Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Η βροχή δε σταμάτησε ακόμα
Η βροχή δε σταμάτησε ακόμα
Η βροχή δε σταμάτησε ακόμα
Ebook331 pages3 hours

Η βροχή δε σταμάτησε ακόμα

Rating: 2.5 out of 5 stars

2.5/5

()

Read preview

About this ebook

Η ψυχική δύναμη, οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, τα νιάτα και ο έρωτας αλλά και η επιμονή για μια αξιοπρεπή ζωή είναι τα κύρια στοιχεία που χαρακτηρίζουν αυτό το το μυθιστόρημα που περιστρέφεται γύρω από την προσπάθεια της Λώρας , μιας νεαρής φοιτήτριας χωρίς οικογενειακή και οικονομική στήριξη, να πραγματοποιήσει τα όνειρά της. Όταν ο έρωτας της κτυπά την πόρτα με τη μορφή του Φρανσουά, ενός πάμπλουτου Γάλλου φοιτητή, που μπορεί να της προσφέρει μια παραμυθένια ζωή, μια εσωτερική πάλη αρχίζει.


Ανεξάρτητη και δυναμική, απορρίπτει κοινωνικά εμπόδια που βάζει η οικογένειά του και νιώθει την αγάπη που της προσφέρει σαν παγίδα που εκμηδενίζει την προσωπικότητά της. Μέσα από μια δεμένη πλοκή που διαδραματίζεται στην Αγγλία, στη Γαλλία, στην Ισπανία και στην Κύπρο και μέσα από εικόνες που ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, οι δύο κεντρικοί ήρωες καλούνται να πάρουν σημαντικές αποφάσεις ενώ η βροχή δε σταματά όπως και η ζωή.


Η τεχνική του διπλού τέλους είναι πρωτοποριακή για την κυπριακή λογοτεχνία και δείχνει την ικανότητα της συγγραφέως να χειριστεί, να πλάσει την πλοκή και να την οδηγήσει σε εναλλακτικούς δρόμους, καθιστώντας το μυθιστόρημα ιδιαίτερα ενδιαφέρον.

LanguageΕλληνικά
Release dateOct 29, 2018
ISBN9781912322961
Η βροχή δε σταμάτησε ακόμα

Related to Η βροχή δε σταμάτησε ακόμα

Related ebooks

Reviews for Η βροχή δε σταμάτησε ακόμα

Rating: 2.5 out of 5 stars
2.5/5

2 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Η βροχή δε σταμάτησε ακόμα - Άνδρη Χριστοφίδου-Αντωνιάδου

    ψυχής.

    KΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

    Oι σταγόνες της βροχής κυλούσαν χοντρές σαν μαργαριτάρια πάνω στο τζάμι του παραθύρου. Τίποτα δε διακρινόταν έξω· σαν μια άσπρη κουρτίνα να είχε τραβηχτεί πάνω από ολόκληρο το δρόμο και κάλυπτε τα πάντα: δέντρα, αυτοκίνητα, άσφαλτο, πεζοδρόμια. Μόνο σημάδι ζωής στο δρόμο ήταν οι σταγόνες της βροχής που κτυπούσαν με μανία στο τζάμι κι ας ήταν κι αυτό ζοφερό, θολό από την παγωνιά που επικρατούσε έξω και που ερχόταν σε αντίθεση με την εσωτερική ζεστασιά του σπιτιού.

    Ίσως να είχαν περάσει κιόλας κάμποσα λεπτά που η Λώρα στεκόταν ακίνητη μπροστά στο παράθυρο και παρακολουθούσε τη βροχή, μη μπορώντας ν’ αποφασίσει τι θα έκανε.

    – Δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Ο καιρός δε μου φαίνεται να αλλάξει ούτε και σήμερα, άρχισε να μονολογεί. Πρέπει να είμαι αποφασιστική.

    Ετοίμασε την τσάντα της, φόρεσε το μακρύ γούνινο παλτό της που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους, το καπέλο και τα μάλλινα γάντια της.

    Μόλις άνοιξε την πόρτα για να βγει, η άσπρη κουρτίνα που έβλεπε από το παράθυρο τής έκανε επίθεση. Ήταν σαν να ερχόταν κατά πάνω της για να την τυλίξει.

    «Δεν μπορεί... πιο κάτω στο δρόμο θα είναι καλύτερα», σκέφτηκε.

    Μα η σκέψη αυτή αποδείχτηκε λανθασμένη. Περπατούσε στο πεζοδρόμιο μόνο από ένστικτο. Ούτε που μπορούσε να το διακρίνει, μέχρι που σκόνταψε πάνω σ’ έναν πάσσαλο.

    – Αχ, η μύτη μου, έσκουξε.

    Ένας διαπεραστικός πόνος πέρασε από τη μύτη στα μάτια της, μέχρι που άρχισαν να δακρύζουν. Ένιωθε κάτι σαν κάψιμο στα μάτια και στη μύτη και μια ζάλη στο κεφάλι.

    «Δε γίνεται· θα προχωρήσω», σκέφτηκε.

    Μα κάτι υγρό έτρεχε από τη μύτη της. Έψαξε μέσα στην τσέπη του χοντρού παλτού της να βρει ένα χαρτομάντιλο. Σκούπισε τη μύτη της.

    «Καλά είμαι τώρα», σκέφτηκε. «Συνεχίζω…»

    Μα η μύτη της συνέχισε να την πονεί και να στάζει. Το μαντίλι είχε γίνει ολοκόκκινο από το αίμα.

    «Θεέ μου, τα κατάφερα πάλι», σκέφτηκε. «Τώρα τι κάνω; Θα γυρίσω πίσω… Ναι, αυτό πρέπει να κάνω».

    Η επιστροφή ήταν δραματική. Έτσι όπως κουνούν οι μαριονέτες τα χέρια τους, κάτι τέτοιες σπασμωδικές κινήσεις έκανε η Λώρα για να προχωρήσει μέσα στην ομίχλη. Θα νόμιζε κανείς ότι προσπαθούσε ν’ ανοίξει δρόμο μέσα στο κενό, να παραμερίσει με τα χέρια αόρατα εμπόδια. Τα βήματά της ήταν αργά και μικρά, όπως περπατάνε οι γκέισες. Σχεδόν έσερνε τα πόδια της από φόβο μη σκουντουφλήσει. Η μύτη της έσταζε αίμα κι ένας πόνος φρικτός διαπερνούσε το κεφάλι της. Κωμικοτραγική η όλη κατάσταση. Αυτή η νεαρή γυναίκα, που κουνούσε σπασμωδικά τα χέρια, με την τσάντα να της πέφτει κάθε λίγο από τον ώμο, που έσερνε τα πόδια της και που αιμορραγούσε, φαινόταν σαν να βρισκόταν παγιδευμένη ανάμεσα σε Συμπληγάδες και προσπαθούσε να ξεφύγει.

    «Ευτυχώς που δε με βλέπει κανείς», σκέφτηκε μέσα στην απόγνωσή της.

    Μα ήταν άραγε οι δρόμοι έρημοι ή μήπως κυκλοφορούσαν κι άλλοι άνθρωποι και δεν μπορούσε αυτή να τους δει; Όταν αντιλήφθηκε πως είχε φτάσει στο περιτοίχισμα του κήπου του σπιτιού της, ανακουφίστηκε. Σύρθηκε κυριολεκτικά, ψαχουλεύοντας την εξώπορτα και ψηλαφώντας στην τσάντα της για να βρει τα κλειδιά της. Την κλειδαριά δεν μπόρεσε να τη βρει παρά με την αφή. Ευτυχώς, γιατί θα ήταν αδύνατο να βρει το κουδούνι, κι άσκοπο εξάλλου, αφού κανείς δε θα ήταν μέσα εκείνη την ώρα για να της ανοίξει.

    Δεν κατάλαβε πόση ώρα της πήρε η επιστροφή, μέχρι που έφτασε στο δωμάτιό της. Σωριάστηκε στο κρεβάτι αγκομαχώντας. Πνίγηκε όμως από το αίμα που έτρεχε από τη μύτη της και κατέβαινε κατευθείαν στο λαιμό της. Σηκώθηκε γρήγορα, έβγαλε το παλτό της, σκούπισε τον ιδρώτα της μ’ ένα μαντίλι κι ανασκουμπώθηκε.

    «Τέλος καλό, όλα καλά», σκέφτηκε. «Ποια όλα δηλαδή; Πρέπει να φροντίσω τη μύτη μου.»

    Πήγε στην κουζίνα και πήρε μερικά παγάκια από το ψυγείο. Τα τύλιξε σε μια πετσέτα και τα κράτησε πάνω στη μύτη της. Σε λίγο το αίμα σταμάτησε.

    «Τώρα θα φτιάξω ένα ζεστό ρόφημα και θ’ αρχίσω δουλειά· μόνο έτσι θα νιώσω καλύτερα.» Πήρε το φλιτζάνι με το τσάι στο δωμάτιό της.

    «Δεν έπρεπε να βγω», σκέφτηκε, «ανόητη που είμαι!»

    Κάθισε σε μια πολυθρόνα απολαμβάνοντας το τσάι της. Τα χέρια της είχαν ήδη ζεσταθεί από τη θερμότητα του φλιτζανιού. Ένιωθε κιόλας καλύτερα.

    «Αν ο καιρός είναι έτσι αύριο, θα κάνει φτερά το Πανεπιστήμιο... Και το γράμμα; Τι θα κάνω με το γράμμα; Πρέπει να το ταχυδρομήσω... έσπασα και τη μύτη μου προσπαθώντας να πάω στο ταχυδρομείο!»

    Έτσι κουλουριασμένη στην πολυθρόνα δίπλα από το καλοριφέρ, όπως κουλουριάζεται μια σαύρα κάτω από τον καυτό ήλιο, ένιωσε τα βλέφαρά της να βαραίνουν. Αποκοιμήθηκε με το φλιτζάνι στο χέρι. Διέκοψε τον ύπνο της ο κρότος της πόρτας της εισόδου που έκλεινε. Τα βήματα έφτασαν στο δωμάτιό της.

    – Λώρα, είσαι μέσα;

    – Ναι, Άννα, έλα, μπες μέσα.

    Η Άννα ήταν η συγκάτοικός της. Παλιές συμμαθήτριες στην Κύπρο, κράτησαν επαφή και, όταν η Άννα κατέβηκε στο Λονδίνο από το Χάλιφαξ της Βόρειας Αγγλίας, αποφάσισαν να συγκατοικήσουν.

    – Τι σου συμβαίνει, είσαι άρρωστη; τη ρώτησε ξαφνιασμένη η Άννα.

    – Ανόητη είμαι, όχι άρρωστη.

    – Δηλαδή;

    – Έσπασα τα μούτρα μου... ή για να είμαι πιο σαφής, τη μύτη μου.

    – Και πώς έγινε αυτό;

    – Πήγα στο ταχυδρομείο· εννοώ προσπάθησα να πάω μέσα στην ομίχλη. Μα στο δρόμο μου βλάστησε ένας πάσσαλος.

    Η Άννα έβαλε τα γέλια.

    – C’ est moi l’ aveugle, pas toi!¹ της είπε στα γαλλικά.

    Αυτή η παρατήρηση έκανε τη Λώρα να βρει το κέφι της. Της θύμισε το σχολείο στην Κύπρο, όταν για πλάκα φώναζαν την Άννα «aveugle», δηλαδή τυφλή, επειδή φορούσε γυαλιά με χοντρούς φακούς. Όλες είχαν τα παρατσούκλια τους βέβαια, έτσι αυτό δεν ενοχλούσε καθόλου την Άννα.

    – Τώρα όμως που δε φορείς πια γυαλιά, πώς θα σε λέω

    «aveugle»;

    – Δε λες «ευτυχώς που υπάρχουν οι φακοί επαφής»;

    – Πραγματικά δεν είσαι πια η ίδια· έχεις αλλάξει τόσο πολύ... είσαι έτοιμη για κατακτήσεις.

    – Βλέπεις πόσα αγόρια περιμένουν έξω στην ουρά; Είναι όλα για μένα... Παράτα με, βρε Λώρα, όλο δούλεμα είσαι, ακόμα και με πονεμένη μύτη. Καλά να πάθεις. Ούτε που μου ανέφερες πως έπρεπε να βγεις μέσα στην ομίχλη.

    – Έπρεπε να πάω στο ταχυδρομείο.

    – Γιατί;

    – Ένα γράμμα…, να, έπρεπε να το ταχυδρομήσω.

    – Α, μάλιστα… καλά, καλά. Κατάλαβα…

    – Εσύ, πώς τα κατάφερες να γυρίσεις σπίτι μέσα στην ομίχλη; Ψηλαφώντας μήπως;

    – Η πυκνή ομίχλη έχει διαλυθεί εδώ και ώρες. Τώρα είμαστε στα συνηθισμένα μας επίπεδα.

    Η Λώρα ξαφνιάστηκε. Κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. Είχε κιόλας βραδιάσει. Το ρολόι στο τζάκι έδειχνε πέντε το βράδυ.

    – Θεέ μου, κοιμήθηκα για τρεις ώρες σχεδόν, είπε η Λώρα.

    – Δεν είναι δα κι άγρια μεσάνυχτα. Σ’ αυτή τη χώρα βραδιάζει από τις τέσσερις το χειμώνα και η ώρα ξεγελά. Νομίζεις πως είναι αργά το βράδυ, ενώ είναι ακόμα απόγευμα.

    – Έλα, ας διαβάσουμε λίγο.

    – Καλά, εσύ διάβασε, αποκρίθηκε η Άννα. Εγώ δεν έχω διάθεση. Θα ετοιμάσω κάτι για να φάμε. Α! Ξέχασα να σου πω τα νέα. Θα έρθει ο Μαρκ από το Χάντερσφιλντ.

    «Α, ναι; Αυτό μας έλειπε», σκέφτηκε η Λώρα.

    – Δε λες τίποτα;

    – Τι να πω;

    – Για λίγες μέρες μόνο. Δε θα κάτσει για πολύ, είπε η Άννα σαν να ήθελε να δικαιολογηθεί και να την καθησυχάσει.

    – Α! καλά κατάλαβα… για λίγες μέρες, απάντησε η Λώρα, γνωρίζοντας ότι οι λίγες μέρες του Μαρκ κρατούσαν έναν αιώνα.

    – Σ’ ενοχλεί αυτό, δεν είναι; τη ρώτησε η Άννα.

    – Δεν είναι που μ’ ενοχλεί ο Μαρκ, αλλά ξέρεις πως μ’ ενοχλούν οι απαίσιες μυρωδιές των μπαχαρικών που χρησιμοποιεί όταν μαγειρεύει.

    Προσπάθησε να δικαιολογηθεί η Λώρα, κρύβοντας την πραγματική δυσαρέσκειά της για την επίσκεψη αυτού του κομπλεξικού νεαρού. Η αλήθεια ήταν πως δεν άντεχε τη μυρωδιά των φαγητών που ετοίμαζε, αλλά πιο πολύ δεν άντεχε τον απαίσιο χαρακτήρα του.

    – Τι θες να κάνει; αποκρίθηκε ενοχλημένη η Άννα. Αυτός έτσι μαγειρεύει... Και να σου πω και κάτι: μ’ αρέσουν πολύ τα φαγητά του.

    – Όπως και κείνος άλλωστε, συμπλήρωσε η Λώρα ειρωνικά.

    – Φυσικά· όπως και κείνος, απάντησε η Άννα στον ίδιο τόνο.

    Η Λώρα ξίνισε τα μούτρα της, μα φρόντισε να μην τη δει η φίλη της. Η αλήθεια είναι πως αντιπαθούσε πολύ το Μαρκ, μα δεν ήθελε να κακοκαρδίσει την Άννα. Γι’ αυτό και τον ανεχόταν κάθε φορά που κατέβαινε στο Λονδίνο για λίγες μέρες, που γίνονταν πάντα πολλές. Φρόντιζε λοιπόν να μένει όσο το δυνατό λιγότερο στο σπίτι. Περνούσε πολλές ώρες στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου κι αν είχε λεφτά πήγαινε και κανένα θέατρο.

    Ο Μαρκ ήταν Ινδός. Είχε γεννηθεί στη Νότια Αφρική, στο Γιοχάνεσμπουργκ, και καυχόταν ότι ήταν πολέμιος του κινήματος «apartheid»². Ήταν αντιπαθής στη Λώρα για ένα σωρό λόγους και πρώτα απ’ όλα γιατί πίστευε πως όλοι οι λευκοί, εκτός από την Άννα, ήταν εναντίον του. Στο κολέγιό του στο Χάντερσφιλντ εθεωρείτο ταραχοποιό στοιχείο, αφού παρακινούσε Ινδούς και μαύρους και τα έκαναν κάθε λίγο και λιγάκι γυαλιά-καρφιά, για να διαμαρτυρηθούν για την καταπίεση των μαύρων από τους λευκούς.

    Στην πραγματικότητα ήταν δύσκολο να δει κανείς λευκό στο Χάντερσφιλντ στα 1973. Αυτό το γεγονός είχε εντυπωσιάσει πολύ τη Λώρα, όταν το 1972, πριν κατέβει η Άννα στο Λονδίνο, πήγε για λίγες μέρες στο Χάντερσφιλντ για τις διακοπές των Χριστουγέννων. Είχε πάρει το τρένο από το σταθμό Βικτώρια και έφτασε μετά από ταξίδι τριών περίπου ωρών. Η Άννα την περίμενε στο σταθμό και πριν πάνε στο σπίτι πέρασαν πρώτα από το «Wimpy», το φαστφουτάδικο όπου δούλευε η Άννα ως σερβιτόρα στον ελεύθερό της χρόνο. Σ’ όλη τη διαδρομή από το σταθμό στο «Wimpy», που την έκαναν με τα πόδια για σκοπούς οικονομίας, η Λώρα δεν έβλεπε παρά Ινδούς περαστικούς, μέχρι που νόμισε ότι είχε πάει κατά λάθος στην Καλκούτα αντί στη Βόρεια Αγγλία. Η Άννα γέλασε όταν τη ρώτησε η Λώρα αν στο Χάντερσφιλντ υπήρχαν Άγγλοι λευκοί, και της απάντησε ότι μια τουλάχιστον Αγγλίδα λευκή σίγουρα υπήρχε και ήταν παντρεμένη με το θείο της. Τελικά κατέληξαν στο σπίτι τους, όπου το επόμενο πρωί η Λώρα συνάντησε στην κουζίνα τη θεία, μια ψηλή χοντρή Αγγλίδα που τους ετοίμαζε «scrambled eggs» για πρόγευμα, δηλαδή τηγανητά αυγά με γάλα.

    Ήταν αμέσως μετά το πρόγευμα, όταν η Άννα είπε στη Λώρα ότι θα πήγαιναν στο πάρκο για να της γνωρίσει τον αγαπημένο της. Εκεί η Λώρα γνώρισε το Μαρκ, το μεγάλο εραστή, κι έπαθε την πλάκα της. Δεν είχε προκαταλήψεις ενάντια στους Ινδούς. Αντίθετα, στο Λονδίνο είχε φίλες Ινδές, όμως, εκείνος ο τύπος ήταν φορτωμένος ανασφάλειες, που μάταια προσπαθούσε να κρύψει παριστάνοντας τον σπουδαίο. Η συμπεριφορά του απέναντι στη Λώρα ήταν επιεικώς γελοία, αφού πίστευε ότι όλοι οι λευκοί αντιπαθούσαν όλους τους έγχρωμους.

    Η Λώρα λυπήθηκε πολύ για την Άννα, που μέσα στη μοναξιά αυτής της παγερής και ανιαρής πόλης της Αγγλίας έπεσε στα πλοκάμια του Μαρκ, τον οποίο θαύμαζε και με τις παρωπίδες που είχε δεν μπορούσε να δει την πραγματικότητα.

    – Ε, τι σκέφτεσαι Λώρα; Θα ’ρθεις να φάμε καμιά φορά; Είναι έτοιμο το φαγητό. Η φωνή της Άννας την έβγαλε ξαφνικά από τις σκέψεις της.

    – Ναι, απάντησε η Λώρα ξαφνιασμένη. Έρχομαι. Θα φέρω το καλοριφέρ· κρυώνω.

    Έξω η ομίχλη είχε παραχωρήσει τη θέση της σε μια ψιλή βροχή· εκείνη την ασταμάτητη ψιλή βροχή του Λονδίνου, που ξεχνάς πότε έχει αρχίσει και ούτε που διερωτάσαι αν θα σταματήσει ποτέ.

    – Το κουδούνι κτυπά, πάω ν’ ανοίξω, λέει η Λώρα.

    Στο κατώφλι της εξώπορτας βρίσκονταν ένα τσούρμο φίλοι. Μπήκαν μέσα με κάμποσο θόρυβο.

    – Πώς από ’δω παιδιά; ρώτησε η Άννα που με μιας βρέθηκε κι αυτή στην πόρτα.

    – Ήρθαμε να σας πάρουμε σε πάρτι, λέει ο Ντίνος. Ένας φίλος του Σπύρου κάνει πάρτι και του είπε να πάρει όσους θέλει.

    – Και δεν πάμε, λέει η Λώρα.

    – Μα, μόλις φάγαμε, συμπλήρωσε η Άννα.

    – Και τι μ’ αυτό; Μήπως στα εγγλέζικα πάρτι σερβίρουν φαγητά; απάντησε ο Σπύρος. Μην ανησυχείς, δε θα πάθεις δυσπεψία.

    Σε λίγα λεπτά ήταν έτοιμες. Έξω από το σπίτι τους ήταν σταθμευμένο ένα καμιόνι.

    –Να, μ’ αυτό θα πάμε, είπε ο Ντίνος. Το δανείστηκα από το φουστανά τον εργοδότη μου.

    «Φουστανάς» ήταν ο όρος που χρησιμοποιούσαν οι Κύπριοι της Αγγλίας για τον ιδιοκτήτη βιοτεχνίας κατασκευής φορεμάτων.

    Ο Ντίνος, όπως και οι περισσότεροι Κύπριοι φοιτητές στο Λονδίνο στη δεκαετία του εβδομήντα, δούλευε τα Σαββατοκυρίακα και τις διακοπές για να τα βγάλει πέρα με τα έξοδα των σπουδών του και το κόστος ζωής που ήταν πολύ ψηλό στη βρετανική πρωτεύουσα.

    Στοιβάχτηκαν λοιπόν στο καμιόνι σαν... «μπλούζες». Καθίσματα δεν υπήρχαν εκτός από μια μεγάλη κρεμάστρα όπου κρεμάζονταν τα ρούχα. Ο Ντίνος στη θέση του οδηγού «έσπαζε πλάκες». Δίπλα του καθόταν το κορίτσι του, η Στέφανη, μια μικρόσωμη Αγγλιδούλα με στρογγυλά τεράστια γυαλιά μυωπίας και μακριά καστανά μαλλιά. Τη συμπαθούσαν όλοι πολύ, γιατί συγκρατούσε λίγο τον Ντίνο, που ήταν τρελάρας και του άρεσε πολύ να το δείχνει κιόλας, με τα μαλλιά του σε «άφρο-λουκ» και το αστείο μούσι που θύμιζε τον Τσε.

    Με αυτό το καμιονάκι διάσχισαν τραγουδώντας μια περιοχή της μεγαλούπολης, από το Σιέπερντς Μπους στο δυτικό Λονδίνο απ’ όπου ξεκίνησαν, μέχρι και το Στρέταμ στο νότιο Λονδίνο όπου ήταν το πάρτι. Όταν ο Ντίνος φρέναρε μ’ ένα φοβερά απότομο τρόπο, σωριάστηκαν ο ένας πάνω στον άλλο. Σκάσανε όλοι στα γέλια και μισοζαλισμένοι κατέβηκαν από το καμιόνι.

    Δε χρειάστηκε να χτυπήσουν την πόρτα για το πάρτι. Ήταν ήδη ανοιχτή. Μπήκαν μέσα κι άρχισαν αμέσως να χορεύουν. Η ώρα κύλησε γρήγορα, μα είχαν πια αρχίσει να βαριούνται την ξένη μουσική, αφού στα πάρτι Κυπρίων και Ελλαδιτών φοιτητών δεν μπορούσε να λείπει ο ήχος του μπουζουκιού και το χασάπικο.

    Τα Εγγλεζάκια είχαν γίνει στουπί από τις πολλές μπίρες κι άρχισαν οι τρέλες, οι εμετοί, τα κυλίσματα στο πάτωμα. Αυτό συμβαίνει πάντα σ’ αυτά τα πάρτι, αφού οι Άγγλοι προσφέρουν μόνο ποτό και πατατάκια και γρήγορα μεθά κανείς με άδειο στομάχι.

    Ξαφνικά ένας μεγάλος γδούπος ακούστηκε, σαν κάτι να κυλούσε από τη σκάλα. Έτρεξαν όλοι να δουν: ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, θεόγυμνοι, κυλούσαν από τη σκάλα και πίσω τους ένας κύριος ούρλιαζε κρατώντας ένα σεντόνι. Δεν ήταν δύσκολο ν’ αντιληφθούν τι είχε συμβεί. Ο κύριος δεν ήταν άλλος από τον πατέρα του νεαρού που έκανε το πάρτι, ο οποίος φαίνεται πως γύρισε πιο νωρίς απ’ ότι έπρεπε και βρήκε στο κρεβάτι του το ζευγάρι να κάνει έρωτα.

    – Καλά που δεν ήταν ο γιος του, γιατί θα τον σκότωνε, σχολίασε η Άννα.

    – Και καλά που δεν κοίταξε και σε άλλες κρεβατοκάμαρες· σίγουρα κάποιους άλλους θα ’βρισκε, είπε η Λώρα γελώντας.

    Η υποψία της επαληθεύτηκε, αφού σε λίγο δυο άλλα ζευγάρια, μισοντυμένα, εθεάθηκαν να κατεβαίνουν τη σκάλα σε πλήρη αμηχανία. Ο κύριος έβγαζε φωτιές, είχε γίνει κατακόκκινος, πράγμα καθόλου δύσκολο για ένα χοντρό Ιρλανδό, και φώναζε πως το πάρτι είχε πάρει τέλος.

    Μέσα σ’ όλη αυτή τη φασαρία η παρέα αποφάσισε ότι ήταν ώρα να φύγουν. Ζήτησαν από το Σπύρο να τους πει ποιος ήταν ο τύπος που έκανε το πάρτι για να τον χαιρετίσουν φεύγοντας. Ο Σπύρος, μεγάλος πλακατζής, τους αποκάλυψε ότι δε γνώριζε τον οικοδεσπότη, αφού κι αυτόν τον είχε προσκαλέσει «ο φίλος του φίλου του». Στην ουσία είχαν πάει σ’ ένα πάρτι που κανείς τους δε γνώριζε κανένα και που κανένας δε τους ρώτησε τι γύρευαν εκεί!

    Ξεκαρδισμένοι στα γέλια βγήκαν στο δρόμο. Η ψιλή βροχή συνέχιζε να πέφτει. Ήταν μια ανακούφιση για το πρόσωπό τους μετά από όλη εκείνη την καπνίλα, την μπόχα, τους εμετούς και το κατρακύλισμα στη σκάλα. Απ’ όλα είχε η βραδιά. Αποδείχτηκε αντάξια της ιδιοσυγκρασίας του Σπύρου.

    Κανένας δεν είχε την παραμικρή διάθεση να γυρίσει στο σπίτι του. Μέσα από τραγούδια και γέλια αποφασίστηκε ομόφωνα να πάνε στο αεροδρόμιο Χήθροου για καφέ. Αυτό ήταν κάτι που έκαναν συχνά αργά τα βράδια, γιατί τους άρεσε να χαζεύουν τις βιτρίνες των καταστημάτων, να βολτάρουν και να διαβάζουν τις πινακίδες αναχωρήσεων και αφίξεων σ’ αυτό το τεράστιο αεροδρόμιο. Κάθε φορά που διάβαζαν ότι πετούσαν οι Κυπριακές Αερογραμμές τους έπιανε ενθουσιασμός, αφού κανένας από την παρέα δεν είχε οικονομική άνεση να ταξιδέψει στην Κύπρο για ξεκούραση και διακοπές, γιατί όλοι δούλευαν τα καλοκαίρια για να τα φέρουν βόλτα το χειμώνα.

    Η καφετέρια του Χήθροου ήταν στο μεσοπάτωμα απ’ όπου κάποιος μπορούσε να βλέπει τα αεροπλάνα να προσγειώνονται και να απογειώνονται.

    – Μου θυμίζει το αεροδρόμιο της Λευκωσίας, είπε ο Σπύρος, ο οποίος ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία.

    – Ναι, και μένα, είπε η Λώρα.

    Και θυμήθηκε την πρώτη φορά που ταξίδεψε με αεροπλάνο το 1969. Είχε εκθαμβωθεί από το αεροδρόμιο της Λευκωσίας, ένα καινούριο, σύγχρονο αεροδρόμιο, με κυλιόμενες σκάλες που οδηγούσαν σε μια υπέροχη καφετέρια, όχι πολύ διαφορετική από αυτή του Χήθροου, στην οποία κάθονταν εκείνη τη στιγμή.

    – Έλα, Λώρα, πες μας κανένα αστείο από εκείνα που λες συνήθως να γελάσουμε, είπε ο Ντίνος.

    – Θα σας πω κάτι άλλο. Θα σας διηγηθώ την «πλάκα που έπαθα» στο πρώτο μου ταξίδι.

    – Άντε, ξεκίνα· είμαστε όλο αυτιά, είπε η Μαίρη.

    – Το καλοκαίρι του 1969, άρχισε να λέει η Λώρα, ο θείος μου που εργαζόταν στη Λιβύη και έμενε εκεί με τη γυναίκα του, μου έστειλε ένα αεροπορικό εισιτήριο για να πάω εκεί για τις διακοπές του καλοκαιριού. Μπαίνω λοιπόν στο αεροπλάνο, φορώντας ολοκαίνουρια ρούχα που είχα ράψει ειδικά για το ταξίδι, και φτάνω στη Βεγγάζη με τις αερογραμμές της Λιβύης. Όταν κατέβηκα από το αεροπλάνο, είδα γύρω μου ένα πρωτόγονο αεροδρόμιο· καμιά σύγκριση με εκείνο της Λευκωσίας. Κίτρινη άμμος παντού με εξαίρεση τους διαύλους. Πάω να περάσω από τον έλεγχο διαβατηρίων, μα ο αστυνομικός δε με άφηνε.

    – Λοιπόν, λοιπόν, σε συνέλαβαν; ρώτησε γελώντας ο Άκης.

    – Μην είσαι ανόητος. Απλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου έλεγε, αποκρίθηκε η Λώρα. Βγαίνουν λοιπόν όλοι οι επιβάτες και εγώ εκεί· να μου μιλά αραβικά και να μην καταλαβαίνω. Ο θείος μου ανησύχησε που δεν έβγαινα και μπήκε μέσα να δει τι συμβαίνει. Όταν τον είδα ανακουφίστηκα. Μου είπε ότι ο αστυνομικός μού ζητούσε την κίτρινη κάρτα εμβολιασμού και αφού την παρουσιάσαμε μας επέτρεψε επιτέλους να βγούμε.

    – Και ’γω που νόμιζα ότι θα σε έπαιρναν σε κανένα χαρέμι… Θα είχε πλάκα η συνέχεια, είπε πάλι ο Άκης.

    – Λοιπόν, λοιπόν, είπε η Μαίρη.

    – Μπήκαμε στο αυτοκίνητο για να πάμε στην Μπέιτα όπου έμεναν οι θείοι μου, συνέχισε η Λώρα. Η πόλη αυτή ήταν αρκετά μακριά από τη Βεγγάζη, έτσι διασχίσαμε μια έκταση στην έρημο περνώντας από μια όαση, που πολύ με εντυπωσίασε. Οι Κύπριοι που εργάζονταν εκεί ζούσαν σ’ έναν περιφραγμένο χώρο, τον «κάμπο», όπως τον έλεγαν. Γνώρισα άλλα παιδιά της ηλικίας μου και περνούσαμε την ώρα μας ακούοντας μουσική και χορεύοντας, αφού, όταν βγαίναμε από τον κάμπο, τα αραπάκια μάς έπαιρναν στο κατόπι και μας πετούσαν παγωτά και ό,τι άλλο κρατούσαν πάνω στα γυμνά πόδια μας, διότι τους έκανε εντύπωση που δε φορούσαμε μακριά ρούχα. Μετά από λίγες μέρες άρχισα να βαριέμαι, μα η θεία μού έδειξε ξαφνικά μια πρόσκληση για το γάμο του διαδόχου του θρόνου, του γιου του βασιλιά Ίδρις.

    – Ε, είπαμε να μας πεις κανένα αστείο, αλλά όχι και παραμύθια…, αντέδρασε ο Άκης.

    – Δεν είναι παραμύθια· στ’ αλήθεια, έτσι έγινε, απάντησε η Λώρα.

    Άρχισαν όλοι να γελούν.

    – Και τι σας νοιάζει αν είναι παραμύθια· σιωπάτε ν’ ακούσουμε τη συνέχεια, συμπλήρωσε ο Βλάδος.

    – Ο γάμος θα γινόταν στο καλοκαιρινό παλάτι του βασιλιά Ίδρις, ένα κάτασπρο παλάτι από μάρμαρο. Η Μπέιτα ήταν η πόλη όπου παραθέριζε ο βασιλιάς τα καλοκαίρια, γιατί εκεί υπήρχαν δέντρα και βλάστηση και δεν έκανε τόση ζέστη. Όταν φτάσαμε στο παλάτι, εγώ θα πήγαινα με τη θεία μου και τις άλλες γυναίκες στο αντίσκηνο της νύφης και ο θείος μου θα πήγαινε με τους άντρες στο παλάτι, όπου ετοιμαζόταν ο γαμπρός. Το αντίσκηνο της νύφης βρισκόταν στην εσωτερική αυλή του παλατιού. Ήταν μια τεράστια κατασκευή φτιαγμένη με περσικά χαλιά. Μόλις καθίσαμε σ’ ένα τραπεζάκι, ακούστηκε μουσική από νταούλια και ζουρνάδες και εμφανίστηκε η νύφη μαζί με «τις μητέρες» της. Ήταν σχεδόν τόσο νεαρή όσο εγώ και πολύ όμορφη, ενώ ο γαμπρός, όπως μου είχαν πει, σαραντάρης. Αυτή είχε μεγαλώσει στην Ελβετία, σώκλειστη σ’ ένα σχολείο και φαινόταν πολύ μελαγχολική. Πόσο τη λυπήθηκα την καημένη!

    – Και τι έγινε, το έσκασε την τελευταία στιγμή; ρώτησε o Βλάδος.

    – Θα αστειεύεσαι, βέβαια. Πώς να το σκάσει η καημένη; Από πού; Τίποτα δε συνέβη, απάντησε η Λώρα. Κάθισε εκεί σαν άγαλμα καθώς καλλίγραμες κοπέλες χόρευαν το χορό της κοιλιάς μπροστά της και τραγουδούσαν. Σε λίγο μας ανακοίνωσαν ότι είχε ανοίξει το μπουφέ και οι Ευρωπαίοι καλεσμένοι θα περνούσαν πρώτοι για να σερβιριστούν.

    – Είχε και χαβιάρι; μήπως και σαμπάνια; Έλα, πες και πεινάω…, τι περιλάμβανε το μπουφέ; ρώτησε η Μαίρη.

    – Η κουζίνα ήταν γαλλική και οι σεφ όλοι Γάλλοι. Γέμισα το πιάτο μου και άρχισα να τρώγω, αφήνοντας τελευταίο το ωραιότερο κομμάτι σοκολατίνας που είχα δει ποτέ μου. Καθώς έτρωγα, ένιωσα ένα χέρι να περνά πάνω από το κεφάλι μου και να αρπάζει τη σοκολατίνα από το πιάτο μου. Γυρίζω και βλέπω μια αραπίνα να το καταβροχθίζει με βουλιμία.

    – Έ, όχι κι έτσι! Και ποια ήταν αυτή; ρώτησε ο Ντίνος.

    – Μια από τις «υψηλές» καλεσμένες, φορτωμένη με σειρές χρυσά κολιέ. Έβαλα τα γέλια κι έτρεξα ξανά στο μπουφέ να πάρω άλλο κομμάτι. Μα το είχαν ρημάξει κιόλας το μπουφέ· δεν είχε μείνει ούτε ψίχουλο.

    – Σας

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1