Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Εις Aθηναίος χρυσοθήρας και άλλα διηγήματα
Εις Aθηναίος χρυσοθήρας και άλλα διηγήματα
Εις Aθηναίος χρυσοθήρας και άλλα διηγήματα
Ebook110 pages1 hour

Εις Aθηναίος χρυσοθήρας και άλλα διηγήματα

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Ο Μιχαήλ Μητσάκης περιγράφει έναν τύπο των Αθηνών, τον Μεγγλίδη, που έχει την ισχυρή πεποίθηση ότι το κτήμα του στον Ορωπό έχει κοιτάσματα χρυσού. Πρόκειται για ένα κατάλοιπο των "Λαυριακών".

LanguageΕλληνικά
Release dateJan 3, 2013
ISBN9781301326426
Εις Aθηναίος χρυσοθήρας και άλλα διηγήματα

Related to Εις Aθηναίος χρυσοθήρας και άλλα διηγήματα

Related ebooks

Reviews for Εις Aθηναίος χρυσοθήρας και άλλα διηγήματα

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Εις Aθηναίος χρυσοθήρας και άλλα διηγήματα - Μιχαήλ Μητσάκης

    1. ΕΙΣ ΑΘΗΝΑΙΟΣ ΧΡΥΣΟΘΗΡΑΣ

    Μίαν ἡμέραν τοῦ παρελθόντος ἔτους διέβαινα ἀπὸ τὸ Ψυρρῆ. Εἰς τὴν καμπὴν τοῦ δρόμου τὸν ὁποῖον ἐπερνοῦσα εἶνε ἕνα μπακάλικον. Ἔξωθεν τῆς θύρας αὐτοῦ ἦσαν βαλμένα δύο σκαμνιά, ἐπ’ αὐτῶν δέ ἐνθρονισμένοι δύο ἄνθρωποι, κ’ ἐν τῷ μέσῳ τρίτον, ἐφ’ οὗ ζεῦγος ποτηρίων, πλήρων ρετσινάτου. Οἱ ἄνθρωποι πρέπει νά εὑρίσκοντο ἐκεῖ πρὸ ἱκανῆς ὥρας, καὶ αἱ σπονδαὶ τοῦ ἀφρόεντος ποτοῦ νὰ μὴν ἦσαν αἱ πρῶται, διότι κατὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἀκριβῶς, ὁ ὑπηρέτης ὁ κομίσας τὰ δύο πλήρη εἰσήρχετο εἰς τὸ μαγαζί, συναποφέρων ἐκ τοῦ καθίσματος δύο ἕτερα κενά. Ὁ εἷς τῶν καθημένων ἦτο φίλος μου καὶ τὸν ἀνεγνώρισα· ἐπειδὴ δὲ ἐβιαζόμην, ἡ πρώτη σκέψις μου ὑπῆρξε νὰ διολισθήσω εἰ δυνατόν, ὑπεκφεύγων τὴν συνάντησιν. Ἀλλ’ ὁ φίλος μὲ εἶχε διακρίνῃ ἤδη καὶ αὐτός, καὶ καλῶν μὲ ὀνομαστί, γεγωνυίᾳ τῇ φωνῇ·

    — Αἴ, καὶ γιὰ ποῦ, νἄχουμε καλὸ ρώτημα, κὺρ Δημητράκη; ἐκραύγασεν εὐθύμως. Δὲ μᾶς λὲς καὶ καμμιὰ καλησπέρα τοὐλάχιστον;...

    — Μπᾶ! Τί γίνεσαι, Παναγιώτη;... ἀπεκρίθην ἐγὼ πλησιάζων, προσποιούμενος ὅτι τότε μόνον τὸν ἔβλεπα.

    — Ἀμ’ πῶς ἦταν κι’ αὐτὸ καὶ μᾶς ξέπεσες κατὰ τὸ Ψυρρῆ; ἐπανέλαβεν ὁ Παναγιώτης. Ἔλα νὰ σοῦ δώσουμ’ ἕνα κρασί... Κάθησε!

    — Κἄτι δουλειὰ εἶχα δῶθε κάτου κ’ ἔτυχε νὰ περάσω, ἀπήντησα, ὡς μὴ προσέχων εἰς τὴν πρόσκλησιν νὰ καθήσω, εἰς κάθισμα ἄλλως μὴ ὑπάρχον.

    — Καλὰ λοιπὸν ποῦ ἔτυχε νὰ μᾶς βρῇς κῃόλα... Κάθησε λοιπόν!...

    Παρατηρῶν δὲ καὶ ὁ ἴδιος τὴν ἔλλειψιν κενοῦ καθίσματος καὶ στρεφόμενος πρὸς τὴν θύραν τοῦ μαγαζιοῦ.

    — Γιώργη, ἐφώναξε, φέρε ἄλλον – ἕνα σκαμνί!

    — Ἆ, ὄχι, ὄχι, διεμαρτυρήθην ἐγώ, ἄφησε, θὰ τραβήξω, ἔχω δουλειά!

    — Τί δουλειά, ἀδελφέ, δὲ βαρειέσαι! ἀνταπήντησεν ἐκεῖνος, καὶ ἐν τῷ μεταξὺ ἐπεφάνη καὶ ὁ Γιώργης, φέρων τὸ σκαμνί, ὅπερ καὶ ἔθεσεν ὀπίσω μου, σχεδὸν ὑποκάτω τῶν σκελῶν μου.

    Οὕτως, ἠναγκάσθην ἑκὼν ἄκων νὰ καθήσω, ἐπικουρικὸν δὲ ποτήριον, πλῆρες ἐπίσης ρετσινάτου, ἐναπετέθη αὐτομάτως ὡς εἰπεῖν, χωρὶς νὰ διατάξῃ τις, ἐπὶ τοῦ ἐν τῷ μέσῳ σκαμνίου, τοῦ ὑποβαστάζοντος τ’ ἄλλα δύο, ὡς ἀπαραίτητον συμπλήρωμα, πρὸς ἀποτέλεσιν τριάδος, ἀφοῦ τρεῖς ἦσαν πλέον οἱ συμπαρακαθήμενοι.

    — Νὰ σοῦ συστήσω καὶ τὸν κύριον Μεγγλίδην, προσέθηκεν ὑποδεικνύων τὸν σύντροφον αὐτοῦ ὁ φίλος μου. Ὁ κύριος Μεγγλίδης, γεωμέτρης... Ὁ κύριος Γεωργιάδης...

    — Χαίρω πολύ, εἶπον ἐγώ, κατὰ τὴν συνήθη μωρὰν φρασεολογίαν τῶν συστάσεων, ὑψόνων τὴν χεῖρα πρὸς τὸ καπέλλον μου.

    Ἀλλ’ ὁ ἐπικληθεὶς Μεγγλίδης, χωρὶς νὰ δείξῃ ὅτι προσέχει τὸ παράπαν εἰς αὐτά.

    — Γεωργιάδης;..., ὑπέλαβεν ἀμέσως, μεγαλοφώνως, ἐρωτηματικῶς. Γεωργιάδης;... Τίνος Γεωργιάδου;... Τοῦ ἀγωνιστοῦ;...

    — Μάλιστα, ἀπήντησα, μετριοφρόνως κἄπως, μὴ γνωρίζων τί ἐσήμαιναν αἱ ἀλλεπάλληλοι αὗται ἐρωτήσεις.

    — Τοῦ ἀγωνιστοῦ;..., ἐπανέλαβεν ἐκεῖνος ἐπιμένων. Τοῦ ἀγωνιστοῦ;... Ἀπὸ τὴν Τρίπολιν;... τοῦ Γεωργιάδου;...

    — Μάλιστα, ἀπὸ τὴν Τρίπολιν, ἐπανέλαβα ἐγώ, σχεδὸν ἠλιθίως, μὴ δυνάμενος νὰ ἐξηγήσω τὴν τοιαύτην ἐπιμονήν, καὶ δυσφορῶν ὀλίγον διὰ τὰς ἐρωτήσεις τοῦ ἀνδρός.

    — Τί λὲς ἀδερφέ!!..., ἀνεκραύγασε τότε ἐν ἐκρήξει οἰκειότητος καὶ γηθοσύνης ὁ Μεγγλίδης. Ἀμ’ ἐγὼ μωρὲ ἀναστήθηκα μέσ’ στὸ σπῆτι σας!... Ἐμένα μ’ ἔχει κουνήσῃ στὰ γόνατά της ἡ μητέρα σου!... Ἀμ’ ἐγὼ τὸ Γεωργιάδη γνώρισα πρῶτα στὸν κόσμο κ’ ἔπειτα τὸν πατέρα μου!... Ἀμ’ ἐμένα αὐτοὶ μ’ ἐκαμανε ἄνθρωπο!...

    — Μά... πῶ... εἶσθε ἀπὸ τὴν Τρίπολιν καὶ σεῖς;... τὸν διέκοψα συνεσταλμένως καὶ λίαν βαθέως ἀπορῶν.

    — Ἀμ’ ἀπὸ ποῦ εἶμαι λοιπόν;..., ἀπήντησεν ἀποτόμως ὁ Μεγγλίδης. Βρὲ τὸ Γεωργιάδη θὰ μοῦ πῇς σὺ ἐμένα;... Μωρ’ ἐγὼ ἔχω φάῃ ψωμὶ κι’ ἁλάτι μαζί τους!... Μωρὲ ἐμᾶς ὁ παππούλης σου ὁ γέρω-Ἀρχηγὸς μᾶς εἶχε πάππων πρὸς πάππων γονέων πρὸς γονέων μέσα στὸ σπῆτι του!... Μαρ’ ἐγὼ εἶμαι περισσότερο ἀπὸ σένα παιδί του!... Βρὲ ξέρεις ποιὸς μ’ ἔχει βαφτίσῃ ἐμένα;...

    — Ἀμ’ ποῦ νὰ ξέρω;..., περιωρίσθην ν’ ἀποκριθῶ ἀκόμη ἠλιθιώτερον πλέον ἐγώ, θεωρῶν ὅλων μάταιον νὰ ἐπιχειρήσω κἂν ν’ ἀνακόψω ἄλλως τὸν χείμαρρον τῶν ἀκατασχέτων ἐπιφωνημάτων τοῦ τιτλοφορηθέντος γεωμέτρου.

    — Ἡ κυροῦλα σου ἡ καπετάνισσα μ’ ἐβάφτισε!..., ἀνεβόησεν ἐπὶ μᾶλλον καὶ μᾶλλον ἐν ἐξάψει. Μάλιστα, κύριε!... Μὰ ποῦ νὰν τὰ ξέρῃς σὺ αὐτά!..., προσέθηκε κατευναζόμενος βαθμηδὸν καὶ ἀρχίζων κἄπως καὶ νὰ λογικεύεται. Σὺ ἤσουν ἀγέννητος ἀκόμη... Ἐγὼ σὲ θυμᾶμαι ὅταν παντρεύτηκε ἡ Κατίγκω, — ἀλήθεια, τί γίνεται ἡ Κατίγκω;...

    — Καλά, καλά...

    — Ποῦ βρίσκεται τώρα;...

    — Στὸ Ναύπλιον.

    — Τὴν καϋμένη!... Τὰ παιδιά της... καλά;... Πόσα ἔχει τόρα;...

    — Ἕξη.

    — Αἴ, ὅταν παντρεύτηκε ἡ Κατίγκω, σὲ θυμᾶμαι τόσο δά, ἤσουνα δὲν ἤσουνα δυὸ χρονῶν, κ’ ἐχωνόσουνα ἀποκάτω ἀπ’ τὰ φουστάνια της, κ’ ἔκανες μπέέέ!... μπέέέ!...

    Τὸ ἐπ’ ἐμοί, δὲν ἠμπορῶ μὲν νὰ βεβαιώσω ἀκριβῶς ἂν ὑπῆρξε ποτὲ ἐποχὴ καθ’ ἧν προσεπάθουν ν’ ἀπομιμηθῶ τὰ ἀρτιγενῆ πρόβατα, δύναμαι ὅμως ἀνενδοιάστως νὰ διακηρύξω ὅτι ὁ κύριος Μεγγλίδης μοῦ ἐφάνη ἀρκετὰ περίεργος ἄνθρωπος. Πρῶτον, τὸ ἐξωτερικόν του αὐτό, δὲν ἦτο βεβαίως ὅλως ἄμοιρον ἐνδιαφέροντος. Εὔσωμος, σχεδὸν παχύς, εὐρύνωτος, μετὰ δυσκολίας συνεῖχεν ἑαυτὸν ἐπὶ τοῦ σκαμνίου του, ἀφ’ οὗ μέγα μέρος τοῦ ἀτόμου του ἐξεχείλιζε. Τὸ πρόσωπόν του ἦτο πλατὺ καὶ ξυρισμένον, τὰ δὲ λεπτὰ κατ’ ἀντίθεσιν χείλη του ἐπέστεφον μύστακες ἐπίσης λεπτοί, ὧν τὰς ἄκρας εἶχε στριμμένας ἐπιμελῶς, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον λαμβανομένου ὑπ’ ὄψιν ὅτι οἱ περὶ ὧν ὁ λόγος μύστακές του δὲν ἦσαν τοιοῦτοι ὥστε νὰ στρίβωνται, ὅλως δ’ ἄλλως τε δυσανάλογοι καὶ πρὸς τὴν εὐρύτητα τῆς ἀστειοτάτης αὐθαδείας. Ἡ μύτη του ἦτο μεγάλη, ἐπιμήκης, ἐν δυσαρμονίᾳ ἐπίσης πρὸς τὸ λοιπὸν πρόσωπον, καὶ ἰδίως πρὸς τοὺς μικροτάτους ὀφθαλμούς του, οἵτινες ἀνεπήδων ἑκατέρωθεν τῆς ρίζης αὐτῆς, ἀδιαλείπτως κινούμενοι, ζωηρότατοι καὶ στίλβοντες. Ὁμιλῶν συνείθιζε νὰ ἡμικλείῃ σχεδὸν πάντοτε ταχύτατα τὸν ἀριστερόν, ἐπειδὴ δὲ καὶ ἐμειδία ἀδιακόπως, μακρὰ πτυχὴ σχηματιζομένη ἐπὶ τῆς ἀριστερᾶς ὁμοίως κυρίως παρειᾶς του παρεῖχεν αὐτῷ, συνδυαζομένη πρὸς τὸ πανοῦργον ἰλλώπισμα τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὄψιν τινά, εἰρωνικὴν μὲν φαίνεται κατὰ τὴν ἰδέαν του, κωμικωτάτην ὅμως πράγματι ἀκουσίως του. Ἐν τούτοις τὸ βλέμμα του δὲν ἐστερεῖτο νοημοσύνης, ἐφαίνετο ὅμως ἀριδήλως ὅτι συχνὰ θὰ ἐκάλυπτεν αὐτὸν ἡ μέθη, ἂν δὲ κανεὶς ἐπρόσεχεν ὀλίγον περισσότερον θὰ διέκρινεν ἴσως πρὸς τὸ βάθος του καὶ ὡς φευγούσας σκιὰς ἀορίστου τινὸς ρέμβης. Ἐνδυμασίαν ἐφόρει ὁμοιόμορφον, ἐξ ἐγχωρίου ὑφάσματος, φαιάν, μὲ μελανὰ τετραγωνίδια διαστίζοντα αὐτὴν πυκνότατα, τριμμένην ὅμως κατὰ τοὺς ἀγκῶνας ἐντελῶς καὶ εἰδεχθῶς ξεθωριασμένην. Ὑπὸ μάλης δέ, ἂν καὶ καθήμενος, ἐκράτει μεγάλην γυριστὴν μαγκοῦραν, ὀγκώδη καὶ ὀζώδη, ἱκανῶς ἐπίφοβον, ἣν κατὰ τὴν φορὰν τῆς συνδιαλέξεως, ἄλλοτε μὲν ἐξῆγε διὰ τῆς δεξιᾶς ἀπὸ τῆς ὑπὸ τὴν ἀριστερὰν μασχάλην ὁριζοντίας θέσεώς της καὶ τὴν ἐκτύπα ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ἢ τὴν ἀκουμβοῦσεν ἐπὶ τοῦ ἐγγὺς τοίχου, ἄλλοτε δὲ τὴν ἀνελάμβανεν ἐκεῖθεν καὶ τὴν εἰσῆγε πάλιν κάτωθεν τῆς μασχάλης του ὁριζοντίως. Καὶ ἐκ τῆς ἐπισκοπήσεως μὲν ταύτης τῆς στιγμιαίας ὡρισμένην γνώμην περὶ αὐτοῦ δὲν ἠδυνήθην νὰ σχηματίσω, μοῦ ἐφάνη ὅμως ἀδιαφιλονεικήτως ὡς ἀπὸ πολλοῦ εἰς οὐδεμίαν βέβαια σχέσιν εὑρισκόμενος μετὰ τῆς εὐπορίας. Ἀλλὰ τὸ σπουδαιότερον ἐξ ὅλων εἶνε ὅτι μετ’ ὀλίγον εἶχε πάρη μαζί μου τόσον θάρρος, ὅσον οὐδέποτε ἔσχεν οὔτε αὐτὸς ὁ συστήσας

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1