Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Εξωτικά
Εξωτικά
Εξωτικά
Ebook123 pages1 hour

Εξωτικά

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Ο Ιωάννης Πολέμης δημοσίευσε ποιήματα, ανθολογίες και πεζογραφήματα, ενώ ασχολήθηκε και με το θέατρο. Τοποθετείται στο πέρασμα από τον ρομαντισμό της Α ́ Αθηναϊκής Σχολής στην Νέα Αθηναϊκή Σχολή.

LanguageΕλληνικά
Release dateDec 20, 2012
ISBN9781301595488
Εξωτικά

Related to Εξωτικά

Related ebooks

Related categories

Reviews for Εξωτικά

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Εξωτικά - Ιωάννης Πολέμης

    1. Πρόλογος

    Κάποια νύκτα, μαύρη νύκτα

    στοῦ σπιτιοῦ μου τὴν αὐλὴ

    οὔρλιαζε πικρὰ κι’ ἀλύκτα

    φοβισμένο τὸ σκυλί.

    Στὸ παράθυρο προβάλλω,

    καὶ τί βλέπω; Ἐκεῖ μπροστὰ

    ξωτικὰ τὤνα μὲ τ’ ἄλλο

    χόρευαν χειροπιαστά.

    Μέσα στοὺς χοροὺς ἐκείνους

    καὶ στοῦ φόβου τοὺς πνιγμούς,

    ἄκουσα τραγούδια, θρήνους,

    φιλιά, γέλια, στεναγμούς.

    Κ’ εἶδα ὁλόχρυσες κορῶνες

    μέσ’ στὰ σκότη τὰ βαθειά,

    καὶ χρυσοπλεγμένες ζῶνες

    κι’ ἀργυρόδετα σπαθιά.

    Κι’ ὅταν κἄποτε ἡ σελήνη

    μὲ χαμόγελα χλωμὰ

    ἐδοκίμαζε νὰ λύνῃ

    τῆς μαυρίλας τὰ δεσμά,

    ἔβλεπα καμαρωμένες

    ρήγισσες μέσ’ στὸ χορό,

    γλυκοθώρητες παρθένες

    κι’ ὠμορφιὲς ἕνα σωρό.

    Κι’ ὁ χορὸς κρατοῦσε ἀκόμα —

    Παλληκάρια, λιγερὲς

    τραγουδοῦσαν μ’ ἕνα στόμα

    πόθους, λῦπες καὶ χαρές.

    Τἄλεγαν μὲ τόσο πόνο

    τὰ τραγούδια τὰ γλυκά,

    ποῦ ἀντιγράφοντάς τα μόνο

    ἔγραψα τὰ Ἐξωτικά.

    2. Ἐξομολόγηση

    — Παπᾶ, μιὰ κόρη ἀγάπησα

    καὶ μ’ ἀγαποῦσε σὰν τρελλή·

    μιὰ μέρα τὴν ἀγκάλιασα,

    πῆρα τὸ πρῶτό της φιλί.

    Παπᾶ, τί συλλογᾶσαι;

    — Ἂν τὴν ἀγάπησες πολύ,

    συχωρεμένος νἆσαι.

    — Μιὰ μέρα ἐκείνη ἐρρίχτηκε

    στὴν ἀγκαλιά μου ντροπαλὴ

    κι’ ἁμάρτησα κι’ ἁμάρτησε,

    ὄχι μονάχα μὲ φιλί.

    Παπᾶ, τί συλλογᾶσαι;

    — Ἂν τὴν ἀγάπησες πολύ,

    συχωρεμένος νἆσαι.

    — Μιὰ μέρα τὴν παράτησα

    τὴν ὤμορφην ἁμαρτωλὴ

    καὶ δὲν τῆς ξαναζήτησα

    μήτ’ ἀγκαλιὰ μήτε φιλί.

    Παπᾶ, τί συλλογᾶσαι;

    — Δὲν τὴν ἀγάπησες πολύ,

    καταραμένος νἆσαι.

    3. Ἔτσ’ εἶν’ ὁ κόσμος

    Ἡ μάννα ἀπάντεχο, πικρὸ τὸ μήνυμα μαθαίνει:

    ὁ γυιός της ὁ μονάκριβος στὴν ξενητειὰ πεθαίνει.

    Κινᾷ, θαλασσοδέρνεται, παίρνει βουνὰ καὶ δάση

    καὶ πάει μιὰν ὥρα ἀρχίτερα γιὰ νὰ τόνε προφτάσῃ.

    — Μάννα μου, καλῶς ὥρισες στὴν ἀρρωστιά μου ἀπάνω!

    Ἡ ἀρρώστια σ’ εἶδε κ’ ἔφυγε καὶ μ’ ἄφησε νὰ γιάνω.

    Μὴ φύγῃς πειά, μαννοῦλά μου, κοντὰ ἀπ’ τὸ προσκεφάλι

    νὰ μὴν τὸ μάθῃ ἡ δολερὴ κ’ ἔρθῃ καὶ μ’ εὕρῃ πάλι.

    — Σ’ ἀφίνω, γυιέ μου, τὴν εὐχὴ γιὰ φυλαχτὸ ἁγιασμένο,

    κ’ ἐγώ, δόλια γερόντισσα, στὸν τόπο μου πηγαίνω.

    Ἡ μάννα μήνυμα γλυκὸ μαθαίνει μὲ καμάρι:

    ὁ γυιός της θὲ νὰ παντρευτῇ, νύφη μὲ βιὸς θὰ πάρῃ.

    Κινᾷ, θαλασσοδέρνεται, παίρνει βουνὰ καὶ δάση

    νὰ πάῃ μιὰν ὥρα ἀρχίτερα στὸ γάμο νὰ προφτάσῃ.

    — Τ’ ἤθελες, μάννα μου, νἀρθῇς, στὸ γάμο μου νὰ λάχῃς;

    ἡ νύφη δὲ σ’ ὀρέγεται, παραξενιὲς θὲ νἄχῃς.

    Σῦρε νὰ πᾶς, μὴν καρτερεῖς, γιατὶ θυμώνει ἐκείνη

    καὶ παίρνει τὴν ἀγάπη της καὶ φεύγει καὶ μ’ ἀφίνει.

    — Σ’ ἀφίνω γυιέ μου, τὴν εὐχὴ γιὰ φυλαχτὸ ἁγιασμένο,

    κ’ ἐγώ, δόλια γερόντισσα, στὸν τόπο μου πηγαίνω.

    4. Ὁ θάνατος τοῦ θεριστοῦ (Fr. Mistral)

    «Συνάζετε, μαζεύετε τὰ στάχυα σας θερίστρες,

    καὶ μένα μὴ μὲ νοιάζεστε, μὴ μὲ κυττᾶτ’ ἐμένα!

    Στ’ ἀγέρι τοῦ καλοκαιριοῦ τὸ στάρι ξεφλουδίζει·

    μὴν τὸ σκορπᾶτε σ’ τὰ πουλιὰ μηδὲ καὶ σ’ τὰ μερμήγκια

    τὸ στάρι ποὔδωκε ὁ Θεός, τὸ βλογημένο στάρι».

    Κι’ ὁ γέρω θεριστής, χλωμὸς καὶ βουτημένος σ’ τὸ αἷμα,

    σ’ ἕνα σφιχτὸ χειρόβολο σύγκορμος εἶχε γείρει,

    κι’ ἁπλώνοντας τὸ ὁλόγυμνο κι’ ἡλιοκαμένο χέρι

    ἔτσι μιλοῦσε κ’ ἔλεγε σ’ ὅλες τὶς ἐργατῖνες.

    Κι’ ὁλόγυρά του ἀραδιαστοί, κρατῶντας τὰ δρεπάνια,

    μὲ κλάματα τὸν ἄκουγαν οἱ θεριστάδες οἱ ἄλλοι.

    Μὰ κ’ οἱ γυναῖκες, μὰ κ’ οἱ νειὲς κ’ οἱ σταχολόγοι ἀκόμα

    καὶ τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὴν ποδιὰ τῆς μάννας των πιασμένα

    θρηνολογοῦσαν, δυνατὰ τὰ στήθη των χτυπῶντας.

    Γιατὶ ἀπὸ δῶ καὶ μιὰ στιγμή, μέσ’ σ’ τῆς δουλειᾶς τὴ βράσι

    σ’ τὴ βιάσι καὶ σ’ τὸ σπρώξιμο καὶ σ’ τὴ λαχτάρ’ ἀπάνω

    π’ ἄναβε καὶ παράφερνε τοὺς θεριστάδες ὅλους,

    ἄχ! μ’ αἷμα τοῦ ἀρχιθεριστῆ ἐβάφηκε τὸ θέρος.

    Ἐπηγαινόρχονταν γοργὰ τὰ κοφτερὰ δρεπάνια

    κι ὁ γέροντας ἀνάμεσα τοὺς ἄντρες ὡδηγοῦσε.

    Ἡ κάψα τοῦ ἥλιου ἡ φλογερὴ ἔκανεν ὁλοένα

    νὰ βράζῃ μέσ’ σ’ τὶς φλέβες των καὶ νὰ κοχλάζῃ τὸ αἷμα,

    κ’ ἕνα μὲ τ’ ἄλλο τρίζοντας σ’ τοῦ δρεπανιοῦ τὴν κόψι

    ἔπεφταν κ’ ἐξαπλώνονταν σωρὸ-σωρὸ τὰ στάχυα.

    Ἕνας σ’ τὸν ἄλλονε μπροστὰ

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1