Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Το Φίμωτρο
Το Φίμωτρο
Το Φίμωτρο
Ebook284 pages3 hours

Το Φίμωτρο

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Στις μέρες μας, το κουτσομπολιό και κυρίως η συκοφαντία έχουν ξεπεράσει κάθε όριο νομιμότητας. Παράλληλα, όμως, έχει επεκταθεί και το αντίθετο: Να μην μπορείς να μιλήσεις ελεύθερα για κάτι που, κατά την αντικειμενική – όπως πιστεύεις – γνώμη σου είναι παράλογο, αντικανονικό και ανήθικο. Οπότε αντιμετωπίζεις το δίλημμα: Να εκφράσεις την άποψή σου, ή να σιωπήσεις κι έτσι να έχεις ήσυχο το κεφάλι σου απ’ τον υπαρκτό φόβο μπας και το χάσεις. Και αυτοφιμώνεσαι ή τολμάς να μιλήσεις και δέχεσαι είτε την πυγμή του νόμου ή, προπάντων της παρανομίας. Αυτό είναι το μήνυμα που προσπαθώ να δώσω στα εφτά διηγήματά μου στο «Φίμωτρο»: Να λες, δηλαδή, την αλήθεια, έστω κι αν η αλήθεια συνήθως αντιμετωπίζεται κι εχθρικά και βίαια από τους ένοχους δέκτες της.
LanguageΕλληνικά
PublisherPublishdrive
Release dateJan 9, 2013
ISBN9781909550308
Το Φίμωτρο

Related to Το Φίμωτρο

Related ebooks

Reviews for Το Φίμωτρο

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Το Φίμωτρο - Χάρης Κ. Μεττής

    Σκυλάδικο

    ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

    Προλογίζοντας το έβδομο αυτό βιβλίο των λογοτεχνικών μου έργων [τα προηγούμενα έξι φέρουν τους τίτλους: «Ιστορίες αληθινές με ψευδώνυμα», «Η εκκένωση», «Ο δίπλαρος», «Ο Βασίλης ο Μπόλικος», «Ο Θεοχάρης ο Σωζόμενος», «Ο Αρχιμανδρίτης Ήμαρτον»], αποφάσισα να του δώσω τον τίτλο «Το φίμωτρο» για δυο κυρίως λόγους: Πρώτον, επειδή στις μέρες μας βασιλεύει, δυστυχώς, η Δαμόκλειος σπάθη τόσο της φανερής, όσο -που είναι και η χειρότερη- της αφανούς λογοκρισίας. Και δεύτερον, επειδή προσωπικά έχω πολλαχώς πέσει θύμα, λόγω της εμμονής μου να λέω και, προπάντων, να γράφω και να προβάλλω την αλήθεια, όπως, βέβαια, την αντιλαμβάνομαι εγώ, αλλά πάντοτε μετά από πολλή σκέψη και προσωπική εμπειρία και χωρίς, είτε πάθος είτε μίσος.

    Θιασώτης των υποτιθέμενων προφητικών «ζωδίων» δεν υπήρξα ποτέ. Όμως, λίγο πριν αποφασίσω πώς να ονομάσω το καινούργιο μου αυτό βιβλίο, έπεσε στα χέρια μου ένα πολυτελές ελληνικό περιοδικό με ξενικό, μάλιστα, όνομα. Ξεφυλλίζοντάς το δε από περιέργεια, έπεσε το μάτι μου στις σελίδες με τον αγγλικό τίτλο STAR SYSTEM. Διάβασα, λοιπόν, έτσι για πλάκα, τι έγραφε για το ζώδιο του Υδροχόου, στο οποίο ανήκω. Και αυτό που διάβασα ταίριαζε κουτί με μια πρόσφατη και πολύ ιλαροτραγική εμπειρία μου: «Με τον Ερμή ανάδρομο μέχρι τις 23/4 (δηλαδή Μεγάλο Σάββατο 2011) στον τομέα της επικοινωνίας και σκέψης, αυτά που θα πεις αυτήν την εποχή θα πρέπει να τα φιλτράρεις περισσότερο από δύο φορές πριν τα ξεστομίσεις. Πρόσεχε τις λεκτικές σου κόντρες με άτομα που συναντάς σε καθημερινή βάση, γιατί μπορούν να γίνουν σημαντικές αφορμές για κλιμάκωση σχέσεων(….)».

    Πράγματι, μόλις είχε κυκλοφορήσει το τελευταίο μου βιβλίο με τον χαρακτηριστικό τίτλο Ο ΑΡΧΙΑΝΔΡΙΤΗΣ ΗΜΑΡΤΟΝ, όταν δυο πραγματικά γελοία υποκείμενα, που είχανε ταυτίσει δυο παρασιτικούς κι εντελώς υποθετικούς τύπους του βιβλίου -τόσο, άλλωστε, συνηθισμένους στις μέρες μας- με τους εαυτούς των, καραδόκησαν να με συναντήσουνε μόνο- δεν θα τολμούσανε, βέβαια, να μου επιτεθούν ενώπιον άλλων και να έχουν το θράσος να κάνουν αυτά που έκαναν, αλλά προπάντων να ξεστομίσουν εναντίον μου τις χυδαιότητές τους.

    «Μη έλεγχε κακούς ίνα μη μισήσωσί σε. Αντιθέτως, έλεγχε σοφούς και σοφώτεροι έσονται!». Σωστά και σοφά λόγια! Να, λοιπόν, γιατί με είχαν εντυπωσιάσει τόσο πολύ τα γραφόμενα του πιο πάνω περιοδικού για το ζώδιο του Υδροχόου. Όμως, από την άλλη μεριά, το χάρηκα πολύ εκείνο το χυδαίο υβρεολόγιο και την επίθεση που μου ’καναν οι δυο εκείνοι παλληκαράδες της φακής: Είχα ξεσκεπάσει δυο παράσιτα, που ούτε καν τους κατονόμασα, και το παραδέχτηκαν οι ίδιοι! Είχα, δηλαδή, πετύχει, κάτι που πολύ το ονειρεύονται όσοι μυθοπλάστες καταπιάνονται με την καθαρή λογοτεχνία, είτε σε πεζό είτε σε ποίημα. Πέτυχα, με άλλα λόγια, διάνα!

    Ο άνθρωπος, πολλές φορές, μετατρέπεται, με τις πράξεις και τις σκέψεις του, είτε σε επικίνδυνο τρωκτικό, είτε σε χαμερπή σαλίγκαρο. Γι’ αυτό και τελικά ποδοπατείται ή εξοντώνεται, φυσικά και ηθικά, προκειμένου να καθαρίσει η φύση και η κοινωνία από την επικίνδυνη παρουσία του. Το χοντρό και δυσκολοχώνευτο ψέμα, η παράνομη κι επικίνδυνη ψευδορκία, η λασπολογία, το τυφλό μίσος, το παράλογο πείσμα, η σκόπιμη κι εγκληματική παραποίηση γεγονότων και χαρακτήρων, ο ύπουλα οργανωμένος παρασιτισμός, το φθονερό κάρφωμα, η έξαλλη και ασυγκράτητη ανηθικότητα, ο μέχρι τρέλας δονκιχωτισμός, οι άκρατες κι αρρωστημένες φαντασιώσεις και η ασυνάρτητη κομπορρημοσύνη, έχουν καταστεί, δυστυχώς, το σήμα κατατεθέν του πάσης μορφής και ιδιότητος παράσιτου, του θανάσιμου αυτού καρκινώματος που κατατρύχει, ταλαιπωρεί, παραμορφώνει, και φθείρει ανεπανόρθωτα την κοινωνία τόσο της σήμερον όσο δυστυχώς και της αύριον.

    «Έστιν, όμως, δίκης οφθαλμός, ός τα πάνθ’ ορά». Και μπορεί μεν να αργεί ο οφθαλμός αυτός ν’ αποκόψει τα τόσο επικίνδυνα αυτά καρκινώματα από το υγιές σώμα της κοινωνίας μας, όμως, αργά ή γρήγορα, θα δικάσει ακριβοδίκαια και θα καταδικάσει κατά το δοκούν τους ενόχους και τους θύτες που λυμαίνονται ασυνείδητα κι ασύστολα τα έμψυχα και λογικά όντα της δημιουργίας του. Αυτήν δε ακριβώς την ελπίδα και αυτό το μήνυμα προσπαθώ να διοχετεύσω μέσα από τους διάφορους χαρακτήρες των ανά χείρας λογοτεχνημάτων μου. Άσχετα, βέβαια, αν η αλήθεια είναι πάντοτε πολύ πικρή για όσους προσπαθούν, ενσυνείδητα ή ασυνείδητα, να την κουτσουρέψουν και να την αφανίσουν, αν μπορέσουν, από προσώπου της γης, είτε με ύβρεις και απειλές, είτε με λασπολογία και μίσος ασυγκράτητο.

    Αλλά υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος. Πρόκειται για τους αλκοολικούς, για τους ναρκομανείς, για τους απόκληρους, τέλος πάντων, της σύγχρονης και πληθωρικής μας κοινωνίας. Και τα θλιβερά τούτα όντα έχουν κατέλθει, κάποτε μέχρι τον πάτο, την γλιστερή αυτή κλίμακα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας όχι πάντοτε από δικιά τους ενσυνείδητη απόφαση. Η ανεργία, η έλλειψη στοργής, οι οικογενειακές θύελλες, η οργανωμένη παρανομία, η έλλειψη μόρφωσης, ο εύκολος πλούτος με τους άριστα κεκαλυμμένους κινδύνους, ο ασυγκράτητος και αλόγιστος ερωτικός παροξυσμός, η προδοσία από μέρους συγγενών και φίλων, η μοναξιά, η απογοήτευση. Αυτές και πολλές άλλες στερήσεις και φοβίες και παραπλανητικές παρερμηνείες γεγονότων και καταστάσεων, σπρώχνουν τους αδύνατους και ανερμάτιστους χαρακτήρες στο βάραθρο της απελπισίας, από το οποίο, όπως εσφαλμένα πιστεύουν, θα μπορέσουν να ελευθερωθούν αυτοδηλητηριαζόμενοι και μετατρεπόμενοι έτσι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, σε ηθικούς ή φυσικούς αυτόχειρες.

    Με τέτοια, ακριβώς, θέματα καταπιάνομαι σε όλα τα μέχρι σήμερα λογοτεχνικά μου έργα. Όπως δε ανέφερα και άλλοτε, νιώθω μεγάλη και δικαιολογημένη ικανοποίηση κι εγκαύχηση κάθε φορά που άνθρωποι εντελώς άγνωστοί μου, με πλησιάζουν και μου αποκαλύπτουν, είτε φιλικά είτε εχθρικά, ότι ο άλφα ή βήτα χαρακτήρας του έργου μου ταυτίζεται απόλυτα με αυτό ή εκείνο το άτομο. Γι αυτό ίσως, άλλωστε, και όλα μου τα έργα έχουν εξαντληθεί χωρίς καν να οργανωθεί κάποια επίσημη παρουσίασή τους σε κάποια δημόσια εκδήλωση.

    Στο σημείο αυτό θεωρώ χρέος μου να ευχαριστήσω και πάλιν το Τυπογραφείο ΑΘΗΝΑ του ζεύγους Λαυρέντη και Ευγενίας Σπανού για την επιμελημένη εκτύπωση των βιβλίων μου, όπως επίσης και τον Μιχάλη Έλληνα, εκδότη της ομογενειακής εφημερίδας του Λονδίνου, ΕΛΕΥΘΕΡΊΑ, στην οποία δημοσιεύονται, σε πρώτη μορφή, αρκετά από τα διηγήματά μου. Πολύ θερμές, όμως, ευχαριστίες οφείλονται τόσο στην Στέλλα, όσο και στην Μαρίνα, οι οποίες, χάρη στην ικανότητά τους στους υπολογιστές, αλλά και την απεριόριστη υπομονή τους, καθιστούν εφικτή την τελική μορφή και κυκλοφορία όλων μου των έργων.

    Λονδίνο, Μάιος 2011

    Χάρης Μεττής

    ΑΦΙΕΡΩΝΕΤΑΙ

    Στις τρεις Στέλλες μου, την Αγία Τριάδα της ζωής μου,

    σε ένδειξη της απεριόριστης αγάπης μου γι αυτές.

    «ΤΟ ΕΞΥΠΝΟ ΠΟΥΛΙ ΑΠΟ ΤΗ ΜΥΤΗ ΠΙΑΝΕΤΑΙ!»

    Ήμουνα απολύτως βέβαιος πως μ’ ακολουθούσε κάποιος από τη στιγμή που βγήκα από τον σταθμό του τραίνου, εντελώς ξεθεωμένος, μόλις που ’σερνα τα πόδια μου -δεκαέξι τόσες ώρες, δίχως καν διακοπή- λόγω της δουλειάς που είχαμε, μα κι απ’ την ορθοστασία. Το τσουχτερό κρύο κι ο φόβος ο άτιμος πως το κρυολόγημα θα ’ταν αναπόφευκτο με τέτοιο βρωμόκαιρο, μ’ ανάγκαζε να ’χω την καμπαρτίνα κουμπωμένη μέχρι το λαιμό και τον γιακά της σηκωμένο να μου σκεπάζει σχεδόν τ’ αυτιά και το στόμα και να δίνει στο πρόσωπό μου την όψη ληστή που προσπαθεί να ξεφύγει κάθε ύποπτο βλέμμα.

    Όμως το ’νοιωθα καλά πως κάποιος μ’ ακολουθούσε, δέκα μέτρα, ή και λιγότερα, πιο πίσω μου. Κι εγώ, τουρτουρίζοντας κι ανησυχώντας για το επικείμενο κρυολόγημα, και χωρίς γάντια και καπέλο, τέλος πάντων εντελώς απροετοίμαστος για τέτοιο καιρό και τέτοια περασμένη ώρα, έκανα πως τάχα δεν γνοιαζόμουνα για τον άγνωστο κι αθέατο, συνοδό κι ακόλουθό μου, μέχρι κείνη τη στιγμή. Όμως για καλό και για κακό, κάπως επιτάχυνα το βήμα μου, για να φτάσω μια ώρα αρχύτερα στο σπιτάκι μου.

    Αλλά πώς να του ξεφύγω του ανεπιθύμητου και μυστηριώδη συνοδού μου, που η απόσταση, με τα πόδια, από τον σταθμό του υπογείου μέχρι τον τελικό μου προορισμό ήτανε κάπου είκοσι πέντε λεπτά της ώρας; Κι όχι μόνο η απόσταση, αλλά και το σκοτεινό -τέτοια ώρα- κι έρημο πάρκο που χώριζε το σπίτι μου από τον σταθμό. Και η ώρα περασμένη -έντεκα και τέταρτο το βράδυ- είχε δείξει το ρολόι του σταθμού, στην έξοδο. Να γυρίσω το κεφάλι να δω ποιος με ακολουθούσε, αδύνατο! Γιατί ο γιακάς της καμπαρτίνας κράταγε το κεφάλι μου, σαν πατικωμένο κολάρο, σε κάθετη στάση ακινησίας. Έτσι σκέφτηκα! Όμως η αλήθεια η καθαρή δεν ήταν αυτή, αλλά ο φόβος που μ’  έζωνε σαν φίδι φαρμακερό, κι επίσης το προαίσθημα το κακό κι ανάποδο πως, δεν μπορεί, κάτι παράλογο θα ’χα διαπράξει στη ζωή -άθελα μου, βέβαια, μιας κι η άγαρμπη δειλία με συνόδευε παντού και πάντοτε από τότε που ’μουνα μικρό παιδάκι και ποτέ μου δεν τολμούσα ν’ αναμετρηθώ, πρόσωπο με πρόσωπο, κι ίσος προς ίσον, με το κάθε είδους πρόβλημα, όσο μικρό κι ασήμαντο κι αν ήταν αυτό. «Δειλόν εκ γενετής» μ’ αποκαλούσαν όλοι, κι εγώ σιγά-σιγά το ’χα κάνει παντιέρα μου, με μαύρα, χτυπητά γράμματα: Νέαρχος ο Δειλός, σήμα κατατεθέν, με πατέντα, και ας μ’ απόπαιρναν οι δικοί μου γι’ αυτή μου την ηττοπάθεια.

    Η πρώτη φορά που δείλιασα πραγματικά ήταν όταν πήγαινα στο δημοτικό -τότε, στον πόλεμο. Θα ’μουνα δεν θα ’μουνα γύρω στα οχτώ χρονών, και μέσα στη μαύρη πείνα και τη στέρηση, που περνούσαμε στο σπίτι, πρόσεξα ένα πρωί, στην κασετίνα του Λάζαρου που καθόμασταν μαζί στο ίδιο θρανίο, λεφτά! Όχι πολλά, μα λεφτά που εγώ δεν είχα ποτέ μου βάλει στο χέρι μου. Μέγας πειρασμός κι ακαταμάχητος, και πήρα τη μεγάλη και την αμετάκλητη απόφαση να του τα κλέψω. Και το ’χα κάνει, όμως, σαν να είχα βάλει στα μικρούτσικά μου χέρια κάρβουνα πυρακτωμένα που μόλις τα ’χανε βγάλει απ’ την αναμμένη θράκα. Κι ένιωθα τα χέρια μου να με καίνε και να μην ξέρω τι να κάνω. Όμως να τα γυρίσω πίσω στον κάτοχό τους αδύνατο, αφού εκείνος είχε ήδη προσέξει την απώλειά τους κι έτρεξε αμέσως στον Διευθυντή και με κλάματα πολλά και γοερά -«θα με δείρει η γιαγιά μου, που μου τα ’δωσε και μου ’πε να τα πάω στον μπακάλη για τα ψώνια της ημέρας. Μα και στους γονείς μου τι θα πω, όταν θα γυρίσουνε το βράδυ από τη δουλειά τους στα χωράφια;» - είχε καταγγείλει την υπόθεση της παράξενης κλοπής, για ν’ αρχίσουνε αμέσως οι ανακρίσεις και οι έρευνες από τον Διευθυντή και την δασκάλα μας.

    Τι κάνω, λοιπόν, εγώ τότε, μιας κι ήταν αδύνατο τώρα πια να παρουσιάσω λεφτά στο δικό μου σπίτι και να φάω το ξύλο της χρονιάς μου από τη μάνα μου; Τα πετάω τα κλοπιμαία λεφτά, κρυφά, εννοείται, και χωρίς να με πάρει κανένας χαμπάρι, σε μια γωνιά του αποχωρητηρίου και τα βρίσκει σε λίγο -ποιος άλλος;- ο ίδιος ο Λάζαρος, που απ’ το πολύ το κλάμα και την αγωνία του είχε τρέξει εκεί προς νερού του. Και, βέβαια, ούτε γάτα πια για μένα, ούτε και ζημιά καμιά. Μόνο ο φτωχός ο Λάζαρος ξυλοκοπήθηκε τότε από τον Διευθυντή άγρια κι ανελέητα για την απροσεξία του να του πέσουνε τα λεφτά στην τουαλέτα και ταυτόχρονα, του είπε, που ήτανε και το χειρότερο, να ’χει ρίξει κάθε είδους υποψίες σ’ όλους τους «αθώους» συμμαθητές του! Γιατί -και του το τόνισε σκληρά, την ώρα που τον ξυλοφόρτωνε- ο κλέφτης αμαρτάνει μόνο μια φορά, το θύμα όμως, χίλιες! «Κι άλλη φορά», του κάνει, «μην ξανατολμήσεις τέτοιο πράγμα, να μας κουβαλάς λεφτά στην τάξη!».

    Το βράδυ, στο δικό μου σπίτι, όπου είχε στο μεταξύ μαθευτεί απ’ όλους τους χωριάτες το περιστατικό της κλοπής και του ευρήματος των λεφτών, η συχωρεμένη η μάνα μου, πανέξυπνη όπως ήτανε πάντα της και από γυναίκεια διαίσθηση, από δω μ’ είχε από κει με έπιανε, της ομολόγησα στο τέλος το μεγάλο μυστικό. Και με παίρνει από το χέρι και με βγάζει στην αυλή του φτωχού μας του σπιτιού, εκεί που είχαμε, σαν όλοι, τον μικρό χερόμυλό μας για ν’ αλέθουν το πλιγούρι η γιαγιά μου κι η μητέρα μου. Και μου βάζει το χέρι το κλέφτικο πάνω στην πέτρα του χερόμυλου και μου το κοπανάει με την μαυρόπετρα ώσπου να της ορκιστώ πως ποτέ, μα ποτέ πια στη ζωή μου δεν θα ξανακάνω μια τέτοια πράξη.

    Άλλωστε συνηθιζότανε, στους καλούς εκείνους χρόνους, τότε που οι γονιοί πραγματικά φρόντιζαν για την καλή μας ανατροφή, να μας «κοπανάνε» το χέρι, αν τολμούσαμε να κλέψουμε. Κι ήτανε γνωστή κι αποδεχτή, δίχως δεύτερη κουβέντα, από όλους κι από όλες η σκληρή η απειλή «θα σου κοπανήσω» ή «θα σου κόψω το χέρι», που άλλωστε το συνηθίζουν ακόμη, το κόψιμο του χεριού των κλεφτών, οι αυστηροί μουσουλμάνοι. Για τις μικρές, βέβαια, κι εν πολλοίς ασήμαντες κι αθώες, κι όχι ασφαλώς για τις μεγάλες τις κλοπές και τις ληστείες και τις συνεχείς απάτες των αμέτρητων χιλιάδων και των εκατομμυρίων!

    Υπάρχουν, δηλαδή, κλοπές και κλοπές. Φτωχά παιδάκια, νηστικά, που περπατούσαμε, χειμώνα-καλοκαίρι, χωρίς παπούτσια, μέσα στα λασπόνερα και στην καμένη και τσουρουφλισμένη, από τον ήλιο, κι άνυδρη γη, και προσπαθούσαμε να χορτάσουμε την πείνα μας, σαν τα πτηνά του ουρανού, τσιμπολογώντας από δω κι από κει πότε σύκα και σταφύλια και πότε αγκινάρες και φρέσκα κουκιά, με τη διαφορά πάντα πως αυτά δεν ανήκαν σ’ εμάς, αλλά στους κάπως πιο ευκατάστατους συχωριανούς μας. Που άμα μας πιάνανε, κύριος οίδε τι θ’ απογινόμασταν! Μια φορά μας απείλησαν να μας στείλουνε σε σωφρονιστήριο ανηλίκων επειδή -δυο φτωχαδάκια δεκάχρονα αγόρια ήμασταν εγώ κι Περικλής- είχαμε τολμήσει και κόψαμε δυο αγκινάρες απ’ τις χιλιάδες που μαυρολογούσαν στο κτήμα του τσιγκούναρου του Χαραλαμπή του Καμπούρη. Και μας γλίτωσε τότε ο καλόψυχος μουκτάρης του χωριού, που κι εκείνος, όπως ξέραμε, στα μικράτα του ακόμη, στον πρώτο μεγάλο πόλεμο, είχε ζήσει ζωή φτώχειας και κακομοιριάς, όπως ζούσαμε κι εμείς στον ακόμα πιο χειρότερο και με πιο πολλές στερήσεις, δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

    Το ίδιο, όμως, κείνο βράδυ, ο συνένοχός μου στην κλοπή των αγκινάρων κι εγώ, που μας ξυλοκόπησαν αγρίως οι γονείς μας για την πράξη μας, είχαμε παραμονέψει, δίχως να μας πάρει ο ύπνος, με υπομονή γαϊδουρίσια και σαν έμπειροι κακούργοι. Κι όταν είχαν κλείσει πια τα δυο-τρία καφενεία στην πλατεία του χωριού και γυρίσανε στα σπίτια τους όλοι οι θαμώνες για να κοιμηθούν, τότε εμείς γλιστρήσαμε, με κάθε φόβο και προφύλαξη, ως εκεί που ήταν στοιβαγμένα τα τεράστια σακιά -ήτανε καμιά εικοσαριά- τα γιομάτα μ’ αγκινάρες του Χαραλαμπή Καμπούρη.

    Όλες τούτες οι αγκινάρες ήτανε προορισμένες να μεταφερθούνε το πρωί με το λεωφορείο της γραμμής στην αγορά της πρωτεύουσας, όπως γίνονταν συνήθως κι από άλλους γεωργούς. Κι όλα εκείνα τα σακιά, σκίζοντάς τα με μαχαίρι, τα αδειάσαμε οι δυο μας όλα μες στον στο χωματόδρομο. Είπα ότι «τα αδειάσαμε», όμως υπερβάλλω εδώ και ζητώ κάποια συγνώμη: Τ’ άδειασε, θέλω να πω, μόνος του ο Περικλής, ο συνένοχος στην πράξη μας, δίχως κείνος ο μπαγάσας να δειλιάσει και να φοβηθεί καθόλου, ενώ ο δειλός εγώ τον κοιτούσα να τα σκίζει και ν’ αδειάζει τα σακιά, κι έτρεμα και κατουριόμουνα απ’ το φόβο μήπως κάποιοι μας τσακώσουν όπου να ’ναι και θα μας κλειδαμπαρώσουνε για καλά, όπως λέγανε οι χωριάτες, στο σκληρό και φοβερό παιδικό σωφρονιστήριο.

    Τον συνένοχό μου εκείνον τον αποκαλούσανε όλοι -και του ταίριαζε απόλυτα και του πήγαινε σαν γάντι- Περικλής ο Σεϊτάνης, πάει να πει, ο σατανά. Και με τ’ όνομά του τούτο, Περικλής ο Σεϊτάνης, στα κατοπινά του χρόνια, που θα μείνουνε αξέχαστα, θα περνούσε τη ζωή του στα φριχτά τα κρατητήρια, αλλά πάντοτε σαν ύποπτος και την γλίτωνε στο τέλος και δεν τον καταδικάζανε, αφού φρόντιζε να κάνει τις παλιοδουλειές του έξυπνα και πολύ μελετημένα, με άλλοθι ατράνταχτα. Ενώ εμένα, ο Σεϊτάνης ήταν κείνος ο αχάριστος που μου πρωτοκόλλησε και μου ’μεινε το «Δειλός», σαν παρατσούκλι. Ένα παρατσούκλι, όμως, για να λέμε την αλήθεια ή και του στραβού το δίκαιο, που οι αγράμματοι χωριάτες, τότε που ήμασταν μικροί, πού να καταλάβαινε κανένας τέτοιες καθαρευουσιάνικες λέξεις.

    Άλλο πράμα ο Σεϊτάνης, που είχε βγάλει και την έκτη του Δημοτικού με άριστα κι όλοι στο χωριό πιστεύανε πως στο τέλος θα γινότανε ο παπάς στην Εκκλησία μας, τώρα που ο ιερέας  είχε πια παραγεράσει και δεν φέλαγε καθόλου. Όμως έξυπνος που ήτανε, διάολος σωστός ο Σεϊτάνης, προτίμησε τελικά τον δρόμο του σατανά κι όχι του Θεού. Έτσι πια ο Περικλής θα γλεντούσε την ζωή του στα ουζερί, στα καμπαρέ και στα ξενυχτάδικα και βάλε της γιομάτης πειρασμούς και πληθωρικής πρωτεύουσας. Κι όλοι, που τον έβλεπαν λουσάτο, με λεφτά και δακτυλίδια και ρολόγια και καδένες, από ζήλια διερωτούντανε πού και πώς και πότε, τάχατες, τα ’βρισκε τα αμέτρητά του χρήματα και να τα ξοδεύει εδώ κι εκεί και να τα σκορπάει αλύπητα, σαν μεγάλος χουβαρντάς και να μην τα τσιγκουνεύεται καθόλου;

    «Τα λεφτά», τους απαντούσε, «είναι για να τα χρησιμοποιείς κι όχι για να τα στοιβάζεις! Γι’ αυτό άλλωστε και τα λένε «χρήματα», πάει να πει να τα χρησιμοποιούμε, κι όχι τίποτ’ άλλο. Και να μην ξεχνάτε, φίλοι μου, ότι η ζωή αυτή, η πολύ μικρή που ζούμε, τι νομίζετε πως είναι; Ένα απλό, μικρό διάλειμμα, πριν το θάνατό μας». Και γελούσε σαν μικρό και αμέριμνο παιδάκι με την ξέχειλη καρδιά του από ξεγνοιασιά κι ευτυχία, την στιγμή που στο μυαλό του μελετούσε την επόμενη, και με κάθε λεπτομέρεια, την μεγάλη του ληστεία ή την άνομή του πράξη για να γίνει  πλουσιότερος.

    Ενώ εγώ;  Εκεί, μέσα στο βούρκο της δειλίας μου, να μην τολμώ ούτε και να γυρίσω το κεφάλι να δω ποιος διάολος, τέλος πάντων, μ’ είχε πάρει στο κατόπι. Να ήταν, άραγε, ληστής και μάλιστα σήμερα Παρασκευή που κουβαλούσα μαζί μου, βαθιά στην τσέπη του σακακιού μου, τον μηδαμινό μισθό μιας ολόκληρης βδομάδας -σερβιτόρος σ’ ένα φαστφουτάδικο της πόλης, τέσσερις και κάτι λίρες μεροκάματα την ώρα, πέντε ώρες βραδινή δουλειά και τις υπόλοιπες να τις βγάζω βιδωμένος στην παμπάλαια και μοναδική μου πολυθρόνα του εργένικου δωματίου μου, να βλέπω και να ξαναβλέπω τις σαπουνόπερες στην τηλεόραση και να μην θέλω πια ν’ ανοίξω και κάνα βιβλίο από τότε που….

    Αλλά τούτο, για την ώρα, είναι μια άλλη ιστορία που προτιμώ να μην την σκέφτομαι για να μην συγχύζομαι. Κι έχω και την καρδιά μου και «να μην αγχώνεσαι!» με συμβουλεύουνε φίλοι και γνωστοί και προπάντων η γεροντοκόρη η σπιτονοικοκυρά μου. Η οποία, στα πενήντα της και βάλε, δεν έπαψε να με γλυκοκοιτάζει και να με ορέγεται -τρομάρα της- ή για μόνιμό της σύντροφο μες στην άκαρπη ζωή της, ή και γι’ άντρα της ακόμα!

    Ξαφνικά το βήμα του άγνωστου πίσω μου επιταχύνθηκε. Το είχα νιώσει από την πρώτη στιγμή -όχι πια από διαίσθηση, αλλ’ ακούγοντάς τον να λαχανιάζει στο τρέξιμο- και, δυο μόλις μέτρα και κάτι απόσταση από μένα, με φώναξε με τ’  όνομά μου. «Νέαρχε Δειλέ, στάσου ρε να σου μιλήσω!». Ήταν η φωνή του που την ήξερα τόσο καλά κι ας είχανε περάσει τόσα χρόνια, από τότε που μ’ είχανε καλέσει στο Τμήμα να μαρτυρήσω εναντίον του. «Ήσασταν μαζί με τον Περικλή Σεϊτάνη χτες το βράδυ στις δέκα;», με ρώτησε ο αστυνόμος υπηρεσίας στο Τμήμα. Κι εγώ, που δεν ήξερα πως τον Περικλή τον είχανε μπαγλαρώσει σαν ύποπτο ληστείας, προς στιγμή τα είχα χάσει και δεν ήξερα τι να πω. Ο αστυνόμος, όμως, με τη συνηθισμένη αφέλεια που χαρακτηρίζει τους πιο πολλούς γαλονάδες του γραφείου, μου ’δωσε αμέσως και τον μίτο για να μπορέσω να βγω από τον λαβύρινθο της αμηχανίας μου.

    «Ο κύριος αυτός επιμένει πως είχατε συναντηθεί το πρωϊ στο δρόμο και περάσατε όλη την ημέρα μαζί! Ότι δηλαδή την ώρα της ληστείας, που είχε γίνει στις δυόμισι το απόγευμα, μέρα μεσημέρι δηλαδή, εκείνος κι εσύ βρισκόσασταν μαζί στο σπίτι σας και μάλιστα και με παρέα μια κοπέλα δικιά σας. Σας ρωτάμε, λοιπόν, και πάλι για να μάθουμε αν μας λέει αυτός την αλήθεια ή ψεύδεται». Κι εγώ, τι άλλο μπορούσα να πω για να ελαφρύνω τη θέση του φίλου μου; Είπα, λοιπόν, ψέματα, και μάλιστα διπλά: Γιατί, εγώ φιλενάδα δεν είχα μέχρι τότε -ούτε, βέβαια, και αργότερα- και τον Σεϊτάνη τον μπαγάσα είχα μήνες να τον ιδώ. Τον γλίτωσα, όμως, από σίγουρη φυλάκιση, αφού και την κοπέλα της ιστορίας μας την είχα επιστρατεύσει λίγη ώρα αργότερα. Της Δεσποινίδος Σόνιας, της σπιτονοικοκυράς μου, ήτανε μια μακρινή ανιψιά, φιλοξενούμενή της, δυο-τρεις μέρες, στη σοφίτα του σπιτιού. Η οποία, κατά τύχη, μας είχε ψήσει καφέ, εμένα κι ενός φίλου μου, που δεν ήταν όμως τότε ο Σεϊτάνης, αλλά κάποιος άλλος συνάδερφός μου στην δουλειά, και που δεν της τον είχα καν συστήσει. Έτσι, εύκολα μαρτύρησε για το αληθές της δικιάς μου ψεύτικης κατάθεσης.

    Και τι δεν μου είχε υποσχεθεί τότε ο Σεϊτάνης πως θα μου δώριζε! Μέχρι και καινούργιο αυτοκίνητο, παρόλο που γνώριζε πως εγώ σιχαινόμουνα ακόμη και ν’ ακούσω για οδηγούς και για

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1