Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Η Στοματική και Γναθοπροσωπική Χειρουργική στο Βυζάντιο
Η Στοματική και Γναθοπροσωπική Χειρουργική στο Βυζάντιο
Η Στοματική και Γναθοπροσωπική Χειρουργική στο Βυζάντιο
Ebook740 pages6 hours

Η Στοματική και Γναθοπροσωπική Χειρουργική στο Βυζάντιο

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Η Ιατρική συνιστώντας διαχρονικά έναν ευαίσθητο δείκτη πολιτισμικής ανάπτυξης και κοινωνικής οργάνωσης, αποτέλεσε μία καθοριστική παράμετρο του Βυζαντινού βίου, η οποία χαρακτηρίσθηκε από τέσσερα βασικά επιτεύγματα: την διαφύλαξη και μεταλαμπάδευση της Αρχαίας Ελληνικής και Ελληνορωμαϊκής ιατρικής παράδοσης στον Ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, την συστηματική άσκηση της κλινικής ιατρικής, την θεσμοθέτηση της κλειστής νοσηλευτικής περίθαλψης και της κοινωνικής πρόνοιας με την ίδρυση των πρώτων οργανωμένων νοσηλευτικών ιδρυμάτων, αλλά και φορέων ευρύτερης κοινωνικής αρωγής και προστασίας, καθώς επίσης και την πρωτοτυπία της ιατρικής έρευνας και δη της φαρμακολογίας, με την εισαγωγή νέων φαρμακοτεχνικών μορφών φαρμάκων και θεραπευτικών βοτάνων. Αντικειμενικός στόχος της παρούσας ερευνητικής προσπάθειας είναι η ανάδειξη του εύρους ενασχόλησης, αλλά και του ενδιαφέροντος των Βυζαντινών ιατρών για το γνωστικό αντικείμενο της Στοματικής και Γναθοπροσωπικής Χειρουργικής.
LanguageΕλληνικά
Release dateJun 11, 2018
ISBN9788828334378
Η Στοματική και Γναθοπροσωπική Χειρουργική στο Βυζάντιο

Related to Η Στοματική και Γναθοπροσωπική Χειρουργική στο Βυζάντιο

Related ebooks

Related categories

Reviews for Η Στοματική και Γναθοπροσωπική Χειρουργική στο Βυζάντιο

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Η Στοματική και Γναθοπροσωπική Χειρουργική στο Βυζάντιο - Αναστάσιος Μυλωνάς

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ

    Το Βυζάντιο, η μεσαιωνική ελληνική αυτοκρατορία η οποία αποτέλεσε την συνέχεια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπήρξε ένα χωνευτήρι πολιτισμών και ιδεών, στην υπερχιλιόχρονη ιστορική διαδρομή του οποίου συντελέσθηκε μία πρωτοφανής μετάλλαξη του κράτους της αρχαίας αυτοκρατορικής Ρώμης, σε μία εκχριστιανισμένη και εξελληνισμένη Αυτοκρατορία, που εξέφραζε το πνεύμα του Οικουμενικού Ελληνισμού. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, κατά την εποχή της ιστορικής της ανέλιξης, μία εποχή κατά την οποία η Μεσόγειος αποτελούσε το επίκεντρο του ιστορικού γίγνεσθαι, αποτέλεσε ένα σπουδαίο κέντρο πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας, όπου η άνθιση του εμπορίου, της οικονομίας, των επιστημών, των γραμμάτων, των τεχνών, αλλά και του πολιτισμού εν γένει, της προσέδωσε μία οικουμενική ακτινοβολία.

    Η Ιατρική συνιστώντας διαχρονικά έναν ευαίσθητο δείκτη πολιτισμικής ανάπτυξης και κοινωνικής οργάνωσης, αποτέλεσε μία καθοριστική παράμετρο του Βυζαντινού βίου, η οποία χαρακτηρίσθηκε από τέσσερα βασικά επιτεύγματα: την διαφύλαξη και μεταλαμπάδευση της Αρχαίας Ελληνικής και Ελληνορωμαϊκής ιατρικής παράδοσης στον Ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, την συστηματική άσκηση της κλινικής ιατρικής, την θεσμοθέτηση της κλειστής νοσηλευτικής περίθαλψης και της κοινωνικής πρόνοιας με την ίδρυση των πρώτων οργανωμένων νοσηλευτικών ιδρυμάτων αλλά και φορέων ευρύτερης κοινωνικής αρωγής και προστασίας, καθώς επίσης και την πρωτοτυπία της ιατρικής έρευνας και δη της φαρμακολογίας, με την εισαγωγή νέων φαρμακοτεχνικών μορφών φαρμάκων και θεραπευτικών βοτάνων. Η Βυζαντινή Ιατρική, αποτελώντας την φυσική εξέλιξη της Αρχαίας Ελληνικής και Ελληνορωμαϊκής Ιατρικής, προώθησε και ανέπτυξε περαιτέρω, παρά την αντίθετη και κυριαρχούσα μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα άποψη από την πλειονότητα της ακαδημαϊκής κοινότητας της Δύσης, την παραληφθείσα ιατρική παράδοση, παρουσιάζοντας πρωτότυπες απόψεις, αντιλήψεις και θεραπευτικές αγωγές, τροποποιώντας και βελτιώνοντας παραδεδεγμένα σχήματα φαρμακευτικής και χειρουργικής θεραπευτικής αντιμετώπισης διαφόρων νοσολογικών οντοτήτων και καταστάσεων. Με αυτό τον τρόπο η Ιατρική του Βυζαντίου συνέβαλε στην ανάπτυξη της ιατρικής πολλών λαών και χωρών, αποτελώντας την βάση της Αραβικής, της Ευρωπαϊκής και της Σλαβικής ιατρικής, ενώ η μελέτη των πολυάριθμων χειρογράφων των ιατρικών έργων των διαφόρων Βυζαντινών ιατρών, τα οποία σώζονται διάσπαρτα σε πολλές βιβλιοθήκες χωρών της Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης, αποκαλύπτει την καθοριστική επίδραση που άσκησε η Βυζαντινή Ιατρική στην διαμόρφωση πλείστων όσων σύγχρονων ιατρικών απόψεων και θεραπευτικών αγωγών.

    Παρά το γεγονός ότι σήμερα πλέον αναγνωρίζεται διεθνώς η σημασία της Βυζαντινής Ιατρικής, στην όλη πορεία, εξέλιξη και διαμόρφωση της παγκόσμιας ιστορίας της ιατρικής, μέσα βέβαια και από την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος ειδικών και μη για το τόσο παρεξηγημένο Βυζάντιο και την «ανακαλυπτόμενη» Βυζαντινή γραμματολογία, εν τούτοις η Βυζαντινή Ιατρική έχει ελάχιστα ερευνηθεί, αν και τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερες επιστημονικές μελέτες δημοσιεύονται σε έγκριτα διεθνή επιστημονικά περιοδικά, αλλά και παρουσιάζονται σε διεθνή συνέδρια, που αφορούν την Βυζαντινή περίοδο.

    Η διαπίστωση αυτού του κενού αναφορικά με την Βυζαντινή Ιατρική γενικά, αλλά και το γεγονός ότι η Στοματική και Γναθοπροσωπική Χειρουργική αναδύθηκε ως αυθύπαρκτη χειρουργική ειδικότητα κυρίως μετά τους δύο παγκοσμίους πολέμους, όπου η αδήριτη ανάγκη περίθαλψης και αποκατάστασης των τραυματιών πολέμου με βαρύτατες κακώσεις του στόματος, του προσώπου και των γνάθων, ανέδειξε την πρωτεύουσα σημασία της οδοντικής σύγκλεισης ως καθοριστικού παράγοντα για την ανάταξη και αποκατάσταση των καταγμάτων των γνάθων και ως εκ τούτου καθιέρωσε τον ηγετικό ρόλο εξειδικευμένων οδοντιάτρων στην αντιμετώπιση των κρανιογναθοπροσωπικών κακώσεων, αποτέλεσαν το βασικό κίνητρο για την εκπόνηση της παρούσας μελέτης. Αντικειμενικός στόχος αυτής της ερευνητικής προσπάθειας υπήρξε η ανάδειξη του εύρους ενασχόλησης αλλά και του ενδιαφέροντος των Βυζαντινών ιατρών για το γνωστικό αντικείμενο της Στοματικής και Γναθοπροσωπικής Χειρουργικής, που βέβαια εκείνα τα χρόνια δεν αποτελούσε μία θεσμοθετημένη ιατρική ειδικότητα, αλλά αντλούσε τις γνώσεις και τις πληροφορίες της, τόσο από την Οδοντιατρική, η οποία διαχρονικά αποτέλεσε την ρωμαλέα βάση στην οποία στηρίχθηκε κατά την εξέλιξή της, όσο και από την Χειρουργική, της οποίας ανέκαθεν συνιστούσε ιδιαίτερο και σημαντικό κλάδο στην περιοχή του στόματος, των γνάθων, του προσώπου, αλλά και της κεφαλής και του τραχήλου εν γένει. Εξ άλλου μία περαιτέρω στόχευση αυτής της εργασίας, ήταν και η ανάγκη να αναδειχθεί επιπρόσθετα ότι, η εύκολη ταύτιση της όποιας πνευματικής και πολιτιστικής προσφοράς του Βυζαντίου με την τάση προς τη μικρολογία και την άγονη συζήτηση γύρω από γραμματικές και θεολογικές λεπτομέρειες, που τόσο εμφατικά αποδόθηκαν με τις λέξεις «βυζαντινισμός» και «βυζαντινολογία», ειδικά στην περίπτωση της Ιατρικής και δη της Χειρουργικής, αποτελεί μία άστοχη, άδικη και επιφανειακή προσέγγιση πόρρω απέχουσα από την επιστημονική αλήθεια.

    Έτσι στην παρούσα μελέτη εξετάσθηκαν τα πρωτότυπα κείμενα των Βυζαντινών ιατρικών συγγραφέων σχετικά με την Στοματική και Γναθοπροσωπική Χειρουργική, ιδιαίτερα της Πρωτοβυζαντινής (4ος – 7ος αιώνας) και της Μεσοβυζαντινής περιόδου (8ος – 12ος αιώνας), όπου περιέχεται και ο κυρίως όγκος των αντίστοιχων απόψεων και αντιλήψεων, με στόχο όπως αναζητηθούν και αναδειχθούν απόψεις, τεχνικές, χειρουργικά εργαλεία, θεραπευτικές και φαρμακολογικές προσεγγίσεις, που άπτονται του φάσματος της Χειρουργικής Παθολογίας και Θεραπευτικής της Στοματικής και Κρανιογναθοπροσωπικής Χειρουργικής. Ειδικότερα αναζητήθηκαν και εξετάσθηκαν οι γνώσεις, αλλά και οι θεραπευτικές και χειρουργικές παρεμβάσεις των Βυζαντινών ιατρών και χειρουργών αναφορικά με την παθολογία του στόματος, την οδοντοφατνιακή χειρουργική, τις τραχηλοπροσωπικές λοιμώξεις, την τραυματολογία του σπλαγχνικού κρανίου, την χειρουργική ογκολογία της κεφαλής και του τραχήλου με ιδιαίτερη έμφαση στον καρκίνο του στόματος, την χειρουργική παθολογία των σιαλογόνων αδένων, την ορθογναθική χειρουργική με την χειρουργική διόρθωση των προσωποσκελετικών δυσμορφιών, την αντιμετώπιση του στοματοπροσωπικού πόνου ως εκδήλωση δυσλειτουργίας των κροταφογναθικών διαρθρώσεων και την συντηρητική ή χειρουργική του αντιμετώπιση.

    Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε κυρίως η διαδικτυακή πλατφόρμα «Thesaurus Linguae Graecae» του University of California, Irvine, CA, USA, όπου περιλαμβάνονται ψηφιοποιημένα όλα τα ελληνικά κείμενα που έχουν διασωθεί από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, μεταξύ των οποίων και τα ιατρικά κείμενα των Βυζαντινών συγγραφέων που συγκαταλέγουν στο έργο τους αναφορές στο γνωστικό αντικείμενο της Στοματικής και Γναθοπροσωπικής Χειρουργικής, ήτοι των Ορειβάσιου του Περγαμηνού (325-403 μ.Χ.), Αλέξανδρου του Τραλλιανού (525-605 μ.Χ.), Αέτιου του Αμιδηνού (6ος αιώνας μ.Χ.), Θεόφιλου του Πρωτοσπαθάριου (7ος αιώνας μ.Χ.), Παύλου του Αιγινήτη (625–690 μ.Χ.), Μελέτιου του Μοναχού (8ος αιώνας μ.Χ.) και Λέοντος του Βυζάντιου (9ος αιώνας μ.Χ.), αφού παρασχέθηκε από το ανωτέρω Πανεπιστημιακό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα σχετική έγγραφη άδεια (Single-User Network License Agreement). Για τον λόγο αυτό και από την θέση αυτή, εκφράζονται ιδιαίτερες ευχαριστίες προς την Ελληνίδα Καθηγήτρια Κλασικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της California στην πόλη Irvine, Διευθύντρια του Προγράμματος «Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας-Thesaurus Linguae Graecae» και θεματοφύλακα μιας ανεπανάληπτης «κιβωτού» της Ελληνικής Γραμματείας, την κ. Μαρία Παντελιά.

    Τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικόλαο Χατζηνικολάου, τον σεβαστό και αγαπημένο πνευματικό μου πατέρα Νικόλαο, που με την στάση, το παράδειγμα, το ήθος και τον τρόπο ζωής του, αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για την ανάληψη αυτού του εγχειρήματος της εκπόνησης μιάς ερευνητικής εργασίας με αντικείμενο αφ’ ενός το Βυζάντιο, το λίκνο αυτό της Ορθόδοξης Εκκλησιαστικής Μαρτυρίας, αφ’ ετέρου δε την Στοματική και Γναθοπροσωπική Χειρουργική, που αποτελεί για εμένα διακόνημα ζωής, ευχαριστώ βαθειά. Φέροντας εις πέρας αυτήν την προσπάθεια, ανακάλυψα για πρώτη φορά μέσα από την βάσανο της εμβριθούς μελέτης και της διεξοδικής αναζήτησης, ότι η Βυζαντινή Στοματική και Γναθοπροσωπική Χειρουργική, στηριζόμενη στην Ελληνική Ιατρική παράδοση, ως φυσική συνέχεια της Αρχαίας Ελληνικής Ιατρικής, συνέβαλε με έναν μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο στην γεφύρωση του γνόφου και της υπέρβασης της Πίστης μέσα από την δογματική διατύπωση του πανανθρώπινου μηνύματος του Χριστιανισμού, με την Επιστήμη και την Τέχνη της Χειρουργίας, ως ύψιστης διαχρονικής προσφοράς προς τον πάσχοντα άνθρωπο.

    Τον Αναπληρωτή Καθηγητή της Ιστορίας της Ιατρικής, της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Αριστοτέλη Ευτυχιάδη, που πρώτος με δέχθηκε «τείνων ευήκοον ούς» στο αίτημά μου για την εκπόνηση αυτής της ερευνητικής εργασίας, ευχαριστώ θερμά για την ευγένεια και την καλοσύνη με την οποία με περιέβαλε, καθώς επίσης και τις υποδείξεις του σε όλη την διάρκεια διεξαγωγής της παρούσας μελέτης.

    Την Επίκουρη Καθηγήτρια της Ιστορίας της Ιατρικής, της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Ελευθερία-Φωτεινή Πουλάκου-Ρεμπελάκου, ιδιαίτερα ευχαριστώ για την καθοδήγηση και τις πολύτιμες υποδείξεις της κατά την συγγραφή της ερευνητικής αυτής μελέτης. Η ευγένεια , η ενθάρρυνση, η συμπαράσταση και η διαθεσιμότητα καθ’ όλη την διάρκεια διεξαγωγής αυτής της εργασίας, αποτελούν δεδομένα που έχουν ανεξίτηλα χαραχθεί στην μνήμη του γράφοντος.

    Τον Αναπληρωτή Καθηγητή της Στοματικής και Γναθοπροσωπικής Χειρουργικής της Οδοντιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, και νυν Clinical Assistant Professor of Oral and Maxillofacial Surgery, Department of Surgery, Division of Oral and Maxillofacial Surgery, University of Michigan Schools of Medicine and Dentistry, κ. Χρήστο Σκουτέρη, αγαπημένο φίλο, σεβαστό και πολύτιμο δάσκαλο και μέντορά μου, ευχαριστώ θερμά για το ενδιαφέρον και την συμπαράστασή του σε όλη την επιστημονική και επαγγελματική μου πορεία, καθώς και για το γεγονός ότι ήταν ο πρώτος που αφουγκράσθηκε το ιδιαίτερο ενδιαφέρον μου για την Ιστορία της Ιατρικής, δίδοντάς μου την δυνατότητα από τα χρόνια ακόμη της ειδίκευσής μου στην Στοματική και Γναθοπροσωπική Χειρουργική να το εκφράσω μέσα από μελέτες, εργασίες και εισηγήσεις.

    Τον Αναπληρωτή Καθηγητή και Διευθυντή του Εργαστηρίου της Ιστορίας της Ιατρικής, της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Γεώργιο Ανδρούτσο ιδιαίτερα ευχαριστώ για την αγάπη, την ευγένεια, το ενδιαφέρον, την εμπιστοσύνη και την φιλία με την οποία με περιέβαλλε από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας, καθώς επίσης και για τις υποδείξεις του κατά την εκπόνηση της ερευνητικής αυτής εργασίας.

    Τέλος, με βαθειά και πλήρη αγάπη αλλά και ουσιαστική έκφραση ευγνωμοσύνης, στρέφω την σκέψη μου προς την μοναδική σύντροφο της ζωής μου Ευαγγελία, που στο μακρύ διάβα της γνωριμίας και της κοινής μας ζωής, πάντα υπήρξε ο ακούραστος κωπηλάτης της κοινής μας προσπάθειας, ο πιστός συνοδοιπόρος, αλλά και ο εμπνευσμένος σύμβουλος και συνομιλητής σε κάθε σχέδιο, στόχο και όνειρο στην πορεία μας προς το Φως!

    «Η Στοματική και Γναθοπροσωπική Χειρουργική στο Βυζάντιο:

    Από τον γνόφο και την υπέρβαση της Πίστης

    στην Επιστήμη και την Τέχνη της Χειρουργίας»

    ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

    Βυζάντιο και Βυζαντινή Ιατρική

    Το Βυζάντιο ή η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, όρος που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1557 από τον Γερμανό ουμανιστή ιστορικό Hieronymus Wolf (1516-1580), στο μνημειώδες έργο του Corpus Historiae Byzantinae, αποτελεί μία πρόκληση για τον εκάστοτε μελετητή, καθώς η υπερχιλιόχρονη δεσπόζουσα παρουσία του (330-1453) δεν επιδέχεται μία εύκολη ιστορική ερμηνεία¹. Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όπως την αποκαλούσαν οι αυτοκράτορες και οι υπήκοοί της, αποτέλεσε ένα μείγμα ρωμαϊκής κρατικής παράδοσης, χριστιανικής ιδεολογίας και συνέχειας του ελληνικού και ελληνιστικού κόσμου στον Μεσαίωνα, μέσα από την σύζευξη της χριστιανικής οικουμενικότητας και της ρωμαϊκής παγκοσμιότητας, με λυδία λίθο αυτού του μοναδικού εγχειρήματος που αποτόλμησε ο Κωνσταντίνος Α΄ ο Μέγας, την ελληνική πολιτισμική ιδιαιτερότητα, είτε υπό την μορφή της γλωσσικής νοηματοδότησης ή με την εν γένει κυριαρχία της ιδιοπροσωπίας της ελληνικής παιδείας.

    Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει η διαπρεπής Βυζαντινολόγος Ελένη Γλύκατζη-Arveler «Το Βυζάντιο, οργανωμένο ως κράτος πολύ πριν οι πολίτες του αποκτήσουν εθνική συνείδηση, οικοδόμησε υπομονετικά και προοδευτικά τις βάσεις της συνοχής και της ενότητάς του»². Ενώ λοιπόν από πολιτική άποψη το Βυζάντιο θα μπορούσε να αυτοανακηρυχθεί κληρονόμος της Ρώμης, από πνευματική και εν γένει πολιτιστική άποψη η Βυζαντινή Αυτοκρατορία γονιμοποιήθηκε από την κλασική παράδοση και το αρχαίο ελληνικό πνεύμα.

    Τα χειρόγραφα των Ελλήνων κλασικών συγγραφέων θεωρούνταν στο Βυζάντιο αντικείμενα μεγάλης αξίας, τα οποία όχι μόνο τα διάβαζαν, τα αντέγραφαν προσεκτικά και τα σχολίαζαν με ζήλο, αλλά αποτελούσαν διαρκή πηγή έμπνευσης των ιστορικών, των ρητόρων, των γραμματικών, των ιατρών, αλλά και των εκκλησιαστικών συγγραφέων. Η μεγάλη αυτοκρατορική βιβλιοθήκη της Βασιλικής, περιείχε συνολικά πάνω από 30.000 τόμους, ενώ η βιβλιοθήκη του Βυζαντινού λόγιου και Καρδινάλιου της Καθολικής Εκκλησίας Βασιλείου Βησσαρίωνα (1408-1472), που έγινε ο πυρήνας της φημισμένης Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας, από τα 500 περίπου ελληνικά χειρόγραφα που περιείχε, πάνω από 300 ήταν έργα Ελλήνων κλασικών συγγραφέων, όπως ο Όμηρος, ο Ησίοδος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Αριστοφάνης, ο Πίνδαρος, ο Απολλώνιος ο Ρόδιος, ο Λυκόφρων, ο Δημοσθένης, ο Ισοκράτης, ο Λυσίας, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλούταρχος, ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, ο Δίων ο Κάσιος, ο Στράβων, ο Αριστοτέλης, ο Πλάτων, ο Πλωτίνος, ο Πρόκλος, ο Ιπποκράτης, ο Γαληνός, ο Πτολεμαίος κ. ά.³

    Η Βυζαντινή Ιατρική τουλάχιστον μέχρι και τον περασμένο αιώνα, προσεγγιζόταν από μία μερίδα Δυτικοευρωπαίων κυρίως ερευνητών με μία επιφύλαξη, αναφορικά με την φυσιογνωμία της από άποψη δημιουργικότητας και καινοτομίας, εμπίπτοντας και αυτή στην εσφαλμένη γενική εντύπωση περί περιορισμένης πνευματικότητας και πολιτιστικής υπανάπτυξης του Βυζαντίου⁴. Η σχετική μελέτη του Iwan Bloch το 1902, χαρακτηρίζει την Βυζαντινή Ιατρική ως ένα βραδέως μεταβαλλόμενο σύστημα ιατρικής, ενσωματωμένο σε μία σχεδόν εξίσου στατική κοινωνία⁵. Δυστυχώς η ελλιπής πρόσβαση σε πρωτογενές βιβλιογραφικό υλικό, είτε εξ αντικειμένου λόγω αδυναμίας προσέγγισης, ή σκόπιμα λόγω ιδεολογικής αντίθεσης, είχε ως αποτέλεσμα την παρεξήγηση και περιφρόνηση της Ιατρικής των Βυζαντινών, η οποία υποτιμήθηκε κατηγορούμενη ως μία στείρα αντιγραφή της Αρχαίας Ελληνικής Ιατρικής, αλλά και της Ελληνικής Ιατρικής της Ρωμαϊκής περιόδου, όπως διαμορφώθηκε και παραδόθηκε από τον Γαληνό⁶. Αξιοσημείωτο είναι ότι, όπως συμφωνούν οι περισσότεροι μελετητές σήμερα, η λεγόμενη Ελληνο-Ρωμαϊκή Ιατρική, κορυφαίος εκφραστής της οποίας υπήρξε ο Γαληνός, στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο παρά για την Ελληνική Ιατρική κατά την διάρκεια της Ρωμαϊκής κατοχής, δεδομένου ότι στην πραγματικότητα οι Ρωμαίοι ποτέ δεν είχαν Ρωμαίους ιατρούς, όπως εξάλλου παραδεχόντουσαν και οι ίδιοι.⁴

    Η σημασία της Βυζαντινής Ιατρικής όμως αρχίζει να αναδεικνύεται κατά τις τελευταίες δεκαετίες, μέσα από την συστηματική πλέον μελέτη του συνόλου της Βυζαντινής Γραμματείας, όπου περιέχονται πολύτιμες πληροφορίες όχι μόνο για το επίπεδο της ιατρικής γνώσης της Βυζαντινής εποχής, αλλά και για τον τρόπο εφαρμογής της. Έτσι κρίνοντας τη Βυζαντινή Ιατρική με τα μέτρα της εποχής, λαμβάνοντας υπόψη τις εξωτερικές συνθήκες, αλλά και τις κοινωνικές αλλαγές και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εσωτερικής δομής και διαστρωμάτωσης της κοινωνίας του Βυζαντίου, καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι η αρχική εκτίμηση περί συνέχισης της παράδοσης και των αρχών του Γαληνισμού, δίνει την θέση της σε μία εντελώς νέα μορφή και αντίληψη της ιατρικής πράξης κάτω από την επίδραση της κυρίαρχης ιδεολογίας του Χριστιανισμού.

    Η Βυζαντινή Ιατρική αποτέλεσε την συνέχεια της Αρχαίας Ελληνικής, της Ελληνιστικής και της Ελληνο-Ρωμαϊκής Ιατρικής, συνιστώντας έναν ζωτικό συνδετικό κρίκο με την Δυτικοευρωπαϊκή Ιατρική. Η μελέτη και η ανάλυση των γνώσεων των Βυζαντινών ιατρών παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς τα περισσότερα συγγράμματά τους όχι μόνο διαφύλαξαν την γνώση των Αρχαίων Ελλήνων ιατρών, αλλά συμπεριέλαβαν επίσης και την δική τους πλούσια προσωπική εμπειρία⁷, ⁸. Η Βυζαντινή Ιατρική, όπως και η Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, διακρίνεται σε τρεις περιόδους: Πρωτοβυζαντινή (4ος – 7ος αιώνας), Μεσοβυζαντινή (8ος – 12ος αιώνας) και Υστεροβυζαντινή περίοδο (13ος – 15ος αιώνας).

    Η Πρωτοβυζαντινή περίοδος χαρακτηρίζεται από την συνέχιση της κλασικής ιατρικής παράδοσης, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την άνθηση της Αρχαίας Ελληνικής και Ελληνιστικής Ιατρικής, παράλληλα όμως τοποθετούνται και οι βάσεις της Βυζαντινής ιατρικής σκέψης, η οποία ενσωματώνοντας τις αρχαιοελληνικές επιδράσεις δημιουργεί συνάμα, στηριζόμενη στην ιδία παρατήρηση και εμπειρία, πρωτότυπο έργο. Οι Βυζαντινοί ιατροί αυτής της περιόδου, με κυριότερους εκφραστές τον Ορειβάσιο τον Περγαμηνό, τον Νεμέσιο, τον Ιάκωβο τον Ψυχριστή, τον Αέτιο τον Αμιδηνό, τον Αλέξανδρο τον Τραλλιανό, τον Θεόφιλο τον Πρωτοσπαθάριο και τον Παύλο τον Αιγινήτη, μεταφέρουν με τα κείμενά τους τις ιατρικές παρακαταθήκες του Ιπποκράτη, του Αριστοτέλη, του Γαληνού, του Ηρόφιλου, του Διοσκορίδη, του Ρούφου του Εφέσιου, του Αρεταίου του Καππαδόκη, του Μοσχίωνα, του Σωρανού, το έργο τους δε συνδέει το αρχαιοελληνικό πνεύμα με την χριστιανική κοσμαντίληψη.

    Η Μεσοβυζαντινή περίοδος διακρίνεται κυρίως από την φιλοσοφική χροιά η οποία προσδίδεται στο παραγόμενο ιατρικό έργο, το οποίο πλέον αποκτά κατ’ εξοχήν βυζαντινό χαρακτήρα, ενώ η κλασσική ιατρική παράδοση αρχίζει να υποχωρεί. Αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της ιατρικής γραμματείας αυτής της περιόδου είναι η περίτεχνη ιατρολογοτεχνική έκφραση, στην οποία αποτυπώνεται τόσο η ευρυμάθεια των Βυζαντινών ιατρών, όσο και η ιατρική συγκρότηση και κατάρτιση πολλών λογίων της εποχής. Μελετώντας τα ιατρικά έργα των κυριότερων αντιπροσώπων της περιόδου αυτής, όπως του Μελέτιου του Μοναχού του Ιατροσοφιστή, του Λέοντα του Ιατροσοφιστή, του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου του Μεγάλου, του Θεοφάνη Νόννου, αλλά και του υπάτου των φιλοσόφων Μιχαήλ Ψελλού, καθώς επίσης και του Συμεώνος Σήθ, διαπιστώνει κανείς την ώσμωση ιατρικής και φιλοσοφίας, που δίνει στην μεν ιατρική το βάθος της φιλοσοφικής αναζήτησης, στην δε φιλοσοφία την ακρίβεια της ιατρικής μεθοδολογίας.

    Η Υστεροβυζαντινή περίοδος σηματοδοτείται από την εμφάνιση δύο σημαντικών τάσεων στην Βυζαντινή Ιατρική: α) τον εμπλουτισμό της από την αραβική και ινδική επιστήμη, οι οποίες συνέβαλαν στην προώθηση ιδιαίτερα της Φαρμακολογίας, ενώ παράλληλα αναπτύχθηκαν μέσα από μία διαδικασία συστηματοποίησης και μεθοδικής καταγραφής, ιδιαίτεροι κλάδοι της Ιατρικής Επιστήμης, όπως η Οδοντιατρική, η Διαιτολογία και η Υγιεινή, β) την μετάγγισή της στην Δύση και την καταλυτική της επίδραση στην διαμόρφωση της Δυτικοευρωπαϊκής Ιατρικής, μέσω της αποστολής διαπρεπών Βυζαντινών ιατρών (Δημήτριος Πεπαγωμένος, Ιωάννης Αργυρόπουλος κ.ά.) στα διάφορα κέντρα της Ευρώπης και δη της Ιταλίας (σχολή του Salerno), κατά το λυκόφως της άλλοτε κραταιής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά και μετά την πτώση της Βασιλεύουσας στους Οθωμανούς Τούρκους.

    Εκτός από την άμεση μεταφορά της Βυζαντινής ιατρικής παράδοσης στην Δύση από τους Βυζαντινούς ιατρούς της διασποράς, μία άλλη οδός μέσω της οποίας τα ελληνικά ιατρικά χειρόγραφα έφθασαν στην Ευρώπη, ήταν οι ΄Αραβες και η πολιτισμική τους συνάντηση με τους Δυτικοευρωπαίους, μετά την διείσδυσή τους στην Ιβηρική χερσόνησο από την Βορειοδυτική Αφρική. Συγκεκριμένα η βυζαντινή ιατρική γραμματεία μεταφράσθηκε σχεδόν στο σύνολό της στα αραβικά, ενώ διαπρεπείς Άραβες ιατροί, όπως ο Αμπού Μπακρ Μούχαμαντ ιμπν Ζαχαρία ή Ραζής, ο Αλή ιμπν Αλ Αμπάς Αλ Μαγκούσι ή Χαλή Αμπάς, ο Αμπούλ Κασίμ ή Αμπουκάσης και ο «Πρίγκηψ των ιατρών» Αμπού Αλή Αλ Χουσεΐν ιμπν Αμπταλλάχ ιμπν Σινά ή Αβικέννας, περιέλαβαν στα ιατρικά τους συγγράμματα εκτεταμένα αποσπάσματα ή και ολόκληρο το έργο διαπρεπών Αρχαίων Ελλήνων (Ιπποκράτης, Γαληνός κ.λ.π) και Βυζαντινών ιατρών (Ορειβάσιος ο Περγαμηνός, Αέτιος ο Αμιδηνός, Παύλος ο Αιγινήτης κ.λπ.). Πολλά από αυτά τα αραβικά ιατρικά κείμενα μεταφράσθηκαν στα Λατινικά, όπως η ιατρική εγκυκλοπαίδεια Al-Hawi του πλέον αυθεντικού Άραβα ιατρικού συγγραφέα του Πέρση Ραζή, που μεταφράσθηκε στα Λατινικά από τον Faradj το 1279 (Liber Continens) και πρωτοεκδόθηκε στην Brescia της Ιταλίας το 1486, η ιατροχειρουργική εγκυκλοπαίδεια «Κιτάμπ ι Μαλίκι» (Βασιλική Βίβλος) του Πέρση ιατρού Χαλή Αμπάς, που έτυχε της πρώτης Λατινικής μετάφρασης (Liber Regius) περί το 1070-1080 από τον Κωνσταντίνο τον Αφρικανό (Constantinus Africanus), καθώς επίσης και η σπουδαία ιατροχειρουργική πραγματεία Al Tasrif (Μέθοδος) του μεγάλου Αμπουκάση⁹. Με αυτόν τον τρόπο η Βυζαντινή ιατρική φλόγα μεταφερόμενη με την αραβική δάδα στην Ευρωπαϊκή ήπειρο, μεταλαμπάδευσε στον σκοτεινό Δυτικό Μεσαίωνα το φως της Ιατρικής Επιστήμης, αποτελώντας την ρωμαλέα βάση για την περαιτέρω εξέλιξη της Ιατρικής στην Δύση.

    Η Βυζαντινή ιατρική, στο πλαίσιο της εν γένει κοινωνίας του Βυζαντίου, έχοντας πάντοτε ως πρότυπο θεράποντος ιατρού τον ζώντα Θεάνθρωπο Ιησού, τον Ταπεινώτερο όλων, «τον ιατρόν των ψυχών και των σωμάτων ημών», μετουσίωσε την κρατούσα Χριστιανική κοσμαντίληψη της εποχής σε ιατρική μεθοδολογία, θεωρώντας τον πάσχοντα άνθρωπο ως ενιαία ψυχοσωματική οντότητα, με αποτέλεσμα οι θεραπευτικές παρεμβάσεις να στοχεύουν στην συνολική αποκατάσταση της σωματικής και ψυχικής του υγείας.

    Ιατρική και Εκκλησία στο Βυζάντιο

    Η Εκκλησία τόσο από τα πρώτα βήματα της οικουμενικής διάδοσης του μηνύματος της Χριστιανικής ομολογίας στα όρια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Ανατολικής και Δυτικής , όσο και αργότερα από την στιγμή που ο Χριστιανισμός κατέστη κυρίαρχη θρησκευτική ιδεολογία και θεσμοθετήθηκε ως ανεγνωρισμένο Δόγμα κατά την βυζαντινή περίοδο (330-1453), ανέπτυξε και διατήρησε στενές και δημιουργικές σχέσεις με την Ιατρική Επιστήμη και Τέχνη. Ο κεντρικός πυρήνας αυτών των σχέσεων ήταν η χριστιανική αντίληψη για την ανυστερόβουλη προσφορά προς τον πάσχοντα συνάνθρωπο, την εικόνα του Θεού αλλά και του ιδίου του εαυτού όπως αποτυπώνονται στον πλησίον, με αποτέλεσμα η θεραπευτική αντιμετώπιση των διαφόρων νοσημάτων, να μην εξαντλείται σε μία ατομοκεντρική προσέγγιση, αλλά να καθορίζεται από την θεσμοθέτηση δομών κοινωνικής πρόνοιας, υγειονομικής περίθαλψης των ασθενών και εν γένει αντιμετώπισης ιατροκοινωνικών θεμάτων. Καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη μετουσίωση τη νέας αντίληψης σε οργανωμένη πρακτική αποκατάστασης της σωματικής και ψυχικής υγείας του πάσχοντα συνανθρώπου, θεωρουμένου ως ενιαίου ψυχοσωματικού συνόλου, έπαιξε το γεγονός ότι πολλοί θεολόγοι, μοναχοί, ιερείς και φωτισμένοι ιεράρχες, σπούδασαν την ιατρική επιστήμη και παράλληλα με το εκκλησιαστικό τους έργο, συνέγραψαν και αξιόλογες ιατρικές πραγματείες. Οι άνθρωποι αυτοί της Εκκλησίας πέρα από το σημαντικό επιστημονικό τους έργο, κατέθεσαν και την κοινωνική τους προσφορά, η οποία χαρακτηρίσθηκε από την κοινωνική μέριμνα και την υγειονομική περίθαλψη των ασθενών, των πτωχών και των αδυνάτων¹⁰. Σημαντικές εκκλησιαστικές φυσιογνωμίες με αξιόλογο ιατρικό έργο υπήρξαν ο Μέγας Βασίλειος (330-379) [«Άπαντα: Εξαήμερος, Ομιλίαι και Λόγοι, Υπόμνημα εις Ησαΐαν»], ο Γρηγόριος ο Νύσσης (335-395) [«Περί κατασκευής ανθρώπου», «Περί σφυγμών»], ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ο Ναζιανζηνός (329-390), ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (354-407) [«Περί νόσων και ιατρών»], ο Ευστάθιος Αντιοχείας (4ος αιώνας), ο Νεμέσιος ο Εμεσηνός ή Εμέσης (4ος αιώνας) [«Περί φύσεως ανθρώπου»], ο Ιωάννης της Κλίμακος (525-600), ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός (680-754), ο Μελέτιος ο μοναχός ο ιατροσοφιστής (8ος αιώνας) [«Περί της του ανθρώπου κατασκευής» ή «Περί φύσεως ανθρώπου», «Περί των τεσσάρων εν τη φύσει στοιχείων» ή «Περί στοιχείων», «Εξήγησις εις τους Ιπποκράτους αφορισμούς», «Περί ψυχής», «Περί ούρων»], ο Φώτιος ο Μέγας (9ος αιώνας) [«Μυριόβιβλος»], ο Λέων ο Βυζάντιος ο ιατροσοφιστής (9ος αιώνας) [«Σύνοψις ιατρικής», «Σύνοψις εις την φύσιν των ανθρώπων», «Περί ιδιωμάτων ανθρώπων»], ο Μερκούριος ο μοναχός (10ος αιώνας) [«Περί σφυγμών»], ο Μιχαήλ Ψελλός ο Νεώτερος (1018-1078) [«Διδασκαλία παντοδαπή», «Περί διαίτης», «Του υπερτίμου προέδρου και υπάτου των φιλοσόφων κυρού Μιχαήλ του Ψελλού, περί του πώς αι συλλήψεις γίνονται», «Περί λίθων δυνάμεων», «Πόνημα ιατρικόν άριστον δι’ ιάμβων», «Περί λουτρού», «Περί καινών ονομάτων των εν νοσήμασιν», «Εξήγησις εις την φυσικήν ακρόασιν του Αριστοτέλους», «Ερωτήσεις και απαντήσεις επί ιατρικών θεμάτων», «Σύνοψις ιατρικών κανόνων», «Σύνοψις γενικής θεραπευτικής», «Περί σεληνιασμού»], ο Νικήτας Στηθάτος (11ος αιώνας), ο Ιωάννης ο Πρισδριανίας ή Επίσκοπος Πρισδρυανών (12ος αιώνας) [«Παρεκβολαί», «Συγγραφή περί ούρων», «Συλλογή περί εντέρων εκ Παλλαδίου, Αρχελάου και Στεφάνου του Αλεξανδρέως»], ο Νικηφόρος Βλεμύδης ή Βλεμμίδης (13ος αιώνας) [«Ποίημα περί ούρων», «Επιτομή φυσικής»], ο Ιωάννης ο Χούμνος (13ος-14ος αιώνας) [«Δίαιτα προφυλακτική εις ποδάγραν»], ο Μάξιμος Πλανούδης (14ος αιώνας) [«Περί των υελίων πασών των ασθενειών», «Περί αιμάτων»], ο Νεόφυτος ο Μοναχός ή Προδρομηνός (14ος αιώνας) [«Συλλογή κατά στοιχείον περί βοτανών», «Περί των τοις οδούσι παθών»]¹¹.

    Οι πράξεις ιατρικής πρόνοιας από πλευράς Εκκλησίας καθ’ όλη την διάρκεια της υπερχιλιόχρονης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, περιελάμβαναν την ίδρυση των πρώτων οργανωμένων νοσηλευτικών ιδρυμάτων [λωβοκομεία ή λεπροκομεία, σεμνείον (γυναικείο μοναστήρι που δεχόταν γυναίκες με ψυχιατρικά νοσήματα), λοχοκομεία (μαιευτήρια), ορφανοτροφεία, γηροκομεία, ειδικά νοσοκομεία για κληρικούς και μοναχούς], για τα οποία θα παρατεθούν περισσότερο εκτενή στοιχεία σε ιδιαίτερο κεφάλαιο, καθώς επίσης και την δημιουργία πρωτότυπων κοινωνικών νοσηλευτικών θεσμών [κοινωνικοί λειτουργοί (πριμμικήριοι), εξωτερικοί κοινωνικοί εργάτες (παραβολάνοι), γυναίκες αδελφές νοσοκόμοι (υπούργισσες), νοσοκομειακοί ιερείς]. Αξιοσημείωτη είναι και η αντιμετώπιση των γυναικών ιατρών, οι οποίες φέρουσες τον τίτλο της ιατρίνης ή ιάτραινας, με μία αξιοζήλευτη και για τα σημερινά ακόμη δεδομένα, αξιοκρατική και υγιή φεμινιστική αντίληψη, προωθούνταν σε υψηλές ιατροδιοικητικές θέσεις, όπως διευθυντού ιατρού τμήματος γυναικών κάποιου νοσηλευτικού ιδρύματος, μαιευτήρα γυναικολόγου ή ιατρομαίας που γνωμάτευε αποκλειστικά για σχετικά ιατροδικαστικά θέματα, καθώς επίσης και διοικητικού διευθυντού ευαγούς ιδρύματος, πτωχοκομείου κ.λπ.¹⁰

    Για να κατανοήσει κανείς την τόσο παρεξηγημένη, από τους μετέπειτα Δυτικοευρωπαίους κυρίως ιστορικούς, στάση της Εκκλησίας απέναντι στην Ιατρική Επιστήμη, θα πρέπει να ανατρέξει σε πρωτογενείς ιατρικές, νομικές, φιλολογικές και ιστορικές πηγές, όπου αναδεικνύεται ξεκάθαρα η σημασία και η αξία που αποδίδεται από την βυζαντινή κοινωνία εν γένει αλλά και την Εκκλησία ειδικότερα στην επιστημονική Ιατρική, θεωρώντας επιζήμια και καταδικάζοντας την εμπειρική και μαγική Ιατρική. Ο ιεράρχης Μέγας Βασίλειος, όντας και ο ίδιος ιατρός, ορίζει την Ιατρική ως ακολούθως: «Ιατρική φιλοσοφίας και φιλοπονίας εστί καρπός», είναι δε συγχρόνως «έξις τέχνης». Ο δε Ιωάννης ο Δαμασκηνός, μεταξύ άλλων σημειώνει: «τέλειον ιατρόν λέγομεν τον μηδέν των εις ωφέλειαν ανηκόντων και θεραπείαν παραλείποντα». Εξάλλου η επικρατούσα κρατική αντίληψη φαίνεται και από το ισχύον νομικό πλαίσιο, το οποίο απαγορεύει την αναζήτηση θεραπείας από μη ιατρούς, όπως εμπειρικούς, μάντεις, εξορκιστές, μαγγανευόμενους , με ρητές διατάξεις που περιέχονται στη Νεαρά του Λέοντος, στο Σύνταγμα του Ματθαίου Βλάσταρη, αλλά και στους Κανόνες του Μεγάλου Βασιλείου και του Φωτίου¹⁰.

    Η παρασκευή και η κυκλοφορία των διαφόρων φαρμάκων στην επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας επιτρέπεται να γίνεται μόνο από επιστήμονες φαρμακοποιούς, ενώ μέσα από αυστηρές διαδικασίες ελέγχου, απαγορεύεται η κυκλοφορία τοξικών και ναρκωτικών φαρμάκων, η χορήγηση των οποίων επισύρει την επιβολή ποινών¹⁰.

    Γίνεται επομένως αντιληπτό ότι η βυζαντινή αντίληψη υπαγορεύει την θεραπεία των ασθενών πάντοτε με την παροχή επιστημονικών ιατρικών γνώσεων, που αποτελούν και τον κεντρικό πυρήνα της θεραπευτικής αντιμετώπισης του πάσχοντος ανθρώπου. Στα πλαίσια όμως της ολιστικής προσέγγισης του ασθενούς, ο οποίος θεωρείται ενιαία ψυχοσωματική οντότητα, υπάρχει χώρος και για την επίκληση της Θείας Χάριτος, όχι υπό την μορφή θρησκοληψίας, όπως εύκολα επικράτησε στην ερμηνευτική προσέγγιση των Δυτικοευρωπαίων ιστορικών τα προηγούμενα χρόνια, αλλά με την έννοια της ένθεης στάσης ζωής¹⁰. Αυτό αναδεικνύεται και από το γεγονός ότι, στην Χριστιανική Εκκλησία είναι κυρίως κατ’ επάγγελμα ιατροί εκείνοι οι Άγιοι, οι οποίοι αναδεικνύονται θεραπευτές των ασθενών και προστάτες της Δημόσιας Υγείας [Παντελεήμων ο Νικομηδεύς (3ος αιώνας), Κοσμάς και Δαμιανός οι Αιγαίοι (3ος αιώνας), Κύρος ο Αλεξανδρεύς και Ιωάννης ο Στρατιωτικός (3ος αιώνας), Σαμψών ο Ξενοδόχος (6ος αιώνας), Διομήδης ο Ταρσεύς (3ος αιώνας), Ερμόλαος, Άνθιμος, Ευπρέπιος, Λεόντιος] και δεν πρόκειται απλά για χαρισματικά άτομα με υπερφυσικές ιδιότητες¹², ¹³. Το χριστιανικό ήθος της καθ’ υπέρβαση προσφοράς προς τον πάσχοντα συνάνθρωπο, είναι το νέο στοιχείο που οι ιατροί αυτοί συνεισφέρουν στο κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής τους, ως «άλλη» στάση και «άλλο» νόημα ζωής. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά ο ιατρός και όσιος Σαμψών ο Ξενοδόχος (6ος αιώνας), ο οποίος μεταξύ άλλων θεράπευσε και τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό από βαρειά ασθένεια, θεράπευε τους ασθενείς του «τη ιατρική τέχνη ομού μετά της χάριτος»¹⁰, ¹³. Βέβαια είναι πολύ εύκολο από την άλλη πλευρά, να οδηγηθεί κάποιος σε λάθος συμπεράσματα μελετώντας μόνο τα αγιολογικά κείμενα, όπου εμφαίνεται η στάση όχι της επίσημης Εκκλησίας απέναντι στην Ιατρική, αλλά η λαϊκή αντίληψη κυρίως υπό την επίδραση μιάς έντονης θρησκευτικότητας, καλλιεργούμενης από μερίδα του συντηρητικού κλήρου. Τα αγιολογικά κείμενα με τις αναφορές σε θαυματουργικές θεραπείες δυσίατων ή και ανίατων νοσημάτων, κρατούν μία επιφυλακτική στάση στην καλύτερη περίπτωση απέναντι στους ιατρούς, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις με αποκορύφωση τον 6ο και 7ο αιώνα, γίνονται ακόμη και εχθρικά προς την ιατρική κοινότητα, τόσον όσον αφορά την αποτελεσματικότητά της, όσο και σχετικά με την φιλοχρήματη στάση και συμπεριφορά μερίδας των ιατρών απέναντι στους ασθενείς. Μόνο από τον 9ο αιώνα και μετά τα αγιολογικά κείμενα υιοθετούν μία πιο διαλλακτική στάση απέναντι στην Ιατρική, συμβαδίζοντας πλέον τόσο με την επίσημη άποψη της Εκκλησίας, αλλά και με την γενικότερη αντίληψη της Βυζαντινής κοινωνίας για την επιστήμη και το λειτούργημα του ιατρού¹¹.

    Η Χειρουργική στο Βυζάντιο

    Η άσκηση της Χειρουργικής φαίνεται ότι είχε αναπτυχθεί σε σημαντικό βαθμό κατά την διάρκεια της Πρωτοβυζαντινής περιόδου, από τον 4ο μέχρι τον 6ο αιώνα.⁷ Οι Βυζαντινοί ιατροί και χειρουργοί είχαν μελετήσει ευρέως τα συγγράμματα των Αρχαίων Ελλήνων ιατρών και είχαν επηρεασθεί σε μεγάλο βαθμό από την ιατρική γνώση και παράδοση της Ελληνικής, Ελληνιστικής και Ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας. Επίσης με την απόκτηση προσωπικής εμπειρίας και γνώσης μέσα από την διαρκή μελέτη και την ιατρική πράξη, οι Βυζαντινοί ιατροί κατέστησαν ικανοί να περιγράψουν νέες τεχνικές, καινοτομίες και ανακαλύψεις, οι οποίες άφησαν ανεξίτηλο το ιδιαίτερο στίγμα τους, σηματοδοτώντας την επιστημονική βαρύτητα των χειρουργών του Βυζαντίου, αλλά και αποσείοντας από πάνω τους τον χαρακτηρισμό των απλών αντιγραφέων και συντηρητών της αρχαίας ιατρικής γνώσης⁸. Καθοριστικό παράγοντα για την ανάπτυξη και εξέλιξη της Χειρουργικής στο Βυζάντιο αποτέλεσε η μεγάλη πρόοδος που συντελέσθηκε όσον αφορά στην αύξηση των γνώσεων Ανατομίας κατά την διάρκεια της Ελληνιστικής περιόδου (323-146 π.Χ.), κατά την οποία και επιτρεπόταν η ανατομή του ανθρωπίνου σώματος. Έτσι αντιπροσωπευτικά δύναται να αναφερθεί ότι ικανοί και επιδέξιοι Βυζαντινοί χειρουργοί μπόρεσαν να αποτολμήσουν πολύπλοκες χειρουργικές επεμβάσεις όπως i) λιθοτριψία λίθων της ουροδόχου κύστεως στην περίπτωση του ιστορικού Θεοφάνη (9ος αιώνας), σχεδόν 10 αιώνες πριν την πρώτη αναφορά περίπτωσης από τον περίφημο Γάλλο χειρουργό ουρολόγο Jean Civiale (1792-1867) το 1832¹⁴, ii) τραχειοτομία αρχικά από τον φημισμένο και διαπρεπή Βυζαντινό χειρουργό Παύλο τον Αιγινήτη (7ος αιώνας), στους μετέπειτα δε αιώνες από διάφορους Βυζαντινούς χειρουργούς, όπως επιβεβαιώνεται από τον διαπρεπή φιλόσοφο και ιατρό Μιχαήλ Ψελλό (11ος αιώνας)¹⁵, iii) διαχωρισμό Σιαμαίων διδύμων¹⁶, αλλά και να εφαρμόσουν ειδικές χειρουργικές τεχνικές γναθοπροσωπικής χειρουργικής, πλαστικής και επανορθωτικής χειρουργικής του προσώπου¹⁷, χειρουργικής των ανευρυσμάτων¹⁸ και των κιρσών¹⁹.

    Είναι προφανές ότι οι διάφορες χειρουργικές επεμβάσεις διενεργούνταν κατά την Βυζαντινή εποχή κάτω από αρκετά αντίξοες και δύσκολες συνθήκες, ειδικά όσον αφορά τον τομέα της αναισθησίας και του ελέγχου του εγχειρητικού πόνου, παρά το γεγονός ότι χρησιμοποιούνταν από τους Βυζαντινούς ιατρούς κάποια αναλγητικά και υπνωτικά φάρμακα κυρίως από φυτικές δρόγες, όπως η οπιούχος παπαρούνα ή μήκων η υπνοφόρος (Papaver somniferum), ο υοσκύαμος (Hyoscyamus niger), o μανδραγόρας (mandragoras), τα οποία ήσαν γνωστά από την εποχή του Διοσκορίδη του Πεδάνιου (1ος αιώνας)²⁰, ²¹. Ο αρχίατρος της αυτοκρατορικής αυλής («Κόμης οψικίου») επί βασιλείας του Ιουστινιανού Α΄ Αέτιος ο Αμιδηνός, χορηγούσε για λόγους γενικής αναισθησίας κρασί στις γυναίκες πριν από την διενέργεια γυναικολογικών επεμβάσεων [«ψωμούς…οίνω βεβρεγμένους»]²². Για την επίτευξη τοπικής αναισθησίας ο Ορειβάσιος ο Περγαμηνός χρησιμοποιούσε «κροκοδείλου το δέρμα καέν»²³, ενώ ο Αέτιος ο Αμιδηνός την έμπλαστρο (το κατάπλασμα) «μέλαιναν Ηρά … εν ταις χειρουργίαις», «νάρκης (του ψαριού μουδιάστρας) το δέρμα … μετά χυλού υοσκυάμου χριόμενον» και μάλιστα στην περίπτωση υστερεκτομής «πεσσόν (υπόθετο) υπνοποιόν εκ κωδιών …οπίου» ή «εκ βρύου (φυτού) του ύπνου»²⁴-²⁶.

    Βέβαια υπάρχουν στην σχετική βιβλιογραφία αναφορές που σημειώνουν ότι τόσο οι χειρουργικές επεμβάσεις, όσο και οι διάφοροι καυτηριασμοί, που διενεργούνταν καθ’ όλη την διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου, ήσαν εξαιρετικά επώδυνες ιατρικές πράξεις, καθόσον οι εφαρμοζόμενες μέθοδοι αναισθησίας και αναλγησίας ήσαν πολύ πρωτόγονες²⁷, ²⁸. Επίσης αναφορικά με τις εφαρμοζόμενες από τους Βυζαντινούς χειρουργούς μεθόδους ασηψίας και αντισηψίας, θα πρέπει να σημειωθεί η προσπάθειά τους να εφαρμόσουν στοιχειώδεις κανόνες υγιεινής, φορώντας ποδιές και βάζοντας πετσέτες για την διενέργεια των χειρουργικών επεμβάσεων, καθώς επίσης και χρησιμοποιώντας σπόγγους και χλιαρό νερό κατά την διάρκειά τους. Επιπρόσθετα δε, αξίζει να αναφερθεί ότι λαμβανόταν ιδιαίτερη μέριμνα, ώστε οι διάφορες χειρουργικές επεμβάσεις να διενεργούνται σε ευνοϊκές και ευχάριστες θερμοκρασίες περιβάλλοντος²⁷.

    Όμως παρά ταύτα, δεν θα πρέπει να παραγνωριστεί η ευρύτητα των χειρουργικών επεμβάσεων που διενεργούνταν από τους διάφορους Βυζαντινούς χειρουργούς (Ορειβάσιος ο Περγαμηνός, Αέτιος ο Αμιδηνός, Αλέξανδρος ο Τραλλιανός, Παύλος ο Αιγινήτης, Παύλος Νικαίος, Λέων ο ιατροσοφιστής, Θεοφάνης ο Νόννος, Μιχαήλ Ψελλός, Ιωάννης Ακτουάριος), ενδεικτικό σημείο τόσο της επινοητικότητας και της τόλμης τους εις το να εφαρμόζουν ίδιες εγχειρητικές μεθόδους, όσο και του βαθμού εξέλιξης της χειρουργικής της εποχής τους. Ενδεικτικά αναφέρονται η κρανιοανάτρηση, η λαρυγγοτομία, οι εγχειρήσεις του θυρεοειδούς, η αμυγδαλεκτομή, η χειρουργική αφαίρεση των τραχηλικών λεμφαδένων, η παροχέτευση του πλευριτικού υγρού, η πλευρεκτομή, η μαστεκτομή, διάφορες ενδοπεριτοναϊκές επεμβάσεις, η εγχείρηση βουβωνοκήλης, οι εγχειρήσεις κιρσοκήλης και υδροκήλης, η χειρουργική αφαίρεση των αιμορροΐδων, η χειρουργική αντιμετώπιση αποστημάτων ορθού, η παροχέτευση του ασκιτικού υγρού, η χειρουργική του υποσπαδία, της φίμωσης και των ερμαφροδίτων, η περιτομή, η ολική υστερεκτομή, η κιρσοτομία των κάτω άκρων, η χειρουργική αντιμετώπιση της γάγγραινας των άκρων, καθώς επίσης και των αρτηριακών ανευρυσμάτων²⁹.

    Οι Μέγας Βασίλειος και Γρηγόριος ο Νύσσης για να περιγράψουν τα σημαντικά βήματα εξέλιξης και προόδου της χειρουργικής που συντελούνται στην εποχή τους, αναφέρουν χαρακτηριστικά: «η ιατρική εν ταις ανατομικαίς εγχειρήσεσιν εξεύρεν οχετούς πνεύματος (αγωγούς αέρος), υδραγωγίας (διόδους) αίματος, οίκησιν εστίας του θερμού επί της καρδίας, κίνησιν διαρκή του περικαρδίου πνεύματος (πνεύμονος)»³⁰, ³¹. Εξάλλου είναι δυνατόν να διαπιστώσει κανείς την εξέλιξη της χειρουργικής κατά την Βυζαντινή περίοδο, μελετώντας την συλλογή χειρουργικών συγγραμμάτων του χειρουργού του 9ου αιώνα Νικήτα του Βυζάντιου, ο οποίος άσκησε το ιατρικό επάγγελμα στην αυλή των Βυζαντινών αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου Δούκα, Μιχαήλ και Αλέξιου Κομνηνού³².

    Χειρουργικά εργαλεία στο Βυζάντιο

    Διάφορα χειρουργικά εργαλεία χρησιμοποιούνταν από τους χειρουργούς στο Βυζάντιο, όπως: άγκιστρα, τυφλάγκιστρα, σμίλιον (μικρή σμίλη), τρύπανον, σμίλη, λογχητικόν εργαλείον, μηλωτρίδιον (εργαλείο καθαρισμού των αυτιών-μήλη καθετηριασμού), σικύα (βεντούζα), λιθουλκός (χειρουργικό εργαλείο εξαγωγής λίθων), λιθαναβολεύς (μοχλός-χειρουργικό εργαλείο εξαγωγής λίθων), καθετήρ, διόπτρα (διαστολέας για τον γυναικείο κόλπο), πολύτομον σπαθίον (νυστέρι), πολυπικόν (σχήματος χταποδιού) σπαθίον (νυστέρι), πολύτομον μύδιον (λαβίδα), σκυταλίς (μικρή ράβδος)²⁹. Ο μεγάλος Βυζαντινός ιατρός του 14ου αιώνα Ιωάννης ο Ακτουάριος, ο οποίος άσκησε την ιατρική στην αυλή των Βυζαντινών αυτοκρατόρων Ανδρονίκου Β΄ (1282-1328) και Ανδρονίκου Γ΄, Παλαιολόγου (1328-1341), χρησιμοποιούσε «cauterium», ήτοι σιδερένιο καυτήρα-διαθερμία, προκαλώντας συγχρόνως τομή και αιμόσταση³³. Ένας άλλος ιατροφιλόσοφος του 14ου αιώνα, ο μοναχός Μάξιμος Πλανούδης, ο οποίος εργάστηκε στην αυτοκρατορική αυλή του Ανδρόνικου Β΄, Παλαιολόγου (1282-1328), αναφέρει χειρουργό «ιατρόν ξυρόν (τέμνον όργανο-ιατρικό ξυράφι) τε και καυτήρα προσάγοντα»³⁴. Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι ο Σευήρος (ή Σεβήρος) ο Ιατροσοφιστής, ένας ιατρός του 1ου αιώνα, γνωστός κυρίως για τις οφθαλμολογικές του έρευνες, τον οποίο αναφέρουν διαπρεπείς μετέπειτα ιατροί της Ελληνορωμαϊκής (Κορνήλιος Κέλσος, Γαληνός) και της Βυζαντινής (Αλέξανδρος ο Τραλλιανός, Αέτιος ο Αμιδηνός, Παύλος ο Αιγινήτης) περιόδου, παραθέτει «ονόματα των ιατρικών εργαλείων και στοιχεία, οις εν ταις χειρουργίαις χρώμεθα». Αυτά είναι: «αντιβολάδιον (είδος οστεάγρας ή μοχλού οστών), αντοτόμον/αντιοτόμον (μαχαιρίδιο αμυγδαλών), αντιόπτρα/αντόπτρα (διαστολέας του ορθού και του κόλπου), αρίς (τρυπάνι, αρίδα), φλεβοτόμον (νυστέρι φλεβοτομίας), βλεφαροκάτοχον, γλωσσοκάτοχος, εγκοπεύς (χειρουργική σφύρα), επικόπιον (χειρουργικό μαχαιρίδιο), κυνόρραφον/κυνορράφιον (είδος βελόνας συρραφής, πιθανώς ειδική βελόνα συρραφής της ακροποσθίας), λαβίς, μηνιγγοφύλαξ (χειρουργικό εργαλείο που προστατεύει την μήνιγγα), πλευροπρίστης/πλευροπρίστηρ (χειρουργικό πριόνι πλευρών), πυαξός, πυουλκός (χειρουργικό εργαλείο για αφαίρεση πύου από το βάθος πληγής), ραφίδες (βελόνες συρραφής), σπαθομήλη (γλωσσοπίεστρο), τρύπανον, χαρακτήρ (χειρουργική σμίλη), ενετήρ (σωλήνας κλύσματος), εντεροφύλαξ (χειρουργικό εργαλείο που προστατεύει τα έντερα και γενικά τα σπλάγχνα)³⁵.

    Σημαντικές πληροφορίες για τα διάφορα χειρουργικά εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι Βυζαντινοί ιατροί και χειρουργοί περιέχονται σε δύο σημαντικούς καταλόγους, οι οποίοι δημοσιεύθηκαν το 1903 από τον Γερμανό λόγιο και ιστορικό της Ιατρικής Hermann Schöne: i) ο παλαιότερος από τους δύο καταλόγους, «Codex Parisinus Latinus 11219», χρονολογείται τον 9ο αιώνα και περιλαμβάνει τα ονόματα σε λατινική γραφή 62 χειρουργικών εργαλείων, από τα οποία όλα είναι ελληνικά εκτός από δύο, ενώ ii) ο πιο πρόσφατος κατάλογος απαντάται στο χειρόγραφο του 11ου αιώνα «Laurentianus gr. LXXIV 2», υπό τον τίτλο «Ονόματα των ιατρικών εργαλείων κατά στοιχείον ά εν ταις χειρουργίαις χρώμεθα», όπου παρατίθενται 89 αναφορές εργαλείων, κατά το μάλλον ή ήττον σε αλφαβητική σειρά, όλες στα ελληνικά²⁷. Οι κατάλογοι αυτοί, κατά την γνώμη κάποιων ειδικών, αποτελούν ένα σημαντικώτατο στοιχείο όσον αφορά τον προσδιορισμό του επιπέδου της Βυζαντινής Χειρουργικής, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ του 9ου και 11ου αιώνα. Τούτο συμβαίνει διότι παρουσιάζουν πόσο δραστήριοι και ρηξικέλευθοι ήσαν οι χειρουργοί της Μεσοβυζαντινής περιόδου, τουλάχιστον κάποιες φορές σε κάποιες περιοχές, πράγμα που δεν αναδεικνύεται τόσο παραστατικά από τον Λέοντα τον ιατροσοφιστή, τον Θεοφάνη τον Νόννο, τον Μιχαήλ Ψελλό και τον Συμεών Σήθ²⁷. Συγκεντρώνοντας λοιπόν στοιχεία από τους παραπάνω καταλόγους, αλλά και από τα διάφορα συγγράμματα των Βυζαντινών ιατρικών συγγραφέων, ο διαπρεπής ιστορικός της Ιατρικής και Αν. Καθηγητής Κλασσικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Washington στο Seattle των Η.Π.Α., Lawrence J. Bliquez, συνέθεσε

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1