Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Ο κόκκινος τράγος
Ο κόκκινος τράγος
Ο κόκκινος τράγος
Ebook218 pages2 hours

Ο κόκκινος τράγος

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Ο "Κόκκινος τράγος" του Κώστα Παρορίτη, είναι ένα συνοικιακό καφενείο της Αθήνας, τόπος συνάντησης διαφορετικών ανθρώπων με κοινή ιδεολογική πίστη για μια ζωή δικαιότερη.

LanguageΕλληνικά
Release dateDec 20, 2012
ISBN9781301898152
Ο κόκκινος τράγος

Read more from Κώστας Παρορίτης

Related to Ο κόκκινος τράγος

Related ebooks

Reviews for Ο κόκκινος τράγος

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Ο κόκκινος τράγος - Κώστας Παρορίτης

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

    ΕΙΧΑΝΕ ΑΝΑΨΕΙ τὰ φῶτα σὰ βγῆκε ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ γιατροῦ. Βγῆκε συντριμμένος. Οἱ σκέψεις γυρίζανε μέσα στὸ κεφάλι του θολές, ἀόριστες, μπερδεμένες, τὰ γόνατά του λυγίζανε, τὸ κεφάλι του βούιζε. Βρισκότανε σ’ ἕνα χάος.

    Λοιπὸν εἴτανε καταδικασμένος. Δὲν εἶχε ἀκόμα γιατρευτεῖ ἀπὸ τὴν παλιά του ἀρρώστια. Κι αὐτὸς ποὺ νόμιζε πὼς εἶχε ξεφύγει τὸν κίντυνο, ὕστερις ἀπὸ τόσα χρόνια! Εἴτανε ἀκόμα ἄρρωστος. Ὁ καθηγητὴς ποὺ τονὲ ξέτασε, τοῦ τὸ εἶπε καθαρά. Ἄρρωστος. Ὕστερις ἄρχισε τὰ τυπικά, τὰ συνηθισμένα λόγια ποὺ ἀραδιάζουνε οἱ γιατροὶ σὰ θέλουνε νὰ δώσουνε κουράγιο στὸν ἄρρωστο.

    «Δὲν εἶναι τίποτα. Θ’ ακολουθήσεις πάλε μιὰ θεραπεία τέσσερα χρόνια· τὸ ζήτημα εἶναι ν’ ἀκολουθήσεις ταχτικὰ τὴ θεραπεία σου καὶ δὲν ἔχεις τίποτα νὰ φοβηθεῖς».

    Παρηγοριές. Λόγια, λόγια, ποὺ ποιὸς ξέρει πόσες φορὲς δὲ θὰ τὰ εἶχε ξαναπεῖ κείνη τὴ μέρα σὲ τόσους ἄλλους.

    Τὰ πόδια του βουτούσανε μέσα σὲ μιὰ πηχτή, γλιτσερή, μαύρη λάσπη ποὺ εἶχε σκηματισθεῖ ἀπὸ τὴ βροχὴ τῆς νύχτας, ζυμωμένη ἀπὸ τὰ πόδια τῶν ἀνθρώπων κι ἀπὸ τὶς ρόδες τῶν ἁμαξῶν καὶ τῶν κάρων.

    Κάθε φορὰ ποὺ τὰ τρύπια παπούτσια του βουτούσανε μέσα στὸ μαλακὸ βοῦρκο, ἔνιωθε ἕνα αἴτημα παράξενο, σὰ ν’ ἀκουμποῦσε τὸ χέρι του πάνω σὲ μαλακή, γυναίκεια σάρκα.

    Ἡ ὑγρασία τοῦ πότιζε τὰ πόδια. Τὰ δάχτυλά του τά ’νιωθε παγωμένα.

    — Ἂν πάρω πάλε καμιὰ πούντα, ψιθύρισε.

    Ὁ νοῦς του πῆγε στὸ νοσοκομεῖο ποὺ εἴτανε τὴν ἄλλη φορά. Τί πληχτικὲς μέρες ποὺ πέρασε ἐκεῖ μέσα! Τί καταθλιφτική, τί βαριὰ ἀλήθεια αὐτὴ ἡ ἐπίσημη φιλανθρωπία! Ἔπειτα κεῖνος ὁ γιατρὸς ποὺ εἴτανε πάντοτε βιαστικός, μὲ τὰ λόγια ποὺ βγαίνανε μὲ τὸ τσιγκέλι ἀπὸ τὸ στόμα του.

    Κ’ οἱ νοσοκόμες μὲ τὴν ἀδιαφορία τους. Βέβαια. Τί μπορούσανε να περιμένουνε ἀπὸ ἕναν ἄρρωστο τῆς τρίτης θέσης ποὺ τονὲ δεχτήκανε μέσα γιὰ ψυχικό.

    Δίχως νὰ τὸ καταλάβει βούτησε πάλε μέσα στὴ λάσπη. Τὰ λόγια τοῦ γιατροῦ βουίζανε στ’ αὐτιά του. Ἄρρωστος. Τί στιγμές, Θέ μου, ἀξέχαστες! Ἔπειτα πῶς ἅρπαξε βιαστικὰ τὸ ἠλεχτρικὸ γλομπάκι ποὺ κρεμότανε στὴ μέση καὶ τοῦ τό ’φερε μπροστὰ στὰ μάτια του ψάχνοντας κάτι νὰ ἰδεῖ μέσα στὸ βάθος τους. Τί σημασία τάχατες εἶχε αὐτό, τί ζητοῦσε ν’ ἀνακαλύψει μέσα στὰ μάτια του;

    Ἔπειτα τὸν ἔγδυσε καὶ τὸν ἔβαλε νὰ σκύψει τὴ ράχη του, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα στὸ στῆθος του. Θὰ ἤθελε βέβαια νὰ κοιτάξει τὴ ραχοκοκκαλιά του. Καὶ κεῖνο τὸ σφυράκι ποὺ τοῦ χτυποῦσε τὰ γόνατα, πάνω στὴν κλείδωση, καθὼς τὸν εἶχε τοποθετήσει, πάνω σ’ ἔνα ἀψηλὸ σκαμνί.

    — Τέσσερα χρόνια πάλε θεραπεία; Ἑκατὸ δραχμὲς ἡ κάθε ἔνεση. Καὶ ποῦ νὰ τὰ βρῶ ἐγὼ τόσα λεφτά; Τί εἶμαι ἐγώ; ἕνας ἐργάτης, ἕνας μαραγκὸς ποὺ φτιάνει κάσες γιὰ τοὺς πεθαμένους. Ἑκατὸ δραχμὲς ἡ ἔνεση! Κοροϊδεύεις γιατρέ;

    Ἔβαλε τὰ χέρια του στὶς τσέπες τοῦ σακακιοῦ του: Τὰ δάχτυλά του εἴτανε κρύα. Ἄκουσε τὴ σειρήνα ἑνὸς αὐτοκινήτου νὰ βουίζει καὶ τοῦ φάνηκε πὼς ὁ ἦχος ἔβγαινε ἀπὸ κανέναν ἄλλον κόσμο. Περπατοῦσε ἀργά, ἄσκοπα, μὲ τὰ μάτια κολλημένα στὰ μάρμαρα τοῦ πεζοδρομιοῦ ποὺ εἴτανε νοτισμένα.

    — «Μὰ εἶναι, λέει, καὶ τὸ Νοσοκομεῖο γιὰ τοὺς φτωχούς». Ἀνατρίχιασε μὲ κάποια σκέψη ποὺ τοῦ πέρασε ἄξαφνα ἀπὸ τὸ κεφάλι.

    Κ’ ἔπειτα τί ζωὴ εἶναι αὐτή; Μιὰ ἀδιάκοπη τρεμούλα νύχτα μέρα, μιὰ ἀγωνία... Καὶ στὸ τέλος; Σάμπως εἶμαι σίγουρος καὶ γιὰ τὸ ἀποτέλεσμα; Ἐγὼ εἶμαι ἕνα σάπιο κορμί.

    — Σάπιος, ψιιθύρισε πάλε μὲ φωνὴ πνιχτή.

    Εἶδε τὸ ἴδιο του τὸ σῶμα σάπιο, τὶς σάρκες του νὰ ξεκολλᾶνε ἀπὸ πάνω του καὶ νὰ πέφτουνε χάμω κομματάκια, μικρούτσικα σκουληκάκια, χιλιάδες ἑκατομμύρια, ν’ ἀναδεύονται, νὰ βόσκουνε πάνω στὰ σάπια κρεάτα, νὰ τοῦ ρουφᾶνε τὸ αἷμα του τὸ φαρμακεμένο...

    Ἔφτυσε χάμω μὲ σιχασιά. Τὸ σάλιο του τό ’νιωθε πικρό.

    Στὰ μάτια του ὑψώθηκε ἡ εἰκόνα τοῦ νεκροταφείου μὲ τὴν πλατιά σιδερένια ὀξώπορτα, μὲ τ’ ἀψηλά, μαῦρα κυπαρίσσια του ποὺ εἴτανε παραταγμένα στὸ δρόμο. Μιὰ παλιὰ νεκροφόρα ποὺ τρίζει θλιβερὰ μ’ ἕνα σανιδένιο, γυμνὸ φέρετρο περνάει ἀπὸ τὴν πόρτα δίχως κανεὶς νὰ σταματήσει μπροστά του, δίχως κανεὶς νὰ κάνει τὸ σταυρό του. Ἔπειτα ἕνας λάκκος, δυὸ νεκροθάφτες ποὺ βιάζονται καὶ βλαστημοῦνε, ἕνας παπᾶς, ἕνα χοντρὸ σκοινὶ ποὺ τρίβεται πάνω στὰ χείλια τοῦ λάκκου, μιὰ κάσα ποὺ κατεβαίνει ἀργά, ἕνα φτυάρι ποὺ σπρώχνει γλήγορα τὸ χῶμα πάνω στὴν κάσα. Μὰ μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι καὶ κανένας παπάς... Τὸ χῶμα, τὸ σκοτάδι, ἡ λησμονιά, ἡ ἀνυπαρξία...

    Ἔφριξε...

    Τὰ τράμια περνούσανε δίπλα του βιαστικά, ὁλόφωτα, χαρούμενα, κουδουνίζοντας. Ὁ δρόμος εἶχε μιὰν ἀνήσυχη ὄψη. Μιὰ ρομβία ποὺ τὴν ἔσπρωχνε ἕνας κουλὸς κ’ εἶχε ἀπάνω της κολλημένη τὴν εἰκόνα τοῦ βασιλιᾶ, σταμάτησε ὄξω ἀπὸ τὴν πόρτα κάποιου ξενοδοχείου κι ἄρχισε νὰ παίζει τὸ τραγούδι τοῦ βασιλιᾶ.

    — Πφ! Τί ἀηδία, ψιθύρισε.

    Τοῦ ἦρθε νὰ φωνάξει, νὰ πιάσει τὸ χέρι τοῦ κουλοῦ ποὺ γύριζε τὴ ρομβία καὶ νὰ τοῦ τὸ κατεβάσει κάτω, νὰ ξεσκίσει τὴν εἰκόνα ποὺ εἴτανε κολλημένη ἀπάνω. Μὰ στάθηκε: «Τί μὲ μέλει ἐμένα τώρα πιά... Ἐγὼ σὲ λίγο φεύγω ἀπὸ τὴ ζωή» ψιθύρισε.

    Ἡ ὑπόσκεση τοῦ γιατροῦ πὼς θὰ γιατρευτεῖ, τοῦ φαινότανε ψεύτικη. Ἀφοῦ δὲ γιατρεύτηκα τόσα χρόνια... Τώρα κι ἄλλη μιὰ φορά... ψιθύρισε μὲ τόνο θλιβερό.

    Σ’ ἕνα μπαλκόνι κάποιου μεγάλου σπιτιοῦ εἶδε ἕναν ἄνθρωπο νὰ κρεμάει μιὰ μεγάλη σημαία. Τί χρειάζεται αὐτὴ ἡ σημαία; Νά, καὶ σ’ ἄλλα μπαλκόνια κρέμουνται σημαῖες... Ξημερώνει καμιὰ γιορτή; Σκέφτηκε. Δὲν εἴτανε καμιὰ γιορτὴ αὔριο. Λοιπόν;

    Ἀποπίσω του ἄκουσε μιὰ φωνή.

    — Ἔ! Λείψανε, τί γίνεσαι;

    Ποιός τοῦ φωνάζει; Ἄ, ἕνας φίλος του.

    Λείψανος δὲν εἴτανε τ’ ὄνομά του. Εἴτανε τὸ παρατσούκλι του. Μὰ ἔτσι τονὲ ξέρανε ὅλοι κ’ ἔτσι τονὲ φωνάζανε. Καθὼς εἴτανε μικρόσωμος, ἀδύνατος, χλωμός, μὲ μιὰν ἀρρωστιάρικη ἔκφραση, τὸ παρατσούκλι αυτὸ τοῦ στεκότανε πολὺ καλὰ γιατὶ ἀληθινὰ σὰ λείψανο ἔμοιαζε τὸ πρόσωπό του.

    — Λοιπὸν εἴμαστε γιὰ νά ’μαστε αὔριο. Σὲ θέλω, νὰ τοὺς δείξουμε τί ἀξίζουνε οἱ Ἕλληνες, τοῦ φώναξε ὁ φίλος του.

    Ὁ φίλος του εἶχε μιὰ πολυλογία ποὺ τοῦ τηνὲ γεννοῦσε ἡ πατριωτική του διάθεση. Μὰ ὁ Λείψανος δὲν καταλάβαινε τί του ’λεγε καὶ δὲν ἔκανε ἄλλο παρὰ νὰ κουνάει μηχανικὰ τὸ κεφάλι του καὶ νὰ τοῦ χαμογελάει μ’ ἕναν τρόπο λιγάκι κουτό.

    — Ναί, βέβαια, σωστά, πρέπει...

    — Σ’ ἀφήνω, δὲν ἔχεις κέφι ἀπόψε, τοῦ φώναξε ὁ φίλος του φεύγοντας.

    Καλὰ ποὺ τὸ κατάλαβε, ἀλλιῶς θὰ τονὲ βασάνιζε ἀκόμα μὲ τὴ φλυαρία του... Ὕστερα θυμήθηκε. Ἀλήθεια. Αὔριο ἔρχουνται οἱ ξένοι νὰ μᾶς πάρουνε τὰ ὅπλα...

    Τὸ ζήτημα ποὺ ἠλέχτριζε τὶς ψυχές. Ἐδῶ πάλε ἑτοιμάζανε ἀντίσταση...

    — Θὰ χτυπηθοῦνε σίγουρα... Μὰ τί μὲ νοιάζει ἐμένα αὐτὴ ἡ ἱστορία τῶν ὅπλων; Κι ἂν τὰ πάρουνε, τὸ ἴδιο μοῦ κάνει. Ἐγὼ ἔτσι κ’ ἔτσι σκλάβος δὲν εἶμαι;...

    Προσπαθοῦσε νὰ γυρίσει κάπου ἀλλοῦ τὸ μυαλό του. Μὰ κεῖνο πίμενε νὰ ξαναμπεῖ στὸ παλιό του δρόμο.

    — Ἐγὼ φεύγω ἀπὸ τὸν κόσμο. Αὐτὸ ἔχει σημασία γιὰ μένα. Τί νὰ τὰ κάνω ἐγὼ τὰ ὅπλα; Ἡ ζωή μου μονάχα ἔχει ἀξία.

    Βάδιζε στὸ πεζοδρόμιο, ὄξω ἀπὸ τὶς φωτισμένες βιτρίνες τῶν μαγαζιῶν. Ἡ κίνηση εἴτανε μεγάλη καὶ αὐτὸς μὲ δυσκολία ἄνοιγε δρόμο μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος. Κάμποσες φορὲς κιντύνεψε νὰ πέσει ἀπάνω στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. «Στραβομάρα» τοῦ φώναξε κάποιος.

    Ἄξαφνα ἔνιωσε σὰν κάτι νὰ τὸν ἀγκύλωσε.

    — Μὰ τί ἔφταιξα ἐγώ; Γιατί νὰ ’ρθῶ στὸν κόσμο ἄρρωστος;

    Ἔνιωσε πάλε τὰ γόνατά του νὰ λυγίζουνε κ’ ἕνα μαῦρο πράμα νὰ κατεβαίνει μπρὸς στὰ μάτια του. Ζύγωσε στὸν τοῖχο ἑνὸς μαγαζιοῦ κι ἀκούμπησε ἀπάνω γιὰ νὰ μὴν πέσει.

    — Ἂν πάθω τίποτα ἐδῶ στὸ δρόμο... Καμιὰ συγκοπή... Ψιθύρισε μὲ τρόμο κάνοντας ὅσο μποροῦσε κουράγιο γιὰ νὰ σταθεῖ καλύτερα στὰ πόδια του ποὺ λυγίζανε στὸ βάρος τοῦ λιγνοῦ του κορμιοῦ. Στὸ κούτελό του ἔνιωσε ν’ ἀναβλύζουνε σταλαματιὲς ἵδρωτα. Εἶδε τὸν ἑαυτό του νὰ πέφτει. Θυμήθηκε καὶ κάποιον ἄλλον ποὺ τὸν εἶδε νὰ πέφτει ἄξαφνα, ἐκεῖ ποὺ κουβέντιαζε, ἀπὸ τὴν καρέκλα ὅπου καθότανε. Ἔφριξε.

    — Κ’ ἔπειτα ἀμέσως ἕνας κύκλος ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ θὰ κάθουνται καὶ θὰ κοιτάζουνε σὰ χαζοὶ γύρω ἀπὸ τὸ πτῶμα του. Ἕνας χωροφύλακας ποὺ θ’ ἀργήσει νὰ φτάσει καὶ δὲ θὰ ξέρει τί πρέπει νὰ κάνει. Ἕνα μόνιππο ποὺ δὲ θὰ θέλει νὰ τὸν παραλάβει, γιατὶ δὲ θὰ εἶναι βέβαιο γιὰ τὴν πλερωμή. Κ’ ὕστερα στὸ νοσοκομεῖο κι ἀπὸ κεῖ στὸ νεκροταφεῖο. Ὤ, τί φριχτὸ ξενύχτι μέσα στὴν κάμαρα τοῦ νεκροσκοπείου κάτω ἀπὸ τὸ ἀμφίβολο φῶς, ποὺ θὰ χύνουνε πάνω στὸ ὠχρὸ πρόσωπό του τὰ καντήλια. Θὰ περιμένουνε νά ’ρθεῖ κάποιος νὰ τονὲ ζητήσει, νὰ τὸν ἀναγνωρίσει. Καὶ δὲ θά ’ρθεῖ κάποιος νὰ τονὲ ζητήσει, νὰ τὸν ἀναγνωρίσει. Καὶ δὲ θά ’ρθεῖ κανείς. Ποιός νὰ ἐνδιαφερθεῖ γι’ αὐτόν. Οἱ λίγοι φίλοι του ποῦ νὰ μαντέψουνε ποῦ βρίσκεται. Καὶ μόνο τὸ ἀστυνομικὸ δελτίο θ’ ἀναγγείλει τὸ θάνατό του μέσα σὲ δυὸ ξερὲς γραμμὲς ποὺ κανεὶς δὲ θὰ τὶς προσέξει.

    Μακριὰ ἀκουστήκανε σάλπιγγες. Ἄνθρωποι πεταγόντανε στὰ παράθυρά τους νὰ ἰδοῦνε, ἄλλοι βγαίνανε στὶς πόρτες τῶν μαγαζιῶν. Τὸ πλῆθος ἄρχισε νὰ παίρνει θέση στὰ χείλια τῶν δυὸ πεζοδρομιῶν τοῦ δρόμου. Ἀπὸ μακριὰ ἔφτανε ὁ ἦχος ἑνὸς τραγουδιοῦ ποὺ τὸ τραγουδούσανε ὅλοι μαζί. Ἀναγνώρισε τὸ τραγούδι. Εἴτανε τὸ τραγούδι τοῦ βασιλιᾶ.

    — Ζήτωωω.

    Ἡ διαδήλωση ζύγωνε. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ στεκόντανε στὰ πεζοδρόμια, ἀρχίσανε νὰ χτυποῦνε τὰ παλαμάκια.

    — Οἱ φοιτητές, οἱ φοιτητές, φώναξε κάποιος.

    Εἴτανε οἱ φοιτητές. Περνούσανε μὲ τετράδες σὰ στρατός, μὲ βῆμα βαρύ, μὲ τὰ κεφάλια ἀψηλά, μὲ τὸ δεξὶ χέρι ποὺ ἀνεβοκατέβαινε μηχανικὰ ἀπὸ τὸ μερὶ ἕως μπροστὰ στὸ στῆθος τους σὰν κοφτερὸ μαχαίρι.

    — Κοίταξέ τους τί ὄμορφα ποὺ βαδίζουνε.

    — Σωστοὶ Γερμανοί.

    Ὁ Λείψανος ἀκούμπησε στὸν τοῖχο. Ὅλη αὐτὴ ἡ εἰκόνα περνοῦσε σὰ σὲ ὄνειρο μέσα στὸ νοῦ του. Ὅλα αὐτὰ τοῦ φαινόντανε τόσο ξένα, ἔνιωθε τὸν ἑαυτό του τόσο μακριὰ ἀπὸ ὅλους αὐτούς, ποὺ ἀποροῦσε μὲ τὸν ἐνθουσιασμό τους. Ὅπλα, ξένοι, βασιλιᾶς, λέξεις δίχως νόημα. Πῶς μπορεῖ νὰ ὑπάρχουνε ἄνθρωποι ποὺ νὰ ἐνδιαφέρονται γι’ αὐτὰ τὰ πράγματα; Ἡ ζωή. Μόνο αὐτὴ ἀξίζει, γιὰ νὰ ἐνδιαφερθεῖ κανεὶς ἀληθινά.

    — Μὰ ἐγὼ εἶμαι ἕνας ἄρρωστος. Τί ἀξία μπορεῖ νὰ ἔχει ἡ δική μου γνώμη; σκέφτηκε.

    Μπροστά του στεκότανε ἕνα κορίτσι. Θὰ εἴτανε ἕως εἰκοσιδυὸ χρονῶν, ἀψηλὸ καὶ ὄμορφο ποὺ τὸ συνόδευε μιὰ γυναίκα ἡλικιωμένη.

    — Μαμά, γιὰ κοίταξε, ὁ Μαρίνος! φώναξε δείχνοντας κάποιονε μὲ τὸ δάχτυλό της μέσα σὲ κάποια τετράδα.

    — Ἀλήθεια, αὐτὸς εἶναι. Περίεργο, ψιθύρισε κ’ ἡ γριά.

    Ἡ νέα εἶχε σηκωθεῖ στὶς μύτες τῶν παπουτσιῶν της.

    — Κύριε Μαρίνο, κύριε Μαρίνο, φώναξε.

    Ἡ γριὰ τηνὲ τράβηξε ἀπότομα ἀπὸ τὸ μανίκι.

    — Μὰ τί κάνεις; Δὲ φωνάζουμε μέσα στοὺς δρόμους. Ἔπειτα τί τὸν ἔχεις ἐσὺ τὸ Μαρίνο; Εἶναι δηλαδὴ κανένας συγγενής σου;

    — Μὰ ἀπόψε, μαμά, δὲν παρεξηγεῖ κανείς. Δὲ βλέπεις τί ἐνθουσιασμός; Ὅλοι τρελαθήκανε, ἀδερφωθήκανε.

    Ὁ Μαρίνος ποὺ εἶχε ἀκούσει τ’ ὄνομά του γύρισε τὸ κεφάλι του κατὰ τὸ πεζοδρόμιο καὶ σὰν ξεχώρισε τὰ πρόσωπα τῶν δύο γυναικῶν τοὺς χαμογέλασε καὶ τὶς χαιρέτησε στρατιωτικὰ φέρνοντας τὴν παλάμη του στὴν ἄκρη τῆς ρεπούμπλικάς του.

    Τὸ τράμι εἶχε ἀπομείνει ἀκούνητο στὴ μέση τοῦ δρόμου ποὺ τὸν ἔλουζε τὸ φῶς ποὺ χύνανε οἱ γλόμποι τοῦ ἠλεχτρικοῦ ἀπὸ ἀψηλά. Οἱ ἄνθρωποι προβάλανε τὰ κεφάλια τους ἀπὸ τὰ παράθυρα κι ὁ ὁδηγὸς μὲ τὸ πόδι του βαροῦσε ἀδιάκοπα τὴν καμπάνα στὸ ρυθμὸ τοῦ βασιλικοῦ τραγουδιοῦ.

    Σὰν πέρασε ὅλος ὁ στρατός, ὁ κόσμος ποὺ εἴτανε συγκεντρωμένος στὰ πεζοδρόμια, ἄρχισε νὰ σκορπάει, κι αὐτὸς ξανάρχισε τὸ περπάτημά του.

    Ὅλα αὐτὰ τοῦ φαινόντανε ἀπόψε τόσο ἄσκοπα, τόσο ἀκατανόητα. Αὐτὴ ἡ τρέλα ποὺ εἶχε κυριέψει ὅλον τὸν κόσμο μὲ τὸ ζήτημα τῶν ὅπλων, εἴτανε ἕνα περίεργο φαινόμενο, μιὰ ὁμαδικὴ τρέλα.

    Τάχυνε τὸ βῆμα του γιὰ νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ μεγάλο δρόμο. Ἔπρεπε κάπου ν’ ἀπομονωθεῖ, νὰ συγκεντρωθεῖ στὸν ἑαυτό του, σὲ κάποιον ἥσυχο, ἐρημικὸ δρομάκο ὅπου νὰ μὴ φτάνει ἡ βουὴ τοῦ μεγάλου δρόμου.

    Χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει ἔφτασε στοὺς Ἀέρηδες. Πέρασε ἀπὸ ἕνα στενὸ δρόμο, στρωμένο μὲ καλντιρίμι ἀπὸ τὸν καιρὸ τῶν Τούρκων, ἀνέβηκε κάτι σκαλάκια γιομάτα σκουπίδια καὶ νερὰ βρώμικα ποὺ τρέχανε ἀπὸ τὸ νεροχύτη κάποιου σπιτιοῦ, προχώρησε ἀκόμα λίγο μέσα ἀπὸ κάτι στενὰ καὶ στάθηκε ὄξω ἀπὸ ἕνα ἰσόγειο, χαμηλό, σαραβαλιασμένο σπιτάκι. Κάτω ἀπὸ τὸ σπίτι πρόβαλε ἕνα ὑπόγειο, κάμποσο βαθύ, ὅπου κατέβαινε κανένας μὲ μιὰ χτιστή, στενὴ σκάλα. Στὴν κορυφὴ τῆς σκάλας, πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο, ἔκαιγε ἕνα φαναράκι μὲ λάδι ποὺ σκορποῦσε ἕνα ἀρρωστιάρικο φῶς γύρω του.

    Ζύγωσε στὴν ἄκρη τῆς σκάλας καὶ κοίταξε κάτω, λοξά, δίχως νὰ φαίνεται.

    Ὅλοι εἶναι κάτω. Θὰ μὲ περιμένουνε, ψιθύρισε.

    Θυμήθηκε μὲ τί χαρὰ ἄλλοτε ἐρχότανε κάθε βράδι, ἅμα σκόλναγε ἀπὸ τὴ δουλειά, ν’ ἀνταμώσει τοὺς φίλους του.

    Ἀπόψε δὲν εἶχε κουράγιο νὰ κατεβεῖ αὐτὴ τὴ σκάλα, δὲν τολμοῦσε νὰ ἀτενίσει τοὺς φίλους του. Τοῦ φαινότανε πὼς θὰ διαβάζανε στὸ μέτωπό του γραμμένη τὴν καταδίκη του καὶ θὰ ντρεπότανε νὰ τοὺς κοιτάζει στὰ μάτια. Τί δουλειὰ εἶχε αὐτὸς μαζὶ μὲ τοὺς ζωντανούς.

    Τὰ μάτια του πέσανε σὲ μιὰ μικρὴ ἐπιγραφὴ ποὺ εἴτανε κάτω ἀπὸ τὸ φαναράκι. Τὸ φῶς του φώτιζε τὰ γράμματα. Διάβασε. «Καφενεῖο ὁ Κόκκινος Τράγος». Εἴτανε μιὰ μικρὴ ἐπιγραφούλα, πάνω σ’ ἕνα στενό, κοινὸ σανίδι, μὲ γράμματα μαῦρα, ἀκανόνιστα καὶ μ’ ἕναν τράγο ποὺ εἶχε κόκκινα, ἀψηλὰ κέρατα, ζουγραφισμένονε στὰ πλάγια. Αὐτὴ τὴν ἐπιγραφὴ τὴν εἶχε φτιάσει ὁ ἴδιος. Ὁ ἴδιος εἶχε βρεῖ καὶ τὸν τίτλο. Μὰ γιατί Κόκκινος Τράγος; Κι αὐτὸς ὁ ἴδιος δὲν τὸ ἤξερε. Κάποτε διαβάζοντας ἕνα ξένο διήγημα ἀπάντησε μέσα αὐτὸν τὸν τίτλο ποὺ τοῦ χτύπησε στὰ μάτια σὰν κάτι περίεργο, σὰν ἕνας τίτλος πού ’δειχνε πολεμικὴ ὁρμὴ καὶ τοῦ μιλοῦσε στὴν ψυχὴ μ’ ἕνα πνεῦμα ἐπαναστατικό. Ὁ μπάρμπα-Σταῦρος, ὁ γέρο καφετζῆς, δὲν ἔφερε καμιὰ δυσκολία. Ἀφοῦ ἐσὺ τὸ βρίσκεις ὡραῖο. Πάντοτε ὁ μπάρμπα-Σταῦρος, ὁ γέρο καφετζῆς, συνήθιζε νὰ παραδέχεται ὅ,τι κι ἂν τοῦ ’λεγε ὁ Λείψανος. Εἴτανε ὁ πιὸ παλιὸς μουστερής του, γνωριζόντανε χρόνια, τοῦ εἶχε τυφλὴ ἐμπιστοσύνη καὶ τὸν ἀγαποῦσε σὰν παιδί του.

    Τὸ μικρὸ φαναράκι ἔριχνε τὸ ἀστενιάρικο φῶς του πάνω στὴν ξύλινη ἐπιγραφούλα κ’ ἡ

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1