Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Σπιναλόγκα. Η αληθινή ιστορία. "Ντοκουμέντο". Το Ελληνικό Best Seller της Άννας Γιακουμάκη
Σπιναλόγκα. Η αληθινή ιστορία. "Ντοκουμέντο". Το Ελληνικό Best Seller της Άννας Γιακουμάκη
Σπιναλόγκα. Η αληθινή ιστορία. "Ντοκουμέντο". Το Ελληνικό Best Seller της Άννας Γιακουμάκη
Ebook520 pages6 hours

Σπιναλόγκα. Η αληθινή ιστορία. "Ντοκουμέντο". Το Ελληνικό Best Seller της Άννας Γιακουμάκη

Rating: 5 out of 5 stars

5/5

()

Read preview

About this ebook

Ένα νησί. Δύο αληθινοί ήρωες. Μια μεγάλη αγάπη. Μια αληθινή ιστορία που κόβει την ανάσα. Η ζωή παίζει πολλά παιχνίδια. Οι άνθρωποι ακόμα περισσότερα. Εν μέσω του βίαιου Ελληνικού εμφυλίου, ένα από τα πιο τρομακτικά σενάρια της σύγχρονης Ελληνικής ιστορίας, ξεδιπλώνεται στο μικρό νησάκι της Σπιναλόγκας - το αλλοτινό εμπορικό Βενετσιάνικο φρούριο που τώρα έχει μετατραπεί σε μια διαβόητη αποικία λεπρών. Δεκάδες ανυποψίαστοι ηλικιωμένοι, μητέρες και παιδιά από όλη την Κρήτη θα παγιδευτούν σε έναν ιστό ίντριγκας και διαφθοράς, θα χαρακτηριστούν ψευδώς ως «λεπροί» και θα αποσταλλούν βίαια ως έγκλειστοι σε αυτόν τον άγονο βράχο, εξαιτίας οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων που εξηπυρετούν δύο πανούργους και πανίσχυρους άντρες. Ανάμεσα στα θύματα, βρίσκεται μια γυναίκα, η Πιπίνα. Η Πιπίνα είναι η μητέρα δύο ανήλικων παιδιών. Ο άντρας της, ο Κωστής, είναι στρατιώτης στο μέτωπο. Μετά από έντεκα ολόκληρους μήνες άδικου εγκλεισμού της Πιπίνας στη Σπιναλόγκα, ο Κωστής θα λιποτακτήσει και θα καταστρώσει ένα μεγάλο σχέδιο απόδρασης της γυναίκας του από εκεί. Θα τη φυγαδεύσει και θα την οδηγήσει στην Αθήνα για να εξεταστεί και να αποκαλυφθεί η μεγάλη απάτη των δύο αντρών. Εξαιτίας της απόδρασης της νεαρής γυναίκας, θα σωθούν πολλοί αθώοι άνθρωποι. Μέσα από τα μάτια της Πιπίνας, ο αναγνώστης βλέπει την πραγματική Σπιναλόγκα, την ιστορία της, την καθημερινότητα των ανθρώπων της, τις πραγματικές αιτίες που οδηγούνταν εκεί οι άνθρωποι, την ανθρωπιά, την αγάπη και την ελπίδα να γεννιούνται μέσα από αντίξοες συνθήκες. "Σπιναλόγκα. Η αληθινή ιστορία. Ντοκουμέντο". Η κρυμμένη αλήθεια για τη Σπιναλόγκα, όπως καταγράφεται στα ιστορικά αρχεία, αλλά και όπως τη διηγούνται εκείνοι που την έζησαν. Γιατί... "Η αλήθεια, το δίκαιο και η αγάπη, πάντα στο τέλος κερδίζουν..."

LanguageΕλληνικά
Release dateDec 18, 2017
ISBN9789963247011
Σπιναλόγκα. Η αληθινή ιστορία. "Ντοκουμέντο". Το Ελληνικό Best Seller της Άννας Γιακουμάκη
Author

Anna Giakoumaki

Anna Giakoumaki was born in Heraklion, Crete in 1982. She comes from the village of Ekso Mouliana in the region of Sitia, and grew up in Agios Nikolaos. In addition to writing, she also publishes her books, in both print and digital form. After completing her best-selling nonfiction book "Spinalonga - the True Story. Document", which was translated into English and Russian, she also produced "The Secret of Happiness". New, expanded editions of these books have now been released, while her other works are being translated. Anna is currently working on her third book. Older editions in print form: •“Σπιναλόγκα. Η αληθινή ιστορία. Ντοκουμέντο”. Greek Edition, Opsidianos Publications (2012) •“Spinalonga. The true Story. Document”. English Edition, Opsidianos Publications (2012) •“Спиналога. Документальная историа из жизни”. Russian Edition, Opsidianos Publications (2012) •“Το Μυστικό της Ευτυχίας ”. Greek Edition, Opsidianos Publications (2014) New editions in e-book form: •“Σπιναλόγκα. Η αληθινή ιστορία. Ντοκουμέντο” . Greek Edition, Anna Giakoumaki (2017). •“Spinalonga. The true Story”. English Edition, Anna Giakoumaki (2017). •“Το Μυστικό της Ευτυχίας”. Greek Edition, Anna Giakoumaki (2017).

Related to Σπιναλόγκα. Η αληθινή ιστορία. "Ντοκουμέντο". Το Ελληνικό Best Seller της Άννας Γιακουμάκη

Related ebooks

Reviews for Σπιναλόγκα. Η αληθινή ιστορία. "Ντοκουμέντο". Το Ελληνικό Best Seller της Άννας Γιακουμάκη

Rating: 5 out of 5 stars
5/5

2 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Σπιναλόγκα. Η αληθινή ιστορία. "Ντοκουμέντο". Το Ελληνικό Best Seller της Άννας Γιακουμάκη - Anna Giakoumaki

    Βιογραφικό συγγραφέα

    Η Άννα Γιακουμάκη γεννήθηκε το 1982 στο Ηράκλειο Κρήτης. Κατάγεται από τα Έξω Μουλιανά, της επαρχίας Σητείας και μεγάλωσε στον Άγιο Νικόλαο Κρήτης. Δραστηριοποιείται στους κλάδους της Συγγραφής & Έκδοσης Έντυπων και Ηλεκτρονικών Βιβλίων. Μετά το ιστορικό Best Seller «Σπιναλόγκα, η αληθινή ιστορία. Ντοκουμέντο», το οποίο μεταφράστηκε σε Αγγλικά και Ρωσικά, ακολούθησαν τα παρακάτω έργα:

    - Το φιλοσοφικό έργο «Το Μυστικό της Ευτυχίας»

    - Η νέα εμπλουτισμένη με ντοκουμέντα έκδοση με τίτλο «Σπιναλόγκα. Η αληθινή ιστορία. Ντοκουμέντο.»

    - Η νέα αγγλική έκδοση του εμπλουτισμένου έργου με τίτλο «Spinalonga.The true Story.»

    - Η νέα εμπλουτισμένη έκδοση του έργου «Το Μυστικό της Ευτυχίας» σε ηλεκτρονική μορφή.

    Αναμένονται περαιτέρω μεταφράσεις των προαναφερθέντων έργων της, καθώς και η έκδοση του τρίτου έργου της συγγραφέως.

    Έργα της συγγραφέως:

    - «Σπιναλόγκα. Η αληθινή ιστορία. Ντοκουμέντο». Ελληνική έντυπη έκδοση, Εκδόσεις Οψιδιανός (2012).

    - «Spinalonga. The true Story. Document». Αγγλική έντυπη έκδοση, Εκδόσεις Οψιδιανός (2012).

    - «Спиналога. Документальная историа из жизни». Ρωσική έντυπη έκδοση, Εκδόσεις Οψιδιανός (2012).

    - «Το Μυστικό της Ευτυχίας». Ελληνική έντυπη έκδοση, Εκδόσεις Οψιδιανός (2014).

    - «Σπιναλόγκα. Η αληθινή ιστορία. Ντοκουμέντο». Ελληνική ψηφιακή έκδοση, Άννα Γιακουμάκη (2017). Amazon Kindle & iTunes.

    - «Spinalonga. The true Story». Αγγλική ψηφιακή έκδοση, Άννα Γιακουμάκη (2017). Amazon Kindle & iTunes.

    - «Το Μυστικό της Ευτυχίας». Ελληνική ψηφιακή έκδοση, Άννα Γιακουμάκη (2017). Amazon Kindle & iTunes.

    281273.jpg

    Πρόλογος

    Αγαπητέ μου αναγνώστη,

    Το βιβλίο που κρατάς στα χέρια σου είναι ο καρπός μιας δωδεκαετούς έρευνας. Χρειάστηκαν επτά χρόνια περίπου για την ολοκλήρωση της συγγραφής του.

    Βασίστηκε σε αληθινά γεγονότα, ενώ τα πρόσωπα, όπως θα διαπιστώσεις και ο ίδιος, είναι πραγματικά. Η δυσκολία της συλλογής και της διασταύρωσης των στοιχείων ήταν υψηλή. Ο μόνος λόγος, φυσικά, δεν ήταν οι ελάχιστοι εναπομείναντες εν ζωή μάρτυρες. Η προκατάληψη των ανθρώπων έναντι στην ασθένεια και τις κοινωνικές της επιπτώσεις υφίσταται φανερά έως τις μέρες μας, ενώ παράλληλα ορθώνει κατά καιρούς ανυπέρβλητα τείχη σε τυχόν έρευνες. Πολλοί ήταν εκείνοι που δίστασαν να μιλήσουν. Αποποιούμενοι τον εαυτό τους και το παρελθόν τους, με έκαναν να συνειδητοποιήσω το φοβερό εκείνο ψυχικό τραύμα που τους επέφερε η επαφή τους με το νησί και τη νόσο του Χάνσεν. Η έρευνα βασίστηκε κυρίως σε έγγραφα της εποχής, όπως και σε μαρτυρίες απλών ανθρώπων, οι οποίοι έζησαν ως έγκλειστοι στη Σπιναλόγκα ή συναναστράφηκαν με οποιονδήποτε τρόπο μαζί τους. Για του λόγου το αληθές, σου παραθέτω ορισμένα από τα γραπτά ντοκουμέντα όπως και τις απομαγνητοφωνημένες μαρτυρίες των ανθρώπων που βίωσαν την εποχή και την ασθένεια. Θα ήθελα να σου επιστήσω την προσοχή στις αφηγήσεις των μαρτύρων, μιας και η ιστορία που αποτυπώνεται πολλές φορές στα έντυπα αδυνατεί να δώσει απαντήσεις για τα πραγματικά αίτια που προκάλεσαν τις εκάστοτε δράσεις. Τα ονόματα του Νομιάτρου, όπως και του στενού του φίλου για τον οποίο θα μιλήσουμε παρακάτω, έχουν αλλαχθεί. Εμφανίζονται ως Ρασιδάκης και Πλατάκης αντίστοιχα, καθαρά προς αποφυγή λόγων ευθιξίας. Θέλω να διευκρινίσω ότι το παρόν βιβλίο δεν γράφτηκε για να κάνει κριτική σε κανέναν. Στόχος ετούτης της συγγραφής δεν είναι να θίξει ή να σπιλώσει τη μνήμη κανενός. Είναι μια ταπεινή προσπάθεια εξιστόρησης των πραγματικών γεγονότων, προς αποκατάσταση της αλήθειας και κατάρριψη κάθε μύθου περί ασθένειας, κοινωνικής αντιμετώπισης και αιτιών εγκλεισμού των χανσενικών της Σπιναλόγκας. Όλες οι πληροφορίες που αναφέρονται στις σελίδες του έχουν διασταυρωθεί. Θεωρώ εξίσου απαραίτητο να γνωρίζεις ότι το παρόν έργο έχει εμπλουτιστεί σε μηδαμινό βαθμό με μυθοπλαστικά στοιχεία, για την καλύτερη ροή της ιστορίας. Όπως λέω και πιστεύω ακράδαντα, για όλα τα πράγματα σε ετούτο τον κόσμο έχει πλαστεί μια παραϊστορία, την οποία ορισμένοι θέλουν να γνωρίζουμε. Υπάρχει όμως και η αδιάψευστη ιστορία, η οποία είναι η αληθινή, τα στοιχεία της δύναται να διασταυρωθούν και μπορεί να τη μάθει κανείς μόνο από εκείνους που την έζησαν. Με μεγάλη προσοχή, θα σου μεταφέρω όσα διάβασα και άκουσα. Ιδού λοιπόν η ιστορία των χανσενικών της Σπιναλόγκας. Εφόσον τη μελετήσεις, ως ον νοήμον, κατέληξε στα δικά σου συμπεράσματα.

    Σ’ ευχαριστώ που μου δίνεις το βήμα.

    Καλή σου ανάγνωση.

    Άννα Γιακουμάκη

    441055.jpg

    Στη μνήμη της πολυαγαπημένης μου Πιπίνας και σε όλους εκείνους που κατά καιρούς καταπατήθηκε η ανθρώπινή τους αξιοπρέπεια για οποιονδήποτε λόγο.

    Σητεία 1926

    Αργά το απόγευμα.

    Ο ουρανός ξεκίνησε να παίρνει ένα βαθύ ροζ χρώμα. Οι οικογένειες βλέπουν το σημάδι και ξεκινούν να μαζεύουν τα πράγματά τους. Άλλη μια κουραστική ημέρα έφτασε στο τέλος της. Η κυρα-Λένη μαζεύει τα πράγματα της οικογένειας από το χωράφι και τα φορτώνει στο γαϊδουράκι. Ο κυρ Παντελής συγκεντρώνει τα εργαλεία, τα οποία είναι πιο βαριά, και τα τοποθετεί ισομερώς στα δυο ψάθινα καλάθια που βρίσκονται δεμένα στα πλαϊνά του ζωντανού.

    Κυρα-Λένη: Κωστάκη, έλα, παιδί μου, να φύγουμε…! λέει η κυρα-Λένη στον γιο της, κάνοντάς του νόημα με τα χέρια της.

    Ο Κωστάκης πλησιάζει τη μητέρα του. Η κυρα-Λένη ανασηκώνει τον μικρό από τις μασχάλες και τον βάζει να καθίσει στη ράχη του γαϊδουριού.

    Κυρα-Λένη: Κράτα καλά, ε;

    Κωστάκης: Ναι…

    Οι γονείς του μικρού Κωστάκη κάνουν έναν τελευταίο έλεγχο στο χωράφι, προκειμένου να σιγουρευτούν ότι δεν ξεχνούν τίποτα. Εφόσον βεβαιώθηκαν, ο κυρ Παντελής λύνει το γαϊδουράκι από τον πάσσαλο όπου το είχε δεμένο και παίρνουν τον δρόμο για το σπίτι. Στη διαδρομή συναντούν πολλούς συγχωριανούς. Επιστρέφουν κι εκείνοι από τις αγροτικές τους εργασίες. Λες και έδιναν ραντεβού κάθε σούρουπο. Αν και δεν κυκλοφορούν πολλά ρολόγια ακόμα στην περιοχή, η συνάντησή τους είναι εκπληκτικά ακριβής. Το μεγάλο τους, κοινό ρολόι, ο ζωοδότης ήλιος, δεν τους πρόδιδε ποτέ. Η δύση του έθετε το τέλος σε κάθε εξωτερική εργασία. Οι δουλειές βέβαια, και ιδιαίτερα για τις γυναίκες της κάθε οικογένειας, δεν σταματούσαν ποτέ. Η γυναίκα ετούτης της εποχής είχε να μαγειρέψει στα παιδιά και στον άντρα της, να συγυρίσει, να υφάνει, να φροντίσει τα γεροντάκια τους. Ο άντρας πάλι, από την άλλη, ασχολιόταν με τις πιo βαριές εργασίες που απέμεναν. Να χτίσει, να φέρει ξύλα, να μαστορέψει και τόσα άλλα. Σαν ερχόταν όμως το βραδάκι, ξεπόρτιζε. Οι άντρες συνήθιζαν να συναντιούνται στα καφενεία του χωριού. Με ένα ουζάκι, ένα σιγαρέτο και προπαντός μια καλή παρέα, εξόρκιζαν τα κακά και την πίεση όλης της ημέρας.

    Η κυρα-Λένη με τον κυρ Παντελή και τον μικρό φτάνουν στο σπίτι. Η κυρα-Λένη κατεβάζει από το γαϊδουράκι τον Κωστή. Έπειτα λύνει από τη ράχη του ζωντανού τον ντρουβά* (*ντρουβάς = μάλλινη τσάντα) με τα χόρτα και τον περνάει στον δεξί της ώμο.

    Λύνει το μαντήλι με το ψωμοτύρι και τις ελιές.

    - Άφησέ τα, Ελένη, θα τα κατεβάσω εγώ… Πήγαινε στο σπίτι… της λέει ο άντρας της.

    Ο κυρ Παντελής κατεβάζει τα υπόλοιπα πράγματα από το γαϊδουράκι και τα τοποθετεί στη θέση τους. Μετά, το οδηγεί στον στάβλο. Του βάζει νερό στη γούρνα για να ξεδιψάσει. Η κυρα-Λένη έχει απλώσει τα χόρτα επάνω στον σοφρά* (*χαμηλό, στρογγυλό, ξύλινο τραπέζι) για να τα καθαρίσει.

    Κωστάκης: Χόρτα θα ψήσεις;

    - Ναι… Έχει και δυο αυγά… Η κυρα-Λένη κοιτάζει τον Κωστάκη. Θα μου φέρεις δυο ξυλαράκια για την παραστιά;

    - Ναι…

    Ο Κωστάκης πηγαίνει στο πίσω μέρος του σπιτιού, όπου η οικογένεια φυλάσσει τα ξύλα. Διαλέγει πέντε-έξι ξύλα τα οποία θεωρεί ότι είναι κατάλληλα για τη φωτιά και τα πηγαίνει στη μάνα του.

    - Μπράβο, παιδί μου… Άφησέ τα εκεί… του λέει, υποδεικνύοντάς του ένα σημείο δίπλα στην παραστιά.

    Ο μικρός εναποθέτει τα ξυλαράκια εκεί που του υπέδειξε η μητέρα του. Εκείνη την ώρα χτυπάει η πόρτα του σπιτιού τους.

    - Ποιος είναι; ρωτάει η κυρα-Λένη.

    - Εμείς, κυρα-Λένη! ακούγεται να λέει μια παιδική φωνή.

    Η κυρα-Λένη ανοίγει την πόρτα. Ο Κωστάκης τρέχει ξοπίσω της να δει ποιος είναι. Ανοίγοντας την πόρτα, βλέπουν τρεις-τέσσερις πιτσιρικάδες ξυπόλυτους, με κοντά παντελονάκια. Είναι οι φίλοι του Κωστάκη, που έχουν έρθει να τον πάρουν.

    - Καλησπέρα, κυρα-Λένη!

    - Καλώς τα παιδιά, τους λέει με ένα πλατύ χαμόγελο εκείνη. Τι κάνετε;

    - Καλά… Να έρθει ο Κωστής μαζί μας;

    - Πού θα πάτε;

    - Να παίξουμε…

    - Να πάτε. Πού θα είστε;

    - Στην κάτω γειτονιά.

    - Καλά. Να μην αργήσετε όμως…

    - Όχι, κυρα-Λένη.

    Ο Κωστής κοιτάζει χαρούμενος τους φίλους του.

    - Κωστάκη, του λέει η μάνα του πριν να διαβεί την πόρτα, δεν θες να βάλεις μια μπουκιά στο στόμα σου πριν να φύγεις;

    - Όχι, μάνα. Θα φάω χόρτα, της απαντάει, δίνοντάς της ένα πεταχτό αποχαιρετιστήριο φιλί στο μάγουλο.

    Κωστής: Πού πάμε;

    Νίκος: Στο κάτω χωριό.

    Κωστής: Ποιοι θα έρθουν;

    Σταύρος: Εμείς θα είμαστε, ο Κοσμάς του μπαρμπέρη, ο Τάσος του γανωτή και τα κορίτσια της κάτω γειτονιάς.

    Κωστής: Ωραία…

    Νίκος: Παραβγαίνουμε;

    Σταύρος: Ναι!

    Οι πιτσιρικάδες αρχίζουν να τρέχουν σαν τρελοί.

    Σταύρος: Ο τελευταίος που θα φτάσει είναι βλάααακαααας…!!!

    Ο αγώνας δρόμου τους μόλις απέκτησε ενδιαφέρον.

    Λίγα λεπτά αργότερα, τερματίζει ο πρώτος από την παρέα.

    Τα παιδιά της κάτω γειτονιάς παρακολουθούν τους πιτσιρικάδες να καταφθάνουν στο σημείο συνάντησης ένας ένας, λαχανιασμένοι. Τελευταίος και καταϊδρωμένος φτάνει ο Αρτέμης. Τα αγοράκια, βλέποντάς τον, ξεκινούν να τον αποδοκιμάζουν ρυθμικά: «Είσαι βλάκας… είσαι βλάκας…».

    Τα παιδιά της κάτω γειτονιάς αντιλαμβάνονται τι έχει προηγηθεί και βάζουν τα γέλια. Αφού αποδοκίμασαν αρκετά τον τελευταίο της παρέας, αποφάσισαν να οργανωθούν.

    Μανόλης: Τι θα παίξουμε;

    Σταύρος: Μπάλα!

    Ερωφίλη: Όχι πάλι μπάλα…

    Νίκος: Και τι να παίξουμε, κούκλες…;!;

    Τα αγόρια γελούν δυνατά.

    Πιπίνα: Όχι. Να παίξουμε κάτι όλοι μαζί…

    Ανδριάνα: Να παίξουμε κρυφτό!

    Αρτέμης: Πάλι;

    Κωστής: Να παίξουμε «Πελέκια»!

    Σταύρος: Μα δεν μπορούμε να παίξουμε όλοι…

    Κατερινιώ: Να παίξουμε τα «Χώματα»;

    Ανδριάνα: Ναι!!!

    Νίκος: Ναι!

    Σταύρος: Κι εγώ παίζω!

    Κωστής: Κι εγώ!

    Κατερινιώ: Μανόλη;

    Μανόλης: Ναι!

    Κατερινιώ: Ποιος θα κάνει πρώτος;

    Σταύρος: Θα τραβήξουμε ξυλαράκια.

    Νίκος: Πάω να τα φέρω. Πόσοι είμαστε;

    Ανδριάνα: Δέκα.

    Ο Νίκος επιστρέφει κρατώντας σφιχτά στη χούφτα του δέκα ξυλαράκια.

    Νίκος: Λοιπόν. Υπάρχει ένα κοντό κι ένα μεσαίο. Αυτός που θα βρει το κοντό κάνει πρώτος, και όποιος τραβήξει το μεσαίο θα του κρατάει τα μάτια. Εντάξει;

    Κωστής: Ναι.

    Νίκος: Άντε, τραβήξτε!

    Τα παιδιά ορμούν στα ξυλαράκια που κρατάει ο Νίκος.

    Νίκος: Εεεε!!! Σιγά!!! Ένας ένας!!!

    Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, τα ξυλαράκια μέσα από τα χέρια του Νίκου είχαν εξαφανιστεί, εκτός από ένα που απέμεινε και ήταν το δικό του. Τα παιδιά συγκρίνουν μεταξύ τους τα ξυλαράκια που βαστούν.

    Νίκος: Για να δω… λέει, φέρνοντας τα ξυλαράκια το ένα κοντά στο άλλο.

    Μανόλης: Του Κατερινιού είναι το πιο κοντό!

    Νίκος: Ναι!

    Πιπίνα: Κι εγώ έχω το μεσαίο…

    Σταύρος: Οπότε κάνει πρώτο το Κατερινιώ με την Πιπίνα.

    Η Ερωφίλη τρέχει και κόβει ένα κλαράκι βασιλικό από τη γλάστρα της Αλωνομαρίας.

    Ερωφίλη: Να και το σημάδι!

    Σταύρος: Ωραία. Ξεκινάμε;

    Κατερινιώ: Ναι!

    Σταύρος: Πάρε χώμα, Κατερινιώ.

    Το Κατερινιώ σκύβει και μαζεύει όσο περισσότερο χώμα μπορεί στις δυο παλάμες της. Μόλις σηκώνεται, η Ερωφίλη την πλησιάζει και καρφώνει στο χώμα που κρατάει η μικρή το κλαράκι βασιλικού.

    Πιπίνα: Έτοιμη είσαι;

    Κατερινιώ: Ναι, έλα!

    Η Πιπίνα την πλησιάζει από πίσω και με τα δυο της χεράκια τής κλείνει σφιχτά τα δυο της μάτια.

    Πιπίνα: Βλέπεις, Κατερινιώ;

    - Όχι…

    - Ωραία… Πάμε…

    Η Πιπίνα ξεκινά να καθοδηγεί στα τυφλά το Κατερινιώ, ωσότου να βρεθεί ένα καλό μέρος, όπου θα βάλει τη μικρή να αφήσει τα χώματα. Τα υπόλοιπα παιδιά ακολουθούν τα δύο κορίτσια, με σκοπό να αποπροσανατολίσουν το Κατερινιώ. Οι κανόνες αυτού του παιχνιδιού είναι απλοί. Ένας κρατάει τα χώματα στις χούφτες του με το σημάδι, ένας άλλος του κλείνει τα μάτια και τον καθοδηγεί στα τυφλά και οι υπόλοιποι, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, τους αλλάζουν πορεία, έτσι ώστε να χαθεί ο παίκτης με τα χώματα στα χέρια του. Συνήθως η παρέα συνεννοείται με νοήματα με εκείνον που καθοδηγεί τυφλά το παιδί. Όταν βρουν ένα μέρος κατάλληλο, που πιστεύουν ότι δεν θα το ανακαλύψει μόλις ανοίξει τα μάτια του ο παίκτης με το χώμα, του λένε να σκύψει και να το αφήσει κάτω. Τα βάσανά του όμως δεν τελειώνουν εκεί. Η παρέα πρέπει να τον οδηγήσει ξανά στο σημείο εκκίνησης, αρκετές φορές από άλλο δρόμο, για να τον μπερδέψουν ακόμα περισσότερο. Σαν επιστρέψουν στο σημείο από όπου ξεκίνησαν, η παρέα του αποδεσμεύει την όραση και τον αφήνουν να αναζητήσει τα «Χώματα». Η αλήθεια είναι πως για να κερδίσει κανείς σε αυτό το παιχνίδι, πρέπει να έχει όλες του τις αισθήσεις σε εγρήγορση. Μια φωνή κάποιας γειτόνισσας, μια μυρωδιά από έναν βασιλικό κάποιας αυλής, ένα γάβγισμα κάποιου σκύλου ή ακόμα κι ένας δρόμος σε κλίση που είναι πλακόστρωτος, μπορούν να χαρίσουν την πολυπόθητη νίκη.

    Η Πιπίνα καθοδηγεί το Κατερινιώ αργά. Τα παιδιά της παρέας τρέχουν τριγύρω τους, κάνοντας φασαρία, προκειμένου να καλύψουν τους ήχους της γειτονιάς. Αυτό θα συνεχιστεί για τα επόμενα δεκαπέντε λεπτά περίπου. Οι πιτσιρικάδες έχουν κάνει σχεδόν δυο φορές τον κύκλο της κάτω γειτονιάς, θέλοντας να μπερδέψουν το Κατερινιώ. Μπρος-πίσω, πάνω-κάτω στα σοκάκια, δεξιά-αριστερά στα σπίτια, το έχουν ζαλίσει το κακόμοιρο!

    Εν τέλει, εντοπίζουν ένα σημείο το οποίο φαντάζει ιδανικό. Κάνουν νόημα με τα χέρια και τα κεφάλια τους στην Πιπίνα να την οδηγήσει προς τα εκεί. Πρόκειται για το χωραφάκι του κυρ Αντρέα, το οποίο βρίσκεται περίπου δυόμισι μέτρα κάτω από τον χωματόδρομο. Η Πιπίνα την οδηγεί στο χείλος του δρόμου. Από κάτω ακριβώς βρίσκεται το χωράφι όπου η παρέα αποφάσισε να αφήσει το Κατερινιώ τα χώματα. Η Πιπίνα κοιτάζει τους υπόλοιπους. Τα παιδιά τής κάνουν νόημα με τα κεφάλια τους να προχωρήσει.

    Πιπίνα: Κατερινιώ, άφησε τα χώματα…

    Το Κατερινιώ ακολουθεί την εντολή της Πιπίνας, αλλά αντί να τα αφήσει όπως βρισκόταν όρθιο, θέλησε να γονατίσει για να τα ακουμπήσει, προκειμένου να μη σκορπίσουν. Αυτό όμως δεν το είχε προβλέψει η μικρή Πιπίνα. Όταν το Κατερινιώ γονάτισε, αντί τα γονατάκια της να βρουν στέρεο έδαφος, βρέθηκαν προς μεγάλη της έκπληξη στον αέρα. Η Πιπίνα, από την άλλη, της κρατούσε τα μάτια σφιχτά. Δεν μπορούσε να της τα απελευθερώσει πριν την επιστροφή τους στο σημείο εκκίνησης. Δεν χρειάστηκε πολύ να γίνει το κακό. Το Κατερινιώ κατρακύλησε στο χωράφι του κυρ Αντρέα και η Πιπίνα την ακολούθησε στην ανώμαλη πορεία της, πλακώνοντάς την εν τέλει. Τα δύο κοριτσάκια ξεκινούν να κλαίνε γοερά από τον πόνο και την τρομάρα τους. Το Κατερινιώ βαστά το χέρι του και σκούζει από τους αβάσταχτους πόνους. Της μικρής Πιπίνας το πρόσωπο έχει γεμίσει με γρατζουνιές και αίματα από το κατρακύλισμα. Τα παιδιά έχουν μαζευτεί στο χείλος του δρόμου και παρακολουθούν εμβρόντητα τα δύο κοριτσάκια που κλαίνε. Τα αγόρια κατεβαίνουν προσεκτικά στο χωράφι, για να βοηθήσουν τα δύο κορίτσια. Προσπαθούνε να σηκώσουν το Κατερινιώ από κάτω. Ο Σταύρος πάει να την πιάσει από το χέρι, για να τη βοηθήσει να σηκωθεί.

    Κατερινιώ: Άσε με!!! του λέει αγριεμένα, ενώ τον χτυπάει με το άλλο χέρι και κλαίει.

    - Πονάς;

    - Ναι!…

    - Χτύπησες κι αλλού;

    - Όχι…

    - Μόνο στο χέρι;

    - Μάαλλοοον… του απαντάει κλαίγοντας.

    - Για κούνησε τα δάχτυλά σου…

    - Δεν μπορώωω… του λέει και κλαίει πιο δυνατά!

    - Μην κλαις…

    - Πονάωω!…

    - Θα περάσει… Θα σε πάμε εμείς στο σπίτι… Θα γίνεις καλά… Πιπίνα, εσύ χτύπησες;

    Η μικρή Πιπίνα μυξοκλαίει, τρίβοντας τα γονατάκια της.

    - Όχι…

    - Για να δω τα γόνατά σου…

    Η μικρή Πιπίνα ανασηκώνει ελαφρά το φουστανάκι της, αποκαλύπτοντας τα πληγωμένα γονατάκια της. Η Πιπίνα στη θέα του αίματος τρομοκρατείται και κλαίει πιο δυνατά. Ο Κωστής στεναχωριέται που τη βλέπει να κλαίει και της χαϊδεύει στοργικά το κεφαλάκι.

    Μανόλης: Ελάτε να βοηθήσετε! λέει αποφασιστικά στους υπόλοιπους πιτσιρικάδες.

    Κατερινιώ: Τι θα μας κάνετε; ρωτάει η μικρή, βλέποντας τα τέσσερα αγοράκια να πλησιάζουν.

    - Θα σας πάμε στο σπίτι… Ελάτε… Κατερινιώ, μπορείς να περπατήσεις;

    - Ναι…

    Κωστής: Εσύ, Πιπίνα;

    - Ναι.

    Σταύρος: Ωραία… Θα πιάσουμε εγώ με τον Νίκο το Κατερινιώ και ο Κωστής με τον Αρτέμη την Πιπίνα. Κοσμά! Εσύ άνοιξέ μας τον φράχτη! Θα σας πάμε στο σπίτι…

    Το Κατερινιώ κλαίει απαρηγόρητο.

    Μανόλης: Γιατί κλαις τώρα; Πονάς;

    - Αν μας δει κανείς στη γειτονιά και το πει της μάνας μου θα με σπάσει στο ξύυυλοοο…! Ωωω, τι έπαθα το κακορίζικοο!…

    Νίκος: Σώπα, μωρέ Κατερινιώ, και θα πηγαίνει ο Κοσμάς μπροστά! Κοσμά, ανέβα στον δρόμο!

    Ο Κοσμάς ανεβαίνει γρήγορα στον δρόμο.

    Μανόλης: Έρχεται κανείς;

    Κοσμάς: Όχι.

    Νίκος: Έλα. Σταμάτα πια να κλαις και βοήθα, λέει του Κατερινιού.

    Σταύρος: Ετοιμαστείτε. Φεύγουμε!

    Η Ερωφίλη με την Ανδριάνα κοιτούν τρομαγμένες τα υπόλοιπα παιδιά.

    Ερωφίλη: Να έρθουμε κι εμείς;

    Κωστής: Εσείς πηγαίνετε καλύτερα στο σπίτι.

    Μανόλης: Ναι… Καλύτερα να φύγετε, γιατί θα μπλέξετε κι εσείς…

    Τα δύο κοριτσάκια ετοιμάζονται να φύγουν.

    Νίκος: Ανδριάνα;!;

    - Τι;…

    - Μην πείτε σε κανέναν τίποτα…

    - Όχι!

    Ερωφίλη: Και τι θα γίνει δηλαδή αν το πούμε…;

    Μανόλης: Είσαι και χαζή; Δεν θα μας αφήσουν να ξανακάνουμε παρέα!

    Κοσμάς: Άντε! Φύγετε τώρα!

    Τα δύο κοριτσάκια εξαφανίστηκαν σαν βολίδες ανάμεσα στα στενά σοκάκια του χωριού, με τη φωνή που τους έβαλε ο Κοσμάς.

    Ο Τάσος έχει κατέβει και κρατάει την πόρτα του φράχτη ανοιχτή για να περάσουν. Τους λέει να έρθουν.

    Τα τέσσερα αγοράκια βοηθούν κακήν κακώς τα δυο κοριτσάκια να σηκωθούν από το έδαφος.

    Μανόλης: Τάσο, πήγαινε μπροστά, μαζί με τον Κοσμά…

    - Εντάξει…

    Κοσμάς: Ελάτε! Δεν είναι κανείς…

    Τα κορίτσια ξετρυπώνουν από το χωράφι, υποβασταζόμενα από τα αγοράκια. Το Κατερινιώ σιγοκλαίει γιατί πονάει.

    Νίκος: Κατερινιώ, μην κλαις, γιατί θα μας καταλάβουν…

    - Μα πονάω…

    - Κάνε υπομονή μέχρι το σπίτι…

    Μανόλης: Ποια θα πάμε πρώτη στο σπίτι;

    Σταύρος: Καλύτερα να χωριστούμε, λέω εγώ. Να μη δώσουμε στόχο.

    Νίκος: Ναι. Εγώ με τον Σταύρο θα πάμε το Κατερινιώ κι εσείς την Πιπίνα.

    Κωστής: Μα θέλουμε κι έναν οδηγό!

    Σταύρος: Πάρτε τον Τάσο και με εμάς θα έρθει ο Κοσμάς.

    Κωστής: Εντάξει!

    Αφού τα συμφώνησαν, οι δυο παρέες χωρίστηκαν προκειμένου να μεταφέρουν γρήγορα και ασφαλή τα κοριτσάκια στα σπίτια τους. Όταν έφτασαν στο σπίτι του Κατερινιού, τη βοήθησαν να σταθεί έξω από την πόρτα, τη χτύπησαν για να της ανοίξουν κι έτρεξαν να κρυφτούν. Το ήξεραν ότι θα γινόταν χαμός τώρα που θα άνοιγε η μάνα της την πόρτα και θα την έβλεπε σε αυτά τα μαύρα χάλια. Πραγματικά. Μόλις η μάνα της την αντίκρισε σε αυτή την κατάσταση, άρχισε να βρίζει θεούς και δαίμονες. Το Κατερινιώ φυσιολογικό ήταν να ξαναβάλει τα κλάματα…

    Η μικρή Πιπίνα από την άλλη, μόλις ξεπέρασε το αρχικό σοκ της πτώσης, είπε στον Κωστή και στον Αρτέμη ότι αισθανόταν καλύτερα και δεν θα χρειαζόταν πλέον τη βοήθειά τους. Τα δυο αγόρια συμφώνησαν να σταματήσουν να την υποβαστάζουν, αλλά με την προϋπόθεση να τη συνοδεύσουν μέχρι το σπίτι της, για να σιγουρευτούν ότι έφτασε καλά. Φτάνοντας έξω από το σπίτι της Πιπίνας, η μικρή τούς ευχαρίστησε και τους ζήτησε να φύγουν. Η Πιπίνα χτυπάει την πόρτα του σπιτιού της. Η μάνα της, μόλις την αντικρίζει, τρομάζει.

    - Τι έπαθες, παιδί μου; Έλα μέσα…

    - Έπεσα, μάνα…

    Ο Αρτέμης με τον Τάσο έπρεπε να φύγουν γιατί η ώρα είχε περάσει και οι μανάδες τους θα ανησυχούσαν. Ο Κωστάκης ωστόσο θέλησε να παραμείνει λίγο ακόμα να κρυφοκοιτάξει.

    Η Σωμαρού δεν είχε κλείσει από την αγωνία της την πόρτα του σπιτιού και ακούγονταν τα πάντα πεντακάθαρα.

    - Μήπως σε χτύπησε κανείς και δεν θες να μου το πεις;

    - Όχι, μάνα… Έπεσα στο χωράφι του κυρ Αντρέα.

    - Στο χωράφι του κυρ Αντρέα;!; Πώς;!; Σε σπρώξανε;

    - Όχι. Μόνη μου έπεσα.

    - Ψέματα μου λες…

    - Αλήθεια!

    - Και τι γύρευες εσύ στο χωράφι του κυρ Αντρέα;

    - Εεε… τίποτα…

    - Δεν μπορεί…

    - Έσκυψα να κόψω ένα ρόδο από τη ροδαριά που έχει στη γωνία και γλίστρησα… της λέει χωρίς να την κοιτάει.

    - Καλά… Θα μάθω εγώ τι έκανες…

    - Μα δεν έκανα τίποτα σου λέω!

    - Και ήταν και τα άλλα παιδιά εκεί;

    - Όχι!

    - Και πώς άνοιξες τον φράχτη;

    - Εεε… τον άνοιξα!

    - Κάτι μου κρύβεις εσύ… αλλά πού θα πάει… Άντε, πήγαινε να ξεπλυθείς και έλα να φας.

    Η μικρή Πιπίνα πηγαίνει στην αυλή για να ξεπλυθεί. Πιάνει το σταμνί με το ένα της χέρι και ρίχνει λίγο νερό στη χούφτα της. Έπειτα το ξαναφήνει στη θέση του και τρίβει τα δύο της χέρια. Ένα πετραδάκι τη χτυπάει στον ώμο. Η Πιπίνα κοιτάζει να δει από πού προήλθε. Στη γωνία του απέναντι σπιτιού διακρίνει μετά δυσκολίας τη φιγούρα ενός αγοριού. Ρίχνει μια βιαστική ματιά προς το εσωτερικό του σπιτιού, προκειμένου να σιγουρευτεί ότι δεν την παρακολουθεί η μάνα της, κι έπειτα γυρίζει ξανά προς το μέρος της σκιάς.

    - Ποιος είναι; ρωτάει ψιθυριστά.

    - Ο Κωστής…

    - Φύγε…! του λέει χαμηλόφωνα.

    - Είσαι καλά;

    - Ναι. Φύγε τώρα…!

    Ο Κωστής κουνάει το κεφάλι του καταφατικά και την αποχαιρετά σηκώνοντας το χέρι του.

    Ο Κωστάκης επιστρέφει στο σπίτι του.

    Κυρα-Λένη: Καλώς τον…

    - Γεια σου, μάνα…

    - Άργησες…

    - Ξεχάστηκα.

    - Πώς πέρασες; τον ρωτάει πλησιάζοντάς τον και χαϊδεύοντάς του το κεφάλι.

    - Καλά…

    Η κυρα-Λένη παρατηρεί τα αίματα στα ρουχαλάκια και στα χέρια του.

    - Τι είναι αυτά, παιδί μου…; Αίματα…;

    - Εεε… όχι εγώ… Δεν είναι δικά μου… Του Μανόλη είναι… Χτύπησε λιγάκι…

    - Πώς…;

    - Παίζαμε «μακριά γαϊδούρα» κι έπεσε…

    - Και πού χτύπησε; Χτύπησε πολύ;

    - Όχι, στο γόνατο λίγο, αλλά είναι καλά.

    - Μα να προσέχετε, παιδί μου…! Σας έστειλε ο Θεός γερούς και καλούς και θα μισερωθείτε στα καλά καθούμενα…;!;

    - Ε, η κακιά η ώρα, μάνα…

    - Βγάλε τα ρούχα σου κι έλα να σε πλύνω.

    Ο Κωστάκης βγάζει τα ρουχαλάκια του και τα δίνει στη μάνα του.

    Η κυρα-Λένη ρίχνει λίγο νερό από τη στάμνα στην πετρολεκανίδα και με ένα σαπούνι που έχουν φτιάξει από τα τσιγαρόλαδα του σπιτιού καθαρίζει τον μικρό Κωστάκη.

    Την επόμενη ημέρα

    - Γειτόνισσα!

    - Ποιος είναι;

    - Εγώ, γειτόνισσα! Η Μαλαματένια!

    Η κυρα-Λένη ανοίγει την πόρτα του σπιτιού της.

    - Πέρασε… της λέει.

    - Μήπως ενοχλώ;

    - Μα τι λες, γειτόνισσα;!; Πέρασε…

    - Εδώ είναι ο άντρας σου;

    - Όχι.

    - Πού είναι;

    - Έχει πάει να φέρει τροφή στα ζωντανά.

    - Καλύτερα!

    - Γιατί;

    - Έχω να σου πω συνταρακτικά πράγματα…

    - Δηλαδή;

    - Πού είναι ο γιος σου;

    - Τον έστειλα στη βρύση να μου φέρει νερό γιατί τελείωσε.

    - Ωραία, άκου. Θα σου τα πω εν συντομία, για να λάβεις τα μέτρα σου…

    - Δεν σε καταλαβαίνω…

    - Θα καταλάβεις.

    - Για λέγε… της λέει, προσφέροντάς της μια καρέκλα.

    - Μήπως ο γιος σου είχε πάει να παίξει χθες στην κάτω γειτονιά;

    - Δεν ξέρω, μάλλον. Είχαν έρθει οι φίλοι του νωρίς και τον πήραν…

    - Και δεν σου είπε τίποτα;

    - Σαν τι;

    - Για το Κατερινιώ που έσπασε το χέρι του…

    - Όχι… Πότε έγινε αυτό;

    - Χθες αργά…

    - Όχι, γειτόνισσα. Αυτός ήρθε στο σπίτι και είχε αίματα στα ρούχα και στα χέρια του, αλλά όταν τον ρώτησα, μου είπε ότι παίζανε με τα παιδιά μακριά γαϊδούρα και ο Μανολάκης χτύπησε στο γόνατο…

    - Ψέματα σου είπε!

    - Ψέματα;

    - Το ξέρεις ότι το Κατερινιώ της μαμής έσπασε το χέρι του;

    - Όχι. Πώς;

    - Τα «λουλούδια» μας παίζανε τα «Χώματα» και το Κατερινιώ της μαμής με την Πιπίνα της Σωμαρούς βρεθήκανε στο χωράφι του κυρ Αντρέα! Σπάσανε και οι δυο τα μούτρα τους!

    - Το Κατερινιώ της μαμής και η Πιπίνα της Σωμαρούς…;

    - Ναι.

    - Συγγνώμη… την Πιπίνα από το λεπρόσογο μου λες;

    - Ε, υπάρχει άλλη;

    - Και εσένα ποιος σου το είπε;

    - Το Καλλιώ του Σταμάτη. Από πάνω από το χωράφι δεν είναι το σπίτι της;

    - Ναι.

    - Ε, αυτή τους είδε και μας το είπε… Εγώ, Ελένη, την οικογένειά σου την εκτιμώ… Γι’ αυτό θα σου πω κάτι ακόμα…

    - Μίλα ανοιχτά!

    - Τα αίματα στα ρουχαλάκια του Κωστή δεν είναι του Μανόλη…

    - Αλλά;

    - Είναι της Πιπίνας. Ο γιος σου μαζί με τον Αρτέμη, τον γιο του πολυτεχνά, και τον Τάσο την έβγαλαν από το χωράφι και την έφεραν στο σπίτι.

    - Τιιι;!; λέει ξαφνιασμένη, καθώς πετάγεται από την καρέκλα της.

    - Ναι!

    - Θα τον σκοτώσω!!!

    - Όχι… Μικρός είναι, αλλά…

    - Θα τον σκοτώσω! Τώρα που θα έρθει, θα δεις ξύλο που έχει να φάει!!!

    - Δεν αξίζει να τον δείρεις. Απλά ενημέρωσέ τον ότι δεν πρέπει να κάνει παρέα με αυτούς… Να σου κολλήσει και καμιά αρρώστια και να έχεις άλλα…

    - Μα μου είπε ψέματα!

    - Τι θα σου έλεγε; Την αλήθεια;

    - Αν το μάθει ο πατέρας του… θα τον σαπίσει στο ξύλο! Ακούς εκεί! Αυτό μας έλειπε τώρα! Να πιάνουμε φιλίες και με τα λεπρόσογα!!! Τώρα που θα έρθει, θα τον τακτοποιήσω εγώ καλά!

    - Ψυχραιμία, Ελένη… Ντροπή είναι να σας ακούει η γειτονιά… Άντε, να πηγαίνω τώρα εγώ…

    - Να είσαι καλά που μου τα είπες.

    - Κι εσύ το ίδιο πιστεύω θα έκανες στη θέση μου. Συγγνώμη πάντως αν σε τάραξα, αλλά νομίζω ότι έπρεπε να το ξέρεις…

    - Μην το ξαναπείς!

    - Άντε, γεια σου τώρα και όπως είπαμε… ψυχραιμία…!

    - Εντάξει, γειτόνισσα, της λέει και την ξεπροβοδίζει.

    Ο Κωστάκης μπαίνει στο σπίτι φορτωμένος με το σταμνί.

    - Ήρθα.

    Η κυρα-Λένη κάθεται στο σκαμνί δίπλα στην παραστιά και τον κοιτάει χωρίς να του μιλάει.

    - Γιατί με κοιτάς…;

    - Για έλα εδώ, μικρέ, του λέει με ήρεμη αλλά σταθερή φωνή.

    Ο Κωστάκης αφήνει κάτω τη στάμνα και την πλησιάζει. Η μάνα του τον πιάνει από το παντελονάκι.

    - Έχεις μία και μοναδική ευκαιρία να μου πεις την αλήθεια…

    - Ποια αλήθεια…;

    - Τι έγινε χθες στην κάτω γειτονιά;

    - Τίποτα…

    - Ο Μανολάκης χτύπησε στο γόνατο…;

    Ο μικρός υποψιάζεται ότι τα νέα είχαν κυκλοφορήσει και σιωπά.

    - Δεν μιλάς;

    Ο Κωστάκης σκύβει ένοχα το κεφάλι του. Η κυρα-Λένη εκνευρίζεται με ετούτη την ένοχη σιωπή και συνεχίζει με πιο έντονη φωνή.

    - Κάνουμε παρέα, Κωστάκη, τώρα και με λεπρόσογα;;;

    - Ποια λεπρόσογα;

    - Ξέρεις εσύ… Τι δουλειά είχες να πας εχθές στο σπίτι της την Πιπίνα;

    - Μα αφού έπεσε…

    - Ας έπεσε!!! Δεν σου έχω πει ένα εκατομμύριο φορές να μην κάνεις παρέα με παιδιά από λεπρόσογα;!; Ε;!;

    - Μα η Πιπίνα δεν είναι άρρωστη!

    - Είναι ο πατέρας της! Είναι τα αδέρφια της!

    - Αυτή δεν είναι! Ούτε η μάνα της!

    Η κυρα-Λένη σηκώνεται όρθια και τον αρπάζει εκνευρισμένη από το αυτί.

    - Αντιμιλάς;!; Δεν θα ξανακάνεις παρέα μαζί της! Άκουσες;!;

    - Θα ξανακάνω… Είναι καλή…

    Το χέρι της κυρα-Λένης προσγειώνεται ανώμαλα στο μάγουλο του μικρού Κωστάκη. Ο Κωστάκης την κοιτάει στα μάτια, αλλά δεν βάζει τα κλάματα. Έπειτα αρχίζει να τρέχει προς την αυλή του σπιτιού.

    - Τώρα που θα έρθει ο πατέρας σου, θα δεις ξύλο που έχεις να φας, κακομοίρη μου!!! του φωνάζει η κυρα-Λένη, καθώς ο μικρός τρέπεται σε άτακτη φυγή.

    Ο κυρ Παντελής επιστρέφει στο σπίτι με το γαϊδουράκι φορτωμένο. Κατεβάζει την τροφή για τα υπόλοιπα ζωντανά, τακτοποιεί το γαϊδουράκι και προχωράει για το σπίτι. Ο Κωστάκης, βλέποντας τον πατέρα του να πλησιάζει, τρέχει γρήγορα να κρυφτεί. Φοβούμενος ότι η μάνα του θα τα μαρτυρήσει όλα, ούτε που το σκέφτεται να παραμείνει κοντά στον πατέρα του.

    Ωστόσο, η Αρετή, η αδελφή της κυρα-Λένης, την

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1