    — Τίποτα. Θλιμμένος

    γέρνω τὸ κεφάλι μου, μαραμένο ἀνθό,

    καὶ πηγαίνω κ’ ἔρχομαι καὶ παντοῦ εἶμαι ξένος

    καὶ πηγαίνω κ’ ἔρχομαι δίχως νὰ σταθῶ.

    — Ποῦ πηγαίνεις, ἄμοιρε;

    — Μήπως ξέρω τάχα;

    φέρνω ἐμπρὸς καὶ πίσω μου τὴ θολὴ ματιὰ

    καὶ κυττάζ’ ὁλόγυρα καὶ θωρῶ μονάχα

    μπρὸς γκρεμὸ θεώρατο, πίσω ρεμματιά.

    4. Στ’ ἀμπέλια

    Θάλασσα καταπράσινη μὲ φράχτες γι’ ἀκρογιάλι

    τ’ ἀμπέλια κυματίζουνε στ’ ἀγέρι τ’ ἀλαφρὸ

    καὶ τὰ στρωτά των κύματα κρύβουν καὶ δείχνουν πάλι

    μαῦρα σταφύλια γιὰ σκιὲς καὶ κάτασπρα γιὰ ἀφρό.

    Τὴν ὥρα τοῦ μεσημεριοῦ ποῦ τὰ ξερὰ τὰ ξύλα

    ραγίζει ὁ ἥλιος ἄκαρδος καὶ ψήνει ἡ ἀντηλιά,

    νεράϊδα ἡ Μέθη ὁλόγυμνη ρίχνεται μέσ’ στὰ φύλλα

    καὶ κολυμπᾷ προβάλλοντας πλημμυριστὴ ἀγκαλιά.

    Στὴν ξαναμμένην ὄψι της ποῦ λαχταρᾷ γιὰ χάδια

    ἀνθίζουν γλυκομύριστες χίλιες τριανταφυλλιές,

    καὶ στὰ χιονᾶτα στήθη της σὰν ρόδινα σημάδια

    ἀκόμα φαίνοντ’ ἄσβυστες τοῦ Πόθου οἱ δακτυλιές.

    Στὰ λιγωμένα μάτια της ποῦ ἀνωθωροῦν ᾑ κόρες

    γιὰ νὰ σηκώσουν ἄβουλες τὰ βλέφαρα βαρειά,

    ᾑ ἐλπίδες καθρεφτίζονται θολὲς καὶ παχνοφόρες

    καὶ τρέμει στὴν ἀνάσα των τοῦ κόρφου ἡ ζυγαριά.

    Στὰ χείλη της ροδογελοῦν ἀχώριστες γιὰ πάντα

    ἡ Ξεννοιασιὰ κ’ ἡ Λησμονιά, τοῦ Ὕπνου ᾑ ἀδερφές,

    καὶ μὲ τ’ ἀχνὰ κρινόδοντα πλέκοντας μιὰ γυρλάντα

    στολίζουν κἄποιου τραγουδιοῦ μισόπνιχτες στροφές.

    Κ’ εἶνε γλυκὰ τὰ λόγια του κ’ ἔτσι, Νεράϊδα, τᾆπες:

    — Μέσα στ’ ἀμπέλια ἀκούραστη τὴν εὐτυχία τρυγῶ·

    δόξες δαφνοστεφάνωτες, πλούτη, ὠμορφιές, ἀγάπες,

    ὅ,τι ποθεῖτε ἢ χάσατε θὰ σᾶς τὸ δώσω ἐγώ.

    5. Μόνος

    Ἐπέρασ’ ἀπ’ τὸ μονοπάτι

    ὅπως περνούσαμε μαζί. —

    Ἀκόμα τ’ ἀγκαλιάζουν βάτοι

    κ’ ἡ γρῃὰ

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1