Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Τάσω και άλλα διηγήματα
Τάσω και άλλα διηγήματα
Τάσω και άλλα διηγήματα
Ebook110 pages1 hour

Τάσω και άλλα διηγήματα

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Στο "Τάσω" ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος ακολουθεί την τεχνοτροπία της ρεαλιστικής ηθογραφίας. Στην ουσία πρόκειται για μια ιστορία αγάπης, μεταξύ ενός γιατρού και της κόρης μίας παραδουλεύτρας της οικογένειάς του.

LanguageΕλληνικά
Release dateDec 23, 2012
ISBN9781301870073
Τάσω και άλλα διηγήματα

Related to Τάσω και άλλα διηγήματα

Related ebooks

Reviews for Τάσω και άλλα διηγήματα

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Τάσω και άλλα διηγήματα - Κωσταντίνος Χατζόπουλος

    1. ΤΑΣΩ

    Ἀφιερωμένο τοῦ Ψυχάρη

    ΣΕ μιά βουνίσια λαγκαδιά εἴχαμε μαζευτῆ ἕνα καλοκαίρι μιά μικρή συντροφιά. Ἦταν ἐκεῖ κάποια λουτρά κ’ ἕνας φίλος μου, πού ἦρθε νά γιατρέψη τούς ρεματισμούς του, μ’ ἔσυρε κι ἐμέ μαζί του. Ὄξω ἀπό τούς χωριάτες, πού εἴχανε στήσει στήν πλαγιά τίς πρόχειρες καλύβες τους ἀπό ἐλατόκλαδα, βρήκαμε κι ἄλλους πεντέξι τῆς δικῆς μας τάξης. Πᾶνε πολλά χρόνια ἀπό τότε καί μοῦ μείνανε καθαρά στό νοῦ μόνο τρεῖς ἀπ’ αὐτοῦς. Ἕνας ἔμπορος ἀπό κάποια μικρή πόλη ἐκεῖ κοντά, ἕνας γιατρός ἀπό μιάν ἄλλη κάτω στόν κάμπο κ’ ἕνας απόστρατος σπαθοφόρος. Κ’ οἱ τρεῖς ἤτανε πενηντάρηδες κι ἀπάνω. Ὁ ἔμπορος πάντα λιγόλογος καί μαζεμένος, οἱ ἄλλοι δυό λογάδες κι ἀνοιχτόκαρδοι. Ὁ ἔμπορος, θυμοῦμαι, ἔπαιζε πάντα μέ τή χοντρή χρυσή ἁλυσίδα τοῦ ρολογιοῦ του, ἤ μπλέκοντας τά χέρια του ἔφερνε γύρους ἀδιάκοπους, ἀτέλειωτους μέ τά δυό μεγάλα δάκτυλα, σέ βαθμό πού πείραζε τά νεῦρα τοῦ ἀπόστρατου σπαθοφόρου, κι ἄρχιζε καί κεῖνος καί φυσοῦσε τά ρουθούνια ζαρώνοντας μουστάκια καί μάγουλα. Ὁ γιατρός δέν φαινότανε πώς εἶχε διόλου νεῦρα. Ὅλοι μας εἴχαμε καθένας τήν καλύβα του, μά γιά περσότερη εὐκολία –μιά καί πιάσαμε γνωριμιά, ὅπως γίνεται ὅταν βρίσκουνται στήν ἐρημιά κάμποσοι ἀνθρῶποι μαζεμένοι– μᾶς μαγέρευε ὁ ὑπηρέτης τοῦ γιατροῦ καί τρώγαμε ὅλοι μαζί κάτω ἀπό ἕναν πλάτανο. Τό μέρος ὄμορφο δέν ἦταν· πληχτική ξεραΐλα μόνο, στενός οὐρανός ἀποπάνω καί δυνατό λιοπύρι γύρω στά στουρνάρια. Τίς πρωινές πηγαίναμε κυνήγι στά ριζά ὁλοτρόγυρα μέ τό γιατρό καί μέ τό φίλο μου. Ὁ ἀπόστρατος μᾶς ἔδινε μονάχα τό σκυλί του. Ὁ πόνος στό γοφό δέν τόν ἄφηνε τόν ἴδιο νἄρχεται μαζί μας. Ἔπειτα τό ρίχναμε ὁλημέρα στά χαρτιά, ὅσο φωτοῦσε τοῦ θεοῦ τό φῶς. Σάν κουραζόμαστε κατά τό βράδυ, ξαπλωμένοι στά κλαδιά καί μισονυσταγμένοι ἀκούγαμε τό γιατρό μέ πιό πολλή εὐχαρίστηση. Οἱ περσότερες γυρίζανε γύρω στήν πολιτική ζωή τοῦ τόπου του. Ἤτανε φανατικός μέ τό Κορδόνι καί τό εἶχε δουλέψει σά βουλευτής κάμποσα χρόνια. Συχνά ὅμως ἄλλαζε τό θέμα. Μᾶς ἔλεγε γιά τή ζωή του στήν πρωτεύουσα, μᾶς ἱστοροῦσε γιατρικά ἀνέκδοτα ἀπό τό χωριό. Τοῦ ἄρεσε νά μιλῆ, ν’ ἀκούη τή φωνή του νά ἠχῆ στή βραδινή σιγαλιά τῆς λαγκαδιᾶς. Μιά ἀπό τίς ἱστορίες τοῦ γιατροῦ εἶναι κ’ ἡ παρακάτω. Μᾶς τήν εἶπε μιά βραδιά πού ἡ κουβέντα γύρισε στίς γυναῖκες καί στήν ἀγάπη, κι ἀφοῦ εἶχε ἀδειάσει κάμποσα ποτήρια κρασί. Μᾶς εἶχαν φέρει ἐκείνη τήν ἡμέρα φρέσκο ἀπό τό χωριό.

    Η ΧΗΡΑ Γαλάναινα –ἔτσι ἄρχισε ὁ γιατρός– ἤτανε τό δεξί χέρι τῆς μάννας μου, καθώς τό λένε. Ὅταν ἡ ψυχοπαίδα παράτρωγε κορόμηλα ἤ ἀπαροσίτια καί θερμαινότανε –κι αὐτό γινότανε πολύ συχνά– ἤ ὅταν περισσεύανε οἱ δουλειές στό σπίτι, ἡ μάννα μου δέν εἶχε παρά νἄβγη στό παράθυρο καί νά φωνάξη τή Γαλάναινα πού καθόταν ἀντίκρυ, σ’ ἕνα χαμόσπιτο μέ μιά ψηλή συκιά μπροστά στήν πόρτα του καί μιάν αὐλή πάντα βρώμικη καί λασπωμένη ἀπό τίς σαπουνάδες. Τό ξενόπλυμα ἦταν ἡ καθαυτό δουλειά τῆς Γαλάναινας, πού κοντά στό δικό της εἶχε νά χορταίνη ἄλλα τρία στόματα: δυό παιδιῶν καί τῆς πεθερᾶς της, τυφλῆς γερόντισσας πού περνοῦσε τά στερνά παραπανιστά χρόνια της καθισμένη στήν αὐλόπορτα καί γκρινιάζοντας μέ τή νύφη της. Ἡ Γαλάναινα, μέ τίς συχνές δουλειές πού ἔκανε στό σπίτι μας, εἶχε γίνει πιά δική μας. Ἦταν ἥσυχη, πρόσχαρη γυναίκα, καλοΐσκιωτη, καί γλυκόλογη. Σέ μᾶς τά παιδιά περσότερο. Συχνά ἐκεῖ πού λανάριζε τά μαλλιά ἔξω στή λότζα, μᾶς μάζευε γύρω της καί μᾶς ἔλεγε παραμύθια καί συχνότερα ἀκόμα μᾶς γλίτωνε ἀπό τό λουρί τοῦ πατέρα μπαίνοντας στή μέση, ἤ γιά πιό ἀσφάλεια, κρύβοντάς μας πίσω ἀπό τό φουστάνι της.

    Ἔτσι τήν εἴχαμε ὅλοι σέ καλό μάτι τή Γαλάναινα. Μόνο ἡ μάννα μου, αὐτή πού τή φώναζε, δέ φαινότανε νά τή βλέπη μέ πολλή εὐχαρίστηση στό σπίτι. Μιά ἀφορμή κι αὐτό γιά νά μαλώνη μέ τή γιαγιά, τή δική της μάννα.

    «Δέν τήν θέλω· με κρύα καρδιά τήν μπάζω σπίτι μου», τήν ἀκούγαμε νά τῆς λέη πολλές φορές.

    «Μά τί σοῦ κάνει, τί σοῦ φταίει ἡ δόλια;» τῆς ἀπαντοῦσε ἡ γιαγιά. «Αὐτή καλά στάθηκε καί κορίτσι πού ἦταν, καί μέ τόν ἄντρα της, καί τώρα πού ἀπόμεινε χήρα».

    «Ἄν ἤτανε καλή, δέν ἔμπαινε σέ τέτοια πεθερά», φώναζε θυμωμένα ἡ μάννα μου.

    Περσότερο δέν προσέχαμε μεῖς τά παιδιά, ὡστόσο εἴχαμε μάθει πιά νά βλέπουμε μέ φόβο τή γριά Ἀγγελίνα, πού πασπατεύοντας μέ τό ραβδί της ἔβγαινε καί θρονιαζόταν ὁλημέρα ὄξω στό κατώφλι τῆς αὐλόπορτάς της μουρμουρίζοντας ἀδιάκοπα. Πολλές φορές ρωτήσαμε τή γιαγιά γιατί ἡ μάνα μας δέν ἤθελε νά δῆ στά μάτια τή γριά Ἀγγελίνα, μά πάντα παίρναμε τήν ἴδια ἀπάντηση: «Ἤτανε κακός ἄνθρωπος στά νιάτα της, παιδί μου». Πιότερα δέ μᾶς ἔλεγε ἡ γιαγιά, μά αὐτό ἔφτανε γιά νά τρομάζουμε τήν πόρτα τῆς γριά Ἀγγελίνας καί νά τή φανταζόμαστε σάν κακή στρίγγλα σταλμένη ἀπό τό διάβολο νά παιδεύη τή Γαλάναινα. Μᾶς εἶχε πεῖ τόσα παρόμοια παραμύθια ἡ ἴδια ἡ Γαλάναινα.

    Καθώς φαινόταν ὅμως, δέν ἦταν αὐτός ὁ λόγος πού ἡ μάννα μου δέν ἔβλεπε μέ καλό μάτι τή Γαλάναινα. Δέ θά τόν μαθαίναμε, ἄν ὁ πατέρας δέν ἤτανε στά δικαστήρια γιά ἕνα πηγάδι ἀνταμικό μέ τή γειτόνισσα καί συμπεθέρα του, τή Γεροντάκαινα, κι ἄν ἡ Γεροντάκαινα δέν ἔβγαινε καί φώναζε πολλά ὄξω ἀπό την αὐλή μας, ἅμα ἡ ψυχοπαίδα μας ἐκεῖ πού ἔπλενε πλάι στό πηγάδι ἔχυνε τά νερά στή δική της τήν αὐλή. Ἕνα ἀπό τά πολλά πού ἔλεγε ἦταν πώς τάχα ἡ ψυχοπαίδα πού εἴχαμε πρωτύτερα δέν ξαναγύρισε ἀπό καλό της στό χωριό, ὅθε τήν ἔφερε ὁ πατέρας. Περσότερα δέ νιώθαμε μεῖς τά παιδιά, ὅπως δέ νιώσαμε περσότερα καί μιά μέρα πού ἦταν ἡ Γαλάναινα ἐκείνη ποὔχισε τά νερά στήν ξένη αὐλή κ’ ἡ Γεροντάκαινα, πού βγῆκε καί τῆς ἀναποδογύρισε τή σκάφη, τῆς εἶπε κοντά σέ ἄλλες βρισιές:

    «Μπαινόβγαινε αὐτοῦ μέσα κ’ ἔνια σου· θά σέ συγυρίση καλά καί σένανε ὁ μουστακαλής».

    Μουστακαλή ἐννοοῦσε τόν πατέρα μου. Ἡ Γαλάναινα ἄφησε στή μέση τό πλύσιμο κ’ ἔφυγε. Ἡ μάννα μου τἄβαλε μέ τόν πατέρα σά γύρισε τό μεσημέρι σπίτι «Εἶσαι μουρντάρης», ἀκούσαμε πού τοῦ εἶπε ἐκεῖ πού παραμονεύαμε πίσω ἀπό τήν πόρτα τῆς κάμαρας πού μαλώνανε.

    Ὁ λόγος μᾶς φάνηκε παράξενος. Μουρντάρης ὁ πατέρας πού δέν ἄφηνε νά κάτση μύγα στή φουστανέλα του! Μά ὁ μικρότερος ἀδερφός μου, ὁ κακομοίρης ὁ Γιαννούλης, πιό ξυπνός ἀπ’ ὅλους μας, μᾶς ἐξήγησε πώς μουρντάρης δέν εἶναι μόνο ἐκεῖνος πού εἶναι λερός στή φορεσιά του, μά καί κεῖνος πού πηράζει τά ξένα πράματα.

    «Ἔ καί πειράζει ὁ πατέρας τά ξένα πράματα;» τόν ρώτησα.

    «Ξένη δέν εἶναι ἡ Γαλάναινα;» εἶπε ὁ Γιαννούλης. Καί μᾶς διηγήθηκε σιγαλά πώς μιά μέρα, πού ἡ Γαλάναινα σφουγγάριζε τή σκάλα εἶδε τον πατέρα πού ἅπλωνε τό χέρι του στήν τραχηλιά της καί κείνη τοὔδωσε μιά σπρωχτιά. «Θά τό πῶ τῆς μάννας», εἶπε, «ἄν καμιά μέρα τοῦ γυρέψω πεντάρα καί δέ μοῦ τή δώση».

    Ἄν τό εἶπε ἀληθινά τῆς μάννας ὁ Γιαννούλης, δέν τό θυμοῦμαι. Θυμοῦμαι μόνο πώς μιά μέρα ἐκεῖ πού παίζαμε στόν κῆπο τοῦ σπιτιοῦ μας μέ τήν Τάσω, τή μικρή θυγατέρα τῆς Γαλάναινας, καί γώ κι ὁ Γιαννούλης, πολεμούσαμε νά βγάλουμε ἀπό τή τραχηλιά της ἕναν τζίτζικα, πού τόν εἶχε κρύψει ἐκεῖ γιά νά μήν τῆς τό πάρουμε – ὁ πατέρας μᾶς θέρισε τά μεριά μέ τό λουρί.

    Ὁ κῆπος μέ τή μουριά, πού στόν ἴσκιο της ροκάνιζε ἀδιάκοπα τήν καλαμποκιά του ὁ ψαρής τοῦ πατέρα ἤτανε τό μέρος πού παίζαμε τά μεσημέρια τοῦ καλοκαιριοῦ ἐμεῖς τ’ ἀδέρφια, ἡ Τάσω κι ὁ ἀδερφός της ὁ Γιωργίκος, ἕνα ἄχαρο, κουτό παιδί πού ἐρχότανε μαζί μας μόνο γιά νά τόν τσιμποῦν οἱ σφῆκες στά μάγουλα,

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1