Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Εξομολόγηση
Εξομολόγηση
Εξομολόγηση
Ebook276 pages4 hours

Εξομολόγηση

Rating: 5 out of 5 stars

5/5

()

Read preview

About this ebook

Βρισκόμαστε στην Αθήνα, Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 και του 1980, ο Μίλτος και ο Πάνος είναι δίδυμα αδέλφια που βρίσκονται εγκαταλελειμμένα από τους ενήλικες στη ζωή τους. Μετά από μια τραυματική παιδική ηλικία γεμάτη μοναξιά, πόνο στην καρδιά και εγκληματικότητα, ανάδοχα σπίτια, κακοποίηση και αναγκαστική παιδική εργασία, βρίσκουν αντίθετα μονοπάτια στη ζωή για να αντιμετωπίσουν τις οδυνηρές ουλές που προκαλούνται.

Ο Πάνος γίνεται αστυνομικός για να γείρει τις κλίμακες της δικαιοσύνης προς τη σωστή κατεύθυνση, ενώ ο Νίκος επιδιώκει να διορθώσει τα λάθη της παιδικής τους ηλικίας με το δικό του σήμα εκδίκησης.

Στην απόλυτη ιστορία της φύσης σε σχέση με την ανατροφή, ο Μίλτος λαχταρά να νιώσει κάτι άλλο εκτός από το μίσος και την εκδίκηση. Ενώ ο Κώστας θέλει απλώς να τα αφήσει πίσω του και να βοηθήσει όσους δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους.

Η Εξομολόγηση είναι ένα λαμπρό πορτραίτο του εγκλήματος στους δρόμους της Αθήνας, κατά τη διάρκεια μιας ταραχώδους περιόδου στη ζωή των διδύμων. Δύο άνδρες - εντελώς αντίθετοι στα μονοπάτια που επιλέγουν για τον εαυτό τους - ωστόσο η κοινή τους ανατροφή παρέχει έναν κοινό δεσμό.

Πόσο δικαιολογημένη είναι η κάθε ανταμοιβή, όταν η δολοφονία είναι η μόνη απάντηση;

LanguageΕλληνικά
Release dateJan 26, 2014
ISBN9781310259654
Εξομολόγηση
Author

Ράνια Συνοδινού

Είμαι η Ράνια Συνοδινού συγγραφέας - δημιουργός ιστοριών .Ξεκίνησα να γράφω με την γέννηση του πρώτου μου παιδιού γιατί ήθελε να του λέω παραμύθια. Κάθε φορά που άνοιγα το στόμα μου κατέληγα με μια μεγάλη περιπέτεια και εκεί αποφάσισα πως πρέπει να τις γράψω. Έτσι ήρθε ο "Εκλεκτός της Πανγαίας" ο οποίος ανήκει στην φανταστική λογοτεχνία. Σταδιακά έγραψα και όλα τα παιδικά τα οποία προήλθαν κυρίως από βραδυνές αφηγήσεις πριν από τον ύπνο των μικρών μου.Έπειτα έγραψα το "'Αρμα του Ήλιου" το οποίο διαδραματίζεται στην Ρόδο. Είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα- περιπέτεια μιας και η ηρωίδα προσπαθεί να ανακαλύψει ένα θησαυρό. Το έγραψα μετά από πολύ έρευνα καθώς ήθελα ότι διαβάζει ο αναγνώστης μου να έχει απόλυτη σχέση με την ιστορική πραγματικότητα.Η "Εξομολόγηση" είναι ένα βιβλίο το οποίο έχει μέσα αληθινές ιστορίες κακοποιών. Επίσης και σε αυτό το βιβλίο παρακολούθησα πολλές συνεντεύξεις τους για να καταλήξω σε ένα συμπέρασμα για το τι έφταιξε και πήραν όλοι τους αυτό το δρόμο. Αυτό το βιβλίο έχω την τιμή να λέω πως διαβάστηκε σε μία μέρα ακόμα και από ανθρώπους που δεν είχαν αγγίξει ποτέ τους λογοτεχνικό βιβλίο.Τολμώ να γράφω περιπέτειες όλων των ειδών σε αντίθεση με το κατεστημένο Ελληνικό προφίλ αναγνωστών που προτιμούν κοινωνικά, αισθηματικά και πολιτικά από Έλληνες συγγραφείς ενώ τις περιπέτειες από ξένους. Δεν θα αλλάξω το όνομα μου, την ταυτότητα μου για να πουλήσω πιο πολλά βιβλία.Αυτό που πρέπει να αλλάξει είναι η νοοτροπία πως δεν υπάρχουν Έλληνες και Ελληνίδες αρκετά καλοί σε αυτά τα είδη.Σας διαβεβαιώνω πως υπάρχουμε, είμαστε εδώ και αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια ευκαιρία για να σας ταξιδέψουμε.

Read more from Ράνια Συνοδινού

Related to Εξομολόγηση

Related ebooks

Reviews for Εξομολόγηση

Rating: 5 out of 5 stars
5/5

7 ratings1 review

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

  • Rating: 5 out of 5 stars
    5/5
    καταπληκτικο!

Book preview

Εξομολόγηση - Ράνια Συνοδινού

ΡΑΝΙΑ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ

Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

«Ήρθε και το ξύλο

και σκότωσε το σκύλο

που έπνιξε τη γάτα

που έφαγε τον ποντικό

που πήρε το φιτίλι

μέσ’ από το καντήλι

που έφεγγε και κένταγε

η κόρη το μαντίλι,

ντίλι-ντίλι-ντίλι»

Παιδικό τραγουδάκι

Μεταξύ της δικαιοσύνης και της απονομής δικαιοσύνης υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που τις χωρίζει.

Emmeline Pankhurst, 1858-1928, Βρετανίδα σουφραζέτα

Καλή ‘ναι η δικαιοσύνη, μα για τους αγγέλους - ο άνθρωπος ο κακομοίρης δεν αντέχει, θέλει έλεος... 

Μπας και βρίσκεται στον πάτο της Κόλασης, Κύριε, η πόρτα της Παράδεισος;

Νίκος Καζαντζάκης, 1883-1957, Έλληνας συγγραφέας

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Μέσα σε αυτό το βιβλίο έχω βάλει πολλές αληθινές ιστορίες που στιγμάτισαν την Ελληνική κοινωνία. Θα δείτε βιογραφίες Ελλήνων κακοποιών με στοιχεία που πήρα από τις εφημερίδες. Τα ονόματα βέβαια είναι αλλαγμένα και οι καταστάσεις δραματοποιημένες ειδικά στο τέλος του βιβλίου, δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Αν δείτε πως οδηγήθηκαν οι χαρακτήρες της ιστορίας να έχουν παρεμβατικές συμπεριφορές θα διαπιστώσετε πως όλα οφείλονται σε κακές επιλογές και κακές επιρροές. Απλώς σκεφτείτε…

Copyright © Συνοδινού Ράνια

Follow me on Twitter: @RaniaSin

Facebook: https://www.facebook.com/rania.synodinou

Smashwords Edition

ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του περιεχομένου του παρόντος web site με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εργαστηρίου. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.

ISBN: 9781310259654

« Με ακούς; Δεν μπορώ να μιλήσω πιο δυνατά. Φοβάμαι ότι θα μας ακούσουν. Ξέρω ότι είσαι εκεί. Σε άκουγα που ούρλιαζες χθες το βράδυ. Φοβάμαι ότι σήμερα θα είναι το τέλος μου. Ήρθαν χθες και με ξύπνησαν βίαια για να με πάνε στο υπόγειο. Έχεις πάει και εσύ εκεί σωστά; Σίγουρα βασανίστηκες μέχρι που έχασες την λογική σου, σαν και εμένα. Θέλω να σου πω την ιστορία μου, να πω σε κάποιον τα μυστικά μου, πριν με σκοτώσουν. Δες το σαν μια εξομολόγηση ενός μελλοθάνατου. Σου υπόσχομαι ότι δεν θα με ακούσει κανείς, δεν θα τιμωρηθούμε» είπε ψιθυριστά ενώ είχε ξαπλώσει στο βρώμικο πάτωμα.

Μιλούσε στο διπλανό κελί από μια μικρή χαραμάδα, έπρεπε να μιλήσει με κάποιον το είχε μεγάλη ανάγκη λες και με αυτόν τον τρόπο θα ερχόταν η κάθαρση και θα πήγαινε στον παράδεισο. Λες και ξαφνικά θα ξεπλένονταν όλες του οι αμαρτίες πριν τον σκοτώσουν. Τα πόδια του ήταν δεμένα, το ίδιο και τα χέρια του σαν τιμωρία από τις πολλές φορές που είχε προσπαθήσει να αποδράσει. Το κορμί του ήταν ταλαιπωρημένο από τα ηλεκτροσόκ και τα μαλλιά του άπλυτα εδώ και καιρό. Έπρεπε να τον κρατάνε κλειδωμένο μέχρι να σπάσει, του το είχαν πει άλλωστε πως αν δεν μιλήσει να πει ό,τι γνωρίζει δεν θα έμενε και για πολύ στην ζωή. Του φάνηκε ότι άκουσε βήματα και αμέσως τινάχτηκε και πήγε τρέχοντας στην άλλη γωνία. Δεν έπρεπε να τον καταλάβουν ότι προσπαθούσε να επικοινωνήσει με κάποιον άλλο. Μετά από λίγο που ένιωσε ασφαλής πήγε πάλι στην χαραμάδα και έβαλε το στόμα του όσο πιο κοντά μπορούσε.

«Γεννήθηκα στον Πειραιά πριν από 36 χρόνια. Δεύτερος. Με πέρασε κατά τρία λεπτά ο αδερφός μου ο Πάνος. Και οι δυο μας είχαμε συμπτώματα απεξάρτησης μιας και η μητέρα μας η Κική ήταν ναρκομανής. Μας κράτησαν βδομάδες εκεί μέχρι να βεβαιωθούνε οι γιατροί ότι είχαμε ξεπεράσει τον κίνδυνο και δεν υπήρχαν πια ουσίες στον οργανισμό μας. Μείναμε τόσο πολύ που η Κική ξέχασε ότι μας γέννησε και μας άφησε εκεί. Όλα είναι σαν όνειρο θολά μέσα στο μυαλό μου, λευκά από τις ποδιές των νοσοκόμων και μύριζαν οινόπνευμα.

Τα πρώτα χρόνια της ζωής μας τα περάσαμε μέσα στους διαδρόμους του μαιευτηρίου. Οι νοσοκόμες ήταν οι μανάδες μας, οι γιατροί οι πατεράδες μας και μερικά άλλα παιδιά σαν εμάς ήταν τα αδέλφια μας. Κάθε μέρα που περνούσε ζηλεύαμε όλο και περισσότερο τα άρρωστα παιδιά που ήταν στις πτέρυγες του νοσοκομείου γιατί εκείνα είχαν γονείς, ενώ εμείς όχι. Εκείνα ένιωθαν την ζεστασιά, την αγάπη και την οικογενειακά θαλπωρή μέσα στα δωμάτια του νοσοκομείου, ενώ εμείς όχι. Στα όνειρα μας τους ξεγελούσαμε όλους και πηγαίναμε και ξαπλώναμε στα κρεβάτια, παριστάναμε τα άρρωστα και κάποιοι γονείς μας λυπόντουσαν και μας έπαιρναν σπίτι μαζί τους. Έτσι αισθανόμασταν μερικές φορές όταν έβρεχε, όταν είχε κρύο, όταν οι κεραυνοί έσκιζαν τον ουρανό, όταν βλέπαμε εφιάλτη, σαν εγκαταλελειμμένα κατοικίδια.

Συνέχεια έρχονταν και νέα παιδιά και επειδή δεν είχαν που αλλού να τα πάνε, τα κρατούσαν εκεί μαζί μας για ένα χρονικό διάστημα. Θυμάμαι το όνομα του πρώτου μου φίλου του Βλάσση. Ήταν πιο μεγάλος από εμένα. Το μόνο που μπορώ να ανακαλέσω από το πρόσωπό του ήταν μια μεγάλη μελανιά στο μάτι, η υπόλοιπη μορφή του είναι ακόμα θολή στο μυαλό μου. Μου είχε πει ότι ήταν καλύτερα για εκείνον να πεθάνει παρά να γυρίσει σπίτι του. Όταν τον ρώτησα τι σημαίνει να πεθαίνεις μου είχε πει ότι τότε νιώθεις ευτυχισμένος και ελεύθερος και δεν μπορεί να σου κάνει κανείς πια κακό. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι δεν θα ξυπνούσες ποτέ και ότι ίσως να πονούσες λίγο προηγουμένως. Εγώ είχα απορία σχετικά με τον τρόπο που θα κοιμόσουν και δεν θα ξυπνούσες ποτέ και ρώτησα μια νοσοκόμα. Όμως μόλις της το είπα φάνηκε να τρομάζει και έφερε έναν αστυνομικό να προσέχει τον Βλάσση. Μετά ο Βλάσσης δεν μου μιλούσε πια, είχα λέει πει το μυστικό του. Εγώ όμως δεν είχα ποτέ πριν καταλάβει τι σημαίνει να κρατάς μυστικό. Ακόμα και ο Πάνος μου είχε θυμώσει αν και δεν τον ήθελε καθόλου τον Βλάσση.

Ο Πάνος δεν ενδιαφερόταν να κάνει το πρώτο βήμα για νέες φιλίες. Δεν χρειαζόταν καν να προσπαθήσει. Μερικές φορές μου έμοιαζε να έχει έναν μαγνήτη που τραβούσε τον κόσμο πάνω του, αν και ήμασταν ολόιδιοι ο κόσμος τον συμπαθούσε περισσότερο. Δεν είχε καμία σχέση με εμένα που έπρεπε πρώτα να επεξεργαστώ τον άλλον και μετά να αποφασίσω αν πρέπει να του μιλήσω ή όχι. Πάντα ήμουν διστακτικός, μερικές φορές απόμακρος και παραμένω ακόμα έτσι.

Που και που ερχόντουσαν κάποιοι απεσταλμένοι από δημόσιους φορείς, κουνούσαν συγκαταβατικά το κεφάλι τους ότι αυτή δεν είναι ζωή για εμάς, έκλειναν πίσω τους την πόρτα και έριχναν μαύρη πέτρα. Μια φορά κρυφάκουσα ότι δεν μας ήθελε κανείς επειδή γεννηθήκαμε με εξάρτηση, αυτό δεν κατάλαβα αμέσως τι σήμαινε αλλά μεγαλώνοντας το έμαθα με τον δύσκολο τρόπο. Δεν μας πείραζε όμως τόσο πολύ γιατί ο πιο μεγάλος μας φόβος δεν ήταν να μείνουμε για πάντα εκεί αλλά να μας χωρίσουν.

Η νοσοκόμα η Λίλα ήταν η πιο ξεχωριστή από όλες. Ήταν πολύ καλή μαζί μας, μάλιστα εκείνη μας έδωσε τα ονόματα μας. Εμένα με ονόμασε Μίλτο από τον παιδικό της έρωτα και τον αδερφό μου Πάνο από τον άντρα της. Ήμασταν, όπως θυμάμαι την γλυκιά φωνή της «οι άντρες της ζωής της» και για εμάς ήταν ό,τι πιο κοντινό είχαμε γνωρίσει σε μάνα. Πάντα ερχόταν λίγο νωρίτερα για να μας δει και να μας παίξει, μας έφερνε γλυκά και περνούσε μαζί μας όλα της διαλλείματα. Ήταν κοντούλα, παχουλή και είχε πάντα τα καστανά της μαλλιά πιασμένα κότσο. Τα μάγουλα της ήταν πάντα ροδοκόκκινα και είχε καστανά αμυγδαλωτά μάτια. Ήταν για μένα τέλεια. Καθώς δεν ξέραμε πως είναι να ζεις σε ένα πραγματικό σπίτι είχαμε αναγκαστικά συμβιβαστεί με την ιδέα του νοσοκομείου και μας φαινόταν φυσιολογικό, άλλες φορές πάλι αποπνικτικό. Επειδή ήμασταν και δίδυμοι καμιά φορά γινόμασταν και η ατραξιόν των γιατρών, κάτι που μας άρεσε αρκετά.

Όλες οι μέρες έμοιαζαν ίδιες εκεί. Η μόνη διαφορά ήταν ότι τα Χριστούγεννα στόλιζαν λίγο τους θαλάμους και αν κάποιο παιδάκι ξέχναγε τα παιχνίδια του φεύγοντας μπορούσαμε να τα κρατήσουμε εμείς. Τότε ήμασταν πραγματικά ευτυχισμένοι και για λίγο ξεχνιόμασταν.

Μπορεί να μην θυμάμαι πολλές εικόνες μετά από τόσα χρόνια αλλά θυμάμαι συναισθήματα και μυρωδιές. Θυμάμαι όταν βγαίναμε στο προαύλιο και μπορούσαμε να αναπνεύσουμε λίγο φρέσκο αέρα. Η μυρωδιά της άνοιξης μου μεθούσε το μυαλό και ονειρευόμουν ότι μια μέρα θα φεύγαμε από εκεί μαζί με τον Πάνο και θα κάναμε σπουδαία πράγματα. Θα γινόμασταν πιλότοι και θα πετάγαμε πάνω από το νοσοκομείο, με τον καπνό μας θα γράφαμε μηνύματα και θα τα έβλεπαν οι νοσοκόμες και θα γελούσαν. Αυτό θέλαμε, να κάνουμε τους άλλους να γελάνε. Έπρεπε να είμαστε ήσυχοι και υπάκουοι, να μην δυσαρεστούμε κανέναν αλλιώς υπήρχε πάντα η απειλή του διευθυντή ότι δύο ορφανά παιδιά σαν εμάς δεν θα τα πάρει ποτέ κανείς μαζί και θα τα χωρίσουν. Αυτός ήταν πραγματικός εφιάλτης για εμάς.

Μία φορά λίγο πριν φύγουμε από εκεί ήρθε ένα κοριτσάκι, η Κατερίνα. Δεν θυμάμαι το πρόσωπό της, μόνο το όνομα της και ότι μου φαινόταν πολύ όμορφη. Την είχε φέρει ένας αστυνόμος γιατί το είχε σκάσει από το σπίτι της και ήταν το πιο κοντινό νοσοκομείο στην περιοχή. Ήταν έξι χρονών σαν εμένα αλλά φοβόταν να μιλήσει σε οποιονδήποτε. Είχε πιάσει μια γωνία στον θάλαμο και είχε κουλουριαστεί. Σιγοτραγουδούσε συνέχεια ένα σκοπό τον οποίο ακούω καμιά φορά μέσα στα όνειρά μου. Θυμάμαι ότι ήθελα πολύ να της μιλήσω σε αντίθεση με τον Πάνο που δεν της έδινε καμία σημασία. Πλησίασα κοντά της και εκείνη με κοιτούσε τρομαγμένη, αποφάσισα να μην της μιλήσω αλλά απλώς να κάτσω δίπλα της. Φάνηκε να δυσανασχετεί αλλά τελικά με δέχτηκε σιωπηλά και συνέχισε να κοιτάζει σαν τρομαγμένο ελάφι.

Μετά από λίγο ήρθε μέσα μια νοσοκόμα για να της δώσει φαγητό. Μόλις την πλησίασε, τότε κατάλαβα τι πάει να πει δυνατή φωνή. Η νοσοκόμα σχεδόν πανικοβλήθηκε από τα ουρλιαχτά της και βγήκε έξω από το δωμάτιο άρον άρον. Ο Πάνος πήγε στο κρεβάτι του και σκεπάστηκε ολόκληρος με την κουβέρτα για να μη την ακούει. Εγώ όμως δεν έφυγα, έμεινα ψύχραιμος και την κοιτούσα στα μάτια χωρίς να της μιλάω. Εκείνη ηρέμησε και εγώ πήρα το πιάτο με το φαγητό της. Το έφερα κοντά της και άρχισα να την ταΐζω. Πρέπει να πεινούσε πάρα πολύ , έτρωγε λαίμαργα και δεν προλάβαινα να βάζω νέα μπουκιά στο πιρούνι. Αφού έφαγε προσπάθησε να βγάλει μια φωνή η οποία έμοιαζε να προέρχεται από τα έγκατα της ψυχής της. Με ευχαρίστησε και δεν είπε τίποτα άλλο. Μέχρι να την πάρουν πάλι πίσω δεν έφευγε από κοντά μου σε σημείο που εκνεύριζε τον Πάνο και καβγαδίζαμε για αυτό. Μου έλεγε ότι ή είχα αρχίσει να γίνομαι κορίτσι ή θέλω να την κάνω το κορίτσι μου. Ήταν η πρώτη φορά που είχε θυμώσει τόσο πολύ μαζί μου που έπρεπε να έρθει η νοσοκόμα για να μας χωρίσει.

Όταν έφυγε η Κατερίνα αισθανόμουν πολύ άσχημα, ο Πάνος όμως ήταν χαρούμενος γιατί βρήκε πάλι τον αδερφό του που του τον είχε πάρει η Κατερίνα. Μετά από λίγο καιρό ήρθε πάλι αλλά φαινόταν πιο άσχημα από την προηγούμενη φορά. Κοίταζε για πολλές ώρες το κενό μέχρι να καταφέρω και να την συνεφέρω. Όσο την ρωτούσα τι της είχε συμβεί τόσο κλεινόταν στον εαυτό της. Στο τέλος την κατάφερα και μου έδειξε τα πόδια της τα οποία ήταν καμένα, πρέπει να ήταν από τσιγάρο. Δεν ήθελε να μου πει ούτε ποιος το έκανε, ούτε γιατί, ούτε που ήταν οι δικοί της και την έφεραν εδώ. Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω μαζί της, ήθελα να την προστατέψω έτσι σκέφτηκα να πω το πρόβλημα μου στον Πάνο. Πήγαμε και οι δύο εκεί, μπροστά της και πήραμε όρκο πως αν μας πει δεν θα αφήσουμε να την πειράξει κανένας. Εκείνη πάλι δεν είπε τίποτα, απλώς μας πήρε μια μεγάλη αγκαλιά και μας ευχαρίστησε.

Περνάγαμε όσο το δυνατόν πιο ωραία γινόταν οι τρεις μας. Ήταν η αδερφή μας και ήμασταν ενωμένοι σαν μια γροθιά, μέχρι που την ξαναπήραν. Μετά από λίγο καιρό ήρθε πάλι και προσπαθήσαμε να το σκάσουμε οι τρεις μας από εκεί. Όμως δεν τα είχαμε υπολογίσει καλά. Θέλαμε να φύγουμε από το πλυσταριό , μέχρι εκεί ήταν όλα εύκολα. Τρυπώσαμε το πρωί μέσα στο καλάθι με τα σεντόνια. Πριν πάει να το αδειάσει, είχαμε φύγει και είχαμε κρυφτεί σε ένα βοηθητικό θάλαμο. Περάσαμε όλη την νύχτα εκεί και ακούγαμε σε όλο το νοσοκομείο να μας ψάχνουν. Ήμασταν πολύ κοντά στο να φύγουμε όμως μόλις ακούσαμε την φωνή της Λίλας να μας φωνάζει κλαίγοντας, εγώ και ο Πάνος λυγίσαμε και φανερωθήκαμε. Φάγαμε πολύ ξύλο εκείνη την φορά και η Κατερίνα ήταν πολύ θυμωμένη μαζί μας, δεν ήθελε ούτε να μας βλέπει, ούτε να μας ακούει. Την επόμενη μέρα την πήραν από εκεί και δεν την είδαμε ποτέ ξανά. Ένιωθα χάλια, ότι την είχα προδώσει, όμως ορκίστηκα στον εαυτό μου ότι κάποια μέρα, όταν ήμουν μεγάλος θα το διόρθωνα αυτό.

Μια μέρα την οποία δεν θα την ξεχάσω ποτέ, ήρθε στον θάλαμο η Λίλα με τα μάτια κατακόκκινα από το κλάμα. Μας πήρε αγκαλιά και άρχισε να μας φιλάει στα μαλλιά και να μας λέει πόσο πολύ μας αγαπάει. Μας είπε ότι πέρασε ο εφιάλτης και ότι είχε έρθει η ώρα που θα είχαμε ένα πραγματικό ζεστό σπιτικό σαν όλα τα υπόλοιπα παιδιά. Που να ήξερε ότι τότε θα ξεκινούσε η δυστυχία μας και ότι εκεί ζούσαμε πραγματικά χαρούμενοι.

Η Κική μπήκε δειλά δειλά μέσα στον θάλαμο. Μια πολύ αδύνατη γυναίκα, με μακριά καστανά μαλλιά, με κύκλους κάτω από τα μάτια, φορώντας ένα σκούρο φόρεμα που έμοιαζε να είναι δανεικό άπλωσε τα σκελετωμένα της χέρια για να μας αγκαλιάσει. Εμείς το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να μείνουμε στήλες άλατος αλλά όσο εκείνη πλησίαζε εμείς πήγαμε πίσω από την παχουλή Λίλα για προστασία. Η Λίλα που ακόμα δεν είχε σταματήσει να κλαίει και να σκουπίζει τα μάτια της μας προέτρεψε να πάμε κοντά της .

«Η μαμά σας είναι. Ήταν άρρωστη και γύρισε πίσω για εσάς, να σας πάρει κοντά της και να είστε μια οικογένεια » μας είπε χωρίς πραγματικά να το πιστεύει, μπορούσαμε πια να την καταλάβουμε. Ο Πάνος μπήκε μπροστά από εμένα σαν μεγάλος αδελφός για να δει αν ήταν αλήθεια.

«Μαμά;» είπε γεμάτος ερωτηματικά και η Κική τον πήρε μια μεγάλη αγκαλιά. Μόλις άνοιξε τα χέρια της μου ήρθε μια παράξενη μυρωδιά την οποία μετά την είχα μόνιμα στην καθημερινότητα μου. Μυρωδιά τσιγάρου και αλκοόλ. Εγώ όμως δεν ήθελα, δεν την ήξερα την αγκαλιά της, ήξερα μόνο την Λίλα και την Λίλα ήθελα.

Η επόμενη σκηνή που έχω στο μυαλό μου είναι να βάζουν σε δυο σακούλες τα πράγματα μας και να με σπρώχνουν να μπω στο αυτοκίνητο που μας περίμενε από έξω. Η Λίλα κλαίγοντας είχε μείνει πίσω και εμένα η Κική με έσπρωχνε να μπω μέσα. Έβαζα όλη μου την δύναμη, ό,τι είχα και δεν είχα για να μην πάω μαζί της αλλά δεν ήταν αρκετό. Ο αδερφός μου, χαμογελούσε ευτυχισμένος και με κοιτούσε με νόημα και θυμό μαζί ότι δεν φέρομαι σωστά αλλά εγώ έκλαιγα. Δεν ήθελα να φύγω, αυτό είχα μάθει για σπίτι και δεν ήθελα να μου το στερήσει μια που ξαφνικά θυμήθηκε ότι είναι μάνα μας.

Έπειτα ήταν και η Κατερίνα, αν έφευγα από εκεί δεν θα την έβλεπα ποτέ ξανά και δεν θα μπορούσα να τηρήσω την υπόσχεση μου. Όμως δεν είχα άλλη επιλογή, ήμουν πολύ μικρός για να έχω επιλογές, για να δημιουργήσω επιλογές και να μπορώ να ορίζω την ζωή μου. Ποιος όρισε ότι οι μεγάλοι είναι πάντα ώριμοι και ικανοί να διαμορφώνουν τις τύχες των παιδιών τους;

Ο άντρας που οδηγούσε δεν είχε βγάλει μιλιά. Κάπνιζε το τσιγάρο του και μας έβλεπε από τον καθρέπτη. Από την αρχή δεν μου άρεσε το βλέμμα του το σκληρό και το αδιάφορο. Ήταν πιο μεγάλος από την Κική και είχε ένα παχουλό μουστάκι. Τα μαλλιά του ήταν ακόμα μαύρα και πυκνά και τα μάτια του έσπευδε να τα κρύβει πίσω από τεράστια γυαλιά. Δεν ήθελε να βλέπουμε που κοιτάζει.

«Αγόρια, μην τον κοιτάζετε έτσι, δεν είναι ωραίο» είπε η Κική που είδε ότι τον κοιτούσαμε διερευνητικά.

«Είμαι ο Τάκης , φίλος της μαμάς σας» είπε ξερά ξερά και ήταν η πρώτη και τελευταία πρόταση που άρθρωσε σε όλο το δρόμο. Οδηγούσε πολύ ώρα καθώς το σπίτι ήταν αρκετά μακριά από το νοσοκομείο. Εγώ και ο Πάνος κοιτούσαμε από το παράθυρο έκθαμβοι μιας και δεν είχαμε πάει πουθενά. Η ζωή μας ήταν στο νοσοκομείο και μόνο εκεί. Είχε βέβαια ένα πολύ μεγάλο προαύλιο χώρο με λουλούδια όπου εκεί κάθε μέρα βγαίναμε και παίζαμε. Κατά καιρούς υιοθετούσαμε και κανένα σκυλάκι για να θυμόμαστε ότι είμαστε παιδιά και όχι προϊόντα του νοσοκομείου. Οπότε όλη αυτή η διαδρομή ήταν για εμάς μαγική μέχρι που ξεκινήσαμε να φτάνουμε στην γειτονιά μας.

Μια περιοχή στον Βοτανικό εγκαταλελειμμένη από το κράτος και τον ίδιο τον Θεό. Στρίψαμε σε ένα στενό που είχε χωματόδρομο και ήταν γεμάτος λακκούβες. Μας είχε φανεί αστείο το γεγονός ότι κουνιόμασταν τόσο πολύ και μας έφυγαν γέλια. Αμέσως όμως μας έριξε ένα βλέμμα ο Τάκης και μας έκοψε το γέλιο, του «θείου» Τάκη δεν του άρεσε η φασαρία. Το αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από ένα παλιό σπίτι, μονοκατοικία, άβαφτο με μια μικρή καγκελένια πόρτα η οποία ήταν ξεκλείδωτη.

Μπήκαμε μέσα γεμάτοι απορία μιας και δεν περιμέναμε το σπιτικό μας να είναι εξωτερικά χειρότερο από το νοσοκομείο. Από έξω κάτι περίεργες γειτόνισσες είχαν ξεπροβάλλει στις πόρτες και στα παράθυρα λες και ήμασταν η νέα ατραξιόν του τσίρκου της γειτονιάς. Αμέσως είχαν αρχίσει να ψιθυρίζουν η μία στην άλλη. Σίγουρα το νέο της άφιξης μας θα μπορούσε να φτάσει σύντομα μέχρι την άλλη πλευρά της Αθήνας πιο γρήγορα από ταχυδρομικό περιστέρι.

Το σπίτι μέσα ήταν γιαπί. Είχε μια κρεβατοκάμαρα , μια τουαλέτα, μια πολύ μικρή στενή κουζίνα και ένα σαλόνι. Στο σαλόνι είχε βάλει δύο στρώματα κάτω για εμάς και αυτό ήταν το δωμάτιο μας. Αφήσαμε τα πράγματα μας κάτω και περιεργαζόμασταν τον χώρο. Ο Πάνος ήταν χαρούμενος και συνέχεια πήγαινε και αγκάλιαζε την Κική ενώ εγώ ποτέ δεν ήμουν διαχυτικός σαν εκείνον και προτίμησα να περιεργαστώ τον χώρο. Η υγρασία είχε φουσκώσει την παλιά ταπετσαρία και η μούχλα στο ταβάνι είχε αρχίσει να απλώνεται επικίνδυνα. Οι μισές λάμπες ήταν καμένες αλλά αυτό πιο μετά, όταν έμεναν απλήρωτοι οι λογαριασμοί και μας έκοψαν εντελώς το ρεύμα, δεν ήταν τόσο μεγάλο πρόβλημα. Το σπίτι ανέδυε μια μυρωδιά υγρασίας και σκόνης την οποία χειροτέρευε το γεγονός ότι τα παντζούρια ήταν συνέχεια κλειστά. Πολλές φορές προτιμούσαμε να βγαίνουμε έξω για να παίρνουμε καμιά καθαρή ανάσα. Όταν έρχεται στο μυαλό μου το σπίτι με ακολουθεί και εκείνη η αρρωστημένη μυρωδιά.

Στην αρχή όλα κυλούσαν αρκετά ήρεμα. Ο Τάκης έλειπε σχεδόν συνέχεια και η Κική προσπαθούσε να γίνει η μαμά που δεν ήταν ποτέ. Μας μαγείρευε όπως

Enjoying the preview?
Page 1 of 1