Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Στη σκιά του Μπούλινγκ
Στη σκιά του Μπούλινγκ
Στη σκιά του Μπούλινγκ
Ebook369 pages3 hours

Στη σκιά του Μπούλινγκ

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

«Μήπως πιστεύεις και εσύ ότι κάθε άτομο έχει το δικαίωμα να ζει και να γίνεται αποδεκτό γι’ αυτό που είναι;  Πώς νομίζεις ότι νιώθει ένα θύμα εκφοβισμού; Εάν είσαι θύμα θα βρεις αλληλεγγύη! Εάν είσαι μάρτυρας επεισοδίων τότε θα βρεις τον τρόπο και το κουράγιο ώστε να αντιμετωπίσεις το μπούλινγκ! Εάν εκφοβίζεις θα καταλάβεις τον πόνο που προκαλείς στα υπόλοιπα άτομα! Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις, αρκεί μια στιγμή για να χάσεις όλα εκείνα που σε χαροποιούσαν μέχρι τώρα αφήνοντας χώρο στη θλίψη, όμως από εσένα εξαρτάται εάν θα βγεις από τη σκιά πηγαίνοντας προς στο φως!»
Η Αναγνώστου Ανθή είναι Κοινωνιολόγος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καστοριά (Ελλάδα) και τα τελευταία χρόνια μετακόμισε στη Νοβάρα (Ιταλία) δημιουργώντας τη δική της οικογένεια. Αυτό είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.
LanguageΕλληνικά
PublisherAnthì
Release dateSep 9, 2017
ISBN9788822897077
Στη σκιά του Μπούλινγκ

Related to Στη σκιά του Μπούλινγκ

Related ebooks

Reviews for Στη σκιά του Μπούλινγκ

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Στη σκιά του Μπούλινγκ - Anthì Anagnostou

    Μπούλινγκ)

    Αφιερωμένο σε όλα τα θύματα του μπούλινγκ

    Ευχαριστίες

    Η ιδέα του Στη σκιά του μπούλινγκ ήρθε σαν μια σπίθα που άναψε μες στο μυαλό μου ένα βράδυ προσπαθώντας να βρω έναν τρόπο για να καλυτερεύσω τα ιταλικά μου, ήταν μια ιδιαίτερη εργασία που κατάφερα σταδιακά να ολοκληρώσω με πολύ κόπο αλλά και με μεγάλη μου χαρά, γι’ αυτό και θα ήθελα να ευχαριστήσω όλα εκείνα τα εξαίσια άτομα που χάρη στη δική τους συνεισφορά το μυθιστόρημα κατάφερε να φτάσει σ’ εσένα.

    Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον σύζυγο μου Αντρέα Σπέκιο που εργάστηκε στο πλάι μου διορθώνοντας αρκετές φορές το κείμενο στα ιταλικά αλλά και για τη δημιουργία του εξωφύλλου χάρη στις γραφιστικές του ικανότητες. Όμως, πάνω από όλα, θα ήθελα τον ευχαριστήσω για την αγάπη του αλλά και την συνεχή υποστήριξη του δίνοντας μου κουράγιο.

    Θα ήθελα να ευχαριστήσω την κόρη μου Μικαέλα , που μου κρατούσε συντροφιά καθώς έγγραφα το τελευταίο κεφάλαιο, δίνοντας μου μικρές κλωτσιές μέσα από την κοιλίτσα μου ενθαρρύνοντας με να το τελειώσω, η παρουσία σου σήμερα με κάνει κάθε μέρα να είμαι όλο και πιο ευτυχισμένη.

    Ευχαριστώ ιδιαιτέρως τη φίλη μου Σάρα Μποτίνι , που πίστεψε σ’ εμένα και μου δώρισε τον πολύτιμο χρόνο της, χωρίς να διστάσει να αναλάβει το δύσκολο έργο της επίλυσης τυχόν γραμματικών λαθών: Το Στη σκιά του μπούλινγκ δεν θα ήταν αυτό που είναι σήμερα στην ιταλική έκδοση χωρίς τη δική της εργασία.

    Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω τη μητέρα μου αλλά και την αδερφή μου, που συνεχίζουν να υποστηρίζουν και να εμπνέουν το έργο μου.

    Κεφάλαιο 1

    Η οικογένεια

    Λέγεται ότι η πρώτη κοινωνική ομάδα στην οποία εντασσόμαστε είναι η οικογένεια και αυτό γίνεται αυτομάτως με την γέννηση μας, από αυτή τη στιγμή και μέχρι να μεγαλώσουμε, οι γονείς μάς βοηθούν να ανακαλύψουμε τα μυστικά και τα ζητήματα της ευρύτερης κοινωνίας με σκοπό την προστασία και την προετοιμασία μας για την αντιμετώπισης τους.

    Όμως είναι όλες οι οικογένειες ίδιες; Όχι! Καθεμία είναι διαφορετική και μοναδική γιατί έχει εκείνα τα χαρακτηριστικά και εκείνες τις κοινωνικές ιδιότητες που την κάνουν να ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες, όμως έχουν όλες τα ίδια δικαιώματα και αξίζουν τον ίδιο σεβασμό, όπως η οικογένεια που θα συναντήσουμε στη δική μας ιστορία.

    Κάπου στην Ιταλία ζει μια οικογένεια αποτελούμενη από τέσσερα μέλη, είναι η οικογένεια Βούρνι. Η Έμιλυ είναι η πρωταγωνίστρια της ιστορίας μας, πρόκειται για μια κοπελίτσα σχεδόν δέκα χρονών, λίγο παχουλή με μακριά καστανά μαλλιά και πράσινα μάτια, όπως ακριβώς εκείνα του πατέρα της, του κυρίου Φάμπιο. Η μητέρα της ονομάζεται Σάρα, μια όμορφη κυρία με μαλλιά κόκκινα και τα μάτια καστανά και ως τελευταίο μέλος της οικογένειάς έχουμε την Ντιάνα, τη μεγαλύτερη αδερφή. Η Ντιάνα είναι μια εμφανίσιμη ψηλή δωδεκάχρονη κοπέλα με μακριά καστανά μαλλιά και καστανά μάτια.

    Η οικογένεια Βούρνι εγκατέλειψε τον τόπο καταγωγής πριν από κάποια χρόνια μετά τον γάμο τους, ώστε να κάνει ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή, σε μια άλλη μεγαλύτερη πόλη με περισσότερες εργασιακές ευκαιρίες. Ο κύριος Φάμπιο βρήκε δουλειά ως οδηγός φορτηγού, ενώ η κυρία Σάρα άνοιξε το δικό της κομμωτήριο. Δεν είναι αρκετά πλούσιοι όμως το φαγητό δεν λείπει ποτέ από το τραπέζι!

    Οι Βούρνι είναι μια οικογένεια απλή και ευδιάθετη, με αρκετούς φίλους και αρκετή όρεξη για ζωή. Η Ντιάνα φροντίζει συχνά τη μικρή της αδερφή ενώ και οι δυο τους βοηθούν τη μητέρα τους με τις δουλειές του σπιτιού.

    Το καλοκαίρι τελειώνει και σύντομα θα ξανανοίξουν τα σχολεία. Αυτή τη χρονιά η Έμιλυ θα πρέπει να πάει μόνη της στο σχολείο διότι η Ντιάνα από τον Σεπτέμβριο θα αρχίσει να φοιτά, πάντα στην ίδια πόλη, στο γυμνάσιο.

    «Ουφ ήρθε κιόλας ο Σεπτέμβρης»… αναφώνησε η Έμιλυ... « μα πώς πέρασε γρήγορα το καλοκαίρι, ήταν τόσο ωραία... παίζαμε όλη μέρα... η θάλασσα... ο ήλιος... και..»

    «..και σε λίγο ξεκινά το σχολείο!», συνέχισε η Ντιάνα.

    «Θα μου λείψεις Ντιάνα, από εδώ και στο εξής θα πρέπει να πηγαίνω στο σχολείο μόνη μου κάθε πρωί»

    «Ε ναι… θα μου λείψεις και εσύ»

    «Όλα θα πάνε καλά κορίτσια, μην φοβάστε!», αναφώνησε ο μπαμπάς, «Έμιλυ καρδούλα μου, είσαι πλέον δέκα χρονών, θα τα καταφέρεις και μόνη σου, θα δεις σε δέκα λεπτά θα είσαι στο σχολείο όπου θα βρεις τις φίλες σου... και εσύ Ντιάνα πρέπει να είσαι έτοιμη για το γυμνάσιο, θα κάνεις καινούργιες φιλίες και θα έχεις καινούργιους καθηγητές... έτσι είναι η ζωή πάντα γεμάτη αλλαγές και προκλήσεις!», ολοκλήρωσε ο μπαμπάς.

    «Λοιπόν αφήστε την κουβέντα και ελάτε να φάμε! Το δείπνο είναι έτοιμο!» φώναξε η μαμά.

    Και κάπως έτσι η οικογένεια Βούρνι ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει τις καινούργιες προκλήσεις που η ζωή θα φέρει στο δρόμο τους... Θα είναι όμως έτοιμοι για να τις ξεπεράσουν;

    Η έξοδος

    Πέρασαν δυο μήνες από το ξεκίνημα των σχολείων, η Ντιάνα φοιτά στην Α’ Γυμνασίου σ’ αυτό το διάστημα γνώρισε νέους φίλους αλλά και καθηγητές, συνειδητοποίησε ότι τα μαθήματα πλέον είναι πιο δύσκολα και οι καθηγητές πιο αυστηροί σε σχέση μ’ εκείνους που είχε στο δημοτικό, με συνέπεια να αφιερώνει περισσότερο χρόνο στο διάβασμα. Αυτή η μεγάλη αλλαγή είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία άγχους στη ζωή της νεαρής μας μαθήτριας.

    Και για την Έμιλυ κάτι είχε αλλάξει, είχε συνηθίσει να πηγαίνει μόνη της στο σχολείο χωρίς τη συνοδεία της μεγαλύτερης αδερφής της. Πέρα απ’ αυτή τη μικρή αλλαγή η μικρή μας πρωταγωνίστρια είχε ακόμα τις φίλες της, τη Μαρίζα και την Αντονέλα, όπου όλες μαζί έμοιαζαν ευτυχισμένες, διότι είχαν αρκετό χρόνο για να παίζουν και μετά το σχολείο αλλά και γιατί τα μαθήματα τους δεν ήταν τόσο δύσκολα, όπως εκείνα της Ντιάνα.

    Ένα απόγευμα, καθώς η Έμιλυ έπαιζε με τις κούκλες της, συνέβη κάτι που δεν το περίμενε κανείς.

    «Μα αν είναι ποτέ δυνατόν Έμιλυ, μπορείς να κάνεις λίγο ησυχία; Δεν βλέπεις ότι προσπαθώ να διαβάσω… σε παρακαλώ!!!»

    «Συγνώμη Ντιάνα! Δεν ήθελα να σ’ ενοχλήσω απλά παίζω»

    «Το ξέρω ότι απλά παίζεις! Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα ότι κάνεις πολλή φασαρία ενώ εγώ διαβάζω, έχεις καθόλου ιδέα πόσο δύσκολο είναι το γυμνάσιο; Με το που θα γυρίσει η μαμά από τη δουλειά θα της τα πω όλα!»

    «Με... με συγχωρείς... αλήθεια σου λέω... δεν το έκανα επίτηδες, μα τι σου συμβαίνει; Γιατί θυμώνεις;»

    «Φτάνει πια! Σταμάτα να παίζεις είπα! Πήγαινε να δεις τηλεόραση!»

    «Μάλιστα... ό, τι πεις...»

    Έπειτα από τρείς ώρες σχεδόν η μητέρα επέστρεψε στο σπίτι από τη δουλειά.

    «Γεια σας κορίτσια, γύρισα! Μήπως πεινάτε; Πάω να κάνω ένα ντουζάκι και μετά θα ξεκινήσω να ετοιμάζω το βραδινό…»

    «Γεια σου μαμά, τηλεφώνησε ο μπαμπάς πριν, είπε ότι θα γυρίσει μεθαύριο, είναι καλά και έχεις πολλούς χαιρετισμούς», την ενημέρωσε η Έμιλυ.

    «Καλώς, ευτυχώς που έχει δουλειά να λες... ο μισθός του χρειάζεται υπάρχουν πάντα τόσα έξοδα που πρέπει να ανταπεξέλθουμε».

    Λίγο αργότερα, ενώ η μαμά μαγείρευε, η Ντιάνα βγήκε από το δωμάτιο της και πήγε στην κουζίνα...

    «Τι γίνεται μαμά, πώς είσαι; Όλα καλά;»

    «Μια χαρά τα ίδια Ντιάνα όπως συνήθως εσύ; Τι σου συμβαίνει; Γιατί έχεις αυτά τα μούτρα;»

    «Γιατί; Διότι η μικρή Έμιλυ δεν μ’ αφήνει να διαβάσω με την ησυχία μου! Όλο το απόγευμα παίζει κάνοντας φασαρία!»

    «Σοβαρά; Έμιλυ! Έλα αμέσως εδώ!»

    «Τι έγινε μαμά;» ρώτησε η Έμιλυ βγαίνοντας από το δωμάτιο της.

    «Γιατί δεν κάθεσαι φρόνιμα; Πόσες φορές πρέπει να σου πούμε ότι η αδερφή σου έχει πολύ διάβασμα τώρα και ότι τα πράγματα δεν είναι όπως πριν; Έχει μεγαλώσει, δεν είναι πια ένα κοριτσάκι όπως εσύ!

    «Εντάξει το ξέρω... της ζήτησα συγγνώμη… δεν ήθελα να την ενοχλήσω...»

    «Ας το ελπίσουμε...»

    «Μα τι συμβαίνει στην αδερφή μου;», αναρωτιόταν η Έμιλυ... «αλλάζει... νευριάζει συνεχώς μαζί μου... δεν ήταν έτσι πρώτα... ποιός ξέρει αν γίνω και εγώ έτσι όταν θα πάω στο γυμνάσιο... τι αηδία... μα όλοι έτσι γίνονται; Διαβάζουν όλη τη μέρα, είναι πάντα θυμωμένοι και δεν παίζουν ποτέ;... Με τρομάζει το μέλλον...»

    Κάπως έτσι η Έμιλυ άρχισε να ανακαλύπτει πως οι συνθήκες ζωής μιας μαθήτριας γυμνασίου είναι πολύ διαφορετικές από εκείνες μιας μαθήτριας δημοτικού... Η Ντιάνα δεν είναι πλέον το κοριτσάκι που έπαιζε μαζί της μετά το σχολείο... έχει μεγαλώσει πλέον, μέχρι και οι γονείς συμπεριφέρονται με διαφορετικό τρόπο δίνοντας της πάντα δίκιο. Αυτή η συμπεριφορά έκανε την Έμιλυ να νιώθει παραμελημένη, μέχρι που ένα Σάββατο βράδυ τα πράγματα άρχισαν να περιπλέκονται.

    «Μαμά... απόψε θα βγω!» είπε η Ντιάνα.

    «Μάλιστα... με ποιον θα βγεις;»

    «Θα βγω με τη Στεφανία, τη Μαρία και τη Σαμπρίνα...»

    «Και πού θα πάτε;»

    «Ε... ναι... εεε... να ήθελα να σε ρωτήσω αν μπορώ να πάω στο Gigi - Bar ... και να γυρίσω σπίτι μετά τις 22:30...»

    «Τι πράγμα; Πού; Μα έχεις τρελαθεί;»

    «Όχι βέβαια… τι λες... απλά θέλω να βγω με τα κορίτσια...»

    «Εννοείται πως όχι! Πόσες φορές θα πρέπει να σου πω ότι δεν μου αρέσει αυτό το μπαρ! Δεν είναι για ‘σένα, είσαι πολύ μικρή, είσαι μόλις δώδεκα χρονών!»

    «Έλα τώρα μαμά... όλες οι φίλες μου δώδεκα χρονών είναι και πηγαίνουν στο μπαρ χωρίς οι μανάδες τους να το κάνουν ολόκληρο θέμα...»

    «Δεν μ’ ενδιαφέρει τι κάνουν οι φίλες σου με τις μανάδες τους! Εκεί δεν θα πας! Το πολύ-πολύ να βγεις μια βόλτα μέχρι το κέντρο έως τις 21:30...αλλά στο Gigi - Bar όχι!», είπε θυμωμένη η μαμά ενώ εκείνη τη στιγμή μπήκε στο σπίτι ο μπαμπάς.

    «Μα τι γίνεται εδώ; Γιατί φωνάζετε έτσι;» ρώτησε.

    «Η κόρη σου απόψε θέλει να πάει στο Gigi - Bar μέχρι τις 22:30!»

    «Σοβαρά;»

    «Μα έλα τώρα μπαμπά! Μην αρχίζεις και εσύ... μεγάλωσα πια... όλα τα’ άλλα κορίτσια βγαίνουν...»

    «Ναι... το ξέρω ότι βγαίνουν αλλά δεν πηγαίνουν όλες σ’ εκείνο το μέρος μέχρι τις 22:30! Είναι επικίνδυνο! Έχεις καταλάβει τι κόσμος κυκλοφορεί έξω εκείνη την ώρα;!»

    «Βλέπεις ότι έχω δίκιο Ντιάνα; Το ξέρεις πολύ καλά πως δεν μου αρέσουν και πάρα πολύ οι καινούργιες σου φίλες και ιδιαιτέρως εκείνες που γυρνάν στο σπίτι τους αργά το βράδυ!», είπε νευριασμένη η μαμά.

    «Δεν το πιστεύω... γιατί μου συμπεριφέρεστε έτσι;! Είμαι αρκετά αγχωμένη επειδή διαβάζω πάρα πολύ όλες τις μέρες, γι’ αυτό έχω ανάγκη να βγω λίγο να ξεσκάσω... ένα Σάββατο μου μένει ελεύθερο για να ξεκολλήσω από τα βιβλία..! Ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα με τις φίλες μου;»

    «Το πρόβλημα είναι ότι αυτά τα κορίτσια ασκούν αρνητική επιρροή επάνω σου... λένε και κάνουν πράγματα που δεν είναι για την ηλικία σας ακόμα…», της εξήγησε η μαμά.

    «Λοιπόν είναι άσκοπο να το συζητάμε δεν βγάζει πουθενά, ας την αφήσουμε να πάει... μόνο έτσι θα καταλάβει!»

    «Φάμπιο τι λες; Έχεις τρελαθεί και εσύ τώρα;»

    «Εντάξει Ντιάνα μου... κέρδισες εσύ ...πήγαινε όπου θες και γύρνα στο σπίτι στις 22:30»

    «Αχ σ’ ευχαριστώ μπαμπά! Σ’ αγαπώ πολύ! Και εσύ μαμά τι λες; Συμφωνείς με τον μπαμπά;»

    «Εεε... εντάξει... σύμφωνοι…»

    «Αχ σ’ ευχαριστώ μαμά!»

    Η μικρή Έμιλυ που τα είχε ακούσει όλα από το δωμάτιο της σκεφτόταν: «Μα τι συμβαίνει; Μέχρι πριν από λίγο δεν την άφηναν να βγει... και ξαφνικά άλλαξαν ιδέα; Γιατί; Πρώτα δηλαδή ήταν λάθος και τώρα όχι; Πραγματικά δεν καταλαβαίνω» .

    Ήταν σχεδόν 21:00 και η Έμιλυ μαζί με τους γονείς της παρακολουθούσαν τηλεόραση, όμως η κυρία Σάρα δεν μπορούσε να κρύψει την ανησυχία της...

    «Μα πώς μπορείς να είσαι τόσο ψύχραιμος;» είπε στον μπαμπά.

    «Ηρέμησε...», την καθησύχασε εκείνος.

    Μετά από λίγο ακούστηκε ο ήχος των κλειδιών που άνοιγαν την πόρτα... ήταν η Ντιάνα!

    «Χαίρεται!», είπε χαμηλόφωνα και με το κεφάλι κατεβασμένο.

    «Γεια σου όμορφη...», της απάντησε ο μπαμπάς κάνοντας νόημα με τα μάτια στη μαμά…

    «Χαίρεται καλή μου», είπε εκείνη χαμογελώντας στον μπαμπά.

    «Γεια σου αδερφούλα μου! Μα γύρισες κιόλας!»

    «Ναι Έμιλυ... από τη στιγμή που με βλέπεις σημαίνει ότι είμαι εδώ... πάω ν’ αλλάξω...», είπε η Ντιάνα αρκετά ενοχλημένη.

    Οι γονείς αντιθέτως είχαν από ένα ωραίο χαμόγελο στα χείλη... το χαμόγελο του «είχα δίκιο»!

    «Τι σου είχα πει;» είπε ο μπαμπάς στη μαμά ικανοποιημένος.

    «Ε.. ναι.. όντως…», του απάντησε εκείνη ξεφυσώντας.

    Μετά από δέκα λεπτά περίπου η Ντιάνα βγήκε από το δωμάτιο της και πήγε να καθίσει με την υπόλοιπη οικογένεια... ήταν όμως πολύ ήσυχη και σκεπτική.

    Αν και η Έμιλυ ήταν αρκετά κουρασμένη η περιέργεια της δεν την άφηνε να πάει για ύπνο, ήθελε να μάθει γιατί η αδερφή της γύρισε στο σπίτι τόσο νωρίς τελικά.

    Μπαμπάς: «Λοιπόν; Πώς πήγε; Σου άρεσε στο μπαρ;»

    Ντιάνα: «Ε… να... ε... για να πω την αλήθεια... ΌΧΙ! Δεν μου άρεσε καθόλου! Πρέπει να παραδεχτώ ότι είχατε δίκιο τελικά! Ο κόσμος εκεί ήταν μεγάλος... υπήρχαν αγόρια και κορίτσια ηλικίας δεκαπέντε-δεκαοχτώ χρονών... που κάπνιζαν και έπιναν!

    Μαμά: «Ναι… ναι...»

    Ντιάνα: «Κι ύστερα... ύστερα... δύο δεκαεξάχρονοι μας πλησίασαν θέλοντας να μας γνωρίσουν... η Στεφανία και η Σαμπρίνα ήταν πολύ χαρούμενες... αλλά εγώ και η Μαρία όχι... δεν ήμασταν ευτυχισμένες ...σ’ εμάς αρέσει το διάβασμα... είναι νωρίς ακόμα για τέτοια πράγματα. Δεν ξέρω... μαμά είχες δίκιο τελικά για τις φίλες μου... μόνο η Μαρία σκέφτεται όπως εγώ... νιώθω τόσο ανόητη... έφερα τόση αναστάτωση για μια έξοδο... και τελικά…»

    Μπαμπάς: «Κατάλαβες ότι όταν σου λέμε κάτι είναι για το καλό σου; Εμείς το μόνο που θέλουμε είναι να σας βλέπουμε ευτυχισμένες... σου επέτρεψα να βγεις για να σε κάνω να συνειδητοποιήσεις ότι δεν είσαι ακόμα έτοιμη για να συχνάζεις σε τέτοια μέρη… το φαντάστηκα ότι θα είχες γυρίσει στο σπίτι πριν τις 22:30....σε ξέρω καλά, είσαι η κόρη μου»

    Ντιάνα: «Σας ευχαριστώ πολύ! Πραγματικά λυπάμαι πολύ για ό, τι συνέβη είχατε δίκιο! Σας υπόσχομαι ότι από αύριο θα αρχίσω να βλέπω λιγότερο τη Στεφανία και τη Σαμπρίνα… γιατί προτιμώ να κάνω παρέα με κορίτσια όπως η Μαρία που είναι πιο κοντά στον χαρακτήρα μου!»

    Μαμά: «Είμαι στ’ αλήθεια περήφανη για σένα Ντιάνα... και εσύ Έμιλυ; Πήρες το μάθημα σου;»

    Έμιλυ: «Ναι μαμά! Το κατάλαβα! Όταν θα είμαι στην ηλικία της Ντιάνα δεν θα σας ζητήσω να πάω στο Gigi - Bar μέχρι τις 22:30! Όμως... εάν η Ντιάνα πήγαινε σε άλλο μπαρ θα ήταν καλύτερα;

    Μπαμπάς: «Χα χα ! Μετά τις 22:00 είναι επικίνδυνα παντού Έμιλυ!»

    Έμιλυ: «Ε αφού το λες εσύ πάει να πει ότι είναι αλήθεια! Χα χα»

    Και έτσι οι γονείς βοήθησαν τα κορίτσια να καταλάβουν ότι η σημερινή κοινωνία είναι γεμάτη με μυστήρια και ότι τα πράγματα δεν είναι ποτέ όπως φαίνονται, υπάρχουν πάντα εκπλήξεις και καινούργια πράγματα για να ανακαλύψουν. Ο κίνδυνος παραμονεύει και το μόνο που απομένει είναι να αντιμετωπιστεί το συντομότερο δυνατό.

    Μία άβολη κατάσταση

    Ήταν μια κρύα αλλά ηλιόλουστη μέρα του Γενάρη, ο κ. Φάμπιο βρισκόταν σε επαγγελματικό ταξίδι και θα έλειπε για τουλάχιστον τρεις μέρες από το σπίτι. Όπως κάθε μέρα τα κορίτσια σηκώθηκαν νωρίς το πρωί για να πάρουν το πρωινό τους και να πάνε στο σχολείο.

    «Μαμά! Τελείωσα το πρωινό μου, ξεκινάω για το σχολείο»

    «Εντάξει Έμιλυ εγώ τελειώνω το μαγείρεμα και θα πάω στη δουλειά, δεν θα καταφέρω να γυρίσω για το μεσημεριανό»

    «Το ξέρω μαμά μου το ‘πες χθες βράδυ»

    «Απλά ήθελα να σου το υπενθυμίσω, θα τα πούμε το βράδυ λοιπόν, καλή σου μέρα!»

    «Καλή δουλειά!»

    Μετά από μερικά λεπτά η Έμιλυ έφτασε στο σχολείο όπου συνάντησε τις φίλες της, τη Μαρίζα και την Αντονέλα.

    Η Μαρίζα είναι ένα κοριτσάκι λεπτό και όχι πολύ ψηλό, με μαύρα μαλλιά καρέ και μάτια καστανά, η επιδερμίδα της είναι λίγο σκούρα και είναι πολύ φιλική ενώ η Αντονέλα, είναι πολύ ψηλή, με ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα, έχει μακριά ξανθά μαλλιά, πράσινα σμαραγδένια μάτια και ένα λαμπερό χαμόγελο.

    Οι τρεις φίλες χαιρετήθηκαν γρήγορα και έτρεξαν αμέσως στην αίθουσα. Αν και το μάθημα είχε ξεκινήσει, τα κορίτσια δεν έβλεπαν την ώρα του διαλείμματος για να παίξουν. Το κουδούνι είχε χτυπήσει και επιτέλους ξεκίνησαν να παίζουν με την μπάλα μαζί με τους υπόλοιπους συμμαθητές.

    Έμιλυ: «Εδώ Μαρίζα εδώ! Δώσ’ τη μου!»

    Αντονέλα: «Την πήρα εγώ! Χα χα πάρε!»

    Μαρίζα: «Ναι! Πάλι εγώ την πήρα!»

    Έμιλυ: «Πέτα την σ’ εμένα!»

    Μαρίζα: «Πάρ’ την! Ωχ!»

    Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού η μπάλα προσγειώθηκε στο κεφάλι του Μάριο ενός συμμαθητή.

    Μαρίζα: «Συγγνώμη Μάριο! Δεν το έκανα επίτηδες!»

    Μάριο: «Εσύ ήσουν; Εσύ κρατούσες την μπάλα πριν;»

    Μαρίζα: «Ναι αλλά δεν ήθελα...»

    Μάριο: «Μα τη αηδία! Παράτα με! Μην μ’ αγγίζεις! Είσαι βρόμικη και μυρίζεις άσχημα! Σίγουρα έχεις κάποια αρρώστια και θα κολλήσεις και εμένα τώρα!»

    Μαρίζα: «Μα τι λες;»

    Μάριο: «Χα χα όντως το ξέχασα αφού ο ιός είσαι εσύ από μόνη σου! Είσαι η μαριμπόχα! Σκέτη αηδία! Ντανιέλ μην ακουμπάς την μπάλα έχει μολυνθεί από τον ιό της μαριμπόχας την έπιασε η Μαρίζα και τώρα είναι μολυσμένη!»

    Ντανιέλ: «Χα χα αφού έπεσε επάνω σου πριν σημαίνει ότι έχεις μολυνθεί από την μαριμπόχα εσύ τώρα!»

    Μάριο: «Να πάρει η οργή, έχεις δίκιο! Τώρα θα τη μεταδώσω στη Λουκία μόνο έτσι θα την ξεφορτωθώ!»

    Λουκία: «Μπλιάχ! Όχι δεν θέλω να με μολύνεις!»

    Μαρίζα: «Μα τι ανοησίες είναι αυτές! Δεν είναι αλήθεια! Δεν είμαι άρρωστη!»

    Ελεονόρα: «Αχ! Μόλις μολύνθηκα από τη Λουκία, έχω μαριμπόχα! Μα γιατί με ακούμπησες; Αντονέλα είσαι η επόμενη! Να, πάρε!»

    Αντονέλα: «Μα τρελάθηκες τελείως; Γιατί διάλεξες εμένα;! Ε λοιπόν και εγώ θα πιάσω τον τοίχο και θα θεραπευθώ απ’ τον ιό!»

    Έμιλυ: «Μα τι κάνετε; Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό το παιχνίδι! Αντονέλα;»

    Αντονέλα: «Τι έπαθες τώρα; Δεν το ξεκίνησα εγώ...»

    Μάριο: «Είναι η Μαρίζα! Μην την αγγίζεις Έμιλυ!»

    Και εκείνη τη στιγμή ακούστηκε το κουδούνι του σχολείου.

    Ελεονόρα: «Χτύπησε το κουδούνι πάμε στην τάξη!»

    Μάριο: «Πάλι καλά που διώξαμε τη μαριμπόχα από πάνω μας! Είσαι μια άπλυτη βρομιάρα Μαρίζα, ανακατεύομαι μόλις σε βλέπω...»

    Τα παιδιά επέστρεψαν στην τάξη και ο δάσκαλος ξεκίνησε το μάθημα, όμως η Έμιλυ ήταν πολύ σκεπτική και ανήσυχη.

    «Τι έγινε πριν; Τι παιχνίδι ήταν αυτό; Η Μαρίζα δεν φαίνεται να είναι καλά... είναι έτοιμη να βάλει τα κλάματα, τα μάτια της είναι δακρυσμένα... η καημενούλα... δεν μπορώ να τη βλέπω έτσι θλιμμένη... δεν νιώθω καλά... αλλά και η Αντονέλα; Μα να συμμετέχει και αυτή σ’ αυτό το ηλίθιο παιχνίδι... αφού είμαστε πολύ καλές φίλες εμείς οι τρείς... πώς μπόρεσε να το κάνει αυτό στη Μαρίζα;! Δεν καταλαβαίνω... πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω το λόγο; Τι της έκανε η Μαρίζα; Γιατί της συμπεριφέρονται με αυτόν τον παράξενο τρόπο; Ο Μάριο είναι κακός, πολύ κακός!»

    Επιτέλους τα μαθήματα τελείωσαν και έφτασε η στιγμή της επιστροφής στο σπίτι, η Έμιλυ χαιρέτησε την Αντονέλα και τη Μαρίζα, η οποία φαινόταν να είναι καλύτερα από πριν, και έπειτα από κάποιες ώρες τελείωσε τις εργασίες της. Όμως σε αντίθεση με τις άλλες φορές σήμερα δεν είχε διάθεση για παιχνίδι, παράτησε τις κούκλες της και προτίμησε να δει τηλεόραση, αλλά το μυαλό της ήταν συνέχεια σ’ αυτό που είχε συμβεί το πρωί στο σχολείο.

    «Δεν μπορώ ακόμα να καταλάβω τι είδους παιχνίδι ήταν αυτό σήμερα, ακούς εκεί μαριμπόχα... ήθελα να ‘ξερα πώς νιώθει η Μαρίζα τώρα, είμαι σίγουρη ότι είναι σπίτι της και κλαίει αυτή τη στιγμή, είδα τα δάκρυα στα μάτια της, αν και μετά προσπαθούσε να συμπεριφερθεί φυσιολογικά και προσποιούταν ότι όλα ήταν καλά σαν να μη συνέβη τίποτα. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα ξανασυμβεί, ίσως ο Μάριο θύμωσε αρκετά επειδή τον χτύπησε με την μπάλα... μα ναι... γι’ αυτό! Είμαι σίγουρη! Απορώ πώς δεν το σκέφτηκα νωρίτερα, ήταν μια κακιά στιγμή!»

    Η Έμιλυ καθησυχάστηκε λίγο, ήταν σίγουρη ότι αυτό που συνέβη ήταν ένα ατυχές περιστατικό και μέσα της ήλπιζε ότι δεν θα συνέβαινε κάτι τέτοιο ξανά.

    Το επόμενο

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1