Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Το Άρμα του Ήλιου
Το Άρμα του Ήλιου
Το Άρμα του Ήλιου
Ebook398 pages7 hours

Το Άρμα του Ήλιου

Rating: 4.5 out of 5 stars

4.5/5

()

Read preview

About this ebook

Η Λυδία, μια φωτογράφος διασήμων βρίσκεται για μια αποστολή του περιοδικού που δουλεύει στην Ρόδο. Εκεί ανακαλύπτει μέσα από ένα ταξίδι σε προηγούμενες ζωές ότι η μοίρα της είναι συνδεδεμένη με τον θησαυρό που κοσμούσε το στεφάνι του Κολοσσού της Ρόδου.
Πριν από αιώνες, ένας σεισμός στην Αρχαία Ελλάδα έπληξε το νησί και ο Κολοσσός της Ρόδου - ένα γιγαντιαίο άγαλμα του Θεού του Ήλιου - έπεσε στη θάλασσα, και ο θησαυρός χάθηκε.
Από τα αρχαία χρόνια, μέσα από τις σταυροφορίες, τις εισβολές και τους παγκόσμιους πολέμους, πολλοί έψαξαν για την τοποθεσία του κοσμήματος, αλλά παραμένει ένα μυστήριο - μέχρι τώρα.
Καθώς η Λυδία πλησιάζει στην αλήθεια, τα άτομα γύρω της εκτελούνται ένα προς ένα. Στο τρέξιμο χωρίς να μπορεί να εμπιστευτεί κανέναν –η Λυδία αγωνίζεται να παραμείνει ζωντανή για να ανακαλύψει την τελική τοποθεσία του θησαυρού και να ξεφύγει από το νησί.
Εάν αποτύχει, η ευκαιρία να διορθώσει τα λάθη από το παρελθόν θα χαθεί για πάντα. Αυτή είναι η μόνη της ευκαιρία.

LanguageΕλληνικά
Release dateNov 23, 2012
ISBN9789608869530
Το Άρμα του Ήλιου
Author

Ράνια Συνοδινού

Είμαι η Ράνια Συνοδινού συγγραφέας - δημιουργός ιστοριών .Ξεκίνησα να γράφω με την γέννηση του πρώτου μου παιδιού γιατί ήθελε να του λέω παραμύθια. Κάθε φορά που άνοιγα το στόμα μου κατέληγα με μια μεγάλη περιπέτεια και εκεί αποφάσισα πως πρέπει να τις γράψω. Έτσι ήρθε ο "Εκλεκτός της Πανγαίας" ο οποίος ανήκει στην φανταστική λογοτεχνία. Σταδιακά έγραψα και όλα τα παιδικά τα οποία προήλθαν κυρίως από βραδυνές αφηγήσεις πριν από τον ύπνο των μικρών μου.Έπειτα έγραψα το "'Αρμα του Ήλιου" το οποίο διαδραματίζεται στην Ρόδο. Είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα- περιπέτεια μιας και η ηρωίδα προσπαθεί να ανακαλύψει ένα θησαυρό. Το έγραψα μετά από πολύ έρευνα καθώς ήθελα ότι διαβάζει ο αναγνώστης μου να έχει απόλυτη σχέση με την ιστορική πραγματικότητα.Η "Εξομολόγηση" είναι ένα βιβλίο το οποίο έχει μέσα αληθινές ιστορίες κακοποιών. Επίσης και σε αυτό το βιβλίο παρακολούθησα πολλές συνεντεύξεις τους για να καταλήξω σε ένα συμπέρασμα για το τι έφταιξε και πήραν όλοι τους αυτό το δρόμο. Αυτό το βιβλίο έχω την τιμή να λέω πως διαβάστηκε σε μία μέρα ακόμα και από ανθρώπους που δεν είχαν αγγίξει ποτέ τους λογοτεχνικό βιβλίο.Τολμώ να γράφω περιπέτειες όλων των ειδών σε αντίθεση με το κατεστημένο Ελληνικό προφίλ αναγνωστών που προτιμούν κοινωνικά, αισθηματικά και πολιτικά από Έλληνες συγγραφείς ενώ τις περιπέτειες από ξένους. Δεν θα αλλάξω το όνομα μου, την ταυτότητα μου για να πουλήσω πιο πολλά βιβλία.Αυτό που πρέπει να αλλάξει είναι η νοοτροπία πως δεν υπάρχουν Έλληνες και Ελληνίδες αρκετά καλοί σε αυτά τα είδη.Σας διαβεβαιώνω πως υπάρχουμε, είμαστε εδώ και αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια ευκαιρία για να σας ταξιδέψουμε.

Read more from Ράνια Συνοδινού

Related to Το Άρμα του Ήλιου

Related ebooks

Related categories

Reviews for Το Άρμα του Ήλιου

Rating: 4.666666666666667 out of 5 stars
4.5/5

9 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Το Άρμα του Ήλιου - Ράνια Συνοδινού

    ΤΟ ΑΡΜΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

    Copyright © Συνοδινού Ράνια

    Email: info@raniasynodinou.gr

    Smashwords Edition

    ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος web site με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εργαστηρίου. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.

    Αφιερωμένο

    Στον πατέρα μου

    Ρόδος 226 π.Χ.

    Άρχισε να τρέχει γρήγορα προς το λιμάνι. Πέρασε γρήγορα μέσα από την αγορά και από τη βιασύνη της έριξε μερικά φρούτα κάτω. Της φώναζαν αλλά δεν μίλησε σε κανέναν. Ούτε στους συγγενείς της είπε που πηγαίνει. Τα μαύρα της μακριά μαλλιά κάλυπταν τα υγρά της μάτια. Πέρασε σαν σφαίρα μέσα από τα σοκάκια για να κόψει δρόμο. Πολλές φορές από τη σβελτάδα της δεν πρόσεχε που πάταγε με αποτέλεσμα να έχει λερωθεί με λάσπες. Όμως δεν την ενδιέφερε καθόλου, τέτοια ήταν η χαρά της. Της είπαν ότι ο πατέρας της πλησίαζε στο λιμάνι και αυτό ήταν αρκετό. Είδαν την τριήρη του από μακριά. Είχε λείψει πάρα πολύ καιρό αυτή τη φορά και η Αριάδνη ανυπομονούσε να τον δει. Ήταν έμπορος και είχε φύγει μήνες πριν για να φέρει υφάσματα από την Ανατολή. Η Ρόδος ήταν από τα μεγαλύτερα εμπορικά σταυροδρόμια της Μεσογείου και υπήρχαν πολλοί σαν τον πατέρα της που δεν έβλεπαν το σπίτι τους τακτικά. Πολλές φορές ένιωθε ότι δεν μπορούσε να τον χορτάσει, ότι δεν της έφτανε ο χρόνος που περνούσαν μαζί μέχρι να ξαναφύγει. Το εμπόριο ήταν χρόνια τώρα η κύρια πηγή εσόδων της οικογένειας της είτε της άρεσε είτε όχι. Όπου και να πήγαινε όμως, πάντα έφερνε κάτι για τη μητέρα της και για εκείνη, ποτέ δεν τις είχε ξεχάσει.

    Ήταν μεσημέρι, μόλις ξεπρόβαλε το λιμάνι μπροστά στα μάτια της, κυριολεκτικά θαμπώθηκε. Νόμιζες πως ο ήλιος τροφοδοτούσε με τις ακτίνες του αυτό το γιγάντιο άγαλμα και έλαμπε σαν να ήταν από χρυσό. Αν και για όλη της τη ζωή το έβλεπε να στέκεται με μεγαλοπρέπεια σα βασιλιάς του λιμανιού και ότι πλεούμενο έμπαινε στο λιμάνι δήλωνε την υποταγή του, κάθε μέρα την εντυπωσίαζε όλο και περισσότερο η επιβλητικότητα αυτού του αγάλματος, του Κολοσσού της Ρόδου.

    Είχε περάσει πάρα πολλά βράδια με την οικογένεια της μπροστά στη φωτιά λέγοντας την ιστορία της πόλης και του αγάλματος. Το κατασκεύασε ο μαθητής του μεγάλου γλύπτη Λύσιππου, ο οποίος ήταν προσωπικός γλύπτης του Μ. Αλεξάνδρου, ο Χάρης ο Λύνδιος, προς τιμή του Θεού Ήλιου που τους βοήθησε να απαλλαγούν από την πολιορκία του Δημήτριου, του γιου του Αντιγόνου.

    Η δύναμη του Δημήτριου ήταν τέτοια, που μόνο με τη δύναμη του Ήλιου θα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν μέχρι να έρθει οποιαδήποτε βοήθεια. Κατάφερε και συγκέντρωσε στρατό μεγαλύτερο ακόμη και από τον πληθυσμό της Ρόδου. Έφερε τη δύναμη 40.000 στρατιωτών και έκανε συμμάχους τους πειρατές του Αιγαίου.

    Οι κάτοικοι είχαν αποκτήσει αναγκαστικά πολύ μεγάλη πολεμική πείρα, γιατί απ’ όταν χτίστηκε η πόλη της Ρόδου την υπερασπίζονταν συνέχεια λόγω της γεωγραφικής θέσης κλειδί που κατείχε. Ήξεραν λοιπόν ότι για να αμυνθούν καλύτερα, έπρεπε να κατασκευάσουν ένα πανίσχυρο ψηλό τείχος περιμετρικά της πόλης τους ώστε να αφήσουν μόνο ένα τρόπο κατάληψης, σκαρφαλώνοντας πάνω στα τείχη. Έτσι ο Δημήτριος όντας καλά ενημερωμένος, έφερε μαζί του έναν πανύψηλο πύργο πολιορκίας τον οποίο ονόμασε Ελέπολις, δηλαδή πορθητής των πόλεων.

    Ο πύργος αυτός ήταν πολύ ψηλός, κατασκευασμένος από ξύλο, με καταπέλτη για να μπορέσουν οι στρατιώτες να κάνουν έφοδο πάνω από τα τείχη. Αυτό που σίγουρα θα τον δυσκόλευε όμως ήταν η μεταφορά του. Μετά από πολύ σκέψη και αφού ήθελε διακαώς να καταλάβει την Ρόδο έδεσε τον πύργο σε 6 πλοία του. Κατά τη μεταφορά του όμως , ξέσπασε μια δυνατή καταιγίδα και αφού πάλεψαν τα καράβια του με τα μανιασμένα κύματα λέγεται ότι αναδύθηκε ο ίδιος ο Ποσειδώνας χτύπησε με τη γιγάντια τρίαινα του τη θάλασσα και αναποδογύρισαν τα πλοία μαζί με τον καταστροφικό πύργο.

    Ο Δημήτριος δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έγινε. Μετά το ναυάγιο του σχεδίου του δεν το έβαλε κάτω. Έπρεπε να αποδείξει την αξία του στον πατέρα του, για να τον θεωρήσει άξιο διάδοχο του. Σκέφτηκε να κατασκευάσει ένα δεύτερο πύργο, μεγαλύτερο και δυνατότερο, ώστε να μην υπάρχει κανένα περιθώριο αποτυχίας. Τα είχε σκεφτεί όλα. Τον έφτιαξε ψηλό σαν τον προηγούμενο, με πολλούς καταπέλτες για να γίνουν περισσότεροι από μία έφοδοι ταυτόχρονα. Είχε προβλέψει την προστασία των στρατιωτών του από τους αντίπαλους τοξότες, ντύνοντας τον εξωτερικά με δέρμα και ξύλο και τον είχε εξοπλίσει ακόμα και με δεξαμενές νερού σε περίπτωση που δεχόταν επίθεση από φλεγόμενα βέλη. Μόλις άγγιζε τη στεριά θα τον μετακινούσε με τεράστιους σιδερένιους τροχούς που είχε τοποθετήσει στο κάτω μέρος της κατασκευής τους. Ήταν μια σίγουρη επιτυχία για την κατάληψη της πόλης.

    Οι υπερασπιστές όμως φέρθηκαν έξυπνα και μόλις έφτασε ο πύργος στη σωστή απόσταση γέμισαν με νερό την τάφρο γύρω από τα τείχη και βούλιαξαν τον πύργο στη λάσπη. Αφού οι Ροδίτες άντεξαν ένα ολόκληρο χρόνο πολιορκίας, ήρθε βοήθεια από την Αίγυπτο και ανάγκασαν τον Δημήτριο να αποχωρήσει άτακτα, αφήνοντας τα πάντα πίσω του.

    Από τους πύργους του Δημήτριου πήραν πάρα πολλά μέταλλα. Χρειάστηκαν 15 τόνοι χαλκού, 9 τόνοι σιδήρου και πάρα πολλοί τόνοι πέτρας για να κατασκευάσουν τον Κολοσσό. Ένα πανύψηλο άγαλμα, που στο ένα του χέρι κρατούσε μια δάδα υψωμένη στο θεό Ήλιο και στο κεφάλι του είχε ένα πύρινο στέμμα με πιο σημαντικό από όλα το κόσμημα που το διακοσμούσε.

    Ήταν ένα πολύ μεγάλο κόσμημα που το αγκάλιαζε η χρυσή φιγούρα του άρματος του Ήλιου στολισμένο με πολύτιμους λίθους. Το είχε φέρει ο Μέγας Αλέξανδρος από τα βάθη της Ανατολής προορίζοντας το για δώρο στο ναό του Θεού Ήλιου. Οι καλύτεροι τεχνίτες της Περσίας σμίλευαν το κόσμημα τοποθετώντας με την προσοχή που του άξιζε κάθε μικρό πετράδι στη θέση που είχε δημιουργηθεί αποκλειστικά για αυτό.

    Ο Θεός Ήλιος αγέρωχος δέσποζε στο θεϊκό του άρμα. Τα μάτια του φαίνονταν πύρινα από τα κόκκινα ρουμπίνια. Το στεφάνι του είχε πινελιές από άκοπα, ακατέργαστα πετράδια. Τα δυνατά του χέρια κρατούσαν τα γκέμια του άρματος όπου οι τεχνίτες είχαν τοποθετήσει μια σειρά από διαμάντια. Τα τέσσερα άλογα Έως, Αίθων, Πυρόεις και Φλέγων έτοιμα να επιτελέσουν το καθημερινό τους έργο, νόμιζες πως πέταγαν φωτιές υποταγμένα στη δύναμη του πεπρωμένου του Θεού, να δώσει φως μέχρι και στις πιο βαθιές σπηλιές, σε οποιαδήποτε μέρος χρειάζονται τις ζωοδότρες ακτίνες του φωτός. Τώρα το πολύτιμο αυτό κόσμημα, βρισκόταν στη μέση του χάλκινου στέμματος και το μόνο που μπορούσες να διακρίνεις ήταν τη λάμψη του μόλις ενωνόταν την ημέρα με τον ήλιο. Δεν υπήρχε κανένα ελάττωμα, κανένα ψεγάδι.

    Κάποιοι λένε ότι ένα μέρος της δύναμης και της σοφίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου κλείστηκε μέσα στο πετράδι και ότι αυτό θα έδινε δύναμη στη Ρόδο. Δε χόρταινε να το κοιτάζει.

    Η Αριάδνη πλησίασε πιο κοντά, εκεί που έδενε συνήθως η τριήρης του πατέρα της. Πέρασε από ένα σωρό κόσμο. Ψαράδες, έμποροι, φιλόσοφοι, απλοί ταξιδιώτες, όλοι είχαν μια θέση στο νησί. Με τέτοιο συνωστισμό πολιτισμών όμως ήταν πολύ εύκολο να σκοντάψει κανείς στα αναρίθμητα πράγματα που υπήρχαν εκεί όπως αγγεία, κανάτες και πολλά κεραμικά. Ακόμα και η μυρωδιά στο λιμάνι ήταν διαφορετική. Η μυρωδιά του εμπορίου ήταν μια μείξη από μπαχαρικά της ανατολής, χρώματα του βορρά, αλμύρα του νότου και σοφία της Δύσης. Κάπου εκεί ανάμεσα σε όλο αυτόν τον κόσμο, τα μάτια της καρφώθηκαν σε ένα μόνο πλεούμενο. Αυτό της επιστροφής.

    Αργά αργά, έκανε τις μανούβρες του για να πλαγιάσει ανάμεσα σε δύο ψαράδικα. Ο χρόνος της φάνταζε αιωνιότητα. Πέταξαν τα σκοινιά για να δέσει. Κάποιος στο λιμάνι την έσπρωξε για να μη χτυπήσει και εκείνη με τη σειρά της πάτησε αυτόν που ήταν πίσω της.

    Περίμενε πολύ ώρα, με μεγάλη λαχτάρα, για να βγει ο πατέρας της. Ένας ξάδερφος της θέλοντας να την πειράξει φώναξε ότι τον είχαν αφήσει σε άλλο νησί από λάθος. Όχι, δε μπορεί, ήταν ένα είδος κακού αστείου. Τότε τον είδε να ξεπροβάλλει, έτοιμο να πατήσει το πόδι του στη γη. Πετάχτηκε στην αγκαλιά του.

    «Πατέρα, επιτέλους επέστρεψες», δεν έλεγε να ξεκολλήσει από πάνω του.

    Ο πατέρας της συγκινημένος, ευτυχισμένος, σκέφτηκε ότι για κάτι τέτοιες στιγμές άξιζε η επιστροφή.

    «Αριάδνη μου, χαίρομαι που είμαι πάλι κοντά σας. Πάμε να δούμε και τους υπόλοιπους και θα επιστρέψω μετά για τα πράγματα μου. Η τριήρης θα παραμείνει εδώ κάμποσες μέρες, οπότε δε χρειάζονται βιασύνες».

    Πήραν το δρόμο του γυρισμού. Η κόρη του τον κρατούσε από το χέρι και τιτίβιζε όλα όσα είχαν γίνει στην οικογένεια κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του. Εκείνος κάθε φορά που επέστρεφε, κοίταζε την πόλη σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά, για να την έχει θησαυρό και κάθε φορά που το ταξίδι δυσκόλευε, να μπορεί να δραπετεύσει για να πάρει δύναμη και μετά να επιστρέψει στα καθήκοντα του.

    Ο ένας δίπλα από τον άλλον, πατέρας και κόρη πέρασαν μέσα από την αγορά και χάζευαν την κινητικότητα. Άλλοι είχαν πιάσει την κουβέντα, γυναίκες αγόραζαν τρόφιμα για το οικογενειακό τραπέζι, οι άντρες κάνανε παζάρια, ομάδες αγοριών πήγαιναν να γυμναστούν. Παρατηρούσαν τις ιέρειες που ήταν πάντα ντυμένες στα λευκά με πιασμένα τα μαλλιά τους κότσο και φορώντας χρυσά στολίδια στο λαιμό, να πηγαίνουν στο ναό της Αφροδίτης. Ακόμα και το περπάτημα το έκαναν με μία μορφή ιεροτελεστίας. Κάθε βήμα που έκαναν ήταν αέρινο, μετρημένο λες και τις έφερνε πιο κοντά στη θεότητα που ήταν αφιερωμένες. Μία από αυτές εκείνη που προχωρούσε πρώτη έριξε ένα διαπεραστικό βλέμμα στην Αριάδνη που την έκανε να ανατριχιάσει. Κανείς δεν είχε κοιτάξει τόσο βαθιά μέσα στην ψυχή της.

    Ο πατέρας της γέμισε με χαρά καθώς άρχισε να προβάλει η γειτονιά του. Ήταν όπως ακριβώς την είχε αφήσει. Το σπίτι τους ήταν χτισμένο σε ύψωμα και έβλεπε τα πάντα στην πόλη με λεπτομέρεια. Τα δύο του αγόρια έπαιζαν ανέμελα στην αυλή. Μόλις τον είδαν παράτησαν τα πάντα και έτρεξαν στην αγκαλιά του. Τότε πρόβαλλε και η γυναίκα του. Τον καλωσόρισε, τον έβαλε μέσα, του έδωσε φρέσκο φαγητό να φάει και έκατσε απέναντι του κοιτώντας τον στα μάτια μη πιστεύοντας ότι επιτέλους είχε γυρίσει πίσω, είχαν πάρα πολλά να πούνε.

    Την ώρα που συνομιλούσαν κατέλαβε την Αριάδνη ένα παράξενο συναίσθημα. Κάποια σκυλιά στη γειτονιά γαύγιζαν επίμονα.

    «Πατέρα, μου φαίνεται ότι κάτι γίνεται έξω, πάω να δω, δεν θα είναι τίποτα το σοβαρό» του είπε και έφυγε με ανησυχία.

    Βγήκε έξω και αντίκρισε κάτι που δε το είχε ξαναδεί. Τα σκυλιά δεν μάλωναν μεταξύ τους όπως είχε φανταστεί αλλά έκαναν βόλτες γαυγίζοντας γύρω από τον εαυτό τους και τα αδέσποτα έτρεχαν μακριά σαν να τα κυνηγούσε κάτι. Ακόμα και τα ζώα στο στάβλο έκαναν φασαρία. Μπήκε στο στάβλο κρατώντας ένα κοντάρι πάνω από τον ώμο της για να δει τι τρέχει και αν χρειαστεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Φοβόταν μήπως ήταν κοντά κάποιο άγριο ζώο. Πήγαινε σιγά σιγά με απαλά βήματα και βρισκόταν πάντα σε επιφυλακή. Αφού έλεγξε όλο το στάβλο διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε τίποτα το τρομαχτικό.

    «Ησύχασε, τι έχεις πάθει και κάνεις έτσι;» ψιθύρισε στο άλογο της. Άφησε το κοντάρι και το πλησίασε να το χαϊδέψει. Εκείνο όμως συνέχισε να είναι ανήσυχο και εκείνη για πρώτη φορά δε μπορούσε να το ηρεμήσει. Προσπαθούσε να ελευθερωθεί από τα δεσμά του, λες και κάτι πλησίαζε να το κατασπαράξει. Στα μάτια του ήταν ζωγραφισμένος ο τρόμος και έκανε νευρικές κινήσεις. Πραγματικά, η Αριάδνη δε μπορούσε να καταλάβει. Πάντως αισθανόταν ότι αυτό δεν ήταν καλό σημάδι από τους Θεούς.

    Βγήκε έξω και την ώρα που πήγε να πλησιάσει στο σπίτι τους, της φάνηκε ότι άκουσε έναν απόκοσμο θόρυβο, λες και η γη την προειδοποιούσε για την συμφορά που θα επακολουθούσε. Εκείνη τη στιγμή βγήκαν οι γονείς της έξω, κρατώντας ο καθένας από ένα παιδί στην αγκαλιά του.

    «Αριάδνη, πρόσεχε » φώναξε ο πατέρας της, «κάτι τρομερό θα γίνει. Όταν η γη βρυχάται μόνο κακό γίνεται, όχι καλό».

    Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρότασή του και τότε άρχισε η γη να σείεται, σε σημείο που δεν μπορούσε κανείς να σταθεί όρθιος. Τα σπίτια, άρχισαν να καταρρέουν το ένα μετά το άλλο. Επικρατούσε πανικός. Ο κόσμος ούρλιαζε στην προσπάθειά του να παραμείνει όρθιος και να σώσει τους δικούς του ανθρώπους. Μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα, κανείς δε μπορούσε να φανταστεί ότι θα γινόταν τόσο μεγάλη καταστροφή. Ακόμα και στις ιστορίες των παλιών, δεν είχε ακουστεί κάτι παρόμοιο.

    Σήκωσε η Αριάδνη το κεφάλι της από το χώμα και το έστρεψε με αγωνία στο μέρος των γονιών της. Ευτυχώς ήταν όλοι καλά. Το σπίτι τους και ο στάβλος είχαν ισοπεδωθεί, τα ζώα πρέπει να ήταν νεκρά. Αμέσως ακολούθησε δεύτερη δόνηση που την κράτησε καθηλωμένη στο χώμα. Ήδη μπορούσε να νιώσει στο στόμα της τη γεύση της ρημαγμένης γης. Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά είχε παραλύσει από το φόβο. Σύρθηκε προς το μέρος του πατέρα της, ο οποίος ήταν ξαπλωμένος στο έδαφος και κουλουριάστηκε πάνω του σαν να ήταν η τελευταία σανίδα σωτηρίας στη μεγαλύτερη πλημμύρα του κόσμου. Ευτυχώς η οικογένεια της ήταν καλά, τους έβλεπε και δεν το πίστευε.

    Μόλις ηρέμησε και σηκώθηκε, ένιωσε να της κόβεται η ανάσα. Δεν μπορούσε να σκεφτεί, να μιλήσει, ακόμα και να αναπνεύσει μπροστά στη θέα της ολοκληρωτικής καταστροφής. Μέχρι πριν από 10 λεπτά από εκείνο το σημείο μπορούσε να δει το άγαλμα, τις βάρκες, τα σπίτια στο λιμάνι, τον κόσμο να πηγαινοέρχεται και όλα αυτά τα ασήμαντα πράγματα που κάνουν τη ζωή μας σημαντική.

    Τώρα το άγαλμα είχε εξαφανιστεί, είχε κοπεί από τα γόνατα, το πιο αδύνατο του σημείο. Τη θέση του είχε πάρει ένα βουνό με πέτρες που είχε κλείσει την είσοδο του λιμανιού. Οι βάρκες, τα καΐκια και ότι άλλο επέπλεε είχαν ανέβει διαλυμένα στη στεριά σαν κάποιος να τα είχε μασήσει και να τα είχε φτύσει. Τα περισσότερα σπίτια είχαν ισοπεδωθεί ή μισογκρεμιστεί, καταστρέφοντας τις ζωές και τα όνειρα πολλών ανθρώπων. Θαρρείς πως η πόλη είχε βουβαθεί, είχε σβήσει μπροστά στην εκδικητική μανία κάποιου Θεού. Τι κακό έκαναν και έπεσαν ακόμα και οι ναοί;

    Οι επόμενες ώρες κύλισαν γεμάτες πανικό και απόγνωση. Άνθρωποι φώναζαν τους δικούς τους να φανερωθούν από τα συντρίμμια, άλλοι έκλαιγαν πάνω από τις σωρούς των συγγενών τους, άλλοι είχαν σβήσει βλέποντας την περιουσία τους διαλυμένη. Ταυτόχρονα όσες ιέρειες μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους, μαζεύτηκαν στο κέντρο της πόλης και έκαναν δέηση για να εξευμενίσουν τους Θεούς και να σταματήσουν οι μετασεισμοί.

    Μια γριά μάντισσα άρχισε να απειλεί ότι έτσι και κατασκευάσουν ξανά τον Κολοσσό η πόλη τους θα καταστραφεί ακόμα περισσότερο, γιατί κατασκευάζοντας το άγαλμα, είχαν προσβάλλει τους Θεούς.

    Ο Κολοσσός έμεινε για αιώνες πεσμένος μέχρι το 653μ.Χ.

    Ρόδος 653 μ.Χ

    Οι Άραβες έχουν κατακλύσει την πόλη. Μελαψοί άντρες κρυμμένοι πίσω από λευκές κελεμπίες, κρατώντας πάντα το σπαθί στο χέρι, αλωνίζουν τα πάντα ψάχνοντας για λάφυρα. Κουβαλάνε μαζί τους, τους αρχαίους κανόνες επιβίωσης της ερήμου. Παντού πηγαίνουν σε ομάδες και ακολουθούνε τον αρχηγό. Το βλέμμα τους καθάριο, έτοιμο να εκτελέσει την επόμενη διαταγή. Μπαίνουν μέσα σε οποιοδήποτε μέρος μπορεί να κρύβει κάτι πολύτιμο. Κάνουν εφόδους στα σπίτια και τις αποθήκες των εμπόρων, θα χρειαστούν πολλά εφόδια είτε για να μείνουν εκεί είτε για την επόμενη λεηλασία τους. Μόνο ο Αλλάχ γνωρίζει.

    Ο Μωαβίας ο Σαρακηνός ήταν ο νέος κατακτητής. Είχε στείλει τον ύπαρχο του τον Αβουλαβάρ, ο οποίος είχε φέρει μαζί του πάρα πολλούς στρατιώτες με ένα και μόνο σκοπό: Να βρει το «άρμα του Ήλιου», το οποίο πίστευε ότι βρισκόταν κάτω από τα χαλάσματα του αγάλματος.

    Μετά από τόσους αιώνες «το άρμα του Ήλιου» είχε γίνει θρύλος. Κάποιοι το ξέχασαν, άλλοι δεν το πίστευαν, όχι όμως ο Μωαβίας. Με δική του εντολή ο Αβουλαβάρ μάζεψε όλους του τους στρατιώτες στο λιμάνι και τους διέταξε να φορτώσουν στις καμήλες όλα τα κομμάτια του αγάλματος και να τα πάνε πίσω για να τα πουλήσουν. Είχε ήδη βρει αγοραστή ένα Εβραίο έμπορο.

    Οι Άραβες φόρτωναν μέρα νύχτα. Πλοία ερχόταν και έφευγαν φορτωμένα με καμήλες. Οι θρύλοι λένε ότι χρειάστηκε 900 καμήλες για να μεταφέρει όλα τα κομμάτια του αγάλματος. Δεν ήταν τόσο εύκολο όσο το περίμενε να μεταφερθούν τα χαλάσματα. Τα κομμάτια ήταν τόσο μεγάλα που αν κάποιος προσπαθούσε να αγκαλιάσει ένα δάκτυλο από το άγαλμα, δεν θα τα κατάφερνε. Γι αυτό τα μεγάλα κομμάτια έπρεπε να σπαστούν σε μικρότερα, να ξεχωρίσουν τις πέτρες από το χαλκό, να ρίξουν τις πέτρες στη θάλασσα, να φορτώσουν το χαλκό στις καμήλες και τις καμήλες στα πλοία.

    Ο Μωαβίας γύρισε από την Κωνσταντινούπολη και επέβλεπε ο ίδιος μέρα νύχτα σαν αρπαχτικό με τη γαμψή του μύτη και περίμενε από λεπτό σε λεπτό να φανερωθεί το πολύτιμο κόσμημα. Τα κατάμαυρα μάτια του είχαν θολώσει από την κούραση και την έξαψη. Έτσι και το έβρισκε, τα πάντα θα άλλαζαν στη ζωή του, θα τον υποδέχονταν πίσω στην πατρίδα σαν αυτοκράτορα. Θα αποκτούσε πολύ μεγάλη δύναμη. Εκτός από τον πλούτο και την αίγλη πίστευε ότι θα του έδινε τη δύναμη του Μεγάλου Αλεξάνδρου να κυβερνήσει όλο τον Αραβικό κόσμο.

    Δεν ήταν όμως γραμμένο στη δική του μοίρα.

    Ρόδος Δεκέμβριος του 1522 μ. Χ

    «Κάντε τόπο να περάσει ο Μεγάλος Μάγιστρος Φιλίπ Βιλέρ ντε λ΄ Ιλ Αντάμ» αμέσως όλοι οι ιππότες παρατάχθηκαν κατά μήκος του κεντρικού δρόμου του φρουρίου ως ένδειξη σεβασμού στο Μεγάλο Μάγιστρο. Ήξεραν ότι αυτές ήταν οι τελευταίες μέρες κυριαρχίας τους στο νησί της Ρόδου, δεν θα άντεχαν πολύ ακόμα, για πρώτη φορά είχαν φοβηθεί.

    Ο Μάγιστρος πέρασε από μπροστά τους σοβαρός με τα γαλάζια μάτια του καρφωμένα μπροστά. Ο μαύρος μανδύας του με τον άσπρο σταυρό στη μέση ανέμιζε από τον αέρα. Το μέτωπο του ψηλό, αυλακωμένο φανέρωνε την απελπισία του. Η κατάσταση ήταν πραγματικά δύσκολη, πιο δύσκολη από κάθε άλλη φορά. Ανηφόρισε με βαριά βήματα το λιθόστρωτο δρόμο και πίσω του τον ακολουθούσαν σιωπηλά με γοργά βήματα οκτώ ιππότες. Είχε καλέσει έκτακτο συμβούλιο.

    Μόλις πέρασε την είσοδο του ανάκτορου ακούστηκε μια φωνή: «Γρήγορα στις θέσεις σας, να είστε πάντα σε επιφυλακή». Οι ιππότες διαλύθηκαν σαν καπνός και κατέλαβαν τις θέσεις υπεράσπισης στα τείχη και στις επτά πύλες. Ήταν βράδυ και η επίθεση είχε προσωρινά σταματήσει. Ώρα αναδιοργάνωσης και από τις δύο πλευρές.

    Οι ιππότες της Ρόδου είχαν να αντιμετωπίσουν τη μεγαλύτερη επίθεση εναντίον τους. Έξω από τα τείχη βρίσκονταν ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής ο δεύτερος, με 400 πλοία και 200.000 στρατιώτες ενώ μέσα από τα τείχη υπήρχε δύναμη μόνο 7000 ιπποτών. Ήταν η δεύτερη φορά που είχαν τους Τούρκους έξω από τα τείχη τους. Το 1480 μ.Χ οι Τούρκοι ήρθαν με 100.000 στρατιώτες αλλά μετά από τρεις μήνες οδυνηρών αιματηρών συγκρούσεων αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την προσπάθεια. Αμέσως οι Ιππότες στρώθηκαν στη δουλειά για να επιδιορθώσουν όλες τις καταστροφές της πολιορκίας γιατί γνώριζαν ότι θα τους είχαν σύντομα έξω από τα τείχη τους. Όμως για κακή τους τύχη ένας μεγάλος σεισμός διέλυσε ότι είχαν ανοικοδομήσει.

    Ο Μεγάλος Μάγιστρος Φιλίπ με το συμβούλιο των ιπποτών αφού μπήκε μέσα στο ανάκτορο, πέρασε την αυλή, ανέβηκε τη μεγάλη σκάλα για να πάει στην αίθουσα συνεδριάσεων των οκτώ γλωσσών. Κάθε ιππότης αντιπροσώπευε και μια γλώσσα, έθνος : της Γαλλίας, της Προβηγκίας, της Ωβέρνης, της Ιταλίας, της Αγγλίας, της Γερμανίας, της Αραγωνίας και της Καστίλης.

    Έκατσε στο θρόνο του και οι ιππότες κάθισαν στα καθίσματα δεξιά και αριστερά του. Στην αίθουσα επικρατούσε νεκρική σιγή. Περίμεναν όλοι να μιλήσει ο πρίγκιπας.

    «Έμπιστοι μου ιππότες, μαζί περάσαμε πολλά. Από όταν εγκατασταθήκαμε σε αυτό το νησί, εδώ και 2 αιώνες ιδρύσαμε νοσοκομείο, οχυρώσαμε την πόλη, σεβαστήκαμε όσο κανείς τους κατοίκους της και τους υπερασπιστήκαμε σε τόσες πολλές επιδρομές, πειρατών και Τούρκων. Κάναμε έργα πρόνοιας και δημιουργήσαμε το ασφαλέστερο λιμάνι μέχρι τα Ιεροσόλυμα.

    Περάσαμε πολλά και τώρα μετά από τόσους αγώνες νιώθω πως έρχεται η ώρα να αποχωρήσουμε με το κεφάλι ψηλά. Τα τρόφιμα και τα πυρομαχικά μας φτάνουν το πολύ για μια βδομάδα και έξω από τα τείχη είναι χιλιάδες Τούρκοι που περιμένουν να εισβάλλουν σε αυτό το νησί.

    Πήρα μια απόφαση και ελπίζω να τη στηρίξετε. Θα υπογράψουμε συνθήκη παράδοσης ».

    Οι ιππότες του συμβουλίου έριχναν ματιές μεταξύ τους αντιλαμβανόμενοι τη σοβαρότητα της κατάστασης. Τότε πήρε το λόγο ο ιππότης της Γαλλίας που είχε το αξίωμα του great hospitaller:

    «Δε ξέρω αν συμφωνούνε οι υπόλοιποι, εγώ αντιπροσωπεύοντας το έθνος της Γαλλίας θα ακολουθήσω τη σοφία του Μεγάλου Μαγίστρου. Δεν αντέχουμε άλλο ».

    Τότε ακούστηκε στην αίθουσα μία κοινή φωνή όλων των ιπποτών «συμφωνώ».

    «Χαίρομαι που είστε ακόμη όλοι μαζί μου. Έχει μείνει όμως ένα θέμα να τακτοποιηθεί πριν παραδοθούμε. Όπως όλοι ξέρετε, δε μπορούμε να έχουμε καμία εμπιστοσύνη σε κανέναν. Όλοι έχετε ακούσει το ανελέητο κυνήγι που είχε γίνει σε βάρος μας δύο αιώνες πριν από τον πάπα Κλεμέντιο IV και το βασιλιά της Γαλλίας για την περιουσία μας. Όταν δεν κατάφεραν να μας τα πάρουν όλα, μας κατηγόρησαν ως αιρετικούς και σατανιστές και πολλοί ιππότες κάηκαν στην πυρά, γι αυτό καλύτερα να στηριζόμαστε στις δικές μας δυνάμεις. Θέλω ο καθένας από εσάς να μου βρει τον πιο έμπιστο του ιππότη. Οι 8 ιππότες αυτοί να φύγουν από τα καταλύματα τους και να παραμείνουν κρυφά, σαν κάτοικοι της πόλης και να μας δίνουν πληροφορίες για το τι κατάσταση επικρατεί. Το πιο σημαντικό όμως να παρακολουθούν στενά τους Τούρκους και σε περίπτωση που ανακαλύψουν αυτό που 200 χρόνια εμείς δεν καταφέραμε, να το παραδώσουν στο τάγμα μας όπου και να βρίσκεται. Είναι πολύ σημαντικό «το άρμα του ήλιου» να έρθει στα δικά μας χέρια. Ας ορκιστούμε όλοι μαζί τώρα την πίστη μας στο τάγμα».

    Σηκώθηκαν όλοι μαζί και ένωσαν ψηλά τα σπαθιά τους. «Ορκίζομαι….

    "'Nonnobis, Domine, nonnobis sed Nomin iTuodagloriam'

    (Όχι σε μας, Κύριε, όχι σε μας αλλά στο όνομά Σου δώσε τη δόξα)

    Ρόδος Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος

    Ο Βασίλης ξεκίνησε χαράματα από το σπίτι για να πάει στο καΐκι να βρει τους άλλους δύο συναδέλφους του. Ένας απλός άνθρωπος, με μέτριο ύψος, αδύνατος, με ροζιασμένα χέρια, με ένα αυστηρό μουστάκι, αμυγδαλωτά μαύρα μάτια και κατσαρά μαλλιά. Με το πρώτο βλέμμα μπορούσες να καταλάβεις πολλά γι αυτόν. Άνοιξε τη στενή πόρτα και βγήκε στο μονοπάτι που πήγαινε στο λιμανάκι. Ο ήλιος δεν είχε βγει ακόμα. Μισή ωρίτσα με τα πόδια ήταν, όχι παραπάνω. Το φτωχικό του ήταν απομονωμένο από τα άλλα σπίτια αλλά δεν τον πείραζε γιατί δεν τους ενοχλούσε κανείς.

    Ήταν χτισμένο κοντά στη θάλασσα σε ένα ανέγγιχτο τοπίο. Ο πόλεμος δεν το είχε πειράξει αυτό το μέρος. Οι στρατιώτες έρχονταν δεν έβρισκαν τίποτα το ενδιαφέρον και έφευγαν. Το σπίτι έμοιαζε πιο πολύ με εξοχικό γιατί ήταν ξύλινο χωρίς ανέσεις, ίσα ίσα να χωράει αυτός, η γυναίκα του και ο γιος τους ο Γιάννης. Είχε ένα μικρό κήπο που είχαν φυτέψει διάφορα λαχανικά για να υπάρχει έστω και λίγο φαγητό. Ευτυχώς που υπήρχε και το ψαροκάικο, αν και δεν ήταν δικό του με το ζόρι κατάφερνε να ταΐσει την οικογένεια του.

    Ξεκίνησε για να πάει στο λιμανάκι, αφήνοντας πίσω το σπίτι του. Δεν του άρεσε η ζωή του. Δεν του ήταν αρκετή, αλλά στη μέση ενός παγκοσμίου πολέμου δεν υπάρχουν και πολλές επιλογές. Αν είχε άλλες ευκαιρίες θα έκανε τόσα πολλά άλλα πράγματα. Θα μπορούσε να ήταν δάσκαλος, γιατρός, δικηγόρος γιατί όχι; έξυπνος ήταν, νέος, φιλόδοξος δηλαδή τι παραπάνω είχαν οι άλλοι από εκείνον; Συχνά καθόταν και διάβαζε διάφορα πράγματα και η γυναίκα του τον κορόιδευε:

    «Τα βιβλία και τα γράμματα δεν θα μας ταΐσουν ».

    Αλλά τι μπορούσε εκείνη να καταλάβει; Δεν την ένοιαζε και τίποτα παραπάνω. Εκείνος ήταν συνεπής και από εκεί και πέρα τι έκανε δεν έπρεπε να την ενδιαφέρει. Μακάρι τα πράγματα να ήταν αλλιώς.

    Κατηφορίζοντας πέρασε τη μεγάλη ελιά, έστριψε στο μονοπάτι δεξιά και μπροστά του είδε το λιμανάκι. Τέτοια ώρα δεν είχε κίνηση καθώς ο Ηλίας ήθελε να είναι εκείνοι πάντα οι πρώτοι που θα έφευγαν μήπως κατάφερναν να πιάσουν καλύτερη ψαριά από τους άλλους.

    «Καλημέρα παιδιά».

    «Καλημέρα » είπαν σκυμμένοι στις δουλειές τους οι δύο του συνάδελφοι. Και οι δυο τους ήταν πάνω κάτω στην ηλικία του. Το καΐκι άνηκε στον πατέρα του Ηλία και ο άλλος ήταν ο Σπύρος. Η αλήθεια είναι ότι δεν τον πολυσυμπαθούσαν τους φαινόταν περίεργος και εκείνος το ένιωθε αλλά δεν τον ενοχλούσε, φτάνει να μην τον έδιωχναν από τη δουλειά.

    Ανέβηκαν στο καΐκι έλυσαν τα σκοινιά, έβαλε ο Ηλίας μπρος τη μηχανή και ξεκίνησαν.

    «Που λέτε να είναι η τυχερή μας μέρα σήμερα;»

    «Εσύ που είσαι ο γραμματιζούμενος της παρέας που πιστεύεις ότι πάνε τα ψάρια τέτοια εποχή;» απάντησε ο Ηλίας.

    «Λοιπόν κάτσε να σκεφτώ, να σου απαντήσω ». Σηκώθηκε όρθιος ο Βασίλης, και έμεινε να κοιτάζει την πλώρη του καϊκιού, τέντωσε το αυτί του και τους λέει:

    «Σύμφωνα με την περιστροφή της γης, της διαγαλαξιακής υπέρβασης, τις μέρες της σελήνης, το ζώδιο του ιχθύ, και τα ρεύματα του Ποσειδώνα πρέπει να πάμε νοτιοανατολικά και να ρίξουμε δίχτυα».

    Έμειναν και οι δύο να τον κοιτάζουν με ανοιχτό το στόμα. Δεν ήξεραν αν τους μιλούσε σοβαρά η αν τους κορόιδευε γιατί δεν είχαν καταλάβει λέξη από όσα είπε. Εκτός του νοτιοανατολικά. Για να φύγει η αμηχανία λέει ο Ηλίας:

    «Ότι πεις εσύ, ας πάμε νοτιοανατολικά, όμως θα πεις εσύ το σημείο που θα ρίξουμε τα δίχτυα».

    Ο Βασίλης έγνεψε θετικά και παρέμεινε σιωπηλός. Τι βλάκες που ήταν και οι δυο τους. Φυσικά και τους δούλευε γιατί δεν έχαναν ευκαιρία να τον πειράζουν, άλλοτε να τον προσβάλλουν και να τον βρίζουν. Όμως την προηγούμενη μέρα είχε ακούσει για ένα καλό μέρος για ψάρεμα και ήθελε να το δοκιμάσει. Από τις περιγραφές είχε καταλάβει περίπου που ήταν και θα τους το έλεγε αλλά με άλλο τρόπο, τον δικό του τρόπο.

    Το ταξίδι το πέρασαν αμίλητοι, ποτέ δεν μίλαγαν άλλωστε, έμοιαζε λες και έκαναν υπομονή ο ένας με τον άλλον. Ένας σιωπηλός συμβιβασμός για να περνάει ήσυχα η μέρα. Αφού πήγαν περίπου όπου τους υπέδειξε ο Βασίλης περίμεναν την εντολή του για να ρίξουν τα δίχτυα και εκείνος είπε στην τύχη. Πραγματικά ήλπιζε να σταθεί τυχερός αν και το σημείο που διάλεξε ήταν πολύ κοντά σε βράχια. Σίγουρα κάποια ψάρια θα έπιαναν, εκεί ήταν απομονωμένα, δεν πηγαίνανε πολλοί ψαράδες γιατί εκεί κοντά είχε δυνατά ρεύματα και συχνά δημιουργούσε προβλήματα.

    Εκείνη τη μέρα όμως η θάλασσα ήταν τέλεια. Φύσαγε ακριβώς όσο έπρεπε. Αργά ξεπρόβαλλε ο ήλιος χρυσίζοντας τις κορυφές των κυμάτων. Φαίνονταν σαν χιλιάδες χρυσές πεταλούδες να φτερουγίζουν ανέμελα πάνω στον αφρό των κυμάτων.

    Έριξαν τα δίχτυα, φάγανε το κολατσιό τους και περίμεναν να έρθει η ώρα να τα μαζέψουν.

    «Άντε Βασίλη, άρχισε να μαζεύεις» είπε ο Ηλίας.

    Ξεκίνησε ο Βασίλης με το Σπύρο τη ρουτίνα και ο Ηλίας τους παρατηρούσε. Σε κάποιο σημείο προς τη στεριά όμως άρχισαν να δυσκολεύονται.

    «Ρε συ Ηλία έλα δώσε ένα χεράκι γιατί κάπου έχει κολλήσει», φώναξε ο Σπύρος.

    Ο Ηλίας τον κοίταξε εκνευρισμένος με μισό μάτι σίγουρα θα έλεγε από μέσα του πόσο ανίκανοι είναι και δεν μπορούν να κάνουν τίποτα μόνοι τους. Ωστόσο περιορίστηκε στο να πάρει μια βαθιά ανάσα και να πλησιάσει. Παραμέρισε με τα δυνατά του χέρια και τους δύο και άρχισε να τραβάει τα δίχτυα μόνος του.

    Ήταν δυνατός άντρας, συχνά κακότροπος που πάντα έκανε το δικό του χωρίς να υπολογίζει κανέναν. Ακόμα και τα χαρακτηριστικά του ήταν τραχιά. Σγουρά μαλλιά, μικρά βαθουλωτά μάτια πνιγμένα σε χοντρά μαύρα φρύδια, χοντρή μύτη και λεπτά χείλη.

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1