Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Οι Συνωμότες του Χάους
Οι Συνωμότες του Χάους
Οι Συνωμότες του Χάους
Ebook663 pages14 hours

Οι Συνωμότες του Χάους

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Ο Ρικ Κινγκ, μεγαλοστέλεχος κορυφαίας χρηματιστηριακής εταιρείας,
αποφασίζει την ημέρα που κλείνει τα σαράντα πέντε χρόνια του, να εγκαταλείψει τα πάντα και να ακολουθήσει την εσωτερική του παρόρμηση για αναζήτηση του εαυτού του.
Έτσι θα ξεκινήσει ένα ταξίδι χωρίς συγκεκριμένο προορισμό που εξελίσσεται σε ένα μυστηριώδες κυνήγι απαντήσεων υπό τις υποδείξεις του Δένδρου της Ζωής (Καμπάλα), απαντήσεις που του παρουσιάζονται μέσα από ιδιαίτερα ζωντανά όνειρα και απαιτούν άμεση αποκρυπτογράφηση.
Κάθε βήμα του τον οδηγεί και σε ένα νέο προορισμό, στην επόμενη πόλη που τον βοηθάει να ξεκλειδώσει πολύτιμα στοιχεία για την ιδιόρρυθμη αναζήτησή του.
Από το πρώτο του βήμα γνωρίζεται με την Σάρα, μέλος μιας μυητικής ομάδας που όμως σαν κρυφό σκοπό είχε την παγκόσμια κυριαρχία με κάθε τρόπο. Μέλη μυστικών ομάδων, μάγοι και δολοφόνοι θα γίνουν πολύτιμοι σύμμαχοι και ορκισμένοι εχθροί σε αυτό το ιδιαίτερο ταξίδι με το πιο αναπάντεχο τέλος αφού όταν το ολοκληρώσει, θα διαπιστώσει έκπληκτος ότι όλη του η πορεία ήταν προδιαγεγραμμένη... από τον ίδιο.

LanguageΕλληνικά
PublisherPanos Sakelis
Release dateJun 16, 2017
ISBN9781370909919
Author

Panos Sakelis

Panos Sakellariades (writing under the name of Panos Sakelis) grew up as the eldest of three children in Thessaloniki, Greece and graduated from Anatolia American College. Sakelis then attended the Hellenic Naval Academy where he graduated as an Engineer Officer. In the early 90s he resigned from his naval career and pursued a successful career as a manager.From a young age he was drown to literature, history and politics. He spent most of his life studying metaphysics and philosophy.His early works consist of poems and theatrical documents while in the most resent years he is dedicated in the writing of fiction novels.

Read more from Panos Sakelis

Related to Οι Συνωμότες του Χάους

Related ebooks

Related categories

Reviews for Οι Συνωμότες του Χάους

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Οι Συνωμότες του Χάους - Panos Sakelis

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 : ΠΡΑΓΜΑΤΩΣΗ

    Τετάρτη 5 Μαΐου 2010 – 09:45

    Ο Ρικ, πάρκαρε την Mustang του στο υπόγειο και αλλάζοντας εντελώς τις μέχρι τότε συνήθειές του ανέβηκε από τον ανηφορικό δρόμο των αυτοκινήτων καταλήγοντας στο προαύλιο του κτιρίου που εργαζόταν. Προχώρησε με αργά βήματα και πήγε και κάθισε σ’ ένα παγκάκι. Στην άλλη άκρη καθόταν ήδη ένας νεαρός γύρω στα είκοσι και κάτι. Του έκαναν εντύπωση τόσο οι παλιές μπότες που φόραγε όσο και το μπρελόκ με τα κλειδιά του που ήταν αφημένο δίπλα του στο παγκάκι και που τα στόλιζε το σήμα με το όρθιο άλογο της Mustang.

    «Γαμώτο, ξέχασα τα τσιγάρα μου στο αυτοκίνητο» μουρμούρισε ο Ρικ.

    Ο νεαρός έβγαλε από την τσέπη του ένα κουτί με πουράκια και το έσπρωξε προς την μεριά του.

    «Ίδια μάρκα καπνίζουμε αλλά δώσε μου και φωτιά! Τον αναπτήρα μου τον άφησα κι’ αυτόν στο αυτοκίνητό μου» είπε στον νεαρό που έσπευσε να του δώσει το κουτάκι με τα σπίρτα που κράταγε.

    Ο Ρικ άναψε το πουράκι και του επέστρεψε τα σπίρτα.

    «Κράτησε τα, έχω κι’ άλλα κουτιά στην μηχανή» του είπε και του χαμογέλασε.

    «Στα νιάτα μου κι’ εγώ άναβα με σπίρτα» είπε ο Ρικ με μελαγχολία και συνέχισε, «είχα κι ένα παρόμοιο ζευγάρι με μπότες».

    «Εδώ εργάζεσαι;» τον ρώτησε ο νεαρός.

    «Εδώ ακόμη. Πρέπει να πάω μέσα» συμπλήρωσε και σηκώθηκε από το παγκάκι.

    Έκανε δύο βήματα και γύρισε πάλι προς την μεριά του νεαρού.

    «Εσύ τι κάνεις;»

    «Εγώ μόλις βγήκα έξω» του είπε εκείνος, πλησίασε την μηχανή του, την έβαλε μπροστά και χάθηκε.

    Τετάρτη 5 Μαΐου 2010 – 17:00

    Ο Ρικ, μόλις έφυγε η Βίκυ, κατευθύνθηκε στην κρεβατοκάμαρα κι’ έβγαλε απ’ το δωμάτιο-ντουλάπα μια μεγάλη βαλίτσα. Την άνοιξε πάνω στο κρεβάτι κι’ άρχισε να την γεμίζει. Εσώρουχα, κάλτσες, μερικά πουκάμισα, πολλά t-shirt, δύο τζιν και μερικά πουλόβερ. Έβαλε στο μικρό νεσεσέρ του δύο κολόνιες, βούρτσα για τα μαλλιά του και τα απαραίτητα για την υγιεινή των δοντιών του. Τα ξυριστικά τ’ άφησε εκτός.

    «Τέρμα το ξύρισμα και το κούρεμα» μονολόγησε.

    Ευτυχώς η βαλίτσα ήταν αρκετά μεγάλη οπότε χώρεσαν δύο ζευγάρια παπούτσια και το αγαπημένο του δερμάτινο τζάκετ. Την έκλεισε και την άφησε δίπλα στην εξώπορτα.

    Στο σπίτι δεν υπήρχε γραφείο. Χρησιμοποιούσε όποτε χρειαζόταν το τραπέζι της κουζίνας που ήταν συνέχεια με το σαλόνι. Μάζεψε το λάπτοπ και τα χαρτιά που είχε απλωμένα και τα έβαλε σε μια κρεμαστή δερμάτινη τσάντα.

    Σήμερα θα περνούσε μόνος την βραδιά παρόλο που είχε τα γενέθλιά του. Πήρε την ταμπλέτα που είχε αγοράσει πρόσφατα και άραξε στον καναπέ. Άρχισε να σερφάρει στους χάρτες του Νόρφολκ. Έβλεπε τις διάφορες γειτονιές κι’ αναπολούσε τα παιδικά του χρόνια. Όταν κοίταξε το ρολόι ήταν ήδη εννέα. Ετοιμάστηκε και βγήκε να περπατήσει. Είκοσι χρόνια στην πόλη και ποτέ δεν είχε νοιώσει Νεοϋορκέζος.

    Τον συνεπήρε μια αίσθηση ελευθερίας. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε να περπατάει χωρίς βιασύνη με χαλαρό βήμα. Αποφάσισε να πάει για ένα ποτό στο Bar Nine. Ήταν περίπου στα δύο χιλιόμετρα απόσταση. Εκείνη την στιγμή του φάνηκε ότι περισσότερο αισθάνθηκε παρά άκουσε έναν υπόκωφο θόρυβο, σαν μια βαριά ανάσα που επαναλαμβανόταν με πολύ αργό ρυθμό. Γύρισε και κοίταξε τριγύρω. Κανένας και τίποτα δεν βρισκόταν κοντά του. Ο θόρυβος λες κι ερχόταν απ’ το έδαφος.

    Η ανάσα της πόλης, σκέφτηκε κι’ αμέσως συμπλήρωσε, Ρικ μαζέψου και άσε τις μαλακίες!

    Μετά από λίγο έφτασε στο μπαράκι. Είχε καιρό να έρθει. Δεν ήταν απ’ τα αγαπημένα του στέκια αλλά ήθελε να βρεθεί κάπου που να μην τον γνώριζε κανένας, και το συγκεκριμένο μπαρ του το εξασφάλιζε. Κάθισε στην άκρη του πάγκου και παράγγειλε ένα διπλό ουίσκι. Ο μπάρμαν τον σερβίρισε αμίλητος· κατάλαβε ότι ο πελάτης ήθελε την ησυχία του.

    Ο Ρικ προσπάθησε να απομονωθεί και να μην ακούει τίποτα. Αυτό που τον απασχολούσε ασυνείδητα όλη την ημέρα ήταν κάτι που προσπαθούσε να βγάλει από μέσα του αλλά που δεν ήξερε το πως. Ίσως ο μόνος τρόπος για να το πετύχει ήταν μέσα από σιωπή που έπρεπε να επιβάλλει στο μυαλό του. Η μέθοδος αυτή είχε λειτουργήσει παλιά, αλλά χρειαζόταν να βρίσκεται σε περιοχή με λευκό θόρυβο και τότε συνέβαινε το εξής εκπληκτικό, γινόταν ένας συνδυασμός των θορύβων που στα αυτιά του κατέληγε σαν συγκεκριμένη πρόταση. Έμοιαζε σαν ο νους του να ήθελε να του μιλήσει και να διάλεγε λέξεις από σκόρπιες κουβέντες που ακούγονταν, που όμως αν τις έβαζες στην σωστή σειρά, αποκτούσαν νόημα. Σήμερα όμως δεν του έβγαινε. Ήξερε πως ήταν εκεί, αλλά παραπέρα τίποτα.

    Έκανε νόημα να πληρώσει. Ο μπάρμαν τον πλησίασε και του έδειξε τον τιμοκατάλογο που ήταν κρεμασμένος δίπλα στα μπουκάλια με τα ποτά. Έβγαλε ένα χαρτονόμισμα και του το έδωσε. Ο μπάρμαν έκανε να του δώσει τα ρέστα. Του έδειξε με νόημα να τα κρατήσει. Την στιγμή εκείνη του φάνηκε πως άκουσε τον μπάρμαν να του λέει: Πραγμάτωση. Ο Ρικ παραξενεύτηκε. Η λέξη αυτή τον παρέπεμπε στον Αποκρυφιστικό Κώδικα, ένα βιβλίο που παρόλο που είχε στα χέρια του εδώ και πέντε χρόνια, δεν είχε νοιώσει έτοιμος να τον απασχολήσει, πέρα από μια πρώτη ματιά που του είχε ρίξει πριν δύο χρόνια. Έκανε νόημα στον μπάρμαν ότι δεν άκουσε τι του είπε.

    «Ευχαριστώ, καλό σου βράδυ» του είπε καθαρά ο μπάρμαν μιλώντας πιο δυνατά και σκύβοντας προς το μέρος του.

    Ήταν βέβαιος όμως γι’ αυτό που είχε ακούσει προηγουμένως, μια τόσο περίεργη λέξη που αποκλειόταν να είχε σχέση με το ευχαριστώ που ακολούθησε όταν ξαναέκανε την ερώτηση. Έκανε σήμα στο πρώτο ταξί που περνούσε και γύρισε σπίτι του. Άνοιξε την τηλεόραση μόνο για να την ξανακλείσει. Έκλεισε τα μάτια κι’ έφερε στο μυαλό του όλα όσα είχαν γίνει εκείνο το πρωινό.

    Τετάρτη 5 Μαΐου 2010 – 08:45

    Ο Ρικ Κινγκ την μέρα αυτή έκλεισε τα σαράντα πέντε του χρόνια. Είχε γεννηθεί το ‘65 στο Νόρφολκ, στην 36η οδό. Σήμερα έμενε σ’ ένα πανάκριβο διαμέρισμα στην Νέα Υόρκη, στον 68ο δρόμο, δυτικά του Σέντραλ Παρκ. Η βασική του απασχόληση ήταν τα χρηματιστηριακά σαν σύμβουλος επενδύσεων σε διάφορες εταιρείες.

    Ψηλός, αδύνατος, καστανός, όχι ιδιαίτερα ωραίος άντρας αλλά ιδιαίτερα γοητευτικός με κάπως περίεργη γαμψή μύτη, που ξεχώριζε για την ιδιότυπη έκφραση που ήταν μόνιμα καρφωμένη στο πρόσωπό του, κάτι που κρατούσε μακριά αυτούς που δεν ήθελε να παραβιάζουν τον προσωπικό του χώρο.

    Παρ’ όλες τις προσπάθειες διαφόρων γυναικών του κύκλου του εξακολουθούσε να είναι ανύπαντρος. Δεν είχε κάνει πολλούς δεσμούς αλλά παρόλα αυτά οι μακροχρόνιες σχέσεις του κατέληγαν σε ασυμφωνίες, κάτι που πια του είχε γίνει βίωμα. Ο λόγος γι’ αυτό βέβαια, αν και δύσκολα το παραδεχόταν ακόμη και στον εαυτό του, ήταν ότι τα ενδιαφέροντά του δεν ταίριαζαν καθόλου μ’ αυτό που έδειχνε.

    Από την φύση του μοναχικός, του άρεσε το διάβασμα και η καλή μουσική. Τα κινηματογραφικά έργα που λάτρευε ήταν αυτά της επιστημονικής φαντασίας και δεν υπήρχε αντίστοιχη σειρά στην τηλεόραση που να μην την παρακολουθούσε. Αντί όμως γι’ αυτό, ως επαγγελματίας χρηματιστής, έπρεπε να είναι παρών στα διάφορα γκαλά της πόλης, στις μεγάλες πρεμιέρες των θεατρικών παραστάσεων και γενικά σ’ όλα τα χάπενινγκ που κατά καιρούς ήταν καλεσμένος. Οι δημόσιες σχέσεις του έπρεπε να κρατιούνται ψηλά. Έτσι, δεν είχε χρόνο γι’ αυτά που τον ευχαριστούσαν.

    Μέχρι τώρα αυτήν την τόσο περίεργη ισορροπία την είχε καταφέρει. Ζώντας την ίδια ώρα μια άνετη και πλούσια ζωή, είχε μπορέσει μέσα στα είκοσι χρόνια που έκανε αυτήν την δουλειά να έχει πολλά χρήματα στην άκρη που του επέτρεπαν να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του όχι μόνο χωρίς να εργάζεται αλλά και να μπορεί να κάνει ότι του περνούσε απ’ το μυαλό. Η φετινή χρονιά μάλιστα ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή μαζί του, μιας και έχοντας κλείσει τρεις πολύ δυνατές συγχωνεύσεις, είχε αυξήσει κατά πολύ τα λεφτά του. Τέτοιες εξελίξεις βέβαια στον κύκλο του γινόντουσαν μόνο όταν κάποιος είχε καταφέρει να φτάσει πολύ ψηλά στην ιεραρχία.

    Όμως πέντε χρόνια πριν είχε υποσχεθεί ότι η σημερινή ημερομηνία θα γινόταν σταθμός αλλαγής για την ζωή του, ημέρα που είχε αποφασίσει ότι θα ξεκινούσε την επόμενη φάση, μια φάση που την σχεδίαζε και την προετοίμαζε από τότε.

    Στις εννέα το πρωί έχοντας ετοιμαστεί κάθισε για τον καφέ του. Ξεφύλλισε την εφημερίδα και μισή ώρα αργότερα βγήκε από το γκαράζ οδηγώντας την Mustang του. Δεν ήταν απλός φίλος αυτού του αυτοκινήτου. Για είκοσι χρόνια τώρα δεν είχε αγοράσει καμμιά άλλη μάρκα. Περίπου δεκαπέντε λεπτά μετά, πάρκαρε στο γκαράζ του κτιρίου που εργαζόταν.

    Ανέβηκε μέχρι το ισόγειο με τα πόδια, κάθισε για λίγο σ’ ένα παγκάκι και αφού συνομίλησε μ’ έναν νεαρό για λίγο, μπήκε στην είσοδο του κτιρίου και ανέβηκε με το ασανσέρ στον δέκατο όροφο. Προχώρησε στον μακρύ διάδρομο κι’ έφτασε στο γραφείο του, ένα από τα πιο προνομιακά γραφεία του ορόφου. Έξω ακριβώς από την πόρτα του βρισκόταν το γραφείο της γραμματέας του, της Βίκυ. Συνεργαζόντουσαν από την πρώτη στιγμή που το ανέβασμά του στην εταιρεία του επέτρεψε να έχει προσωπική γραμματέα, κοντά δέκα χρόνια τώρα.

    «Καλημέρα Βίκυ».

    «Καλημέρα Ρικ» του απάντησε μ’ ένα χαμόγελο και τον ακολούθησε στο γραφείο του με μια αχνιστή κούπα καφέ. Τον πλησίασε και τον φίλησε στο μάγουλο. «Να ζήσεις» του ευχήθηκε.

    «Σ’ ευχαριστώ. Έχουμε τίποτα το ιδιαίτερο για σήμερα;»

    «Ρωτάς για κάτι το συγκεκριμένο;»

    «Όχι».

    «Τα συνηθισμένα, αν και έχω την αίσθηση ότι έχει πέσει πολύ η δουλειά».

    Η Βίκυ χαμογέλασε και βγήκε απ’ το γραφείο. Ύστερα από δέκα χρόνια συνεργασίας, όταν ήταν μόνοι τους μιλάγανε με διαφορετικό τρόπο. Είχαν περίπου την ίδια ηλικία. Ήξερε τον άντρα και τα παιδιά της και σ’ αρκετές γιορτές τον καλούσαν στο σπίτι τους. Την ένοιωθε πια φίλη του. Τότε που την είχε πρωτογνωρίσει, ήταν μια αρκετά ωραία γυναίκα και μάλλον κατά λάθος δεν είχαν μπλεχτεί σε περιπέτειες. Η εγκυμοσύνη και η έγγαμη ζωή την είχαν αλλάξει· είχε βάλει αρκετά κιλά αλλά εξακολουθούσε να κρατιέται καλά. Ανήκε στις ζουμερές γυναίκες, με πλούσιο στήθος, ψηλή, με βαμμένα ξανθά μαλλιά. Το ντύσιμό της ήταν εντελώς ιδιότυπο. Ακολουθούσε τις φάσεις της σελήνης, την μια γινόταν μια σέξι γκόμενα και την άλλη μια συντηρητική γραμματέας.

    Η μέρα συνέχισε να κυλάει χωρίς εκπλήξεις. Ασχολήθηκε με το προσωπικό του αρχείο, πήρε αντίγραφα από το σύνολο των εγγράφων του και τα φόρτωσε στο προσωπικό του λάπτοπ. Ό,τι αφορούσε προσωπικά τον ίδιο φρόντισε να σβηστεί από τους εταιρικούς υπολογιστές αν και ήταν σίγουρος ότι η πολιτική της εταιρίας ήταν να παίρνονται αντίγραφα ασφαλείας σε τακτές ημερομηνίες. Αυτό βέβαια δεν τον ένοιαζε γιατί ποτέ δεν είχε τίποτα να κρύψει. Τα πολύ προσωπικά του θέματα τα χειριζόταν από το σπίτι του και τα τηλέφωνα και οι διευθύνσεις των φίλων του ήταν αποθηκευμένα εκτός των άλλων και στο κινητό του τηλέφωνο.

    Όταν τελείωσε την εκκαθάριση του αρχείου του, έγραψε την επιστολή παραίτησή του και την έστειλε στον προσωπάρχη. Επικαλέστηκε προσωπικούς λόγους, του θύμισε ότι τον είχε ενημερώσει και προφορικά ασχέτως αν εκείνος δεν τον είχε πιστέψει και ζήτησε την άμεση αποδέσμευσή του. Είχε φροντίσει να μην έχει εκείνη την περίοδο καμία ανοικτή υπόθεση.

    Η Βίκυ βλέποντας στην οθόνη της την επιστολή του, δεν πίστευε στα μάτια της. Μπούκαρε στο γραφείο του σε αλλόφρονα κατάσταση και τον ρώτησε μ’ απόγνωση: «Σου έκαναν αλλού καλύτερη πρόταση;»

    «Όχι Βίκυ, δεν υπάρχει καμία πρόταση. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου στα σημερινά γενέθλιά μου να σταματήσω να δουλεύω. Σήμερα ακολουθώ εκείνη την απόφαση αν και θα έλεγα ψέματα αν σου έλεγα ότι δεν θα κάνω τίποτα» της απάντησε χαμογελώντας και κλείνοντάς της το μάτι.

    «Και πως θα ζήσεις; Να σε ρωτήσω όμως καλύτερα το άλλο, εγώ θα βρω εύκολα δουλειά στην ηλικία μου;»

    «Τόσα χρόνια εσύ κάνεις όλη την λάτρα και εγώ μαζεύω το χρήμα. Τι φοβάσαι;»

    «Ρικ σταμάτα να με κοροϊδεύεις. Δεν καταλαβαίνεις πως έχω οικονομικό πρόβλημα; Για μένα η δουλειά είναι για την επιβίωση!»

    «Χαλάρωσε Βίκυ και μην φοβάσαι. Αύριο μαζεύεις τα πράγματά σου και την Δευτέρα χτυπάς κάρτα στο καινούργιο σου γραφείο. Θυμάσαι την εξαγορά της εταιρείας Διεθνών Επενδύσεων; Αυτός που την είχε εξαγοράσει ήμουν εγώ. Δεν θα είναι σ’ αυτή την πιάτσα αλλά έχω φροντίσει οι καινούργιοι πελάτες μας να μην ανήκουν σ’ αυτούς που τους νοιάζουν τα ακριβά γραφεία αλλά τα αποτελέσματα της δουλειάς».

    «Δεν καταλαβαίνω. Αφού είπες πως σταματάς να δουλεύεις».

    «Μόνο το ότι είσαι συγχυσμένη σε δικαιολογεί. Άλλη φορά δεν θα χρειαζόταν να σου εξηγήσω. Κορίτσι μου, η εταιρεία που σου είπα ανοίγει υποκατάστημα εδώ, που σημαίνει πως θα το τρέξεις εσύ. Εμένα θα μ’ ακούς μόνο απ’ το τηλέφωνο. Σ’ αυτό εστιάζεται και τ’ ότι σταματάω να δουλεύω».

    Ο Ρικ κάτι πήγε να πει αλλά δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του. Ο προσωπάρχης τον ζήτησε στο γραφείο του. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα του, πλησίασε την παγωμένη Βίκυ, της έδωσε ένα φιλί και βγήκε στον διάδρομο. Όταν ένα τέταρτο μετά ξαναγύρισε την βρήκε στην ίδια στάση.

    «Είπα στον προσωπάρχη ότι παραιτείσαι κι’ εσύ. Πιστεύω να μην έκανα λάθος εκτίμηση».

    «Θα τα καταφέρουμε;» τον ρώτησε με αγωνία.

    «Και τι σκας; Το υποκατάστημα δεν πρόκειται να κλείσει. Πάντως να ξέρεις σου έχω εμπιστοσύνη, θα τα καταφέρεις. Το μόνο που θέλω σαν έξτρα χάρη είναι να φροντίσεις μια μικρή μετακόμιση. Έχω αγοράσει όλο το κτίριο. Μην φανταστείς τίποτα μεγάλο, ένα παλιό τριώροφο με δύο μικρά διαμερίσματα στο ισόγειο και δύο πατώματα ακόμα. Στο ισόγειο το ένα διαμέρισμα θα γίνει το γραφείο μας και το άλλο ο ξενώνας. Ο επάνω όροφος θα γίνει το καινούργιο μου σπίτι.»

    «Ρικ, σύνελθε. Θες να με τρελάνεις;»

    «Δεν είναι απ’ αυτά τα κτίρια με τα μοντέρνα γραφεία, είναι απ’ τα άλλα, τα παλιομοδίτικα. Όσο για μένα δεν σκοπεύω να μείνω αυτό το διάστημα στην Νέα Υόρκη. Και σε παρακαλώ, μην προσπαθείς να μου χαλάσεις την διάθεση. Δεν ξέρεις τι ωραία αισθάνομαι που μπορώ να κάνω ότι μου κατέβει χωρίς να σκάω για τίποτα».

    «Είπες πως δεν θα καθίσεις στην Νέα Υόρκη;»

    «Αυτό είπα. Λέω να κατέβω στο Νόρφολκ να δω την μάνα μου».

    «Αλήθεια, τόσα χρόνια που κάνουμε παρέα δεν τόλμησα να σε ρωτήσω για το πώς και δεν την έφερες εδώ».

    «Ούτε αυτή ήθελε να έρθει, αλλά ούτε κι’ εγώ την ήθελα».

    «Ναι αλλά εκεί κάτω ζει μόνη της. Ο πατέρας σου έχει πεθάνει εδώ και χρόνια».

    «Έχει τις φίλες της και τους γείτονες της. Μια χαρά περνάει».

    «Τέλος πάντων, θα καθίσεις εκεί ή θ’ αρχίσεις τα ταξίδια;»

    «Με ξέρεις απ’ αυτούς που κάθονται;» της απάντησε σιβυλλικά.

    Η Βίκυ έκανε να φύγει για το γραφείο της όταν ξαναγύρισε και τον ρώτησε σαν κάτι άλλο να πέρασε από το μυαλό της.

    «Είσαι καλά;»

    Η ερώτησή της έκρυβε μια περίεργη ανησυχία που ο Ρικ κατάφερε αμέσως να αποκρυπτογραφήσει. Ξέσπασε σε γέλια. «Ρωτάς για την υγεία μου; Καλύτερα δεν γίνεται».

    «Ρε άει στο διάβολο· μου κόπηκε προς στιγμή η ανάσα».

    «Μια που ξαναγύρισες και πριν φύγεις άκου κι’ αυτό. Είμαστε μαζί δέκα χρόνια. Μετά την μάνα μου είσαι το πιο κοντινό μου πλάσμα. Ξέρω τον άντρα σου, τα παιδιά σου, ξέρω την οικογένειά σου. Δεν σε κράτησα κοντά μου για τα ωραία σου μάτια, όχι ότι δεν έχεις, αλλά γιατί είσαι καλός άνθρωπος» της είπε σοβαρά ο Ρικ.

    «Κόψε τις σάλτσες και έλα στο προκείμενο» τον διέκοψε η Βίκυ που τον γνώριζε πολύ καλά και καταλάβαινε ότι ήταν εισαγωγή για κάτι άλλο.

    «Σ’ έχω βάλει αντίκλητο στους λογαριασμούς μου».

    «Γιατί δεν με ρώτησες αν ήθελα και πότε σκόπευες να μου το πεις;»

    «Σκόπευα να στο πω σήμερα και σήμερα στο λέω. Τώρα αν ήθελες ή δεν ήθελες, λίγο με απασχολούσε και λίγο με απασχολεί».

    «Ρε όμορφε, δεν ήξερα ότι είσαι τόσο εγωιστής!» είπε ειρωνικά.

    «Βικάκι, δεν υπάρχει άλλη. Ή εσύ θα ήσουνα ή κανένας. Αν μου συμβεί τίποτα, υπάρχουν οδηγίες. Εάν δεν μου συμβεί, υπάρχει ένας μικρός λογαριασμός που μπορείς να τον χρησιμοποιήσεις. Ξέρω ότι μόνο σ’ ανάγκη θα κάνεις κάτι τέτοιο αλλά δεν θα είμαι συνέχεια κοντά να ξέρω τι τρέχει, οπότε ναι, και για σένα. Και όπως σου είπα, είναι μικρός ο λογαριασμός».

    «Είσαι σίγουρος ότι είσαι καλά;» τον ξαναρώτησε.

    «Αυτό το είπαμε, μην ξαναλέμε τα ίδια. Και μην φανταστείς ότι είμαι τόσο ανιδιοτελής. Αν μου συμβεί τίποτα αφήνω και μια μάνα».

    Μέχρι να βγει η Βίκυ από το γραφείο, δύο κοπέλες από το αρχείο είχαν φτάσει και μάζευαν τους φακέλους. Το σύστημα διαχείρισης που κρατούσαν στην εταιρεία επέτρεπε να μπορούν να διαβιβάζονται απ’ το ένα στέλεχος στο άλλο οι φάκελοι των υποθέσεων χωρίς να δημιουργούνται προβλήματα στους πελάτες. Οι υποθέσεις του Ρικ θα μοιραζόντουσαν σ’ άλλους χειριστές ώστε να φανεί σαν να πρόκειται γι’ αναβάθμιση. Ο γενικός διευθυντής είχε δώσει γι’ αυτό σαφείς εντολές.

    Σε λιγότερο από τρεις ώρες όλα έδειχναν ότι είχαν πάρει τον δρόμο τους. Όλη η χαρτούρα είχε φύγει, τα προσωπικά αντικείμενα της Βίκυ ήταν σε ένα μεγάλο χαρτόκουτο έτοιμα για να τα πάρει μαζί της και το όνομα το Ρικ είχε σχεδόν εξαφανιστεί από τους διάφορους καταλόγους της εταιρείας. Οι άλλες γραμματείς δεν ήξεραν τι να υποθέσουν. Η πληροφορία για το καινούργιο γραφείο ήταν εφτασφράγιστο μυστικό.

    Λίγο πριν φύγουν το απόγευμα, ο Ρικ ζήτησε να της μιλήσει.

    «Βίκυ, μπορείς να έρθεις μαζί μου μέχρι το σπίτι; Θέλω να σου δείξω τι κρατάς και τι πετάς και να πάρεις και την Mustang. Την Δευτέρα που θα πας στο γραφείο, άφησέ την εκεί. Μπορείς;»

    «Μόνο αν την οδηγώ στο ενδιάμεσο» του είπε χαμογελώντας.

    «Κάνε ό,τι θέλεις. Την έχω μεταβιβάσει στην καινούργια εταιρεία. Όταν είσαι έτοιμη πες μου».

    «Όποτε θέλεις φεύγουμε, εγώ αύριο θα ξανάρθω. Τα κορίτσια θέλουν κέρασμα και δεν το γλυτώνω με τίποτα».

    Στις τέσσερις και μισή ο Ρικ πάρκαρε το αυτοκίνητο στο υπόγειο γκαράζ του διαμερίσματός του. Η Βίκυ ήταν περίεργη να δει πιο καλά αυτό που της είχε ζητήσει να κάνει και που μπορεί να κατέληγε στο να κράταγε ό,τι της έκανε ιδιαίτερη εντύπωση».

    «Τόσο ωραίο σπίτι!» σιγοψιθύρισε.

    «Τι μουρμουράς πάλι; Λοιπόν, εγώ θα πάρω μαζί μου την βαλίτσα που έχω δίπλα στην πόρτα. Ο θυρωρός έχει δικά του κλειδιά. Απλά φρόντισε να είναι άδειο όταν του το παραδώσεις».

    «Με την δικιά σου τι γίνεται;» τον ρώτησε τάχα αδιάφορα.

    «Η δικιά μου είναι εδώ κι’ ένα μήνα με τον δικό της. Ήθελε οικογένεια και παιδιά κάτι που για μένα είναι απαγορευτικό. Οπότε μόνο κάτι λίγοι φίλοι έχουν ξεμείνει που μεταξύ μας δεν νομίζω πως θα τους λείψω».

    «Μην το λες. Σ’ όλους μας θα λείψεις. Πότε φεύγεις για κάτω;»

    «Αύριο μεσημέρι» της είπε και της έστειλε ένα φιλί την ώρα που εκείνη άνοιγε την πόρτα για να φύγει.

    «Αν αλλάξεις τηλέφωνο μην ξεχάσεις να με ενημερώσεις» του είπε φεύγοντας.

    Τετάρτη 5 Μαΐου 2010 – 23:17

    Μπήκε στο σπίτι του μ’ ευχάριστη διάθεση. Ξάπλωσε και σχεδόν αμέσως αποκοιμήθηκε. Θα είχαν περάσει δύο ώρες όταν πετάχτηκε εξ αιτίας ενός παράξενου ονείρου.

    Ήταν, λέει, ένας γέρος που, καθισμένος οκλαδόν και φορώντας κάτι σαν ράσο, του έλεγε: Στην γη θα βρεις τον ουρανό, μόνο που βρίσκεται σε κείνα τα κομμάτια που τον εκπροσωπούν, αλλά και στον ουρανό θα βρεις την γη πάλι στα κομμάτια εκείνα που την εκπροσωπούν. Το όνομα του γρίφου είναι Η Πραγμάτωση.

    Μετά απ’ αυτό άργησε να ξανακοιμηθεί. Όταν τελικά τα κατάφερε είδε ακόμη πιο περίεργα όνειρα. Είδε πως πετούσε στον ουρανό αλλά και πως τρύπωνε στα έγκατα της γης σαν πλάσμα που δεν είχε καθόλου σώμα.

    Το πρωί σηκώθηκε κουρασμένος λες και όλο το βράδυ έτρεχε. Ξεκίνησε να μαζεύει και τα τελευταία πράγματά που θα έπαιρνε μαζί του. Το χαρακτηριστικό σφύριγμα της καφετιέρας του θύμισε πως δεν είχε πάρει ακόμη τον πρωινό του καφέ. Τα παράτησε όλα στη μέση και πήγε στην κουζίνα. Έβαλε μια κούπα και κάθισε στο τραπέζι ανάβοντας ένα πουράκι. Ήταν μια αδυναμία που δεν ήθελε με τίποτα να σταματήσει. Κοίταξε το ρολόι στο τοίχο της κουζίνας. Είχε πάει κιόλας δέκα.

    Έπινε καφέ και κάπνιζε όταν το κινητό του χτύπησε. Έκανε έναν ήχο που είχε πολύ καιρό ν’ ακουστεί.

    Στην ώρα του, σκέφτηκε χαμογελώντας. Σήκωσε το τηλέφωνο χωρίς να μιλάει. Από την άλλη άκρη ακούστηκε ένα γέλιο.

    «Ρικ, κόψε την πλάκα. Ξέρω ότι είσαι μόνος σου οπότε μην το παίζεις Τζέιμς Μποντ. Τι θα γίνει;»

    «Που βρίσκεσαι και πότε λες να τα πούμε από κοντά;» έσπασε ο Ρικ την σιωπή του.

    «Είμαι στη Γενεύη. Σε μια βδομάδα τελειώνω. Εσύ πότε θέλεις να βρεθούμε;»

    «Κατεβαίνω στην μάνα μου και λέω αφού δεν βιαζόμαστε ιδιαίτερα να τα πούμε τέλος καλοκαιριού».

    «Ο γέρος είναι κι’ αυτός στο Νόρφολκ. Έχε το νου σου γιατί μπορεί να χρειαστεί να φύγεις στο ξαφνικό».

    «Εντάξει. Φρόντισε μόνο να μην με ενημερώσεις την τελευταία στιγμή».

    «Τώρα κατέβηκε στην κόρη του, οπότε μάλλον για τέλος Αυγούστου τον βλέπω. Εγώ τελειώνοντας από Ευρώπη, γυρνάω πίσω. Καλή σου μέρα Ρικ, πάω για ύπνο».

    «Στις τέσσερις το πρωί;»

    Το τηλέφωνο έκλεισε πριν ο Ρικ ακούσει την απάντηση. Κάλεσε ένα ταξί και ζήτησε να τον πάει στο αεροδρόμιο του Νιούαρκ. Η πτήση του έφευγε σε μια ώρα. Προλάβαινε να πιει έναν ακόμη καφέ.

    Πέμπτη 17 Μαρτίου, 2005 – 19:00 (Πριν πέντε χρόνια)

    Το ταξίδι στο Λονδίνο ήταν ένα ταξίδι αστραπή. Μια επενδυτική ομάδα ήθελε συμβουλές κι ο διευθυντής έστειλε αυτόν. Στο ξενοδοχείο έφτασε αργά το βράδυ. Το ραντεβού με τους επιχειρηματίες είχε προγραμματιστεί για το απόγευμα της επόμενης ημέρας. Ο Ρικ πάντα έτσι έκανε. Δεν ήθελε ποτέ ν’ αντιμετωπίζει τις προκλήσεις κουρασμένος από ένα μακρινό ταξίδι. Το πρωινό της επόμενης ημέρας θα ήταν μια καλή ευκαιρία για μια βόλτα.

    Ξύπνησε σχετικά αργά και ίσα που πρόλαβε το πρωινό στην τραπεζαρία. Περπάτησε στη συνέχεια την απόσταση από το ξενοδοχείο μέχρι την κάθοδο για τον σταθμό του μετρό. Κατεβαίνοντας τις σκάλες άκουσε δύο πιτσιρικάδες να λένε ότι θα πήγαιναν στο Τζάρινγκ Κρος. Χωρίς κανέναν λόγο αποφάσισε να τους ακολουθήσει. Όταν κατέβηκε απ’ το τραίνο είχε σχεδόν μετανιώσει για την αυθόρμητη πράξη του. Άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες αξιολογώντας σαν μόνο θετικό ότι προς αυτήν την κατεύθυνση βρισκόταν και η αποβάθρα για τις βόλτες στον Τάμεση.

    Δεν πρόλαβε να βγει στην επιφάνεια όταν έπεσε επάνω στο πιο περίεργο μαγαζί. Πουλούσε ό,τι είχε να κάνει με μαγικά. Αποφάσισε να μπει και να χαζέψει. Τα βιβλία ήταν λιγοστά κι έδειχναν μάλλον πρόχειρα. Στο ταμείο στεκόταν μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας ενώ κοντά της πίσω από τον πάγκο και καθισμένος σχετικά χαμηλά καθόταν ένας υπέργηρος με κλειστά μάτια. Ο Ρικ ένοιωσε την ανάγκη να βοηθήσει αγοράζοντας βιβλία έστω και αν θα τα πετούσε στην πρώτη ευκαιρία.

    Η ματιά του έπεσε σ’ ένα ράφι πίσω ακριβώς από τον γέρο. Πλησίασε διακριτικά κι άρχισε να κοιτάζει τους τίτλους. Πρώτη φορά έβλεπε τέτοια βιβλία. Έπιασε ένα στα χέρια του. Ήταν μια παλιά δερματόδετη έκδοση της Βίβλου.

    «Σας αρέσουν τα παλιά βιβλία;» άκουσε τον γέρο να του λέει χωρίς να στρέψει το κεφάλι του.

    Ο Ρικ κοίταξε τριγύρω για να διαπιστώσει ότι ήταν ο μοναδικός πελάτης του μαγαζιού.

    «Ναι, εκπέμπουν μια δύναμη που είναι σαν να σε προκαλούν να τα διαβάσεις. Ιδίως τα δερματόδετα» απάντησε ευγενικά.

    «Ποιο κρατάς;» τον ρώτησε.

    Ο Ρικ του έδειξε την Βίβλο. Η γυναίκα του έκανε νόημα ότι δεν βλέπει.

    «Τη Βίβλο» του απάντησε σοκαρισμένος.

    «Αα, αυτή την έχω δέσει εγώ».

    «Είσαστε τεχνίτης της βιβλιοδεσίας;»

    «Ήμουνα. Τώρα δεν βλέπω σχεδόν τίποτα. Πώς σε λένε;»

    «Ρικ Κινγκ».

    «Εγώ είμαι ο Πήτερ Σίμπσον κι αυτή στον κισσέ είναι η κόρη μου Ντόροθυ».

    «Χάρηκα. Πόσο κοστίζει η Βίβλος;»

    «Δεν μου μοιάζεις μ’ αυτούς που διαβάζουν την Βίβλο».

    «Αυτό έχει σημασία;» τον ρώτησε χαμογελώντας ο Ρικ.

    «Και ναι και όχι. Κατ’ αρχάς είναι ακριβό βιβλίο και μετά δεν θα ήθελα να καταλήξει σε τίποτα σκουπίδια. Είναι βλέπεις ένα απ’ τα τελευταία μου παιδιά» του απάντησε ο Πήτερ.

    «Θα το στείλω στον παπά που συμπαθεί η μητέρα μου» είπε χαμηλόφωνα ο Ρικ.

    «Είναι ακριβό» συμπλήρωσε ο Πήτερ.

    «Δηλαδή;»

    «Θα σου κοστίσει διακόσιες λίρες».

    «Εντάξει. Έχεις να μου προτείνεις και κανένα άλλο;» τον ρώτησε αδιάφορα.

    Ο γέρος δεν μίλησε. Η κόρη του περπάτησε προς την πόρτα και βγήκε διακριτικά σαν να ήθελε να καθαρίσει το τζάμι απ’ έξω.

    «Γιατί δίνεις τόσα λεφτά ενώ ξέρεις ότι κάνει πολύ λιγότερα;» τον ρώτησε ο γέρος.

    «Αυτό θα μου το πεις εσύ Πιότρ» του απάντησε ο Ρικ χρησιμοποιώντας την ρωσική έκδοση του ονόματός του. Δεν παραξενεύτηκε απ’ αυτό που είπε αλλά τρόμαξε. Ήταν σαν να ξύπναγε κάτι μέσα του και προσπαθούσε να επιβάλλει την παρουσία του.

    «Γιατί με είπες έτσι;» τον ρώτησε ταραγμένος ο γέρος.

    «Με συγχωρείς, δεν ξέρω τι μου ήρθε. Σε παρακαλώ μην αναστατώνεσαι».

    «Δεν αναστατώθηκα, απλά έτσι με φώναζε ο πατέρας μου. Βλέπεις είμαστε Ρώσοι εμιγκρέδες. Το όνομά μου ήταν Πιότρ Σιμόνωφ. Τελευταία φορά το άκουσα από τον πατέρα μου γύρω στο 1930. Ήμουνα τότε 10 χρονών».

    Τα λόγια του ακολούθησαν σιωπή. Ο γέρος πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε να λέει την ιστορία του.

    «Όταν πέθανε ο πατέρας μου, η μητέρα μου έπρεπε να δουλεύει δύο δουλειές για να συντηρήσει την αδελφή μου κι’ εμένα. Τότε αποφάσισα να την βοηθήσω. Πήγα σ’ έναν βιβλιοδέτη και του ζήτησα να με μάθει την τέχνη. Παραδόξως εκείνος δέχτηκε. Κοιμόμουνα στο υπόγειο του εργαστηρίου και πήγαινα στο σπίτι μια φορά τον μήνα».

    Ο Πήτερ σταμάτησε από τον βήχα που τον έπνιξε. Η Ντόροθυ, που είχε το νου της κοιτώντας τους από το τζάμι, τον άκουσε και του έφερε λίγο νερό και αμέσως ξαναβγήκε έξω. Ο γέρος μετά απ’ αυτό συνέχισε με την ιστορία του,

    «Ο τεχνίτης ήταν και αυτός Ρώσος. Ερχόντουσαν στο εργαστήρι πολλοί Ρώσοι εμιγκρέδες κι’ έφερναν διάφορα βιβλία που εμείς τους τα δέναμε. Καθόντουσαν με τις ώρες και έλεγαν τις πιο απίθανες ιστορίες. Όλο για μάγια και για περίεργα πράγματα. Εγώ δεν ήξερα τι να πιστέψω και τι όχι. Είχε συμβεί όμως κάτι την πρώτη νύχτα που έμεινα στο εργαστήρι που με είχε βάλει σε σκέψεις αν και ήμουνα ακόμη βυζανιάρικο. Είδα στο ύπνο μου έναν βασιλιά. Ήταν ένας ψηλός άντρας που φόραγε κορώνα. Κρατούσε μια Βίβλο και μου την έδωσε.

    »Θυμάμαι ακόμη ότι μου είχε πει πως κάποια στιγμή θα ξαναρχόταν και θα του την ξανάδινα πίσω μαζί με τον Απόκρυφο Κώδικα, ένα άλλο σπάνιο βιβλίο. Τον ρώτησα πως θα τον γνωρίσω και μου είπε ότι θα το καταλάβω γιατί είναι πολύ σπάνιο ένας βασιλιάς να μου ζητήσει μια βίβλο και ένα ακόμη βιβλίο. Όταν τον ρώτησα για τον Κώδικα μου είπε ότι θα ‘ρχόταν στα χέρια μου ένα σπάνιο βιβλίο για να το δέσω κι’ αυτό το βιβλίο θα ήταν το ζευγάρι της βίβλου».

    Ο Ρικ άκουγε τα λόγια του με πολύ προσοχή.

    «Και τι έγινε;»

    «Στον πόλεμο, είχα πάει να δω το παλιό μου αφεντικό σε μια άδεια που είχα πάρει, όταν ένας Ρώσος έφερε ένα χαρτόδετο παλιό βιβλίο που βρισκόταν σε κακό χάλι και ζήτησε να το μαζέψουμε και να το δέσουμε με δέρμα. Το αφεντικό μου δεν ήθελε γιατί του φάνηκε πολύ παλιό και τα φύλλα ήταν σκόρπια. Εγώ όμως ζήτησα και το ανέλαβα προσωπικά. Δυστυχώς δεν πρόλαβε να κάνει ούτε εκατό μέτρα από το μαγαζί και μια βόμβα τον σκότωσε. Το βιβλίο μου έμεινε. Το αφεντικό μου δεν το ήθελε, το θεώρησε γρουσούζικο. Πολλά χρόνια μετά το έδεσα. Αν το θέλεις, μπορεί να το πάρεις».

    «Και γιατί μου τα προσφέρεις εμένα;» τον ρώτησε ο Ρικ.

    «Γιατί πρώτον σε λένε Κινγκ, άσε το Ρικ. Φαντάζομαι κάποιο Ρίτσαρντ κρύβεται πίσω απ’ αυτό το υποκοριστικό. Μετά είσαι ο μόνος που ενδιαφέρθηκε για την Βίβλο και τρίτον μου ζήτησες ακόμη ένα βιβλίο. Να προσθέσω ότι η Βίβλος ήταν του πατέρα μου και δεν κάνει για τον παπά που μου είπες αφού είναι στα Ρώσικα. Να μην σε ρωτήσω αν ξέρεις Ρώσικα γιατί την απάντηση την ξέρω».

    Ο Ρικ κυριολεκτικά πάγωσε μ’ αυτά που άκουγε. Η Ντόροθυ γύρισε ξανά μέσα στο μαγαζί. Από την πόρτα είχε ακούσει την στιχομυθία του πατέρα της με τον άγνωστο άντρα.

    «Πατέρα είσαι καλά;» ρώτησε τον γέρο πλησιάζοντάς τους.

    «Πιο καλά δεν γίνεται. Το χρέος μου το έκανα ή μάλλον σύντομα τελειώνει. Φέρε το πακέτο από το υπόγειο. Ξέρεις που είναι!» είπε εκείνος με μια φωνή που παλλόταν από ανακούφιση.

    Η Ντόροθυ άνοιξε κάτι σαν καταπακτή και κατέβηκε σ’ ένα μικρό αποθηκευτικό χώρο. Σε λίγο γύρισε μ’ ένα πακέτο που ήταν καλά διπλωμένο κι απέξω είχε κηρόχαρτο για την υγρασία.

    «Μην το ανοίξεις. Κράτησέ το και άνοιξέ το όταν θα είσαι έτοιμος» τον πρόσταξε η γυναίκα δίνοντάς του το.

    Ο Ρικ την ευχαρίστησε και την ρώτησε το κόστος.

    «Δεν σου πουλήσαμε τίποτα, τα βιβλία αυτά τα έχω μια ζωή για να στα παραδώσω» είπε παρεμβαίνοντας ο Πήτερ.

    «Θα μου επιτρέψεις τότε να σου δώσω κι’ εγώ ένα δώρο» είπε ο Ρικ και έβγαλε το μπλοκ των επιταγών του. Έγραψε μια επιταγή, την δίπλωσε και την έδωσε στην Ντόροθυ, πήρε τα βιβλία και έκανε να φύγει. «Καμμιά συμβουλή για το πως να περάσω την ώρα μου;» ρώτησε τον Πήτερ.

    «Στην θέση σου θα ήθελα να δω στην Τέιτ Γκάλερι την πτέρυγα του Μπλέικ».

    Ο Ρικ έφυγε τόσο αθόρυβα όσο είχε έρθει. Η Ντόροθυ έβαλε την επιταγή στο συρτάρι. Μετά από δέκα λεπτά θέλησε να δει αν ήταν αληθινή. Με το που είδε το ποσό μόνο που δεν λιποθύμησε και η επιταγή από αυτά που ήξερε έμοιαζε απόλυτα έγκυρη. Ήταν η πρώτη φορά που δόξασε τον θεό.

    Πέμπτη 6 Μαΐου 2010 – 12:45

    Το ταξίδι δεν κράτησε πολύ ώρα. Με το που προσγειώθηκαν κατευθύνθηκε στο γκισέ της Χερτς. Είχε κλείσει για ενοικίαση ένα μικρό κλασσικό αυτοκίνητο μια και η γειτονιά του δεν φημιζόταν ιδιαίτερα για την ασφάλειά της και μετά από λίγο πάρκαρε στον δρόμο έξω από το σπίτι της μητέρας του.

    Ο δρόμος ήταν απ’ αυτούς με τ’ αμερικάνικα ξύλινα σπίτια, τα γεμάτα καλώδια και πιάτα τηλεόρασης. Τα μπροστινά μπαλκόνια στόλιζαν κούνιες και παλιές πολυθρόνες. Αργόσχολοι ηλικιωμένοι ήταν εκεί αραγμένοι χαζεύοντας τον δρόμο και τους περαστικούς.

    Ο καιρός ήταν καλός και η μάνα του είχε ενημερωθεί πως θα ‘ρχόταν. Αυτό που δεν ήξερε ήταν ότι ο Ρικ είχε παρατήσει την δουλειά του. Έβγαλε από το πορτμπαγκάζ την βαλίτσα του, κρέμασε στον ώμο την δερμάτινη τσάντα και ανέβηκε τα λιγοστά σκαλιά. Το σπίτι μοσχομύριζε από τις πίττες που η Μάρθα είχε φτιάξει.

    «Ήρθα» είπε με δυνατή φωνή μόλις μπήκε στο σπίτι.

    Απ’ την κουζίνα μια ταλαιπωρημένη εβδομηντάρα εμφανίστηκε σκουπίζοντας τα χέρια της στην ποδιά που φορούσε. Τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Κοίταξε την μεγάλη βαλίτσα και παραξενεύτηκε. Ουδέποτε μέχρι τώρα δεν είχε ξανάρθει με τόσα πολλά ρούχα.

    «Σαν πολλά πράγματα δεν κουβάλησες;» τον ρώτησε με περιέργεια.

    «Δεν πρόλαβα να ‘ρθω κι’ αυτό βρήκες να μου πεις;» της είπε χαμογελώντας.

    «Δεν είπα αυτό και μην πας να ξεφύγεις» επανήλθε στο ερώτημά της.

    «Αυτή την φορά θα μείνω λίγο παραπάνω. Τι καλό ετοίμασες;» την ρώτησε τρυφερά.

    «Έλα στη κουζίνα και θα δεις. Μόνο μην αφήνεις τα πράγματά σου στην μέση, πήγαινέ τα επάνω. Θα έρθει η ξαδέλφη σου με τον άντρα της για φαγητό».

    «Ρε μάνα, ακόμη δεν ήρθα και…»

    «Μόλις έμαθε ότι έρχεσαι δεν έκανε πίσω με τίποτα. Την τελευταία φορά ήρθες σαν αστραπή και προτού προλάβουν να σε δουν, εξαφανίστηκες».

    «Για να σε δω, τι έχεις και είσαι τόσο κομμένη;»

    «Θα τα πούμε το βράδυ, τράβα ν’ αδειάσεις την βαλίτσα σου» του είπε και πήγε στην κουζίνα για να στρώσει το τραπέζι.

    Ο Ρικ ανέβηκε στο δωμάτιό του. Δίπλα στο παράθυρο ήταν οι παλιές του μπότες. Χαμογέλασε. Η μάνα του κρατούσε το δωμάτιο όπως ήταν τότε που είχε φύγει πριν είκοσι χρόνια. Έκτοτε είχε γίνει ο ξενώνας της αλλά δεν είχε κανέναν άλλο για να φιλοξενήσει. Είχε γεννηθεί στο Νόρφολκ, εδώ είχε γνωρίσει τον άντρα της κι εδώ είχε περάσει όλα της τα χρόνια. Ό,τι λεφτά της έστελνε κατά καιρούς ο Ρικ τα έβαζε στην τράπεζα μαζί με την σύνταξή της και το μόνο έξοδό της ήταν να συντηρεί τον εαυτό της και το σπίτι.

    Ο Ρικ πήρε απ’ την τσάντα του μια μικρή θήκη με πουράκια και βγήκε στην βεράντα. Κάθισε κι’ άναψε ένα. Σε λίγο θα ερχόταν η ξαδέλφη του. Ήταν η μόνη του συγγενής μετά την μάνα του.

    Και τώρα τι κάνω που ήρθα εδώ κάτω; σκέφτηκε. Εικόνες από τα παιδικά του χρόνια άρχισαν να τον κατακλύζουν. Η Μάγγυ, η ξαδέλφη του, ήταν συνομήλική του και τότε έμεναν στον ίδιο δρόμο. Στην πραγματικότητα η μητέρα της ήταν μακροσυγγενής του πατέρα του και η γιαγιά της μάλιστα ήταν η αιτία που ο πατέρας του, όταν ήταν πιτσιρικάς, είχε έρθει από την Ιρλανδία. Ο πατέρας της Μάγγυ ήταν αξιωματικός του Ναυτικού κι είχε κι’ ένα παλιό ιστιοπλοϊκό αραγμένο στην μαρίνα της ναυτικής βάσης. Αυτός τον είχε κάνει να αγαπήσει την θάλασσα και όλοι πίστευαν ότι θα κατέληγε κι’ αυτός αξιωματικός του ναυτικού. Όταν τους ανακοίνωσε ότι θα ακολουθούσε οικονομικές επιστήμες είχαν πέσει επάνω του. Τελικά είχε περάσει το δικό του. Κάθε καλοκαίρι πάντως, στην άδειά του, νοίκιαζε ένα σκάφος και το έριχνε στο ψάρεμα.

    Σε λίγο έξω από το σπίτι σταμάτησε μια Φορντ του κουτιού και κατέβηκαν η Μάγγυ με τον Τζων. Ο άντρας της, ήταν παλιός γνωστός του. Στο γυμνάσιο ο Τζων αποφοιτούσε όταν αυτός ήταν στην δεύτερη τάξη. Δούλευε σαν τεχνικός στη ναυτική βάση. Καλός μισθός και σίγουρη θέση. Η Μάγγυ τον είχε παντρευτεί και γι’ αυτό.

    «Ρίκι. Αυτή την φορά δεν θα έφευγες αν δεν σε βλέπαμε, κι’ επειδή είσαι εντελώς απρόβλεπτος, ήρθαμε την πρώτη μέρα» του φώναξε η ξαδέλφη του μόλις τον είδε κι έπεσε στην αγκαλιά του.

    Ο Ρικ ανταπόδωσε το αγκάλιασμα ενώ συγχρόνως άπλωσε το χέρι του στον Τζων. Μπήκαν αγκαλιασμένοι στο σπίτι. Η Μάρθα με το που τους είδε τους έστειλε κατευθείαν στο τραπέζι. Κάθισαν σχεδόν αμέσως κι’ άρχισαν να τρώνε και να μιλάνε όλοι συγχρόνως. Θύμιζαν πιο πολύ ιταλική οικογένεια παρά την κλασσική αμερικάνικη.

    «Δεν μου λες ξάδελφε, πόσες μέρες θα μείνεις αυτή την φορά; Και για να μην το ξεχάσω, αύριο βράδυ έχουμε τραπέζι σπίτι μου».

    «Γιατί τέτοια βιασύνη;» ρώτησε ο Ρικ.

    «Ρωτάς; Ακόμη ανύπαντρος είσαι;» τον ρώτησε γελώντας.

    «Εκεί το πας; Ανύπαντρος είμαι. Έχεις καμία διαθέσιμη;» της είπε χαμογελαστά.

    «Έχω, αλλά δεν μου είπες, πόσο θα μείνεις;»

    «Λέω να καθίσω όλο το καλοκαίρι» της απάντησε.

    Όλοι σταμάτησαν να τρώνε. Η μητέρα του τον κοίταξε ανήσυχα.

    «Βαρέθηκα να δουλεύω κι αποφάσισα ν’ αράξω για λίγο».

    «Συμβαίνει τίποτα με την υγεία σου;» τον ρώτησε ο Τζων.

    «Δεν καταλαβαίνω γιατί όλοι με το που ακούνε την απόφασή μου να σταματήσω να δουλεύω νομίζουν ότι πρόκειται να πεθάνω» τους είπε γελώντας.

    «Δεν εννοούσα αυτό» του είπε απολογητικά ο Τζων.

    «Είμαι μια χαρά, δεν με απέλυσαν, παραιτήθηκα από μόνος μου, δεν έχω οικονομικό πρόβλημα και δεν έχω σχέδια για το τι θ’ ακολουθήσει».

    Ανακουφισμένοι όλοι τους ξανάπιασαν τα μαχαιροπήρουνα και τις μπύρες που ήδη κόντευαν την δωδεκάδα. Κάτι όμως φάνηκε να τους απασχολεί που το έπιασαν οι αντένες του Ρικ.

    «Μ’ εμένα τελειώσαμε, όλα καλά. Τι συμβαίνει όμως μ’ εσάς;» είπε σταματώντας το φαγητό του.

    «Θεία» είπε η Μάγγυ και κοίταξε την Μάρθα.

    «Θα τα πούμε το απόγευμα, τώρα είναι ώρα φαγητού».

    Συνέχισαν να τρώνε και να θυμούνται διάφορα απ’ τα παλιά, ενώ η Μάγγυ δεν έχανε ευκαιρία να του μιλάει για τα καλά του γάμου. Όταν η Μάρθα σηκώθηκε για να μαζέψει το τραπέζι, η Μάγγυ την έδιωξε να πάει να ξαπλώσει κι ανέλαβε αυτή τα μαζέματα. Ο Ρικ δεν χρειάστηκε πολλά για να καταλάβει.

    Η Μάρθα και να πάει για ύπνο μεσημεριάτικα;

    Η Μάγγυ τον είδε που συννέφιασε και του έκανε νόημα ότι θα του εξηγούσε. «Θες καφέ;» τον ρώτησε.

    «Θα μου πεις τι συμβαίνει ακριβώς;»

    Τότε αυτή άνοιξε ένα απ’ τα συρτάρια του μπουφέ κι έβγαλε έναν μεγάλο φάκελο. Ήταν από το νοσοκομείο και ήταν γεμάτος με ιατρικές εξετάσεις.

    «Πότε περιμένατε να με ενημερώσετε;» ρώτησε την ξαδέλφη του.

    «Δεν μ’ άφησε να σου τηλεφωνήσω. Μου είπε πως θ’ ερχόσουν και θα στο έλεγε η ίδια».

    «Πόσο σοβαρή είναι η κατάστασή της;» ρώτησε ξανά κοιτώντας την στα μάτια.

    «Πιο πολύ απ’ ότι είναι, δεν γίνεται» του είπε αυτή κι έσκυψε το κεφάλι της.

    Ο άντρας της κάθισε δίπλα της και την πήρε αγκαλιά.

    «Αυτά έχει η ζωή» της είπε μη ξέροντας πως να την ηρεμήσει αφού η Μάγγυ άρχισε να σιγοκλαίει.

    Μόλις έφυγαν οι επισκέπτες, πήγε στο δωμάτιό της μητέρας του και πλησίασε πάνω απ’ το κρεβάτι της. Της χάιδεψε το μέτωπο. Εκείνη άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε με ιδιαίτερη χαρά.

    «Είχε δεν είχε η τρελή η εξαδέλφη σου, στα ξεφούρνισε όλα».

    «Χρειαζόταν πολύ για να καταλάβω; Τέτοια ώρα και να είσαι στο κρεβάτι; Ούτε όταν με γέννησες δεν είχε γίνει κάτι τέτοιο».

    Η Μάρθα δεν μίλησε. Ανασηκώθηκε και του ζήτησε ένα μαξιλάρι ακόμη.

    «Τα δικά σου πες μου» του είπε με τρυφερότητα.

    «Τα δικά μου δεν υπάρχουν, τα δικά σου είναι που με ανησυχούν. Τι λένε οι γιατροί;»

    «Τι θέλεις να πουν; Όταν κάποιος έχει οξεία λευχαιμία, μάλλον του λένε να κανονίσει την διαθήκη του. Αλλά αυτά θα λέμε τώρα; Βοήθησέ με να σηκωθώ να σου ετοιμάσω καφέ».

    «Να κάτσεις εκεί που κάθεσαι και καφέ ήπια» της είπε αυστηρά.

    «Ρικ, μετά από μερικές μέρες δεν θα μπορώ ούτε να σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι οπότε άσε τις κουταμάρες και βοήθησέ με. Το ότι ήρθες μου είναι αρκετό».

    «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα;»

    «Μπορούμε. Να με τρελάνουν στις χημειοθεραπείες και να ζήσω ένα μήνα παραπάνω. Υπάρχει λόγος για κάτι τέτοιο; Θα αλλάξει τίποτα μέσα στον επόμενο μήνα; Από σένα άλλο θέλω μια κι’ ήρθες. Θα με βοηθήσεις όμως τώρα να πάω στην κουζίνα ή θα με αφήσεις να ταλαιπωρούμαι μόνη μου;»

    Μετά από λίγο καθόντουσαν στο τραπέζι της κουζίνας.

    «Το πρωί έδειχνες καλύτερα» της είπε.

    «Ίσως ο νυχτερινός ύπνος να μου κάνει καλό, δεν ξέρω. Μπορούμε τώρα να πούμε κάτι άλλο ή θα συνεχίσουμε να λέμε τα ίδια;»

    «Τι θέλεις;»

    «Εγώ θα φύγω και τίποτα δεν γίνεται. Θέλω να μου πεις τι σκοπεύεις να κάνεις με το σπίτι, γιατί δεν σε βλέπω να μένεις στο Νόρφολκ» του είπε με ψεύτικη ηρεμία.

    «Δεν μ’ ενδιαφέρει το σπίτι ρε μάνα. Εσύ τι θέλεις να γίνει;»

    «Αν ήξερα τα σχέδιά σου, θα σου έλεγα, αν και μάλλον θα γυρίσεις τον κόσμο» του είπε μ’ ένα αφηρημένο βλέμμα.

    «Και πώς το ξέρεις;» την ρώτησε με περιέργεια.

    «Τώρα τι να σου λέω; Το είδα στον ύπνο μου. Ήσουν μικρό παιδάκι κι’ έπαιζες στο κήπο όταν σου έδωσα μια μπάλα που είχε επάνω σχεδιασμένη την γη. Την κοίταξες κι άρχισες να γλιστράς τα δάχτυλά σου στην επιφάνειά της σαν να έψαχνες κάτι να βρεις. Αλλά τέλος πάντων, αυτό είναι απλά ένα όνειρο. Γι’ αυτό σε ρωτάω».

    «Ας πούμε ότι σκοπεύω να κάνω κάτι τέτοιο».

    «Τότε να δώσεις το σπίτι σε μια φτωχή οικογένεια. Έχω και κάποια λεφτά στην άκρη, είναι αυτά που μου έστελνες, δεν τα χάλαγα».

    «Εγώ φταίω που στα έστελνα» της είπε χαριτολογώντας.

    «Και τι έπρεπε να κάνω; Ν’ αλλάξω τρόπο ζωής για να ήσουνα τώρα ευχαριστημένος; Δεν το έκανα όσο ζούσε ο πατέρας σου θα το έκανα μετά;»

    «Τέλος πάντων, όλα στην ώρα τους. Αύριο μας έχει τραπέζι η Μάγγυ».

    «Εσένα έχει τραπέζι, εγώ αποκλείεται να βγω έξω».

    «Πώς της ήρθε;»

    «Θέλει να σε παντρέψει».

    Ο Ρικ δεν της απάντησε αμέσως.

    «Έλα να σε βοηθήσω να πας να ξαπλώσεις. Λέω αργότερα να βγω μια βόλτα» της είπε κοιτάζοντάς την.

    Την βοήθησε να πάει στο δωμάτιό της και ξαναγύρισε στην κουζίνα. Ο φάκελος με τις εξετάσεις τράβηξε το βλέμμα του. Τον άνοιξε και έριξε μια ματιά. Δεν χρειάστηκε πολλά για να καταλάβει αυτά που ήταν γραμμένα. Αυτό όμως που του έκανε εντύπωση ήταν ότι σε μια εβδομάδα έπρεπε να μπει στο νοσοκομείο.

    Το υπόλοιπο απόγευμα κύλισε με τον Ρικ να κάθεται στο σαλόνι μη έχοντας να κάνει τίποτα. Η διάθεση που είχε να πάει για ψάρεμα προς το παρόν τον είχε εγκαταλείψει. Χρειαζόταν ν’ αγοράσει μερικά βιβλία. Ένοιωθε ότι τους επόμενους μήνες θα τα χρειαζόταν.

    Την επομένη το πρωί ξεκίνησε για τα βιβλιοπωλεία στο Μακάρθουρ Σέντερ. Πάρκαρε στο υπόγειο και ανέβηκε τα σκαλιά. Το εμπορικό κέντρο είχε δύο μεγάλα βιβλιοπωλεία. Τον τράβηξε το ένα περισσότερο για το όνομά του. Λεγόταν Το Βασίλειο των Βιβλίων. Μπήκε μέσα κι’ άρχισε να περιφέρεται χωρίς σκοπό στους διάφορους διαδρόμους. Όταν μια ώρα μετά έφυγε, είχε στην κατοχή του βιβλία για όλα το καλοκαίρι. Μέσα σ’ αυτά φιγουράριζε μια ιδιόρρυθμη έκδοση του Προφήτη του Καλίλ Τζιμπράν με εικόνες από πίνακες του συγγραφέα και μια σειρά βιβλίων ενός Ινδού, του Σρι Αουρομπίντο που αναφερόντουσαν στις Ουπανισάδες καθώς κι ένα που είχε τον περίεργο τίτλο Το Πρόβλημα της Αναγέννησης.

    Πήρε τα βιβλία και γύρισε σπίτι. Έβαλε καφέ στην κούπα του, πήρε τα πουράκια και την άραξε στην βεράντα. Το απόγευμα τον βρήκε στην ίδια θέση. Ίσα που πρόλαβε να ετοιμαστεί για να μην καθυστερήσει στο ραντεβού του με την ξαδέλφη του και τον άντρα της.

    Όλο το βράδυ προσπάθησε να είναι ευγενικός, να γελάει με τα κρύα ανέκδοτα του Τζων και να συμφωνεί μ’ όλες τις αναμνήσεις της ξαδέλφης του είτε τις θυμόταν είτε όχι. Κατάφερε να μην καταλάβουν ότι ένα κομμάτι του βρισκόταν αλλού.

    Ο ύπνος του το βράδυ ήταν ανήσυχος. Τα όνειρά του ακόμη πιο περίεργα.

    Μια γυναίκα τον είχε πάρει από το χέρι και τον είχε οδηγήσει σ’ ένα παράξενο μέρος, υπερβολικά στεγνό. Εκεί τον έβαλε να σκάψει κι’ από το πουθενά του έδωσε να φυτέψει ένα πολύ μικρό δενδράκι.

    «Πότισέ το, πρέπει να γίνει δέντρο. Μην το ξεχάσεις» του είπε.

    «Τι δέντρο είναι;» την ρώτησε.

    «Είναι η ψυχή σου» του είπε και χάθηκε.

    Όταν

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1