Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Φόνος σε κοινή θέα (Μυστήρια στα ελληνικά νησιά 4)
Φόνος σε κοινή θέα (Μυστήρια στα ελληνικά νησιά 4)
Φόνος σε κοινή θέα (Μυστήρια στα ελληνικά νησιά 4)
Ebook298 pages3 hours

Φόνος σε κοινή θέα (Μυστήρια στα ελληνικά νησιά 4)

Rating: 4 out of 5 stars

4/5

()

Read preview

About this ebook

Φόνος σε κοινή θέα...


Ο ήλιος ανατέλει και οι φωτεινές του αχτίνες φανερώνουν το πτώμα ενός κοριτσιού.
Η ανθυπαστυνόμος Ιόλη Καρά ξεκινάει για το νησί της Φολέγανδρου για να ερευνήσει την υπόθεση.

Εραστές, οικογένεια, φίλοι, πρώην...όλοι ύποπτοι...
Και η Ιόλη είναι χωρίς το συνεργάτη και αφεντικό της. Ο υπαστυνόμος Παπακώστας έχει και εκείνος μία μυστηριωδη και άλυτη υπόθεση στα χέρια του.

Ελάτε σε ένα ταξίδι μυστηρίου γύρω από τα νησιά του Αιγαίου...

LanguageΕλληνικά
PublisherBadPress
Release dateFeb 11, 2018
ISBN9781547516759
Φόνος σε κοινή θέα (Μυστήρια στα ελληνικά νησιά 4)

Read more from Luke Christodoulou

Related to Φόνος σε κοινή θέα (Μυστήρια στα ελληνικά νησιά 4)

Related ebooks

Reviews for Φόνος σε κοινή θέα (Μυστήρια στα ελληνικά νησιά 4)

Rating: 4 out of 5 stars
4/5

3 ratings1 review

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

  • Rating: 2 out of 5 stars
    2/5
    Just play the video game. Five more words needed before review can be posted

Book preview

Φόνος σε κοινή θέα (Μυστήρια στα ελληνικά νησιά 4) - Luke Christodoulou

ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΗΣΙΑ  #4

Αυτοτελές θρίλερ

Φόνος σε

κοινή θέα

Του

Λουκά Χριστοδούλου

Αφιερωμένο στο γιο μου, Ιάσονα.

Έργα του Λουκά Χριστοδούλου:

Ο Δολοφόνος του Ολύμπου (Μυστήρια σε Ελληνικά Νησιά 1) -2014

Εγκλήματα στο όνομα του Θεού (Μυστήρια σε Ελληνικά Νησιά 2) -2015

Ο Θάνατος μίας Νύφης (Μυστήρια σε Ελληνικά Νησιά 3) -2016

Θάνατος σε Κοινή Θέα (Μυστήρια σε Ελληνικά Νησιά 4) -2017

Ξενοδοχείο Θανάτου (Μυστήρια σε Ελληνικά Νησιά 5) -2018

––––––––

Κριτικές για Τα Μυστήρια σε Ελληνικά Νησιά (Σειρά Βιβλίων)

‘Το Εγκλήματα στο όνομα του Θεού θα ταίριαζε σε οποιονδήποτε του αρέσουν ιστορίες μυστηρίου και δολοφονιών, με μυστήριο και δράση. Χαίρομαι που μπορώ να συστήσω αυτό το βιβλίο και ελπίζω ότι ο συγγραφέας εργάζεται πάνω στο επόμενο βιβλίο της σειράς’.

- Chris Fisher για το Reader’s Favourite

‘Ο Έλληνας James Patterson ξαναχτυπάει’.

- Greek Reporter

‘...κάνει εκπληκτική δουλειά γράφοντας μία ασυνήθιστη  ιστορία δολοφονίας κάτω από την Ελληνικό ήλιο’.

-Ruth Rowley

‘Η Ελλάδα είναι περήφανη που διαθέτει έναν τέτοιο συγγραφέα. Ο Θάνατος μίας Νύφης είναι αναμφισβήτητα η καλύτερη δουλειά του’.

-Chicago Review Of Books

‘Ο Θάνατος μίας Νύφης είναι μία υπέροχη ιστορία φόνου/μυστηρίου. Μία ιστορία της Αγκάθα Κρίστι του 21ου αιώνα’.

- Ένωση Λογοτεχνών

‘Μία ιστορία που σε καθηλώνει...ενδεδυμένη με μυστήριο, ένταση και εκδίκηση’.

-Elaine Bertolotti (Συγγραφέας)

‘Σπουδαία δουλειά που ζητάει να γίνει σενάριο ταινίας...πλούτος υπέροχων ιστοριών, με καλή πλοκή και με αληθοφανείς χαρακτήρες, όμορφοι ελληνικοί συμβολισμοί, εντυπωσιακή ματιά στην Ελληνική κουλτούρα και μερικές υπέροχες στιγμές χιούμορ. Με υπέροχη πλοκή γεμάτη ανατροπές. Ειλικρινά δεν ανέμενα κάτι τέτοιο. Εύκολο στυλ, με πυκνή δράση, ζωντανούς χαρακτήρες και όλα αυτά με φόντο την υπέροχη Ελλάδα και την εντυπωσιακή της ιστορία και κουλτούρα’.

-Meandthemutts Book Reviewer

‘Ένα θρίλερ που σε κρατάει καθηλωμένο’.

- Daniel T.A. (Συγγραφέας)

‘Σε παρασύρει όπως ένα παιχνίδι Sudoku... ο συγγραφέας έχει γράψει μία έξυπνη ιστορία με εκπληκτικές αποκαλύψεις στο τέλος’.

-Julius Salisbury (Συγγραφέας)

‘Αν σας αρέσουν οι ιστορίες μυστηρίου και φόνων με υπέροχους χαρακτήρες, ατμοσφαιρικό σκηνικό και ενδιαφέρουσα πλοκή που σε κάνει να θέλεις να γυρίζεις τις σελίδες, τότε αυτό το βιβλίο έχει γραφτεί για εσάς’.

-Ben (Internet Reviewer)

‘Μία ιστορία μυστηρίου και φόνου που δεν μπορείς να αφήσεις στη μέση’.

-Sheri A. Wilkinson (Book Reviewer)

‘Η δουλειά του συγγραφέα, Λουκά Χριστοδούλου, είναι τέχνη του γραπτού λόγου στο αποκορύφωμα της’.

-Rose Margaret Phillips (Book Blog Reviewer)

––––––––

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ : Κωνσταντίνος Μουράτης

Κεφάλαιο 1

Ήταν μεσάνυχτα στο εξωτικό νησί της Φολέγανδρου, ένα μικρό νησάκι σαν γυρτό οκτώ που πέφτει στα καθαρά και αμόλυντα νερά του Αιγαίου. Μακριά από το κέντρο της Χώρας και τους ηλιοκαμένους από τον ελληνικό ήλιο τουρίστες, απλώνονται σιωπηλές και σκοτεινές γειτονιές. Οι ντόπιοι είχαν εδώ και ώρα αποκοιμηθεί.

Μία μπλε ξύλινη πόρτα έστεκε ελαφρώς μισάνοιχτη και ένα θερμό φως ξεχύνονταν έξω στο σκοτάδι και στο δροσερό, καλοκαιρινό αεράκι που διέσχιζε τα φιδωτά δρομάκια της Χώρας. Ψιθυριστά λόγια αγάπης και η ανταλλαγή παθιασμένων φιλιών έσπασαν τη σιωπή.

‘Σσσσ, πρέπει να φύγω, η μητέρα μου μού τηλεφωνεί εδώ και μία ώρα. Γνωρίζεις καλά πόσο υπερβολική είναι. Αν δεν επιστρέψω στο σπίτι σύντομα, θα στείλει ομάδα αναζήτησης’, είπε χαμηλόφωνα η δεκαοχτάχρονη Ναταλία, καθώς τα καστανοκόκκινα της μαλλιά ακουμπούσαν απαλά τους γυμνούς της ώμους.

‘Μείνε, αγάπη μου. Πόσες ευκαιρίες νομίζεις ότι θα έχουμε; Η γυναίκα μου επιστρέφει την Πέμπτη’, είπε με παράπονο ο μεγαλύτερος σε ηλικία εραστής της, κρατώντας της σφιχτά το χέρι.

‘Δεν μπορώ’, απάντησε εκείνη, χωρίς να μπορεί να κρύψει την ενόχλησή της. Τίποτα δεν την ενοχλούσε περισσότερο από έναν άντρα που εκλιπαρούσε. Τράβηξε το λεπτό της χέρι από τη δυνατή του παλάμη.

‘Καληνύχτα’, του είπε με ένα βεβιασμένο χαμόγελο. Σε τελική ανάλυση, ήταν καλός εραστής.

Η Ναταλία κατηφόρισε το πλακόστρωτο δρομάκι, ανάμεσα σε γραφικά, κυκλαδίτικα σπίτια. Όλα στο χρώμα του γαλάζιου και του λευκού, μερικά από επιλογή και, άλλα, με εντολή των τοπικών αρχών, στο όνομα της ομορφιάς και για την προσέλκυση τουριστών. Ένα αδύναμο φως προσπαθούσε να διαφύγει από τις γυάλινες -σαν φυλακή- λάμπες και να φτάσει τον πλακόστρωτο δρόμο. Η Ναταλία τηλεφώνησε στη μητέρα της και απολογούμενη που δεν απάντησε στις κλήσεις της με την τρυφερή, γλυκιά φωνή της – την ψεύτικη χροιά που συχνά χρησιμοποιούσε – ενημέρωσε τη μητέρα της ότι ήταν στο δρόμο της επιστροφής για το σπίτι. Κοίταξε την οθόνη του κινητού της καθώς τερμάτιζε την κλήση, αγνοώντας τη σκοτεινή φιγούρα που την πλησίαζε από πίσω.

Μία φευγαλέα κραυγή ξέφυγε από τα βαμμένα κόκκινα της χείλη, όταν σήκωσε το κεφάλι και αντίκρισε κατάματα το αγόρι που βάδιζε κουτσαίνοντας προς το μέρος της.

‘Ά στο διάολο! Παραλίγο να τα κάνω πάνω μου’.

‘Δεν... δεν... δεν θα έπρεπε... να βρίζεις, Ναταλία. Δεν είναι... σωστό για ένα κορίτσι... να μιλάει με αυτόν τον τρόπο’, απάντησε ο νεαρός, μιλώντας με τον γνωστό στο νησί αργό ρυθμό του. Πάσχιζε να αναπνεύσει και σταματούσε σχεδόν μετά από κάθε λέξη.

‘Σοβαρά, καθυστερημένε; Μου δίνεις συμβουλές;’

Ένιωσε άσχημα αμέσως μόλις πρόφερε τις λέξεις. Η συνείδησή της ξύπνησε μόλις είδε τη θλίψη να απλώνεται στα μικρά, μπλε μάτια του. ‘Συγγνώμη’, πρόσθεσε βιαστικά και έστριψε για να προσπεράσει τον τρεμάμενο, παχουλό πρώην συμμαθητή της.

Ο Άδωνις πετάχτηκε μπροστά της. ‘Προς τι η βιασύνη;’ Παύση. ‘Μείνε να μιλήσουμε’. Και άλλη παύση, μακρύτερη αυτή την φορά. Κρύος ιδρώτας απλώθηκε στο πλατύ του μέτωπο, κάτω από τα ξανθά του μαλλιά που ανέμιζαν ακανόνιστα στο παραδομένο στους ανέμους σοκάκι. ‘Μιλάς σε όλα τα αγόρια’, πρόσθεσε, παλεύοντας με την έντονη αναπνοή του.

Οι τύψεις αμέσως πέθαναν μέσα της. ‘Τι σημαίνει αυτό;’ ρώτησε, υψώνοντας την φωνή της.

‘Σε κάθε περίπτωση, μιλάω μόνο στα όμορφα αγόρια. Έχεις δει τον εαυτό σου στον καθρέφτη, τέρας;’

Η Ναταλία τον έσπρωξε για να περάσει και επιτάχυνε το βήμα της.

Μόλις μερικά χιλιόμετρα πιο μακριά, η μητέρα της, Ηλέκτρα κάθονταν στην χειροποίητη κουνιστή καρέκλα της, μπροστά στο τεράστιο παράθυρο της κουζίνας που έβλεπε από ψηλά τη Χώρα. Τα γκρίζα μαλλιά της ήταν πιασμένα ψηλά σε κότσο και έλαμπαν στο φως της σελήνης το οποίο χάνονταν στις βαθιές ρυτίδες του προσώπου της. Αν και μόλις πενήντα εννέα ετών, η Ηλέκτρα έδειχνε τουλάχιστον μία δεκαετία μεγαλύτερη. Κορίτσι των αγρών, μεγαλωμένη στα χωράφια, εργάστηκε για χρόνια κάτω από τον ανηλεή ήλιο του μεσημεριού, γέννησε και έχασε πέντε παιδιά στα τριάντα της, πριν τελικά αποκτήσει δίδυμα στην όχι και τόσο τρυφερή ηλικία των σαράντα ενός ετών. Η χαρά της δεν διήρκησε πολύ καθώς ο σύζυγός της πέθανε από καρδιακή ανακοπή δύο χρόνια αργότερα. Αναγκάστηκε να επιστρέψει στη δουλειά ως καθαρίστρια σε ξενοδοχειακό συγκρότημα της Χώρας και, ανατρέφοντας δύο παιδιά μόνη της, ο χρόνος δεν υπήρξε ευγενικός με το κουρασμένο σώμα της.

Με ελαφρώς τρεμάμενα χέρια, η Ηλέκτρα σήκωσε το φλιτζάνι με τον καυτό, ελληνικό καφέ στα σκασμένα της χείλη. Γνωρίζοντας πως τα παιδιά της ήταν στο δρόμο της επιστροφής, χαμογέλασε καθώς το ζεστό ρόφημα ταξίδευε προς τα κάτω, προσφέροντας ανακουφιστική ευλογία στο ταλαιπωρημένο κορμί της.

‘Το ότι μπορείς να πίνεις ζεστό καφέ με αυτήν τη ζέστη, δεν παύει να με εντυπωσιάζει’, είπε ο Γρηγόρης και η βραχνή φωνή του την έκανε να αναπηδήσει.

‘Και τι να έπινα, γιε μου; Φραπέ; Φρέντο καπουτσίνο; Ή, ίσως, ένα μοχίτο;’

Το γέλιο του γιου της τη ζέστανε περισσότερο από το δυνατό, αχνιστό καφέ.

‘Πώς είναι η δουλειά στο καλοκαιρινό μπαράκι;’ ρώτησε, χτυπώντας ελαφρά τη μισοφαγωμένη πολυθρόνα δίπλα της. Ο ξερακιανός γιος της πλησίασε, την φίλησε τρυφερά στο μέτωπο και κάθισε δίπλα της.

‘Τα λεφτά είναι καλά...’

‘Τα λεφτά δεν είναι το παν...’ τον διέκοψε η μητέρα του. ‘Θα έπρεπε να διασκεδάζεις το τελευταίο σου καλοκαίρι πριν το πανεπιστήμιο’.

‘Αυτό κάνω, μαμά. Η μουσική είναι υπέροχη, πίνω δωρεάν, οι φίλοι μου έρχονται να με δουν και κάνω γνωριμίες με  κορίτσια. Τι περισσότερο να ζητήσει ένα αγόρι;’ απάντησε με ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο να κοσμεί το όμορφο πρόσωπό του.

‘Ελπίζω να είναι κορίτσια του νησιού και όχι εκείνες οι βρωμιάρες και εύκολες τουρίστριες από την Ευρώπη’.

Ο Γρηγόρης έβαλε το χέρι του πάνω σε αυτό της μητέρας του. Σήκωσε τα φρύδια του και κοίταξε τα σαν χάντρες μάτια της, την είσοδο της φλογερής της ψυχής. ‘Αυτό είναι στα όρια του ρατσισμού’.

‘Δεν με νοιάζει τι είναι. Εγώ νοιάζομαι μονάχα για εσένα και την αδερφή σου’.

‘Πού είναι η Ναταλία εδώ που τα λέμε;’ ρώτησε ο Γρηγόρης, πριν η μητέρα του ‘τσαντιστεί’ περισσότερο, η αγαπημένη του λέξη για να περιγράψει τους παθιασμένους λόγους της για τα παιδιά της.

‘Τηλεφώνησε και είπε ότι επιστρέφει. Ήταν στο σπίτι της Μελίνας’.

‘Ναι, είμαι βέβαιος’, ψιθύρισε ο Γρηγόρης και πετάχτηκε όρθιος. Ευτυχώς που η μητέρα του δεν άκουσε τι είπε. Ήταν νυσταγμένη μετά από μία μακρά μέρα στη δουλειά.

‘Τι είπες, νεαρέ;’

‘Είπα καληνύχτα, πάω στο κρεβάτι μου’.

‘Καληνύχτα, θησαυρέ μου’.

Σύντομα, και οι δύο αφέθηκαν στην αγκαλιά του Μορφέα. Ο Γρηγόρης στο μονό του κρεβάτι, κάτω από αφίσες με όμορφες κοπέλες πάνω σε μεγάλες μηχανές και από πόστερ ποδοσφαιρικών ομάδων, ονειρεύτηκε τη μελλοντική του ζωή στην πρωτεύουσα. Το φθινόπωρο πλησίαζε βιαστικά. Η Ηλέκτρα αποκοιμήθηκε στην κουνιστή της καρέκλα παραμένοντας εκεί για να ακούσει την κόρη της να επιστρέφει στην οικογενειακή φωλιά. Ωστόσο, ώρες αργότερα, όταν οι ακτίνες του ήλιου, αντανακλώντας πάνω στο τζάμι, σκόρπισαν φως στην μικρή κουζίνα, η Ναταλία δεν είχε ακόμη επιστρέψει.

Ο φωτεινός ελληνικός ήλιος ανέτειλε σταδιακά μέσα από τον ορίζοντα του πελάγους και άρχιζε να φωτίζει τα στενά δρομάκια. Η ηλικιωμένη Περσεφόνη, μία παχουλή γυναίκα, ήταν η πρώτη που άνοιξε την μπλε πόρτα της απελευθερώνοντας το δελεαστικό άρωμα του φρεσκοψημένου ψωμιού. Η μαυροφορεμένη φιγούρα της ξεχύθηκε στη μεγάλη αυλή και έπιασε το λάστιχο του κήπου που βρίσκονταν δίπλα από την αυλόπορτα και έμοιαζε χρυσαφένιο μέσα στην ανατολή του ηλίου. Η λουλουδιασμένη της αυλή τη γέμιζε υπερηφάνεια και η Περσεφόνη πάλευε σκληρά για να διατηρήσει τα λουλούδια μέσα στον ανελέητο καλοκαιριάτικο καύσωνα. Για αυτό τα πότιζε νωρίς το πρωί πριν ο καυτός ήλιος ξήράνει τη γη. Καθώς το άρωμα των κόκκινων τριαντάφυλλων την πλημμύρισε, έριξε μια ματιά γύρω της.

Ο ευαίσθητος λαιμός της πάσχισε για να εκφέρει τις κραυγές της. Το πράσινο λάστιχο έπεσε από τα τρεμάμενα χέρια της και η Περσεφόνη οπισθοχώρησε τρεκλίζοντας πριν πέσει στο υγρό γρασίδι. Στα ογδόντα δύο της, αφού έζησε το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ως παιδί, πέρασε εποχές κατάθλιψης, εποχές καταπίεσης, είδε τη βία στον κόσμο μέσα από την τηλεόραση, το άψυχο σώμα του συζύγου της μετά από ένα μοιραίο αυτοκινητιστικό δυστύχημα, η Περσεφόνη πίστευε πως τίποτα δεν θα μπορούσε να τη σοκάρει πλέον.

Έκανε λάθος.

Η θέα στην ταράτσα του εγκαταλελειμμένου σπιτιού απέναντι από τον κήπο της τη γονάτισε. Ένα διαμελισμένο, ακέφαλο, γυμνό σώμα κρέμονταν από τη ξεχαρβαλωμένη και σκουριασμένη κεραία της τηλεόρασης. Τα στήθη της γυναίκας είχαν κοπεί αφήνοντας δύο μεγάλες ουλές που αιμορραγούσαν. Το στομάχι του πτώματος είχε ανοιχτεί και τα εντόσθια κρέμονταν στάζοντας αίμα πάνω στα βρώμικα κεραμίδια της σκεπής. Η Περσεφόνη έκλεισε τα μάτια της, προσευχήθηκε για να πάρει δύναμη και στηρίχτηκε με τα χέρια της στο μουσκεμένο έδαφος για να σηκωθεί. Όσο της το επέτρεπε το γηρασμένο της κορμί έτρεξε προς το εσωτερικό του σπιτιού της. Κραυγές από την πλατεία του χωριού ακούστηκαν τριγύρω και την ακολούθησαν μέσα στο σπίτι. Κατάλαβε πως δεν θα ήταν η μόνη που θα καλούσε την αστυνομία.

Σύντομα, κάτοικοι συγκεντρώθηκαν γύρω από τα κλειστά καφέ και εστιατόρια της κεντρικής πλατείας – η Χώρα διέθετε τρεις στο σύνολο – και, αντικρίζοντας την απεχθή σκηνή, στάθηκαν εμβρόντητοι και απόλυτα σοκαρισμένοι. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε γίνει τέτοιου είδους έγκλημα στο ήσυχο νησί τους. Ακόμη και η μοναδική αστυνόμος του νησιού είχε παγώσει αντικρίζοντας το αποτροπιαστικό θέαμα. Στα είκοσι έξι της χρόνια, η Βαλεντίνα είχε μόλις δύο χρόνια υπηρεσίας στο αστυνομικό σώμα. Μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια είχε βρεθεί αντιμέτωπη με ελάχιστους καβγάδες σε μπαρ, μία περίπτωση ενδοοικογενειακής βίας και μερικές περιπτώσεις κλοπής πορτοφολιών. Κυρίως, διατηρούσε καθαρή και ευπαρουσίαστη την αίθουσα του αστυνομικού τμήματος και έψηνε καφέ που απολάμβανε ενώ περνούσε την ώρα της στο Facebook. Εντελώς απροετοίμαστη, απέκλεισε την περιοχή γύρω από το υπό κατάρρευση οίκημα και τηλεφώνησε στο Αρχηγείο στην ενδοχώρα.

Κεφάλαιο 2

Αθήνα

Η Ιόλη τράβηξε την ασημένια κορδέλα από τα λαμπερά μαύρα μαλλιά της. Έξυσε χαμηλά την πλάτη της με αρκετή δύναμη καθώς έσκυβε μπροστά καθισμένη στην λευκή σαν το γάλα καρέκλα γραφείου που τελευταία είχε πάνω της ένα ακριβό μαξιλάρι, ειδικό για εγκύους. Σήκωσε το κεφάλι της αργά και αναστέναξε βαθιά. Καθώς έριξε το βλέμμα της στο τεράστιο – κατά τη γνώμη της – εξόγκωμα λόγω κυοφορίας, ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της. Δεν μπορούσε να πιστέψει πόσο γρήγορα είχαν περάσει έξι μήνες. Ακόμη δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν έγκυος. Αρκετά συχνά ένιωθε ενοχές όταν εργάζονταν λησμονώντας ότι κυοφορούσε. Πλέον δεν υπήρχε περίπτωση να το λησμονήσει. Μετακινιόταν αργά, χρησιμοποιούσε τον ανελκυστήρα για να φτάσει στο γραφείο της, στον τρίτο όροφο του Αρχηγείου της Αστυνομίας, και λαχάνιαζε συχνότερα από ότι η γιαγιά της όταν έψαχνε τα γυαλιά της.

Κοίταξε μέσα από το γυάλινο τοίχο μπροστά από το γραφείο της και παρατήρησε τον άχρηστο – πάλι κατά τη γνώμη της – νεοφερμένο συνάδελφο Αλέξανδρο. Ήταν ένας αρκετά κοντός άνδρας με μπολικό χιούμορ. Ένας όμορφος τύπος με αμέτρητους μύες, μία επιθυμία να βοηθήσει και να ικανοποιήσει, και ένα μόνιμο χαμόγελο στο νεανικό του πρόσωπο. Είχε γίνει γρήγορα το αγαπημένο νεοφερμένο πρόσωπο στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών. Περνούσε τα περισσότερα διαλείμματα του έξω, απολαμβάνοντας τα ελληνικά του τσιγάρα, συζητώντας για το ποδόσφαιρο, την πολιτική και τις γυναίκες με συναδέλφους του από το σώμα.

Η Ιόλη αναστέναξε παρατηρώντας τον να μοιράζει καφέδες σε αστυνομικούς του Τμήματος Ανθρωποκτονιών και να διηγείται το ίδιο ανέκδοτο καθώς προχωρούσε. Στριφογύρισε στην καρέκλα της και στα μάτια της διαγράφηκε η θλίψη όταν αντίκρισε το άδειο γραφείο πίσω της. Ο πρώην συνεργάτης, μέντορας και καλύτερός της φίλος, εγώ, ήμουν σε αναρωτική άδεια τον τελευταίο χρόνο.

‘Γαμημένε καρκίνε του παγκρέατος’, μουρμούρισε και έπιασε το κινητό της τηλέφωνο. Τα δάχτυλά της προσγειώθηκαν στο πλήκτρο κλήσης.

‘Γεια σου αφεντικό’, είπε μόλις συνδέθηκε.

‘Πες μου σε παρακαλώ ότι χρειάζεσαι τη βοήθειά μου σε κάποια υπόθεση. Η Τρέισι είναι με άδεια από χθες και με έχει τρελάνει’, ακούστηκε η βραχνή φωνή μου μέσα από το ακουστικό.

‘Σκάσε, γκρινιάρη. Η γυναίκα σου είναι τέλεια και το γνωρίζεις!’

‘Προσπαθεί να με πείσει να πάμε κρουαζιέρα. Εμένα! Σε πλοίο, φυλακισμένος και αναγκασμένος να ξεκουραστώ’.

Η Ιόλη δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το γέλιο της. ‘Αντιλαμβάνεσαι ότι ακούγεσαι γελοίος, έτσι δεν είναι;’. Έκανε μία παύση και πήρε δύναμη για να ρωτήσει. ‘Μπορείς να πας; Εννοώ με την χημειοθεραπεία και όλα αυτά...’

‘Αυτό είναι το θέμα. Έχω ολοκληρώσει αυτόν τον κύκλο της θεραπείας και η γιατρός μου θέλει να σταματήσω για ένα διάστημα...’

‘Να σταματήσεις;’ διέκοψε η Ιόλη, ενώ φόβος χρωμάτισε την φωνή της.

Τώρα ήταν η σειρά μου να γελάσω. Έγειρα το άτριχο μου κεφάλι προς τα πίσω και ξέσπασα σε γέλια.

‘Θεέ μου, το μυαλό σου πάντοτε πηγαίνει στο κακό. Είμαι καλά. Απλά θέλει να κάνουμε ένα διάλειμμα για να δει τα αποτελέσματα της χημειοθεραπείας. Θα σου πω περισσότερα όταν συναντηθούμε. Τώρα συγκεντρώσου στον πραγματικό εφιάλτη. Η Τρέισι πήρε άδεια από τη δουλειά και θέλει να πάμε κρουαζιέρα στο Αιγαίο. Δουλειά σου είναι να της αλλάξεις γνώμη!’

‘Δεν θα κάνω κάτι τέτοιο. Αν η φίλη μου πιστεύει ότι θα σου κάνει καλό, εγώ τη στηρίζω’.

‘Γυναίκες’, αναφώνησα.

Η Ιόλη σηκώθηκε και είδε τον ‘ψάρακα’ Αλέξανδρο να ακολουθεί δύο αξιωματικούς στο γραφείο του Αρχηγού στη γωνία.

‘Κώστα, πρέπει να κλείσω, τα φιλιά μου στην Τρέισι’, είπε βιαστικά και τερμάτησε την κλήση. Με τα βαθουλωτά μάτια της παρακολουθούσε την ομάδα των αντρών που εισέρχονταν στο πιο τρομακτικό μέρος του Τμήματος Ανθρωποκτονιών. Η Ιόλη πλησίασε τη γυάλινη πόρτα του γραφείου της. Μόνο όταν άγγιξε το μεταλλικό χερούλι αντιλήφθηκε πόσο ιδρωμένα ήταν τα χέρια της. Η Ιόλη δεν ίδρωνε ποτέ. Σκέφτηκε πως ήταν και αυτή μία από τις πολλές αλλαγές που συνέβαιναν στο σώμα της. Αγνοώντας τα βλέμματα των συναδέλφων της, βάδισε γρήγορα στον μακρύ διάδρομο προς τη μοναδική ξύλινη πόρτα στον όροφο. Ο Αρχηγός ήταν παραδοσιακός σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του και η πόρτα του γραφείου του είχε αντισταθεί σε πολλές ανακαινίσεις τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Η βαθιά και βραχνή φωνή του Αρχηγού έφτανε ως έξω. Βοηθούσε και το γεγονός ότι η Ιόλη είχε στήσει το αυτί της μερικά εκατοστά από την πόρτα. Οι τυχαίες, ξεκάθαρες λέξεις δεν έβγαζαν νόημα στο κεφάλι της. Με θάρρος χτύπησε στην πόρτα και μπήκε δίχως να περιμένει το γνώριμο σινιάλο ‘πέρασε’ του Αρχηγού -πάντοτε φωναχτά και πάντοτε εκφράζοντας την ενόχλησή του. Ο ψυχρός αέρας του κλιματιστικού εισήλθε στους ιδρωμένους πόρους του σώματός της. Η ζέστη ήταν στην κορυφή της γιγάντιας λίστας των καταστάσεων που ενοχλούσαν τον Αρχηγό περισσότερο.

Οι τρεις άντρες στέκονταν γύρω από το καφετί ξύλινο γραφείο του Αρχηγού. Ο σχεδόν εξηνταπεντάχρονος, μεγαλόσωμος Αρχηγός, με τα γκριζωπά μαλλιά, κάθονταν στην προσαρμοσμένη στο ύψος του, κατάμαυρη καρέκλα του γραφείου του ενώ πίσω από την πλάτη του φαίνονταν το πολύβουο κέντρο της Αθήνας. Ο δυνατός μεσογειακός ήλιος φώτιζε τα γυάλινα κτίρια που κυριαρχούσαν στον ορίζοντα και το ηλιοφώς εξαπλώνονταν σε ολόκληρο το χώρο του ευρύχωρου γραφείου.

‘...οπότε ένας από εσάς του δύο πρέπει να πάει...’ έλεγε ο Αρχηγός, καθώς εκείνη εισχωρούσε, στο άβατο δίχως πρόσκληση, γραφείο του. Το παρελθόν του στο στρατό καθόριζε σημαντικά τον τρόπο που διοικούσε .

Τα μάτια των δύο αξιωματικών άνοιξαν διάπλατα και η Ιόλη θα ορκίζονταν ότι τα ξυρισμένα, πλατιά σαγόνια τους είχαν χαμηλώσει. Μόνο ο Αλέξανδρος της χαμογέλασε, με εκείνο το αθώο, παιχνιδιάρικο χαμόγελο να ζωγραφίζεται στο αρυτίδωτο πρόσωπό του.

‘Συγνώμη αφεντικό’, βιάστηκε να πει. ‘Δεν γνώριζα πως είχατε παρέα. Έχω την αναφορά για την υπόθεση Πετράκη...’

‘Όχι. Είδες ότι ο συνεργάτης σου

Enjoying the preview?
Page 1 of 1