Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Η Ανταριασμένη, οι Φίλοι και τα Κτίρια
Η Ανταριασμένη, οι Φίλοι και τα Κτίρια
Η Ανταριασμένη, οι Φίλοι και τα Κτίρια
Ebook325 pages3 hours

Η Ανταριασμένη, οι Φίλοι και τα Κτίρια

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Η Ανταριασμένη ονειρεύεται πολύ. Όσο ονειρεύεται συναντάει πλάσματα που μοιάζουν πολύ με ανθρώπους και βιώνει πολλές περιπέτειες. Στέφεται βασίλισσα, σώνει έναν ναυτικό και καταλήγει μέσα σε μια φάλαινα. Εκεί συναντάει έναν γλάρο που μιλάει, έναν καπετάνιο και δύο κυρίες από μια άλλη εποχή. Θα νόμιζε κανείς ότι η Ανταριασμένη συναντάει το αλλόκοτο μόνο στα όνειρά της, όμως όταν ξυπνάει αντιμετωπίζει μια σκληρή πραγματικότητα, ακόμα πιο παράξενη...
Η Ανταριασμένη μένει σε μία πόλη, όπου οι κάτοικοι προσπαθούν καθημερινά να σκαρφαλώσουν πάνω σε ζωντανά κτίρια. Τα κτίρια τρέφονται από αρνητικά συναισθήματα για αυτό και βασανίζουν τους επίδοξους αναρριχητές. Η Ανταριασμένη βρίσκει τη ζωή τους άθλια και προσπαθεί να ανακαλύψει γιατί συμβαίνουν όλα αυτά. Ωστόσο, όλοι δείχνουν να αποφεύγουν κάθε σχετική συζήτηση. Η γιαγιά της, η Ευθαλία, είναι απόμακρη και ποτέ δεν εξηγεί γιατί λείπουν οι γονείς της. Η δασκάλα είναι ιδιαίτερα αυστηρή μαζί της και οι Διευθυντές του σχολείου προσπαθούν να την κάνουν να προσαρμοστεί σε ένα εντελώς ρυθμισμένο και ελεγχόμενο περιβάλλον. Και οι φίλοι; Οι φίλοι της βλέπουν τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο.
Μια μέρα η Ανταριασμένη αποφασίζει να πάει στα κτίρια και να τα αντιμετωπίσει μόνη της, αφού υποθέτει ότι κανείς δε θα τη βοηθήσει. Και όμως... Οι φίλοι της, τόσο από την πραγματικότητα αλλά και από τη φαντασία θα την αναζητήσουν. Θα συναντηθούν όλοι τους στο μεγαλύτερο και πιο μοχθηρό κτίριο, εκεί όπου θα δοθεί μια εξωπραγματική μάχη ανάμεσα σε ανθρώπους, πλάσματα και κτίρια. Μια μάχη πολύ διαφορετική μεν, αλλά αρκετά σκοτεινή, παρόλο που αντί για όπλα θα έχει παράξενα κλειδιά, συναισθήματα και ήχους.

LanguageΕλληνικά
Release dateJan 17, 2014
ISBN9781310665271
Η Ανταριασμένη, οι Φίλοι και τα Κτίρια
Author

Konstantina Koraki

Konstantina Koraki lives in Athens, Greece. "Andariasmeni, the Buildings and her Friends" is her first novel. She likes fantasy, surreal fantasy, mystery, sci-fi etc. “One day a book was read to me, when I was a child, I was told about a story so original and fine. Three little animals set forth at a different time, to go to the woods, having no one to say goodbye. They came to a glade, in front of a huge tree, it had a hole inside, which get us to our story's gist. The little animals were hesitant, they didn't know what they would find, the two decided not to go on, they thought security was right. The third, who was strange but at heart was just the same decided to enter the trunk, reveal what the wood may contain."

Related to Η Ανταριασμένη, οι Φίλοι και τα Κτίρια

Related ebooks

Reviews for Η Ανταριασμένη, οι Φίλοι και τα Κτίρια

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Η Ανταριασμένη, οι Φίλοι και τα Κτίρια - Konstantina Koraki

    1.Τα όνειρα

    Μπροστά της είχε μία κλειστή πόρτα. Μια κίνηση χρειαζόταν μόνο, να τεντώσει το χέρι της, ωστόσο δίσταζε. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα που μάλλον άγγιζαν την ώρα... ο χρόνος πλέον μετρούσε διαφορετικά.

    Το χέρι αποφάσισε από μόνο του. Εκείνη, απλώς, ακολούθησε πειθήνια. Η πόρτα άνοιξε φανερώνοντας ένα γιγάντιο πουλί. Να ήταν ιππόγρυπας; Μάλλον όχι, οι ιππόγρυπες δεν ήταν έτσι, αν και ούτε με τα συνηθισμένα πουλιά έμοιαζε. Είχε μεν φτερά και πούπουλα, όμως το μέγεθός του ήταν εξωπραγματικό. Φαινόταν γέρικο και ταλαιπωρημένο, με φτερά αναστατωμένα, που δεν ακολουθούσαν την κανονική φορά που έχουν συνήθως τα φτερά των πουλιών, προς την ουρά. Τα δικά του κοιτούσαν προς το κεφάλι του, σαν να πήγαιναν ενάντια στα καθιερωμένα. Θα μπορούσε να φαίνεται γελοίο, αλλά εκείνο στεκόταν αγέρωχο και σοφό με το λευκό του φτέρωμά που είχε απαλό γαλάζιο στις άκρες. Έδειχνε να μην είχε πάρει είδηση την παρουσία της, όταν ξαφνικά γύρισε προς το μέρος της με διεισδυτικό βλέμμα. Δεν της άφησε χρόνο να σκεφτεί, ούτε της συστήθηκε.

    Ανέβα πάνω της είπε.

    Η φωνή του έδειχνε πώς δεν θα δεχόταν αντίρρηση. Για λίγο, έμεινε αμήχανη, στο τέλος όμως υπάκουσε και ανέβηκε στη ράχη του. Το πουλί κατευθύνθηκε γρήγορα προς τα πάνω με το ράμφος του ανασηκωμένο, λες και ήταν εκείνο που έδειχνε την πορεία. Πλέον, πετούσαν ψηλά στον ουρανό με τις θάλασσες και τα βουνά να τρέχουν από κάτω τους. Ένιωσε τον αέρα να μαστιγώνει τα μάγουλά της και τα μάτια της να δακρύζουν. Όλα έμοιαζαν τόσο μικρά από εκεί πλέον, λες και ενώνονταν μεταξύ τους, δίχως διακριτά όρια. Εκεί που έβλεπε σπίτια, δρόμους, πόλεις, τώρα συνειδητοποιούσε ότι ήταν όλα ένα, σαν να έσβηναν, σαν να μην άντεχαν τόση μεγάλη απόσταση. Ξαφνικά, την ώρα που περνούσαν πάνω από μια θάλασσα, που έμοιαζε να μην έχει τέλος, το πουλί μίλησε με ήρεμη φωνή...

    Ώρα να πας κάτω...

    Μα γιατί; ρώτησε η Aνταριασμένη.

    Δεν πήρε καμία απάντηση. Το πουλί έγειρε την πλάτη του απαλά και την άφησε να πέσει. Έκλεισε τα μάτια της, δεν άντεχε, είχαν γεμίσει δάκρυα από την ταχύτητα. Το μόνο που πρόλαβε να σκεφτεί για παρηγοριά ήταν ότι το πουλί δεν θα ήθελε το κακό της μάλλον... Ρούφηξε τον αέρα αχόρταγα, μέχρι που άκουσε τον εαυτό της να πέφτει στη θάλασσα με πάταγο. Περίμενε να πονέσει, όμως το μόνο που αισθάνθηκε ήταν να παγώνει.

    Βυθίστηκε με μεγάλη ταχύτητα, όλο και πιο βαθιά. Γύρω της κολυμπούσαν παράξενα όντα, αν και δεν προλάβαινε να τα δει καθαρά. Ίσως ήταν πλάσματα ή ψάρια, με σχήμα ακαθόριστο. Μερικά ήταν αλλόκοτα, άλλα τόσο γνώριμα... Κάποια στιγμή έφτασε στον πάτο. Εκεί άκουσε φωνές... άνθρωποι; Πλάσματα της θάλασσας ή τα φαντάσματα των πνιγμένων; Την περίμεναν, έτσι της είπαν. Ήταν η Βασίλισσά τους. Το αρνήθηκε επίμονα, όμως εκείνα επέμεναν. Τα είδε να την πλησιάζουν με πρόσωπα αποφασισμένα. Φοβήθηκε, αλλά δεν μπορούσε να ξεφύγει, οπότε αφέθηκε. Με τελετουργικές κινήσεις την τοποθέτησαν σε έναν υπερυψωμένο θρόνο για να την τιμήσουν με μια μεγαλόπρεπη γιορτή. Ξεφάντωναν τρελά, ήταν όλα τους μέσα σε έκσταση. Η Βασίλισσά τους έχει έρθει, την περίμεναν καιρό. Η Βασίλισσα Ανταριασμένη κοίταζε έκπληκτη γύρω της.

    Πλάσματα... στην αρχή η φωνή της έτρεμε. Πώς μιλάει άραγε μια Βασίλισσα; με τιμάτε... στα αλήθεια... Ακούστέ με λοιπόν!

    Η φωνή της δυνάμωσε, απέκτησε σιγουριά. Τα πλάσματα κοντοστάθηκαν, η Βασίλισσα έκανε διάγγελμα.

    Είμαι μια απλή κοπέλα. Κάποια άλλη περιμένατε, προφανώς έχει γίνει λάθος είπε χαμογελώντας.

    Η Βασίλισσά μας είναι ταπεινή! oύρλιαξαν τα πλάσματα ταυτόχρονα, ενώ χόρευαν ξέφρενα γιορτάζοντας το γεγονός του ερχομού της.

    Δεν έδωσαν καμία σημασία στα λόγια της, εμφανίστηκε την κατάλληλη στιγμή και δεν σκόπευαν να την αφήσουν να φύγει. Είχαν τόση μεγάλη ανάγκη κάποιον που θα επιβεβαίωνε, όσα που είχαν στο μυαλό τους, και η Ανταριασμένη αποτελούσε το κατάλληλο πρόσωπο, αφού ήταν η Βασίλισσά τους. Σύντομα, έβαλαν ένα μεγαλοπρεπές στέμμα στο κεφάλι της, που αντί για μαργαριτάρια και άλλους πολύτιμους λίθους, ήταν στολισμένο με μικρούς αστραφτερούς αστερίες και πολύχρωμα φύκια. Γύρω από τους ώμους της πέρασαν έναν μακρύ μανδύα με βαθύ μπλε χρώμα στολισμένο με σταγόνες.

    Σταγόνες είναι; ρώτησε. Λάμπουν τόσο πολύ και μερικές δείχνουν σαν να χορεύουν πάνω στον μανδύα μου.

    Είναι δάκρυα, Βασίλισσά μας! Είναι τα δάκρυα τού λαού μας που σε περίμενε τόσο καιρό και πονούσε που δεν σε είχε μαζί του.

    Ο μανδύας της Ανταριασμένης και τα δάκρυά του...

    Μια φυλή από θαλάσσια πλάσματα προσπαθούσε να ζήσει ευτυχισμένη, χωρίς να τα καταφέρνει. Τα πλάσματα τσακώνονταν μεταξύ τους και χαλούσαν τις ζωές τους, συνήθως για μικροπράγματα. Για πράγματα που αν τα άκουγε κάποιος άλλος θα τα έβρισκε ανόητα, όπως για τις θέσεις τους στον βυθό της θάλασσας. Το κάθε πλάσμα είχε τη δική του για να ξεκουράζεται, να σκέφτεται ή, απλώς, για να κουλουριάζεται και να κοιμάται. Ήταν πολύ σημαντικό να έχει το καθένα τον δικό του χώρο. Όλα θα κυλούσαν όμορφα και ομαλά, αν δεν υπήρχε ένα πρόβλημα. Κάποιες θέσεις ήταν καλύτερες, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζαν, κάτι που προκαλούσε φιλονικίες. Σιγά σιγά τα πλάσματα έχασαν τα χαμόγελο και την καλή τους διάθεση. Το μόνο που τα ένοιαζε πλέον ήταν οι θέσεις. Πώς, δηλαδή, θα τις διατηρούσαν ή πώς θα έπαιρναν τις θέσεις των άλλων, που θεωρούσαν καλύτερες. Σταδιακά η φυλή τους γνώρισε τη δυστυχία. Ο γέροντας της φυλής βλέποντας ότι η κατάσταση χειροτέρευε και ότι πιθανότατα θα έφερνε καταστροφή, αποφάσισε να αναλάβει δράση. Είχε προσπαθήσει ο ίδιος πολλές φορές να τους εξηγήσει ότι αυτά τα πράγματα δεν είχαν σημασία, αφού προκαλούσαν διχόνοια στη φυλή τους, αλλά τα πλάσματα ήταν ανένδοτα. Έτσι λοιπόν σκαρφίστηκε το εξής.

    Παρήγγειλε στις γοργόνες να του φτιάξουν έναν μανδύα με κλωστές από τα πιο φίνα φύκια σε βαθύ, σκούρο μπλε χρώμα που σε κάποια σημεία του γινόταν γαλάζιος. Ο γέροντας πήρε τον μανδύα και κάλεσε τα πλάσματα σε συγκέντρωση. Είπε γεμάτος λύπη ότι μετά από τόσο χρόνια που ζούσε στον βυθό, έβλεπε ότι η φυλή τους είχε πάρει άσχημο δρόμο. Αποκάλυψε ότι σύντομα θα έφευγε από τη ζωή, αλλά στη θέση του θα ερχόταν ένα άλλο πλάσμα από μακριά. Ένα πλάσμα που δεν θα ανήκε στον δικό τους κόσμο και θα τους βοηθούσε να βρουν τον χαμένο τους εαυτό. Όταν θα ερχόταν αυτή, όλα θα λύνονταν, δεν θα υπήρχε διχόνοια. Έλεγε αυτή γιατί θα ήταν γυναίκα, ένα κορίτσι συγκεκριμένα, ένα κορίτσι με μακριά ξέπλεκα μαλλιά που θα ανέμιζαν ανάλογα με τη διάθεσή της.

    Τα πλάσματα συγκλονίστηκαν. Τους άρεσε η ιστορία και ήθελαν να μάθουν πότε θα ερχόταν η Βασίλισσα, αλλά και πώς θα μπορούσαν να τη φωνάξουν κοντά τους πιο σύντομα. Ο γέροντας κοίταξε τον μανδύα για λίγο σκεφτικός. Ευτυχώς, του ήρθε μια ιδέα.

    Θα πρέπει όλοι σας να δώσετε τα δάκρυά σας στον μανδύα. Έτσι η Βασίλισσά μας θα ακούσει τον πόνο σας και θα έρθει να μας βρει.

    Αφού ολοκλήρωσε τον λόγο του, δάκρυσε. Ήταν το πρώτο δάκρυ που κύλησε πάνω στο ύφασμα. Στη συνέχεια άφησε τον μανδύα στο κέντρο του βυθού και τους είπε ότι, όποτε ήθελαν να τσακωθούν μεταξύ τους, έπρεπε να έρχονται από πάνω του και να απαλλάσσονται από τον θυμό τους με τα δάκρυα. Έτσι θα επικρατούσε ηρεμία στη φυλή, αλλά θα καλούσαν κιόλας τη Βασίλισσα κοντά τους.

    Τα πλάσματα έκλαψαν πολύ. Άλλα με λυγμούς, αλλά σιωπηλά. Το κλάμα τους πρόσφερε μεγάλη ανακούφιση, αφού είχαν κάτι να ελπίζουν. Κάποια, βέβαια, προσπάθησαν να κλάψουν με το ζόρι. Πίστευαν ότι έτσι θα έφερναν πιο γρήγορα τη Βασίλισσα εκεί. Ο γέροντας τούς εξήγησε καλοσυνάτα ότι δεν είχε νόημα να πιέζονται. Τα δάκρυα έπρεπε να είναι αληθινά.

    Κοιτάξτε! είπε. Μόνο μερικά δάκρυα στέκονται πάνω στον μανδύα. Είναι τα μόνα γνήσια. Αυτά μένουν, τα υπόλοιπα γλιστράνε και ανακατεύονται με το νερό της θάλασσας.

    Ήταν αλήθεια. Ορισμένα δάκρυα στέκονταν πάνω στον μανδύα στραφταλίζοντας. Φάνταζαν σαν λαμπερά διαμάντια σε σχήμα δακρύων. Ωστόσο, υπήρχαν κάποια που δεν παρέμεναν εκεί, αντιθέτως γλιστρούσαν πάνω στο ύφασμα και μετά γίνονταν ένα με τη θάλασσα. Ο γέροντας αναστέναξε κάπως ανακουφισμένος. Έπρεπε να βρίσκει τεχνάσματα για να κερδίζει χρόνο.

    Η Ανταριασμένη άκουγε συλλογισμένη. Όντως, ο μανδύας της είχε διαμαντάκια σε σχήμα δακρύων που άστραφταν άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο.

    Μα πώς πονούσατε για κάποιον που δεν ξέρατε, εάν υπήρχε; ρώτησε απορημένη.

    Βασίλισσά μας, υπάρχουν μύθοι στη φυλή μας που λένε ότι κάποτε θα ερχόταν από τον ουρανό ένα κορίτσι με μακριά μαλλιά, τα οποία θα ανέμιζαν ανάλογα με τις διαθέσεις της. Εμείς πιστέψαμε σε αυτό, όσο παράξενο και αν ακούγεται. Πιστέψαμε με όλη μας την ψυχή και να που οι ελπίδες μας έγιναν πραγματικότητα, αφού εμφανίστηκες.

    Η Ανταριασμένη πρόσεξε ότι τα μαλλιά της ανέμιζαν προς τα πίσω αναστατωμένα.

    Μα δεν ξέρω τι να κάνω! Τι πρέπει να κάνει μια Βασίλισσα; Πείτε μου, σας παρακαλώ!

    Τίποτα δεν πρέπει να κάνει η Βασίλισσά μας! Και μόνο που βρίσκεται ανάμεσά μας είναι αρκετό!

    Συνέχισαν τον ξέφρενο χορό γύρω της κουνώντας τα χέρια τους ψηλά. Την κοιτούσαν με τόση λατρεία που ένιωσε να τα χάνει. Στα μάτια τους έβλεπε ελπίδα, αφοσίωση. Στη συνέχεια, άρχισαν να κατευθύνονται ρυθμικά ο ένας στη θέση του άλλου. Έδειχναν σαν να μην τους ένοιαζε. Μάλιστα, μερικά τις πρόσφεραν στο διπλανό τους πλασματάκι. Από την στιγμή που είχαν τη Βασίλισσά τους, οι θέσεις δεν είχαν σημασία, ο καθένας μπορούσε να πάρει όποια ήθελε.

    Όλα αυτά δεν κράτησαν πολύ... ίσως να κράτησαν ελάχιστα, όσο μια βαθιά ανάσα. Τα πλάσματα της θάλασσας άλλαξαν γνώμη για τις θέσεις και για όλα. Αποφάσισαν να στασιάσουν, έτσι απλά, χωρίς ιδιαίτερη σκέψη. Κάποιο πλάσμα τους υπέβαλε την ιδέα ότι δεν ήταν ευτυχισμένα και ότι η Βασίλισσά τους έφταιγε, επειδή εξαιτίας της παραχώρησαν τις θέσεις τους. Στη φυλή έπεσε αμηχανία, αφού τα πλάσματα δεν μπορούσαν να καταλάβουν, αν ήταν όντως ευτυχισμένα. Ένα, μάλιστα, ρώτησε ψιθυριστά αν ήξεραν τι είναι ευτυχία και μήπως τώρα ήταν καλύτερα από πριν. Τα πλάσματα, που ήθελαν να πάρουν τη θέση της Ανταριασμένης, τον εξαφάνισαν και στη συνέχεια τής επιτέθηκαν. Αυτή έφταιγε, ισχυρίζονταν με βεβαιότητα, παρασύροντας και τα υπόλοιπα.

    Η Ανταριασμένη γλίτωσε την τελευταία στιγμή, αφού για καλή της τύχη μια φάλαινα βρέθηκε κοντά της και την κατάπιε. Τη ρούφηξε απαλά, σαν να την υποδέχτηκε στην κοιλιά της με τρυφερότητα, γεγονός που πρέπει να της το αναγνωρίσουμε. Μέσα στην κοιλιά του κήτους συνάντησε έναν γλάρο και ένα χαρωπό δελφίνι. Πώς κατέληξαν εκεί; Πήγε να τους ρωτήσει, αλλά δεν πρόλαβε, γιατί...

    Ξαφνικά βρέθηκε στο φως. Κάποιος είχε αλιεύσει τη φάλαινα και, δυστυχώς, την είχε ανοίξει. Πολλές φωτογραφίες βγήκαν με μια απορημένη Ανταριασμένη, ένα δελφίνι γύρω της και έναν γλάρο που φιλοσοφούσε. Ο γλάρος ήταν σοφός στα σίγουρα, τα μάτια του είχαν δει πολλά, μα κανείς δεν είχε δώσει σημασία. Αυτό, ίσως, ήταν που τον έκανε τόσο σημαντικό. Η Ανταριασμένη σηκώθηκε απότομα, δεν ήθελε να δώσει συνεντεύξεις, ήθελε να φύγει το γρηγορότερο. Άρχισε να σπρώχνει τους ανθρώπους γύρω της με μια ενοχλημένη έκφραση, αλλά κάπου σκόνταψε με αποτέλεσμα να καταλήξει στο έδαφος. Ένας κύριος με ημίψηλο καπέλο την έπιασε από το χέρι και, δίχως να χάσει χρόνο, της έκανε σοβαρές προτάσεις. Την προσκάλεσε στο τσίρκο του για να δει τη μεγάλη τίγρη, που είχαν. Θα ήταν καλό να γνωριστεί με την Ανταριασμένη, ίσως και απαραίτητο. Τον ακολούθησε σαν υπνωτισμένη, ενώ αναρωτιόταν αν η τίγρη υπήρχε στα αλήθεια. Ο κύριος με το ημίψηλο την οδήγησε σε ένα κλουβί, όπου όντως βρισκόταν μια μεγάλη τίγρη. Εκείνη με τη σειρά της δεν έδειξε ενθουσιασμό, απλώς τους κοιτούσε από τα κάγκελα του κλουβιού της βαριεστημένη, σαν να μην την ενδιέφεραν καθόλου. Ο κύριος με το ημίψηλο άνοιξε το κλουβί είναι πολύ φιλική, θα δεις, αλλά μάλλον έκανε λάθος. Η τίγρη πεινούσε και όρμησε να τους φάει. Δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν. Το μόνο που είδε η Ανταριασμένη ήταν ένα πελώριο στόμα λίγα εκατοστά από το πρόσωπό της. Θα με φάει, σκέφτηκε και δεν θα προλάβω...

    2. Τα κτίρια

    Ξύπνησε στο κρεβάτι της μουσκεμένη από τον ιδρώτα. Είδες έναν εφιάλτη έλεγε στον εαυτό της συνεχώς για να ηρεμήσει, μέχρι που θυμήθηκε πού βρισκόταν. Το όνειρο της δεν ήταν τίποτα, μπροστά στον εφιάλτη που απλωνόταν μπροστά της...

    Κοίταξε έξω από το παράθυρό της απελπισμένη. Κάθε πρωί αντίκριζε το ίδιο σκηνικό. Μια ανυπόφορη πόλη, όπου όλα επαναλαμβάνονταν. Όλα γίνονταν ξανά και ξανά δίχως καμία αλλαγή, χωρίς κανέναν σκοπό.

    Μπροστά της απλώνονταν πολλές ψηλές πολυκατοικίες με περίεργα χρώματα. Χρώματα μουντά και ακαθόριστα, που έμοιαζαν να έχουν στην επιφάνειά τους μια μεγάλη θολούρα. Με το που έμπαιναν στο οπτικό σου πεδίο, σε κυρίευε μια δυσάρεστη αίσθηση… σαν να σε πλάκωνε κάτι. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσες να σταματήσεις να τα κοιτάζεις. Ακόμα και αν έστρεφες το βλέμμα σου αλλού για να τα αποφύγεις, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα γυρνούσες πάλι προς τα εκεί, σαν να σε τραβούσε ένας πελώριος μαγνήτης.

    Κάθε κτίριο είχε τη δική του ενέργεια μαγνητίζοντας προς το μέρος του, όσους βρίσκονταν σε σχετικά μεγάλη ακτίνα εκεί γύρω. Συχνά, οι ενέργειες των κτιρίων ενωνόταν, με αποτέλεσμα να αποκτούν απόκοσμες διαστάσεις. Κανείς δεν ήταν υποχρεωμένος να ασχοληθεί μαζί τους, κανείς ωστόσο δεν έμενε ανεπηρέαστος, αφού βρίσκονταν πάντα εκεί. Το καθένα προκαλούσε με τον τρόπο του. Κάθε άνθρωπο διαφορετικά, με ίδιο πάντα αποτέλεσμα. Η ζωή σε αυτή την πόλη οριζόταν από τα κτίρια.

    Όταν ήταν μικρή η Ανταριασμένη, τα παρατηρούσε μέσα από το παράθυρό της με τις ώρες. Στην αρχή, προσπάθησαν να τη σαγηνέψουν. Έπαιρναν επιβλητική μορφή, έλαμπαν και της έγνεφαν να έρθει προς το μέρος τους. Μια φορά της χαμογέλασαν κιόλας, με το ίδιο ψεύτικο χαμόγελο που έχει κάποιος, όταν σε προσβάλει ευγενικά. Κάπως έτσι ήταν και τα κτίρια, χαμογελούσαν όμως μέσα τους δεν υπήρχε τίποτα που να βγάζει ζεστασιά. Η Ανταριασμένη ένιωσε δυσάρεστα και δεν ανταπέδωσε το χαμόγελό τους, παρά μόνο έμεινε προβληματισμένη. Τα χείλη της έγιναν μια ευθεία γραμμή, ενώ τα μάτια της πετούσαν σπίθες. Όχι! είπε από μέσα της. Δεν με ξεγελάτε!

    Με το που το είπε, τα κτίρια έχασαν τη λάμψη τους και έγιναν μουντά, γκρίζα, άσχημα, όπως ήταν πρωτύτερα.

    Από εκείνη τη μέρα, όταν την έβλεπαν να τα παρατηρεί από το παράθυρό της, ανταγωνίζονταν σε διαγωνισμό ασχήμιας. Μερικές φορές, όταν τα κοιτούσε έντονα και μάλλον περιφρονητικά, έπαιρναν απότομα ένα σκούρο χρώμα, σαν μια γκρίζα λάσπη. Άλλες φορές έμοιαζαν θολά, σαν να μην είχαν συγκεκριμένη μορφή βγάζοντας έναν οξύ διαπεραστικό ήχο. Έκλεινε τα αυτιά της αποφασισμένη καρφώνοντας το βλέμμα της πάνω τους. Εκείνα συνέχιζαν να ξεδιπλώνουν την ασχήμια τους, δίχως να πτοούνται από την αντίσταση που έδειχνε. Ίσως και να την αποζητούσαν άλλωστε...

    Η κοπέλα είχε καταλάβει τι είχαν μέσα τους και δεν υπήρχε κανένας λόγος να προσπαθούν να το κρύψουν. Η Ανταριασμένη δεν ήταν σαν τους περισσότερους κατοίκους της πόλης, γεγονός που τα αναστάτωνε. Ο στόχος τους ήταν να βρίσκονται όλοι κάτω από τον έλεγχό τους ή τουλάχιστον να αναγνωρίζουν την υπεροχή τους. Τα άτομα που ξεχώριζαν ήταν πρόβλημα και αν υπήρχαν, γίνονταν οι κατάλληλες ενέργειες...

    Ευτυχώς, τέτοιου είδους άτομα σπάνιζαν. Η πλειοψηφία ήταν οι άλλοι, η μάζα, όπως τους αποκαλούσαν. Άνθρωποι κάθε κοινωνικής βαθμίδας, ηλικίας και μόρφωσης, που προσπαθούσαν με νύχια και με δόντια να φτάσουν στα πιο ψηλά παράθυρα για να ξεχωρίζουν χρησιμοποιώντας κάθε τρόπο.

    Κάποιοι σκαρφάλωναν… αυτοί ήταν συνήθως οι πρωτάρηδες ή όσοι είχαν τη συνήθεια να βουτάνε σε κάτι χωρίς να έχουν σκεφτεί τίποτα από πριν, με αποτέλεσμα να πέφτουν αμέσως. Με το που ανέβαιναν στο περβάζι κάποιου παραθύρου, συνήθως γλιστρούσαν ή έτρωγαν μια δήθεν τυχαία αγκωνιά από κάποιον άλλο που ανέβαινε δίπλα τους ή βρισκόταν λίγο πιο πάνω. Παρ' όλα αυτά δεν άλλαζαν. Έπεφταν και μετά προσπαθούσαν ξανά με την ίδια ακριβώς τακτική. Ίσως, τελικά, να μην ήθελαν να προχωρήσουν. Προτιμούσαν να κάνουν μια ημιτελή προσπάθεια χωρίς να κουραστούν ιδιαίτερα, έτσι ώστε να έχουν να διηγηθούν κάτι μετά στους φίλους τους.

    Άλλοι έκαναν αναρρίχηση, με σχοινιά και καρφιά για να μπορέσουν να ανέβουν πιο αποτελεσματικά. Τα αποτελέσματα, βέβαια, δεν ήταν ό,τι καλύτερο. Εκεί που ανέβαιναν λίγο παραπάνω από εκείνους που απλώς σκαρφάλωναν, μόλις έμπηγαν το καρφί λίγο πιο μέσα από ό,τι συνήθως, ακουγόταν ένα βογγητό. Σαν κάποιος να πονούσε...

    Λες και είχαν ζωή μέσα τους... Μερικές φορές γελούσαν, άλλες κορόιδευαν, κάποιες φορές έσκυβαν για να βοηθήσουν έναν άνθρωπο και μετά τον έριχναν πάλι, αφού ενώ έδειχναν επιβλητικά και συμπαγή, μπορούσαν άνετα να γίνουν εύπλαστα, να ελίσσονται, όπως τα φίδια, και να ταλαιπωρούν τους επίδοξους αναρριχητές τους, όχι μόνο με τις πτώσεις αλλά και με τις απόκοσμες φωνές τους. Και όμως... οι άνθρωποι συνέχιζαν τις προσπάθειές τους για να ανέβουν, όσο το δυνατόν ψηλότερα. Οι περισσότεροι, βέβαια, δεν κατάφερναν και πολλά. Αυτούς τους γιούχαραν ή τους αντιμετώπιζαν με οίκτο. Εξάλλου και οι ίδιοι το ήξεραν, αφού φρόντιζαν να σκαρφαλώνουν στα πιο ζωηρά.

    Ορισμένα κτίρια αντιδρούσαν με το που δοκίμαζε κάποιος να σκαρφαλώσει πάνω τους. Όσο παράξενο και να φαίνεται, επέφεραν τις πιο ανώδυνες πτώσεις. Αντιθέτως, υπήρχαν κτίρια τα οποία μπορεί να περνούσαν μέρες, βδομάδες, ίσως και μήνες χωρίς να κουνηθούν. Για κάποια, κιόλας, μπορεί να περνούσαν χρόνια. Ήταν τα πιο τρομαχτικά και οι κάτοικοι τα θεωρούσαν ως τα πιο ζόρικα. Λίγοι τολμούσαν να πλησιάσουν, αφού κυκλοφορούσαν ιστορίες από παλιά σχετικά με το πόσο επικίνδυνα μπορούσαν να γίνουν για τους επίδοξους αναρριχητές.

    Σε εκείνα είχαν αποπειραθεί να μπουν άνθρωποι με παράξενες ιπτάμενες μηχανές. Μηχανές με χρώμα μπρούτζινο, χερούλια και πηδάλιο ξύλινα για τον πιλότο, φτερά σχεδόν διάφανα μα γερά, και ουρά φολιδωτή χαλκοπράσινη. Εκεί ήταν και το πιο άγριο θέαμα. Οι ιπτάμενοι ανέβαιναν αρκετά ψηλά, μέχρι που τα κτίρια άρχιζαν να αναταράσσονται. Μόλις τα πλησίαζαν, ταλαντεύονταν ορμητικά μπρος-πίσω, αστράφτοντας θεαματικά χαστούκια στις μηχανές τους. Μερικοί είχαν τραυματιστεί σοβαρά. Δεν ήταν και λίγο να πέφτει ένα κτίριο πάνω σου, έστω και στιγμιαία. Άλλοι πάλι έφευγαν, μόλις συνειδητοποιούσαν ότι δεν είχαν καμιά ελπίδα. Τουλάχιστον, γλίτωναν από σίγουρο τραυματισμό.

    Κανένας δεν είχε καταφέρει να σκαρφαλώσει επιτυχώς και να μπει μέσα στα κτίρια. Όσοι ανέβαιναν πιο ψηλά, αντιμετωπίζονταν με θαυμασμό και δέος από τους υπόλοιπους και κατείχαν τις υψηλότερες θέσεις μέσα στην κοινωνία τους. Αντιθέτως, όσοι δεν τα κατάφερναν, ανήκαν στα πιο χαμηλά στρώματα, ενώ εκείνοι, που δεν ασχολούνταν καθόλου και έδειχναν την αντίθεσή τους σε αυτόν τον τρόπο ζωής, ήταν οι περιθωριακοί.

    Τέτοιοι ήταν η Ευθαλία, ο Θωμάς και η οικογένειά του, ο Γιάτσεκ και άλλοι. Υπήρχαν επίσης κάποιοι, οι λεγόμενοι αριστοκράτες, όπως η οικογένεια του Έκτορα, παλιές οικογένειες, πλούσιες και με μεγάλη μόρφωση. Αντιμετώπιζαν το σκαρφάλωμα ως κάτι ανούσιο, ούτε έδειξαν τη διάθεση να ανακατευτούν. Απολάμβαναν το σεβασμό των υπόλοιπων και συνέχιζαν τη ζωή τους, όπως ήξεραν, θεωρώντας την αναρρίχηση αναγκαίο κακό, μια συνήθεια της μάζας...

    Μολονότι κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς υπήρχε μέσα στα κτίρια και κυρίως πίσω από τα πιο ψηλά παράθυρα, για τους κάτοικους της πόλης έπαιζε μεγάλο ρόλο να φτάσουν εκεί, όλη τους η ζωή στρεφόταν γύρω από την αναρρίχηση. Δεν υπήρχε χρόνος ή χώρος να σκεφτούν κάτι άλλο ή πιο βαθιά. Λειτουργούσαν σαν ρυθμισμένα μηχανάκια ταγμένοι σε επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές, κάτι που τους προκαλούσε μεγάλη ικανοποίηση. Όλοι τους πήγαιναν σχολείο, σπούδαζαν, δούλευαν, έκαναν οικογένειες,

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1