Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Ο Εκλεκτός της Πανγαίας (Πρώτο Μέρος)
Ο Εκλεκτός της Πανγαίας (Πρώτο Μέρος)
Ο Εκλεκτός της Πανγαίας (Πρώτο Μέρος)
Ebook302 pages3 hours

Ο Εκλεκτός της Πανγαίας (Πρώτο Μέρος)

Rating: 5 out of 5 stars

5/5

()

Read preview

About this ebook

Ένας έφηβος, ο Αλέξης, βρίσκεται μέσα από ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο σε μια μαγική Γη, την Πανγαία. Εκεί με την βοήθεια της Πριγκίπισσας Άννας και του εξόριστου βασιλιά των ξωτικών Έλφρεν θα αρχίσει έναν αγώνα ενάντια στον χρόνο για να βρει τους μαγικούς κρυστάλλους δύναμης των φυλών πριν από τον δυνάστη μάγο Σόλρεν. Μέσα από αυτό το ταξίδι θα μάθει τον εαυτό του και αν αληθεύουν οι προφητείες που τον θέλουν να είναι ο Εκλεκτός.

LanguageΕλληνικά
Release dateDec 30, 2012
ISBN9789608869547
Ο Εκλεκτός της Πανγαίας (Πρώτο Μέρος)
Author

Ράνια Συνοδινού

Είμαι η Ράνια Συνοδινού συγγραφέας - δημιουργός ιστοριών .Ξεκίνησα να γράφω με την γέννηση του πρώτου μου παιδιού γιατί ήθελε να του λέω παραμύθια. Κάθε φορά που άνοιγα το στόμα μου κατέληγα με μια μεγάλη περιπέτεια και εκεί αποφάσισα πως πρέπει να τις γράψω. Έτσι ήρθε ο "Εκλεκτός της Πανγαίας" ο οποίος ανήκει στην φανταστική λογοτεχνία. Σταδιακά έγραψα και όλα τα παιδικά τα οποία προήλθαν κυρίως από βραδυνές αφηγήσεις πριν από τον ύπνο των μικρών μου.Έπειτα έγραψα το "'Αρμα του Ήλιου" το οποίο διαδραματίζεται στην Ρόδο. Είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα- περιπέτεια μιας και η ηρωίδα προσπαθεί να ανακαλύψει ένα θησαυρό. Το έγραψα μετά από πολύ έρευνα καθώς ήθελα ότι διαβάζει ο αναγνώστης μου να έχει απόλυτη σχέση με την ιστορική πραγματικότητα.Η "Εξομολόγηση" είναι ένα βιβλίο το οποίο έχει μέσα αληθινές ιστορίες κακοποιών. Επίσης και σε αυτό το βιβλίο παρακολούθησα πολλές συνεντεύξεις τους για να καταλήξω σε ένα συμπέρασμα για το τι έφταιξε και πήραν όλοι τους αυτό το δρόμο. Αυτό το βιβλίο έχω την τιμή να λέω πως διαβάστηκε σε μία μέρα ακόμα και από ανθρώπους που δεν είχαν αγγίξει ποτέ τους λογοτεχνικό βιβλίο.Τολμώ να γράφω περιπέτειες όλων των ειδών σε αντίθεση με το κατεστημένο Ελληνικό προφίλ αναγνωστών που προτιμούν κοινωνικά, αισθηματικά και πολιτικά από Έλληνες συγγραφείς ενώ τις περιπέτειες από ξένους. Δεν θα αλλάξω το όνομα μου, την ταυτότητα μου για να πουλήσω πιο πολλά βιβλία.Αυτό που πρέπει να αλλάξει είναι η νοοτροπία πως δεν υπάρχουν Έλληνες και Ελληνίδες αρκετά καλοί σε αυτά τα είδη.Σας διαβεβαιώνω πως υπάρχουμε, είμαστε εδώ και αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια ευκαιρία για να σας ταξιδέψουμε.

Read more from Ράνια Συνοδινού

Related to Ο Εκλεκτός της Πανγαίας (Πρώτο Μέρος)

Related ebooks

Reviews for Ο Εκλεκτός της Πανγαίας (Πρώτο Μέρος)

Rating: 5 out of 5 stars
5/5

2 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Ο Εκλεκτός της Πανγαίας (Πρώτο Μέρος) - Ράνια Συνοδινού

    Ο ΕΚΛΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΓΑΙΑΣ

    Copyright © Συνοδινού Ράνια

    Follow me on Twitter: @RaniaSin

    Smashwords Edition

    ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος web site με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εργαστηρίου. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.

    ISBN: 978-960-88695-4-7

    Για τον μικρό μου Αλέξανδρο

    Άνοιξε τα μάτια του τρομαγμένος. Είχε δει πάλι αυτό το όνειρο το οποίο τον τρόμαζε χωρίς κανένα λόγο. Ένα άγνωστο δωμάτιο το οποίο πρέπει να ήταν κρεβατοκάμαρα, ο ήχος ενός μωρού να κλαίει και μετά ένα γλυκό νανούρισμα να το ησυχάζει. Κάθε φορά που το έβλεπε ξύπναγε με ένα πολύ δυσάρεστο απροσδιόριστο συναίσθημα. Το έβλεπε από την αρχή των αναμνήσεων του αλλά ποτέ δεν μπορούσε να το εξηγήσει.

    Τον είχε πάρει ο ύπνος και είχε αργήσει, o Παναγιώτης θα τον τρέλαινε για μια ακόμη φορά στην γκρίνια. Σηκώθηκε, έβαλε το τζιν του και μία γαλάζια μπλούζα και κοιτάχτηκε στον καθρέπτη για να φτιάξει λίγο τα ανακατεμένα του μαλλιά. Σήμερα του άρεσε αυτό που αντίκριζε. Έβλεπε ένα μελαχρινό αγόρι με πράσινα μάτια και όταν ήταν ευδιάθετος με ένα λαμπερό χαμόγελο. Τρέχοντας πήγε μέχρι την πόρτα, έγνεψε στην μητέρα του και άνοιξε βιαστικά για να φύγει.

    «Αλέξη, μην αργήσεις, να προσέχετε» είπε η Χρύσα δυνατά στον μονάκριβό της γιο καθώς έφτιαχνε μια μηλόπιτα στην πλημμυρισμένη με μυρωδιά κανέλας κουζίνα.

    «Μην ανησυχείς μαμά, κάποια στιγμή …θα γυρίσω πίσω» της απάντησε εκείνος πειραχτικά. Με αυτά τα λόγια η μητέρα με το λαμπερό βλέμμα και τα μαύρα μαλλιά αποχαιρέτησε το γιο της με ένα μεγάλο χαμόγελο και με απέραντη στοργή και έκλεισε αργά την πόρτα για να συνεχίσει τις δουλειές της.

    Ο Αλέξης έφυγε τρέχοντας γεμάτος χαρά και ανυπομονησία για να πάει να συναντήσει τον Παναγιώτη. Μετά είχαν κανονίσει να συναντήσουν στο σχολείο την υπόλοιπη παρέα και να πάνε όλοι μαζί βόλτα.

    Ο Παναγιώτης ήταν ο καλύτερος του φίλος. Ήταν αχώριστοι, μα πάρα πολύ διαφορετικοί. Ο Παναγιώτης που ήταν διπλανός του στο σχολείο τον έβαζε ασταμάτητα σε μπελάδες με τους καθηγητές αλλά και τους συμμαθητές του. Ήταν πειραχτήρι και πολύ σκανταλιάρης όμως πάντα κρυβόταν πίσω από τον Αλέξη. Ήταν κοινωνικός του άρεσε να πειράζει τα κορίτσια και να τα κάνει να γελάνε, καμία σχέση με τον κολλητό του.

    Ο Αλέξης ήταν πάντα σοβαρός και μερικές φορές ενώ πάντα είχε δίπλα του παρέα αισθανόταν απομονωμένος. Είχε αυτό το αίσθημα ότι δεν ταιριάζει πραγματικά με όλους αυτούς που κάνει παρέα. Είχε πάρα πολλούς γνωστούς καθώς ήταν εξαιρετικά δημοφιλής αλλά πραγματικά κοντά του μάλλον δεν είχε κανέναν. Σαν πάντα να του έλειπε κάτι. Αρκετές φορές μπορεί να ήταν σε μια παρέα και να γελάει αλλά έμοιαζε λες και κρατούσε την ψυχή του κλεισμένη σε ένα κρύσταλλο φαινόταν να χρειαζόταν κάτι επιπλέον για να γίνει πραγματικά ευτυχισμένος.

    Στην περιοχή που έμεναν δεν είχαν και πολλές επιλογές για έξοδο. Συνήθως πήγαιναν στο σχολείο και ξέδιναν παίζοντας ποδόσφαιρο ή μπάσκετ. Πάντα ακολουθούσαν τον ίδιο δρόμο, καθώς τους άρεσε να περπατάνε πιο ελεύθερα χωρίς να ανησυχούν για αυτοκίνητα. Ερχόταν ο Παναγιώτης, χτύπαγε το κουδούνι και ο Αλέξης κατέβαινε τη σκάλα του σπιτιού του και του έριχνε μια για αστείο στο αγαπημένο του κόκκινο καπέλο, το οποίο δεν έβγαζε ποτέ. Του το είχε χαρίσει η Χριστίνα για την πρώτη επέτειο γνωριμίας τους, αυτό και μόνο του έδινε αμύθητη σταθερή αξία. Μόλις συναντιόταν ξεκινούσαν να μιλάνε για αθλητικά, μουσική και σινεμά αλλά κυρίως σχολίαζαν καυστικά τις κοπέλες του σχολείου. Περπατούσαν αργά, χωρίς βιασύνη, γιατί ήταν από τις λίγες στιγμές που μπορούσαν να φρενάρουν λίγο τους ρυθμούς της ζωής τους. Σχολείο, φροντιστήρια, διάβασμα ύπνος και πάλι από την αρχή σαν καλοκουρδισμένα ρολόγια έκαναν κάθε μέρα ακριβώς τα ίδια πράγματα μέχρι να τελειώσουν το λύκειο. Αυτό αρκετές φορές τους ενοχλούσε, ήθελαν παραπάνω πράγματα από την ζωή τους αλλά δεν είχαν και πολλές επιλογές καθώς όλοι δρούσαν κατά αυτό τον τρόπο.

    Στο δρόμο τους βρισκόταν ένα εγκαταλελειμμένο παλιό εργοστάσιο το οποίο πάντα προσπερνούσαν, συνέχιζαν όλο ευθεία, περνούσαν την λεωφόρο, έφταναν στο προαύλιο του σχολείου και σκαρφάλωναν πάνω στη σιδερένια πόρτα για να μπούνε μέσα, μιας και σχεδόν πάντα ήταν κλειδωμένη, λες και ένα κάγκελο θα ήταν αρκετό για να τους εμποδίσει να μπουν μέσα.

    Κάθε φορά που αποφάσιζαν να συναντηθούν στο σχολείο, ακολουθούσαν την ίδια πορεία εκτός από εκείνη την μέρα που κάτι τους τράβηξε την προσοχή. Η μοίρα ήθελε να γίνουν τα πράγματα διαφορετικά. Περνώντας από τον περιφραγμένο εξωτερικό χώρο του εργοστασίου φάνηκε του Αλέξη ότι είδε μια σκιά, κάποιον να μετακινείται.

    «Κάποιος είναι μέσα», είπε με τρεμάμενη φωνή και σταμάτησε να περπατάει.

    «Σιγά» αποκρίθηκε ο Παναγιώτης «και τι έγινε; Πρώτη φορά είναι που κάποιος μένει σε αυτά τα ερείπια; Την άλλη φορά έμενε ολόκληρη οικογένεια εδώ. Όλοι όσοι δεν έχουν στέγη σε αυτήν την περιοχή, εδώ καταλήγουν. Εδώ μέσα στην βρώμα δεν τολμάει να τους ψάξει κανείς, ούτε καν η μάνα τους…» είπε χαχανίζοντας.

    «Δεν μου φάνηκε ότι ήταν από εκείνους τους άστεγους. Κάτι άλλο ήταν, δεν μπορώ να το εξηγήσω».

    «Δηλαδή τι είδες, φάντασμα; Σοβαρέψου λίγο μεγάλος άνθρωπος», σχολίασε ειρωνικά ο Παναγιώτης και ξέσπασε επίτηδες σε δυνατά γέλια για να τον πικάρει.

    «Σταμάτα, μην κάνεις φασαρία και με κάνεις ρεζίλι».

    «Σε ποιον να σε κάνω ρεζίλι στα μπάζα και στα σκουπίδια; Ψυχή δεν έχει εδώ» είπε ο Παναγιώτης πειραχτικά.

    «Πάμε να δούμε τι ήταν;»

    «Είσαι τρελός που θα μπούμε εκεί μέσα; Σίγουρα θα λερωθούμε. Άσε που θα αργήσουμε» απάντησε ο Αλέξης που ανέκαθεν ήταν ο ορισμός του ανθρώπου που σιχαίνεται υπερβολικά τα πάντα.

    «Φοβάσαι και είσαι όλο δικαιολογίες. Στο κάτω κάτω είναι νωρίς ακόμα. Έχουμε μισή ώρα περιθώριο, άντε έλα ας κάνουμε κάτι διαφορετικό». Από αυτά τα λόγια συνήθως ξεκινούσαν όλοι οι μπελάδες. Ο Αλέξης ήταν αυτός που είχε πάντα τις αναστολές και ο κοντούλης χοντρούλης φίλος του πάντα τον προκαλούσε. Τον κοίταζε με αυτά τα πονηρά μάτια που πέταγαν σπίθες από την σκανταλιά και έπαιρνε αυτό το ειρωνικό ύφος που πάταγε όλα τα κουμπιά του Αλέξη.

    «Ποιος, εγώ φοβάμαι; Τι λες φίλε μου. Μου φαίνεται ότι δεν με ξέρεις τόσο καλά όσο νομίζεις. Πάμε λοιπόν άμα θες, εκεί είναι η είσοδος. Μη μου λες όμως μετά να γυρίσουμε πίσω…» απάντησε ο Αλέξης όλο ύφος για να πείσει και εκείνος τον εαυτό του ότι δεν φοβάται.

    Άνοιξαν σπρώχνοντας μια χαλασμένη σιδερένια πόρτα παραπατώντας πάνω σε ένα σωρό σκουπίδια. Για να μπούνε στον προαύλιο χώρο έπρεπε να σκαρφαλώσουν πάνω σε λόφους από μπάζα. Σκόνταφταν συνέχεια και αναγκαζόντουσαν αρκετές φορές να χρησιμοποιούνε και τα χέρια τους για να μην βρεθούν κάτω.

    «Μήπως να γυρνάγαμε πίσω; Δεν πρέπει να υπάρχει κανείς εδώ. Λάθος έκανες. Αλέξηηη ας γυρίσουμε πίσω» μουρμουρούσε ο Παναγιώτης καθώς περπάταγε.

    «Αφού φτάσαμε μέχρι εδώ, ας πάμε και λίγο παραπέρα, τουλάχιστον να μπούμε μέσα. Μην φύγουμε και τελικά πούμε ότι τζάμπα όλο το σκαρφάλωμα και η βρώμα …» απάντησε ο Αλέξης.

    Ήταν να μην γίνει η αρχή. Σε λίγα λεπτά βρέθηκαν στον προαύλιο χώρο του εργοστασίου. Απείχαν μόλις λίγα βήματα για να φτάσουν στο εσωτερικό του κτιρίου. Παρόλο που δεν φυσούσε αέρας, ανοιγόκλειναν μερικές πόρτες και ακουγόταν εκείνο το χαρακτηριστικό βουητό που ακούγεται στις ταινίες τρόμου. Όλος αυτός ο τεράστιος χώρος είχε την οσμή της εγκατάλειψης. Ο συνδυασμός της μυρωδιάς της σκόνης, της υγρασίας και του τσιμέντου τους χτύπαγε άσχημα στη μύτη αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι για αυτό, μονο υπομονή. Κοιτώντας προς τα πάνω μπορούσαν να δουν τις τρύπες από τα γκρεμισμένα πατώματα στους πάνω ορόφους. Ήταν όλο άδειο. Άδειο από ανθρώπους, άδειο από έπιπλα, άδειο από ψυχή. Φαινόταν απίστευτο ότι όλο αυτό το οίκημα ήταν φρεσκοβαμμένο, καθαρό και κάποτε είχε ανθρώπους να πηγαινοέρχονται κάθε μέρα. Τώρα το μόνο που είχε μείνει σαν ανάμνηση ήταν σκουριά, μούχλα και η σκουριασμένη ταμπέλα της επιχείρησης που νόμιζες ότι από στιγμή σε στιγμή θα πέσει πάνω στα κεφάλια τους.

    Έμειναν να κοιτάζουν το εργοστάσιο με το στόμα ανοιχτό να στέκεται επιβλητικά μπροστά στα μάτια τους. Ξαφνικά άκουσαν έναν θόρυβο σαν κάτι να έπεσε από ψηλά και αμέσως ανατρίχιασαν ανταλλάσσοντας φοβισμένες ματιές

    «Πάμε να φύγουμε Αλέξη, έχω κακό προαίσθημα γι αυτό». Ήταν η πρώτη φορά που έκανε στα αλήθεια πίσω ο Παναγιώτης. Η περιέργεια του Αλέξη όμως αυτή την φορά ήταν πάρα πολύ μεγάλη, κάπως ασυνήθιστο για αυτόν. Κάτι τον τραβούσε σαν μαγνήτης σε αυτό το μέρος για να το εξερευνήσει.

    «Ανοησίες, εγώ δεν φοβάμαι τίποτα. Μάλλον εσύ άρχισες να φοβάσαι, Παναγιωτάκη;», σχολίασε σαρκαστικά ο Αλέξης και προχώρησε πιο μπροστά. Έτσι συνέχισε να περπατάει προς το εσωτερικό του κτιρίου και ο Παναγιώτης τον ακολουθούσε κοιτώντας πάντα πίσω του για κάθε ενδεχόμενο. Με την άκρη του ματιού του είδε ένα κομμάτι μιας κόκκινης κάπας να στρίβει σε ένα από τα δωμάτια.

    «Να! Κάτι είδα», είπε ο Παναγιώτης. «Είχες δίκιο τελικά. Εκεί πήγε, δεξιά» και έδειξε με το δάκτυλο του.

    Ξεκίνησαν να τρέχουν προς το μέρος που έδειξε ο Παναγιώτης μήπως κατορθώσουν και φτάσουν αυτόν το μυστήριο άνθρωπο. Βέβαια αν έρχοταν πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του δεν είχαν την παραμικρή ιδέα τι θα του έλεγαν. Ήταν συνέχεια ένα βήμα πιο μπροστά στις κινήσεις τους. Το μόνο που έβλεπαν ήταν την άκρη της κάπας. Δεν μπόρεσαν να κατορθώσουν να δουν τουλάχιστον ποιος ήταν αυτός, που κατά ένα περίεργο τρόπο τους προκαλούσε και τους κατεύθυνε όλο και πιο βαθειά μέσα στο εργοστάσιο και όλο και πιο πάνω. Είχαν αρχίσει να ανεβαίνουν πάνω σε μια ερειπωμένη σκάλα που νόμιζες ότι από στιγμή σε στιγμή θα ξεκολλούσε από τον όροφο, όταν πήρε ο αέρας το καπέλο του Παναγιώτη.

    «Αμάν, πάει το καπέλο μου, θα με σκοτώσει η Χριστίνα», είπε ο Παναγιώτης κάνοντας μια ανεπιτυχής προσπάθεια να το πιάσει στον αέρα. Όμως το καπέλο απομακρυνόταν όλο και περισσότερο μέχρι που το έχασαν από τα μάτια τους. Αυτό το καπέλο δεν το αποχωρίζονταν ποτέ ο Παναγιώτης και ο Αλέξης το ήξερε και ένιωσε υπεύθυνος για αυτό. Όχι μόνο επειδή μάλλον θα τσακωνόντουσαν εξαιτίας του αλλά και επειδή θα άκουγε και όλη την γκρίνια μετά.

    «Μην ανησυχείς, εγώ θα σου το φέρω».

    «Καλάαα, πρέπει να το βρεις πρώτα και για να είμαι ειλικρινής δεν νομίζω να τα καταφέρεις. Ήταν πολύ κακή ιδέα από την αρχή να έρθουμε εδώ. Δεν έπρεπε να σε ακολουθήσω».

    «Μην ξεκινάς από τώρα την γκρίνια γιατί αν δεν με προκαλούσες δεν θα είχαμε έρθει εδώ εξαρχής, για αυτό σταμάτα» απάντησε ο Αλέξης θυμωμένος.

    «Δεν αφήνουμε τους τσακωμούς λέω εγώ, μπας και βρούμε το καπέλο μου και να εξαφανιστούμε από δω και να μην ξαναπατήσουμε ποτέ και για κανένα λόγο;»

    «Για αρχή ας κατέβουμε τις σκάλες όροφο όροφο, μήπως σταθούμε τυχεροί και το βρούμε σε κανένα παράθυρο ή σε κανένα περβάζι».

    Αυτό ήταν το σχέδιο του Αλέξη και έτσι άρχισαν να κατεβαίνουν τους ορόφους ψάχνοντας κοντά στα παράθυρα και τα περβάζια έχοντας αφήσει πίσω την αναζήτηση της κόκκινης κάπας. Δεν μπορούσαν να ψάξουν παντού καθώς μερικές πόρτες ήταν κλειδωμένες, άλλες μπλοκαρισμένες από την εγκατάλειψη αλλού είχε πέσει το δάπεδο και ήταν πολύ μεγάλο το ρίσκο να πάνε περιμετρικά σε ένα ασταθές πάτωμα. Ήταν πολύ επικίνδυνα να βρίσκονται εκεί και είχαν ξεκινήσει να το αντιλαμβάνονται και οι ίδιοι. Στο τέλος απελπίστηκαν μιας και δεν έβρισκαν τίποτα και αποφάσισαν να φύγουν από εκεί, γιατί αν βράδιαζε θα ήταν πολύ δύσκολο να βρουν το δρόμο και να φύγουν χωρίς να χτυπήσουν..

    Μόλις κατέβηκαν στο ισόγειο, πήρε το μάτι του Αλέξη μια πόρτα στο τέλος του διαδρόμου πολύ διαφορετική από τις υπόλοιπες. Η πόρτα αυτή ήταν μπρούτζινη, φαινόταν σαν να είχε ξεφυτρώσει από τον μεσαίωνα και είχε ένα πολύ παράξενο σκαλιστό χερούλι. Έκανε νόημα στον Παναγιώτη για να τον ακολουθήσει προς τα εκεί. Ήταν πραγματικά μια περίεργη κατασκευή που τους ώθησε να την περιεργάζονται χωρίς όμως αρχικά να την ακουμπάνε. Αναζητώντας τρόπο να την ανοίξουν έπεσε η ματιά τους σε μια υποδοχή η οποία ήταν άκρως ανατριχιαστική. Για να ανοίξει η πόρτα έπρεπε μάλλον να βάλει κάποιος το χέρι του μέσα, καθώς είχε κάποιο είδος εσωτερικής ασφάλειας. Περιμετρικά της υποδοχής υπήρχαν σκαλισμένα δόντια που έμοιαζαν με στόμα άγριου ζώου. Πάνω από το χερούλι είχε σκαλισμένα κάποια σύμβολα που είχαν ξεθωριάσει από τον χρόνο.

    Ο Παναγιώτης πήγε να βάλει το χέρι του στην υποδοχή της πόρτας για να την ανοίξει.

    «Τι κάνεις εκεί;» ούρλιαξε ο Αλέξης.

    «Τι φωνάζεις, με κατατρόμαξες. Να ανοίξω θέλω, μια πόρτα είναι» απάντησε τρομαγμένος ο Παναγιώτης.

    «Σου μοιάζει να είναι νορμάλ αυτή η πόρτα; Σαν του σπιτιού σου ας πούμε; Άστο καλύτερα. Είχες δίκιο, πάμε να φύγουμε και θα επανορθώσω για το καπέλο σου. Σου το υπόσχομαι».

    Ο Παναγιώτης τον κοίταξε με ένα κοροϊδευτικό ύφος και έβαλε το χέρι του στην υποδοχή για να ανοίξει την πόρτα, ήθελε να του δείξει πως δεν φοβάται. Αμέσως έπεσε ένα κάγκελο από την υποδοχή του χερουλιού και του κλείδωσε το χέρι. Το βλέμμα του Παναγιώτη άλλαξε αμέσως και από τον σαρκασμό πέρασε στον τρόμο. Δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. Τον έπιασε πανικός και άρχισε να φωνάζει σαν υστερικός, αν και δεν πόναγε.

    «Ηρέμησε, σταμάτα να φωνάζεις, θα τη βρούμε τη λύση», του είπε ψύχραιμα ο Αλέξης.

    «Εύκολο να το λες εσύ, δεν είναι το δικό σου χέρι παγιδευμένο», απάντησε ο Παναγιώτης.

    Ο Αλέξης αρχικά προσπάθησε να τραβήξει το χέρι του Παναγιώτη μήπως και τραβώντας το, άνοιγε το κάγκελο, αλλά μάταια. Μετά άρχισε να κλωτσάει την πόρτα μπας και άνοιγε τουλάχιστον και έβρισκαν τίποτα χρήσιμο μέσα στο δωμάτιο. Ούτε αυτό βοήθησε όμως. Στο τέλος κουράστηκαν και οι δύο να παλεύουν με την πόρτα και φώναζαν βοήθεια. Ποιος όμως να τους ακούσει εκεί μέσα;

    «Να πάω να φέρω βοήθεια;» ρώτησε ο Αλέξης τον Παναγιώτη αν και ήξερε ότι η απάντηση θα ήταν αρνητική. Ποτέ ο Παναγιώτης δεν ήταν ιδιαίτερα γενναίος, πόσο μάλλον να κάτσει μόνος του στα σκοτάδια και μα γίνει ρεζίλι.

    «Όχιιιι, μην τολμήσεις να με αφήσεις μόνο», του απάντησε.

    «Μα σκέψου λογικά, έρχεται η νύχτα, εδώ δεν έχει φώτα. Πως θα μείνουμε εδώ το βράδυ; Θα έχει σίγουρα ποντίκια, κατσαρίδες και δεν ξέρω και εγώ τι άλλο. Θα μας γυρεύουν οι φίλοι και οι γονείς μας…»

    Με αυτά τα τελευταία λόγια που άκουσε ο Παναγιώτης λύγισε και τον έπιασε πάλι η γκρίνια.

    «Θέλω να πάω σπίτι μου…. Δεν μπορώ να καταλάβω πως μπλέξαμε έτσι. Εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να σε πειράξω λίγο».

    «Δεν είναι ώρα για να μας πιάνει απελπισία. Μπορεί να είναι εδώ και αυτός με την κόκκινη κάπα. Ίσως και να είναι πίσω από την πόρτα».

    «Και αν είναι δολοφόνος;» ρώτησε ο Παναγιώτης απελπισμένος.

    Ο Αλέξης τον κοίταξε με ένα υποτιμητικό βλέμμα, του έγνεψε να κάνει ησυχία και έβαλε τον αυτί του στην πόρτα μήπως άκουγε τίποτα πίσω της. Δεν ακουγόταν τίποτα και με τα δάχτυλα του ψηλάφησε τα χαραγμένα σύμβολα που τα είχε καλύψει η σκόνη, προφανώς είχε χρόνια να ανοιχτεί αυτή η πόρτα. Έβγαλε την περισσότερη σκόνη τρίβοντας προσεκτικά με τα δάχτυλα του και έπειτα πήρε μια βαθιά ανάσα και φύσηξε δυνατά για να καθαρίσει την επιγραφή. Κάτω από τη σκόνη εμφανίστηκαν κάτι παράξενα σύμβολα:

    «Βλέπεις;»

    «Τι να δω, ζωγραφιές; Πλάκα μου κάνεις; Δεν ψάχνεις να βρεις εδώ στο εργοστάσιο κανένα βαρύ αντικείμενο μήπως μπορέσεις με κάποιον τρόπο να σπάσεις την κλειδαριά ή την πόρτα;»

    «Δώσε μου ένα λεπτό να σκεφτώ, κάπου έχω ξαναδεί αυτά τα σύμβολα, μου είναι πολύ οικεία»

    «Αστέρι, κορώνα, παλάμη και …δεν καταλαβαίνω τι είναι το τελευταίο, είναι πολύ φθαρμένο»

    «Αλέξη, σταμάτα να ασχολείσαι με την επιγραφή και τράβα να βρεις κανένα αντικείμενο να ανοίξεις αυτό το πράγμα». Όσο έβλεπε τον Αλέξη να περιεργάζεται το τελευταίο σύμβολο, τόσο εκνευριζόταν. Στο τέλος αναγκάστηκε να κοιτάξει και εκείνος μήπως βοηθούσε λίγο την κατάσταση.

    «Πυξίδα !!!!» φώναξε με ανακούφιση ο Παναγιώτης, που επιτέλους κατάφερε να βρει το σύμβολο. Τώρα ο Αλέξης θα προσπαθούσε πραγματικά να τον βοηθήσει να βγάλει το χέρι του από εκεί.

    «Μήπως αν καταφέρουμε να λύσουμε το αίνιγμα με αυτά τα σύμβολα, καταφέρουμε να βγάλουμε κάποιο νόημα;» είπε με ελπίδα ο Αλέξης.

    «Καλά, κάνε όνειρα. Εγώ το έχω πάρει απόφαση, εδώ θα αφήσω τα κοκαλάκια μου. Θα γίνω τροφή για τα ποντίκια και τις κατσαρίδες.

    «Σταμάτα την γκρίνια και βοήθησε με καλύτερα, αλλιώς δεν θα φύγουμε ποτέ από δω», του απάντησε αποφασιστικά ο Αλέξης ψηλαφίζοντας τα σύμβολα.

    Πήγαινε πέρα-δώθε κοιτώντας τα βρώμικα του χέρια και έλεγε δυνατά τις σκέψεις του μήπως ακούγοντας τα λόγια του καταλάβαινε κιόλας τι ακριβώς συνέβαινε.

    Αστέρι, κορώνα, παλάμη, πυξίδα.

    Αστέρι, Βασιλιάς; Παίρνω; Βορράς;

    Αστέρι, Βασιλιάς; Αρπάζω; Βορράς;

    Αστέρι, Βασιλιάς; Παίρνω; Νότος;

    Αστέρι, Βασιλιάς; Παίρνω; Ανατολή;

    Το αστέρι του βασιλιά το πήραν στην Ανατολή;

    Έλεγε μόνος του διάφορους συνδυασμούς μέχρι που κατέληξε στο:

    «ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ ΧΑΘΗΚΕ ΣΤΗ ΔΥΣΗ»

    Μετά από αυτά τα λόγια ακούστηκε μια βοή, συνοδευόμενη με ένα δυνατό μεταλλικό χτύπημα, σαν από σφυρί πάνω σε σιδερένιο πάγκο. Τα κάγκελα ανέβηκαν και το χέρι του Παναγιώτη επιτέλους ελευθερώθηκε. Ανακουφισμένος έβγαλε το μουδιασμένο του χέρι και άρχισε να το τρίβει για να ξεμουδιάσει. Χαρούμενοι και οι δύο που ξέμπλεξαν πήγαν να φύγουν, αλλά εκεί που πραγματικά δεν το περίμεναν, η πόρτα άνοιξε μόνη της. Πρόβαλλαν το κεφάλι τους να δούνε τουλάχιστον με μια ματιά τι έκρυβε πίσω της, αλλά προς μεγάλη τους έκπληξη ο χώρος αν και σχετικά περιποιημένος σε σύγκριση με το υπόλοιπο κτίριο ήταν εντελώς άδειος, εκτός ….από το καπέλο του Παναγιώτη που βρισκόταν στο μέσο του δωματίου. Με το που το βλέπει ο Αλέξης τρέχει να το πιάσει, αψηφώντας όποιον πιθανό κίνδυνο, με τόσα που τους είχαν ήδη συμβεί τα τελευταία λεπτά. Ο Παναγιώτης το μόνο που πρόλαβε ήταν να ουρλιάξει «ΜΗ!!!!» και με το που πάει να το αρπάξει ο Αλέξης στα χέρια του υποχωρεί το δάπεδο σαν καταπακτή και πέφτει μέσα.

    Όταν άνοιξε τα μάτια του τα πάντα ήταν σκοτεινά, δεν έβλεπε τίποτα, πρέπει να είχαν περάσει ώρες από την πτώση, οπότε μάλλον θα είχε βραδιάσει. Σκούπισε πάνω στο παντελόνι του τα χέρια του και προσπάθησε να σηκωθεί. Δεν τα κατάφερε με την πρώτη φορά όμως, γιατί είχε απίστευτο πονοκέφαλο και τον πονούσαν και τα γόνατα του, λόγω της πτώσης. Άρχισε να φωνάζει τον Παναγιώτη αλλά μάταια, θα είχε φύγει. Ποιος ξέρει πόση ώρα θα βρίσκοταν εκεί αναίσθητος…

    Μετά από λίγη ώρα, αφού βαρέθηκε να φωνάζει, αποφάσισε να σηκωθεί. Ήδη ήταν καλύτερα σωματικά, όμως ήταν ολομόναχος στα σκοτάδια μέσα σε μια τρύπα και αυτό δεν ήταν ότι καλύτερο. Προσπάθησε να σκαρφαλώσει αλλά κάθε προσπάθεια που έκανε ήταν άκαρπη και κατέληγε στο έδαφος. Ο τοίχος ήταν λείος, λες και τον είχαν κατασκευάσει έτσι ώστε να μην υπάρχει καμία διαφυγή από εκεί. Μετά από πολλές ανεπιτυχείς προσπάθειες, τον έπιασε τελικά απελπισία. Θα έπρεπε να μείνει εκεί μέσα και να περιμένει καρτερικά μέχρι να τον βρουν, όποτε τον βρουν, αν τον βρουν. Χωρίς νερό, χωρίς φαγητό και χωρίς φως. Πήγε σε μια γωνία του τοίχου, κουλουριάστηκε και περίμενε. Δεν μπορούσε να κάνει και τίποτα άλλο. Σκεφτόταν πως δεν έπρεπε να είναι τόσο περίεργος άλλη φορά και ότι καλύτερα θα ήταν άλλη φορά, αν υπάρξει άλλη φορά να κάθεται στα αυγά του. Τώρα θα έτρωγε την φρέσκια, λαχταριστή μηλόπιτα της μαμάς του.

    Ξαφνικά εμφανίστηκε ένα μικρό φωτάκι μέσα σε όλο αυτό το σκοτάδι. Αυτό το φωτάκι τον πλησίαζε συνέχεια. Εκείνος άνοιξε το χέρι του και το φωτάκι στάθηκε εκεί, πάνω στην παλάμη του. Τι απρόσμενος επισκέπτης, μία πυγολαμπίδα! Σήκωσε το κεφάλι του προς το άνοιγμα της καταπακτής και είδε εκατοντάδες πυγολαμπίδες να έρχονται προς το μέρος του. Όλες αυτές μαζεύτηκαν και έκαναν γρήγορους κύκλους γύρω του. Κοίταζε αυτό το φαινόμενο έκπληκτος. Ήταν κάτι μαγικό και ανεπανάληπτο. Απότομα σταμάτησαν να κάνουν κύκλους και πήγαν προς τον τοίχο. Εκεί παρατάχθηκαν όλες μαζί λες και είχαν εντολή και σχημάτισαν ένα παραλληλόγραμμο, σαν πόρτα. Μία από αυτές πήγε κοντά στον Αλέξη και έπειτα κατευθύνθηκε προς την σχηματισμένη πόρτα. Ο Αλέξης κατάλαβε ότι η πυγολαμπίδα, αυτό το μικροσκοπικό πλασματάκι ήθελε να την ακολουθήσει.

    Πλησίασε στον τοίχο, ψηλάφισε την

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1