Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Αέρα Θέλει η Πουτανιά
Αέρα Θέλει η Πουτανιά
Αέρα Θέλει η Πουτανιά
Ebook243 pages3 hours

Αέρα Θέλει η Πουτανιά

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Μέσα στον χώρο των πόλεων και του σύγχρονου πολιτισμού που δημιούργησε ο άνθρωπος, οργάνωσε και τις λειτουργικές εκφράσεις και συμπεριφορές του. Όχι μόνο στη συγκρότηση της οικογένειας, του κράτους και της θρησκευτικότητας αλλά και πέρα απο αυτά, στον χώρο της διασκέδασης και της ζωής στη νύχτα, έξω απο σωστό και νόμιμο, εκεί όπου επικρατεί ο νόμος των club και των σύγχρονων μέσων διασκέδασης. Εκεί όπου συναντώνται η πορνεία με την αλητεία, ο ξεπεσμός, η εμπορία σάρκας και συνειδήσεων, αλλά και η αξία των δήθεν ευϋπόληπτων προσώπων της κοινωνίας μας. Εκεί όπου οι διαφορές δεν λύνονται με υπογραφές, αλλά με την μαγκιά, την παληκαριά και την χειροδικία. Είναι η άλλη πλευρά της νομιμότητας, είναι οι νύχτες που ο ίδιος ο κόσμος μας δημιούργησε και βιώνει αγκαλιάζοντας τους ανθρώπους της, που αγωνίζονται για το μεροκάματο, και των άλλων, αυτών που για οποιονδήποτε λόγο ακολουθούν μια άλλη πλευρά της ζωής, κρυμμένη πίσω απο τις ψευδαισθήσεις τους. Μια βαθειά τομή στο χώρο της νύχτας, καθώς η έλλειψη ηθών και η κερδοσκοπία, πίσω από την παρανομία και την εκμετάλλευση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας αποτελεί τον κανόνα. Στιγμές δυνατές, ρεαλιστικές, όμορφα δοσμένες για μια ανάγνωση που θα θυμάστε!
LanguageΕλληνικά
PublisherPublishdrive
Release dateJan 28, 2013
ISBN9781909550377
Αέρα Θέλει η Πουτανιά

Read more from Πάνος Καζόλης

Related to Αέρα Θέλει η Πουτανιά

Related ebooks

Related categories

Reviews for Αέρα Θέλει η Πουτανιά

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Αέρα Θέλει η Πουτανιά - Πάνος Καζόλης

    ΦΕΓΓΑΡΙ

    ΤΑ ΠΑΙΔΑΚΙΑ

    Το κουδούνισμα λειτούργησε σαν πινέζα στο κάθισμά του.

    Κοίταξε το τηλέφωνο με αηδία, το διαβολόστειλε μέσα του και έκανε νόημα στον μικρό να σωπάσει.

    -Κόφτο λίγο ρε φίλε.

    Ο Γιάννης ο μικρός σταμάτησε την λογοδιάρροια και κάρφωσε τα μάτια του στην συσκευή που χτυπούσε για δεύτερη φορά. Ο Θάνος πήρε το ακουστικό.

    -Ναι;

    -Νικολαϊδης, από Λάρισα παίρνω. Καλησπέρα σας.

    -Καλησπέρα.

    -Θέλω ένα δίκλινο ακόμη κύριε. Τελικά θα είμαστε δύο ζευγάρια.

    -Μισό λεπτό, μισό λεπτό. Λάθος πήρατε.

    -Δεν πήρα τον Αστέρα; Το ξενοδοχείο;

    -Όχι, άνθρωπέ μου, λάθος.

    -Συγγνώμη.

    -Καλά.

    Έκλεισε το τηλέφωνο και γύρισε στο μικρό που ετοιμαζόταν να ξαναρχίσει.

    -Μη με κουράζεις άλλο με τις ίδιες μαλακίες ρε Γιάννη. Βαρέθηκα πια.

    Εδώ και μια ώρα ο Γιάννης, ο μικρός τον είχε στριμώξει και τον διάβαζε για την ανακαίνιση που ήταν απαραίτητη στο μαγαζί και είχαν την ευκαιρία να την κάνουν τώρα, που περνούσαν κάτι σαν «μόρτ σεζόν».

    Αγαθές και άγιες ήταν οι προθέσεις του μικρού, αλλά ο Θάνος ένα μήνα έσπαγε το κεφάλι του να βρει από ποιον να δαγκώσει τα δύο εκατομμύρια για να γίνει η δουλειά και φυσικά δεν έβρισκε κανένα.

    -Ακου ρε Γιάννη, τα λέμε και αργότερα. Δεν ήρθαμε για αυτό τώρα. Έχουμε δουλειά να...

    Το τηλέφωνο τον τίναξε ξανά στον αέρα και δεν άντεξε να μην το μπινεδιάσει φωναχτά.

    -Αει σιχτίρ. Με κοψοχόλιασε το μπουρδέλο. Εμπρός;

    -Αστέρας εκεί;

    -Λάθος.

    -Λάθος;

    -Λάθος.

    Αφήνοντας το ακουστικό στη θέση του σκεφτόταν ότι αυτό το ρημάδι έχει να κουδουνίσει για καλό, κάνα τρίμηνο.

    -Κοίτα Γιάννη, όπως είπαμε λεβέντη μου, θα τα πούμε αργ...

    Αυτή τη φορά το κουδούνισμα του φάνηκε δυνατότερο. Το πρώτο που του'ρθε ήταν να το πετάξει στον τοίχο μετά σκέφτηκε να βρίσει και να το κλείσει και όταν σήκωσε το ακουστικό, αποφάσισε ότι είναι πολιτισμένος.

    -Ορίστε.

    -Από Αθήνα τηλεφωνώ. Ένα μονόκλινο για την Παρασκευή 27 του μηνός.

    -Μονόκλινο είπατε;

    -Ναι, ναι μονόκλινο.

    -Δεν έχουμε κύριε. Είμαστε πλήρεις.

    -Α, έτσι, κρίμα.

    -Ναι, κρίμα. Αει παράτα μας τώρα.

    Κατέβασε στα γρήγορα δύο χοντρές γουλιές απ'το ποτό του, και βρόντηξε το ποτήρι στον πάγκο.

    -Πάμε να φύγουμε ρε Γιάννη, πριν την κάνουμε ψώνιο, γαμώ τα τηλέφωνά τους, τους κλέφτες και μην ξεχάσεις να τους ξανακολλήσεις για να το διορθώσουν.

    Ήταν στη μέση του μαγαζιού όταν ξαναχτύπησε.

    -Πάρ'το εσύ ρε Γιάννη, γιατί εγώ θα κάνω φόνο.

    -Ναι;

    -Το 325 παρακαλώ.

    -Όχι.

    -Όχι; Τι θα πει όχι;

    -Θα πει ότι δεν στο δίνω το 325. Απλό δεν είναι ρε κοπέλα μου;

    -Άλλο πάλι τούτο. Και γιατί;

    -Για να βάλεις μυαλό ρε τσουλάκι και να σταματήσεις να τραβιέσαι στα ξενοδοχεία και αν τολμήσεις να ξαναπάρεις θα το πω και στον πατέρα σου. Πουτανάκι, ε, πουτανάκι!

    Σκασμένος στα γέλια ο μικρός έκλεισε το τηλέφωνο και ο Θάνος καμάρωνε τον συνεργάτη του.

    -Μπράβο ρε συ Γιάννη, σε γουστάρισα. Τελικά κάνεις κέφι να'ρθεις στο αεροδρόμιο, να παραλάβουμε τις γυναίκες;

    Είχαν φτάσει στη πόρτα του προθάλαμου και το τηλέφωνο χτύπησε πάλι.

    -Γάμα το ρε Θάνο. Πάμε να φύγουμε και άστο να τραγουδάει μονάχο του.

    Όσο κοντοστάθηκαν στο προθάλαμο και ο μικρός ψαχούλευε τις τσέπες του να βρει το κλειδί, ο Θάνος περιεργαζόταν αφηρημένος το μαγαζί του.

    Σπασμένη η δουλειά το τελευταίο τρίμηνο, τον έβαζε σε μαύρες σκέψεις και ένιωθε να τον ζώνουν τα φίδια.

    Τύπος μυστήριος ο Θάνος , που λες, και είχε συνάψει ερωτικό συμβόλαιο με τα χρέη, ήταν μόνιμα χρεωμένος μέχρι ασφυξίας ενώ περιέργως δεν είχε δραχμοβόρα πάθη, απλά του άρεσε να έχει κάποια ποιότητα η ζωή του.

    Με το άγχος για σύζυγο και την ψυχή στα δόντια, όταν άνοιξε πριν κάνα πεντάρι χρόνια το μαγαζί του, κανόνισε να το προικίσει αναγκαστικά και με τα χρέη των προηγούμενων δοξασμένων αποτυχιών του για να'χει να τραβιέται στο διηνηκές.

    Άνθρωπος του σήμερα, ο Θάνος, άντε το πολύ του αύριο το μεσημέρι, ρουφούσε τη ζωή αγχωμένα και αχόρταγα, δεν ανεχόταν την αδικία και το νταηλίκι, αγαπούσε τους συνεργάτες του, σαν αδέρφια του και έδειχνε νεότερος για τα χρόνια του αν και από βάσανα είχε φάει κιόλας την οροσειρά της Πίνδου.

    Αφηρημένος στις σκοτούρες του, κόλλησε το βλέμμα στο καθρέφτη της εισόδου χωρίς να βλέπει τίποτα, αλλά ο μικρός το παρεξήγησε.

    -Θα φύγουμε καμιά φορά, ή να σας αφήσω να τη βρείτε μόνοι σας;

    -Πάμε, μικρούλι.

    -Αμάν ρε Θάνο μ'αυτό το μικρούλι. Παράτα το επιτέλους.

    -Τι διάολο σε ενόχλησε ρε Γιάννη; Καμπούρη σε είπα;

    -Ξεφτίλα είναι ρε Θάνο. Τι μικρούλης και τρίχες τώρα; Γελάει ο κόσμος όταν με φωνάζεις έτσι. Θα με πάρουν στη πλάκα στο τέλος.

    Γλυκό και φίνο παλικαράκι, ο Γιάννης, κόντευε στα τριάντα, κόντευε να γίνει καράφλας, κόντεψε και μια παρτίδα να παντρευτεί, αλλά δεν έστρωσε επειδή η γκομενίτσα προτίμησε γιατρό. Πληγώθηκε το παλικάρι, αλλά όσο μπορούσε τό ‘παίξε ψύχραιμος να περάσει και κάπως τα κατάφερε, οι βουτιές όμως στα ξύδια γίνανε συχνότερες.

    Φυσιολάτρης και καλόκαρδος, τύφλα να’ χουν οι πρόσκοποι, λάτρευε τη μουσική και ήταν τύπος που μπορούσες να βασιστείς.

    Ο πατέρας του, ανθρωπάκι φίνο, πειραχτήρι μαγκίτικο και ταξιτζής, εκτός από το σπίτι στο χωριό και κάτι ψιλά χωραφάκια, του άφησε και τη μυτάρα του, πακέτο με το πουλί του. Σπάνιο είδος προς εξαφάνιση αφού από τη στεναχώρια του, σχεδόν ποτέ δεν έβγαινε από το κλουβί του. Την παλιοκατάσταση συμπλήρωνε η καραφλίτσα του που λάδωνε αδιάκοπα και τα σπυράκια στη μούρη, που τον έκαναν κέφι και δεν τον εγκατέλειπαν ούτε με ματσακόνι.

    Κάτω όμως από την μονίμως λιγδωμένη καράφλα του ο μικρός είχε μυαλό ξυράφι. Μυαλό που για λιπαντικό χρησιμοποιούσε αλκοόλ, μια και ο μικρός τρελαίνονταν για όλων των λογιών τα ξύδια.

    Μανουβράριζαν το αμάξι για να φύγουν όταν από το βάθος του δρόμου φάνηκε ο πόντιος με το μοτόρι του.

    Στητός και σοβαρός, με άσπρο κράνος και άσπρα φτερά στη μηχανή του, έσπαγε πλάκα με τους οδηγούς που τον περνάγανε για τροχονόμο και κόβανε ταχύτητα μην μπλέξουν.

    Περήφανος άντρας ο πόντιος, τίμιος, μπεσαλής και κλέφτης, μαγκίτης ατόφιος στα όλα του, στο μάτι του χοροπηδούσε πάντα μια μούρλα και σήκωνε τις πλάκες, μόνο αν ήξερες πια κουμπιά του να πατήσεις.

    Στην ίδια περίπου ηλικία με τον Γιάννη το μικρό, μυώδης σαν ταύρος, μέτριος στο μπόι, ευγενικός και τρυφερός απ'τη φύση του, έπινε μόνο τσαγάκια και χυμούς και δεν είχε ποτέ κανένα πρόβλημα να βάλει το χέρι του στη φωτιά αν έτσι έπρεπε.

    -Πως έτσι απογεματιάτικα ρε Λεαντράκο;

    Ο πόντιος εντυπωσίαζε πάντα με τον τρόπο που έβγαζε το κράνος απ'το κεφάλι του.

    -Χάϊ ρε μάγκες. Έλεγα να τακτοποιήσω λιγάκι το μπαρ για να σκοτώσω και την ώρα μου. Εσείς για πού το βάλατε;

    -Για αεροδρόμιο είμαστε και αν κάνεις κέφι, παράτα το μοτόρι και μπες μέσα να πάμε όλοι παρεούλα.

    Ο πόντιος τακτοποίησε στα σβέλτα τη μηχανή του και μπήκε στο αυτοκίνητο ενθουσιασμένος.

    -Πάμε για αλανιάρες έτσι;

    -Φυσικά για τι άλλο;

    -Γουστάρω, πόσες είναι;

    -Για δυο κονσομετρίς πάμε.

    -Είναι μπάνικες;

    Ο Θάνος τον κοίταξε στραβά πάνω από τον ώμο του.

    -Αυτή είναι καθαρά ποντιακή ερώτηση ρε Λέαντρε. Που να ξέρω ρε αν είναι μπάνικες; Μήπως τις είδα; Θα δούμε τι θα βγει. Δεν τους ξέρεις τους μπάσταρδους του ατζέντηδες;

    Είχε δίκιο ο Θάνος, δεν ήσουν σίγουρος ποτέ τι φρούτα θα σου στείλουν αν δεν πήγαινες ο ίδιος στην Αθήνα, έτσι συνήθως ψώνιζες γουρούνι στο σακί και αν πάλι αποφάσιζες να κάνεις το ταξίδι, το πιθανότερο ήταν να σου πασάρουν πάλι τις ίδιες, να ξηλωθείς με ένα διάβολο έξοδα, να φας και στη μάπα τον απατεώνα τον παραμυθά, τον ατζέντη και να σου βγει ο κούκος αηδόνι.

    Μην μπορώντας να κάνει και αλλιώς, ο Θάνος έκανε την ανάγκη φιλότιμο και με μαλαγανιές και ψευτοαπειλές προσπαθούσε να ψήσει τον απατεώνα να του στέλνει καλά εργαλεία.

    -Κοίτα ρε Σάκη και δώσε βάση σε παρακαλώ.

    -Τι είναι ρε Θάνο; Ότι γουστάρεις, ντερβίση μου.

    -Η υπομονή μου έχει φτάσει στα όριά της, ρε Σάκη. Κανόνισε να μην μου ξαναστείλεις σαβούρες γιατί θα τις πετάξω στη θάλασσα, στο κάτω κάτω πληρώνω ρε Σάκη και δεν μπορείς να με ρίχνεις όποτε σε βολεύει, γιατί έχει και άλλους μπαγλαμάδες σαν και εσένα. Και επιτέλους υποτίθεται ότι είμαστε και φιλαράκια ρε μάγκα-ή κάνω λάθος;

    -Πότε σε έριξα ρε Θάνο και ξηγιέσαι έτσι; Πάντα τα

    καλύτερα εργαλεία μου σου στέλνω. Ξέρεις τι μπελάδες έχω με τους άλλους μαγαζάτορες για τη πάρτι σου; Μέχρι που με τρώνε ότι έχουμε δεσμό ρε Θάνο, γι'αυτό σου κάνω όλα τα κέφια.

    -Ασε ρε το παραμύθι και κοίτα να'ναι καλές γιατί τα πράγματα είναι πολύ σκούρα αυτή την εποχή. Σου μιλάω για κρίση. Λίγα τα τάλιρα.

    -Θάνο μου, φίλε μου, τεφαρίκια σου λέω. Πρώτο πράμα, η μια είναι 19 χρονών και η άλλη λίγο μεγαλύτερη, αλλά μπόμπα.

    Αυτό το λίγο μεγαλύτερη το φοβήθηκε ο Θάνος, δεν μπορούσε όμως να πει και πολλά.

    Ήταν κάτι σαν άγραφος νόμος όταν έπαιρνες μια καλή να σου φορτώνουν παρέα και μια μάπα.

    -Βλέπονται ρε Σάκη;

    -Μα είσαι τρελός; Αφού σου λέω ότι πρόκειται για κούκλες.

    Μόνο μην ξεχάσεις να μου στείλεις τα φράγκα για τις

    προκαταβολές.

    -Τα'στειλα κιόλας ρε μούτρο.

    -Μπράβο. Άκου Θάνο, θα ενθουσιαστείς, θα δεις. Πάρε με τηλέφωνο αύριο να μου πεις εντυπώσεις.

    -Μακάρι να'ναι έτσι ρε Σάκη και κοίτα να έχεις το νου σου για κανένα χορευτικό της προκοπής. Το προηγούμενο ήταν για ξύλο.

    -Έννοια σου, γεια.

    -Γεια.

    Κάπως έτσι έπαιζε το έργο με όλες τις συνεννοήσεις στο τηλέφωνο και σαφής άκρη δεν έβγαινε, αλλά είχε και την πλάκα του το πράμα αφού ποτέ δεν ήξερες τι γουρούνι θα βγάλει το σακί.

    Θα ήταν καλή είδηση αν το αεροπλάνο έφτανε στην ώρα του, επειδή όμως τα όμορφα είναι και σπάνια, τα παλικαράκια πήγαν βρίζοντας γραμμή για το μπαρ να περιμένουν.

    Μετά από λίγη ώρα και αφού είχε βαρεθεί να χαζεύει μια ξανθούλα ο μικρός ο Γιάννης άρχισε τη γκρίνια.

    -Τελικά δεν έπρεπε να έρθεις μαζί μας ρε πόντιε. Αν καθυστερήσει κι άλλο, ποιος θα ανοίξει απόψε το μαγαζί;

    -Ο Καρφίτσας ρε Γιάννη. Είναι ο Καρφίτσας μαζί μας;

    -Σωθήκαμε τώρα. Θα τον πιάσουν τα νευροφυτικά του που θα είναι μόνος και θα τον βρούμε τέζα απ' το άγχος. Μαλακία μας που μαζευτήκαμε στο αεροδρόμιο.

    Ο Θάνος έκρινε ότι ήταν πολύ νωρίς για να παρασυρθεί από τις ανησυχίες του μικρού.

    -Δεν είναι κορόιδο ο Καρφίτσας ρε Γιάννη. Θα τα καταφέρει αν αργήσουμε. Έχει και τα κορίτσια, αν χρειαστεί βοήθεια.

    Ο Καρφίτσας, πολύ γλυκούλης, πολύ κοντούλης και πάρα πολύ υποχόντριος με την υγεία του ήταν ο τέταρτος αρσενικός της παρέας, μπάρμαν ή σερβιτόρος ανάλογα με τις ανάγκες της βραδιάς, βιτσιόζος με τις πλάκες, θάφτης των πάντων, πνευματώδης και αεικίνητος σαν σκατόμυγα, ήταν το ζωντανό κύτταρο που έπρεπε να έχει κάθε μαγαζί που σεβότανε τον εαυτό του και τον κόσμο του. Όσο δύστροπος και αν γινότανε κάποιος πελάτης, ο μικρόσωμος Καρφίτσας είχε την ικανότητα να του στρώσει τη διάθεση σε χρόνο ρεκόρ, και η ταυτότητά του δεν έγραφε Καρφίτσας, αλλά κάτι άλλα κοινότυπα που κάνεις δεν λογάριαζε, αφού μόνο σαν Καρφίτσα τον γνώριζαν όλοι.

    ΤΖΙΝΑ

    Με δυόμισι ώρες μόνο καθυστέρηση το αεροπλάνο προσγειώθηκε χαλώντας τον κόσμο και το υπόλοιπο απ' τη διάθεση του Θάνου, που μη έχοντας τι άλλο να διαβάσει στην εφημερίδα του, μετρούσε τις κηδείες.

    -Αντε ρε, πάμε στο λουρί να περιμένουμε τις ψόφιες.

    Παρατάχθηκαν σαν ηλίθιοι στον ιμάντα των αποσκευών και καρφώθηκαν στη πόρτα και στο κοσμάκη που μπουκάριζε βιαστικός.

    Τα μαγκάκια διέθεταν αρκετή πείρα για να καταλάβουν ποιες θα μπορούσαν να είναι αυτές που περιμένουν, αλλά πάντα  ελπίζανε να είναι οι ωραιότερες της πτήσης.

    Ο μικρός έσπρωξε το Θάνο με τον αγκώνα του.

    -Κοίτα εκεί αριστερά. Λες να είναι εκείνα τα μανούλια; Τα μανούλια αγκαλιάστηκαν με τη μαμά τους που τα περίμενε δακρυσμένη, πήραν τη βαλίτσα τους και πάνε, ο μικρός ξίνισε τα μούτρα του για λίγο και του'δείξε τις καλόγριες.

    -Και αν μεταμφιέστηκαν σε τερέζες για να μας κάνουν πλάκα;

    -Φύγε ρε από δίπλα μου. Πήγαινε απέναντι με τον πόντιο.

    Ο μικρός συνέχισε το βιολί του απέναντι, δείχνοντας στον πόντιο μια «αδελφή», ύστερα δύο ογδοντάχρονες γριούλες, ο κόσμος αραίωσε και η ματιά του Θάνου διασταυρώθηκε με της ξανθιάς.

    Δίπλα της μια νεαρή κακομοιριασμένη κοίταζε με μισάνοιχτο στόμα τον ηλεκτρονικό πίνακα.

    Η ξανθή φρεγάτα χαμογέλασε.

    Ο Θάνος πλησίασε.

    -Καλώς ήρθατε κορίτσια. Απ'το Σάκη;

    -Ναι. Εσείς είστε ο κύριος Θάνος;

    Φωνή φορτωμένη στο νάζι και στη γλύκα, μαλάκωσε κάπως τη διάθεση του Θάνου, μια και η πρώτη εντύπωση ήταν χάλια.

    -Ναι, ο Θάνος είμαι. Εσείς;

    -Τζίνα, από εδώ η ...

    Εύσωμη, ξανθιά, χαμογελαστή, ντυμένη με γούστο, θα έπρεπε να σου μιλήσει από κοντά για να χαμπαριάσεις την πληθωρική πουτανιά της, το ανεξάντλητο κέφι της, τις μεγάλες δυνατότητές της σ'αυτή τη δουλειά.

    Αλανιάρα ταλαντούχα με δυνατό παραμύθι, απ'αυτές που σε παγιδεύουν, τις καψουρεύεσαι και μετά ψάχνεσαι και τραβάς τα μαλλιά σου, πως την πλήρωσες έτσι εκεί που δεν το περίμενες, εσύ, αλανιάρικο παιδάκι που το παίζει και ξύπνιος.

    Είχε τον τρόπο της η Τζίνα, είχε και το σλόγκαν «αέρα θέλει η πουτανιά» και όταν το'λεγε δεν ακουγόταν χυδαίο κι ας το'λεγε συχνά.

    -Κύριε Θάνο μου επιτρέπεται να σας μιλάω στον ενικό;

    -Φυσικά κούκλα μου. Συνεργάτες δεν είμαστε;

    -Ευχαριστώ.

    Στριμωγμένοι στο αυτοκίνητο και ζαλισμένοι από το άρωμα της είχαν ξεχάσει τη παρουσία της κακομοιριασμένης.

    Ο Θάνος την ανακάλυψε ξαφνικά απ'το καθρεφτάκι.

    -Πώς είπαμε ότι σε λένε εσένα κουκλίτσα μου;

    -Δεν είπαμε καλέ. Με λένε Χριστίνα.

    Τσιριχτή η φωνή της σου τέντωνε τα νεύρα, η μούρη της όμως έδειχνε να σηκώνει βελτίωση.

    -Από πού είσαι Χριστινάκι;

    -Απ'την Αθήνα, Παγκράτι.

    -Α, μάλιστα. Δίπλα από το Πασαλιμάνι.

    -Ναι, καλέ.

    Όλες απ'την Αθήνα και κάπου απ'το Παγκράτι ήταν και ας είναι και στο Σούνιο.

    Την Χριστίνα την πρόδωσε και η προφορά της.

    -Η καταγωγή σου είναι από την Κρήτη έτσι;

    -Ναι καλέ! Πώς το καταλάβατε;

    Αυτό που κατάλαβε ο Θάνος ήταν πως πρόκειται για χαζοβιόλα αλλά από κάτι ματιές που έριξε στο πίσω κάθισμα, καλή έδειχνε με στρωτό μπουτάκι, λεπτή και μάλλον όρθιο στήθος.

    -Πόσο χρονών είσαι κούκλα μου;

    -Είμαι 24, Δε δείχνω όμως μικρότερη;

    Ηλίθια δείχνεις σκεφτόταν ο Θάνος και γυρνώντας στη Τζίνα της έκλεισε το μάτι.

    -Να σου πω μετά.

    Φτάνοντας στο ξενοδοχείο πήρε τη Τζίνα παράμερα.

    -Τζινάκι σου χρεώνω το βούρλο και κανόνισε το βράδυ στη δουλειά να είναι μια κούκλα. Συνεννοηθήκαμε;

    Η Τζίνα χαμογέλασε πονηρά και παιχνιδιάρικα.

    -Αέρα θέλει η πουτανιά, Θανούλη μου. Έννοια σου.

    ΚΛΑΪΝΤΕΡΜΑΝ

    Η ώρα κόντευε δέκα όταν ο Θάνος μπήκε στο μαγαζί του.Νωρίς ακόμη για κίνηση, ατμόσφαιρα αναμονής με λίγους πελάτες στο μπαρ, δύο τρεις παρεούλες στα μπροστινά τραπέζια, δύο μυστήριοι τύποι σε τραπεζάκι στο βάθος και οι κοπελιές σε δύο

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1