Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Προπατορικό Αμάρτημα
Προπατορικό Αμάρτημα
Προπατορικό Αμάρτημα
Ebook376 pages4 hours

Προπατορικό Αμάρτημα

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Ο Μάχιμος είναι ένας φοιτητής σε μια πόλη χωρίς όνομα, σε κάποια ασήμαντη κουκίδα της γήινης σφαίρας, σε κάποια γωνιά του πλανήτη χωρίς ακριβείς γεωγραφικές συντεταγμένες.
Πλημμυρισμένος από το νεανικό του σφρίγος, γεμάτος από ελπίδα και όραμα για έναν πιο δίκαιο κόσμο, μάχεται ακατάπαυστα εναντίον όλων, απέναντι σε κάθε εχθρό, αόρατο ή ορατό, κόντρα σε οποιονδήποτε στέκεται εμπόδιο στα ιδανικά του και απειλεί να σκοτώσει τα όνειρά του.
Κάποια στιγμή όμως, συνειδητοποιεί ότι όλες αυτές οι μάχες δεν είναι παρά μια μάταια κι ανούσια αναζήτηση, μια ανώφελη και αδιέξοδη πορεία, μια τεράστια πλάνη.
Συνειδητοποιεί ότι έχει κάνει το μοιραίο λάθος, ότι έχει μπερδέψει τον πραγματικό του εχθρό με κάποιον άλλον.
Συνειδητοποιεί ότι κι ο ίδιος δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα γρανάζι του συστήματος που τόσο πολύ απεχθάνεται, τίποτα παραπάνω από ένα ακόμη ανήμπορο πιόνι στην σκακιέρα των ισχυρών.
Την ίδια στιγμή, μέσα από την φλόγα του έρωτα και του πάθους, καθώς και μέσα από τις νέες ισορροπίες που φέρνει η αναπάντεχη ανατροπή του πολιτεύματος από τον στρατό, θα γεννηθεί μέσα του κάτι νέο, πρωτόγνωρο και συνταρακτικό.
Θα γεννηθεί το Χρέος, αυτό το τρομερό τέρας που δεν χορταίνει ποτέ.
Από εδώ και πέρα όλα είναι σαφή και ξεκάθαρα: Το Χρέος θα κατευθύνει πλέον τα βήματα του, σαν τον τυφλό που ο σκύλος καθοδηγεί στην απέναντι πλευρά του δρόμου.
Από την άλλη, ένας μεσήλικας άντρας, καθοδηγείται κι αυτός από τον ίδιο σκύλο, ανήμπορος να αντισταθεί στις διαταγές αυτού του αόρατου φίλου ή εχθρού, ανήμπορος να καθορίσει ο ίδιος την μοίρα του.
Το Χρέος δεν τον ρωτά, την στιγμή που τον προστάζει να αφαιρέσει την ζωή ενός φαινομενικά αθώου ανθρώπου…
Ένας ισχυρός δεσμός τον κρατάει δεμένο με τον Μάχιμο.
Οι μοίρες τους, άρρηκτα δεμένες μέχρι κάποια στιγμή, δεν θα ξανανταμώσουν ποτέ.
Το Χρέος, θα είναι ο μοναδικός συνδετικός τους κρίκος…..
LanguageΕλληνικά
PublisherPublishdrive
Release dateJan 1, 2013
ISBN9781909550544
Προπατορικό Αμάρτημα

Related to Προπατορικό Αμάρτημα

Related ebooks

Reviews for Προπατορικό Αμάρτημα

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Προπατορικό Αμάρτημα - Κώστας Κυριακίδης

    ΚΩΣΤΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ

    Προπατορικό Αμάρτημα

    Μυθιστόρημα

    AKAKIA 2013

    Copyright © Kostas Kiriakidis 2013

    Published in England by AKAKIA Publications, 2013

    AKAKIA Publications

    St Peters Vicarage

    Wightman Road

    London N8 0LY, UK

    0044 203 28 66 550

    0044 7411 40 65 62

    www.akakia.net

    publications@akakia.net

    Κώστας Κυριακίδης

    ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ

    Cover Images:

    Source: ShutterStock.com / Copyright: Ase / File No: 128199845

    Source: ShutterStock.com / Copyright: Danny Smythe / File No: 75042823

    All rights reserved.

    No part of this publication may be reproduced, translated, stored in a retrieval system, or transmitted, in any form or by any means, electronic, mechanical, photocopying, microfilming, recording, or otherwise, without the prior permission in writing of the Author and the AKAKIA Publications, at the address above.

    ISBN: 978-1-909550-54-4

    Copyright © Kostas Kiriakidis 2013

    London, UK

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ

    Όλος ο κόσμος μιλά για το χρέος. Αυτό το τέρας που δημιουργεί ανεργία, φτώχεια και εξαθλίωση.

    Το οικονομικό χρέος.

    Κι όμως, το Χρέος δεν ήταν ποτέ μόνο οικονομικό.

    Κι αυτός είναι ο λόγος που αδυνατούν όλοι οι μεγάλοι ηγέτες να το δαμάσουν.

    Γιατί αδυνατούν να καταλάβουν ότι ο εχθρός αυτός δεν είναι παρά η λάβα που εκτοξεύει το πιο ενεργό ηφαίστειο του κόσμου.

    Το καταστροφικό τσουνάμι που έχει προκαλέσει ένας φονικός σεισμός.

    Το αιτιατό και όχι το αίτιο.

    Ένα θεόρατο δένδρο  αλλά σε καμιά περίπτωση ολόκληρο το δάσος.

    Κι όσο επιμένουν να πολεμούν ένα μόνο κομμάτι του, χωρίς σχέδιο και χωρίς στρατηγική, όλο το υπόλοιπο τέρας τους περικυκλώνει αργά και μεθοδικά σφίγγοντας ολοένα και περισσότερο τον κλοιό.

    Το Χρέος ήταν, είναι και θα είναι πάντα παρών. Η ύπαρξη του δεν είναι παροδική, ούτε και εφήμερη.

    Δεν θα πεθάνει, ούτε θα εξαφανιστεί ως δια μαγείας.

    Άλλωστε τα τέρατα πεθαίνουν μόνο στα παραμύθια…

    Ένα μόνο μπορούμε να κάνουμε.

    Να το κοιτάξουμε στα μάτια και να συμφιλιωθούμε μαζί του. Να το γνωρίσουμε στο σύνολο του και να συνάψουμε ειρήνη.

    Ή έστω μια μακρόχρονη ανακωχή.

    Μόνο τότε θα θεμελιωθεί στέρεα η ελπίδα για την διαγραφή της ανεργίας, της φτώχειας και της εξαθλίωσης από το παγκόσμιο λεξικό. Μόνο τότε το οικονομικό χρέος θα νικηθεί.

    Αυτή είναι η μόνη λύση κι η μοναδική μας επιλογή.

    Κώστας Κυριακίδης

    Ο ουρανός βαθυγάλανος. Αλλού πιο σκούρος, αλλού πιο ανοιχτός, λευκές σκιές που χαράζουν το βαθύ γαλάζιο σαν μαχαίρι, χρώματα που παίζουν με την ίριδα και δημιουργούν μια υπέροχη ψευδαίσθηση, για έναν κόσμο βουτηγμένο στην τελειότητα που φτιάχτηκε λες από ένα εξίσου τέλειο χέρι, ένας πίνακας  μοναδικής έμπνευσης και ομορφιάς.

    Ξημέρωμα. Ο ήλιος περιμένει την σειρά του. Έχει ήδη ξεκινήσει το μακρύ, καθημερινό και μονότονο του ταξίδι, από την ανατολή, παρά το γεγονός ότι δεν έχει κάνει ακόμα αισθητή την παρουσία του. Είναι όμως κάπου εκεί έξω και ο άντρας που κάθεται μόνος του στην προκυμαία, αυτές τις πρώτες πρωινές ώρες, τον οσμίζεται, τον περιμένει υπομονετικά, όπως ένας στυγνός δολοφόνος περιμένει καρτερικά το θύμα του.

    Είναι μόνος του, όπως μόνος υπήρξε σε όλη του την ζωή.

    Τώρα που το γοργό ποτάμι του χρόνου μοιάζει να τον φτάνει και να τον προσπερνά, τώρα που αισθάνεται την καυτή ανάσα της αβεβαιότητας να του γλύφει το πρόσωπο και να τον συνταράσσει συθέμελα, τώρα που βλέπει τον εαυτό του να σχοινοβατεί νοερά στον μίτο που έψαχνε πάντα να βρει, τώρα καταλαβαίνει την απέραντη μοναξιά ολόκληρης της ζωής του. Τώρα καταλαβαίνει το μεγάλο μυστικό, που διέδιδαν οι σοφοί γέροντες λίγο πριν εγκαταλείψουν τα εγκόσμια:

    Γεννιόμαστε μόνοι, ζούμε μόνοι και πεθαίνουμε μόνοι.

    Ο βοριάς δυναμώνει και τον ταρακουνά. Το κύμα του μουσκεύει τα παπούτσια. Του αρέσει η αίσθηση αυτή του παγωμένου νερού στα πόδια του. Τον ξυπνά από τον λήθαργο, από τις δυσάρεστες σκέψεις που μονοπωλούν το μυαλό του, από την έντονη διάθεση του να παραδοθεί επιτέλους και να σταματήσει να μάχεται αυτόν τον αόρατο παντοδύναμο εχθρό που δεν χάνει ποτέ, παρά μόνο καθυστερεί να κερδίσει. Το παγωμένο νερό τον συνταράσσει, θυμίζοντας του ότι δεν μπορεί να παραδοθεί ακόμα, ότι υπάρχει μια εκκρεμότητα που οφείλει να διεκπεραιώσει, ένα λεπτό σχοινί που τον κρατά δεμένο με την ζωή, ένα χρέος που πρέπει να ξεπληρώσει στον εαυτό του πριν κοιτάξει τον χάρο κατάματα. Ένα καραβόσχοινο με έναν χοντρό ναυτικό κόμπο. Ένα κόμπο που έδενε την θηλιά που προοριζόταν για τον άνθρωπο την ζωή του οποίου όφειλε να αφαιρέσει.

    Η τελευταία αυτή σκέψη τον έκανε να ανατριχιάσει. Όλες οι τρίχες απ’ το δέρμα του σηκώθηκαν, λες και ήταν αποδημητικά πουλιά κι ετοιμάζονταν να πετάξουν γι’ άλλα, πιο ζεστά μέρη. Τον έπιασε σύγκρυο, τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Κανένας οργασμός, τώρα που όλη του η ζωή περνά μπροστά απ’ τα μάτια του, είναι απόλυτα βέβαιος, κανένας οργασμός δεν τον  έκανε να ανατριχιάσει τόσο όσο η σκέψη και μόνο του χρέους αυτού που όφειλε να ξεπληρώσει. Ξαφνικά αισθάνθηκε τόσο αδύναμος, σαν ένα κλαδί που το χτυπά αλύπητα ο βοριάς, σαν τον ίδιο στην προκυμαία, την ίδια τούτη ώρα, έρμαιο στις φονικές διαθέσεις του ανέμου, χωρίς καμιά βοήθεια, καμιά δυνατότητα αντίστασης, πέρα απ’ το ίδιο του το κορμί, το μοναδικό του βάρος. Αυτό το χρέος, ξαφνικά φανερώθηκε μπροστά του με μια τρομαχτική δύναμη, ένα θεόρατο βουνό, που έπρεπε να ανέβει, είτε το ήθελε, είτε όχι. Όλο του το είναι τον είχε οδηγήσει σήμερα εδώ, χωρίς καμιά αντίσταση, σαν υπνωτισμένος. Αν δεν ερχόταν, απλά δεν θα ήταν αυτός ο ίδιος. Ήταν προδιαγεγραμμένο ότι θα ερχόταν, όσο προδιαγεγραμμένη κι αυτονόητη είναι η αναπνοή του ανθρώπου. Για να συνεχίσει να αναπνέει, για να συνεχίσει να ζει και να υπάρχει, έπρεπε να βρεθεί σήμερα το χάραμα στην ίδια τούτη θέση, απ’ όπου είχε σχεδιάσει να ξεκινήσει το σχέδιο του. Και ήθελε να συνεχίσει να ζει, δεν ήθελε να πεθάνει. Τουλάχιστον, όχι πριν ξεπληρώσει το χρέος του...

    Ασυνείδητα, έβαλε το χέρι στην τσέπη της γαλάζιας καμπαρντίνας του και χάιδεψε τον σύμμαχο του στην δύσκολη αυτή αποστολή που θα ξεκινούσε μόλις ο ήλιος έκανε την εμφάνισή του. Ήταν ένα μικροσκοπικό πιστόλι, απ’ αυτά που δεν σου γεμίζουν το μάτι, αποκριά θύμιζε περισσότερο παρά φονικό όπλο. Δεν γέμιζε το μάτι, το αποτέλεσμα όμως που θα έφερνε θα ήταν το ίδιο με ένα μπαζούκας, με μια χειροβομβίδα, ένα πανίσχυρο βιολογικό ή πυρηνικό όπλο. Ο θάνατος, η απώλεια της ζωής, της συνειδητότητας, η μετατροπή της ύλης σε πνεύμα για τους κάθε λογής πιστούς, η επιστροφή στην αρχική κατάσταση πριν την ζωή για τον Σοπενχάουερ, το τέλος, το τίποτα, το μηδέν, έτσι απλά, για όλους τους υπόλοιπους.

    Θάνατος. Η λέξη πέρασε σαν κομήτης απ’ το μυαλό του. Μια πεντακάθαρη, σαν το γάργαρο νερό που αναβλύζει από την πιο ψηλή πηγή και χύνεται σε ένα χειμαρρώδη καταρράκτη,  αψεγάδιαστη εικόνα σχηματίστηκε στο εγκεφαλικό του κέντρο και τον πάγωσε. Τα πόδια του έμειναν καρφωμένα στο έδαφος, λες και μια αόρατη βαρέλα βρισκόταν δίπλα του και βύθιζε τα πόδια του στο μπετόν. Ένα δάκρυ του ξέφυγε. Το σκούπισε γρήγορα με την ανάστροφη του χεριού του. Εκνευρίστηκε με τον εαυτό του. Δεν ήταν ώρα για συναισθηματισμούς. Αντίθετα ήταν η ώρα της αποφασιστικότητας, της πυγμής, η ώρα που δεν μετριέται με λεπτά και δευτερόλεπτα, αλλά με δεδομένα, με αποτελέσματα, με πράξεις, η πιο μεγάλη ώρα. Η ώρα της ύστατης αναμέτρησης, του μεγάλου αγώνα ανάμεσα στη γενναιότητα και την δειλία.

    Ο ήλιος δεν θα αργούσε να ανατείλει. Τι ήταν άραγε αυτό που τον είχε οδηγήσει σήμερα εδώ; Γιατί είχε διαλέξει αυτό το σημείο για να ξεκινήσει το σχέδιο του; Και γιατί είχε φτάσει πολύ πριν τα χαράματα, αφού γνώριζε ότι δεν θα ξεκινούσε την εφαρμογή του σχεδίου του πριν την ανατολή του ηλίου; Για τις δύο πρώτες ερωτήσεις δεν είχε απάντηση πρόχειρη. Επρόκειτο μάλλον για τις χιλιάδες καθημερινές αποφάσεις που όλοι οι άνθρωποι παίρνουν στη ζωή τους, αποφάσεις που μοιάζουν απολύτως τυχαίες και ανεξήγητες, αλλά που έχουν κατά βάση απόλυτη λογική και μαθηματική ακρίβεια μέσα τους.

    Για την τελευταία ερώτηση όμως είχε σίγουρη απάντηση. Είχε αποφασίσει να βρεθεί σε κάποιο μέρος αρκετές ώρες πριν ξεκινήσει το σχέδιο του για να σιγουρευτεί, να βεβαιωθεί μια για πάντα για την απόφαση που είχε πάρει. Όχι για την ορθότητα της απόφασης, αυτό πλέον το ήξερε καλά, δεν υπήρχαν σωστές και λάθος απαντήσεις στη ζωή, τουλάχιστον στη δική του ζωή μέχρι τώρα. Είχε μάθει καλά ότι η ορθότητα της απόφασης εξαρτάται μόνο από το πόσο πολύ θέλεις να κάνεις κάτι κι από τίποτα άλλο και κυρίως όχι από την ψευδή αμφιταλάντευση μεταξύ καλού και κακού, λάθος και σωστού, δικαίου και αδίκου. Υπό την έννοια αυτή, η απόφαση του ήταν απόλυτα ορθή, με τα δικά του κριτήρια θα μπορούσε να διεκδικήσει το νόμπελ ορθότητας, αν υπήρχε  παρόμοιο βραβείο. Ήταν απόλυτα ορθή, γιατί ποθούσε, όσο δεν είχε ποθήσει τίποτα ξανά στην ζωή του, διψούσε σαν τον στρατιώτη στον πόλεμο, να διαπράξει αυτόν τον ένα και μοναδικό φόνο. Και δεν θα ξεδιψούσε παρά μόνο όταν σιγουρευόταν ότι το ένα και μοναδικό αντικείμενο του πόθου του είχε περάσει από την οργανική στην ανόργανη ύλη. Δεν ήταν μόνο αυτό. Δεν ήθελε απλά τον θάνατό του. Ήθελε να τον σκοτώσει ο ίδιος. Ένα ατύχημα την ίδια εκείνη μέρα, το ίδιο πρωινό, ένα τροχαίο για παράδειγμα, που θα μπορούσε να συμβεί στο επίδοξο θύμα του, θα αποτελούσε τεράστιο πλήγμα για τον ίδιο. Θα του έφραζε τον δρόμο στο ένα και μοναδικό δικαίωμα του ανθρώπου, την ικανοποίηση του χρέους, στο δικαίωμα του να ζεις, να υπάρχεις και να πεθαίνεις περήφανος.

    Ναι, ήταν σίγουρος πλέον για την απόφασή του. Τίποτα δεν θα μπορούσε να του αλλάξει γνώμη. Κοίταξε ψηλά στον ουρανό ψάχνοντας να βρει κάποιο σημάδι του ήλιου. Δεν το βρήκε, αλλά είδε ότι ο ουρανός είχε αρχίσει να ανοίγει. Το σκούρο μπλε της αβύσσου και του χάους, είχε αρχίσει να παραχωρεί την θέση του σε ένα πιο μαλακό γαλάζιο, χρώμα της ελπίδας και της ζωής.

    Ένα περιστέρι βρέθηκε μπροστά του. Κάθισε δίπλα του λες και ήταν δυο παλιόφιλοι που ξαναβρίσκονταν μετά από χρόνια. Δεν κουνιόταν, ούτε έψαχνε κάτι να βρει κάτω στο έδαφος για να φάει, ούτε τουρτούριζε από το αβάσταχτο κρύο, τίποτα απ’ όλα αυτά. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί, αν δεν φοβόταν μήπως τον πουν ότι τα έχει ολότελα χαμένα, ότι συμμεριζόταν τις σκέψεις του ανθρώπου που βρισκόταν δίπλα του, αφού δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να αγναντεύει την ταραγμένη θάλασσα, όπως ακριβώς και ο παλιόφιλός του, με το ίδιο ακριβώς βλέμμα, την ίδια ένταση των ματιών, την ίδια ατάραχη και σταθερή στάση του κεφαλιού.

    Για μια φευγαλέα στιγμή, τα μάτια του ανθρώπου με την γαλάζια καμπαρντίνα τρεμόπαιξαν, το κορμί του τραντάχτηκε και οι γροθιές του έσφιξαν. Η έκφρασή του πήρε κάτι σκοτεινό, απ’ το βαθύ σκοτάδι του μυαλού που έρχεται να ταράξει το γαλήνιο φως της βεβαιότητας και της αυτοπεποίθησης. Τα στέρεα θεμέλια πάνω στα  οποία είχε χτίσει την σημερινή του απόφαση άρχισαν να κλονίζονται. Εμφανείς ρωγμές άρχισαν να τα διατρέχουν, σαν τις βαθιές ρυτίδες που διατρέχουν ένα γέρικο κρανίο, αλλά η παρουσία των μαλλιών δεν επιτρέπει την άμεση εμφάνισή τους. Μια σκέψη, ύπουλη και χυδαία, εισχώρησε στο μυαλό του και τον συντάραξε.

    Ήταν δυνατόν η κινητήρια δύναμη που τον είχε φέρει σήμερα εδώ να ήταν το μίσος και η ανάγκη εκδίκησης; Ήταν ποτέ δυνατόν αυτά τα ποταπά συναισθήματα να είχαν κυριέψει τόσο πολύ το μυαλό του, ώστε να τον αναγκάσουν να καταφύγει στον φόνο ενός συνανθρώπου του; Ήταν ποτέ δυνατόν να αφήσει το μίσος να παρασύρει τόσο πολύ τον ίδιο, που να ελέγχει κάθε του κίνηση, απόφαση και σκέψη; Όχι, δεν ήταν δυνατόν να συμβαίνει αυτό. Κάτι τέτοιο αμέσως θα σήμαινε ότι η απόφασή του ήταν απόσταγμα των νοσηρών αισθημάτων του ανθρώπινου είδους, των χειρίστων χαρακτηριστικών του, μια απόφαση που είχε βασιστεί σε μια πρωτόγονη μορφή επιβίωσης, στο οφθαλμόν αντί οφθαλμού μιας αρχέγονης δικαιοσύνης. ‘Όχι, δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό’, είπε στον εαυτό του και έσφιξε ακόμα περισσότερο τις γροθιές του. ‘Όλα είναι ξεκάθαρα. Το ποτάμι, πίσω δεν γυρίζει’, αναφώνησε και το περιστέρι δίπλα του κούνησε καταφατικά το κεφάλι, λίγο πριν πετάξει και εξαφανιστεί, πέρα στον μακρινό ορίζοντα.

    Ο ήλιος έκανε δειλά την εμφάνιση του. Ο σταματημένος χρόνος άρχισε και πάλι να κυλά. Η μεγάλη στιγμή είχε επιτέλους φτάσει. Ο άντρας έκλεισε για μερικά δευτερόλεπτα τα μάτια του κι έμεινε μετέωρος στην θέση του. Όταν τα ξανάνοιξε το πρόσωπο του φωτιζόταν από μια λάμψη δυνατή, έναν ήλιο νοερό, δικό του, προσωπικό ήλιο. Ξεκίνησε να περπατά αργά. Δεν βιαζόταν. Αυτό που επρόκειτο να πράξει δεν ήταν παρά μια ιεροτελεστία, ένα ιερό μυστήριο. Δεν επιτρέπονταν βιαστικές και απότομες κινήσεις. Όλα θα γίνονταν όπως είχαν σχεδιαστεί. Απλά, σίγουρα και μεθοδευμένα. 

    Ήταν ήρεμος, γαλήνιος. Η ώρα που περίμενε είχε φτάσει. Η καμπάνα της εξιλέωσης και της λύτρωσης, είχε μόλις σημάνει…

    Λουλούδια. Τριαντάφυλλα κατακόκκινα γέμισαν το σκοτεινό δωμάτιο. Την  υγρή οροφή, τους γαλάζιους τοίχους, το ξύλινο δάπεδο, την δίφυλλη ντουλάπα, το γραφείο, τα πάντα. Κάθε τετραγωνικό του μικρού μονόχωρου δωματίου καλύφθηκε από το πανέμορφο αυτό καρπό του θεού Έρωτα. Τι ομορφιά, τι υπέροχη αίσθηση! Γνωστά και αγαπημένα πρόσωπα πέρασαν από μπροστά του, τον φίλησαν, του μίλησαν γλυκά, άγνωστοι στον δρόμο τον καλημέριζαν και του χαμογελούσαν, όλες οι ευχάριστες παιδικές του αναμνήσεις ζωντάνεψαν και βρέθηκαν μέσα σε μια μπάλα από χρυσόσκονη, η οποία στροβιλίζονταν μέσα στο αριστερό του χέρι. Την γύρισε προς το φως και άρχισε να την παρατηρεί. Είδε το σχολείο του και τους συμμαθητές του. Είδε νικηφόρους αγώνες μπάσκετ στους οποίους πρωταγωνιστούσε. Είδε τον αχώνευτο διευθυντή του γυμνασίου να δέχεται απ' το πουθενά ένα γιαούρτι στο πρόσωπο και να λιποθυμά. Είδε το φροντιστήριο αγγλικών. Κι εκεί, στην φωτεινή αίθουσα, μπροστά από τον πράσινο πίνακα, είδε το αντικείμενο του πόθου του. Η καθηγήτρια των αγγλικών, με τα μαύρα μαλλιά της δεμένα κοτσίδα τον κάλεσε να έρθει κοντά της. Με έκπληξη παρατήρησε ότι ήταν μόνοι τους στο δωμάτιο. Που είχαν πάει όλοι οι υπόλοιποι μαθητές; Ξαφνικά τα φώτα χαμήλωσαν και δεκάδες κόκκινα κεριά εμφανίστηκαν, ένα σε κάθε θρανίο. Μόνο στην έδρα δεν υπήρχε κερί. Με νωχελικά και φοβισμένα βήματα κατευθύνθηκε προς το μέρος της. Θα βρισκόταν περίπου στα μισά του δρόμου, όταν ακούστηκε θόρυβος έξω από την κλειστή πόρτα. 'Κάνε ησυχία', άκουσε την βραχνή αλλά ήρεμη φωνή της. Ξαφνικά τα κεριά τρεμόσβησαν κι έσβησαν όλα μαζί την ίδια στιγμή. Περπάτησε στις μύτες των ποδιών του κι έφτασε δίπλα της. Με τα βίας μπορούσε να την διακρίνει μέσα στο πυκνό σκοτάδι. Πέρασε ένα λεπτό αμηχανίας όπου και οι δύο αφουγκράζονταν την σιωπή. 'Μάλλον θα ήταν ο άνεμος' του είπε γλυκά. 'Το παράθυρο του διαδρόμου θα έμεινε ανοιχτό', συνέχισε με την ίδια γλυκιά απόχρωση στην φωνή. 'Θέλεις να το κλείσω;' την ρώτησε τρέμοντας. Αντί για απάντηση, η καθηγήτρια των αγγλικών, που δεν θα ήταν πάνω από τριάντα χρονών, πήρε το χέρι του και το έβαλε με αργές κινήσεις, κάτω από την κοντή μαύρη φούστα της. Θυμάται να άγγιξε αμυδρά το καλσόν της, πριν το χέρι του προσγειωθεί σε ένα υγρό μέρος, με λίγες τρίχες. Κατάλαβε ότι δεν φορούσε εσώρουχα. Αυτή τον κατεύθυνε καθώς άρχισε να κουνάει το χέρι του πάνω κάτω, στην αρχή αργά και στη συνέχεια ολοένα και πιο γρήγορα, βγάζοντας που και που μικρούς αναστεναγμούς. Το αιδοίο της ήταν στενό, ίσα που χωρούσε το μεσαίο του δάχτυλο μέσα. Ξαφνικά η όμορφη γυναίκα σταμάτησε και βγάζοντας απότομα το χέρι του από μέσα της το οδήγησε στο στόμα του. Καθώς γευόταν το ζεστό αυτό ζωμό, αισθάνθηκε το χέρι της στο παντελόνι του που είχε φουσκώσει. Το φερμουάρ του μπλε τζιν που φορούσε κατέβηκε απότομα και η γυναίκα χάθηκε από μπροστά του. Το μεθυστικό άρωμα της πλανιόταν στην ατμόσφαιρα καθώς τα σαρκώδη χείλη της εργάζονταν ακατάπαυστα, προσφέροντας του απέραντη ηδονή. Έκανε μεγάλη προσπάθεια να κρατηθεί λίγο παραπάνω, η απόλαυση ήταν τόσο μεγάλη που δεν θα ήθελε να τελειώσει ποτέ. Εκσπερμάτωσε βίαια κι αισθάνθηκε μια λύτρωση πρωτόγνωρη. 'Χίμαιρα', φώναξε την ώρα που τελείωνε, διώχνοντας από πάνω του όλη την επιθυμία, το πάθος και τον πόθο που τον είχε κυριεύσει λίγα λεπτά νωρίτερα.

    -'Χίμαιρα; Ποια είναι αυτή η Χίμαιρα;' Ακούστηκε μια θυμωμένη γυναικεία φωνή.

    Ο νεαρός άντρας άνοιξε τα μάτια του, χωρίς να μπορεί να καταλάβει απόλυτα τι είχε συμβεί. Ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι κι από πάνω του βρισκόταν μια ξανθιά γυναίκα με κοντά μαλλιά, που τον κοίταζε λυσσασμένα, καθώς σκούπιζε με την ανάστροφη του χεριού της το στόμα της. Είχε μείνει άφωνος. Η καθηγήτρια των αγγλικών είχε εξαφανιστεί και στην θέση της βρισκόταν μια θυμωμένη γυναίκα που απαιτούσε εξηγήσεις.

    -'Σε ρώτησα κάτι. Κάνουμε έρωτα κι εσύ σκέφτεσαι μια άλλη γυναίκα;', συνέχισε η γυναίκα με έξαλλη φωνή. 'Το ίδιο αχρείος είσαι κι εσύ σαν όλους τους άλλους', του είπε και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Με μία κίνηση πέρασε από πάνω της ένα πορτοκαλί φόρεμα, κρύβοντας την απόλυτη γύμνια της.

    -'Μην μου τηλεφωνήσεις ξανά. Δεν θέλω να σε ξαναδώ', του είπε κοφτά και κίνησε προς την πόρτα.

    -'Λαύρα', ψέλλισε ο νεαρός άντρας. 'Σε παρακαλώ μη φεύγεις. Έβλεπα όνειρο', προσπάθησε να απολογηθεί.

    -'Κοίταξε να το συνηθίσεις. Μόνο στα όνειρα σού θα με ξαναδείς’, του είπε και δίχως να τον κοιτάξει, έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω της.

    Ξαναξάπλωσε στο κρεβάτι, περνώντας τα χέρια του μέσα στα πυκνά και μακριά μαύρα του μαλλιά, κοιτάζοντας το ταβάνι. Τα τριαντάφυλλα είχαν εξαφανιστεί. Το λιγοστό φως που έμπαινε απ' τις γρίλιες, φανέρωνε έναν μεγάλο γκρι κύκλο στην οροφή που είχε δημιουργηθεί από την υγρασία και δύο ρωγμές που τον έτεμναν κάθετα, δημιουργώντας μια αυτοσχέδια απεικόνιση του πλανήτη της γης.

    'Τι απίστευτο όνειρο', σκέφτηκε, αναπολώντας την καθηγήτρια των αγγλικών, που για χρόνια στοίχειωνε τα εφηβικά του όνειρα, χωρίς ποτέ να καταφέρει να τα κάνει πραγματικότητα. Είχε χρόνια να την σκεφτεί και γι' αυτό απόρησε με αυτό το σημερινό όνειρο. Ήξερε ότι οι δυνάμεις του εγκεφάλου είναι ακόμη ανεξερεύνητες κι ότι το μυαλό του ανθρώπου αποτελεί ένα μύλο εμπειριών, γονιδίων και δεκάδων άλλων παραγόντων που διαμορφώνουν την σκέψη και την γενικότερη πορεία του, μέσα από μια πολύπλοκη και σύνθετη διαδικασία, δημιουργώντας μ' αυτόν τον τρόπο ανεξήγητα φαινόμενα, που συχνά σε ξαφνιάζουν και σε τρομάζουν. Το σημερινό όνειρο ήταν κι' αυτό ένα ανεξήγητο φαινόμενο. Δεν είχε διάθεση να προσπαθήσει να το εξηγήσει. Ήταν αρκετά σοκαρισμένος απ' όλο το πρωινό σκηνικό και το κεφάλι του πονούσε από το αλκοόλ που είχε καταναλώσει την προηγούμενη νύχτα. Με τυφλές κινήσεις έψαξε το κινητό του που βρισκόταν στο κομοδίνο. Κοίταξε την ώρα. Ήταν εφτά παρά τέταρτο. Θυμήθηκε ότι το προηγούμενο βράδυ είχε γυρίσει σπίτι κατά τις τρείς. Υπολόγισε και περίπου καμιά ώρα σεξουαλικής επαφής με την Λαύρα, για να συνειδητοποιήσει ότι δεν θα είχε κοιμηθεί πάνω από δυόμισι ώρες.' Να γιατί το κεφάλι μου πάει να σπάσει', σκέφθηκε. Προσπάθησε να σηκωθεί αλλά του φάνηκε αδύνατο να κουνήσει τα πόδια του. Αισθάνθηκε να ζαλίζεται και ξαναξάπλωσε ηττημένος,  αποδεχόμενος την κατάσταση.

    Δεν κατάλαβε πόση ώρα πέρασε στην στάση αυτή, ξαπλωμένος ανάσκελα, ακίνητος, με κλειστά τα μάτια και με το μυαλό άδειο, κενό. Πως ήταν δυνατόν να μην κοιμάται και ταυτόχρονα να μην σκέφτεται τίποτα; Μάλλον θα ήταν η μέρα των ανεξήγητων φαινομένων. Είχαν συμβεί κιόλας δύο και ακόμα δεν είχε ξημερώσει καλά καλά.

    Ο χτύπος του κινητού τον έβγαλε από την πλήρη αυτή ακινησία στην οποία είχε υποπέσει. Με αργές κινήσεις ψαχούλεψε πάλι το κομοδίνο και σήκωσε το κινητό. Μια βαριά αντρική φωνή ακούστηκε στην άλλη γραμμή του τηλεφώνου.

    -'Πού είσαι ρε Μάχιμε; Καλά είσαι;'

    -'Τι ώρα είναι;'

    -'Χάλια ακούγεσαι ρε, τι έπαθες; Δώδεκα η ώρα είναι. Αρρώστησες;'

    -'Καλά είμαι, πονοκέφαλο έχω από χθες. Γαμώτο, έχασα το μάθημα. Κράτησες σημειώσεις;'

    -'Κράτησα. Αλλά έπρεπε να έρθεις, πήραν παρουσίες σήμερα. Βρήκες κι εσύ μέρα να λείψεις. Μείνατε πολύ ώρα στο μαγαζί χθες αφ' ότου έφυγα; Η Λαύρα τι λέει; Δυναμίτης;'

    -'Δεν κατάλαβα'.

    -'Τι δεν κατάλαβες ρε συ; Μπιρίμπα παίζατε όλο το βράδυ;'

    -'Άσε, είχα ιστορίες.  Θα τα πούμε από κοντά.'

    -'Α γι΄αυτό δεν μας μίλησε το πρωί στο μάθημα'.

    -Μπράβο, το βρήκες. Ο Αϊνστάιν είσαι; Λοιπόν, το ραντεβού για το βράδυ ισχύει;'

    -'Απ' όσο ξέρω ισχύει'.

    -'Είναι όλοι ενημερωμένοι;'

    -'Μόνο ο Άνεμος θα λείπει. Έχει γαστρεντερίτιδα.'

    -Καλώς. Οπότε θα τα πούμε το βράδυ. Εννιά η ώρα στο σπίτι μου. Χαιρετώ.'

    -'Εντάξει, γεια χαρά.'

    Αφού ακούμπησε πάλι το κινητό τηλέφωνο στο ίδιο ακριβώς σημείο, πάνω στο κομοδίνο, σηκώθηκε επιτέλους απ' το κρεβάτι και κατευθύνθηκε στον νεροχύτη, που βρισκόταν τέσσερα με πέντε μέτρα παραπέρα, δίπλα στην πόρτα της τουαλέτας. Το διαμέρισμα ήταν απελπιστικά μικρό, ακόμα και για ένα άτομο. Ένα τετράγωνο δωμάτιο, χωρίς γωνίες και προεξοχές. Στον αριστερό τοίχο, μπαίνοντας από την κεντρική είσοδο, υπήρχε ένας καναπές που άνοιγε και γινόταν κρεβάτι. Ένα μικρό τραπεζάκι δίπλα του χρησίμευε για κομοδίνο και λίγο πιο πέρα, με ένα μέτρο απόσταση βρισκόταν ένα μικρό γραφείο με μια στριφογυριστή μαύρη καρέκλα, κολλημένο στο ένα φύλλο της μπαλκονόπορτας. Το μισό μέρος του γραφείου καταλάμβανε μια τηλεόραση μέτριου μεγέθους. Στα τέσσερα με πέντε μέτρα απ' το κρεβάτι έβλεπες την πόρτα της τουαλέτας και δίπλα της ένα μικροσκοπικό φοιτητικό ψυγείο κι έναν νεροχύτη. Δεξιά της κεντρικής εισόδου υπήρχε μια εντοιχισμένη ντουλάπα. Αυτή ήταν όλη κι όλη η επίπλωση του διαμερίσματος.

    'Πως θα χωρέσουμε πάλι το βράδυ εδώ;', αναρωτήθηκε.

    Έφτιαξε καφέ και κατευθύνθηκε στην μπαλκονόπορτα. Άναψε ένα τσιγάρο και βγήκε έξω στο μπαλκόνι.

    Μπροστά του απλώθηκε μια υπέροχη θέα. Η τοξωτή πέτρινη γέφυρα στα πεντακόσια μέτρα κι ένας αχανής ποταμός από κάτω, μια εντυπωσιακή παλιά  εκκλησία στο βάθος αριστερά και η κεντρική πλατεία της πόλης με τα δεκατρία σιντριβάνια λίγο πιο μακριά. Η διάσημη πινακοθήκη με τα τριακόσια σκαλοπάτια και το Πολυτεχνείο με πράσινους κήπους και παλιά νεοκλασικά κτίρια. Καλντερίμια, πεζόδρομοι και ποδηλατόδρομοι. Αυτή ήταν η πάνω πλευρά της πόλης, η παλιά πόλη όπως λεγόταν. Η κάτω πλευρά, επίσης απόλυτα ευδιάκριτη από το σημείο αυτό, χαρακτηριζόταν από σύγχρονες γέφυρες από οπλισμένο σκυρόδεμα κατακλυσμένες με αυτοκίνητα, πολυώροφες πολυκατοικίες δομημένες πολύ κοντά η μία στην άλλη, δύο μεγάλες πλατείες και  ένα πανύψηλο, ογκώδες κτίριο, επενδυμένο όλο από μάρμαρο που στέγαζε το Δημαρχείο και όλες τις διοικητικές Υπηρεσίες.

    Επρόκειτο για την απόλυτη αντίθεση, για δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους, τους οποίους ένωνε ή χώριζε, ο επιβλητικός ποταμός Ήταν ο παράδεισος και η κόλαση μαζί, αναλόγως πως ορίζει ο καθένας τις δύο αυτές έννοιες ή αναλόγως ποια απ' τις δύο προτιμά.

    Όλα ήταν ορατά από αυτό το σημείο. Όλα τα μειονεκτήματα του μικρού διαμερίσματος αντισταθμίζονταν μονομιάς από την εξαιρετική του αυτή θέση με την οποία είχες οπτική επαφή με κάθε σημείο της πόλης. Από τον έκτο όροφο της πολυκατοικίας, δεκαοχτώ μέτρα πάνω από το έδαφος, θεμελιωμένη στους πρόποδες της παλιάς πόλης, μπορούσες να δεις πανοραμικά τα πάντα.

    Κούμπωσε το φερμουάρ της φόρμας του καθώς το κρύο ήταν τσουχτερό. Φλεβάρης μήνας, δεν θα είχε πάνω από τέσσερις πέντε βαθμούς. Το βράδυ μπορεί και να χιόνιζε είχαν πει οι μετεωρολόγοι, περίμεναν σφοδρό κύμα κακοκαιρίας τις επόμενες μέρες. Το τσιγάρο τελείωσε. Το έσβησε στο τασάκι που ήταν ακουμπισμένο σε ένα χαμηλό ξύλινο τραπεζάκι και άναψε καπάκι το δεύτερο.

    Οι σκέψεις του ήταν διάσπαρτες. Δεν μπορούσε να τις μαζέψει, του ήταν αδύνατον να συγκεντρωθεί. Το βλέμμα του έμεινε καρφωμένο κάπου στο υπερπέραν αλλά ήταν προφανές ότι δεν κοίταζε κάτι συγκεκριμένο. Το πάθαινε αυτό όταν ήταν αγχωμένος. Το μυαλό του δεχόταν πιέσεις από εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους ιδέες που τον αποδιοργάνωναν πλήρως. Το γεγονός αυτό αποτελούσε έμπρακτη απόδειξη ότι για πολλά πράγματα δεν είχε ξεκαθαρισμένη θέση, ότι δεν ήταν απόλυτα συνειδητοποιημένος, ότι δεν αποφασίσει τίποτα για την ζωή του. Αυτό τον ενοχλούσε πολύ, τον εκνεύριζε αφάνταστα. Πως ήταν δυνατόν να κοιμάται το ίδιο βράδυ με στέρεες αντιλήψεις, με σιδηρά θέληση και βούληση, με πύρινη αποφασιστικότητα και το πρωί όλη η σιγουριά του χθες να έχει μετατραπεί σε ένα νεφέλωμα, σε ένα γιγαντιαίο σύννεφο αβεβαιότητας;

    Τίποτα δεν του φαίνονταν βέβαιο πλέον. Η σιγουριά του αγώνα, της μάχης για ένα καλύτερο αύριο, για μια καλύτερη ζωή γι' αυτόν και τους συνανθρώπους του, για έναν πιο δίκαιο κόσμο, κονταροχτυπιόταν με τις ανασφάλειες του, με τις προκλήσεις της άνετης και πλούσιας ζωής, με την συντήρηση του συστήματος μέσα στο οποίο ήταν βουτηγμένος μέχρι το λαιμό. Καλός ο αγώνας, αλλά τι θα γινόταν με τις σπουδές του που είχαν μείνει πίσω; Καλός ο αγώνας αλλά τι θα έκανε στην ζωή του; Που θα εργαζόταν, πως θα τα' βγαζε πέρα; Καλός ο αγώνας αλλά τι θα γινόταν με το θέμα της οικογένειας; Δεν θα παντρευόταν, δεν θα έκανε παιδιά;

    Μέσα από τον ορυμαγδό των αντιφατικών σκέψεων, δύο πεντακάθαρες εικόνες σχηματίστηκαν στο μυαλό του. Στη μία βρισκόταν ο ίδιος μέσα σε μία διαδήλωση, μπροστά απ' όλους, αρχηγός. Στην άλλη ήταν πάλι ο ίδιος μέσα σε ένα μεγάλο διώροφο σπίτι, καθισμένος στο κόκκινο χαλί μπροστά στο τζάκι, με μια όμορφη γυναίκα και δύο μικρά παιδιά. Και στις δύο ήταν χαρούμενος, χαμογελαστός, ευτυχισμένος. Γιατί έπρεπε αυτές οι δύο εικόνες να αντιπαλεύονται μεταξύ τους; Γιατί δεν θα μπορούσαν να συνυπάρξουν ειρηνικά; Γιατί το ένα σενάριο θα έπρεπε να είναι σωστό και το άλλο λάθος;

    Κι όμως. Οι εικόνες και οι δύο ήταν αναληθείς και επίπλαστες από μόνες τους. Μόνο η συνένωση τους, η πραγμάτωση και των δύο μαζί θα μπορούσε να είναι αληθινή. Γιατί αγώνας χωρίς προσωπική καταξίωση και ευημερία δεν νοείται, όπως και δεν νοείται, προσωπική ευτυχία χωρίς δικαίωση του αγώνα.

    Δεν επρόκειτο για κάποιο αξίωμα. Επρόκειτο για την δική του στάση ζωής. Το τζάκι, η αγαπημένη οικογένεια, το ευρύχωρο σπίτι δεν είχαν καμιά αξία σε έναν κόσμο άδικο, σε έναν κόσμο σκληρό και απάνθρωπο, σε έναν κόσμο που σκοτώνει για να επιβιώσει. Κι απ' την άλλη ο αγώνας δεν είχε καμία αξία αν ήταν μόνος

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1