Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Μπόκα Λούπο
Μπόκα Λούπο
Μπόκα Λούπο
Ebook267 pages17 hours

Μπόκα Λούπο

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Οι ναυτικοί λένε οτι την Θάλασσα δεν πρέπει να την φοβάσαι αλλά να την σέβεσαι. Γαλήνεια και μαγευτική την μια στιγμή, επικίνδυνη και θανατηφόρα την άλλη. Γι'αυτό και οι μανάδες των μαφιόζικων πληρωμάτων, κάθε φορά που τα παιδιά τους, τους αποχαιρετούν, εύχονται...Μπόκα Λούπο, στο στόμα του Λύκου, δηλαδή. Ευχή και κατάρα μαζί, για να ξορκίσουν την κακοτυχία και να δαμάσουν την θέληση της θάλασσας. Έτσι ξεκίνησε και ο νεαρός Μάριο...! Πρόθυμος να ρισκάρει και να κάνει τα πάντα, όχι στην εμπορική ναυτοσύνη αλλά στη δύσκολη ζωή των λαθρεμπορικών τσιγαράδικων.

Ζήστε την ένταση ενος αγνώστου κόσμου μέσα απο τις μυστικές συμφωνίες για τα λαθρεμπόρια και τις γεμάτες αγωνία καταδιώξεις στη Μεσόγειο. Θα μαγευτείτε απο την δύναμή του, και θα εκπλαγείτε απο την αλήθεια του. Ενα μυθιστόρημα συναρπαστικό, γρήγορο, ανατρεπτικό...! Μαζί σας μόνο μια ευχή...Μπόκα Λούπο!
LanguageΕλληνικά
PublisherPublishdrive
Release dateJan 1, 2013
ISBN9781909550483
Μπόκα Λούπο

Read more from Πάνος Καζόλης

Related to Μπόκα Λούπο

Related ebooks

Reviews for Μπόκα Λούπο

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Μπόκα Λούπο - Πάνος Καζόλης

    μου

    1

    Ο νεαρός σκούπισε με τρόπο τις ιδρωμένες παλάμες του στις πίσω τσέπες του παντελονιού του, ανάσανε βαθιά να κοντρολάρει το καρδιοχτύπι του και ξερόβηξε για δεύτερη φορά, μήπως και τραβήξει την προσοχή του τύπου πίσω από το γκισέ. Ο τύπος άφησε το στυλό να πέσει στα χαρτιά και σήκωσε βαριεστημένος το κεφάλι του.

    «Τι είναι;»

    Ο μικρός ξεροκατάπιε.

    «Συγνώμη που ενοχλώ, είναι πέντε λεπτά που περιμένω και...» «Τι είναι;»

    «Ο κύριος Τζανής δεν είστε;»

    Το βλέμμα του τύπου ζωντάνεψε για τρία δευτερόλεπτα, μέχρι που η πιτσιρίκα με το κίτρινο, κολλητό παντελόνι που διέσχιζε το δρόμο, χάθηκε απ’ το οπτικό του πεδίο. Αναστέναξε μουγκρίζοντας και μίλησε κοιτάζοντας πάντα στα παράθυρα, μην και του ξεφύγει το επόμενο θέαμα.

    «Τελικά θα μας πεις τι θέλεις;»

    Ο νεαρός που ένιωθε άβολα και δεν ήταν συνηθισμένος να τον ζορίζουν, σκυθρώπασε, έσφιξε τα δόντια κι αποφάσισε να ξαναπροσπαθήσει. 

    «Ο Σούλης μ’ έστειλε...» 

    Ο τύπος γύρισε και τον κοίταξε για πρώτη φορά.

    «Ο Σούλης, ο καφετζής;»

    «Ναι, αυτός». 

    «Και γιατί δε μιλάς τόση ώρα;»

    «Εγώ μιλάω, εσύ μ’ ακούς;»

    Ο νεαρός έδειχνε τσατισμένος κι ο τύπος γέλασε. «Καλά μην αρπάζεσαι. Έχεις δίκιο, αλλά βλέπεις κάτι μανούλια που περνάνε;»

    Ο μικρός προτίμησε να κουνήσει το κεφάλι του περιμένοντας. Ο Τζανής έξυσε την αξύριστη μούρη του, παρατήρησε για λίγο το μικρό που τον κοίταζε αμίλητος, μετά χαμογέλασε φιλικά και έσκυψε μπροστά.

    «Χθες μου τηλεφώνησε ο Σούλης για σένα. Παναγιωτάκη δε σε λένε;»

    Ο μικρός κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και το χαμόγελο του Τζανή, του ναυτικού πράκτορα, πλάτυνε.

    «Βλέπεις ότι θυμάμαι; Και θέλεις να μπαρκάρεις, έτσι;» 

    «Ναι...»

    «Και σε τι καράβι θέλεις να μπαρκάρεις, ρε μάγκα;» 

    Το καρδιοχτύπι της ελπίδας γύρισε πάλι στο νεαρό, που προσπάθησε να συμμαζέψει τη λαχτάρα του ανάβοντας τσιγάρο. 

    «Τι εννοείς σε τι καράβι;» 

    «Σε τι καράβι, παιδί μου; Σε φορτηγό;»

    Φορτωμένος ένταση ο μικρός κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του, κοιτάζοντας τον Τζανή στα μάτια. «Όχι».

    Το χαμόγελο του ναυτικού πράκτορα έγινε παιχνιδιάρικο. 

    «Μήπως γκαζάδικο, μινεραλάδικο, μποστάλι;» 

    «Όχι δα, τέτοια βρίσκω παντού». 

    «Τότε τι;»

    «Πατατάδικο, βρε αδελφέ, για πατατάδικο ψάχνω...» 

    Ο Τζανής γέλασε και έγειρε πίσω στην πολυθρόνα του. «Έτσι μπράβο, αυτό είπε κι ο Σούλης, αλλά ήθελα να το ακούσω κι από σένα».

    «Λοιπόν εντάξει, τώρα το άκουσες».

    «Μην αγριεύεις, λεβέντη μου. Αν υποθέσουμε ότι έχω κάτι για σένα, είσαι βέβαιος ότι μπορείς να τα καταφέρεις; Είναι ζόρικο το παιχνίδι».

    Ο νεαρός έσκυψε από πάνω του με λαχτάρα. «Μη σ’ απασχολεί αυτό. Ζόρικα θέλω κι εγώ, αρκεί να είναι ανάλογα και τα τάλιρα. Υπάρχει θέση;»

    Ο Τζανής σηκώθηκε από την πολυθρόνα του, ξύνοντας πάλι τη μούρη του.

    «Άκου φίλε. Θέση υπάρχει, αλλά ακόμα κι ο Σούλης που σ’ έστειλε, δεν ξέρει πολλά πράγματα για σένα. Εδώ που τα λέμε, δεν ξέρει τίποτα. Αν σε στείλω και δεν κάνεις, θα ξεφτιλιστώ σε ανθρώπους που δε θέλω. Πώς μπορώ να ξέρω ότι θα τα καταφέρεις; Με πιάνεις;»

    Με την καρδιά του να παίζει ταμπούρλο, ο νεαρός έσκυψε λίγο ακόμα προς το μέρος του κι έβαλε τα δυνατά του να κάνει πειστική τη φωνή του.

    «Απ’ όσο ξέρω, κύριε Τζανή, είσαι πολλά χρόνια στο κουρμπέτι και δε νομίζω πως θα ’τρωγες την ώρα σου μαζί μου, αν πίστευες ότι δεν κάνω. Δεν έχω δίκιο;»

    Για μερικά δευτερόλεπτα παρακολούθησε τσιτωμένος από αγωνία τον Τζανή, που τον κοίταζε σκεφτικός. Μετά ο ναυτικός πράκτορας σταμάτησε να ξύνεται, χαμογέλασε πάλι και άπλωσε το χέρι του.

    «Εντάξει, ρε μάγκα, μ’ έπεισες. Κόλλα το και καλώς όρισες στα πονηρά».

    «Δηλαδή, πώς;»

    «Μπορείς να πετάξεις αύριο για Ντουμπρόβνικ;» Του νεαρού γελούσαν και τ’ αυτιά του. 

    «Αστειεύεσαι; Και αυτή τη στιγμή μπορώ». 

    «Έχεις διαβατήριο μαζί σου;» 

    «Έχω και το ναυτικό φυλλάδιο». 

    «Άσ’ το αυτό, δε χρειάζεται».

    Άνοιξε το συρτάρι, έριξε το διαβατήριο μέσα και τράβηξε μία δεσμίδα χαρτονομίσματα.

    «Πιάσε αυτά για τ’ αποψινά σου κέφια κι έλα αύριο γύρω στις δώδεκα να πάμε για αεροδρόμιο».

    Πήρε να σουρουπώνει, όταν ο νεαρός βγήκε ζαλισμένος από χαρά στην υγρασία της Ακτής Μιαούλη. Στη γωνία κοντοστάθηκε, ρούφηξε δυνατά τη δροσιά του λιμανιού κι απόρησε που ο θρίαμβος είχε συγκεκριμένη γεύση. Με την αίσθηση πως πετάει, τριγύρισε για λίγη ώρα άσκοπα και ύστερα χώθηκε στο καταγώγιο που έκρυβε κάθε βράδυ τους τελευταίους μήνες τα όνειρα του.

    Η βαμμένη κοκκινομάλλα στο μπαρ ξαφνιάστηκε.

    «Σε βλέπω να χαμογελάς, Πάνο, ή χρειάζομαι οφθαλμίατρο;»

    «Γεια σου, Λένα. Τι κάνεις κουκλάρα μου;»

    «Και κομπλιμέντα, βρε Πάνο; Χαμόγελα και κομπλιμέντα; Θα με κακομάθεις».

    «Άσε τα λόγια, Λενάκι, και κάνε κουμάντο ένα διπλό για μένα, κέρνα τα παιδιά, βάλε και για σένα ό,τι γουστάρεις».

    Η κοκκινομάλλα ήταν κατάπληκτη.

    «Τι είναι, καλέ; Λαχείο κέρδισες;»

    «Πες το κι έτσι, Λενιώ μου, πες το κι έτσι...»

    Για το νεαρό Παναγιώτη με λαχείο έμοιαζε, αφού δύο ολόκληρα χρόνια το κυνηγούσε κι όλο κάτι στράβωνε και χάλαγε η δουλειά, αλλά αυτός πείσμωσε και δεν το ’βαλε κάτω. Έψαξε, ρώτησε, τραβήχτηκε άσκοπα σε πολλά μέρη, λάδωσε μερικούς, ξόδεψε τα λίγα φράγκα του –και πιο πολύ το χρόνο του– και ξαφνικά εκεί που δεν το περίμενε, ταίριαξε η άκρη με τον Σούλη, τον καφετζή και κέρδισε το στοίχημα με το λοστρόμο.

    Ο λοστρόμος ήταν σίγουρος.

    «Δε γίνεται, ρε παιδιά. Είναι κλειστά κυκλώματα. Δε βάζουν όποιον-όποιον».

    Ο μικρός Παναγιωτάκης πετάχτηκε όρθιος σαν κοκοράκι.

    «Λοιπόν, ρε μπόση, αν υπάρχουν, εγώ θα μπω και πάω και στοίχημα».

    Ήταν η πρώτη φορά που άνοιγε τέτοιο θέμα ο λοστρόμος, που φαινόταν να έχει τα κέφια του εκείνο το βράδυ, και δεν τον πολυπίστεψαν.

    «Υπερβολές, ρε μπόση. Τι διάολο, θα το ξέραμε. Παραμύθια είναι».

    Ο λοστρόμος κοίταξε τη θάλασσα. Τρεις μέρες που έφυγαν απ’ τη Λισμπόα, η μπουνάτσα κρατούσε και τα βράδια τους βόλευε να τα πίνουν στην κουβέρτα, στο νούμερο τρία, που είχε και άπλα. Σχετικά καλά πέρναγαν, μιλούσαν για τα όνειρά τους και τις γκόμενες. Ο λοστρόμος τούς διηγούνταν ιστορίες που είχε ξαναπεί και το γέρικο μοναχοβάπορο, το «Έλπίς», βογκούσε αρμενίζοντας για τη Νέα Υόρκη.

    «Δεν είναι παραμυθία, ρε κορόιδα. Αλήθεια είναι! Ένα ξαδελφάκι μου δούλευε παλιά. Παραλίγο να πάω και γω, αλλά ας όψεται η φαμίλια».

    «Τι δουλειά έχει η φαμίλια, ρε μπόση;»

    «Όταν έχεις παιδάκια, δεν παίζεις ζόρικα παιχνίδια. Μαϊνάρεις τη μαγκιά σου και κάνεις την πάπια να μεγαλώσεις τα παιδιά σου. Γι’ αυτό!»

    «Τόσο ζόρικα, ρε μπόση;»

    «Τόσο και χειρότερα, μάγκες. Με χίλια βάσανα άντεξε ένα εξάμηνο το ξαδελφάκι μου».

    Ξαναμμένος από την περιέργεια και το ουίσκι, ο Λαλάκης, το στρουμπουλό τζόβενο από την Ύδρα, κρεμάστηκε από τα χείλη του.

    «Και το φορτίο; Όλο λαθραίο; Μια καραβιά λαθραία;»

    «Ρε σεις, σας μιλάω για πολλές καραβιές. Πάνω από είκοσι θα είναι που κάνουν αυτή τη δουλειά στη Μεσόγειο».

    «Κι από φράγκα, μπόση; Πληρώνουν καλά;»

    Ο λοστρόμος ζύγισε με τις χούφτες του.

    «Πολλά λεφτά!»

    Ο ζόρικος ναύτης, ο Μήτσος απ’ το Βόλο, δεν άντεξε.

    «Γιατί να μην πάμε και εμείς, ρε μπόση; Τι διάολο πνιγόμαστε τζάμπα σ’ αυτό το ρημάδι;»

    «Σπάνια χρειάζονται κόσμο, ρε Μήτσο. Είναι λίγοι κι όταν χρειαστούν, πάλι δικούς τους παίρνουν».

    «Και εμείς δεν μπορούμε να χωθούμε, δηλαδή; Με τίποτα;»

    Ο λοστρόμος ένευσε αρνητικά κι ο Παναγιωτάκης, το κοκόρι που πετάχτηκε, έβαλε το στοίχημα.

    Ο πιλότος πήρε το ύψος που ήθελε, έσβησε τα λαμπάκια για ζώνες και ντουμάνια και ο μικρός σήκωσε το χέρι, κάνοντας νόημα στη συνοδό να πάει κοντά του.

    «Καφέ, σε παρακαλώ, κι ένα ουίσκι».

    Άδειασε τη μινιατούρα στον καφέ του, ήπιε μια γουλιά, έγειρε πίσω και άνοιξε την εφημερίδα που πήρε μπαίνοντας. Προσπάθησε να χαλαρώσει διαβάζοντας, τα χέρια του όμως έτρεμαν, τα γράμματα το ’ριξαν στο χορό και όταν είδε μουντζουρωμένες τις παλάμες του, τη σιχάθηκε κι άρχισε να ψάχνει πού να την παραχώσει.

    Ο μουσάτος με τη γελοία γραβάτα δίπλα του τον πρόλαβε χαμογελώντας.

    «Μπορώ;»

    Με μια σαδιστική διάθεση να βρομίσει κι άλλος τα χέρια του, ανταπόδωσε το χαμόγελο στο μουσάτο και ξεφορτώθηκε την εφημερίδα. Ξανάγειρε πίσω, κοίταξε για λίγο την Αττική που ξεμάκραινε και το μυαλό του έφυγε στο Λενιώ, την ιδρωμένη κοκκινομάλλα που το προηγούμενο βράδυ ολόγυμνη πλάι του συγκράτησε το λαχάνιασμά της και τον ξαναρώτησε ψιθυριστά.

    «Θα με θυμάσαι;»

    Ο νεαρός σηκώθηκε με δυσκολία απ’ το κρεβάτι και πλησίασε στον καθρέφτη, κάνοντας αέρα με την παλάμη στο λαιμό του που τον έκαιγε.

    «Απ’ ό,τι βλέπω εδώ, Λενιώ, δύσκολα θα σε ξεχάσω».

    Ό,τι μπορούσε έκανε το Λενιώ όλο το πρωινό, να του φορτώσει τις μπαταρίες με Ελλάδα. Ο μικρός με χίλια βάσανα ξέκλεψε μια ώρα ύπνο κι όταν το μεσημέρι έφυγε για το ραντεβού του με τον Τζανή, τα γόνατά του χτυπούσαν μεταξύ τους και τα μάτια του θύμιζαν βρικόλακα.

    Ο Τζανής ξεκαρδίστηκε.

    «Τι συνέβη, ρε Παναγιωτάκη; Στο κρατητήριο σε είχανε;» 

    «Στο περίπου...»

    «Κατάλαβα, αλλά πρόσεχε τις δυνάμεις σου, γιατί θα σου χρειαστούν. Και, νά σου πω, κάνε κουμάντο να κρύψεις καλύτερα τον τσαμπουκά στο λαιμό σου».

    «Φαίνεται πολύ;»

    «Όχι, αν δεν κοιτάζεις... Αλλά άσ’ το αυτό τώρα και άκου τι θα σου πω...»

    Μέχρι να φτάσουν στο αεροδρόμιο, ο Τζανής κατατόπισε χοντρικά το νεαρό για το πού πάει και τι θα αντιμετωπίσει.

    «Όπως καταλαβαίνεις, αυτό που μετράει περισσότερο είναι το μπεσαλίκι και το κορασόν. Αν είσαι ξηγημένος, θα περάσεις καλά και θα τα πάρεις. Αν όχι, θα ξαναγυρίσεις μπατίρης και ξεφτίλας».

    Τα κόκκινα μάτια του νεαρού έμοιαζαν με αναμμένα κάρβουνα.

    «Σ’ το ξανάπα, δε χρειάζεται ν’ ανησυχείς. Ποιος είπες ότι θα με περιμένει;»

    «Χάρη τον λένε, καλός τύπος».

    Ο κυβερνήτης άναψε πάλι τα φωτάκια του, είπε και το υποχρεωτικό ποίημα για καιρούς και θερμοκρασίες εδάφους, ενώ ο μουσάτος γύρισε στον Πάνο.

    «Ωραία φτάσαμε. Την εφημερίδα σας».

    Ο μικρός τράβηξε τα χέρια πίσω.

    «Όλη δική σου, αγαπητέ».

    Είχε περάσει μισή ώρα που ξεμπέρδεψε με τον έλεγχο των διαβατηρίων και δεν εντόπισε κανέναν να τον περιμένει. Έψαξε με τα μάτια έναν έναν όσους περιφέρονταν στην αίθουσα, κοίταξε έντονα μερικούς που του φάνηκε πως ταιριάζουν, κάνα δυο τον παρεξήγησαν κι άρχισε να απελπίζεται. Λίγο μετά, ο κόσμος αραίωσε και οι υπάλληλοι τον κοίταζαν καχύποπτα. Ο νεαρός μάζεψε τη βαλίτσα του, έριξε μια τελευταία ματιά στις τουαλέτες και βγήκε στο δρόμο. Κοίταξε μπερδεμένος πάνω κάτω, ξεκίνησε να φύγει αριστερά, το μετάνιωσε, γύρισε δεξιά, βάδισε λίγα βήματα, το ξαναμετάνιωσε, γύρισε πίσω να καθίσει στο πεζούλι δίπλα στην είσοδο.

    Μισή ώρα μετά, στο πεζούλι πάντα, έψαξε για τρίτη φορά τις τσέπες του να βρει τίποτα ξεχασμένα χρήματα κι έβρισε τον εαυτό του φωναχτά για την ηλίθια ιδέα του να χαρίσει στο Λενιώ τα χιλιάρικα που περίσσεψαν απ’ την κραιπάλη της προηγούμενης νύχτας. Ξεφυσούσε μην ξέροντας τι να κάνει, όταν ένα σαραβαλιασμένο Ζάσταβα σταμάτησε με φασαρία στην είσοδο.

    Ο μικρός σκάλισε στο μυαλό του τα εγγλέζικα που θα του χρειάζονταν για να ρωτήσει προς τα πού πέφτει το λιμάνι, αλλά όταν είδε τον οδηγό, άλλαξε γνώμη και ξανακάθισε. Μακρυμάλλης, άλουστος κι αξύριστος από πολλές μέρες, ο ψηλός με το βρόμικο τζην βρόντηξε την πόρτα του Ζάσταβα που έτριξε ολόκληρο, και έτρεξε φουριόζος στην αίθουσα. Ο νεαρός ξανακοίταξε το δρόμο, σκέφτηκε πως τα λιμάνια είναι πάντα χαμηλά και του φάνηκε έξυπνο να ξεκινήσει για την κατηφόρα που τον βόλευε. Ο ψηλός βρομιάρης που έβγαινε πάλι τρέχοντας από την αίθουσα, μόλις που πρόλαβε να σταματήσει πριν πέσει επάνω του. 

    «Very sorry».

    «Αϊ στο διάολο, μαλάκα! Θα με σκότωνες». 

    «Έλληνας, ρε φίλε; Μήπως είσαι ο Παναγιωτάκης;» 

    Ο μικρός, που τα είχε χαμένα, κοίταξε πάνω κάτω τον ψηλό. 

    «Ναι, εγώ είμαι. Μη μου πεις ότι είσαι ο Χάρης!» 

    Ο Χάρης παρακολούθησε το βλέμμα του μικρού κι έβαλε τα γέλια. 

    «Δε σου γέμισα το μάτι, έτσι;»

    «Όχι, εντάξει, συγνώμη που σ’ έβρισα, για Γιουγκοσλάβο σε πήρα».

    «Μη σκας, δεν τρέχει τίποτα. Με τα χάλια που έχω τώρα, ούτε η μάνα μου θα με γουστάριζε. Έχεις τίποτα άλλο μαζί σου;» 

    «Μόνο αυτή τη βαλίτσα».

    «Ωραία, ρίξ’ τη μέσα και πάμε. Θα σ’ τα πω στο δρόμο».

    Το ερείπιο πήρε μπροστά με την τέταρτη προσπάθεια και ξεκίνησε κουδουνίζοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτή που ο μικρός είχε επιλέξει νωρίτερα.

    «Δε φοβάσαι μη σ’ αφήσει στο δρόμο;»

    «Φοβάμαι, αλλά δεν υπάρχουν και καλύτερα για να κάνουμε τη δουλειά μας. Δύο τρία αξίζουν κι όποιος προλάβει να τα νοικιάσει. Δεν έχει πολλές αβάντες εδώ».

    Διέσχισαν το όμορφο Ντουμπρόβνικ, αλλά ο Χάρης δεν έκοψε καθόλου ταχύτητα κι ο μικρός παραξενεύτηκε.

    «Στο λιμάνι δεν πάμε;»

    «Ναι, αλλά όχι σ’ αυτό. Στο Πλότσε πάμε».

    «Τι είναι αυτό; Πώς το ’πες;»

    «Το Πλότσε; Λιμάνι είναι, καμιά ώρα δρόμος, αλλά γιά πες μου για σένα. Από πού είσαι, ρε Παναγιωτάκη;»

    Ο Πάνος του απάντησε και σε άλλες ερωτήσεις για το παρελθόν του, τις γραμματικές του γνώσεις και την υπηρεσία του στη θάλασσα, αλλά όταν ο Χάρης μπήκε στα προσωπικά, ο νεαρός εκνευρίστηκε.

    «Γιά στάσου, ρε Χάρη. Τι σε νοιάζει, να πούμε, αν είμαι παντρεμένος ή δεν είμαι; Προξενήτρα είσαι;»

    Καλόκαρδο παιδί ο Χάρης, παραλίγο να χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου απ’ τα γέλια.

    «Όχι και προξενήτρα, ρε Παναγιωτάκη. Ο καπετάνιος είμαι». 

    Ο νεαρός δάγκωσε τα χείλη του.

    «Ο καπετάνιος; Την έκανα πάλι τη μαλακία μου. Για λαδά σε πέρασα...»

    Σκασμένος στα γέλια ο καπετάνιος κοίταξε τα ρούχα του. 

    «Ε ναι, δεν έχεις και άδικο».

    «Σόρι, καπετάν Χάρη, αλλά πώς...»

    Την ερώτηση τη συμπλήρωσε ο Χάρης μια κι ο νεαρός δεν τόλμησε, για να μην το παρακάνει.

    «Αλλά πώς γίνεται κοτζάμ καπετάνιος να γυρνάει σαν λέτσος;»

    Ο μικρός προτίμησε να μη μιλήσει κι ο Χάρης συνέχισε.

    «Κατ’ αρχάς, τα καπετανλίκια κομμένα. Χάρη θα με φωνάζεις, όπως όλοι, και για να σε κατατοπίσω, εφτά άνθρωποι είμαστε όλοι κι όλοι στο καράβι και οι τυπικότητες μεταξύ μας είναι χαζοπολυτέλεια. Δεν είμαστε στο εμπορικό ναυτικό εδώ. Δηλαδή, πάλι εμπορικό είμαστε, αλλά χωρίς τις εκτελωνιστικές διαδικασίες, να πούμε. Με παρακολουθείς;»

    «Παραπάνω δε γίνεται. Προχώρα...»

    Ο καπετάνιος άπλωσε το χέρι πίσω απ’ το κάθισμά του, ψαχούλεψε ψηλαφιστά ανάμεσα στα λαδωμένα εξαρτήματα στο πάτωμα και τράβηξε ένα μπουκάλι ουίσκι. Κατέβασε μια γερή και το ’δωσε στο μικρό.

    «Λοιπόν, Παναγιωτάκη, εφτά ψυχές είμαστε, που λες, και ριψοκινδυνεύουμε με το κοντραμπάντο για να τα πάρουμε. Αυτός είναι ο στόχος μας. Με παρακολουθείς;»

    Ο νεαρός έγνεψε καταφατικά.

    «Σαν καπετάνιος, να πούμε, εγώ κάνω το κουμάντο, όμως όλοι έχουν γνώμη κι όλοι μαζί αποφασίζουμε, όταν πρόκειται για κάτι σοβαρό. Βέβαια, ο καθένας μας κουβαλάει και τη μούρλα του μαζί, αλλά στα δύσκολα λειτουργούμε σαν μια οικογένεια, σαν γροθιά, να πούμε. Με παρακολουθείς;»

    Αυτή τη φορά ο νεαρός τον κοίταξε μόνο, κι ο Χάρης συνέχισε.

    «Σε λίγο θα γνωρίσεις και τους άλλους, αν καταφέρω να τους αναγνωρίσω και εγώ».

    «Γιατί, τι έγινε;»

    «Είχαμε πρόβλημα με την ηλεκτρική πέντε μέρες τώρα. Τη διαλύσαμε ολόκληρη, αλλά δεν κάναμε τίποτα. Τελικά, σήμερα μας έφερε ο Ιταλός τα ανταλλακτικά και πέσαμε με τα μούτρα να τη ρεγουλάρουμε. Εγώ έπρεπε να σε παραλάβω, οι άλλοι όμως μάλλον τραβιούνται ακόμα. Ελπίζω να νετάρουμε απόψε με τη μηχανή, για να μπορέσουμε αύριο να φορτώσουμε».

    «Δηλαδή, καπετάν Χάρη, πώς γίνεται η δουλειά; Στη ζούλα τη νύχτα;»

    «Όχι, ρε Παναγιωτάκη. Τα τσιγάρα φτάνουν εδώ κανονικά και με το νόμο. Με παρακολουθείς; Τα αγοράζουν οι Ιταλοί από εργοστάσια της Ευρώπης και μας τα στέλνουν πακέτο με τρένα τράνζιτ. Νόμιμα, δηλαδή».

    «Πάντα σ’ αυτό, το Πλότσε;»

    «Όπου βολευόμαστε, αλλά πάντα στην Αδριατική. Αλβανία ή Γιουγκοσλαβία». 

    «Γιατί εκεί ειδικά;»

    «Γιατί με τα καθεστώτα που έχουνε, δεν τους καίγεται καρφί πού πάνε μετά τα τσιγάρα. Φτάνει να παίρνουν τους φόρους και να κάνουν την αρπαχτή τους. Εμείς, να πούμε, δηλώνουμε προορισμό το Λίβανο, αυτοί βουτάνε τη μίζα τους, υπογράφουν τον απόπλου χωρίς ερωτήσεις και μας κουνάνε και το μαντίλι, όταν σαλπάρουμε».

    «Σας κουνάνε και μαντίλι;»

    «Παντού και πάντα».

    «Γιατί καπετάν Χάρη; Από αγάπη;»

    «Τους χώνουμε πολλά λεφτά, Παναγιωτάκη...»

    «Κατάλαβα. Και το φορτίο, τελικά, πού πάει;»

    «Εμείς δουλεύουμε Ιταλία. Μερικοί άλλοι Γαλλία, εξαρτάται με ποια σκουάντρα συνεργάζεσαι».

    «Εννοείς τους ιδιοκτήτες του φορτίου;»

    «Ναι, είναι κάτι σαν συνεταιρισμοί, να πούμε. Μαζεύουν χρήματα, αγοράζουν το φορτίο και μας το στέλνουν στην Αδριατική, όπου θέλουμε εμείς. Κατόπιν το παραδίδουμε στην Ιταλία, όπου θέλουν αυτοί. Με παρακολουθείς;»

    «Ναι, εντάξει, αλλά το ξεφόρτωμα γίνεται στη ζούλα, έτσι;»

    «Ακριβώς γι’ αυτό μας πληρώνουν, Παναγιωτάκη».

    «Κι αυτοί ύστερα;»

    «Κανονικά, όπως κάθε

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1