Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Η καρδια ενοσ μικρου βατραχου. Τόμος Α΄. Η χρυση πενα, αγγελοσ η δημιοσ
Η καρδια ενοσ μικρου βατραχου. Τόμος Α΄. Η χρυση πενα, αγγελοσ η δημιοσ
Η καρδια ενοσ μικρου βατραχου. Τόμος Α΄. Η χρυση πενα, αγγελοσ η δημιοσ
Ebook328 pages2 hours

Η καρδια ενοσ μικρου βατραχου. Τόμος Α΄. Η χρυση πενα, αγγελοσ η δημιοσ

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Πρόλογος


Δε νομίζω ότι περίμενα ποτέ να διαβάσω ένα παιδικό βιβλίο με τόση συγκέντρωση και – πρέπει να το αναγνωρίσω! – με τόσο μεγάλη ευχαρίστηση. Κι όμως, δεν πιστεύω ότι έχω κιόλας ξεμωραθεί. Απλά το βιβλίο με αιχμαλώτισε με την εφευρετικότητα των ηρώων του, αλλά και με τον συναρπαστικό χαρακτήρα των περιπετειών τους. Για να μη μιλήσω για το γεγονός ότι είναι και πολύ καλογραμμένο. Χαίρομαι που αυτός ο πρώτος τόμος δεν είναι και ο τελευταίος, που πρόκειται για μία ολόκληρη σειρά βιβλίων, της οποίας το τέλος απέχει πολύ. Θα ήθελα να βρω και πάλι στην ανάγνωση των υπόλοιπων τόμων αυτήν τη φρεσκάδα. Γιατί έχω σοβαρούς λόγους. Αντίθετα από εσάς, που αυτήν τη στιγμή έχετε μπροστά σας τον πρώτο τόμο της σειράς «Η καρδιά ενός μικρού βατράχου», εγώ έχω ήδη διαβάσει τον δεύτερο τόμο και ετοιμάζομαι για την ανάγνωση του τρίτου.


Δε γνωρίζω τι ακριβώς οδήγησε τον συγγραφέα στην παιδική λογοτεχνία, αλλά δύο πράγματα είναι για μένα ξεκάθαρα. Πρώτον, ότι έχει όλα τα απαραίτητα για αυτό το λογοτεχνικό είδος χαρίσματα της φαντασίας και της έκφρασης, οπότε έχει μία αδιαμφισβήτητη κλίση προς την παιδική λογοτεχνία. Δεύτερον, ότι πέτυχε έναν τομέα που έχει μείνει ορφανός, στη ρουμανική λογοτεχνία, εδώ και αρκετές δεκαετίες. Αυτό το λογοτεχνικό είδος επιβιώνει ακόμα στις μέρες μας, χάρη κυρίως σε μεταφράσεις και επανεκδόσεις, καθώς τα πρωτότυπα βιβλία αποτελούν ιδιαίτερα σπάνιο είδος, αν όχι ανύπαρκτο. Χαίρομαι που ανάμεσα στους λίγους που σκέφτηκαν να καλύψουν αυτό το κενό συγκαταλέγεται και ένας συγγραφέας τόσο φανερά προικισμένος. Ένας συγγραφέας που, εκτός από τα χαρίσματα της φαντασίας και της έκφρασης, τα οποία προανέφερα, έχει και ένα ακόμα, το οποίο θεωρώ καίριας σημασίας – ξέρει να εισάγει εκείνη την ηθική διάσταση, χωρίς την οποία δεν μπορεί να νοηθεί η παιδική λογοτεχνία, χωρίς όμως να καταλήγει ποτέ σε ένα ηθικοδιδακτικό κείμενο. Το ηθικό δίδαγμα προκύπτει από τις περιπέτειες, τους διαλόγους και τους συλλογισμούς των ηρώων. Αυτό μου φαίνεται, όπως έγραψα και παραπάνω, ιδιαίτερα σημαντικό. Τίποτα δεν απομακρύνει περισσότερο από την ηθική διάσταση ένα παιδί, ακόμα και έναν ενήλικα, από ένα ηθικοδιδακτικό κείμενο.


Από ό,τι γνωρίζω, αυτές οι ιστορίες θα παρουσιαστούν στο κοινό σε περισσότερες μορφές – ως πλούσια εικονογραφημένοι τόμοι, ως κόμικς και, αν κατάλαβα καλά, ως κινούμενα σχέδια, κάποια στιγμή. Αυτό είναι εξαιρετικό – ανάλογα με την ηλικία μας, αλλά και με την ψυχική δομή του καθενός μας, ο τρόπος αντίληψής μας είναι διαφορετικός. Και είναι πολύ καλό να «ερχόμαστε αντιμέτωποι» με αυτό που μας ταιριάζει καλύτερα.


Πριν κλείσω, θέλω να σας ευχηθώ καλή ανάγνωση, ανεξάρτητα από την ηλικία σας και την τυπική μορφή της ιστορίας που επιλέξατε – βιβλίο, κόμικς κ.τ.λ. Επίσης, θα ήθελα να ευχηθώ στον συγγραφέα καλή δύναμη, ώστε να μπορέσουμε να χαρούμε όσο το δυνατόν περισσότερες από τις ευφυείς περιπέτειες και τους μαγευτικούς χαρακτήρες του! Αν μου έλεγε κανείς, πριν διαβάσω αυτό το βιβλίο, ότι μπορεί να μου γίνουν συμπαθείς οι ψύλλοι, οι αρουραίοι, ακόμα και οι μεταξοσκώληκες, θα του έλεγα ότι δεν ξέρει τι λέει! Σας εύχομαι και πάλι ευχάριστη ανάγνωση!


Λίβιου Αντονέσεϊ, 14 Δεκεμβρίου 2010, Ιάσιο

LanguageΕλληνικά
PublisherAdenium
Release dateJun 14, 2016
ISBN9789738097070
Η καρδια ενοσ μικρου βατραχου. Τόμος Α΄. Η χρυση πενα, αγγελοσ η δημιοσ

Related to Η καρδια ενοσ μικρου βατραχου. Τόμος Α΄. Η χρυση πενα, αγγελοσ η δημιοσ

Titles in the series (31)

View More

Related ebooks

Reviews for Η καρδια ενοσ μικρου βατραχου. Τόμος Α΄. Η χρυση πενα, αγγελοσ η δημιοσ

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Η καρδια ενοσ μικρου βατραχου. Τόμος Α΄. Η χρυση πενα, αγγελοσ η δημιοσ - Vîrtosu George

    Πρόλογος

     Δε νομίζω ότι περίμενα ποτέ να διαβάσω ένα παιδικό βιβλίο με τόση συγκέντρωση και – πρέπει να το αναγνωρίσω! – με τόσο μεγάλη ευχαρίστηση. Κι όμως, δεν πιστεύω ότι έχω κιόλας ξεμωραθεί. Απλά το βιβλίο με αιχμαλώτισε με την εφευρετικότητα των ηρώων του, αλλά και με τον συναρπαστικό χαρακτήρα των περιπετειών τους. Για να μη μιλήσω για το γεγονός ότι είναι και πολύ καλογραμμένο. Χαίρομαι που αυτός ο πρώτος τόμος δεν είναι και ο τελευταίος, που πρόκειται για μία ολόκληρη σειρά βιβλίων, της οποίας το τέλος απέχει πολύ. Θα ήθελα να βρω και πάλι στην ανάγνωση των υπόλοιπων τόμων αυτήν τη φρεσκάδα. Γιατί έχω σοβαρούς λόγους. Αντίθετα από εσάς, που αυτήν τη στιγμή έχετε μπροστά σας τον πρώτο τόμο της σειράς «Η καρδιά ενός μικρού βατράχου», εγώ έχω ήδη διαβάσει τον δεύτερο τόμο και ετοιμάζομαι για την ανάγνωση του τρίτου.

    Δε γνωρίζω τι ακριβώς οδήγησε τον συγγραφέα στην παιδική λογοτεχνία, αλλά δύο πράγματα είναι για μένα ξεκάθαρα. Πρώτον, ότι έχει όλα τα απαραίτητα για αυτό το λογοτεχνικό είδος χαρίσματα της φαντασίας και της έκφρασης, οπότε έχει μία αδιαμφισβήτητη κλίση προς την παιδική λογοτεχνία. Δεύτερον, ότι πέτυχε έναν τομέα που έχει μείνει ορφανός, στη ρουμανική λογοτεχνία, εδώ και αρκετές δεκαετίες. Αυτό το λογοτεχνικό είδος επιβιώνει ακόμα στις μέρες μας, χάρη κυρίως σε μεταφράσεις και επανεκδόσεις, καθώς τα πρωτότυπα βιβλία αποτελούν ιδιαίτερα σπάνιο είδος, αν όχι ανύπαρκτο. Χαίρομαι που ανάμεσα στους λίγους που σκέφτηκαν να καλύψουν αυτό το κενό συγκαταλέγεται και ένας συγγραφέας τόσο φανερά προικισμένος. Ένας συγγραφέας που, εκτός από τα χαρίσματα της φαντασίας και της έκφρασης, τα οποία προανέφερα, έχει και ένα ακόμα, το οποίο θεωρώ καίριας σημασίας – ξέρει να εισάγει εκείνη την ηθική διάσταση, χωρίς την οποία δεν μπορεί να νοηθεί η παιδική λογοτεχνία, χωρίς όμως να καταλήγει ποτέ σε ένα ηθικοδιδακτικό κείμενο. Το ηθικό δίδαγμα προκύπτει από τις περιπέτειες, τους διαλόγους και τους συλλογισμούς των ηρώων. Αυτό μου φαίνεται, όπως έγραψα και παραπάνω, ιδιαίτερα σημαντικό. Τίποτα δεν απομακρύνει περισσότερο από την ηθική διάσταση ένα παιδί, ακόμα και έναν ενήλικα, από ένα ηθικοδιδακτικό κείμενο.

    Από ό,τι γνωρίζω, αυτές οι ιστορίες θα παρουσιαστούν στο κοινό σε περισσότερες μορφές – ως πλούσια εικονογραφημένοι τόμοι, ως κόμικς και, αν κατάλαβα καλά, ως κινούμενα σχέδια, κάποια στιγμή. Αυτό είναι εξαιρετικό – ανάλογα με την ηλικία μας, αλλά και με την ψυχική δομή του καθενός μας, ο τρόπος αντίληψής μας είναι διαφορετικός. Και είναι πολύ καλό να «ερχόμαστε αντιμέτωποι» με αυτό που μας ταιριάζει καλύτερα.

    Πριν κλείσω, θέλω να σας ευχηθώ καλή ανάγνωση, ανεξάρτητα από την ηλικία σας και την τυπική μορφή της ιστορίας που επιλέξατε – βιβλίο, κόμικς κ.τ.λ. Επίσης, θα ήθελα να ευχηθώ στον συγγραφέα καλή δύναμη, ώστε να μπορέσουμε να χαρούμε όσο το δυνατόν περισσότερες από τις ευφυείς περιπέτειες και τους μαγευτικούς χαρακτήρες του! Αν μου έλεγε κανείς, πριν διαβάσω αυτό το βιβλίο, ότι μπορεί να μου γίνουν συμπαθείς οι ψύλλοι, οι αρουραίοι, ακόμα και οι μεταξοσκώληκες, θα του έλεγα ότι δεν ξέρει τι λέει! Σας εύχομαι και πάλι ευχάριστη ανάγνωση!

    14 Δεκεμβρίου 2010, Ιάσιο

    Λίβιου Αντονέσεϊ

    Φυλακισμένο παραμύθι 1

    Γράφω αυτήν την ιστορία στη μνήμη ενός γέρου Αρουραίου…

    Ολόκληρη η περιπέτεια ξεκίνησε το 2004. Ήταν η χρονιά που η κακή τύχη με αιχμαλώτισε στα γαμψά της νύχια, φυλακίζοντάς με σε μία φυλακή στη νότια Γαλλία. Ανάμεσα στα τείχη της, σε παλιούς καιρούς, η κυρά-λαιμητόμος είχε καταφέρει να σπείρει τον τρόμο στις ψυχές όλων των ντόπιων. Κάτω από τη δολοφονική της λεπίδα, υπό το κράτος του κακού, έπεσαν τα κεφάλια ολόκληρης της βασιλικής οικογένειας, που είχε ενθρονιστεί με το θέλημα και την ευλογία του Κυρίου, καθώς και όλων εκείνων που είχαν πιστέψει στα ιδανικά τους, για τη δημιουργία ενός νέου κόσμου.

    Μια ανοιξιάτικη μέρα λοιπόν αυτού του έτους, ο ήλιος χάιδευε τρυφερά ολόκληρη τη φύση: έφερνε και πάλι στη ζωή πολλές πικρές ρίζες, ευχαριστιόταν το χλωρό πράσινο χρώμα των μικρών μπουμπουκιών…

    Καθόμουν με τα μάτια κλειστά στο κρύο και σκοτεινό κελί. Μπορούσα μόνο να φανταστώ τις απαράμιλλες ομορφιές αυτής της εποχής του χρόνου. Προσπαθούσα να κάνω τον μεσημεριανό μου Ύπνο ανάμεσα στους τέσσερις τσιμεντένιους τοίχους, που ήταν σταυρωμένοι εδώ και αιώνες στον σιδερένιο σκελετό της κατασκευής, τον οποία άκουγα συνέχεια, μετά τα μεσάνυχτα, να αναστενάζει. Υπέφερε βλέποντας ότι η Σκουριά τον έτρωγε σιγά-σιγά, ικανοποιώντας τις επιθυμίες της Υγρασίας, μίας από τις πιστές υπηρέτριες του Πόνου. Στην πραγματικότητα, έμοιαζε πως όλα όσα μας περιέβαλλαν εκεί ήθελαν να ικανοποιήσουν τον Πόνο, που έφερε πάνω στα μελιτζανιά του χείλη τις τραγικές τύχες όλων εμάς που βρισκόμασταν σε εκείνο το καταραμένο μέρος.

    Λαγοκοιμόμουν περισσότερο και διάφορες σκέψεις κατάκλυζαν το μυαλό μου: με ευκολία μπορούσα, για παράδειγμα, να φανταστώ πώς κάθονται οι νεκροί στα φέρετρα, γιατί το κελί μου, κρύο και αφιλόξενο όπως ήταν, έμοιαζε με τάφο.

    Κάποια στιγμή όμως, ένας θόρυβος που ακούστηκε από κάπου κοντά με έκανε να αναπηδήσω. Άνοιξα τα θολωμένα από τις σκέψεις που με είχαν στριμώξει μάτια μου. Κοίταζα γύρω μου και προσπαθούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό που είχα ακούσει: έμοιαζα με άγριο αετό που αναζητά απεγνωσμένα τη λεία του.

    Τι νομίζετε ότι είδα; Έναν αρουραίο! Τυλιγμένο σε μια λευκή μεταξένια κλωστή, καταπεινασμένο, με τα αυτιά καταπληγωμένα, γεμάτα ουλές – καθόταν στο τραπέζι, δίπλα ακριβώς στο κρεβάτι μου. Ροκάνιζε απελπισμένος και τρομαγμένος ένα ξερό κομμάτι ψωμί που είχε μείνει στην άκρη του τραπεζιού. Δεν αντέδρασα καθόλου. Μου φάνηκε πολύ τολμηρός, από τη στιγμή που δεν ενοχλούταν από την παρουσία μου. Παρέμεινα ακίνητος, κοιτάζοντάς τον λοξά. Αναρωτιόμουν από πού και πώς είχε εμφανιστεί; Κρατούσε το ψωμί με τα ποδαράκια του και ροκάνιζε με μεγάλη ταχύτητα. Σίγουρα η πείνα του είχε δώσει αυτό το τρελό θάρρος. Κι εμείς κάνουμε ακριβώς το ίδιο όταν το στομάχι μας είναι άδειο: πάνω στην ανάγκη μας να το ικανοποιήσουμε, προσπαθούμε να το γεμίσουμε γρήγορα, πάση θυσία. Έτσι εξηγούνται και οι τρελοί κίνδυνοι στους οποίους εκθέτουμε τον εαυτό μας μερικές φορές, όταν κάνουμε κάποια πράγματα, άξια της βασιλείας του κακού, χωρίς να αναλογιζόμαστε τις συνέπειές τους.

    Προσπαθούσα να μαντέψω την ηλικία του Αρουραίου. Οι ουλές έλεγαν πολλά γι’ αυτόν: πού είχε γυρίσει, πόσα είχε υποστεί… Σίγουρα είχε μεγάλη εμπειρία ζωής. Αρκετή τουλάχιστον αφού, εκείνη την ανοιξιάτικη μέρα είχε φτάσει να είναι ελεύθερος και να αναζητά φαγητό στο κελί μιας φυλακής. Τον παρακολουθούσα μαγεμένος την ώρα που κάποιος άλλος θόρυβος, αυτήν τη φορά γνώριμος, έφτασε στα αφτιά μου: στο περβάζι του κελιού μου, είχαν προσγειωθεί ομαλά δύο περιστέρια. Με κοίταζαν προσεχτικά, στρέφοντας προς το μέρος μου πότε το ένα μάτι, πότε το άλλο. Λες και δεν ήθελαν να με ξυπνήσουν, σιγοτραγουδούσαν με τη μύτη, το στερημένο μελωδικότητας τραγούδι τους, το οποίο όμως περίμενα με χαρά να ακούσω κάθε μέρα. Με ενημέρωναν ότι ήρθαν και ότι με περιμένουν να επιστρέψω από τον ταραγμένο μου ύπνο, στον οποίο βυθιζόμουν καθημερινά αποβλακωμένος, ψάχνοντας στα απότομα κρημνά του ένα τουλάχιστον ευχάριστο όνειρο, που κάποτε μου είχε υπάρξει πιστό. Γιατί όλα με είχαν εγκαταλείψει εξαιτίας του φρικτού χώρου στον οποίο βρισκόμουν. Αναζητούσα ένα Όνειρο που, όταν θα ξύπναγα, θα μου έδινε την ελπίδα που χρειαζόμουν για να προχωρήσω παραπέρα. Που θα μου ψιθύριζε ότι η απεριόριστη Ελευθερία με περιμένει, προσφέροντάς μου και πάλι τη δύναμη για να αναβιώσω συναισθήματα που είχαν μαραζώσει, επειδή τόσο καιρό δεν είχαν αισθανθεί το χάδι των Ηλιαχτίδων.

    Τα περιστέρια ήταν παλιοί μου φίλοι: ήταν συνηθισμένα να έρχονται καθημερινά όταν ξύπναγα για να τα ταΐσω με ψίχουλα ψωμιού. Συχνά τα ρωτούσα:

    — Τι χρώμα φοράει τώρα η Ελευθερία εκεί έξω;

    Τα περιστέρια άνοιγαν φαρδιά τις φτερουγίτσες τους. Μου έδειχναν τα βρόμικα, σκούρα γκρίζα φτερά τους. Ήθελαν να μου πουν ότι αυτό είναι το «χρώμα της Ελευθερίας»…

    — Μα τι συμβαίνει; τα ρωτούσα απορημένος. Μήπως τελείωσε το νερό στη γη;

    Μάζευαν τις φτερούγες τους και μου έγνεφαν πως όχι. Έπειτα μου ψιθύριζαν με θλιμμένη φωνή:

    — Όχι, δεν τελείωσε. Αλλά εμείς δεν έχουμε πια πρόσβαση σε γάργαρο και καθαρό νερό. Οι πελώριοι αετοί, που προστατεύονται από τον νόμο (γιατί είναι, λένε, είδος υπό εξαφάνιση), έγιναν κύριοι των υδάτων. Δίνουν νερό μόνο σε όσους αυτοί θέλουν, έναντι της τρυφερής και φρέσκιας σάρκας – ποιανών νομίζεις; – μα των περιστεριών, φυσικά. Μιλάς για Ελευθερία; μου έλεγαν, γυρίζοντας φοβισμένα τα κεφάλια τους. Γιατί νομίζεις ότι σε επισκεπτόμαστε; ρωτούσαν ύστερα ρητορικά.

    Τα ίδια έδιναν και την απάντηση:

    — Κατά παράδοξο τρόπο, εδώ, στους χώρους της φυλακής, αισθανόμαστε πιο ελεύθερα από ό,τι έξω, στην «Ελευθερία»… Εδώ μας αναζητούν, μας σέβονται… Ενώ έξω μας επιβλέπει σε μόνιμη βάση το εχθρικό μάτι. Δε θα μας προκαλούσε έκπληξη αν ακούγαμε ότι μας ζηλεύουν που έχουμε πρόσβαση εδώ… Υπάρχει ένα ρητό που αναφέρεται σε αυτούς που δεν έχουν πολλές δυνατότητες στη ζωή τους: λένε ότι είναι καλά εκεί μόνο όπου δεν μπορείς να φτάσεις…

    Έπρεπε να σηκωθώ να ταΐσω τα Περιστέρια. Αλλά δεν ήθελα να τρομάξω τον καινούργιο μου επισκέπτη, οπότε περίμενα λιγάκι ακόμα.

    Έστρεψα το βλέμμα μου προς τον Αρουραίο. Δεν μπορούσα να φανταστώ από πού είχε μπει στο κελί. Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι είχε τρυπώσει, μάλλον, από τα σιδερένια κάγκελα του παραθύρου.

    Πιθανόν να είχαν πέσει μερικά ψίχουλα από το περβάζι του παραθύρου, όπου τα έβαζα για τα περιστέρια, έξω, στα θεμέλια του τσιμεντένιου κτιρίου. Βρίσκοντάς τα, ο Αρουραίος θα διακινδύνευσε τα πάντα για να φτάσει πάνω: θα αναρριχήθηκε στον τοίχο για να κατευνάσει την κακόβουλη πείνα του. Και ποιος ξέρει: από εκεί, θα έπεσε μέσα…

    Έριξα και πάλι ένα βλέμμα στον χώρο που φαινόταν από το άνοιγμα του παραθύρου. Είδα το αγκαθωτό συρματόπλεγμα, τόσο αιχμηρό, τόσο αφοσιωμένο, να εκπληρώνει την άχαρη αποστολή του, πληγώνοντας οποιονδήποτε θα μπορούσε να προσπαθήσει να μπει, για να μη μιλήσω για όσους θα ήθελαν να βγουν…

    — Κι όμως, ο Αρουραίος κατάφερε να φτάσει στο κελί μου, σκεφτόμουν. Τον βοήθησε το ιδιαίτερα κοφτερό, χάρη στις ουλές, μυαλό του.

    Δεν κουνήθηκα για να μην τον τρομάξω. Μόνο τις κόρες των ματιών μου κουνούσα, προσπαθώντας να τον δω καλύτερα. Έμοιαζε χαρούμενος, λες και είχε ανακαλύψει κανέναν μαγεμένο μύλο ή κανέναν φούρνο που γεννά αδιάκοπα νόστιμα ψωμιά…

    Αφού έφαγε με όρεξη και χόρτασε, ο Αρουραίος μου έγλειψε μερικές φορές τα ποδαράκια του, μουρμουρίζοντας κάτι που μόνο αυτός και ο καλός Θεός κατάλαβαν. Ίσως να προσευχήθηκε στον Κύριο και να τον ευχαρίστησε για το γεύμα που του είχε προσφέρει.

    Κατέβηκε από το τραπέζι σιγά-σιγά, σαν γέρος, και τρύπωσε κάτω από το κρεβάτι, κάπου στη δεξιά γωνιά του κελιού. Έμεινε εκεί, αποφασισμένος να μοιραστεί το κελί μαζί μου. Μερικές μέρες τον άφησα στην ησυχία του. Έπρεπε να συνηθίσει το καινούργιο του σπίτι. Την εβδομάδα που ακολούθησε, με πολλή επιμονή και υπομονή, έφτασα να μπορώ να τον ταΐζω από το χέρι μου. Δέχθηκε τη φιλία μου. Μετά από ακόμη μία εβδομάδα, ο Αρουραίος μου επέτρεψε κιόλας να τον πάρω αγκαλιά. Χαρούμενος για την εμπιστοσύνη που μου έδειχνε, τον απάλλαξα από την μπλεγμένη μεταξένια κλωστή που τον εμπόδιζε, κάνοντάς τον να κινείται με δυσκολία. Τον έκανα μάλιστα και ένα καυτό μπάνιο. Τον έπλυνα καλά με σαπούνι για τα ρούχα, γιατί άλλο δεν είχα. Πλήθος ψύλλων ξεχύθηκαν από το σταχτί του τρίχωμα.

    Κατοικήσαμε έτσι μαζί έναν χρόνο και εννέα μήνες. Μοιραστήκαμε το ίδιο στενόχωρο κελί που δεν επισκέπτονταν ποτέ οι Ηλιαχτίδες. Μοιραστήκαμε και το φαγητό και τα βάσανά μας... Κατάφερα μάλιστα να μάθω τη γλώσσα των αρουραίων...

    Η συντροφιά του μου έκανε καλό. Ήμουν χαρούμενος που τον ήξερα συνέχεια δίπλα μου. Ωστόσο, μη φανταστείτε ότι προσπάθησα να τον κρατήσω δέσμιο της μοναξιάς μου. Όχι! Αντίθετα, πολλές φορές αισθανόμουν λύπη για αυτόν. Μου φαινόταν άδικο να υπομένει κι αυτός την ίδια ποινή με μένα. Πολλές φορές τον ανέβασα στο περβάζι του παραθύρου, κάνοντας τον να καταλάβει, όσο ήταν δυνατόν, ότι είναι ελεύθερος να φύγει. Να χαρεί όλα όσα του προσφέρει η Φύση, με τα οποία τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί. Με μια λέξη, να απολαύσει την Ελευθερία…

    Σαν να τον βλέπω πώς τέντωνε τη μυτούλα του έξω, εισπνέοντας τον καθαρό αέρα. Έπειτα επέστρεφε, σηκωνόταν στα πίσω του ποδαράκια και τα μπροστινά τα άπλωνε προς το μέρος μου για να τον αγκαλιάσω.

    Δεν ήθελε να φύγει. Η Φιλία μας γινόταν ολοένα και πιο δυνατή. Σκέφτηκα ότι ίσως ο καημένος ο αρουραίος δεν είχε καν πού να πάει. Όπως συμβαίνει και με πολλούς από εμάς, τους ανθρώπους.

    Ή, αντίθετα, όπως λέει και μια παλιά παροιμία, δεν ήθελε να επιστρέψει εκεί όπου κάποτε είχε περάσει καλά, γιατί φοβόταν ότι θα απογοητευόταν πολύ από αυτό που θα έβρισκε. Η ασχήμια του παρόντος θα αναιρούσε τις όμορφες αναμνήσεις που είχαν κάνει κάποτε ευτυχισμένη την ψυχή του. Θα ήταν κρίμα να πέσει σε αυτήν την πικρή παγίδα, να μετανιώσει…

    Εν πάση περιπτώσει, κάθε μέρα που περνούσε καταλάβαινα ακόμα καλύτερα το μικρό ζωάκι που με συντρόφευε πιστά. Ανακάλυψα μέχρι και την αποστολή που έχουν οι αρουραίοι στη ζωή τους σε αυτόν τον κόσμο, αλλά σε αυτό θα αναφερθώ αναλυτικά στο παραμύθι που με χαρά σας προσκαλώ να διαβάσετε στους επόμενους τόμους.

    Οι μέρες περνούσαν η μία μετά την άλλη, αλλά όπως καθετί ωραίο, η γαλήνη που μου προσέφερε ο Αρουραίος δεν μπορούσε να διαρκέσει επ’ άπειρον. Μία χειμωνιάτικη μέρα, τις πρώτες πρωινές ώρες, χωρίς καμία προειδοποίηση, όπως συνηθίζεται με τους κρατούμενους, στη φυλακή συνέβη κάτι απρόβλεπτο. Με σήκωσαν με τη βία από το κρεβάτι μου, που μόλις είχα καταφέρει να ζεστάνω. Με κρύες χειροπέδες στα χέρια και τα πόδια, με έβγαλαν έξω από το τσιμεντένιο κτίριο, σαν καταδιωγμένο σκυλί, που το έπιασαν στα πράσα να κλέβει μία κότα. Αν είναι να το πάρουμε με το γράμμα του νόμου, δεν είναι δίκαιο να συμπεριφέρονται έτσι στους κρατούμενους. Δεν είχα παραβεί κανέναν από τους κανόνες της φυλακής. Τέλος πάντων…

    Βγήκα στην αυλή της φυλακής. Εκεί συνάντησα εκατοντάδες άλλους κρατούμενους, δυσαρεστημένους, όπως κι εγώ. Περιμέναμε όλοι μαζί στο κρύο μία ολόκληρη μέρα, χωρίς να μας δοθεί καμία εξήγηση.

    Είχε παγωνιά. Χιόνιζε. Κοίταζα τις μεταμφιεσμένες νιφάδες του χιονιού και φανταζόμουν ότι ο Θεός τις έριχνε πάνω στα κεφάλια μας, περνώντας τες μέσα από το τεράστιο κόσκινο του Ουρανού, για να μας καθαρίσει από τις αμαρτίες μας.

    Προς το βραδάκι, μάθαμε και τι είχε συμβεί: είχε διοργανωθεί ένας αιφνίδιος έλεγχος σε ολόκληρη τη φυλακή. Είχαν μάθει ότι οι κρατούμενοι κρύβουν στα κελιά τους πράγματα απαγορευμένα από τον κανονισμό. Σαν κάτι κυνηγετικά σκυλιά που οσφραίνονται τη λεία τους, οι φύλακες ξεσήκωσαν όλα τα κελιά: γεμάτοι καχυποψία, έψαξαν κάθε γωνιά. Ακόμα και στις σκεπαστές τουαλέτες τους φαινόταν ότι θα μπορούσαν να γεννηθούν σκουλήκια του πιο εξελιγμένου είδους και φοβόντουσαν ότι, αν φτάσουν να κυκλοφορούν ελεύθερα, θα προσαρμοστούν σε οποιοδήποτε περιβάλλον, σε οποιεσδήποτε συνθήκες και κινδύνους, και θα φτάσουν να ηγούνται εκατομμυρίων «βακτηρίων» (όπως συμβαίνει και στην κοινωνία μας, που ελέγχεται από πανούργους κλέφτες, οι οποίοι προστατεύονται από νόμους που οι ίδιοι δημιούργησαν).

    Είχα μουδιάσει από το κρύο. Ούτε που ήξερα πια πόση ώρα στεκόμουν στην παγωνιά. Σκεφτόμουν τον φίλο μου, τον Αρουραίο. Ανυπομονούσα να δω τι κάνει, να μοιραστώ μαζί του όλα όσα είχα ζήσει εκείνη τη μέρα που δεν την είχαμε περάσει μαζί. Αργά, όταν μας άφησαν να μπούμε, στο ενοικιασμένο με τη βία κελί μου, βρήκα μία απερίγραπτη ακαταστασία. Λες και είχαν περάσει από εκεί χιλιάδες θυμωμένοι κεραυνοί. Είχαν απομακρύνει το κρεβάτι από τον τοίχο. Στη γωνιά όπου έμενε ο Αρουραίος, ανακάλυψα μία λίμνη αίματος. Πλήθος σταγόνων κυλούσαν γεμάτες θλίψη στον σωρό με τα άχυρα που φύλαγε ακόμα τη ζεστασιά του σώματος του μικρού ζώου.

    Κατάλαβα ότι το είχαν χτυπήσει με μία μπότα μεγάλο νούμερο, γιατί είχε φροντίσει να αφήσει ένα ευκρινές, βρόμικο σημάδι στον τοίχο, πάνω από το σημείο όπου ζούσε ο Αρουραίος. Ούτε ίχνος, όμως, του Αρουραίου. Το σώμα του είχε εξαφανιστεί. Γύριζα σαν τρελός, ψάχνοντας στο κελί. Ήθελα να ορμήσω στην πόρτα και να φωνάξω, να ουρλιάξω! Ήξερα όμως ότι ήταν άδικος κόπος. Δεν είχε ποιος να με ακούσει…

    Πρόλαβα μόνο να διακρίνω ένα περιπαικτικό χαμόγελο. Ο φύλακας μου βρόντηξε την πόρτα στα μούτρα τόσο δυνατά, που βούιξαν τα αυτιά μου από τον εκκωφαντικό θόρυβο. Έστρεψα το βλέμμα μου προς το σημείο όπου καθόταν πρωτύτερα ο Αρουραίος. Ήμουν λυπημένος και παρέμεινα να κοιτάζω στο κενό. Φανταζόμουν τι είχε συμβεί… Κι εγώ δεν ήμουν εκεί, να τον προστατέψω…

    Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα έτσι. Αισθάνθηκα κάποια στιγμή ένα κρύο ρεύμα που μπήκε από τα κάγκελα του παραθύρου. Το αισθανόμουν περίεργα, λες και ήθελε να πάρει ακόμη και το τελευταίο ίχνος ζεστασιάς από το σώμα του Αρουραίου που είχε μείνει στα ματωμένα άχυρα… Παρέμεινα ακίνητος. Δεν ήθελα να κλείσω το παράθυρο. Σκεφτόμουν να αφήσω τουλάχιστον τον Αέρα να αισθανθεί σαν στο σπίτι του, αφού εμένα με είχε καταβάλει μία απέραντη θλίψη. Δεν ήταν δίκαιο να υποφέρουν όλοι εξαιτίας μίας τραγωδίας που μου είχε συμβεί εμένα. Ο Θεός έχει δημιουργήσει μία ισορροπία σε αυτά τα πράγματα: μια ζυγαριά που κλίνει άλλοτε προς τη μία και άλλοτε προς την άλλη κατεύθυνση, προσπαθώντας να εξισορροπήσει το Καλό με το Κακό, το Φως με το Σκοτάδι, την Ομορφιά με την Ασχήμια, τη Χαρά με τη Θλίψη, την Αγάπη με το Μίσος…

    Προς τι όφελος η Φιλοσοφία: εγώ δεν είχα πλέον διάθεση για τίποτα. Μεγάλη πίκρα, μεγάλη αηδία είχε φωλιάσει στην ψυχή μου μετά από αυτό το περιστατικό. Δεν έφαγα μία ολόκληρη εβδομάδα. Ούτε βγήκα από το κελί μου. Δεν ήθελα να δω κανέναν. Όλοι έφταιγαν γι’ αυτό που μου είχε συμβεί. Σκεφτόμουν μόνο τον Θεό. Τον ρωτούσα συνεχώς: «Με ξέχασες, Θεέ μου; Γιατί με άφησες πάλι μόνο ανάμεσα σε αυτούς τους απαίσιους τοίχους, που δεν έχουν καμία ζεστασιά, κανένα έλεος, που περιβάλλονται φρικαλέα από αυτά τα σιδερένια κάγκελα;»

    Οι τοίχοι των φυλακών «τρέφονται», πρακτικά, από τη ζωή των κρατούμενων. Το σώμα τους γερνάει πριν την ώρα του, ξεπλένοντας ό,τι πιο πολύτιμο από τις αναλαμπές της μνήμης τους.

    Νόμιζα ότι ο Θεός δε βλέπει πλέον τον πόνο μου, αλλά έκανα λάθος. Την όγδοη ημέρα, κατά τη διάρκεια της νύχτας, με επισκέφτηκε ο φίλος μου, ο γέρος Αρουραίος. Σκαρφάλωσε στο τραπέζι, όπως πάντα, χωρίς να βιάζεται καθόλου, όπως συνήθισε από τη στιγμή γίναμε φίλοι. Μόνο που αυτήν τη φορά δεν τον ενδιέφερε πλέον το ψωμί. Ήταν πάλι μπλεγμένος στη λευκή μεταξένια κλωστή, όπως τον είχα δει την πρώτη φορά. Λες και το είχε κάνει επίτηδες, για να τον λυπηθώ. Τον πήρα γρήγορα στη ζεστή μου αγκαλιά, γεμάτος χαρά, όπως έκανα πάντοτε πριν κοιμηθούμε για να ζεστάνουμε ο ένας τον άλλο, για να είναι ο ύπνος μας πιο γλυκός. Βλέποντάς με τόσο στενοχωρημένο που τον είχα χάσει, ο Αρουραίος μου ψιθύρισε:

    «– Τι σου συμβαίνει; Δε σε αναγνωρίζω! Κουράγιο, φίλε μου! Δε θα βρίσκεσαι εδώ για μια αιωνιότητα. Ίσως ο Θεός να σε έστειλε εδώ για κάποιον λόγο που μόνο ο Ίδιος γνωρίζει ή για να σε προστατεύσει από κάποιο κακό μεγαλύτερο από αυτό, που θα σου συνέβαινε αν αυτήν τη στιγμή βρισκόσουν αλλού. Ο καιρός θα περάσει όπως ήρθε. Θα αποφυλακιστείς, θα επιστρέψεις σε αυτούς που αγαπάς. Θα καταλάβεις αργότερα γιατί χρειάστηκε να ζήσεις αυτήν τη συμφορά. Εσύ έχεις μοναδική αποστολή να ακολουθήσεις τον δρόμο σου μέσα στο Φως, ανεξάρτητα από το βάθος του σκοταδιού που σε περιβάλλει. Μην ξεχνάς ότι κάθε καταστροφή φέρνει μία αλλαγή. Μπορεί να είναι

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1