Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Τραμουντάνες και Όστριες
Τραμουντάνες και Όστριες
Τραμουντάνες και Όστριες
Ebook195 pages2 hours

Τραμουντάνες και Όστριες

Rating: 5 out of 5 stars

5/5

()

Read preview

About this ebook

Από το βουνό των Κενταύρων στα μέρη των προσφύγων

Παρακολουθούμε την ιστορία μιας πολυμελούς οικογένειας που καθοδηγούμενη από έναν τρυφερό πατέρα και μια δυναμική μάνα, αναζητά τρόπους και τόπους να επιβιώσει σε χρόνους δίσεκτους. Πότε με δυνατές τραμουντάνες, πότε με ούριους ανέμους, διαπλέει το βόρειο Αιγαίο, φτάνει σε μέρη επαγγελίας ή επιστρέφει σε λιμάνια αγαπημένα. Μέσα από αναδρομές, μαθαίνουμε ιστορίες πειρατών, ανολοκλήρωτους έρωτες, παράδοξους θανάτους, θησαυρούς που χάνονται στους βυθούς. Μάγισσες και μάγια, πείνα, φόβος, πόλεμος, προσφυγιά, αλλά στο τέλος η οικογένεια τα καταφέρνει. Επιβιώνει αλώβητη στον κεντρικό πυρήνα της και σταδιακά κατορθώνει να ενταχθεί σε μια άλλη κοινωνία. Από τις αρχές του 20ου αιώνα που αρχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι, φτάνουμε περίπου στο τέλος του και σταματάμε εκεί όπου η ζωή των ηρώων μας γίνεται «σαν των πολλών ανθρώπων»

LanguageΕλληνικά
Release dateJul 4, 2015
ISBN9781311166845
Τραμουντάνες και Όστριες
Author

Smaragda Samara

Σμαράγδα Σαμαρά Κοκκοτού Γεννήθηκε στα Ν. Μουδανιά και ζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι ζωγράφος, με πλήθος ιδιωτικές και ομαδικές εκθέσεις στο ενεργητικό της. Απόφοιτος του τμήματος Ευρωπαϊκού Πολιτισμού του ΕΑΠ. Το τραμουντάνες και όστριες είναι η πρώτη λογοτεχνική της απόπειρα.

Related to Τραμουντάνες και Όστριες

Related ebooks

Reviews for Τραμουντάνες και Όστριες

Rating: 5 out of 5 stars
5/5

1 rating0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Τραμουντάνες και Όστριες - Smaragda Samara

    Το Δωμάτιο της θαλπωρής

    Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’60, σε μια κρύα αίθουσα επαρχιακού σχολείου, μπαίνει φουριόζα η δασκάλα. Λέει μια στεγνή «καλημέρα». Βιάζεται να εισαγάγει τους μαθητές της στο κλίμα του θέματος της έκθεσης. Ρωτά: «ξέρει κάποιος παιδιά τι σημαίνει η λέξη θαλπωρή;» Η δεκάχρονη σηκώνει τολμηρά το χέρι και πριν ακόμη πάρει την άδεια: «η γλυκιά ζέστη» απαντά και η ύπαρξή της πλημμυρίζει αυτόματα από μια ζεστή και γλυκιά θάλασσα που ξεχειλίζει λίγο από τους βολβούς των ματιών της. Το μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού της γιαγιάς της έρχεται ήρεμα και στρογγυλοκάθεται πάνω σ’ αυτήν την θάλασσα. Είναι η εικόνα της θαλπωρής μέσα της. Εικόνα αποκλειστικά από εκείνη για εκείνη.

    Από τότε έχουν περάσει πολλά χρόνια, το δωμάτιο δεν υπάρχει πια, αλλά θα μπορούσε και σήμερα ακόμη να το περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια. Μία δίφυλλη πόρτα βαμμένη με γαλαζοπράσινη λαδομπογιά οδηγούσε από το ευρύχωρο χολ του σπιτιού, στον χώρο που έγινε γι’ αυτήν το κύριο κομμάτι των παιδικών της χρόνων. Στην μία πλευρά του δέσποζε μια ξυλόσομπα ψηλόλιγνη με αστραφτερό πορτάκι. Πύρινες γλώσσες ξεπετάγονταν όταν η γιαγιά άνοιγε το καπάκι να την τροφοδοτήσει με ξύλα. Δίπλα της ένα ντιβάνι με κλαρωτό κάλυμμα και μαξιλάρες. Απέναντι, ένα μεταλλικό διπλό κρεβάτι, καριόλα. Θυμάται την θεία Νίκη να το τρίβει για να γυαλίσουν τα μπρούτζινα μέρη του. Τις νύχτες κάποιοι από την μεγάλη οικογένεια κοιμόντουσαν εκεί. Στο κάτω μέρος του κρεβατιού ένα πηλιορείτικο κασελάκι με σκαλιστά κυπαρίσσια τριγύρω και καμπυλωτό καπάκι που όταν άνοιγε ερέθιζε την φαντασία των παιδιών με τα περίεργα καλούδια του. Από υφασμάτινα ρετάλια και τεράστια κουμπιά μέχρι κατσαβίδια, κάβουρες, και ένα τενεκεδένιο κουτί με 10 αφαλούς.

    Στην μέση του δωματίου ένα ξύλινο τραπέζι με κυλινδρικά πόδια, βαμμένο με το ίδιο γαλαζοπράσινο χρώμα της πόρτας, στρωμένο πάντα με ένα τραπεζομάντιλο δαμάσκο. Πάνω του μια γυάλινη ροζ φρουτιέρα κολονάτη, τόσο κομψή, τόσο ντελικάτη. Πολλές καρέκλες γύρω από το τραπέζι και όπου αλλού υπήρχε ελεύθερος χώρος. Στον τοίχο, γκρίζα λεπτόρρευστα χρώματα ακουαρέλας συνέθεταν με μικρά αφρισμένα κύματα και ανοιχτοφτέρουγα γλαρόνια, μια χειμωνιάτικη θαλασσογραφία. Δώρο στον θείο Νίκο από κάποιον φίλο. Σ’ έναν άλλο τοίχο κρεμόταν μία κορνιζαρισμένη φωτογραφία που έδειχνε ένα ιστιοφόρο αγκυροβολημένο σε τόσο διάφανη και ήσυχη θάλασσα, που νόμιζες πως το σκάφος αιωρείτο. Πάνω στην εταζέρα με το ραδιόφωνο, μία άλλη φωτογραφία, ένα πορτρέτο. Ο παππούς ο Μανώλης ντυμένος ναύτης του πολεμικού ναυτικού. Στο καπέλο του κεντημένο το όνομα του πλοίου που υπηρετούσε «Βέλος». Το «Βέλος» παροπλισμένο εδώ και χρόνια και ο παππούς ήδη πεθαμένος.

    Αυτό το δωμάτιο δεν ήταν ποτέ άδειο από ανθρώπους, αλλά, από νωρίς το απόγευμα μέχρι την νύχτα γινόταν το πιο ενδιαφέρον μέρος του κόσμου. Συγκεντρωνόταν εκεί όλη η οικογένεια. Η μεγάλη οικογένεια της γιαγιάς της Μαρίας. Τα παιδιά της ήταν δέκα. Τα μεγαλύτερα ήταν ήδη παντρεμένα. Δύο τρία παιδιά στην κάθε οικογένεια, καμιά γειτόνισσα, κανένας φιλοξενούμενος συγγενής και να γύρω στα είκοσι και βάλε άτομα να μιλάνε, να γελάνε μέχρι δακρύων, να αυτοσαρκάζονται, να διαφωνούν κάποτε, τα παιδιά να παίζουν «παρτα-όλα», να παλεύουν πάνω στην καριόλα, να φωνάζουν, να μαλώνουν, να κλαίνε, να αγαπιούνται, να ξεκαρδίζονται στα γέλια, να ζητάνε από την γιαγιά να φάνε. Η σόμπα να πυρακτώνεται από τα ξύλα και να κάνει τα ρεβίθια στην επιφάνεια της να πηδάνε καυτά και νόστιμα. Το τσαγερό να βγάζει συννεφάκια ατμού και να γεμίζει την ατμόσφαιρα με άρωμα φασκόμηλου. Παξιμάδια ψημένα από την γιαγιά να καταφθάνουν από την κουζίνα για να συνοδεύσουν το αφέψημα. Αμύγδαλα κοπανισμένα στο γουδί με ζάχαρη και κανέλα, η λιχουδιά για τα παιδιά, να γεμίζουν τον ουρανίσκο με ουράνια απόλαυση.

    Οι κόρες, η Ελένη, η Νίκη, η Μάλαμα, η Γαριφαλιά, πρόθυμες να ετοιμάζουν, να σερβίρουν, να μαζεύουν τα άπλυτα πιατικά. Η γιαγιά η Μαρία, η «μάνα» όπως την αποκαλούσαν παιδιά, γαμπροί και νύφες, καθισμένη σε μια καρέκλα δίπλα στην σόμπα να εποπτεύει τα πάντα και να προσπαθεί να βάλει σε τάξη τα παιδιά.

    Κάποια στιγμή καταλάγιαζε όλη αυτή η βαβούρα και τότε άρχιζε τις ιστορίες ο θείος Θανάσης. Ίσως όμως και να ήταν ο Θανάσης που το πετύχαινε αυτό με τα παραμύθια του. Κάποιος από την συντροφιά, ο Δημητρός ίσως που ήταν πειραχτήρι –ο άντρας της μάλαμας– του πετούσε την ερώτηση κάπως περιπαιχτικά, κάπως ειρωνικά αλλά και με προσμονή.

    «Λοιπόν τι έγινε με τον αρκουδογιάννη; Γλίτωσε από τους ληστές του αλή μπαμπά, ή τον...» δεν προλάβαινε να τελειώσει την φράση του και ο παραμυθάς ξεκινούσε...

    «Είχε κρυφτεί λοιπόν σ’ εκείνη την σπηλιά, θυμάστε; εκεί που είχε γεννηθεί ο δράκος με τα εφτά κεφάλια και κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί, έπρεπε να φάει ανθρώπινο κρέας...» και η κόκκινη κλωστή του παραμυθιού άρχιζε να ξετυλίγεται και να τους παρασέρνει σε κόσμους ανύπαρκτους, μυθικούς, τρομακτικούς, με τέρατα, γενναίους που πέφτανε σε φρικτές παγίδες, με αίματα, φονικά αλλά στο τέλος πάντα με νίκη των καλών και αποκατάσταση του δικαίου. Κάποια καλή νεράιδα, κάποια θεότητα των νερών ή ένα σύννεφο με χαμογελαστά μάτια και γλυκιά φωνή που μάγευε, ήταν ο από μηχανής θεός που έσωζε τους ήρωες και έφερνε την κάθαρση. Ακολουθούσαν βαθιές ανάσες ανακούφισης από την ομήγυρη. Κι όπως σε κάθε παραμύθι, «ζούσαν αυτοί καλά», τα παιδιά κέρδιζαν το βασίλειο ενός γαλήνιου ύπνου και οι μεγάλοι κουβαλώντας τα, καληνύχτιζαν και πήγαιναν να συναντήσουν και αυτοί τα γλυκά τους όνειρα.

    Λίγες ώρες ηρεμίας και ελαφρού ροχαλητού στο δωμάτιο και πρωί πρωί, μαζί με τα ζωντανά της φύσης, τα κοκόρια της γειτονιάς, την κατσίκα που ήταν δεμένη στον φράχτη, την καρδερίνα στο κλουβί που κρεμόταν πάνω από το παράθυρο της κουζίνας, άρχιζε η κινητικότητα των πολλών ανθρώπων της οικογένειας. Το δωμάτιο ζωντάνευε –άλλος ντυνόταν, άλλος έτρωγε, άλλος συμμάζευε. Το σπίτι ολόκληρο σε λίγο γέμιζε μυρουδιές ψαρόσουπας, στιφάδου με χταπόδι, φρυγανισμένου ψωμιού. Πιάτα με φαγητό πηγαινοέρχονταν για να χορτάσουν όποιον γύριζε από την δουλειά, ό,τι ώρα, ομιλίες, φωνές, φασαρία... Και νωρίς το απόγευμα να ξεκινά πάντα η ίδια ιστορία. Συγκέντρωση των γυναικών για τον καφέ με τα εργόχειρα παραμάσχαλα και φρεσκοψημένα κουλούρια ή τηγανίτες ανά χείρας και το σούρουπο να καταφθάνουν οι άντρες, να μπαίνει το φασκόμηλο στην τσαγιέρα, τα ρεβίθια να ψήνονται χοροπηδώντας στην σόμπα, τα αμύγδαλα με την ζάχαρη και την κανέλα να ανακατεύονται στο γουδί. Και το παραμύθι να αρχίζει. Η κλωστή να δένεται αριστοτεχνικά στο τέλος της προηγούμενης βραδιάς και να συνεχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι, να γεμίζει όλο τον χώρο, χαλί μαγικό να γίνεται και να τους μεταφέρει σε κόσμους ονειρικούς, να παίζει με τα συναισθήματα αλλά και τις αισθήσεις τους μέχρι ο μορφέας να αρχίσει να διασπά το ακροατήριο και να σημάνει την λήξη της μάζωξης.

    Αυτό ήταν το δωμάτιο της θαλπωρής, των αρωμάτων, των γεύσεων, της φασαρίας, των παραμυθιών, της γλυκιάς ζέστης που ένιωθε η ψυχή, το δωμάτιο των ξένοιαστων χρόνων. Το δωμάτιο όπου εκτός από τα παραμύθια της φαντασίας ξεπηδούσαν σαν παραμύθια και οι ιστορίες που είχε βιώσει η μεγάλη οικογένεια και σφήνωναν στο κεφάλι της μικρής εγγονής. Σαν μια μουσική χάιδευαν τα αυτιά της, άνοιγαν ταξιδιάρικα πανιά στον νου της, ζυμώνονταν με τα παιδικά παιχνίδια, τα μαλώματα, τα κλάματα, τα γέλια και χτίζανε το άλλοτε λευκό, άλλοτε πολύχρωμο, άλλοτε γκρίζο, μα πάντα συναρπαστικό σκηνικό, στο οποίο άρχιζε να ξετυλίγεται το δικό της προσωπικό παραμύθι.

    Η γιαγιά Μαρία

    Η Μαρία γεννήθηκε στις αρχές του εικοστού αιώνα, το 1908, στο χωριό των καπεταναίων, το Τρίκερι, εποχή άνοιξη. Πέθανε καταχείμωνο, λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1998, περιτριγυρισμένη από τις κοπέλες και τους γιους της, τους γαμπρούς, τις νύφες και τα πολλά εγγόνια, μ’ έναν θάνατο γαλήνιο κατά πώς της άξιζε.

    Η ζωή της ένας αγώνας, «ένας αγριεμένος ταύρος», όπως συχνά έλεγε. Αυτή άρπαξε γερά τον ταύρο από τα κέρατα και τον κουμαντάρισε με τόλμη και αποφασιστικότητα ενενήντα ολόκληρα χρόνια.

    Τις τελευταίες μέρες της ζούσε μετέωρη. Επικοινωνούσε με τους νεκρούς της, μιλούσε μαζί τους κι ύστερα άνοιγε τα μάτια έβλεπε να της κρατούν το χέρι οι ζωντανοί της και χαμογελούσε. Θυμόταν παλιές ιστορίες και στην ήδη μυθιστορηματική ζωή της πρόσθετε στοιχεία πρωτόγνωρα. Οικογενειακά μυστικά που δεν ξεστόμισε ποτέ όσο ένιωθε να έχει ακόμη μέρες να ζήσει. Όπως η ιστορία της μεγάλης αδελφής της ή το γεγονός πως κάποτε σκέφτηκε να διακόψει μια εγκυμοσύνη της. Ο τρόπος που χάθηκε η πεθερά της και η ιστορία της Ζαούτσας. Μιλούσε λίγο, κουραζόταν εύκολα, την έπιανε ύπνος και ξανάρχιζε επικοινωνία με τον άλλο κόσμο.

    Ξημερώματα μιας κρύας μέρας αποφάσισε πως ήθελε να μείνει για πάντα εκεί, παρέα με τους αγαπημένους πεθαμένους της. Το ταξίδι την είχε πια κουράσει. Λίγο πριν την είχε επισκεφτεί ο παπα-Θανάσης. Τον παρακολουθούσε αμίλητη να της προσφέρει την θεία κοινωνία και ένα ελαφρύ χαμόγελο γλύκαινε τις ρυτίδες της. Βούρκωσε λίγο, έπιασε με αργές κινήσεις το χέρι του, το φίλησε, κοινώνησε, έκανε με κόπο τον σταυρό της και τους άφησε όλους ορφανούς.

    Ένας έρωτας

    Το Τρίκερι στέκει αγέρωχο πάνω στην πιο νότια κορφή του Πηλίου, εκεί που το βουνό αλλάζει όνομα και γίνεται Τισσαίο. Αγναντεύει προς όλα τα σημεία του ορίζοντα και αφουγκράζεται όλους τους ήχους της φύσης, το θρόισμα των φύλλων της ελιάς και της λεμονιάς, το τραγούδι του τζίτζικα, το βέλασμα της κατσίκας, την φωνή του βοσκού, τον ήχο των κυμάτων πάνω στα βράχια. Απολαμβάνει ανατολές και δύσεις και δέχεται στο κορμί του τους ανέμους όλων των κατευθύνσεων. Δεν προστατεύεται από πουθενά, ορθώνεται μοναχικό, περήφανο, ελεύθερο.

    Μέρος στεριανό, που όμως είχε την μοίρα των νησιών γιατί μόνο από την θάλασσα μπορούσε να το προσεγγίσει κάποιος, μέχρι την εκπνοή σχεδόν του περασμένου αιώνα. Μέσα της δεκαετίας του ’80 έγινε ο αυτοκινητόδρομος που το συνέδεσε με τα άλλα χωριά του ορεινού βραχίονα. Γεγονός κοσμοϊστορικό για τους Τρικεριώτες, νιώσανε πως άλλαζε η ζωή τους προς το καλύτερο, γινόταν πιο εύκολη. Όταν έφτασε το πρώτο λεωφορείο του ΚΤΕΛ από τον Βόλο, σύσσωμο το χωριό βγήκε στους δρόμους να το υποδεχθεί και να πανηγυρίσει. Την επομένη, η τηλεόραση είχε ένα πρωτότυπο θέμα να παρουσιάσει στις ειδήσεις: «Στον εικοστό αιώνα και ζούσαν μέχρι χθες αποκομμένοι... Υποδοχή ηρώων επιφύλαξαν οι κάτοικοι στον κοινοτάρχη και στον οδηγό, μόλις κατέβηκαν από το λεωφορείο... Οι γυναίκες, φορώντας την ξακουστή παραδοσιακή ενδυμασία, χόρευαν στην πλατεία... Το βιολί, το λαούτο και το κλαρίνο καλωσόρισαν την πρόοδο... Το γλέντι κράτησε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες όταν οι πρώτοι επιβάτες επιβιβάστηκαν με προορισμό τον Βόλο...»

    Αλλά μας παρέσυρε το εξαιρετικό γεγονός και βρεθήκαμε πολλά χρόνια αργότερα. Ξαναγυρίζουμε πίσω, μόλις στα 1920.

    Σ’ ένα παλιό, μεγάλο, πέτρινο σπίτι, με αγνάντιο την Εύβοια και το Φτελιό, μεγάλωνε η Μαρία, η μικρότερη κόρη της οικογένειας του καπετάν Νικόλα Παπαλεμονή και της Ελένης Βώκου, μαζί με την μεγάλη αδερφή της την Μαλάμω και την μεσαία την Καλλιόπη.

    Η τελευταία γεννημένη ένα χρόνο πριν την Μαρία, ήταν ένα πλάσμα διαφορετικό, λίγο ασχημούλα, λίγο καχεκτική, το μυαλό της στροβιλιζόταν σε άλλους κόσμους παράξενους, όμως παράλληλα ήταν ένα πλάσμα πολύ τρυφερό και αγαπησιάρικο. Τους έπνιγε όλους στις αγκαλιές και στα φιλιά για να ξορκίσει τις πολλές φοβίες της. Η μεγάλη, ντροπαλή και ήρεμη, όμορφη σαν την αυγή, όπως της έλεγε η μάνα της, με πράσινα μεγάλα μάτια, χλωμό δέρμα και μαύρα λαμπερά μαλλιά, ήταν ήδη στα δεκαπέντε. Η Μαρία, η μικρή, είχε ζωηράδα και αστείρευτη κινητικότητα στο σφιχτοφτιαγμένο κορμί της. Η γλώσσα της κοφτερή σαν το μυαλό της. Πολλές φορές τον λόγο της διάνθιζε μια λεπτή ειρωνεία και μια τάση να διακωμωδεί τις καταστάσεις. Από κει και το επίθετο «ρωνειό» που της κόλλησε η γιαγιά της η Μαρία Παπαλεμονή ή, όπως ήταν πιο γνωστή, το Μαριώ το Παλαμδάδκο, καθότι ούτε αυτή είχε καταφέρει να αποφύγει το παρατσούκλι. Ήταν παράδοση, όπως σε πολλά χωριά ακόμη και σήμερα, να μην αποκαλούν κάποιον με το πραγματικό του όνομα παρά με κάποιο που πήγαζε από μια ιδιότητά του ή ένα ελάττωμα ή από κάτι που χαρακτήριζε την οικογένειά του. Συνήθιζαν επίσης να αλλάζουν το γένος των ονομάτων. Όπου ταίριαζε, τα αρσενικά μετατρέπονταν σε θηλυκά και τα θηλυκά σε ουδέτερα. Έτσι ο Γιάννης γινόταν «η Γιάνν’ς» και είχαμε «το Λενιώ», «το Μαλαμώ», «το Γαρ’φουλιώ». Παράλληλα χανόταν και αρκετά φωνήεντα, ακόμα πιο συνηθισμένο φαινόμενο όχι

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1