Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Η Αβάσταχτη Φιλοπατρία του ΠΦΚ: Μια Αριστοφάνεια παραβολή
Η Αβάσταχτη Φιλοπατρία του ΠΦΚ: Μια Αριστοφάνεια παραβολή
Η Αβάσταχτη Φιλοπατρία του ΠΦΚ: Μια Αριστοφάνεια παραβολή
Ebook240 pages2 hours

Η Αβάσταχτη Φιλοπατρία του ΠΦΚ: Μια Αριστοφάνεια παραβολή

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Πως, στην Κύπρο του χθες και του σήμερα, η πατριδοκαπηλία, η διαφθορά, ο ευδαιμονισμός κι ο καιροσκοπισμός μεταμφιέζονται σε κραυγαλέα φιλοπατρία...


Αυτά κι άλλα τόσα εγγενή κυπριακά χαρακτηριστικά, δοσμένα με απαράμιλλο, καυστικό μπρίο, συνωστίζονται στις σελίδες του πολυβραβευμένου σατιρικού μυθιστορήματος του Πάνου Ιωαννίδη Η αβάσταχτη φιλοπατρία του Π.Φ.Κ.


Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 1989 - National Prize for Literature 1989

LanguageΕλληνικά
Release dateMay 16, 2018
ISBN9789963255689
Η Αβάσταχτη Φιλοπατρία του ΠΦΚ: Μια Αριστοφάνεια παραβολή

Read more from Πάνος Ιωαννίδης

Related to Η Αβάσταχτη Φιλοπατρία του ΠΦΚ

Related ebooks

Related categories

Reviews for Η Αβάσταχτη Φιλοπατρία του ΠΦΚ

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Η Αβάσταχτη Φιλοπατρία του ΠΦΚ - Πάνος Ιωαννίδης

    ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

    ANTE PORTAS

    Η πρόσκληση ήτανε για τις οχτώ. Ποτά και δείπνο στο «Κονάκι ΙΙ». Προγραμμάτισε να φθάσει στις οχτώμισι. Ούτε απ’ τους πρώτους να ’ναι ούτε και καθυστερημένος. Μην πούνε «έσπευσε!» ή «καμώνεται πως τάχα μόλις τώρα τα κατάφερε!»

    Καλού-κακού, μόλο που είχε αποστηθίσει τη διαδρομή, έριξε πλάι του στο κάθισμα τον τοπογραφικό που ήρθε με την πρόσκληση. Ωστόσο δεν χρειάστηκε να τον συμβουλευτεί. Είχε ένα ένστικτο προσανατολισμού ανεπτυγμένο κι επιπλέον ήξερε καλά τη Λευκωσία.

    Φθάνοντας στην περιοχή του Αγίου Παύλου πρόσεξε πως προοδευτικά ο φωτισμός γινόταν ολοένα και πιο ανεπαρκής και κάπου πεντακόσια μέτρα απ’ την οδό Ειρήνης, τέως Ομεριέ, όπου και το «Κονάκι ΙΙ», αριθμός είκοσι τέσσερα, ήταν σχεδόν ανύπαρκτος. Οι συνηθισμένες κουτοπονηριές μας, σκέφτηκε. Με δικαιολογία την κατάσταση, για να εξοικονομούμε ενέργεια, επιβάλαμε συσκότιση. «Σκοταδισμός» θα ’ταν μια λέξη που ίσως θα ταίριαζε, κυριολεκτικά και μεταφορικά, για την περίπτωση και την πρωτεύουσα. Χαμογελώντας την απέρριψε. Θα ’ταν υπερβολή και αδικία! Όσα είναι μπορετό να γίνουν με μπαλώματα, με τα καλαμπούρια ή την πειθώ, τα κάνουμε· ή με καθόλου ή μ’ ελάχιστα λεφτά… Μα βέβαια η βελτίωση του οδικού λαβύρινθου της Λευκωσίας, που σε κάθε διαδρομή αποδεικνύει πως στην Κύπρο η ευθεία δεν είναι η πιο σύντομη οδός, πως η συντήρηση, ο καθαρισμός, ο φωτισμός των δρόμων και λοιπά, αυτά δεν γίνονται με τις προθέσεις μόνο… Γι’ αυτό κι έβγαλε πάλι τώρα δα τα σωθικά του με το χοροπήδημα του αμαξιού σε αναχώματα, λακκούβες, σε σκυβαλοσάκουλα ξεκοιλιασμένα από αδέσποτα γατιά ή σε γατιά ξεκοιλιασμένα από αδιάφορους ή σαδιστές οχούμενους. Εφτά τέτοια γατιά μέτρησε απόψε ίσαμε δω από τον Στρόβολο· χαλκομανίες στο οδόστρωμα για μέρες ή βδομάδες! Αν ήτανε νομοθέτης… Μα δεν ήτανε.

    Περίεργο! Εκτός από γατιά, ψόφια ή ζωντανά, κι ένα σκυλί που τον κυνήγησε με πάθος, μετά τη γέφυρα του Πεδιαίου δεν συνάντησε ψυχή στο δρόμο και δω πέρα, λίγα βήματα μονάχα απ’ το Κονάκι, δεν είδε πουθενά αμάξια σταθμευμένα.

    Ή ήρθε πάλι πρώτος ή δεν εντόπισε το πάρκινγκ που ήτανε σημειωμένο στον τοπογραφικό, που πήρε με την πρόσκληση.

    Στάθμευσε επί της Δημήτρη Μπόγρη, που έτεμνε την οδό Ειρήνης και συνεχιζόταν με το προηγούμενό της όνομα, Ουμ Χαράμ, στον Τουρκομαχαλά. Διάλεξε ένα σημείο απ’ όπου το Κονάκι, αυτό που υπέθεσε πως ήταν το Κονάκι, ήταν ορατό· κάτω από μια ξεμαλλιασμένη ακακία, όσο γινότανε πιο μακριά απ’ τον λαμπτήρα που τρεμόπαιζε στον πάσσαλο αντίκρυ.

    Άναψε τσιγάρο.

    Τρεις εθνοφρουροί, με πλήρη εξάρτυση, περάσανε μπροστά του· κατευθύνονταν προς την οδό Ειρήνης, ν’ αντικαταστήσουν ίσως συναδέλφους τους στα φυλάκια της Πράσινης Γραμμής, που στο σημείο αυτό της πόλης μοίραζε νοητά την κοίτη της λεωφόρου. Τα φυλάκια πρέπει να ήτανε και δω αραδιασμένα ένθεν και ένθεν της λεωφόρου, σε κήπους, σε ταράτσες και μπαλκόνια ή πίσω από παράθυρα που παραχωρηθήκανε «ευγενικά» ή επιταχθήκανε.

    Ήταν γνωστό πως οι φρουροί που τα επάνδρωναν, Τούρκοι και Έλληνες, με τον καιρό τολμούσαν και ξεμύτιζαν, δίνανε γνωριμία. Και τις ήσυχες βραδιές αντάλλαζαν αστεία και συχνά πυκνά τσιγάρα ή λιχουδιές. Όταν, ωστόσο, η πολιτική θολούρα πύκνωνε, αντί τσιγάρα και καταΐφια αντάλλαζαν βρισιές, και σπανιότερα, σαν λάχαινε να μην έχουν επίβλεψη, ακόμα και ριπές. Κάποτε φονικές.

    Τώρα, από δω, όπως καθότανε στο αμάξι του, τους άκουγε. Βέβαια βρισκότανε ακόμα αρκετά μακριά, δυσκολευότανε να ξεχωρίσει λέξεις, μα ο τόνος ήταν εύγλωττος· χωρίς αμφιβολία ήταν τεταμένη η ατμόσφαιρα· το επιβεβαίωναν κάποιες αβρότητες που ξεκαθάρισε: «Γκιαούρ», «κοπρόσκυλα», «’σιχτίρ», «άντε γαμήσου».

    Αναρωτήθηκε πώς το αντέχανε οι ένοικοι ν’ ακούνε, μέσα κι έξω από τα σπίτια τους, ετούτο τον ατέλειωτο οχετό. Γιατί δεν μετακόμιζαν σε πιο ήσυχες περιοχές; Και καλά, όσοι διαθέτανε δω πέρα ιδιόκτητα, δεχόντουσαν τη μοίρα τους και προσαρμόζονταν σιγά-σιγά στη νέα κατάσταση της μόνιμης πολιορκίας. Μα οι άλλοι, όπως ο Πωλ, που επέλεξαν ελεύθερα αυτή τη συνοικία;

    Αξιοσημείωτη ήτανε κι η προτίμηση πολλών ξένων διπλωματών για την οδό Ειρήνης. Ουκ ολίγοι νοίκιασαν εγκαταλελειμμένα αρχοντόσπιτα στις βορειότερες συνοικίες του Αγίου Παύλου. Διπλωμάτες κι απ’ τα δύο μπλοκ, ακόμα κι από το στρατόπεδο των Αδεσμεύτων, κι ας ήταν τα ενοίκια ακριβούτσικα, και σήμερα ακόμα, για τριτοκοσμικούς! Ίσως, σκέφτηκε, για να ’ναι απάνω ή γύρω στην πράσινη διάμετρο της διχοτομημένης πόλης. Να υπογραμμίζουν μ’ ένα τρόπο πρακτικό, μα και συμβολικό συγχρόνως, την πολιτική «ίσης απόστασης» που επέλεξαν οι Κυβερνήσεις τους και οι ίδιοι για την Κύπρο. «Την ίση απόσταση», όπως είχε γράψει προ καιρού η Ολιβέττι του, «που εξισώνει, χάριν της ειρήνης, το θύμα με το θύτη».

    Κοίταξε το ρολόι του ξανά· οχτώ και είκοσι έξι. Δεν μπορούσε να τ’ αναβάλλει άλλο. Θα ’πρεπε να παραμερίσει, όπως συνήθισε να κάνει χρόνια τώρα, αυτή τη φυσική του συστολή, να επιστρατεύσει την επίκτητη επαγγελματική θρασύτητά του και ν’ αντιμετωπίσει το άγνωστο…

    Σοφότερη όπως πάντα η Βέρα! Προφασίστηκε προηγούμενες δεσμεύσεις και απέφυγε την «περιπέτεια», έτσι χαρακτήρισε την πρόσκληση. Και «όψιμη».

    «Άλλωστε δεν διαθέτω ούτε φόρεμα κατάλληλο…»

    Αυτόν, αντίθετα, ήταν τα όψιμα και ύποπτα κίνητρα της χειρονομίας του Π.Φ.Κ. που τον κέντρισαν. Είκοσι χρόνια τώρα, από την αποφοίτησή τους από το Παγκύπριο, ο Πωλ Φωτίου Καρόλου δεν τον κάλεσε ποτέ στο σπίτι του. Κάθε φορά που συναντιόντουσαν τυχαία στους διαδρόμους κάποιου υπουργείου ή σε δεξιώσεις, ο παλιός συμμαθητής του ήταν ευγενικός, αλλά απόμακρος και τυπικός, με ύφος μιας καλά συγκαλυμμένης ακαταδεξιάς. Ούτε και είχε πληροφορηθεί ο Κέης το πώς και γιατί επέστρεψε στην Κύπρο. Απ’ το ’64, που διορίστηκε στη νεοϊδρυθείσα στο Υπουργείο Εξωτερικών Υπηρεσία Διαφώτισης, τοποθετήθηκε στο εξωτερικό. Πότε γύρισε και πότε πρόλαβε να επανεγκατασταθεί, ν’ ανοίξει το Κονάκι ΙΙ, να παντρευτεί, αυτός ο απόρθητος εργένης τώρα στα σαράντα του, όλα τ’ αγνοούσε. Κι ούτε θα τα μάθαινε, αν απροσδόκητα δεν έφθανε η πρόσκληση! Ασημοποίκιλτη, αριθμημένη, νούμερο ένα, χωρίς το καθιερωμένο R.S.V.P., σαν όλες τις επίσημες προσκλήσεις!

    «Ώστε την έπαθε ο δόκτορας;» ρώτησε το ίδιο κιόλας βράδυ τον Λούη Νικολάου, παλιό συμμαθητή του, επίσης απ’ το Γυμνάσιο, και φίλο έκτοτε.

    «Φοβάμαι δεν είναι εκείνος που την έπαθε, μα εκείνη! Είναι…», σκέφτηκε λίγο, ζύγισε τη λέξη, ναι, αυτό ήταν: «….μοναδική!»

    «Απ’ το Γυμνάσιο ήτανε δον Ζουάν! Αυτός μας έφαγε την Άντρια, την θυμάσαι;»

    «Αν την θυμάμαι, λέει! Είναι, όμως, μυστήριο πώς τις μαυλίζει… Είχε επιτυχίες κι επιτυχίες ο Δρ. Π. Φ. Καρόλου! Όλες γοητευτικές, επώνυμες γυναίκες! Του πρόσφεραν τα πάντα για να τον κερδίσουν και να τον κρατήσουν. Έπαιρνε τα πάντα, μα γλιστρούσε, μέχρι πρόσφατα…»

    «Εσύ πώς τα ’μαθες όλ’ αυτά;»

    «Απ’ τη Μαρκέλα, την παιδοψυχίατρο, την γνώρισες· βγαίναμε μαζί ένα φεγγάρι… Είναι πρωτοξαδέλφη του, μιλάει συχνά γι’ αυτόν. Για τη φαμίλια του ο Καρόλου αποτελεί το κορυφαίο προϊόν του D.N.A. τους! Προφέρουν τ’ όνομά του με δέος θρησκευτικό…»

    «Είναι ωραίος;» ρώτησε η Βέρα.

    «Για τις γυναίκες πρέπει να ’ναι… Ό,τι πω εγώ θα εκληφθεί ως προκατάληψη. Άλλωστε, Βερούλα, καθώς λένε κι οι Εγγλέζοι, beauty is in the eye of the beholder…»

    «Τι είναι ακριβώς, τι επαγγέλλεται; Γιατρός;»

    «Για το «Δρ.» λες; Είναι πολυδιδάκτωρ! Δόκτωρ Μαγειρικής, Πληροφορικής και Δημοσιοϋπαλληλικής! Τα ’χει οικονομήσει για καλά! Πλην του μισθού του διαθέτει πόρους άδηλους και κρύφιους… Είχες δει, Νικάκι, το εξοχικό του, προπολεμικά, στον Βαβυλά; Το Κονάκι νούμερο uno! Όχι; Ήτανε παλατάκι! Σωστή Βίλλα Καρλόττα! Μέχρι Μοντιλιάνι και Καντίνσκυ είχε στη συλλογή του. Και γλυπτά του Έπσταϊν, παρακαλώ! Γίνονται αυτά με το μισθό μονάχα; Όσο για το Κονάκι νούμερο duo, αύριο θα το δεις! Δεν το ’χω δει, μα μου το περιγράψανε, η Μαρκέλα. Πώς τα οικονομάει;»

    «Επενδύει στη γοητεία του!», ειρωνεύτηκε αυτός. «Θυμάσαι πώς τον είχε πει ο Λαμπρινός; Όσκαρ Ουάιλντ! Η ‘συντετμημένη’ κυπριακή του έκδοση…»

    «Ο Ουάιλντ σκόρπιζε, δεν μάζευε», τον διόρθωσε ο Λούης. «Βέβαια κι αυτός, δεν λέω, σκορπάει. Μα με μια διαφορά· ξοδεύει μόνο εκεί που είναι σίγουρος πως θα τα πάρει πίσω με διάφορο· αλλιώτικα είναι Σάιλοκ!»

    Απ’ τη γωνία Μπόγρη-Ειρήνης εμφανίστηκαν τρεις άλλοι εθνοφρουροί· σίγουρα αυτοί που είχαν τώρα δα αντικατασταθεί. Μη έχοντας διάθεση για χαιρετούρες και κουβέντες, τους άφησε να προσπεράσουν. Πήρε το ουίσκι, που του ’χε φορτώσει η Βέρα, και βγήκε απ’ τ’ αμάξι. Σκύβοντας να κλειδώσει τον ξεκούφανε και τον ταρακούνησε μια έκρηξη· το Chivas Regal του ’πεσε απ’ τα χέρια, θρυμματίστηκε. Βλαστήμησε· σπουδαία νύχτα διάλεξε για βίζιτες! Και σε τι σπίτι, σε ποια περιοχή!... Πάει και το εικοσάλιρο του ουίσκι, πάνε και το ρεβέρ και τα παπούτσια, μούσκεψαν… Θα μπει τώρα στο Κονάκι κατουρλής…

    Ακούστηκαν ριπές από κοντά· έσκυψε, διπλώθηκε, μαζεύτηκε, ετοιμάστηκε να χωθεί στο αμάξι για κάποια προστασία· πίσω ολοταχώς, στον Στρόβολο, στη Βέρα· οι πυροβολισμοί και οι εκρήξεις την πανικοβάλλανε. Κι αυτόν, κι ας προσπαθούσε να το κρύψει με τηλεφωνήματα, «δήθεν υπηρεσιακά», στο αρχηγείο της αστυνομίας, στην εφημερίδα, μέχρι να μάθει την αιτία, την προέλευση ή μέχρι να κοπάσουν ξαφνικά και αδικαιολόγητα, όπως άρχισαν…

    Η σκέψη πως τον βλέπανε τα φανταράκια τον συγκράτησε· δεν φαίνονταν αυτοί ν’ ανησυχούνε, άρα… Βέβαια και κάτι σοβαρό να ήταν, τι θα ωφελούσε αν βρισκόταν ένα ή δέκα χιλιόμετρα πιο πέρα; Η Λευκωσία ήταν σφηνωμένη στις τανάλιες του Αττίλα. Μπορούσανε να την ισοπεδώσουνε ολάκερη· όπως και το μισό νησί που απλωνόταν βορείως του Τροόδους.

    Προς τι λοιπόν η άτακτη φυγή; Είτε στην Πράσινη Γραμμή, είτε δεκάδες χιλιόμετρα νοτιότερα, ακόμα και στο Τρόοδος αν πρόφταιναν ν’ ανέβουν, πάει τελείωσε, ήταν εγκλωβισμένοι. Ας ξεκινήσει για το πάρτι συνεπώς, για το άλλο άγνωστο, κι ό,τι ήθελε προκύψει…

    Έλιωσε το τσιγάρο, τίναξε από τα μπατζάκια και τα παπούτσια του το ουίσκι, κλείδωσε βιαστικά τo αμάξι.

    Οι εθνοφρουροί σιμώσανε.

    «Ατύχημα;» ρώτησε ο πρώτος κι έδειξε τα θρύψαλα της μπουκάλας.

    «Ναι, δυστυχώς… Ασκήσεις; Τα Τουρκάκια;»

    Έδωσε στη φωνή του ένα τόνο φυσικότητας και ψυχραιμίας.

    «Μάλλον!»

    «Και η έκρηξη;»

    «Όχι δολιοφθορά δικιά μας πάντως…» γέλασε ο δεύτερος.

    «Πολλά γυμνάσια δεν κάνουν τελευταία οι Τουρκαλάδες;» επέμεινε αυτός.

    «Ναι. Για να μας σπάσουνε τα νεύρα».

    «Δεν μου φαίνεται να το πετυχαίνουν…» τους κολάκεψε. «Πάντως, θα ’ναι δύσκολο, φαντάζομαι… Για σας… Δυο βήματα απόσταση σας χωρίζουν…»

    «Άμα χρειαστεί, βαράμε και μεις μερικές μπαταριές και φεύγει ο φόβος μας. Δυσκοίλιο είναι για όσους δεν ξέρουν τι γίνεται. Αν είναι καλαμπούρι ή ουσία…»

    Οι ριπές, όλο και πιο κοντά, όσο περνούσε η ώρα, πύκνωναν· προστέθηκαν βολές του πυροβολικού· έσκαγαν υπόκωφα λίγα χιλιόμετρα βορειότερα, φωτίζοντας στιγμιαία πρόσωπα, φυλλώματα και στέγες.

    «Αρκετά κοντά μας…» ψέλλισε. «Ασκήσεις, είναι βέβαιο;»

    «Άμα δεν ήταν θα μας είχανε ράψει ως τώρα…»

    «Σωστά!» αντιλήφθηκε την γκάφα του. Βιάστηκε να κλείσει τη συνομιλία: «Λοιπόν, παιδιά, εγώ πηγαίνω».

    Όπως απομακρυνόταν, ένιωθε στην πλάτη του τα βλέμματά τους να τον αναμετρούνε ειρωνικά. Ανάπνευσε βαθιά, απανωτά, σε μια προσπάθεια να ελέγξει την ταχυπαλμία του.

    Φθάνοντας στη γωνία έχασε το κουράγιο του και πάλι. Από τα τούρκικα φυλάκια απέναντι άκουγε ευκρινέστατα βρισιές και απειλές, που υποψιάστηκε, όχι αβάσιμα, πως ήτανε ο στόχος τους: «ντομούς», «κιοπέκ», «πούστη» και τα γνωστά. Ο πανικός τον τύλιξε ξανά· παρέλυσε· γύρισε το κεφάλι· οι τρεις στεκόντουσαν ακόμα γύρω απ’ την κατσαρίδα του. Κατάλαβαν τους δισταγμούς του και του γνέψανε: «Προχώρα!»

    Το αποτόλμησε. Ξεμύτισε επιτέλους στην οδό Ειρήνης. Ερημιά· ούτε φαντάροι, ούτε ειρηνευτές, ούτε αμάξια, ούτε ζωντανό κανένα, σ’ όλο το ορατό της μήκος… Να επιταχύνει κάπως τον βηματισμό του ή να τρέξει; Απέρριψε αμέσως την παρόρμηση. Θα ερέθιζε τα ένστικτα στ’ αθέατα φυλάκια απέναντι, τους δείχτες στη σκανδάλη… Ας το παίξει ήρεμα, φλεγματικά. Ίσιωσε το κορμί, επιβράδυνε το βήμα· η καρδιά, να σκάσει· από παντού τον περιλούζανε εκρήξεις και βρισιές, ριπές και λάμψεις. Μα προχώρησε…

    Με ανακούφιση αντίκρισε μες στο ψιχάλισμα μιας νέας φωτοβολίδας την πλακέτα: «ΚΥΠΡΙΩΤΙΚΟ ΚΟΝΑΚΙ ΙΙ». Κι από κάτω, δεύτερη εγχάρακτη αράδα: «ΔΡ ΠΩΛ ΚΑΙ ΤΖΕΝΗ Φ. ΚΑΡΟΛΟΥ».

    Το κτήριο, διώροφο, τεράστιο, έπαιρνε με τον κήπο του ολόκληρο τετράγωνο, ορθώθηκε μπροστά του σκοτεινό και αφιλόξενο. Κανένα φως στα παράθυρα, στην αυλή, κάτω απ’ τις πόρτες, στους φεγγίτες. Γινότανε, πράγματι, πάρτι πίσω απ’ αυτούς τους τοίχους;

    Έσπρωξε βιαστικά την καγκελόπορτα και μπήκε. Η αυλή, περιφραγμένη μ’ ένα τοίχο δύο μπόγια ύψος, ήτανε καλυμμένη με γρασίδι· ένα πλακόστρωτο οδηγούσε στην αψιδωτή κύρια είσοδο. Προχώρησε, πάτησε με δύναμη το κουδούνι. Δεν άκουσε μέσα στο σπίτι το κουδούνισμα. Ίσως ευθύνονταν οι εκρήξεις κι οι ριπές… Το πάτησε για δεύτερη, για τρίτη, για τέταρτη φορά, νευρικά κι ανυπόμονα. Πάλι δεν άκουσε κανέναν ήχο μέσα. Ήτανε χαλασμένο ή το αποσυνδέσανε…

    Μια βεντάλια από φωτοβολίδες φώτισε τη νύχτα. Και αμέσως μετά συγκλόνισαν την περιοχή ομοβροντίες πυροβολικού. Ο κραδασμός τού προκάλεσε ναυτία. Ξαναπάτησε επίμονα, εξαγριωμένος τώρα, το κουδούνι. Τίποτα και πάλι… Το πιο καλό που ’χε να κάνει ήτανε να τρέξει πίσω στην αυλή, ν’ αναζητήσει την είσοδο του κήπου, πρέπει να υπήρχε πόρτα υπηρεσίας. Ναι, αυτό θα έκανε, δεν υπήρχε χρόνος γι’ άλλο χάσιμο.

    Τότε ακριβώς μισάνοιξε η πόρτα.

    «Ο κύριος;»

    Αυτό τουλάχιστον κατάλαβε πως ρώτησε η μισή γυναίκα που στεκόταν μπροστά του. Η υπόλοιπη μισή ήταν κρυμμένη πίσω από την πόρτα, καλά οχυρωμένη.

    Της απάντησε, μα ήτανε βέβαιος, μέσα στο σαματά δεν άκουσε ούτε λέξη. Του ’γνεψε να περάσει. Πρόσεξε, προσπερνώντας, την ανατριχίλα της, τη βιασύνη της να κλείσει, ν’ ασφαλίσει την εξώπορτα.

    Έμεινε μερικές στιγμές σιωπηλός για να συνέλθει· την περιεργάστηκε αφηρημένα. Το φως του ηλιακού, πέφτοντας από πίσω της, σμίλευε μια κορμοστασιά ψηλή και λυγερή. Φορούσε κυπριώτικη στολή· πρέπει να ήτανε καρπασίτικη. Το πρόσωπο αδρό, με στέρεες γραμμές, συμμετρικές, που τις αλάφρωνε μια αψεγάδιαστη επιδερμίδα· ήταν δεν ήταν είκοσι χρονών, πανέμορφη. Μα κι άσκημη αν ήταν, σίγουρα ετούτη τη στιγμή θα την έβλεπε σαν τον αρχάγγελο της σωτηρίας του. Ήτανε μήπως η οικοδέσποινα; Πόσο ανταποκρινόταν στο αδρό σκιτσάρισμα του Λούη; Όχι, όχι, αποκλείεται. Μια κ. Καρόλου δεν θ’ άνοιγε την πόρτα στους επισκέπτες η ίδια· ή με την ποδίτσα…

    «Ο κύριος;» ρώτησε ξανά η νέα γυναίκα.

    Ακόμα την κοιτούσε αφηρημένος.

    «Ποιον ν’ αναγγείλω;»

    Έδωσε την κάρτα του.

    «Φοβήθηκα πως δεν μ’ ακούσατε. Δεν άκουσα καθόλου το κουδούνι», είπε.

    Ανακουφίστηκε που άκουσε τον ήχο της φωνής του.

    «Ακούσαμε απ’ την πρώτη. Ήμουνα στην πισίνα, πίσω. Το κουδούνι μας είναι φτιαγμένο για ν’ ακούγεται μονάχα μέσα, στο εσωτερικό του Κονακιού!»

    «Υπέθεσα πως χτύπησα λάθος πόρτα…»

    «Όχι, όχι. Τούτη δω είναι η είσοδος. Βέβαια, για λόγους ευνόητους, κάποτε χρησιμοποιούμε και την πίσω… Από δω παρακαλώ. Στο δίχωρο».

    Την ακολούθησε απορώντας πώς γινόταν, πώς ήταν δυνατό, το κλείσιμο

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1