Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Τα Κοράκια του Πόρτο Ράφτη και Άλλα Διηγήματα
Τα Κοράκια του Πόρτο Ράφτη και Άλλα Διηγήματα
Τα Κοράκια του Πόρτο Ράφτη και Άλλα Διηγήματα
Ebook398 pages6 hours

Τα Κοράκια του Πόρτο Ράφτη και Άλλα Διηγήματα

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Πόρτο Ράφτης, μια γραφική παραθαλάσσια περιοχή της Αττικής, όπου έτυχε να έχω ένα μικρό εξοχικό σπίτι για τις διακοπές του καλοκαιριού. Τα εφτά, λοιπόν, διηγήματα της συλλογής αυτής αναφέρονται σε άμεσες ή έμμεσες προσωπικές εμπειρίες μου από την τριακονταετή και πλέον καλοκαιριάτικη διαμονή μου εκεί. Ιστορίες όλες τους με πυρήνα πραγματικό, αλλά με τη φαντασία και τη λογοτεχνική διάθεση, έχουνε εμπλουτισθεί ανάλογα για να γίνουν προσιτές κι ελπίζω αρεστές σ’ όλους μου τους αναγνώστες. Και το αρχικό ερέθισμα, που μου χάρισε τον τίτλο και να γράψω τα όσα έγραψα, ήταν οι προσπάθειες που κάνανε τρεις πανέμορφες κυρίες για να με προσηλυτίσουνε στα θρησκευτικά πιστεύω τους. Άλλωστε παρόμοιες προσπάθειες καταβάλλουν κι όσοι έχουνε ιδιοτελή συμφέροντα ή παρωχημένες πεποιθήσεις και γυρεύουν αφελείς να τους παρασύρουν στα πλοκάμια τους και ν’ αυξήσουνε τα μέλη τους.
LanguageΕλληνικά
PublisherPublishdrive
Release dateJan 1, 2013
ISBN9781909550452
Τα Κοράκια του Πόρτο Ράφτη και Άλλα Διηγήματα

Related to Τα Κοράκια του Πόρτο Ράφτη και Άλλα Διηγήματα

Related ebooks

Reviews for Τα Κοράκια του Πόρτο Ράφτη και Άλλα Διηγήματα

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Τα Κοράκια του Πόρτο Ράφτη και Άλλα Διηγήματα - Χάρης Κ. Μεττής

    Μπερού

    ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

    Οι λογοτεχνικές αυτές απόπειρές μου, οι οποίες συμπληρώνουν, με το ανά χείρας έργο μου, οκτώ συλλογές Διηγημάτων και ένα μυθιστόρημα, έχουν ευτυχώς τύχει μια πολύ ευνοϊκής ανταπόκρισης από μέρους των αναγνωστών τους. Τους οποίους, βέβαια, κι ευχαριστώ από βάθους καρδίας. Όλα δε τα λογοτεχνήματά μου αυτά φέρουν ως υπότιτλο «Ιστορίες αληθινές με ψευδώνυμα». Και εξηγούμαι:

    Η υπόθεση εκάστου Διηγήματος ξεκινά από ένα μικρό ή μεγάλο ψυχολογικό ερέθισμα, κάτι δηλαδή σαν κέντρισμα, το οποίο κατά κάποιο τρόπο με ωθεί να το διευρύνω και να εμβαθύνω στο ουσιαστικότερο περιεχόμενο του κεντρίσματος αυτού. Και τούτο επειδή πιστεύω ακράδαντα ότι η κάθε πράξη του ανθρώπου, ενσυνείδητη ή τυχαία, έχει την γενεσιουργό αιτία στον κοινωνικό περίγυρο του πρωταγωνιστή στα δρώμενα. Οπότε κι εγώ την γενικεύω σε τέτοιο βαθμό που το μεν πρωταγωνιστικό άτομο εξαφανίζεται εντελώς και σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που την θέση του παίρνουν καταστάσεις και άτομα εντελώς άγνωστα σ’ εμένα.

    Γι’ αυτό, άλλωστε, και τα ονόματα που δίδονται στα διάφορα πρόσωπα των κειμένων μου δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με υπαρκτά πρόσωπα, τα οποία τυχαίνει να φέρουν τα ίδια ονόματα ή να έχουν κάνει τα ίδια πράγματα -επαινετά ή κατακριτέα- με τα πρόσωπα των κειμένων μου. Διάβασα δε κάποτε σε μια διαφήμιση από τις πολλές που τοιχοκολλούνται στους υπόγειους σταθμούς των τραίνων του Λονδίνου κάτι που ανταποκρίνεται ακριβώς στα όσα γράφω εδώ, την οποία και παραθέτω μεταφρασμένη: «Οι καλύτερες στιγμές της ανάγνωσης είναι όταν συναντάς κάτι -μια σκέψη, ένα αίσθημα, έναν τρόπο θέασης των πραγμάτων- που το νομίζεις εξαίρετο, αποκλειστικά για σένα. Και ιδού, έχει εκτεθεί από κάποιον άλλο, ένα άτομο που ουδέποτε συνάντησες ή που να είναι ίσως και νεκρός από πολλού. Και είναι σαν κάποιο χέρι να τεντώθηκε και να πήρε το δικό σου. Ένα δώρο που δεν θα μπορέσεις να αρνηθείς».   

    Αυτός είναι και ο δικός μου επιθυμητός κι επιδιωκόμενος στόχος: Να μοιραστώ με τους αναγνώστες των λογοτεχνημάτων μου τους προβληματισμούς που ταλανίζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την σημερινή παραπαίουσα κοινωνία μας μεταξύ του ορθώς σκέπτεσθαι και της εγωιστικής κι ερμαφρόδιτης αντιμετώπισης των παντός είδους προκλήσεων και αντιξοοτήτων. Και προσπαθώ να είμαι όσο πιο αντικειμενικός και νηφάλιος στη διαμόρφωση χαρακτήρων που να δείχνουν με τα λόγια, κυρίως δε με τις πράξεις τους, τόσο τα τρωτά της κοινωνίας μας, όσο και τα φωτεινά και παρήγορα χαρακτηριστικά γνωρίσματά της. Είναι, όμως, πολύ φυσικό μερικοί από τους αναγνώστες των λογοτεχνημάτων μου να θεωρούν τους εαυτούς των θιγόμενους επειδή τους εξισώνουν με ποταπούς κι αξιοκατάκριτους και κατά συνέπεια αξιοθρήνητους χαρακτήρες των Διηγημάτων μου. Τέτοια έγραφα και στη συλλογή Διηγημάτων μου «Το Φίμωτρο». Και αυτό μου θυμίζει το γνωστό γνωμικό: Μη έλεγχε κακούς ίνα μη μισήσωσί σε˙ έλεγχε σοφούς και σοφώτεροι γένονται. Αυτά, προς γνώση και συμμόρφωση των υποτακτικών. Και υποτακτικός, ευτυχώς, ουδέποτε υπήρξα στη ζωή μου και στα έργα μου! 

    Σε μερικά από τα Διηγήματά μου θα παρατηρήσετε ότι ενσωματώνω δικά μου ποιήματα. Η ενέργεια αυτή δεν γίνεται εική και ως έτυχε, αλλά γιατί πιστεύω πως ένα ποίημα μπορεί καλύτερα και από πολλές σελίδες πεζού λόγου, να εκφράσει ένα χαρακτήρα και να σκιαγραφήσει μια συγκεκριμένη κατάσταση. Έτσι και στο σύντομο αυτό προλογικό σημείωμά μου θα ήθελα να διατυπώσω και πάλι ποιητικά τις κατευθυντήριες γραμμές των λογοτεχνικών μου επιδιώξεων και του δικού λογοτεχνικού πιστεύω. Απαντώ δε έτσι έμμεσα πλην σαφώς κατά τη γνώμη μου και σ’ εκείνους τους καλοπροαίρετους κριτικούς και τους αναγνώστες των έργων μου, που με συμβουλεύουν να είμαι πιο χαρούμενος και να  λιγοστέψω την απαισιοδοξία που κυριαρχεί στα πιο πολλά Διηγήματά μου:

    «Γράψε», μου λένε, «λόγια λίγο χαρωπά,

    τέτοια που ο κόσμος περιμένει κι αγαπά,

    κι άσε στην μπάντα τις πικρές κακομοιριές σου!

    Είναι και τούτες αξεδιάλυτες σκιές,

    θλίψεις και τύψεις κι αναμνήσεις τραγικές,

    που το θολώνουνε ανώφελα το φως σου!»

    Γράφω για μένα και για κείνους που στοχάζονται

    πως η ζωή μας δεν κινείται με τα «πρέπει»!

    Χαρές και λύπες, ως τις θέμε, δεν παράγονται,

    μοιάζουν κι αυτές σαν το νερό που πάει και τρέχει

    μόνο στ’ αυλάκι που θα βρει πιο βολικό,

    να ξεδιψάσει πεζοπόρους γιατρικό!

    Μα κι η ξεφάντωση κι ο πόνος λογαριάζονται

    στιγμές στο χρόνο καλοζύγιστες κι αγέραστες.

    Μπαίνουν κι αυτές μες στην παράσταση και χάνονται,

    αναλαμπές κι αναρριγές βουβές κι αδέκαστες.

    Ξεκαπιστρώνουμε τις σκέψεις και τα οράματα,

    κι η αλλαγή κι προσμονή, άπιαστα θαύματα!

    Η ζωή στις μέρες μας ούτε πολύ ευχάριστη είναι, δυστυχώς, αλλά ούτε και πολύ ελπιδοφόρα. Το δε λεγόμενο προπατορικό αμάρτημα δεν είναι τίποτε άλλο από την εγγενή τάση των εχόντων και κρατούντων να απομυζούν και την τελευταία παρήγορη ικμάδα από τις καρδιές, πολύ δε περισσότερο από τις συνειδήσεις των υποτακτικών τους και να τους μετατρέπουν σε άβουλα όντα κάθε άλλο παρά κατά μορφή και ομοίωση της γνήσιας ανθρώπινης υπόστασής τους. Γράφω, λοιπόν, για να βάλω τον δάχτυλο επί τον τύπο των ήλων της ανθρώπινης κατάπτωσης, της μιζέριας και του εξευτελισμού στον οποίο έχει περιπέσει στις μέρες μας η ανθρωπότητα. Χαρακτηριστικά δε και αδιάψευστα παραδείγματα της κατάπτωσης αυτής είναι τα κάθε λογής παρασιτικά υποκείμενα που λυμαίνονται ασύστολα και υπεροπτικά ό,τι γνήσιο και καθαρό έχει απομείνει στην κοινωνία μας. Είναι τα «Κοράκια του Πόρτο Ράφτη», του κάθε «Πόρτο Ράφτη» της απειλούμενης από όλες τις μεριές και κατευθύνσεις γηραιάς ηπείρου μας..

    Θερμές ευχαριστίες οφείλω και πάλι στην εφημερίδα του Λονδίνου ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ και τον εκδότη της Μιχάλη Έλληνα, που φιλοξενούν σε πρώτη εμφάνιση τα λογοτεχνήματά μου και όχι μόνο. Επίσης στο Τυπογραφείο ΑΘΗΝΑ που αναλαμβάνει με πολλή και αξιέπαινη προθυμία την έκδοση τους σε καλαίσθητα βιβλία. Και, τέλος, την ακούραστη Στέλλα, την πραγματική Στέλλα πρώην Χριστοφή, που χάρη στις γνώσεις της στους απρόσιτους σ’ εμένα υπολογιστές, παίρνουν σάρκα και οστά τα Διηγήματα

    ΧΑΡΗΣ ΜΕΤΤΗΣ

    ΑΦΙΕΡΩΝΕΤΑΙ

    Στους αγαπημένους μας Βασίλη και Βασούλα,

    και Σταμάτη και Στέλλα,

    με την ευκαιρία των πρόσφατων γάμων τους,

    όπως και στους απογόνους των,

    με τις θερμές ευχές για διαιώνιση του οικογενειακού μας δέντρου.

    Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΘΕΡΑΠΩΝ ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ

    Η Χριστίνα τον άκουγε, σκυφτή πάνω στ’ ανοιχτό της βιβλίο, και δεν μίλαγε. «Σου υπόσχομαι», της έλεγε, «να σε βοηθήσω να πάρεις Α΄ στις εξετάσεις. Και τι σου ζητάω εγώ να κάνεις; Τίποτα! Απλά και μόνο να ’ρχεσαι μια φορά τη βδομάδα στο σπίτι μου να σου κάνω ιδιαίτερα μαθήματα και, μάλιστα, εντελώς δωρεάν. Αν, πάλι, προτιμάς να έρχομαι εγώ στο δικό σου σπίτι, κι αυτό γίνεται. Ρώτα, μάλιστα, και τη μαμά σου για να δεις τι λέει κι αυτή. Γιατί, λοιπόν, δεν δέχεσαι; Πες μου κι εμένα τον λόγο, να ξέρω. Ή μπας και με μισείς και γι’ αυτό δεν δέχεσαι;»

    Το κορίτσι, η Χριστίνα, στα δεκάξι της, και δεν σκοτιζότανε καθόλου αν θα τα κατάφερνε να περάσει έστω και σ’ ένα μάθημα στις επικείμενες επίσημες κρατικές εξετάσεις. Βλάκας δεν ήτανε, ούτε και τεμπέλα. Το αντίθετο, μάλιστα! Το μυαλό της έκοβε ξυράφι μόλις αναλάμβανε κάτι με τη θέλησή της. Όμως, από τότε που πάτησε τα δεκάξι -μέσα του Γενάρη- όταν άρχιζαν οι προετοιμασίες για τις πρώτες επίσημες και κρίσιμες  εξετάσεις, ερχότανε, κάθε πρωί, καθυστερημένη στο πρώτο μάθημα της ημέρας. Στην Διευθύντρια, που την καλούσε στο γραφείο της για να της πει τον λόγο της καθυστέρησής της, αυτή τηρούσε σιγήν ιχθύος κι αρνιότανε πεισματικά να μιλήσει και να δικαιολογηθεί.

    Οπότε η Διευθύντρια, μια πενηντάρα ξερακιανή, σαν βέργα του μπιλιάρδου, κι ασκημομούρα σαν ξιδάτη σαρδέλα, της έβαζε τιμωρία να μην κάθεται το μεσημέρι να τρώει με τα άλλα κορίτσια, παρά μόνο να βοηθάει στο σερβίρισμα του φαγητού και στο καθάρισμα της κουζίνας, και να τρώει αργότερα, με το προσωπικό της κουζίνας και τις βοηθούς σερβιτόρους. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά δεχότανε κάθε φορά σαν επιδόρπιο πικρό και το βαρύ κι εξευτελιστικό κατσάδιασμα από την άκαμπτη Διευθύντρια μπροστά σε όλες τις άλλες μαθήτριες «για παραδειγματισμό», άσχετα αν η Χριστίνα υπέφερε και τα πικρόχολα και τα σαρκαστικά σχόλια και γέλια των συμμαθητριών της. Έτσι, ξεθεωμένη από το σερβίρισμα κι εξευτελισμένη από την κακομεταχείριση που της γινότανε κάθε μέρα, με δυσκολία μεγάλη μπορούσε πια να παρακολουθήσει τα απογευματινά μαθήματα και προπάντων εκείνα του καθηγητή της των Μαθηματικών, του κυρίου και Δόκτορος Θεράποντος Ιωσηφίδη.

    Ήτανε, λοιπόν, αυτός, ο κύριος Θεράπων Ιωσηφίδης, κάτοχος διδακτορικού διπλώματος, στα είκοσι τρία του και μάλιστα με βαθμό άριστα, στα εφαρμοσμένα Μαθηματικά, και πρωτοδιόριστος καθηγητής μόλις στα είκοσι εφτά του στο μεγάλο αυτό Γυμνάσιο-Λύκειο Θηλέων, με τα πεντακόσια τόσα κορίτσια και τους εξήντα δύο καθηγητές και, κυρίως, καθηγήτριες, που κράτησε πίσω, μετά το τέλος του μαθήματός του, την τελευταία ώρα της ημέρας, την μαθήτρια Χριστίνα Φρίγκου και της πρότεινε, δωρεάν και με δικιά του πρωτοβουλία, να την βοηθήσει στα Μαθηματικά «για να μην καταλήξεις, κορίτσι μου, να γίνεις στο τέλος σερβιτόρα ή καθαρίστρια εστιατορίων και ξενοδοχείων. Και να σου δίνουνε, τότε, τα αφεντικά σου πενταροδεκάρες μισθό. Και, από πάνω, να θέλουνε κιόλας να τους κάνεις και τ’ άλλα χατίρια, καταλαβαίνεις, νομίζω, τι θέλω να πω! Και να εξευτελίζεσαι, έτσι, διπλά και τρίδιπλα από τον κάθε αγύρτη κι απατεώνα για ένα τόσο δα κομματάκι πικρό και μπαγιάτικο και μουχλιασμένο ψωμί!». Δεν ήταν, άλλωστε, κι η πρώτη φορά που ο νεαρός κι άπειρος σε τέτοιες εθελοντικές και, καλή τη πίστει, ενδοσχολικές πρωτοβουλίες καθηγητής που έκανε παρόμοια πρόταση στην μαθήτριά του. Αγνοούσε, όμως, ή και παράβλεπε αφελέστατα, και τις κακόβουλες σκέψεις και τις πιθανές παρεξηγήσεις, αν όχι και τις εσκεμμένες συκοφαντίες, που προκαλούν παρόμοιες προτάσεις σε νεαρά κορίτσια. Ότι, δήθεν, δεν πρόκειται για ανθρωπιστικούς λόγους που γίνονται από μέρους των δασκάλων, αλλά μάλλον για να παραπλανήσουν και να εκμεταλλευθούν ερωτικά τις ανώριμες μαθήτριές τους.

    «Να σας πω, κύριε Ιωσηφίδη», του κάνει επιτέλους η Χριστίνα, με φωνή που μόλις ακουγότανε. «Σπίτι δικό μου, να ξέρετε, εγώ δεν έχω. Ούτε πατέρα εγώ δεν έχω. Μένω τώρα στης γιαγιάς μου, της μαμάς μου τη μητέρα. Η δικιά μάνα έχει ξαναπαντρευτεί, κι ο καινούργιος άντρας της μ’ έχει αναγκάσει, για δικούς του λόγους, να ξεσπιτωθώ. Της γιαγιάς το σπίτι είναι μοναχά ένα δωμάτιο, μικροσκοπικό σαν τρύπα, σε μια πολυκατοικία της Κυβέρνησης, όπου μένουν μόνο άστεγοι. Κι εγώ μένω εκεί μαζί της σαν φιλοξενούμενή της, μα κρυφά να μην το πάρουν είδηση και μας διώξουν και τις δυο. Και κοιμάμαι εκεί το βράδυ σαν σκυλί στο πάτωμα και για φαγητό χορταίνω με τ’ απομεινάρια της γιαγιάς που της κουβαλάν απ’ το συσσίτιο. Να, λοιπόν, ποια είμαι εγώ, κύριε Ιωσηφίδη! Και, λυπάμαι ειλικρινά, μα και ντρέπομαι πολύ που τα λέω όλα αυτά στον καθηγητή μου εσάς τόσο καθαρά και ξάστερα. Τι να κάνω, το λοιπόν, εγώ αν θα πάρω Άλφα στα μαθήματα, που λέτε, και τις εξετάσεις και πτυχία; Μάθετέ το από μένα, κύριε Ιωσηφίδη, ότι περιμένω πώς και πώς για να φύγω απ’ το σχολείο, να δουλέψω και να ζήσω, και να βρω δωμάτιο δικό μου, άνετο και καθαρό. Να χορτάσω, τέλος πάντων, κάποτε τον ύπνο μου, κι όχι να κοιμάμαι σαν σκυλί και κλεφτάτα σε πατώματα, και να κινδυνεύει μ’ έξωση κι η γιαγιά η καημένη!»

    Ο καθηγητής Θεράπων Ιωσηφίδης δεν πρόλαβε να συνεχίσει την κουβέντα του με την Χριστίνα, όταν άνοιξε απότομα η πόρτα της αίθουσας διδασκαλίας και όρμησε μέσα σαν σίφουνας η Διευθύντρια. «Κύριε Ιωσηφίδη, σαν δεν ντρέπεσαι!», του κάνει απότομα. «Φάγαμε το σχολείο να σε βρούμε, κι εσύ σαλιαρίζεις εδώ μ’ αυτό το ξετσίπωτο τσουλάκι! Τρέξε αμέσως στο γραφείο που σε περιμένουνε τόση ώρα κάποιοι γονείς, κι εμείς θα τα πούμε αργότερα. Και κλείσε πίσω σου την πόρτα! Και μην το σκάσεις και φύγεις μέχρι να έρθω εγώ στο γραφείο!»

    «Μα, κυρία Διευθύντρια!», προσπάθησε να δικαιολογηθεί ο καθηγητής, όμως εκείνη του ’δειξε με τον αντίχειρα την έξοδο, επαναλαμβάνοντας όλα όσα του είχε ήδη πει. Και πρόσθεσε σαν επωδό: «Δεν φαντάζομαι να είσαι τόσο ανόητος ώστε να θέλεις να συζητήσουμε αυτά που έχω να σου πω μπροστά σ’ αυτό το ξεγυρισμένο κι επικίνδυνο τσουλάκι, κύριε Ιωσηφίδη! Θα τα πούμε αργότερα οι δυο μας και μάλιστα μπροστά σε όλο το προσωπικό του σχολείου μας!»

    Μόλις άκουσε την πόρτα να κλείνει και βλέποντας τον Ιωσηφίδη να εξαφανίζεται, η Διευθύντρια δεν έχασε καθόλου καιρό. Ρίχτηκε σαν ύαινα απάνω στην Χριστίνα, η οποία, μόλις την είχε ακούσει να μπαίνει στην τάξη, στάθηκε όρθια όπως ήταν οι κανονισμοί του σχολείου. Και η Διευθύντρια την άρπαξε την Χριστίνα από τα μαλλιά τόσο βίαια που γιόμισε η χούφτα της τρίχες. «Δεν σου αρκεί, βρομοθήλυκο, που μου ’ρχεσαι, χωρίς λόγο, καθυστερημένη κάθε πρωί!». Και την χαστουκίζει με όλη της την δύναμη στο ένα μάγουλο. «Δεν σου αρκεί που είσαι σκράπας σ’ όλα τα μαθήματα!». Και την χαστουκίζει το ίδιο σκληρά κι ανελέητα στο άλλο μάγουλο. «Δεν σου αρκεί, βρωμιάρα και ξετσίπωτη, που μαγάρισες την ίδια την οικογένειά σου. Τώρα προσπαθείς να παραπλανήσεις και τους καθηγητές μου, ξέβρασμα της κοινωνίας και σατανεμένο πορνίδιο!». Και, τραβώντας ακόμα πιο δυνατά τα μαλλιά του κοριτσιού, και βγάζοντας αφρούς από το στόμα της, έκανε να την χαστουκίσει και πάλι.

    Όμως δεν πρόλαβε η Διευθύντρια. Την ίδια στιγμή, το κορίτσι, έξαλλο από θυμό και ντροπή και μίσος και απόγνωση για την κατάφωρη αδικία που της γινότανε και τον αβάσταχτο πόνο που ’νιωθε από το βίαιο τράβηγμα των μαλλιών της τόση ώρα, μαζεύει τα δάκτυλα και των δυο ελεύθερων χεριών της και τα κάνει σιδερένιους σχεδόν γρόνθους, και καταφέρει ένα διπλό γρονθοκόπημα στο επίπεδο στομάχι της Διευθύντριας. Το κτύπημα ήτανε τόσο δυνατό κι απρόσμενο, που η Διευθύντρια χαλάρωσε αμέσως το πιάσιμο των μαλλιών της Χριστίνας και διπλώθηκε στα δυο μ’ ένα φοβερό ούρλιασμα σαν ζώου που σφάζεται. Κι η Χριστίνα, άπαξ και μπήκε σ’ ενέργεια το ξέσπασμα του ηφαίστειου που μήνες τώρα κουφόβραζε μέσα της -αϋπνίες, κούραση, πείνα, προσβολές και χυδαιότητες σε βάρος της- δεν έλεγε πια να σταματήσει. «Τσουλάκι και πουτανάκι εγώ, μωρή Διευθύντρια! Εγώ, που για να μην καταντήσω αυτό που φαντάζεστε και με κατηγορείτε άδικα εσείς, π’ ανάθεμά σας, έχω φύγει διωγμένη από το κρεβάτι μου και το σπίτι μου και κοιμάμαι, φιλοξενούμενη κρυφά, σ’ ένα παγωμένο κι ακάθαρτο πάτωμα. Κι εσείς, αντί να ρωτήσετε και να μάθετε την αλήθεια, με μεταχειρίζεστε χειρότερα κι από δούλα σας και ξερνάτε σε βάρος μου όλες τις πρόστυχες βρισιές και τις κατηγορίες!»

    Και, λέγοντας όλα αυτά, η Χριστίνα δεν σταματούσε να γρονθοκοπά στην αρχή κι ύστερα να κλωτσά μ’ ανελέητη δύναμη σ’ όλα τα σημεία του ξερακιανού σώματός της την πεσμένη πια στο πάτωμα κι άφωνη από ώρα Διευθύντρια. Και δεν θα σταματούσε ποτέ, αν ο καθηγητής Θεράπων Ιωσηφίδης δεν ερχότανε τρέχοντας από την αίθουσα των καθηγητών για να δει τι γινότανε, όταν υποψιάστηκε πως κάτι δεν πήγαινε καλά για να μην ακούγονται πια οι συνηθισμένες σε τέτοιες περιπτώσεις στριγκλιές φωνές της Διευθύντριάς τους. Ανοίγοντας δε την πόρτα της τάξης είδε, και τρόμαξε, την αναμαλλιασμένη Χριστίνα να βρίζει και να κλωτσά με λύσσα, σαν εξαγριωμένη μαινάδα, την πεσμένη σαν κουρέλι στο πάτωμα Διευθύντρια. Και της φώναξε, την διάταξε, να σταματήσει αμέσως.

    Ήρθε, όμως, πολύ αργά η προσπάθειά του να συγκρατήσει την μαθήτριά του και να προλάβει έτσι το μεγάλο κακό. Η Χριστίνα, που αντί να κοπάσει ο θυμός που την έπνιγε, ολοένα δυνάμωνε, εξακολούθησε να κλωτσά και, με το κάθε κτύπημα, να βρίζει το ανήμπορο πια κορμί της Διευθύντριας. Έτσι, σε κάποια στιγμή της παραφοράς της, άρχισε να κλωτσά το πεσμένο κορμί με λύσσα στο κεφάλι.

    «Από αιμορραγία στον εγκέφαλο επήλθε το μοιραίο!», αποφάνθηκαν οι γιατροί που εξέτασαν το σώμα της Διευθύντριας στο νοσοκομείο λίγες ώρες αργότερα. Ο δε νεοδιόριστος καθηγητής των Μαθηματικών Δόκτωρ Θεράπων Ιωσηφίδης και η δεκαεξάχρονη μαθήτριά του, η Χριστίνα Φρίγκου, οδηγήθηκαν στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό της πόλης τους ως ύποπτοι δολοφονίας εκ προμελέτης της πενηντάχρονης Διευθύντριας του τοπικού Γυμνασίου-Λυκείου Θηλέων.

    Την Χριστίνα, στον αστυνομικό σταθμό, την εξέτασε αρχικά και κατ’ ιδίαν ένας γιατρός-ψυχολόγος για να διαπιστώσει αν το κορίτσι αντιμετώπιζε ή όχι σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα. Την βρήκε απόλυτα υγιή απ’ αυτή την άποψη, όμως πρόσεξε και σημείωσε μερικές πρόσφατες γρατσουνιές σ’ όλο της το πρόσωπο. Τις εξέτασε μ’ ένα φακό κι είδε πως προέρχονταν από κάποιο αιχμηρό και μάλλον μεταλλικό αντικείμενο. Ύστερα πρόσεξε πως τα μαλλιά της βρίσκονταν σε άγρια κατάσταση, και την ρώτησε να του πει πού οφείλονταν και τα σημάδια στο πρόσωπό της και τα ατημέλητά της μαλλιά. Για το δεύτερο, ήξερε και του απάντησε. Για το πρώτο, είπε, δεν είχε ιδέα, όμως αποδείχτηκε αργότερα πως οι γρατσουνιές οφείλονταν στο διαμαντένιο δαχτυλίδι της Διευθύντριας. Ύστερα την ρώτησε να του πει λεπτομέρειες για την ιδιωτική της ζωή -κι όλα αυτά,  τώρα πια, μπροστά σε μια γυναίκα-αστυνομικό υψηλόβαθμη και μιαν άλλη βοηθό της που κρατούσε σημειώσεις από την ανάκριση.

    Στο μεταξύ, και σε άλλο γραφείο του αστυνομικού σταθμού, ο καθηγητής Θεράπων Ιωσηφίδης αντιμετώπιζε τις ερωτήσεις δυο άλλων αστυνομικών με πολιτικά, αλλά κάθε άλλο παρά φιλικής ή λεπτεπίλεπτης διάθεσης. Μόνο που δεν τον ξυλοφόρτωσαν για να του αποσπάσουν -όπως του επαναλάμβαναν συνεχώς σαν ξεκούρδιστα μαγνητόφωνα- όλη την αλήθεια για την συμμετοχή του στην δολοφονία της Διευθύντριάς του επειδή, λέγανε κι επαναλαμβάνανε, την μισούσε και την ζήλευε κι ήθελε κιόλας να πάρει την θέση της! Και η εξουθενωτική εκείνη ανάκριση κράτησε όλο το βράδυ, μέχρι την ώρα που έληγε η νυχτερινή βάρδια των δυο αυτών ανακριτών, οι οποίοι θα πήγαιναν ολοταχώς στα ζεστά τους κρεβάτια να κοιμηθούν, με την συνείδησή τους ήσυχη ότι είχανε κάνει το επιβεβλημένο καθήκον τους στην εντέλεια. Προτού φύγουν, όμως, έσπρωξαν βίαια τον Θεράποντα σ’ ένα παγωμένο κελί που βρώμαγε από την αποκρουστική μπόχα προφανώς προηγούμενων μεθυσμένων εκεί φιλοξενούμενων.

    Κάθισε, τότε, ξέπνοος στο κρεβάτι του κελιού με την κούραση να του κλείνει τα μάτια και με την έντονη επιθυμία να το ρίξει αμέσως στον ύπνο και να ξεχάσει την άδικη ταλαιπωρία που είχε υποστεί στα χέρια των βάναυσων ανακριτών του, όταν αντιλήφθηκε αμέσως ότι και το στρώμα και η μοναδική μάλλινη κουβέρτα που το κάλυπτε ήτανε μούσκεμα από κάτουρα κι άλλες χειρότερες βρωμιές. Οπότε, βέβαια, πού να ξαπλώσει και πώς να κοιμηθεί! Ευτυχώς, όμως, για τον Ιωσηφίδη που στο ίδιο αυτό εφιαλτικό, για τον ίδιο, διάστημα, οι καταθέσεις και των συναδέρφων του στο Γυμνάσιο και της Χριστίνας στους δικούς της ανακριτές τον απάλλασσαν από κάθε κατηγορία, κι έτσι αφέθηκε αμέσως εντελώς ελεύθερος να γυρίσει στο σπίτι του νωρίς-νωρίς το πρωί της άλλης μέρας.

    Ούτε λόγος, βέβαια, να παρουσιαστεί στην δουλειά του την ημέρα εκείνη. Άλλωστε, το Γυμνάσιο-Λύκειο θα παρέμενε κλειστό μέχρις ότου διαλευκανθεί, από την Αστυνομία και από την Εφορεία του σχολείου, η όλη τραγική και τόσο συνταρακτική για όλους υπόθεση. Έτσι, ο Θεράπων Ιωσηφίδης, αφού έκανε το μπάνιο του και κοιμήθηκε μέχρι αργά το απόγευμα, ζήτησε να μάθει νέα, από τον αστυνομικό σταθμό, για την μέχρι πριν λίγες ώρες συγκατηγορούμενή του, την μαθήτριά του Χριστίνα Φρίγκου, όπου την κρατούσανε και την ανακρίνανε ακόμη.

    «Μόνο σε στενούς της συγγενείς και σε δικηγόρο της, αν έχει, έχουμε δικαίωμα να πούμε το παραμικρό γι’ αυτή. Όμως, η κατηγορούμενη μέχρι την στιγμή αρνείται να μας δώσει, όσο και να την πιέσαμε, οποιαδήποτε, έστω και την παραμικρή πληροφορία, ή και κάποια ένδειξη, ώστε να μπορέσουμε να βρούμε τους γονείς της ή στενούς της συγγενείς, αν υπάρχουν», ήταν η μοναδική απάντηση, που δεν σήκωνε συζήτηση, της αστυνομίας. Ο Ιωσηφίδης, όμως, γνώριζε ότι η Χριστίνα έμενε -όπως ήδη του είχε πει η ίδια- κάπου στης γιαγιάς της. Αλλά, πού και πώς θα μπορούσε να συναντήσει και να μιλήσει με την γριά για να μάθει πιο πολλά και για την μαθήτρια Χριστίνα και για τους γονείς της;

    «Ρωτώντας, πας πέρα», δηλαδή στην ξενιτιά, λέει μια παλιά, μα και πρακτική και πάντα σύγχρονη και πολύ σοφή παροιμία των Ελλήνων. «Η γιαγιά μου μένει σε κρατική πολυκατοικία για αστέγους», του ’χε πει η Χριστίνα λίγο πριν το τραγικό συμβάν. Και πολυκατοικίες του Κράτους, όπου φιλοξενούνται άστεγοι στην μικρή τους πόλη δεν ήταν πολλές κι αμέτρητες: Μία και μοναδική υπήρχε, και αυτή δυο μόλις βήματα από το σχολείο τους! Πήγε, λοιπόν, αμέσως και την βρήκε την γιαγιά ο Ιωσηφίδης και την ρώτησε. Αυτή, στην αρχή, δεν ήθελε να δώσει καμιά μαρτυρία για την εγγονή της απ’ τον φόβο μπας κι ο Θεράπων ήταν μυστικός πράκτορας της Κυβέρνησης και της κάνανε ύστερα έξωση που φιλοξενούσε παράνομα άλλο πρόσωπο έστω κι ας ήτανε η μικρή της εγγονή. Ο Ιωσηφίδης, όμως, επέμεινε και στο τέλος έπεισε την γριά να του τα πει όλα,

    χαρτί και καλαμάρι.

    Για την Κατερίνα, την κόρη της, την μητέρα της Χριστίνας, τι να πει και τι ν’ αφήσει έξω η γριά και να την εκθέσει στα μάτια του ξένου! Όμως, το παράπονο την έπνιγε που, για έναν άντρα, μάλιστα, τόσο βρωμερό ρεμάλι της κοινωνίας κι αχαΐρευτο και μεθύστακα και χασικλή, είπε η γιαγιά με πάθος, έχει χαραμίσει την δικιά της την ζωή, η άμυαλη, μα και του μονάκριβου παιδιού της.

    «Μα κι εμένα, που ’μαι μάνα της, να πού μ’ έχει παραρίξει για χατίρι του και μόνο, έστω κι αν το σπίτι τους που κάθονται, και με τα δικά μου κιόλας χρήματα, το ’χουν αγοράσει κι επιπλώσει, οι αχάριστοι! Αλλά, κατά βάθος, κύριε, η ανόητη η κόρη μου έχει μια καλή ψυχή, καθαρό χρυσάφι, μάλαμα. Είμαι σίγουρη, λοιπόν, πως στο τέλος θα θελήσει μ’ όλη την ψυχή της και τη δύναμη να παρασταθεί στην κόρη της, τώρα που έχει μπλέξει το κακόμοιρο το παιδί της τόσο άσχημα. Και αυτή μονάχα θα σου πει τι στ’ αλήθεια κρύβεται πίσω απ’ όλη την ζωή και τις σκέψεις της Χριστίνας μας. Μάνα είναι, μην ξεχνάς, και οι μάνες όλες τους όσες έχουν δοκιμάσει τους πόνους της γέννας -μα ζώα είναι, μα γυναίκες σαν εμάς, με καρδιά και νου κι αισθήματα- τα φροντίζουν τα παιδιά τους, τα πονάνε πάντοτε και πεθαίνουνε γι’ αυτά!»

    Κι έδωσε αμέσως στον Θεράποντα την διεύθυνση της κόρης της, «αλλά μην της πεις, σε παρακαλώ πολύ, πως στην έδωσα εγώ! Και μην πας εκεί στη διάρκεια της μέρας που ’ναι ακόμα και κοιμάται εκεί ο τεμπέλης κι ανεπρόκοπος ο άντρας της. Πήγαινε αργά το βράδυ που ο τρισκατάρατος αυτός ξενυχτάει σαν κοπρόσκυλο στα φτηνά τα τζογαράδικα και στα χασικλίδικα της πιάτσας!»

    Την μητέρα της Χριστίνας, γερασμένη πριν την ώρα της και κουτσαίνοντας στο ένα πόδι, ο Ιωσηφίδης βρήκε, γύρω στις εννιά το βράδυ, να μπαλώνει κάτι ρούχα στο μικρό και κρύο σαλονάκι του σπιτιού, έχοντας στην πλάτη της ριγμένη μια κουβέρτα-κουρελού για να ζεσταίνεται. Χειμώνας έξω, παγωνιά, κι όμως στο σπίτι μέσα ούτε φως ούτε φωτιά, που λέει ο λόγος, για να αισθανθείς πως μπαίνεις σε κατοικημένο σπίτι. Την καλησπέρισε, λέγοντας ποιος είναι, και μπήκε αμέσως στο ψητό: «Η Χριστίνα, κυρία, η κόρη σας, βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση. Πρέπει, λοιπόν, σαν μάνα της που είστε να την βοηθήσετε να ξελασπώσει, αλλιώς την χάνετε για πάντα! Και είναι κρίμα το παιδί!»

    Η Κατερίνα, μόλις άκουσε αυτά, τα παράτησε αμέσως όλα, ζήτησε συγγνώμη από τον νυχτερινό της επισκέπτη να την περιμένει πέντε-δέκα λεπτά να βάλει ένα ρούχο της προκοπής απάνω της και -τότε μονάχα το πρόσεξε ο Ιωσηφίδης- σέρνοντας με δυσκολία το ένας της πόδι, πήγανε μαζί στον αστυνομικό σταθμό. Στον Θεράποντα -«δεν είστε δικηγόρος», του είπανε -δεν του επέτρεψαν να παραστεί στην κατάθεσή της και του έδειξαν να καθίσει στην αίθουσα αναμονής μέχρι να ξεμπερδέψουνε με την κυρία. Και η κατάθεση της Κατερίνας, της μάνας της κατηγορούμενης μαθήτριας Χριστίνας Φρίγκου, κράτησε πάνω από τρεις ώρες.

    «Όμως αυτά που θα σας πω και θα καταθέσω μ’ όρκο στο Ευαγγέλιο», τους δήλωσε, «τα λέω μόνο και μόνο για να σώσω την κόρη μου. Και το μόνο που ζητώ κι εγώ από σας είναι να κρίνετε την αλήθεια της κατάθεσής μου κι όχι εμένα που τόσα χρόνια ταλάνιζα και μαχαίρωνα την καρδιά μου με ψέματα για να μπορέσω να ζήσω κι εγώ και το παιδί μου και να μην χαθούμε μέσα στην πείνα, την απόγνωση και την ασυγχώρητη προστυχιά.»

    Η αστυνομία, βέβαια, δεν έχει καν το δικαίωμα να αισθάνεται συμπάθεια και να λυπάται τους κατατρεγμένους και τους άτυχους. Οι πάσης μορφής συναισθηματισμοί και η φιλανθρωπία είναι πράγματα καταδικαστέα κι έωλα για τα όργανα του νόμου. Η αστυνομία πρέπει να κάνει την δουλειά της αποκλειστικά και μόνο με το γράμμα κι όχι με το πνεύμα του νόμου που καλείται να προστατεύει, να εφαρμόζει και να υπερασπίζεται. Έτσι, τουλάχιστον, πιστεύουν ακράδαντα κι αλύγιστα οι έχοντες και κατέχοντες την εξουσία, όσοι, δηλαδή, κρατάνε και το κρέας και το μαχαίρι και το κόβουν και το προσφέρουν κατά βούληση. Υπάρχουν, όμως, και οι σπάνιες εκείνες εξαιρέσεις που, με πραγματικό κι όχι θεωρητικό κίνδυνο για την σταδιοδρομία και τα παράσημά τους, κοιτάνε τον νόμο κατάματα και διερωτούνται κατά πόσο οι άνθρωποι, που τον έφτιαξαν και τον έθεσαν σε ισχύ, είχανε σαν μοναδική κι άτεγκτη πρόθεσή τους την εξουθενωτική τιμωρία κι όχι την αναμόρφωση όσων είχανε διαπράξει κάποιο ενσυνείδητο ή, τις πιο πολλές φορές, αθέλητο σφάλμα στην ζωή και τις κινήσεις τους. Συνεπώς, ερωτούν οι σπάνιες, δυστυχώς, αυτές εξαιρέσεις, γιατί δεν αφήνεται, κάποτε-κάποτε, και κάποια πρωτοβουλία στα όργανα της τάξης και του νόμου να κατανοήσουν ότι «το λάθος είναι ανθρώπινο» και ότι κατ’ ακολουθία θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με ανθρώπινα κι όχι μηχανιστικά και πολλές φορές εντελώς απάνθρωπα κριτήρια κι αποτελέσματα.

    Έτσι, λοιπόν, και στην περίπτωση της Κατερίνας Φρίγκου, της τραγικής μητέρας της κατηγορούμενης Χριστίνας, η νεαρά υπαστυνόμος που έπαιρνε την κατάθεσή της, μόνο που δεν έκλαψε και δεν την αγκάλιασε για να την παρηγορήσει και να της δώσει θάρρος κι ελπίδες πως το κορίτσι της δεν επιτρεπόταν με κανένα τρόπο ν’ αφεθεί να χαθεί για ένα δικαιολογημένο, έστω και βαρύτατο, σφάλμα της, να κλωτσά, δηλαδή, και να γρονθοκοπά το άψυχο σώμα της πεσμένης σαν κουρέλι στο πάτωμα Διευθύντριάς της.

    Ο Θεράπων Ιωσηφίδης, όταν είχε κάτι σοβαρό και σπουδαίο να μας διηγηθεί, δεν μας το ’λεγε αμέσως, παρά μόνο έκανε ολόκληρο γύρο, σαν τον γύρο, όπως λέμε, του χατζήχοτζα, μέχρι να τ’ αποφασίσει να μιλήσει καθαρά για το θέμα που του τριβέλιζε το μυαλό κι ήθελε να το συμμεριστεί μ’ εμάς τους φίλους και πάντα πρόθυμους ακροατές του. Και μας έβγαζε πραγματικά την ψυχή από την αγωνία μας να μάθουμε τι τέλος πάντων σκόπευε να μας πει.

    Ακριβώς, δηλαδή, όπως και η μακαρίτισσα η γιαγιά μου, που όταν της κλαιγόμασταν να μας πει την νύχτα κάνα ωραίο παραμύθι απ’ τα τόσα που ’ξερε και που μας σαγήνευαν, ξαφνικά θυμότανε να τρέξει στην κουζίνα που ήταν άπλυτος ο τέντζερης, ή να καθαρίσει το τραπέζι, ή να πάει προς νερού της έστω και αν είχε πάει πριν πέντε λεπτά, ή να βάλει και να βγάλει τα γυαλιά της άπειρες φορές, ή να ξεροβήξει κι ύστερα να καθαρίσει την συναχωμένη μύτη της. Οπότε εμείς νυστάζαμε και με δυσκολία κρατούσαμε τα μάτια μας ανοικτά και θέλαμε να πάμε για ύπνο. Αλλά και πάλι το παραμύθι είναι παραμύθι, και το παιδί-παιδί! Και παραμύθι χωρίς παιδί, όπως και παιδί χωρίς παραμύθι, δεν γίνεται ποτέ!

    Έτσι, λοιπόν, κι εμείς, που τον ξέραμε καλά, κι από την ίσια του κι από την ανάποδή του, τον φίλο μας τον Θεράποντα Ιωσηφίδη, καθηγητή των Μαθητικών σήμερα σε Πανεπιστήμιο του εξωτερικού, κι είχαμε να τον συναντήσουμε χρόνια, τον επισκεφτήκαμε αμέσως τρεις παλιοί συμμαθητές του και στενοί του φίλοι μόλις πληροφορηθήκαμε από τις εφημερίδες ότι γύρισε στον τόπο μας για διακοπές κι έμενε σε ξενοδοχείο της μικρής μας πόλης. Και περιμέναμε υπομονετικά, σαν άγουρα παιδιά, όπως τον παλιό καλό καιρό, για να τον ακούσουμε, γιατί ξέραμε καλά πως, στο τέλος, αυτό που θα μας έλεγε θα ’τανε και σπουδαίο και πολύ ενδιαφέρον. Και δεν πέσαμε καθόλου έξω!

    «Βρε, πως περνάνε αυτά τ’ άτιμα και μουλωχτά χρόνια και δεν το παίρνουμε είδηση! Έρχονται γνωστοί και φίλοι να μ’ επισκεφθούν στο σπίτι και με βλέπουν να ’χω στοίβα τα ημερολόγια όλων των ειδών και ποιοτήτων: Έγχρωμα, ασπρόμαυρα, του γραφείου και του τοίχου και μικρά της τσέπης. Μανία, σας ομολογώ, το ’χω να τα μαζεύω, χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει, και να τα βάζω στο σαλόνι για να κάνω χάζι με τους επισκέπτες φίλους μου. ‘Ρε Θεράποντα’, μου λένε, ‘ρε συ τι τα θέλεις όλα ετούτα τα χαρτιά, άχρηστα που είναι, τα κρατάς και τα φυλάς και στεναχωριέσαι άδικα; Πέτα τα στον κάλαθο, ρε φίλε μας, να γλιτώσεις απ’ αυτά και να δεις κιόλας το

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1