Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Το αγριολούλουδο
Το αγριολούλουδο
Το αγριολούλουδο
Ebook302 pages8 hours

Το αγριολούλουδο

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Το μυθιστόρημα "Αγριολούλουδο" είναι μία ερωτική ιστορία έντονου πάθους και δριμείας κριτικής απέναντι στην υποκρισία της "καλής" αθηναϊκής κοινωνίας.

LanguageΕλληνικά
Release dateDec 18, 2012
ISBN9781301502905
Το αγριολούλουδο

Related to Το αγριολούλουδο

Related ebooks

Reviews for Το αγριολούλουδο

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Το αγριολούλουδο - Παύλος Νιρβάνας

    Κεφάλαιο 1

    Στὴ βεράντα τῆς ἐρημικῆς βίλλας τῆς κ. Κράλη δὲν ἤτανε ἡ συνηθισμένη πολυθόρυβη συντροφιά, τὸ ἀνοιξιάτικο αὐτὸ βράδυ. Μολονότι εἶχε νυχτώσει πιά, τὰ ἠλεκτρικὰ λουλούδια, ποὺ ἄνθιζαν ἄλλοτε μὲ χίλια χρώματα τέτοιαν ὥρα, ἀνάμεσα στὰ φυλλώματα τῶν πυκνῶν περικοκλάδων, ἦσαν σβυστὰ ἀκόμα. Εἶχαν ξεχάσει νὰ τἀνάψουν ἢ τὰ εἶχαν ἀφήσει σβυσμένα ἐπίτηδες.

    Τρεῖς ἄνδρες, σκυφτοὶ γύρω ἀπὸ ἕνα ψάθινο τραπεζάκι, ξεχώρισαν μέσα στὶς σκιές, μὲ ὕφος ἀνθρώπων ποὺ μιλοῦσαν ἐμπιστευτικὰ γιὰ κάποια σπουδαία ὑπόθεση: Ὁ κ. Βιτούρης, ἑτεροθαλὴς ἀδερφὸς τῆς κ. Κράλη, ζωντοχήρας ἐδῶ καὶ πέντε χρόνια, ποὺ κατοικοῦσε μαζί της, ὁ Ἄλκης Κράλης, ἀνιψιός της, καὶ ὁ κ. Νικολαΐδης, γιατρὸς καὶ παλιὸς φίλος τῆς οἰκογενείας. Ἐκεῖνοι ποὺ μιλοῦσαν ὅμως ἤτανε κυρίως ὁ κ. Βιτούρης καὶ ὁ γιατρός. Ο Ἄλκης, νέος ὣς εἰκοσιπέντε ἐτῶν, πολὺ μελαχροινός, πολὺ χλωμὸς καὶ πολὺ ἀδύνατος, ἀκουμπισμένος στὸ τραπεζάκι, μὲ τὸ κεφάλι στηριγμένο μελαγχολικὰ στὴ δεξιά του παλάμη, φαινότανε ν’ ἀκούῃ, περισσότερο ἀφῃρημένος παρὰ προσεχτικός, τοὺς δύο ἄλλους, ποὺ τότε μιλοῦσαν μεταξύ τους καὶ πότε γύριζαν τὸ λόγο σ’ αὐτόν, γιὰ νὰ τοῦ κάνουν κάποια ἐρώτηση ἢ νὰ τοῦ ζητήσουν τὴ γνώμη του γιὰ τὸ θέμα τῆς ὁμιλίας. Ἤτανε φανερὸ πὼς τὸ θέμα τῆς ὁμιλίας ἦταν αὐτὸς καὶ κάποια σπουδαία ὑπόθεσή του.

    Μιὰ στιγμὴ παρουσιάσθηκε στὴ βεράντα ἡ μικρὴ καμαριέρα τῆς κ. Κράλη, δειλὰ καὶ διακριτικά, σὰν νὰ ἤξερε πὼς οἱ κύριοι, αὐτὸ τὸ βράδυ, εἶχαν κάποια σπουδαία συνομιλία.

    Μόλις τὴν ἀντίκρυσε ὁ κ. Βιτούρης, τῆς εἶπε στενοχωρημένος:

    — Ἄφησέ μας, παιδί μου! Δὲ χρειαζόμαστε τίποτε.

    Ἐκείνη κοντοστάθηκε.

    — Μὲ συγχωρεῖτε, κύριε... μουρμούρισε. Ἡ κυρία μου μοῦ εἶπε νὰ σᾶς πῶ, ὅταν τελειώσετε τὴν ὁμιλία σας, νὰ τὴν εἰδοποιήσετε. Κάνει πολὺ ζέστη μέσα...

    — Πολὺ καλά, παιδί μου... τῆς εἶπε ὁ κ. Βιτούρης. Πὲς στὴν κυρία σου, ὅτι θὰ τὴν εἰδοποιήσουμε.

    Τὸ πιθανώτερο εἶναι, ὅτι δὲν ἦταν ἡ ζέστη τοῦ δωματίου ποὺ ἔκανε τὴν κ. Κράλη νὰ βιάζεται νὰ βγῇ στὴ βεράντα. Μολονότι δὲν εἶχε θελήσει νὰ λάβῃ μέρος στὴν ἰδιαίτερη συνομιλία, ποὺ γι’ αὐτὴν εἶχαν μαζευτῇ στὸ σπίτι της, αὐτὸ τὸ βράδυ, στενοὶ φίλοι καὶ συγγενεῖς, ἦταν ἀνυπόμονη νὰ μάθῃ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς συνομιλίας, μὲ τὸ ἐνδιαφέρον ποὺ ἔχουν οἱ γυναῖκες γιὰ τὰ ἀποτελέσματα. Ἡ ὑπόθεση τῆς ἤτανε γνωστὴ καὶ ἤτανε αὐτὴ ποὺ εἶχε λάβει τὴν πρωτοβουλία τοῦ οἰκογενειακοῦ συνεδρίου, ποὺ ἐνεργοῦσε, θὰ μποροῦσε νὰ πῇ κανείς, σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες καὶ μὲ τὸ πρόγραμμα, ποὺ εἶχε δώσει ἀπὸ πρὶν ἡ ἴδια στὸν ἀδερφό της καὶ τὸ γιατρό. Ἐκείνη εἶχε τὴν ἰδέα, ὅτι ἀπὸ μακρυὰ θὰ μποροῦσε νὰ διευθύνῃ καλύτερα τὰ νήματα τῆς δουλειᾶς. Μεταξὺ ἀνδρῶν ἡ συνεννόηση γιὰ κάποια πράγματα εἶναι πάντα εὐκολώτερη καὶ αὐτὸ τὸ γνώριζε καλὰ ἡ ἔξυπνη γυναῖκα, ὅπως μάντευε, ὅτι ἡ παρουσία της μποροῦσε νὰ κάμῃ πιὸ στενόχωρη τὴ θέση τοῦ ἀνιψιοῦ της καὶ νὰ ἐμποδίσῃ μιὰ εἰλικρινῆ ὁμολογία.

    Ἡ συνομιλία τῶν τριῶν ἀνδρῶν κράτησε πολὺ ἀκόμα. Εἶχε βραδυάσει πιὰ καὶ μερικὰ χλωμὰ ἄστρα κρεμάσθηκαν ἀπὸ τὰ κλαδιὰ τοῦ πλατάνου, ποὺ ἔπνιγε ὁλόγυρα τὴ βεράντα καὶ ποὺ ἔμοιαζε τώρα σὰν φωταγωγημένο χριστουγεννιάτικο δένδρο.

    — Λοιπόν, σύμφωνοι, Ἄλκη; εἶπε ὁ κ. Βιτούρης ὕστερ’ ἀπὸ μιὰ στιγμὴ σιωπῆς, ποὺ ἤτανε σὰ μιὰ σύντομη προθεσμία γιὰ νὰ σκεφθῇ καὶ ν’ ἀποφασίσῃ ὁ νέος.

    — Σύμφωνοι! ἀποκρίθηκε ὁ Ἄλκης, σὰ νὰ ξανάλεγε τὴ λέξη, ποὺ εἶχε προφέρει ὁ κ. Βιτούρης, ὅπως ξαναλέει ἡ ἠχώ, ξένη σὲ κάθε νόημα, ἕναν ἦχο ποὺ φτάνει ἀπὸ μακρυά.

    — Δὲν εἶχα καμμία ἀμφιβολία! εἶπε, τρίβοντας τὰ χέρια του, ὁ γιατρὸς μὲ τὴν ἱκανοποίηση ἑνὸς καλοῦ διαγνωστικοῦ.

    Ὁ κ. Βιτούρης σηκώθηκε καὶ προχώρησε πρὸς τὴ θύρα, ποὺ ἕνωνε τὴ βεράντα μὲ τὸ σαλόνι.

    — Καίτη! εἶπε. Μπορεῖς νἀρθῇς ἔξω, ἂν θέλῃς.

    Ὁ τόνος τῆς φωνῆς του ἦτο θριαμβευτικός, ὅσο κι’ ἂν προσπάθησε νὰ τὸν κάνῃ ἀδιάφορο.

    Ἡ κομψὴ σιλουέττα τῆς κ. Κράλη κλείσθηκε σὲ λίγο μέσα στὸ πράσινο πλαίσιο τῶν περιπλοκάδων, σὰν εἰκόνα Προρραφαηλίτη ζωγράφου, γραμμένη μὲ ἄϋλα χρώματα. Ἡ νέα ἀκόμη καὶ ὡραία γυναῖκα, μὲ τὰ λευκὰ χαρακτηριστικὰ καὶ τὴν εὐγενικὴ ἔκφραση ὅλου της τοῦ κορμιοῦ, πειθαρχημένου σὲ κάποιους μυστικοὺς νόμους τοῦ γυναικείου θαύματος, εἶχε ἀκούσει κάποτε ἀπὸ ἕνα νέο θαυμαστή της μιὰ ποιητικὴ φιλοφρόνηση, ποὺ τῆς εἶχε γίνει ἡ πιὸ ἀγαπημένη της πίστη. Καὶ σιγὰ σιγὰ ἄρχισε νὰ θυμᾶται, πὼς μία μακρυνὴ ἡμέρα εἶχε βγῆ ἀπὸ τὸ ἐργαστήριο τοῦ Ντάντε Γκαμπριὲλ Ροσσέτι. Καὶ ἀντίγραφε πάντα τὶς ἄϋλες μορφὲς τοῦ Προρραφαηλίτη ζωγράφου σὲ ἀντίγραφα, ποὺ κανεὶς δὲ θὰ μποροῦσε νὰ πῇ πὼς δὲν ἦταν αὐθεντικά.

    — Πρέπει νὰ πῶ –εἶπε μὲ τὴν κρυστάλλινη φωνή της, ποὺ ἔτρεμε τώρα ἀπὸ μιὰ βαθιὰ ἐσωτερικὴ συγκίνηση– ὅτι ἐσεῖς οἱ ἄνδρες εἶσθε ἐξαιρετικὰ φλύαρα πλάσματα. Τόση συζήτηση, Θεέ μου, γιὰ ἕνα τιποτένιο ζήτημα!

    Ὁ Ἄλκης ἔκαμε ἕναν πονεμένο μορφασμό, προσπαθῶντας νὰ τὸν κρύψῃ στὴ σκιά, ποὺ εἶχε βυθισθῆ.

    — Καὶ ἐννοεῖτε νὰ μείνετε στὰ σκοτεινὰ ἀκόμα; ξαναεῖπε ἡ κ. Κράλη, ποὺ ζητοῦσε νὰ διακρίνῃ μέσα στὴ σκιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ ἀνιψιοῦ της.

    Χωρὶς νὰ περιμένῃ ἀπάντηση, ξεκόλλησε ἀπὸ τὸ πλαίσιό της, προχώρησε μὲ κυματιστὰ βήματα πρὸς τὴν πρίζα τοῦ ἠλεκτρικοῦ καί, μὲ μιὰ ράθυμη κίνηση τοῦ ὡραίου χεριοῦ της, ἔκαμε ν’ ἀνθίσουν τὰ κόκκινα λουλούδια μέσα στὶς πρασινάδες τῆς περιπλοκάδας.

    — Τί χλιαρὴ ἀτμοσφαῖρα! εἶπε ἀδιάφορα. Θἄλεγε κανεὶς πὼς βρίσκεται μέσα σὲ σέρρα .

    Προχώρησε σὲ μιὰ ψάθινη πολυθρόνα καὶ κάθισε μεταξὺ τοῦ ἀδελφοῦ της καὶ τοῦ γιατροῦ, φροντίζοντας νὰ πάρῃ μιὰ εὐνοϊκὴ θέση κάτω ἀπὸ τὸ κόκκινο λαμπιόνι, ποὺ ἔκαμε ν’ ἀνθίσουν δυὸ χλωμὰ τριαντάφυλλα στὸ ὠχρὸ πρόσωπό της. Εἶχε πάντα κάποιες φιλαρέσκειες, ἐντελῶς γιὰ τὸν ἑαυτό της καὶ γιὰ τὸ ἔργο τῆς τέχνης, ποὺ εἶχε κάμει ἀπὸ τὴν ὕπαρξή της. Καί, τυλίγοντας γύρω ἀπὸ τὸ λαιμό της μιὰ λεπτὴ ἐσάρπα, φρόντισε νὰ κυττάξῃ πλάγια πρὸς τὸ μέρος τοῦ Ἄλκη, χωρὶς νὰ δείξῃ πὼς εἶχε κανένα λόγο νὰ τὸν προσέξῃ ἰδιαίτερα. Μὲ τὸ σύντομο ὅμως αὐτὸ βλέμμα εἶχε διακρίνει καθαρά, πὼς ὁ ἀνιψιός της ἦταν ἐξαιρετικὰ νευριασμένος, ὕστερα ἀπὸ τὴ συζήτηση ποὺ ἀκολούθησε, καὶ ἴσως –ποιός ξέρει;– μετανοημένος γιὰ τὴν ἀπόφασή του, ποὺ τὴν εἶχε μαντέψει ἀπὸ τὸ θριαμβευτικὸ τόνο τῆς φωνῆς τοῦ ἀδελφοῦ της.

    — Λοιπόν, Καίτη, εἶπε ὁ κ. Βιτούρης, εἶμαι πολὺ εὐχαριστημένος νὰ σὲ πληροφορήσω, ὅτι ὁ Ἄλκης...

    Ἡ ἀδελφή του ἔκοψε ἀπότομα τὴν ὁμιλία.

    — Ἂς ποῦμε τίποτε ἄλλο! εἶπε. Ἀρκετὰ τὸ σκοτίσατε, φαντάζομαι, τὸ παιδί. Ἂς ποῦμε τίποτε πιὸ εὔθυμο. Γιατρέ, δὲν εἶσθε στὰ κέφια σας σήμερα.

    Ἡ ὑπηρέτρια ἔφερε τὸ δίσκο μὲ οὖζα καὶ μικροὺς μεζέδες.

    — Τώρα μάλιστα! εἶπε ὁ γιατρός.

    — Ἐννοεῖται ὅτι σήμερα θὰ φᾶτε μαζί μας, γιατρέ.

    Ὁ γιατρὸς δέχτηκε τὴν πρόσκληση μὲ ἐνθουσιασμό.

    Καὶ ἡ ὁμιλία πῆρε τὸν εὔθυμο τόνο, ποὺ τόσο ἐπίμονα ζητοῦσε ἡ ψυχολογία τῆς κ. Κράλη. Μονάχα ὁ Ἄλκης ἔμενε σιωπηλὸς ὅλη τὴν ὥρα. Τὸν ἐνοχλοῦσε ἡ ἰδέα, ὅτι ὅλη αὐτὴ ἡ λαμπρὴ σκηνοθεσία εἶχε προετοιμασθῆ γιὰ τὸ δικό του τὸ δρᾶμα.

    Κεφάλαιο 2

    Τὸ ζήτημα ποὺ εἶχε ἀπασχολήσει τὸ οἰκογενειακὸ συμβούλιο στὴ βεράντα τῆς κ. Κράλη, ἦταν ἕνα ἐπεισόδιο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνιψιοῦ της, ποὺ ἡ ἀγαπητή του θεία τὸ εἶχε χαρακτηρίσει μὲ μιὰ συνηθισμένη λέξη, ποὺ ἔπαιρνε ὅμως στὰ χείλη της μιὰ ἐξαιρετικὴ ἔκφραση φρίκης μαζὶ καὶ ἀηδίας.

    — Θλιβερό! Πολὺ θλιβερὸ ἐπεισόδιο!

    Τὸ «θλιβερὸ» αὐτὸ ἐπεισόδιο ἤτανε τὸ ἑξῆς:

    Ὁ Ἄλκης εἶχε γυρίσει, ἐδῶ καὶ λίγους μῆνες, ἀπὸ τὴ Βιέννη, ὅπου εἶχε κάμει λαμπρὲς σπουδὲς στὴν ἰατρική, γιὰ πολλὰ χρόνια. Ἀνεξάρτητος ὑλικῶς, μὲ ἀσφαλισμένη πλουσιοπάροχα τὴ ζωή του, δὲ βιαζότανε ν’ ἀρχίσῃ τὸ ἐπάγγελμά του. Ἡ ἰατρικὴ μάλιστα, ὡς ἐπάγγελμα, δὲν τὸν τραβοῦσε πολὺ καὶ τὴν εὕρισκε κάπως ἀσυμβίβαστη μὲ τὸν χαρακτῆρα του. Ἀγαποῦσε τὴν ἐπιστήμη του γιὰ ὅ,τι εἶχε νὰ τοῦ προσφέρῃ ὡς βαθύτερο ἀντίκρυσμα τῆς ζωῆς, στὰ πιὸ ἀπόκρυφα μυστικά της καὶ στὶς πιὸ ἀνεξήγητες δυσαρμονίες της. Καί, ἂν εἶχε ἀποφασίσει νὰ ξαναγυρίσῃ στὴν Ἀθήνα, ἤτανε ἡ ἐπιμονὴ τῆς θείας του –δὲν εἶχε κανέναν ἄλλο πλησιέστερο συγγενῆ– ποὺ τὸν ἔπεισε.

    Ἡ κ. Κράλη εἶχε κάποιες ἀνώτερες φιλοδοξίες γιὰ τὸν ἀνιψιό της. Καὶ μιὰ ἕδρα στὸ Πανεπιστήμιο ἤτανε τὸ ἰδανικό της γιὰ τὸν Ἄλκη, πού, μὲ τὴν ἀνώτερη καὶ γενική του μόρφωση, θὰ μποροῦσε νὰ τὴν τιμήσῃ μέσα σὲ τόσους ἄλλους ἀνάξιους καὶ τιποτένιους. Ἡ στιγμή, κατὰ τὴν ἀντίληψή της, ἤτανε πολὺ κατάλληλη γιὰ νὰ γίνῃ ἡ σχετικὴ ἐνέργεια, μὲ πολλὲς ἐλπίδες ἐπιτυχίας.

    Ἡ κυρία Κράλη εἶχε πολλὲς καὶ ἐκλεκτὲς σχέσεις μὲ πολιτευόμενα πρόσωπα καὶ ἄλλους «ἰσχυροὺς τῆς ἡμέρας», ὅπως ἔλεγαν τότε στὴν Ἀθήνα. Τὸ κόμμα της εἶχε ἔλθει στὰ πράματα τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες, ὕστερ’ ἀπὸ μιὰ καταπληκτικὴ ἐκλογικὴ νίκη. Οἱ περισσότεροι ὑπουργοὶ ἦσαν ἄνθρωποι τοῦ σαλονιοῦ της. Ὁ ὑπουργὸς τῆς Παιδείας γευμάτιζε κάθε Κυριακὴ στὸ σπίτι της. Καί, κοντὰ σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ τρομερὰ μέσα, εἶχε καὶ τὸ μεγαλύτερο ἀτοὺ γιὰ τὴν περίσταση. Ὁ καθηγητὴς τῆς Ἐσωτερικῆς Παθολογίας κ. Σταυρίδης, ποὺ εἶχε τὸ μεγαλύτερο κόμμα στὴν Ἰατρικὴ Σχολὴ κ’ ἔσερνε τοὺς περισσότερους συναδέλφους του ἀπὸ τὴ μύτη, ἤτανε ἕνας παλιὸς θαυμαστής της. Λίγο γελοῖος στὴν ἐρωτική του ἀφοσίωση, ἐνοχλοῦσε ἐξαιρετικὰ τὴν αἰσθητική της, ἀλλὰ δὲν τὸν ἄφησε ποτὲ νὰ χάσῃ τὶς ἐλπίδες του. Ἡ πρακτικὴ γυναῖκα εἶχε πάντοτε στὸ νοῦ της, ὅτι θὰ ἔφθανε μιὰ στιγμή, ποὺ ὁ θαυμαστής της θὰ τῆς χρησίμευε ὡς τὸ σπουδαιότερο ἀτού της. Καὶ χωρὶς νὰ θυσιάσῃ τίποτε ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειά της, τὸν εἶχε ἀφήσει πάντα νὰ ἐλπίζῃ, ὅτι θὰ ἔλθῃ μιὰ ἡμέρα — ἡ ἡμέρα, ποῦ τόσο δὲν κουράζονται νὰ τὴν περιμένουν οἱ ἄνδρες, ὅσο περισσότερο ἀπελπιστικὴ εἶναι ἡ ἐρωτική τους ὑπόθεση.

    Ὅλα λοιπὸν ἦσαν εὐνοϊκὰ τὴ στιγμὴ αὐτή, γιὰ νὰ ἐπιτύχῃ τὸ φιλόδοξο σχέδιό της ἡ κ. Κράλη. Ἔγραψε ἀμέσως στὸν ἀνιψιό της καὶ τὸν παρακίνησε νὰ κατεβῇ στὴν Ἑλλάδα, χωρὶς ἀναβολή. Ἡ εὐκαιρία δὲν ἔπρεπε νὰ χαθῇ. Καὶ ὁ Ἄλκης, ποὺ μιὰ ἕδρα στὴν Ἰατρικὴ Σχολὴ ἤτανε γι’ αὐτὸν πάντα μιὰ φιλοδοξία καθαρὰ ἐπιστημονική, δέχτηκε νὰ ἐπιστρέψῃ στὴν Ἀθήνα.

    Εἶχε φθάσει στὴν καρδιὰ τοῦ χειμώνα –ποὺ ἤτανε ἐξαιρετικὰ ἄγριος ἐκείνη τὴ χρονιά– καί, κλεισμένος στὸ δωμάτιό του, εἶχε ἀφιερωθῆ σὲ μιὰ ἐπιστημονικὴ ἐργασία, ποὺ ἑτοίμαζε νὰ παρουσιάσῃ στὴν Ἰατρικὴ Σχολὴ γιὰ τὴν ὑποψηφιότητά του, μολονότι ἡ θεία του ἐπίμενε, πὼς ὅλα αὐτὰ εἶναι χαμένος κόπος καὶ πὼς ἦταν ἀρκετὰ γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ του τὰ ἰσχυρὰ πολιτικὰ μέσα, ποὺ εἶχε ἐκείνη, καὶ ἡ ἐξασφαλισμένη ὑποστήριξη τοῦ κ. Σταυρίδη. Ὁ Ἄλκης ὅμως εἶχε πέσει στὴ δουλειὰ μὲ τὰ μοῦτρα. Δὲ σύχναζε πουθενὰ καὶ δὲν ἔβλεπε σχεδὸν κανένα ἐκτὸς ἀπὸ τὴ θεία του, ποὺ στὸ σπίτι της γευμάτιζε τὰ βράδυα, καὶ τὸν Κώστα Καλῆ, δημοσιογράφο καὶ ποιητή, παλιό του συμμαθητὴ καὶ φίλο ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ κ’ οἱ δυὸ γράφανε ποιήματα. Ὅλες του τὶς ἄλλες ὧρες τὶς μοίραζε μεταξὺ τοῦ γραφείου του καὶ τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης, ποὺ πήγαινε ζητῶντας νὰ συμβουλευθῇ ἀρχαῖα κείμενα, σχετικὰ μὲ τὴν ἐργασία του.

    Ἕνα ἀπόγεμα ὁ Καλῆς εἶχε περάσει νὰ τὸν πάρῃ μαζί του ὣς τὸ Φάληρο, ὅπου κατέβαιναν πότε-πότε, τὶς ὡραῖες, ἡλιόλουστες χειμωνιάτικες ἡμέρες, νὰ χαροῦν τὸ θεῖο φῶς, ποὺ τόσο εἶχε νοσταλγήσει ὁ Ἄλκης κάτω ἀπὸ τοὺς βόρειους οὐρανούς. Ὁ Ἄλκης εἶχε φέρει μαζί του ἀπὸ τὰ ξένα τὴ γλυκειὰ μελαγχολία ἑνὸς μοιραίου χωρισμοῦ, ποὺ τοῦ γινότανε ἀληθινὸς πόνος μπροστὰ σὲ κάθε φυσικὴ ὠμορφιά, καθὼς δὲν μποροῦσε ν’ ἁρμονισθῇ μὲ τὴ συννεφιασμένη ψυχή του.

    — Πᾶμε ὣς τὴν ἐξέδρα! τοῦ εἶπε ὁ Κώστας, ὅταν βγήκανε ἀπὸ τὸ τράμ. Τὸ κῦμα σήμερα ἔχει ἀνοιξιάτικα ρίγη.

    Ἤτανε, ἀλήθεια, στὴν καρδιὰ τοῦ Γενάρη, μιὰ ἀνοιξιάτικη ἡμέρα. Ὁ Ὑμηττὸς εἶχε φορέσει τὴ μενεξεδένια του πορφύρα, καὶ λίγα χιόνια στὴν κορυφὴ τοῦ Πάρνη, ποὺ ἄστραφταν ἀπὸ τὰ φιλιὰ τοῦ Ἡλίου φαίνονταν σὰν ξεχασμένα ἐκεῖ ἀπὸ κάποια λευκὴ χειμωνιάτικη γιορτή. Ὁ Κώστας, καθὼς προχωροῦσε πρὸς τὴν ἐξέδρα, ψιθύρισε τοὺς στίχους τοῦ Παλαμᾶ:

    Τὰ χιόνια εἶναι στὸν Πάρνηθα σὰν ἄνθισμα κι’ αὐτά,

    χαϊδεύει τὸν Κορυδαλλὸ δειλὴ χλωράδα ὀνείρου,

    τοῦ θείου τοῦ Βράχου τοῦ γελᾷ ἡ Πεντέλη, κι’ ὁ Ὑμηττὸς

    ἀκούει γυρτὸς τὸ ἐρωτικὸ τραγοῦδι τοῦ Φαλήρου.

    Η ὠμορφιὰ τῶν στίχων ποὺ εἶχε ἑνωθῆ ἁρμονικὰ μὲ τὶς φυσικὲς ὠμορφιές, ἔκαναν μελαγχολικώτερο τὸν Ἄλκη. Προχωροῦσε ἀμίλητος, μὲ βήματα ὑπνοβάτη, σὰν σὲ ὄνειρο.

    — Ἔλα νὰ σὲ παρουσιάσω σ’ ἕνα ὤμορφο κορίτσι! τοῦ εἶπε ἄξαφνα ὁ Κώστας.

    — Γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ! μουρμούρισε ὁ Ἄλκης. Ἂς λείψουνε τὰ παρουσιάσματα.

    Πρὶν προφτάσῃ ὅμως νὰ ἐπιμείνῃ περισσότερο, τρεῖς γυναῖκες ποὺ βημάτιζαν στὴν ἐξέδρα ἀπὸ τὴν ἀντίθετη διεύθυνση, χαιρέτισαν ἀπὸ μακρυὰ τὸν Καλῆ μὲ φιλικὰ χαμόγελα καὶ προχώρησαν καταπάνω τους. Εἶχαν τόσον καιρὸ νὰ τὸν δοῦν καὶ τοὔκαναν, πρὶν πλησιάσουν ἀκόμα, ὅλες μαζί, τὰ παράπονά τους, ποὺ δὲν τὸν εἶχαν ’δῆ στὸ σπίτι τους μῆνες καὶ μῆνες.

    Ὁ Κώστας, ὕστερ’ ἀπὸ μερικές, τυπικὲς δικαιολογίες, ἔκαμε τὴν παρουσίαση τοῦ φίλου του καὶ πρόσθεσε.

    — Ἡ κυρία Αὐλίδη, οἱ δεσποινίδες Αὐλίδη...

    Ὁ Ἄλκης χαιρέτισε ψυχρὰ καὶ τυπικά.

    Προχώρησαν ὅλοι μαζὶ κ’ ἔκαμαν μερικοὺς γύρους στὴν ἐξέδρα. Οἱ κυρίες ἔκαμαν πολλὲς ἐρωτήσεις στὸν Ἄλκη γιὰ τὴ ζωὴ τῆς Βιέννης κ’ ἔδειξαν πολὺ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν ἐρχομό του στὴν Ἀθήνα καὶ γιὰ τὸ κενὸ ποὺ ἐρχότανε νὰ πληρώσῃ –δὲν εἶχαν καμμιὰ ἀμφιβολία γιὰ τὴ μεγάλη του ἀξία– μὲ τὴν εἰδικότητά του. Ὅλα αὐτὰ θὰ εἶχαν ἐνοχλήσει τρομερὰ τὸν Ἄλκη, στὴν ψυχικὴ κατάσταση ποὺ βρισκότανε, ἂν δὲν τοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωση τὸ γλυκὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἀγαθὸ χαμόγελο τῆς μικρότερης κόρης –τοῦ «ὤμορφου κοριτσιοῦ», ὅπως τὸ εἶχε χαρακτηρίσει λίγο πρωτήτερα ὁ φίλος του. Καμμιὰ ὠμορφιὰ δὲν θὰ ἤτανε ἱκανή, στὴ διάθεση ποὺ βρισκότανε ὁ Ἄλκης, νὰ τὸν ἀποσπάσῃ ἀπὸ τοὺς θλιβερούς του λογισμούς. Ἀλλὰ τὸ πρᾶο ἐκεῖνο πρόσωπο ἔκανε στὴν ψυχή του τὴν ἴδια ἐντύπωση, ποὺ τοῦ ἔκαναν τὸ ἀγαθὸ καὶ θερμὸ φῶς τοῦ χειμωνιάτικου ἥλιου καὶ τὸ ἀναπαυτικὸ χρῶμα τοῦ πελάγου καὶ τοῦ οὐρανοῦ. Μιὰ δίψα καλωσύνης βασάνιζε τὴν ψυχή του καὶ ἡ Στέλλα –τυχαῖα ἄκουσε τὸ ὄνομά της, ποὺ τοῦ φάνηκε τόσο ταιριασμένο μὲ τὸ πρόσωπό της– τοῦ φάνηκε, γιὰ μιὰ στιγμή, σὰν ἕνα ἀπὸ τὰ πλάσματα, ποὺ εἶναι προωρισμένα, θαρρεῖς, νὰ παρηγοροῦν καὶ νὰ δίνουν θάρρος. Καὶ εἶχε σκεφθῆ πολλὲς φορές, πὼς ὑπάρχουν πράγματι γυναικεῖα πλάσματα, ποὺ ἔρχονται στὸν κόσμο ἀποκλειστικὰ μὲ τὴν ἀποστολὴ αὐτή, ἕνα εἶδος ψυχικὲς ἀδελφὲς τοῦ ἐλέους. Καὶ θυμότανε πάντα σὲ κάποια νευρολογικὴ κλινικὴ ἕναν τέτοιο τύπο γυναίκας, ποὺ ὁ δάσκαλός του ὁ Κράφτ-Ἔμπιγκ ἔλεγε, πώς, ἁπλῆ νοσοκόμα, ἔκανε γιὰ τοὺς ἀρρώστους του πολὺ περισσότερα μὲ τὸ χαμόγελό της, ἀπ’ ὅσα μποροῦσε νὰ κάνῃ ὁ σοφὸς ψυχίατρος μὲ τὴν ἐπιστήμη του καὶ τὰ φάρμακά του.

    — Δὲν πᾶμε νὰ καθίσουμε λιγάκι στὴν πλατεῖα; πρότεινε ὁ Καλῆς. Ἐκεῖ στὴ γωνιὰ τοῦ ζαχαροπλαστείου εἶναι ἀπάγγειο καὶ ὁ ἥλιος λούζει εὐεργετικὰ τὸ μέρος.

    Κανεὶς δὲν εἶχε ἀντίρρηση καὶ οὔτε ὁ Ἄλκης τώρα. Προχώρησαν πρὸς τὴν πλατεῖα, ὁ Κώστας μπροστὰ μὲ τὴ μεγαλύτερη κόρη, τρομερὰ ἄσχημη, καὶ ὁ Ἄλκης πίσω, μαζὶ μὲ τὴ Στέλλα καὶ τὴ μητέρα της. Ἡ γρῃὰ εἶχε ἁρπάξει τὴν περίσταση νὰ ζητήσῃ τὶς συμβουλὲς τοῦ Ἄλκη γιὰ κάτι νευρικοὺς πονοκεφάλους, ποὺ τὴ βασάνιζαν ἀπὸ τὰ νιᾶτα της, καὶ δὲν ἔλειψε νὰ ψάλῃ τὸν ἑξάψαλμο, μπροστὰ στὸν νεοφερμένο γιατρό, γιὰ ὅλους τοὺς «ξυλοσχίστες» συναδέλφους του, ποὺ δὲν μπόρεσαν ὣς τώρα νὰ κάνουν διάγνωση τῆς ἀρρώστειας της.

    — Καλέ, ἀφῆστε, μαμά, τὴν ἀρρώστεια σας! τῆς εἶπε μιὰ στιγμὴ ἡ Στέλλα. Ὁ γιατρὸς ἦρθε ν’ ἀνασάνῃ λιγάκι στὸ Φάληρο κ’ ἐσεῖς τὸν σκοτίζετε μὲ τὴν ἐπιστήμη του.

    Ὁ Ἄλκης, ποὺ εἶχε ἐνοχληθῆ πράγματι ἀπὸ τὴ φλυαρία τῆς γρῃᾶς, εἶδε στὰ λόγια αὐτὰ τῆς νέας κόρης μιὰ ἀπόδειξη ἀκόμα τῆς καλωσύνης της καὶ μιὰ συμπαθητικὴ προσπάθεια γιὰ τὸν ἑαυτό του. Καί, ἐνῷ, μουρμούριζε μερικὰ τυπικὰ λόγια διαμαρτυρίας γιὰ τὴν ἐπέμβαση τῆς Στέλλας, τῆς ἔρριξε ἕνα βλέμμα εὐγνωμοσύνης, ποὺ ἤτανε σὰν νὰ τῆς ἔλεγε: «Εὐχαριστῶ, καλό μου κορίτσι, εὐχαριστῶ, γλυκειά μου ἀδερφούλα». Τὸ βλέμμα αὐτὸ εἶχε γλυστρήσει ὣς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς τῆς Στέλλας. Οἱ δύο νέοι εἶχαν αἰσθανθῆ ὅτι κάτι τοὺς εἶχε ἑνώσει ἀπὸ τὴ στιγμὴ αὐτή. Καί, ὅταν σὲ λίγο, ἀφοῦ κάθισαν ὅλοι μαζὶ στὴν ἡλιόλουστη γωνιὰ τοῦ ζαχαροπλαστείου, χωρίσθηκαν, ὁ Ἄλκης ἔνοιωθε ὅτι τὸ κενὸ ποὺ εἶχε στὴν ψυχή του, ἀπὸ τὸν καιρὸ ἑνὸς σκληροῦ χωρισμοῦ, δὲν ὑπῆρχε πιά. Εἶχε γεμίσει ἄξαφνα ἀπὸ κάτι τι, ποὺ δὲν ἤξερε ὁ ἴδιος, ἂν ἤτανε νέα ἀγάπη ἢ λήθη μιᾶς παλιᾶς ἀγάπης. Δὲν εἶπε ὅμως τίποτε στὸ φίλο του.

    Ἡ συνέχεια τοῦ ἀπογευματινοῦ αὐτοῦ στὸ Νέο Φάληρο εἶναι, ὅτι σὲ δύο μῆνες ὁ Ἄλκης εἶχε δώσει τὸ λόγο του στὴ Στέλλα καὶ ὅτι σύντομα ἐπρόκειτο νὰ γίνουν οἱ γάμοι τους. Ἡ εἴδηση αὐτὴ ἀναστάτωσε τὴ θεία του. Ἐκείνη, μαζὶ μὲ τὴν ἕδρα τοῦ Πανεπιστημίου, προετοίμαζε γιὰ τὸν ἀνιψιό της καὶ μιὰ λαμπρὴ ἀποκατάσταση. Καὶ ὅλα τὰ φιλόδοξα σχέδιά της τἄβλεπε νὰ γκρεμίζωνται τώρα, σὰν πύργος ἑνὸς παιδιάτικου παιγνιδιοῦ. Ἔτρεξε ἀμέσως στὸ γιατρὸ τοῦ σπιτιοῦ, τὸν κ. Νικολαΐδη, ἕναν καλὸ φίλο, μὲ ἐπιβολὴ ἀπάνω στὸν Ἄλκη, κατώρθωσε νὰ συγκινήσῃ τὸν ἀδερφό της, φώναξε τὸν ἀνιψιό της στὴν ἐξοχή της, τὸν κράτησε αἰχμάλωτο ἐκεῖ τρεῖς μέρες, γιὰ νὰ τὸν ἀπομακρύνῃ ἀπὸ τὴ μοιραία γυναῖκα, ποὺ τὸν εἶχε ξελογιάσει, καὶ εἶχε προετοιμάσει τὸ οἰκογενειακὸ συμβούλιο, ποὺ εἴδαμε νὰ συνεδριάζῃ στὰ σκοτεινά, στὴ βεράντα τῆς βίλλας της, τὸ ἀνοιξιάτικο ἐκεῖνο βράδυ. Καὶ ἡ δυνατὴ ἐκείνη γυναῖκα εἶχε προετοιμάσει μὲ τόση σοφία καὶ μὲ τόση τέχνη τὴ σκηνοθεσία τοῦ συμβουλίου αὐτοῦ, μολονότι ἡ ἴδια φαινότανε ξερὴ καὶ ἀδιάφορη, γιὰ ν’ ἀφήσῃ στὸν ἑαυτό της τὴν τελευταία καὶ τὴ μεγάλη λέξη, ὥστε εἶχε ὅλη τὴ βεβαιότητα, ὅτι τὸ «θλιβερὸ ἐπεισόδιο» δὲν μποροῦσε νὰ λυθῇ παρὰ σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία της.

    Κεφάλαιο 3

    Ὕστερ’ ἀπὸ τὸ φοβερὸ συμβούλιο τῆς βεράντας, ποὺ τοῦ ἔδωκαν μιὰν ἀδιάφορη συνέχεια ἡ παρουσία τῆς Καίτης καὶ τὰ ὀρεκτικά, σὰν νὰ μὴν ἔτρεχε τίποτε ἐξαιρετικὸ στὴ βίλλα τῆς κ. Κράλη, πέρασαν στὸ γεῦμα. Τὸ πρόγραμμα ἐξακολούθησε, ὅπως τὸ εἶχε κανονίσει, σὲ ὅλες του τὶς λεπτομέρειες, ἡ Καίτη. Καμμιὰ ὁμιλία δὲν ἔγινε στὸ γεῦμα γιὰ τὸ «θλιβερὸ ἐπεισόδιο». Ἔκαμαν πολιτική, φιλολογία, κοινωνιολογία, τὰ πάντα ἔξω ἀπὸ καθετὶ ποὺ μποροῦσε νὰ ἔχῃ σχέση μὲ τὸν ἔρωτα. Ὁ γιατρὸς τοῦ σπιτιοῦ εἶχε ἐπιφορτισθῇ ν’ ἀπασχολήσῃ τὸν Ἄλκη μὲ ζητήματα τῆς ἐπιστήμης των. Ὁ Ἄλκης, ποὺ εἶχε λάβει ἀνόρεκτα καὶ σχεδὸν ἀπὸ κοινωνικὴ ὑποχρέωση μέρος στὶς ἄλλες ὁμιλίες, κατώρθωσε νὰ ξεχάσῃ λίγο τὸν ἑαυτό του ἀπάνω στὴν ἐπιστημονικὴ συζήτηση. Ἔδωκε στὸν συνάδελφό του τὶς πληροφορίες, ποὺ τοῦ ζητοῦσε ἐκεῖνος, γιὰ τὰ νέα ἰατρικὰ προβλήματα, καὶ μίλησε ἀκόμη γιὰ τὴ μελέτη του, ποὺ ἑτοίμαζε νὰ ὑποβάλῃ στὴν Ἰατρικὴ Σχολή.

    Τὸ θέμα του ἦτο μᾶλλον ἰατροφιλολογικό.

    — Παραπολὺ ἐνδιαφέρον, γιατρέ! εἶπε ἡ Καίτη στὸ φίλο της. Ἔχω κάποια ἰδέα...

    Ὁ Ἄλκης ἔδωκε μερικὲς ἐξηγήσεις. Ὁ τίτλος τῆς μελέτης του ἤτανε· «Ἡ Νευρολογία καὶ ἡ Ψυχιατρικὴ παρ’ Ὁμήρῳ καὶ τοῖς Ἕλλησι τραγικοῖς». Ὁ τίτλος ἔκαμε ἐξαιρετικὴ ἐντύπωση στὸ γιατρό.

    — Ξέρω, εἶπε, πὼς ἔγιναν μελέτες γιὰ τὴ Βοτανικὴ τοῦ Ὁμήρου, γιὰ τὴ Ζωολογία, γιὰ τὴν Ἀστρονομία, γιὰ τὴ Γιατρική του καὶ γιὰ πολλὰ ἄλλα ἀκόμα κεφάλαια τοῦ ἀνθρώπινου ἐπιστητοῦ, ποὺ εἶναι θησαυρισμένα στὸν ὠκεανὸ αὐτὸ τῆς ποιήσεως καὶ τῆς σοφίας, ποὺ εἶναι ὁ γέρο-Ὅμηρος καὶ οἱ ποιητὲς ποὺ ἀπορρέουν ἀπ’ αὐτόν. Δὲν φανταζόμουνα ὅμως ποτέ, ὅτι καὶ ὁ κλάδος τοῦ Σαρκὼ εἶχε τὶς ἀπαρχές του στὴ μακρυνὴ αὐτὴ πηγή.

    — Εἶναι, βλέπετε –ἐξήγησε ὁ Ἄλκης– τὸ μεγάλο δῶρο τοῦ παρατηρητικοῦ, ποὺ εἶχαν οἱ ἀρχαῖοι καὶ πρῶτος ἀπ’ ὅλους ὁ μεγάλος αὐτὸς τυφλός. Ὅλα τὰ εἶχαν παρατηρήσει καὶ πρῶτα ἀπ’ ὅλα τὸν ἄνθρωπο. Δὲν εἶναι λοιπὸν καθόλου παράξενο ἂν βρίσκωνται μέσα στὰ ἔργα τους καὶ κλινικὲς παρατηρήσεις, ποὺ θὰ τὶς ζήλευε ἕνας σημερινὸς κλινικός. Τὰ ψυχολογικὰ καὶ νευρολογικὰ φαινόμενα εἶναι πολὺ φυσικὸ νὰ ἔχουν ἰδιαίτερη θέση στὴν ποίησή τους, μιὰ φορὰ ποὺ ἡ Ποίηση ὡς κυριώτερο θέμα της ἔχει τὰ αἰσθήματα καὶ τὰ πάθη τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ τὰ πιὸ φυσιολογικά τους φανερώματα ὣς

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1