Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Ιατρός Xάνς
Ιατρός Xάνς
Ιατρός Xάνς
Ebook135 pages1 hour

Ιατρός Xάνς

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

O Xάνς, Γιατρός σε ένα μεγάλο νοσοκομείο, πικραμένος από την καριέρα του, και απογοητευμένος από την διαλυμένη οικογένειά του, προσπαθεί να βρει καταφύγιο, σε ένα ειδυλλιακό Ελληνικό νησί, την Ίο.
Παίρνει την μεγάλη απόφαση να παραιτηθεί από το νοσοκομείο, και να εγκατασταθεί μόνιμα στο νησί Ίο, νομίζοντας ότι θα βρει την ευτυχία που τόσο πολύ ποθεί.
H καθαρή και κρυσταλλένια γαλάζια θάλασσα, ο τεράστιος και γαλανός ουρανός, και οι απλοί και καλόκαρδοι κάτοικοι της Ίου, του κάνουν δώρο την ευτυχία του αυτή.
Mια παλιά του αγάπη, από τα φοιτητικά του χρόνια, έρχεται να συμπληρώσει την ευτυχία του.
Αλλά όχι για πολύ. Ένα τηλεφώνημα από την πρώην γυναίκα του, καταστρέφει την πολυπόθητη αυτή ευτυχία του.
O γιός του ναρκομανής, συλλαμβάνεται για κλοπή ναρκωτικών στην Σιγκαπούρη, και κινδυνεύει να εκτελεστεί. Kαι η κόρη του παράτησε τις σπουδές της, και γυρίζει τον κόσμο με αλήτες ξοδεύοντας τα λεφτά του.
Tο καθήκον σαν πατέρας, σαν γιατρός, και το δικαίωμα της προσωπικής του ευτυχίας, τον τυρανούν, και τον αναγκάζουν να πάρει πάλι δύσκολες αποφάσεις.

LanguageΕλληνικά
Release dateAug 8, 2013
ISBN9781301895786
Ιατρός Xάνς
Author

Emmanuel Phaetos

Emmanuel Phaetos is married with two sons. He was born and raised in Heraklion Crete, where he finished his Greek education. He studied also in UK. Now he lives in Brussels Belgium, and works in the European Parliament. He writes from early years, and he will publish with smashwords . He speaks Greek, English, French, Italian, and learns Flemish.

Read more from Emmanuel Phaetos

Related to Ιατρός Xάνς

Related ebooks

Reviews for Ιατρός Xάνς

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Ιατρός Xάνς - Emmanuel Phaetos

    ΙATΡOΣ XANΣ

    Εμμανουήλ Φαιτός

    Copyright 2013 Emmanuel Phaetos

    Smashwords Edition

    Smashwords Edition, License Notes

    Thank you for downloading this free ebook. Although this is a free book, it remains the copyrighted property of the author, and may not be reproduced, copied and distributed for commercial or non commercial purposes. If you enjoyed this book, please encourage your friends to download their own copy at Smashwords.com, where they can discover other works by this author. Thank you for your support.

    Connect with me on line:

    ephaetos@gmail.com

    twitter@phaetos

    facebook@emmanuel.Phaetos

    Οι χαρακτήρες, τα ονόματα, τα γεγονότα, και η υπόθεση του βιβλίου, είναι εντελώς φανταστικά. H οποιαδήποτε ομοιότητα με την υπόθεση του βιβλίου είναι εντελώς συμπτωματική.

    Το χιόνι έπεφτε πυκνό πάνω στη πόλη του Άχεν, αλλάζοντας το μαύρο βρομερό χρώμα της πόλης, σε άσπρο, παρθένο.

    Οι άνθρωποι βιάζονταν να πάνε στα σπίτια τους, και να ανάψουν το τζάκι τους. Βιάζονταν να βάλουν ένα ποτήρι ουίσκι στο αγαπημένο τους χοντρό ποτήρι, και να το απολαύσουν με μια σιγανή μουσική δίπλα στη φωτιά.

    Βιάζονταν οι άνθρωποι να πάνε στο μπιστρό τους, να ανάψουν το τσιγάρο τους, και να πίνουν με τις ώρες τις τεράστιες γερμανικές μπύρες, μιλώντας για την αλλαγή του Σρόντερ με την Μέρκελ.

    Βιάζονταν, να προλάβουν το τελευταίο τραίνο τους, για να πάνε γρήγορα στο σπίτι τους, στην αγαπημένη τους τηλεόραση, και στην γυναικούλα τους με τα παιδιά τους που θα τους περίμεναν μέσα στο ζεστό σπίτι.

    Βιάζονταν οι άνθρωποι να πάνε στις ερωμένες τους, στους φίλους τους, βιάζονταν να πληρώσουν, να εισπράξουν, να αγοράσουν...

    Ο γιατρός Χάνς Βαλτερχιάιτ δεν βιαζόταν. Καθισμένος στο γραφείο του έβλεπε από το παράθυρο το χιόνι να πέφτει, και σκεφτόταν.

    Σκεφτόταν πόσο σκληρή ήταν για αυτόν η ζωή. Πόσο τον τυραννούσε η οικογένεια του, η δουλειά του, και γενικά η ζωή του.

    Οικογένεια; Η γυναίκα του τον άφησε, και έφυγε με ένα φίλο του. Η κόρη του άφησε το πανεπιστήμιο, και ζούσε με ένα μαύρο. Ο γιος του ακόμα στο γυμνάσιο, έφυγε, και του τηλεφωνούσε κάθε τόσο ότι είχε ανάγκη από λεφτά. Μια ήταν στο Θιβέτ, μια στην Ινδία, και τώρα πήγε στην Σιγκαπούρη με την κοπέλα που ήταν ερωτευμένος. Και δεν ήταν ακόμα δεκαεπτά χρονών.

    Δουλειά; Μόλις πριν από λίγο, ο διευθυντής του, του είπε ότι την θέση που ζητούσε στο νοσοκομείο που εργαζόταν, την θέση του προϊσταμένου του τμήματος της Παθολογίας, την πήρε άλλος. Ένας γιατρός που έγινε και ένας από τους κυριότερους μετόχους του νοσοκομείου.

    Γιατί λοιπόν ο γιατρός Χάνσεν να βιαστεί; Να φύγει, και να πάει που; Να πάει και να πιει μια μπύρα η ένα ουίσκι μόνος; και πού; Ποιος θα τον περίμενε στο σπίτι του; Ποιος θα του είχε έτοιμο το φαγητό του; Κανείς. Μόνος και έρημος. Στα σαράντα πέντε του χρόνια, ένιωθε ήδη γέρος. Γέρος και μόνος. Τρομερά μόνος. Η δουλειά του ήταν που τον κρατούσε ακμαίο και ζωηρό. Περίμενε ότι θα του έδιναν την θέση του διευθυντή Παθολογίας. και η ζωή του θα άλλαζε ακόμα προς το καλύτερο.

    Αλλά..

    Το χιόνι συνέχιζε να πέφτει, και ο Γιατρός το κοίταζε σαν υπνωτισμένος. Σε λίγα λεπτά, πέρασε από μπροστά του όλη του η ζωή.

    Θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια, την μαθητική του ζωή, τα ατέλειωτα φοιτητικά του χρόνια στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Θυμήθηκε την γυναίκα του, τα παιδιά του, τις ατέλειωτες νύκτες που τα περίμενε να έλθουν στο σπίτι. Τους καυγάδες με την γυναίκα του, τους καυγάδες με τα παιδιά του..

    Πάλι πήγε με την σκέψη του, πίσω στα χρόνια του πανεπιστημίου. Και θυμήθηκε την Δέσπω. Την Δέσποινα. Αυτή την ωραία Ελληνίδα από ένα μικρό νησί. Δεν το θυμόταν. Θυμήθηκε τα θερμά φιλιά της, το θερμό σώμα της, τις θερμές και τόσο υπέροχες ιστορίες για το νησί της.

    Κοίταζε από το παράθυρο πάλι το πυκνό χιόνι, και απογοητευμένος έσυρε τα κουρασμένα μάτια του, σε μια τεράστια αφίσα, πάνω στο τοίχο του γραφείου του, με ένα ελληνικό τοπίο. Μια απέραντη γαλάζια θάλασσα, ένα βουνό, και μικρά άσπρα σπιτάκια. Όλα τόσο φωτεινά, και γαλάζια. Πραγματικά μια αντίθεση με το χιονισμένο και μαύρο Άχεν.

    Σηκώθηκε και πήγε κοντά στην αφίσα. Προσπάθησε να βρει το όνομα του τοπίου. Έσκυψε δεξιά, αριστερά, πάνω, κάτω, αλλά το μόνο που έβλεπε με μεγάλα γράμματα ήταν η λέξη GREECHELAND.

    Πήγε και κάθισε πάλι στο γραφείο του, και κοίταζε την αφίσα στο τοίχο. Την κοίταζε και σκεφτόταν.

    Ούτε και ο ίδιος κατάλαβε πόση ώρα πέρασε κοιτάζοντας αυτή την αφίσα, μέχρι τη στιγμή που η βοηθός του κτύπησε την πόρτα και τον ρώτησε αν ήθελε τίποτα. Ήταν η ώρα για να φύγει.

    Άρχισε να νυκτώνει και χιόνιζε συνέχεια.

    Ο γιατρός σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και έβγαλε από τον τοίχο την αφίσα. Την δίπλωσε και την έβαλε στη τσάντα του. Έβαλε το παλτό του και φόρεσε βαθιά το καπέλο του. Άνοιξε την πόρτα, και κτυπώντας την πίσω του με θυμό, βγήκε από το νοσοκομείο.

    Όλα ήταν άσπρα. Το χιόνι έπεφτε στο πρόσωπο του, και τον χάιδευε απαλά. Σήκωνε το πρόσωπο του στον ουρανό, και δεχόταν το άσπρο χιόνι με ευχαρίστηση.

    Όλοι και όλα γύρω του έτρεχαν, φώναζαν, βιαζόταν, έκλειναν και άνοιγαν. Ο γιατρός πήγαινε σιγά, κρατώντας την τσάντα του, και κοίταζε τον κόσμο.

    Μακριά , στο μεγάλο δρόμο με τα φώτα, είδε την τεράστια διαφήμιση ενός ουίσκι. Ήταν τόσο ωραίο το ποτήρι και το ουίσκι. Το κρατούσε ένα χέρι ανδρικό, με φόντο ένα τζάκι που άναβε. Σταμάτησε πάλι, και κοίταζε την διαφήμιση.

    «Γιατί όχι; Στο διάολο». Είπε, και τάχυνε τα βήματά του. Ποιό πέρα, είδε ένα μπιστρό. Πήγε προς το μέρος εκείνο, και από το παράθυρο κοίταξε μέσα.

    Γέλασε όταν είδε στο βάθος, ένα τζάκι να καίει, και τον κόσμο γύρο, ανέμελα να πίνει. Τα φώτα ήταν χαμηλά, και η διακόσμηση πολύ ευχάριστη.

    Άνοιξε την πόρτα, μπήκε μέσα, και κάθισε σε ένα τραπέζι δίπλα σε ένα παράθυρο. Έβαλε το παλτό του, το καπέλο του και την τσάντα του στη διπλανή καρέκλα, και πήρε τον κατάλογο από το τραπέζι για να παραγγείλει. Δεν είχε καλά-καλά ανοίξει τον κατάλογο, και ένα γκαρσόνι ήλθε με χαμόγελο να τον ρωτήσει τι θα πάρει.

    Σκέφτηκε λίγο, και θυμήθηκε το ουίσκι στην διαφήμιση έξω στο δρόμο.

    «Ένα διπλό ουίσκι». Είπε, και γέλασε.

    Καθισμένος αναπαυτικά, έβλεπε την φωτιά στο τζάκι απέναντι να στέλνει γύρω της τα εξαίσια χρώματα της. Έβλεπε και το χρυσό χρώμα του ουίσκι στο ποτήρι του, άκουγε την σιγανή μουσική, και έβλεπε το χιόνι έξω να πέφτει.

    «Στην υγεία μου». Είπε, και σήκωσε το ποτήρι του.

    Έπινε, και γελούσε. Τα μάτια του είχαν καρφωθεί στη φωτιά. Και μέσα στα μάτια του οι φλόγες από το τζάκι χόρευαν, και του έδιναν ιδέες.

    Ιδέες τρελές. Ιδέες τολμηρές. Ιδέες που παίρνει κανείς όταν έλθει σε κάποιο απροχώρητο. Ιδέες που είναι για μερικούς το τελευταίο τους χαρτί..

    Οι μέρες περνούσαν ανούσια και κουρασμένα για τον γιατρό Χάνσεν. Νοσοκομείο, σπίτι, σπίτι, νοσοκομείο. Έτρωγε και μετά κοιμόταν. Ζούσε σαν ρομπότ. Όμως στο μυαλό του είχε ξεκαθαρίσει τι έπρεπε να κάνει, και είχε βάλει πλέον ένα σκοπό.

    Η αφίσα του γραφείου του ήταν πάντα στη τσάντα του, και κάθε που είχε λίγο ελεύθερο καιρό, την άνοιγε και κοίταζε την γαλάζια ελληνική θάλασσα.

    Και ένα πρωί, πριν πάει στο γραφείο του, μπήκε σε ένα τουριστικό γραφείο.

    «Είναι το νησί Ίος. Είναι στις Κυκλάδες. Είναι στη μέση των Κυκλάδων».

    Μία ωραία κοπέλα, μέσα στο τουριστικό γραφείο στο Άχεν, έδειχνε στο γιατρό στο χάρτη της Ελλάδας εκεί που ήταν το νησί.

    Ο γιατρός κοίταζε το χάρτη της Ελλάδας και την αφίσα του νησιού Ίος, σαν υπνωτισμένος. Η κοπέλα τον παρατηρούσε κάπως περίεργα, και περίμενε να δει τι ακριβώς ήθελε.

    Ξαφνικά ο γιατρός δίπλωσε την αφίσα, την έβαλε στη τσάντα του, και με πείσμα είπε στην κοπέλα.

    Βγάλτε μου ένα εισιτήριο για να πάω.

    «Ποιες είναι οι ημερομηνίες που θέλετε»; Του είπε η κοπέλα και πήρε το μπλοκ της για να σημειώσει.

    «Αύριο κιόλας. Μόνο για να πάω. Δεν θέλω επιστροφή. Πάρτε την κάρτα μου και ειδοποιήστε με μόλις ετοιμαστούν τα εισιτήρια». Ο γιατρός άφησε την κάρτα του στο τραπέζι, και έφυγε.

    Η κοπέλα τον κοίταζε με ανοικτό το στόμα, να φεύγει γρήγορα, και να κτυπά πίσω του την πόρτα δυνατά.

    Πήγε γρήγορα στο νοσοκομείο, και τρέχοντας στους διαδρόμους, έφτασε στο γραφείο του.

    Μπήκε μέσα, και άρχισε να μαζεύει τα πράγματά του. Τα έβαζε σε μια χαρτόκουτα, και συγχρόνως μιλούσε στην βοηθό του που τον έβλεπε σαστισμένη.

    Κάθισε στο γραφείο του, και έγραψε σε ένα χαρτί κάτι. Το έβαλε σε ένα φάκελο, και το έδωσε στη βοηθό του.

    «Δώσε το στο γενικό διευθυντή. Πρέπει να φύγω τώρα. Σε ευχαριστώ πολύ. Είσαι καλή κοπέλα Έλκε. Μην χαραμίζεις τα νιάτα σου εδώ». Την φίλησε, πήρε την χαρτόκουτα

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1