Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου
Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου
Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου
Ebook187 pages1 hour

Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Το βιβλίο "Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου" του λογοτέχνη και δημοσιογράφου Στέφανου Γρανίτσα, καταγράφει την ανεπτυγμένη επιστημονική περιέργεια του συγγραφέα για τον κόσμο των ζώων.

LanguageΕλληνικά
Release dateDec 19, 2012
ISBN9781301837922
Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου

Related to Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου

Related ebooks

Related categories

Reviews for Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου - Στέφανος Γρανίτσας

    1. Τὸ Στοιχειό

    Ἔπειτα ἀπὸ χρόνια πολλὰ ἐφανερώθη προχθὲς τὸ Στοιχειό. Ὁ μηχανικὸς κ. Παπαϊωάννου, ἐποπτεύων τὴν κατασκευὴν τοῦ δρόμου μεταξὺ Κερασσόβου - Ἀγράφων - Βραγγιανῶν, ἐτρόμαξε νὰ συγκρατήση τοὺς ἐργάτας, οἱ ὁποῖοι εἶδαν μὲ τὰ μάτια των τὸ Στοιχειό. Εἰς τὰ «Ἄσπρα Λιθάρια», ὅπου ἔτυχε νὰ εὑρίσκωμαι προχθὲς ἦλθεν ἡ εἴδησις, ὅτι τὸ Στοιχειὸ ἦτο ἕνα πελώριον φεῖδι μὲ οὐρὰν δύο πήχεων, μὲ κεφαλὴν ἀλόγου, μὲ μάτια «σὰν τάλληρα», μὲ αὐγὰ «σὰν χήνας».

    Ὅταν ἐφύγαμεν ἀπ’ ἐκεῖ καὶ ἐπήραμε τὰ πρὸς τὴν Νιάλαν βουνά, κάθε στάνη, κάθε διαβάτης, κάθε χανιτζῆς προσέθετε καὶ ἕνα πῆχυν εἰς τὴν οὐράν, ὁλίγα μέτρα εἰς τὴν περιφέρεια τῆς κεφαλῆς καὶ τῶν ματιῶν, καὶ τ’ αὐγὰ ἐπλησίαζον νὰ γείνουν ἴσα μὲ τὸ Πανόραμα τοῦ Σταδίου. Ἐπὶ τέλους ἐφθάσαμε μὲ τὸν Δήμαρχον Ἀγράφων κ. Χρηστίδην καὶ μὲ ὁλίγους χωρικοὺς εἰς τὸ μέρος, ὅπου εἰργάζοντο διὰ τὸν δρόμον περὶ τοὺς 20-30 ἐργάται. Ὁ μηχανικὸς κ. Παπαϊωάννου ἦτο ἐκεῖ, ὥστε νὰ μᾶς δώση ὁ ἴδιος πληροφορίας περὶ τοῦ Στοιχειοῦ. Ἦτο πραγματικῶς, κατ’ αὐτόν, ἕνα πελώριον φεῖδι, μὲ μάτια «σὰν τάλληρα» καὶ μὲ οὐρὰν ἄγνωστον πόση, διότι κανεὶς δὲν τὴν εἶδεν. Ἅμα ἡ δυναμῖτις ἔσπασε τὸν βράχον, ἐκεῖνο ἐπετάχθη εἰς μίαν στιγμὴν ἀνάμεσα ἀπὸ τὴν ρωγμὴν καὶ ἔπειτα ἐχάθη εἰς ἄλλην σπηληάν. Αὐτὰ τοὐλάχιστον λέγει ὁ μηχανικός. Ἄλλος ὅμως λέγει, ὅτι δὲν ἐκρύβη ἀμέσως τὸ Στοιχειό, ἀλλ’ ἐκρύβησαν οἱ ἐργάται, οἱ ὁποῖοι ἔφυγαν εἰς ἀπόστασιν μιᾶς ὥρας, φωνάζοντες καὶ ζητοῦντες βοήθειαν.

    Ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Στοιχειοῦ ἐξύπνησεν ἡ τερατολόγος λαϊκὴ παράδοσις, διὰ νὰ διηγηθῆ ἀτελειώτους ἱστορίας. Πρὸ ἐτῶν εἶχεν ἐμφανισθῆ εἰς τὰ ἴδια σχεδὸν μέρη, τὰ ὁποῖα εἶνε τ’ ἀγριώτερα ρέμματα τῆς Εὐρυτανίας, ἄλλο Στοιχειό, τὸ ὁποῖον κατὰ τὴν δύναμιν ποῦ δίδει ἡ παράδοσις, «ἐμαύλιζε» ζῶα καὶ τὰ κατέπινεν. Ἐπὶ τέλους μίαν ἡμέραν ἔπεσεν ἐπάνω του κἄποιος βοσκὸς ὀνομαζόμενος Τσάλης. Μόλις τὸ εἶδεν, ἠσθάνθη τὸν ἑαυτόν του μαυλιζόμενον ἀπὸ τὸ Στοιχειό. Ἐπρόφθασε μὲν καὶ ἔσυρε τὴν κουμπούραν του ἀλλὰ δὲν εὕρισκε δύναμιν νὰ πυροβολήση. Τὸ Στοιχειὸ τὸν «ἐμαύλιζε» καὶ αὐτὸς ἐσύρετο ἄθελα πρὸς τὸ στόμα του.

    Ἐπὶ τέλους ἔφθασεν εἰς τὰ χείλη τοῦ Στοιχειοῦ, καὶ τότε ἔδωκεν ὁ Θεὸς καὶ ἐξεπυρσοκρότησεν ἡ κουμπούρα. Καὶ τὸ μὲν Στοιχειὸ σχεδὸν διερράγη, ἀλλὰ ὁ ἀτυχὴς Τσάλης ἔπεσεν ἀναίσθητος καὶ μὲ δυσκολίαν κατώρθωσαν νὰ τὸν ἐπαναφέρουν εἰς τὴν ζωὴν οἱ συγχωριανοί του Βελιζδονῖται. Ἅμα τὸν ἐπῆραν ἀπ’ ἐκεῖ καὶ τὸν ἔφεφαν στὸ χωριό, κἄποιος γέρος, γνωρίζων τὴν παράδοσιν, ὅτι κάθε Στοιχειὸ ἔχει καὶ στὰ σπλάχνα του πολύτιμα πράγματα, ἐπῆγε κρυφὰ καὶ τὸ ἠρεύνησε. Διηγοῦνται δὲ ἀξιόπιστοι ἄνθρωποι ὅτι ὁ γέρος ἔγεινε πλούσιος. Τὸ μόνον βέβαιον εἶνε ὅτι μέχρις ἐσχάτων εἶχε χρυσαφικά, τὰ ὁποῖα ἐπώλει κρυφὰ εἰς τοὺς διερχομενους τὰ χωριὰ χρυσικούς.

    Ἡ παράδοσις βεβαιοῖ, ὅτι τὰ σπλάγχνα τῶν Στοιχειῶν εἶνε ὁλόκληρα χρυσωρυχεῖα· καὶ ἔχει διαφόρους ἑρμηνείας τοῦ φαινομένου αὐτοῦ. Πρῶτον ὑπάρχει ἡ ποιητικὴ ἰδέα, ὅτι τὰ Στοιχειά, ὡς περιερχόμενα τὰ σπήλαια, εὑρίσκουν χρυσαφικὰ θαμμένα ἐκεῖ ἀπὸ διαφόρους ληστὰς ἢ καὶ περιπλανωμένους Ἕλληνας κατὰ διαφόρους ἐποχὰς ἐθνικῶν χαλασμῶν. Εἰδικῶς μάλιστα εἰς τὰ μέρη αὐτά, ὡς ἀπρόσιτα, κατέφυγον χιλιάδες καταδιωκομένων Ἑλλήνων, ἰδίως κατὰ τὴν πτῶσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

    Ὁλίγες ἄλλως τε ὧρες ἐπάνω ἀπὸ τὸ ἀνήλιον αὐτὸ ρέμμα εἶνε τὰ Μεγάλα Βραγγιανά, εἰς τὰ ὁποῖα κατέφυγαν ἀρκετοὶ φυγάδες λόγιοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἔκτισαν μίαν περίφημον ἐκκλησίαν ὑπὸ τὸ συμβολικώτατον ὄνομα Ἁγία Παρασκευή, καὶ ὅπου ἐξηκολούθησαν τὴν καλλιέργειαν τῶν γραμμάτων, συνέγραψαν, ἐδίδαξαν, ἐδημιούργησαν σοφοὺς μαθητάς, ὅπως τὸν Εὐγένιον, τὸν Γόρδιον καὶ ἀπείρους ἄλλους, οἱ ὁποῖοι μετὰ ταῦτα ἵδρυσαν Σχολὰς εἰς τὰ Ἰωάννινα, τὴν Σμύρνην, τὴν Θεσσαλίαν καὶ εἰς ἄλλα μέρη παρασκευάσαντες τὸ Εἰκοσιένα.

    Πρὸ ἡμερῶν ἐπεσκέφθημεν μία ὁμὰς τὸ μέρος αὐτὸ τὸ ἄγριον, ὡς ἄλλοι Δελφοί, καὶ ὁπόθεν, κατὰ τὸν Σάθαν θαρρῶ, ἔρρεε φῶς ἀνὰ πάντα τὸν Ἑλληνισμόν. Εἰς τὴν εἴσοδον τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ὅπου ἐμαθήτευσαν δεκάδες γνωστῶν Ἀρματωλῶν καὶ Κλεφτῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ περίφημος Δίπλας, ὑπάρχει ὁ τάφος τοῦ Γορδίου καὶ ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἡ κάρα τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος πρὸ διακοσίων ἐτῶν προέβλεπε τὴν σύστασιν ἑνὸς σπιθαμιαίου Ἑλληνικοῦ Κράτους, ἀπελπιστικῶς πνιγομένου μεταξὺ τοῦ φεσίου τῆς Ἀνατολῆς καὶ τοῦ καπέλλου τῆς Δύσεως.

    Ὀλίγον παρακάτω εἶνε τὸ μοσχοβριθὲς χωριὸ Μύριση, μὲ μίαν παλαιοτάτην πολύτιμον ἐκκλησίαν καὶ μὲ παραδόσεις ὅτι τὴν ἔκτισαν κἄποιοι Ἄρχοντες ἀποσυρθέντες ἐκεῖ μὲ τοὺς θησαυρούς των, καὶ τὰς ὁποίας παραδόσεις βοηθοῦν τὰ ἐρείπια κἄποιου μεγάλου σπιτιοῦ μὲ ὑπόγεια καὶ λαγούμια, ὁδηγοῦντα πρὸς τὰ ποτάμια. Ὁ συγχωριανός μου κ. Οἰκονόμου, πολύτιμος συνεργάτης τοῦ κ. Πολίτου εἰς τὰς λαογραφικὰς ἐρεύνας του, μοῦ ἔλεγεν, ὅτι ἡ ἐκκλησία αὐτὴ ἐκτίσθη ἀπὸ Χριστιανούς, κατὰ τοὺς χρόνους τῆς Εἰκονομαχίας φυγόντας τὴν καταστροφὴν τῶν εἰκονοκλαστῶν.

    Ἀρκετὸν λοιπὸν μέρος τῶν θησαυρῶν αὐτῶν ἐτοποθέτησεν ἡ λαϊκὴ παράδοσις εἰς τὰ σπλάγχνα τῶν Στοιχειῶν, τὰ ὁποῖα περιφέρονται εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα ὑπὸ τὰ ἐρείπια καὶ τὰ σπήλαια ποῦ ἐπεστέγασαν ἄρχοντας καὶ κλέφτας Τουρκομάχους, ὅπως τὸν Λιακατᾶν, τὸν Κατσαντώνην, τὸν Τσόγκαν, τὸν Μπουκουβάλαν κ.λπ.

    Κατ’ ἄλλη ὅμως ἑρμηνείαν τῆς παραδόσεως, οἱ θησαυροὶ εὑρίσκονται εἰς τὰ σπλάγχνα τῶν Στοιχειῶν, διότι τρώγουν χῶμα ποῦ περιέχει τὸν χρυσόν, ὁ ὁποῖος «λαμπικάρεται καὶ δένεται μὲ τὸν καιρό» στὰ σπλάγχα των, κατὰ τὴν φράσιν ἑνὸς γέρου ἐργάτου τοῦ δρόμου «ποῦ ἤκουσεν τὴν ἱστορίαν ἀπὸ χρυσικοὺς τῆς Βενετιᾶς».

    Ἀλλὰ διὰ ποῖον λόγον τὸ Στοιχειὸ τρώγει χῶμα; Ἡ παράδοσις λέγει, ὅτι ἅμα τὸ φεῖδι ἐγέλασε τὴν Εὔαν ὁ Θεὸς τὸ κατεδίωκε καὶ αὐτὸ κρύβεται ὑπὸ τὴν γῆν, καὶ τρώγει σπυρὶσπυρὶ τὸ χῶμα, φοβούμενον μήπως σωθῆ καὶ δὲν ἔχη ποῦ νὰ κρυβῆ.

    Κατ’ ἄλλην παράδοσιν, κρύβεται εἰς τὴν Γῆν καὶ τρώγει φιλάργυρα τὸ χῶμα, διότι φοβεῖται τὸν Ἰανουάριον διὰ τὸν ἐξῆς λόγον: Ἅμα ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν κόσμον τὸν παρέδωκεν εἰς δώδεκα βασιλεῖς, τοὺς Ἰανουάριον, Φεβρουάριον, Μάρτιον, Ἀπρίλιον καὶ λοιποὺς μῆνας. Ἀλλ’ αὐτοὶ διοικοῦσαν ὅλοι μαζί, καὶ ἐνῷ δὲν ἐπρόφθαναν νὰ φυτρώσουν τὰ λουλούδια ἤρχετο ὁ Ἰανουάριος μὲ τοὺς πάγους του καὶ τὰ ἔψηνε. Τότε τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ ἐφώναξαν, ὁ Πλάστης ἤκουσε τὰς κραυγάς των καὶ ἦλθεν ἀνάμεσά των, ὅπου ἐνήργησε δημοψήφισμα, τοῦ ὁποίου τὸ ἀποτέλεσμα ὑπῆρξεν ὑπὲρ τοῦ Μαΐου.

    Ἐτοποθέτησε λοιπὸν ὁ Θεὸς τὸν Μάϊον ἰσόβιον βασιλέα, ἡ Γῆ ἐγέμισε χορτάρια, λουλούδια καὶ γεννήματα, ὁ κόσμος ἐστοίχειωσεν ἀπὸ εὐδαιμονίαν καὶ τὸ φεῖδι ἐπαλάβωσεν, ὥστε νὰ ζητήση εἰς γάμον τὴν κόρην τοῦ Μαΐου, ἀπειλῆσαν ὅτι διαφορετικὰ θὰ τσιμπήση τὸν βασιλέα καὶ θὰ τὸν φαρμακώση. Ὁ Μάϊος περιέπεσεν εἰς συλλογὴν μεγάλην καὶ δὲν εὕρισκεν διέξοδον. Τότε ἐπαρουσιάσθη σωτήριος ὁ Ἰανουάριος, ὁ ὁποῖος τὸν συνεβούλευσε νὰ ὁρίση τὴν ἡμέραν τοῦ γάμου καὶ τὰ περαιτέρω τὰ ἀναλαμβάνει αὐτός. Πραγματικῶς ἔγειναν ὅσα εἶπε καί, ἅμα ἐνεφανίσθη τὸ φεῖδι, ποῦ ἔγινε Στοιχειὸ ἀπὸ τὴν πολλὴν εὐτυχίαν, ἐπῆρε τὸ σκῆπτρον ὁ Ἰανουάριος καὶ ἀμέσως ἐξαπελύθησαν παγετοὶ καὶ βροχαί, ὥστε τὸ φεῖδι νὰ τρυπώνη ἀκόμη ἅμα μυρίζεται τὴν μῆνα τῶν πάγων. Διότι ἔκτοτε, κατὰ τὴν παράδοσιν, ἀπεφασίσθη νὰ διοικοῦν ἐκ περιτροπῆς ὅλοι οἱ μῆνες, ἐπειδὴ ἡ ἀπόλυτος εὐτυχία, τὴν ὁποίαν εἶδον τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Μαΐου, εἶνε κακὸς σύμβουλος τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ζώων, ὅπως ἀπέδειξεν ἡ διαγωγὴ τοῦ Στοιχειοῦ.

    Ἀφίνω τώρα τοὺς μύθους καὶ ἔρχομαι εἰς ἕνα γεγονός. Τὰ Στοιχειὰ εἶνε περιζήτητα διὰ μίαν ὠοειδῆ πέτραν, τὴν ὁποίαν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, φέρουν εἰς τὸν λαιμὸν καὶ ἡ ὁποία λέγεται παντζέχρι. Πίνουν ἀπ’ αὐτὸ ὁλίγα θρύμματα οἱ δηλητηριαζόμενοι ἀπὸ φείδια καὶ θεραπεύονται. Εἶνε πράγματι ἀποτελεσματικώτατον τὸ φάρμακον. Ἀκόμη προχθὲς τὸ εἴδαμεν ὅλοι στὸ Μοναστηράκι τῶν Ἀγράφων, ὅπου ἐσώθη ἕνας ἄνθρωπος.

    Εἰς τὸν κατασκευαζόμενον δρόμον Ἀγράφων κάθε ἐργάτης φέρει μαζί του παντζέχρι, διότι τὰ φείδια εἶνε ἄφθονα, ἀπαντώμενα ὑπὸ κάθε μεγάλην πέτραν. Διήλθομεν τὸν δρόμον ἀνάμεσα ἀπὸ σκοτωμένα φείδια, τὰ ὁποῖα οἱ ἐργάται ἀναρτοῦν δεξιᾶ καὶ ἀριστερᾶ ἐπάνω εἰς τὰ δέντρα, ὡς ἔνδοξα τρόπαια τῆς διαβάσεώς των ἢ μᾶλλον τῆς δυναμίτιδος, βοηθείᾳ τῆς ὁποίας ἀνοίγεται ἡ βραχώδης πλευρὰ τοῦ ποταμοῦ Ἀγραφιώτη.

    2. Ἡ Ἀρκούδα

    Ἰδού καὶ ἕνα δημιούργημα τῆς πεθερᾶς.

    Ἡ Ἀρκούδα.

    Μιὰ φορὰ κ’ ἕναν καιρὸ ἦταν μιὰ πεθερὰ ποῦ βασάνιζε τὴ νύφη της. Ὁ ἑλληνικὸς λαὸς δὲν παραδέχεται καθόλου πῶς ὑπάρχει πεθερὰ κακὴ γιὰ τὸν γαμβρό της. «Ἴσια-ἴσια γι’ αὐτὸν γεννάει κι ὁ κόκκορας τῆς πεθερᾶς αὐγό».

    Ἂν ἰδῆς μάλιστα εἰς ἕνα σπίτι πεθερά, λέγει ὁ λαός, κοίταξε πῶς εἶνε σκουπισμένη ἡ σκάλα, γιὰ νὰ καταλάβης ἂν εἶνε πεθερὰ τοῦ ἀνδρὸς ἢ τῆς γυναικός του. Ἂν εἶνε πεθερὰ τοῦ γαμβροῦ, τουτέστι μητέρα τῆς νύφης, ἡ σκάλα εἶνε κακοσαρωμένη. Ἀπὸ φόβο μήπως χαλάση τὸν πρωϊνὸν ὕπνο τοῦ γαμβροῦ καὶ τῆς κόρης της, ἴσια ποὺ ἐγγίζει τὴ σκοῦπα στὰ σανίδια. Ἂν εἶναι ὅμως μητέρα τοῦ γαμβροῦ, τότε χτυπάει τόσο δυνατὰ γιὰ νὰ ξυπνήση τὴ νύφη της, ὥστε κάνει τὴ σκάλα καθρέφτη.

    Ἡ λαϊκὴ κακογλωσσιὰ δὲν δέχεται γεράματα τῆς γυναικείας φιλαρεσκείας. Θὰ ἔχετε ἀκούσει, βέβαια, πῶς ρώτησαν μιὰ φορὰ κάποια πεθερὰ ἂν θέλη μέλι ἢ γαμβρὸ καὶ ἐκείνη ἀπήντησε:

    — Ποῦ ἔχω ’γώ, παιδιά μου, δόντια γιὰ μέλι...

    Ἡ πεθερὰ λοιπόν, ποῦ ἐβασάνιζε τὴ νύφη της, ἔδωκε σ’ αὐτὴν ἕνα πρωῒ μαῦρα μαλλιὰ γιὰ νὰ πάη στὴ βρύσι νὰ τὰ πλύνη ὅσο τὸ δυνατὸ νὰ γίνουν ἄσπρα.

    — Μπορεῖ, μάννα, τὰ μαῦρα μαλλιὰ νὰ γίνουν ἄσπρα;...

    — Μπορεῖ καὶ παραμπορεῖ... Ἡ ἄξια γυναῖκα ὅ,τι δὲ θέλει δὲν μπορεῖ...

    Ἡ νύφη πῆρε τὰ μαῦρα μαλλιὰ καὶ πῆγε στὴ βρύσι. Ἔπλυνε, ξέβγαλε ἀλλὰ τὰ μαλλιὰ ἔβγαιναν πάντα μαῦρα. Ἔφτασε τὸ βράδυ κ’ ἡ νύφη ἀπόκαμε:

    — Τώρα, εἶπε, τί νὰ κάμω;... Ὅπου κι’ ἂν εἶνε θὰ κουβαληθῆ ὁ Ἰούδας ἐδῶ καὶ θὰ μὲ γέψη... Λυπήσου με, Παναγιά μου, κάνε με ἕν’ ἀγρίμι νὰ τὴν πνίξω ἅμα ἔρθη νὰ μὲ βασανίση...

    Ἡ Παναγία τὴν ἐψυχοπόνεσε καὶ τὴν ἔκαμε ἀρκούδα.

    — Τώρα, Παναγιά μου, εἶπε καὶ σοῦ τὴν σιγυρίζω...

    Παραμέρισε σὲ μιὰ κουφάλα καὶ περίμενε τὴν πεθερά της. Ἐκείνη ἦρθε καὶ καθὼς δὲν εἶδε τὴν νύφη της δίπλα στὰ κανάλια, πῆρε ἕνα ξύλο κ’ ἄρχισε νὰ ψάχνη δεξιᾶ καὶ ἀριστερᾶ στὰ πλατάνια. Τὴν ὥρα ὅμως ποῦ ἡ Ἀρκούδα ἦταν ἕτοιμη νὰ τῆς ριχθῆ καὶ νὰ τὴν σχίση, ἐκείνη ἐπρόλαβε καὶ φώναξε:

    — Ἂχ ἐτοῦτο τ’ ἀγρίμι ἔφαγε τὴ νυφούλα μου...

    Κι’ ἔβαλε τέτοια κλάμματα, ὥστε ἡ Ἀρκούδα εἶδε ἢ θάρρεψε πῶς τὴν ἐπονοῦσε

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1