Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Ζωζώ, δύο ιστορίες
Ζωζώ, δύο ιστορίες
Ζωζώ, δύο ιστορίες
Ebook760 pages9 hours

Ζωζώ, δύο ιστορίες

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Δυο ιστορίες. Δυο ιστορίες παράλληλες, που τρέχουνε στον χρόνο.
Η Ζωζώ αφηγείται τη ζωή της, τα προσωπικά της βιώματα.
Τα δύσκολα παιδικά χρόνια. Στέρηση, ανέχεια, καταπίεση, εκμετάλλευση..
Μετά... Εγκλωβισμένη σε έναν σκοτεινό λαβύρινθο, ψάχνει απεγνωσμένα για μια έξοδο. Για μια ευκαιρία διαφυγής.
Η ευκαιρία. δεν θα της χαριστεί. Θα την δημιουργήσει μόνη της και μόνη της θα την εκμεταλλευτεί.
Αρχίζει να ανεβαίνει στη ζωή. Ανεβαίνει στην κοινωνία. Γίνεται πλούσια αλλά... Τί έζησε; Τί κέρδισε; Τί έχασε;
Η Ζωζώ, μαζί με τη ζωή της αφηγείται και τα κοινά βιώματα. Τα βιώματα. του κάθε Έλληνα και της κάθε Ελληνίδας.
Αφηγείται, σχολιάζει, αναλύει και κρίνει την επικαιρότητα,
με τον δικό της τρόπο,.με τη δική της λογική με δικές της λέξεις και κρίση.
Δυο ιστορίες που τρέχουνε παράλληλα μέσα στο χρόνο.
Η μία, ιστορία, η πορεία της Ζωζώς είναι "ανοδική".
Η άλλη... Εκ των πραγμάτων αποδείχτηκε "καθοδική", καταστροφική.
Κακόμοιρη Ελληνίδα. Κακόμοιρε Έλληνα. Καημένο Ελληνόπουλο.

(Η επικαιρότητα αναφέρεται σε πολιτικά και άλλα γεγονότα από τη δεκαετία του 1950 μέχρι και τη δεκαετία του 2010)

LanguageΕλληνικά
Release dateJan 10, 2019
ISBN9786188275263
Ζωζώ, δύο ιστορίες
Author

Christos Amvazas, Sr

Ο Χρήστος Αμβαζάς γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1945.Δεν είναι κάτοχος κανενός πτυχίου Φιλοσοφικής ή Φιλολογικής Σχολής.Το μόνο πτυχίο που κατέχει είναι αυτό του Ηλεκτρολόγου Μηχανικού που είναι τελείως άσχετο με τη συγγραφική του δραστηριότητα.Το εργασιακό του αντικείμενο ήταν ο σχεδιασμός και η κατασκευή Συστημάτων Αυτοματισμού για τη Βιομηχανία. Στον τομέα αυτόν διέπρεψε.Οι ανά τον κόσμο Βιομηχανίες που έστησε, λειτουργούν και παράγουν δεν είναι καθόλου λίγες.Λόγω του επαγγέλματός του, ταξιδέψε σε πολλές χώρες.Η Ευρώπη, η Ασία, η Αφρικής, η Νότια Αμερική, η Μέση Ανατολή, και άλλες περιοχές, φιλονικούν για το «ποια τον φιλοξένησε περισσότερε ημέρες», αλλά μάλλον κερδισμένη είναι η Ελλάδα, η πατρίδα του, αφού κι’ αυτή δεν στερήθηκε καθόλου τις τεχνικές του υπηρεσίες.Πλημμυρισμένος από εντυπώσεις, εικόνες και εμπειρίες, ξεκίνησε, πριν από δέκα χρόνια περίπου, να γράφει, αποκλειστικά και μόνο για να καλύψει προσωπικές του ανάγκες έκφρασης.Τα βιβλία του είναι γραμμένα σε απλή γλώσσα, κατανοητή και απευθύνονται σε ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό. Στο κοινό του μέσου αναγνώστη.Τα έργα του έχουν αποσπάσει καλές κριτικές από ανθρώπους του λόγου και της τέχνης.Είναι μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Βόρειου ΕλλάδοςΖει με την οικογένεια του στη Θεσσαλονίκη. Είναι πατέρας δύο παιδιών.Christos Amvazas was born in Thessaloniki in 1945. He does not hold any degree in Philosophy or Philology Faculty.The only degree he holds is that of Electrical Engineer that is totally unrelated to his writing activity.His work was the design and manufacture of automation systems for the industry. He has excelled in this area.The worldwide Industries that were set up from him, and which operate and produce until now are far from few.Due to his profession, he traveled to many countries.Europe, Asia, Africa, South America, the Middle East, and other regions of the globe. All from the above are arguing over "who hosted him for more days", but Greece, his homeland, is the winner, since Greece was not deprived from his technical services.Overflowed with impressions, images and experiences, he began writing, about ten years ago, to cover his personal expression needs.His books are written in plain language, comprehensible and addressed to a wide readership. In the audience of the average reader.His works have received good reviews from artists, art critics and writersHe is a member of the Writers' Union of Northern Greece.He lives with his family in Thessaloniki. Ηe is the father of two children.

Read more from Christos Amvazas, Sr

Related to Ζωζώ, δύο ιστορίες

Related ebooks

Reviews for Ζωζώ, δύο ιστορίες

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Ζωζώ, δύο ιστορίες - Christos Amvazas, Sr

    Χρήστος Αμβαζάς

    Ζωζώ

    Δύο Ιστορίες

    (Για ανάγνωση από άτομα ηλικίας άνω των 18 ετών)

    Θεσσαλονίκη 2015

    ΤΙΤΛΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ                         Ζωζώ - Δύο Ιστορίες

    ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ:                              Χρήστος Αμβαζάς

    © Χρήστος Αμβαζάς                 Μάρτιος 2015

    ISBN ηλεκτον.εκδοσής:            978-618-82752-6-3

    Ηλεκτρ/κή Διεύθυνση:             ch.amvazas@hotmail.com

    Ιστοσελίδα:                                www.amvazas.com

    Μια εισαγωγή από τον συγγραφέα

    (για πιο εύκολο διάβασμα)

    Όπως θα είδατε ο τίτλος του βιβλίου μιλάει για «δύο ιστορίες». Την ιστορία της Ζωζώς και την ιστορία της «άλλης», της Ψωροκώσταινας.

    Μέσα, στο κείμενο… Άλλα κεφάλαια είναι γραμμένα με όρθια γράμματα, άλλα κεφάλαια με πλαγιαστά.

    Η κάθε ιστορία με τα δικά της γράμματα.

    Όρθια γράμματα (Normal) η μία ιστορία.

    Πλαγιαστά γράμματα (Italic) η άλλη.

    Δύο ιστορίες που τρέχουν, που εξελίσσονται παράλληλα στο χρόνο..

    Η ΖΩΖΩ αφηγείται την προσωπική της ΙΣΤΟΡΙΑ, τα βιώματα της και τα γράφει με όρθια (Normal) γραφή

    Βλέπει όμως, αφηγείται, κρίνει και σχολιάζει και την άλλη ΙΣΤΟΡΙΑ. Την ιστορία της πατρίδας της. Της. χώρας που γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε. Την ιστορία αυτή τη γράφει με πλάγια (Italic) γραφή. Την Ιστορία που σημάδεψε τη ζωή της, όπως σημαδεύει τη ζωή της κάθε Ελληνίδας και του κάθε Έλληνα.

    Έτσι είναι γραμμένο το βιβλίο:

    Σε κάθε κεφάλαιο, που αναφέρεται σε πολιτικά γεγονότα, στην αρχή του, υπάρχει μια λεζάντα σαν κι’ αυτή:

    {Πολιτικά δρώμενα: Νοέμβριος 1963}, που αναφέρεται στη χρονική περίοδο και στα γεγονότα της περιόδου.

    Έτσι ο αναγνώστης μπορεί να επιλέξει:

    Αν τον ενδιαφέρει μόνο η Ζωζώ και δεν τον νοιάζει τι γινόταν στη χώρα μας εκείνα τα χρόνια, διαβάζει μόνο τα όρθια γράμματα και τα άλλα, τα λοξά τα… πηδάει.

    Αν τον ενδιαφέρουν και οι δύο ιστορίες, τότε τα διαβάζει όλα ή μόνο τα ιστορικά θέματα που τον ενδιαφέρουν. (Συνιστώ να διαβαστούν όλα).

    Η ιστορία της Ζωζώς είναι μια απολύτως φανταστική ιστορία, με φανταστικούς πρωταγωνιστές, φανταστικούς κομπάρσους και φανταστικά γεγονότα.

    Η άλλη η Ιστορία είναι εκατό τοις εκατό πραγματική, με πραγματικούς πρωταγωνιστές, πραγματικούς κομπάρσους και πραγματικά γεγονότα.

    Προσωπικά θα προτιμούσα να ήταν… ανάποδα, το φανταστικό με το πραγματικό.

    ***

    Αντί προλόγου.

    Δεν έχω τι.

    Να προλογίσω για τα παιδικά μου χρόνια;

    Μ’ αυτά αρχίζει η ιστορία μου.

    Μ’ αυτά αρχίζουν τα δύσκολα.

    Αντί για πρόλογο θα κάνω μόνο μια αφιέρωση:

    Όσα παρακάτω γράφω τα αφιερώνω με όλη την αγάπη μου σε τέσσερεις ανθρώπους.

    Στον Θανάση τον περιπτερά.

    Στον Νικολάκη τον φωτογράφο

    Στον κυρ-Χρήστο τον κηπουρό και

    Στον κύριο Απόστολο. Όχι στο γέρο μου. Στον άλλο.

    Οι δύο πρώτοι είναι οι μόνοι άνθρωποι, οι μόνοι αρσενικοί, που με είδαν και με αντιμετώπισαν σαν άνθρωπο και όχι σαν γκομενάκι για πήδημα.

    Οι άλλοι δυο είναι αυτοί που με βοήθησαν να σταθώ στα πόδια μου και ύστερα να ανέβω.

    Ας είναι όλοι τους καλά, όπου κι’ αν είναι.

    Ζωζώ ή αλλιώς: Πολυζώη Παυλίδη

    Διευκρίνιση του συγγραφέα:

    Όλα τα πρόσωπα του βιβλίου, εκτός από τα πολιτικά και ιστο-ρικά πρόσωπα που αναφέρονται, είναι φανταστικά.

    Πιθανή σύμπτωση ονομάτων, είναι απλή συνωνυμία

    Θεσσαλονίκη

    Μάρτιος 2015

    ***

    Τα παιδικά χρόνια.

    Ιδού λοιπόν εγώ… η Ζωζώ.

    Έτοιμη να σου ανοίξω τη ψυχή μου, το μυαλό μου, την ύπαρξη μου και… ότι άλλο διαθέτω.

    Μη με αρνηθείς.

    Να με διαβάσεις με σπουδή και προσήλωση. Όπως, ας πούμε, διαβάζεις τους Βίους των Αγίων, γιατί αυτούς, τους Βίους των Αγίων δηλαδής, αν τους διαβάζεις, τους διαβάζεις μπας και σώσεις την ψυχή σου.

    Με τη δικιά μου τη σπουδή μπορεί να σώσεις και το τομάρι σου

    Να με διαβάσεις μέχρι το τέλος κι’ αν νομίσεις ότι κάτι πρέπει να πηδήξεις, καν’ το. Απ’ τα γραφόμενα εννοώ..

    Δεν έχω τίποτε να ζηλέψω απ’ τους μεγάλους συγγραφείς. Είμαι ίσως πιο σπουδαγμένη απ’ αυτούς και παν’ απ’ όλα πιο όμορφη… ή τουλάχιστον ήμουν πιο όμορφη.

    Κάθομαι λοιπόν με περίσσια περισυλλογή και αποθέτω στο χαρτί τις μνήμες μου που άλλες απ’ αυτές τις νοσταλγώ κι’ άλλες, είναι βρουκόλακες που με στοιχειώνουν και με τρομάζουν και σήμερα ακόμα.

    Και ανάθεμα τες, αυτές είναι κι’ οι πιο δυνατές.

    Θυμάμαι: Θα ‘μουνα δε θα ‘μουνα παιδάκι τριών- τεσσάρων χρόνων, μια ανοιξιάτικη μέρα του 1948. Τη χρονιά δεν την ήξερα τότε, αλλά μετά έκατσα, τη λογάριασα και τη βρήκα.

    Η μάνα μου είχε στήσει μια μπουγάδα τρικούβερτη.

    Βράζανε τα καζάνια με τα νερά, οι σκάφες τίγκα στη σαπουνάδα και στα λουλάκια. Τα μπουγαδόσχοινα απ’ άκρη σ’ άκρη στην αυλή, δεμένα από τα δέντρα και στηριγμένα ανάμεσα με τα τσατάλοξυλα να μην κοιλιάσουν τα σχοινιά και ακουμπήσουν τα ασπροσέντονα στο χώμα και μαγαριστούν.

    Ανέμιζαν κρεμασμένα απ’ τα σχοινιά τα σεντόνια, οι μαξιλαροθήκες, τα σουτιέν, οι κυλόττες και τα σώβρακα, παρέα με πουκαμίσες νυχτικά και φανέλες.

    «Μα τόσα πολλά ρούχα είχατε;» θα με ρωτήσετε.

    «Μακάρι να ’χαμε, αλλά πού!»

    Η μάνα μου ήταν εργολάβισσα μπουγαδιάστρα.

    Μάζευε τα ρούχα των εργένηδων, και των νοικοκυράδων της γειτονιάς, που τη βαριόταν την μπουγάδα και για πέντε–δέκα ψευτοπαράδες ξενυχιαζόταν στο τρίψε–τρίψε μέχρι να φύγουν οι λεκέδες, οι νταγκιασμένες λίγδες του γιακά και το ξεραμένο σκατό απ’ τα σώβρακα.

    Πάντως καλά που έκανε κι’ αυτή τη δουλειά η μάνα μου και τρώγαμε κανένα πιάτο φαΐ και κανένα ξεροκόμματο, γιατί αν περιμέναμε από τον προκομμένο τον κυρ-Αποστόλη, τον πατέρα μου δηλαδής, θα τα ‘χαμε τινάξει όλοι.

    Το μόνο που τον ένοιαζε εκείνον ήταν το πιοτί και το μουνί. Όχι δηλαδής πως κατάφερνε τίποτε με το δεύτερο, αλλά να έτσι…

    Όταν αντάμωνε καμιά βυζαρού ή καμιά κωλαρού το έπαιζε τάχα σπουδαίος και με τη γλώσσα μπερδεμένη απ’ το κρασί, της τα ‘ριχνε.

    «Να σε βάνω κάτου μάνα… κιχ… μανά κιχ … μανάρα μου … να πεις το Δεσπότη Παναγιώ… κιχ… Παναγιώτη» και «μπουμ» κουτούλαγε σε κανένα δέντρο ή σε καμιά κολώνα του ηλεκτρικού, γιατί καθώς έστρεφε το κεφάλι να δει τη γκόμενα, και με το λόξιγκα της μέθης να τον ταλανίζει, έχανε το μπούσουλα και σωριαζότανε και καμιά φορά φαρδύς–πλατύς στις πλάκες του πεζοδρομίου.

    Τέτοιος προκομμένος ήταν ο κύρης μου.

    Μια φορά έτυχε να είναι ξεμέθυστος και τότες την πλή-ρωσα εγώ τη νύφη.

    Πότε έγινε αυτό; Μα στα βαφτίσια μου ήτανε. Ρώτησε λοιπόν ο παπάς:

    «Και το όνομα αυτής;»

    Μες’ στην πνευματική διαύγεια του ο μπαμπάς μου, ξεμέ-θυστος είπαμε ήτανε, θυμήθηκε το όνομα της μάνας του και το ξεφούρνισε.

    «Πολυζώη», φώναξε και έτσι έγινα κι’ εγώ Ζωζώ.

    Πάλι καλά δηλαδής, γιατί αν μου δίνανε το όνομα της άλλης της γιαγιάς μου θα με φωνάζανε Καλλιόπη και άντε ψάξε να βρεις καλό χαϊδευτικό για το Καλλιόπη. Ούτε με σφαίρες…. Γιατί το Πόπη δε θα το άντεχα.

    Πάντως η μάνα μου το πέτυχε.

    Είχαν μαζωχτεί ένα απόγεμα, καλοκαίρι ήτανε, στην αυλή του σπιτιού μας, κάτι γειτόνισσες, τσατσάδες και παλιόγριες δηλαδής, να κάνουν μαχαλά. Τις έψησε καφέ η μάνα μου και τις φίλεψε και κάτι κουλουράκια.

    Πού τα είχε χαντακωμένα αυτά τα κουλουράκια και δεν τα εύρισκα εγώ, δεν ξέρω.

    Πιάσανε λοιπόν οι κυράτσες το λακερντί.

    Πώς το ‘φερε η κουβέντα και άρχισαν να λένε για τα ονόματα, ήρθε και η σειρά μου.

    «Μα καλά καλέ. Τι όνομα είν’ αυτό που δώσατε του παι-διού;» απόρησε η μια.

    «Χάθηκαν τα καλά ονόματα; Να πούμε Σουλτάνα, Μαρίκα, Ευτέρπη… τόσα και τόσα ονόματα… Πολυζώη πήγατε και το βγάλατε; Πού το βρήκατε;»

    «Και πώς θα τη φωνάζεις;» διερωτήθηκε μια τρίτη.

    Πέσανε όλες στη σκέψη, να βρούνε χαϊδευτικό όνομα να με φωνάζουνε.

    «Πόλη να την πεις. Πόλη», πρότεινε μια άλλη, που δε ζόρισε πολύ το μυαλό της για να κόψει το «ζωή» από το «πόλυ», να πετάξει το δεύτερο και να κρατήσει το πρώτο.

    «Τι Πόλη καλέ; Πόλη λεν’ την Κωνσταντινούπολη. Πόλη θα το πει το παιδί;»

    Αυτή, ανάθεμά την, είχε και γεωγραφικές γνώσεις.

    «Ζωή να το φωνάζεις. Ζωή. Ωραίο όνομα είναι και… ζωή να ‘χει».

    «Α-πα-πα. Ούτε Πόλη ούτε Ζωή. Δε μ’ αρέσουνε», δήλωσε η μάνα μου και δε δεχόταν αντίλογο.

    Πέσανε πάλι σε περισυλλογή για το χαϊδευτικό μου και κάποια στιγμή της ήρθε της μάνας μου η έμπνευση:

    «Ζωζώ. Ζωζώ θα το φωνάζω το γιαβρί μου».

    «Ζωζώ;» απόρησαν δυο–τρεις και η μία μάλιστα είπε και την κακιά κουβέντα:

    «Ζωζώ; Πολύ πουτανίστικο όνομα δεν είναι;»

    «Πουτανίστικο–ξεπουτανίστικο, εμένα μ’ αρέσει. Είναι και μοντέρνο όνομα και ωραίο. Ωραίο σαν το γιαβρί μου. ΖΩ-ΖΩ» είπε φωναχτά τονίζοντας μια – μια τις συλλαβές και έτσι:

    Ιδού λοιπόν εγώ… η Ζωζώ.

    Καθισμένη πάνω στο γιογιό μου, στην άκρη της αυλής, με την μπουγάδα της μάνας μου απλωμένη γύρω–τριγύρω, σαν σκηνογραφία του τραγικού θεατρικού έργου «η Μπουγαδιάστρα», να σφίγγομαι προσπαθώντας να κάνω το σκατί μου.

    Η μάνα μου δεν με ‘βαζε να τα κάνω στη χέστρα, γιατί οι χέστρες τότε ήτανε τούρκικες, απ’ αυτές που κάθεσαι ανακούρκουδα και τα κάνεις, είχε και μεγάλη τρύπα και φοβότανε μην πέσω μέσα. Έτσι μέχρι που έγινα έξι χρονών εγώ και το γιογιό μου ήμασταν αχώριστοι.

    Καθόμουνα λοιπόν στο γιογιό μου και ‘κει που σφιγγόμουν και τα κατάφερνα, απ’ το χαμήλωμα του φράχτη, να σου πηδάει μέσα στην αυλή, ο Λάμπης ο Μπεγλέρης, ο διαβόητος παιδόφιλος.

    Δεν είχε αφήσει πιτσιρίκι για πιτσιρίκι απείραχτο. Κι’ ο αστυνόμος κάθε πέντε παρά δυο τον φώναζε στο τμήμα και κάνα δυο φορές τον είχε ρίξει και στη ψειρού.

    Να ‘τος λοιπόν μπροστά μου, να του τρέχουνε τα σάλια. Σκύβει στ’ αφτί μου και μου τα ρίχνει:

    «Σήκω να δω. Έκανες καλά κακάκια και καλά τσισάκια».

    Αμ δε που ήθελε να δει τα κακά μου και τα τσίσια μου. Το κωλί μου ήθελε να δει και το κουτί μου, που ‘τανε κρυμμένα μέσα στη τρύπα απ’ το γιογιό. Κι’ άμα τα ‘βλεπε; Ποιος ξέρει τι…

    Και καθώς έκανα να σηκωθώ, μικρό παιδάκι ήμουνα, ότι μου λέγανε το έκανα, να ‘σου πετιέται η μάνα μου πίσω απ’ ένα απλωμένο σεντόνι, ταύρος μαινόμενος.

    «Φύγε βρε παλιοπούστη απ’ το παιδί. Τσακίσου ξεκουμπίσου παλιοκαριόλη, μπινέ, γομάρι αχαΐρευτο, καθίκι».

    Όσες βρισιές ήξερε και δεν ήξερε η μάνα μου τις ξεφώνιζε στον Λάμπη τον Μπεγλέρη.

    Κι’ εγώ, καθισμένη ακόμη πάνω στο γιογιό μου, να ξεκαρδίζομαι στα γέλια βλέποντας τη μάνα μου να κυνηγάει τον Λάμπη που έτρεχε προς το χαμήλωμα του φράχτη, προ-σπαθώντας να προφυλάξει με τα χέρια το κεφάλι του και τη μάνα μου στο κατόπι να τον κοπανάει με το μπουγαδοκόπανο που τον είχε για να κοπανάει τις βελέντζες και τις χοντρές κουβέρτες όταν τις έβαζε μπουγάδα.

    Πήδηξε ο Λάμπης το χαμήλωμα του φράχτη και χάθηκε κι’ μάνα μου έστεκε ακόμα εκεί με τα χέρια στη μέση και το μπουγαδοκόπανο παρατημένο στα χώμα να συνεχίζει τις βρισιές και τις απειλές.

    «Διαόλου σπέρμα. Κάνε πως σκας μύτη κατά ‘δω βρε και θα σε κάμω εγώ…. Θα δεις πού σε πονά και πού σε σφάζει. Κακούργε. Σκατιάρη…» και άλλα πολλά.

    Από το σαματά βγήκαν και δυο γειτόνισσες στην αυλή τους.

    «Τι είναι καλέ; Τι έπαθες και σκούζεις έτσι σαν τρελή;»

    «Τι να πάθω βρε Βαγγέλενα; Ήρθε αυτός, ο παλιο-μπινές ο Μπεγλέρης, που κακόχρονο να ‘χει, να μαγαρίσει το μωρό μου. Τη Ζωζώκα μου».

    «Και… Το ‘καμε μωρή;»

    «Σιγά που δεν το ‘καμε. Αν θέλει να του τσακίσω τα πλευρά και την κεφάλα ας ξανακοτίσει απ’ εδώ. Άμα μας το ‘χε κάμει το κακό, τώρα θα ‘τανε στο λάκκο του να τον τρώνε τα σκουλήκια. Θα ‘βλεπε τα ραδίκια από κάτω προς τα πάνω»

    «Δόξα τω Θεώ», είπε η Βαγγέλενα, σταυροκοπήθηκε και μπήκε μέσα στο σπίτι για να βγει από την άλλη τη μεριά, να προλάβει τα μαντάτα παραπέρα.

    Ήρθε η μάνα μου κοντά μου, με άρπαξε με σήκωσε άρον-άρον απ’ το γιογιό, είδε ότι ο μεταβολισμός μου είχε λειτουργήσει, έκοψε ένα φύλλο απ’ τη συκιά, σκούπισε τον κώλο μου και ξέσπασε σε μένα.

    «Άντε χάσου μέσα και συ. Βάλε ένα βρακί στον κώλο σου και μη σε ξαναδώ εδώ έξω».

    Δεν ξέρω τι είπε η Βαγγέλενα στη Ευδοκία του ψαρά κι’ εκείνη στην Πηνελόπη του μανάβη και εκείνη… στην… κι’ εγώ δεν ξέρω πού, εμένα πάντως μου κόλλησε η ρετσινιά.

    «Ποιό; Αυτό καλέ; Η Ζωζώ; Αυτό ξεπαρθενιάστικε στα τέσσερα του χρόνια».

    Είχα τη ρετσινιά, ήμουνα και στρουμπουλή-στρουμπουλή και νόστιμη και πεταχτούλα και όλα τα αρσενικά δε με αφήναν σε χλωρό κλαρί. Όχι δηλαδής πως έφαγε κανένας, αλλά το πείραγμα που έφαγα εγώ θα το ζήλευαν όλα τα κορίτσια της ηλικίας μου και μεγαλύτερες ακόμα.

    Έτσι λοιπόν απ’ τα μικρά μου χρόνια άρχισα να καταλαβαίνω τι σκατά ήταν όλοι οι άντρες και ότι το μυαλό τους το ‘χανε μονάχα στο φιστικοβούτυρο.

    Δεν άργησα να καταλάβω και γιατί δεν έπιασε ποτέ να φτιάξει η μάνα μου εκείνο το χαμήλωμα του φράχτη, να μην μπορέσει να ξαναμπεί ο Λάμπης ο Μπεγλέρης.

    Ο Μπεγλέρης δεν ξαναμπήκε ποτές του πια, αλλά βραδιά- παρά βραδιά μπαινόβγαινε ο γκόμενος της μάνας μου. Κι’ ο γέρος μου; Με τη σούρα που κουβαλούσε κάθε βράδυ, το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να πέσει να ξεραθεί στον ύπνο και στο ροχαλητό.

    Τα χρόνια τα κατοπινά πέρασαν ήρεμα κι’ ωραία, αλλά μέσα στη φτώχια και στη στέρηση.

    Τα καλοκαίρια… εντάξει. Έκανε ζέστη, δεν κρυώναμε, το ρίχναμε στο παιχνίδι και στο σουλάτσο, ξεχνούσαμε την πείνα μας. Το τι παιχνίδι ρίχναμε τα καλοκαίρια, που δεν είχαμε σχολειό, δε λέγεται. Κα τι δεν παίζαμε. Σχεδόν όλα τα βράδια παίζαμε κρυφτό και όλα τα’ αγόρια της γειτονίας θέλανε να κρυφτούνε εκεί που πήγαινα να κρυφτώ εγώ. Και λες και ήταν συνεννοημένα, μια κρυβόταν μαζί μου ο Γιαννάκης, μια ο Μήτσος, μια ο Κυριάκος και όλοι τριβότανε απάνω μου και με χαϊδεύανε τον κώλο.

    Αυτό. Τίποτε παραπέρα. Μόνο εκείνος ο λεχρίτης ο Τάσος που ‘τανε και δυο χρόνια μεγαλύτερος, αφού είχε μείνει δυο χρονιές στην ίδια τάξη, έκανε ένα βράδυ να μου σηκώσει το φουστάνι και να βάλει το χέρι του μέσ’ στο βρακί μου. Έφαγε όμως μια τέτοια γονατιά στα αχαμνά, που τρεις μέρες περπατούσε σκυμμένος σαν γέρος ενενήντα χρόνων.

    Το δράμα όμως ήταν το χειμώνα που ‘χαμε κάθε μέρα να πάμε και στο σχολείο. Λίγες ήταν οι μέρες που κουβαλούσα στη τσάντα μου από κανένα ξεροκόμματο ψωμί με μερικές ελιές και ακόμη πιο λίγες, που μου ‘δινε η μάνα μου μερικά σπασμένα κουλουράκια, απ’ αυτά που ζύμωνε η ίδια, κι’ επειδή είχανε σπάσει ήταν ντροπή, έλεγε, να τα τρατάρει, άμα ερχόταν κανένας άνθρωπος στο σπίτι μας.

    Μια φορά που βρήκα πού τα έκρυβε τα κουλουράκια, πήγα κι’ έσπασα τα μισά και παραπάνω… και τότε να δείτε χαρές. Μέχρι και τις φιλενάδες μου τις κερνούσα σπασμένα κουλουράκια. Το κατάλαβε όμως η μάνα μου, μ’ έριξε ένα μπερντάκι ξύλο κι’ άλλαξε την κρυψώνα.

    Οι πιο καλές μας μέρες τον Χειμώνα ήτανε στις γιορτές των Χριστουγέννων , που δεν είχαμε σχολειό. Και το Πάσχα δεν είχαμε σχολειό, αλλά τα Χριστούγεννα ήταν πιο καλά, γιατί βγαίναμε και λέγαμε τα κάλαντα και μαζεύαμε μερικές πενταροδεκάρες χαρτζιλίκι ή τρώγαμε και κανέναν κουραμπιέ.

    Έσπαγε ο διάολος το ποδάρι του και μερικές μέρες, έτσι τελείως αναπάντεχα, δεν είχαμε σχολείο.

    Θυμάμαι όταν πήγαινα στην πέμπτη τάξη. Ήταν Οκτώβρης και τα σχολεία είχανε δεν είχανε ένα μήνα που είχαν ανοίξει. Πήγαμε το πρωί, χτύπησε το κουδούνι όπως κάθε μέρα, κάναμε γραμμές και αμέσως μετά την προσευχή, ο κύριος Διευθυντής μας είπε:

    «Σήμερα είναι ημέρα Εθνικού πένθους. Χθες το βράδυ απεβίωσε ο Πρωθυπουργός της χώρας Αρχιστράτηγος… Παπαγάλος… Παπάγος[1] (πως ακριβώς τον είπε δε θυμάμαι), γι’ αυτό σήμερα δε θα κάνουμε μάθημα. Να γυρίσετε ήσυχα – ήσυχα στα σπίτια σας».

    «Τι θα πει απεβίωσε;» ρώτησα σε ένα παιδί της έκτης τάξης που ήταν στη διπλανή γραμμή.

    «Πέθανε καλέ. Πέθανε θα πει», μου έλυσε την απορία.

    Πάντως μόνο ήσυχα δε γυρίσαμε στα σπίτια μας. Το τι τρα-γούδι ρίξαμε στο δρόμο δε λέγεται.

    «Πέθανε ο παπαγάλος, τι ωραία τι καλά

    Μάθημα δεν κάνουμε και περνάμε μια χαρά».

    Τα στιχάκια τα είχε σκαρώσει ο Γρηγοράκης που ήταν μανούλι στο να πλέκει στιχάκια. Ίσως γιατί ο μπαμπάς τους ήταν ψάλτης στην εκκλησιά. Τώρα δεν ξέρω αν το ταλέντο του αυτό το χρωστούσε στον μπαμπά του ή όχι, αλλά… πάντως ο μπαμπάς του ψάλτης ήτανε.

    Κι’ εγώ όλο σκεφτόμουν:

    «Τι καλά να πεθαίνει από ένας Αρχιστράτηγος κάθε μέρα» και ρώτησα τον Νικολάκη που περπατούσε δίπλα μου.

    «Νίκο… πόσους Αρχιστράτηγους έχουμε;» αλλά δεν ήξερε να μου πει.

    Η άτιμη η φύση. Λες και βιαζόταν να με κάνει ότι έγινα, όμορφη δηλαδής, ζουμερή και ξεμυαλίστρα, από μικρή με προίκιζε και με το παραπάνω.

    Στα έντεκα μου χρόνια και στα δώδεκα μου, στις τελευταίες τάξεις του σχολειού, ήμουν σχεδόν γυναίκα. Και ‘κείνος ο μουρντάρης ο καινούριος ο δάσκαλος, όλο πάνω στο θρανίο μου ερχόταν να ξυστεί. Και… όλο με ρωτούσε:

    «Πώς τα πάμε Ζωζώ;» και «Το κατάλαβες το πρόβλημα; ή να σε βοηθήσω λίγο;» και δως’ του να τρίβει το παντελόνι του πάνω στο θρανίο μέχρι που στο τέλος το τρύπησε. Αμ δεν ήθε-λε να με βοηθήσει. Άλλο πράμα ήθελε, αλλά … φόβος φυλάει τα έρημα.

    Και την άλλη χρονιά, στην έκτη τάξη, πάλι δεν κάναμε μια μέρα μάθημα. Πάλι ημέρα Εθνικού πένθους ήτανε. Όμως δεν είχε πεθάνει κανένας Αρχιστράτηγος αυτή τη φορά. Ο κύριος Διευθυντής μας είπε πάλι γιατί δε θα κάναμε μάθημα.

    Στη Κύπρο[2] είπε, οι Εγγλέζοι οι κατακτητές είχαν σκοτώσει μερικούς μαθητές ενός σχολείου. Είχανε λέει βγει τα παιδιά στους δρόμους, τραγουδούσαν τον Εθνικό Ύμνο «Σε γνωρίζω από την όψη του σπαθιού την τρομερή…» και φώναζαν «ΕΝΩΣΗ – ΕΝΩΣΗ».

    Οι Εγγλέζοι στρατιώτες βγήκαν να τους σταματήσουν και άρχισαν να πυροβολούν στον αέρα, αλλά μερικά παιδιά σκοτώθηκαν, λες και ήταν πουλιά, και πετούσαν στον αέρα.

    Μας έβαλε ο κύριος Διευθυντής και τραγουδήσαμε όλοι μαζί τον Εθνικό Ύμνο και μετά γυρίσαμε στα σπίτια μας. Κι’ αυτήν τη φορά δεν τραγουδούσαμε στο δρόμο. Ήμασταν όλοι σκυθρωποί και κατσούφηδες, γιατί δεν είχε πεθάνει κανένας Αρχιστράτηγος. Παιδιά σαν κι’ εμάς είχαν πεθάνει.

    Για Γυμνάσιο; Ούτε λόγος να γίνεται. Μια χρονιά μετά που τέλειωσα το Δημοτικό πήγα και έπιασα δουλειά.

    Ξεκίνησα από το μοδιστράδικο της χήρας της κυρά-Λαμπρινής, μα δε στέριωσα για πολύ. Ούτε έναν χρόνο δεν έκλεισα. Ξεμυάλιζα λέει το γιό της που πήγαινε Γυμνάσιο και δεν τον άφηνα λέει να διαβάσει κι’ όλο στη τουαλέτα τον έβρισκε, λες και τον είχε πιάσει κόψιμο. Μού ‘δωσε το λοιπόν τα παπούτσια στο χέρι.

    Μα είμαστε στα καλά μας; Τι έφταιγα εγώ αν αυτό ήταν μαλακισμένο; Τι να πεις όμως; Έτσι είναι η ζωή: Άλλος πίνει κι’ άλλος τρώει κι’ άλλος τζερεμέ πλερώνει.

    Μετά πήγα και δούλεψα στου κυρ-Μηνά που ‘χε την αντιπροσωπεία με τα τσιγάρα και το πρακτορείο των εφημερίδων.

    Άμα δουλειά κι’ αυτή. Ξυπνούσα άγρια χαράματα να πάω να ξεχωρίσω τις εφημερίδες, ποιες θα πάρει ο κάθε διανομέας να πάει να τις μοιράσει, και μετά έβαζα τις παραγγελίες τα τσιγάρα σε χατροκούτια, να τα πάρουν τα παιδιά σαν γύριζαν απ’ το μοίρασμα των εφημερίδων, να τα πάνε στα μαγαζιά και στα περίπτερα.

    Τι να κάμω όμως; καλή–κακή η δουλειά, δουλειά ήταν και την είχαμε ανάγκη.

    Είχε και ένα καλό η δουλειά. Καθώς ξεχώριζα τις εφημερίδες και τις έδενα με σπάγκο, τόσες από αυτήν, τόσες από την άλλη, για να τις πάρουν τα παιδιά να τις πάνε στα περιπτερά, έριχνα και από καμία ματιά στα χοντρά–χοντρά γράμματα που ήταν πάνω–πάνω σε κάθε μια και σε γενικές γραμμές μάθαινα τι γινότανε στον κόσμο.

    «Εκλογές την 11η Μαΐου» έγραφαν μια μέρα όλες οι εφημε-ρίδες.

    Μα καλά… είχαν δεν είχαν περάσει δυο χρονιά που είχαν γίνει εκλογές, πάλι εκλογές θα κάνουν;

    Εκείνες, τις προηγούμενες εκλογές, τις θυμόμουνα καλά, σαν να ήταν χτες.

    Στην έκτη Δημοτικού πήγαινα και ένα Σάββατο πρωί είχε έρθει ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο και κάτι φαντάροι ξεφόρτωσαν στο σχολειό μας κάτι μεγάλα κουτιά. Ήταν οι κάλπες είχαν πει. Μας έδιωξε από το σχολείο ο κύριος Διευθυντής και μας είπε ότι ούτε και τη Δευτέρα θα κάναμε μάθημα. Το σχολείο μας είπε ήταν εκλογικό κέντρο. Χαράς ευαγγέλια εμείς.

    Παιδιά ήμασταν όμως, μας έτρωγε η περιέργεια. Τι ήταν αυτές οι κάλπες; Τι είχαν μέσα; Και οι φαντάροι τι θα κάνανε στο σχολείο μας; Τι

    Γυρίσαμε πίσω στο σχολείο για να λύσουμε τις απορίες μας και περάσαμε τόσο καλά όσο λίγες φορές. Χορός κι’ Άγιος ο Θεός.

    Οι πέντε από τους έξι φαντάρους που είχαν έρθει, καθόταν στα σκαλιά του σχολείου μας και λιαζότανε. Φλεβάρης μήνας ήτανε αλλά γλυκός Φλεβάρης και έκανε αυτό που λένε: «Ο Φλεβάρης κι’ αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει». Είχανε βγάλει και τα δίκοχα και ο ένας μάλιστα έφτιαχνε τα μαλλιά του με μια τσατσάρα. Μας εξήγησαν ότι το βράδυ θα κοιμόταν στο σχολειό μας για να φυλάνε τις κάλπες που είχανε φέρει, μη τυχόν και τις πλησιάσει κανένας, μέχρι την άλλη μέρα το πρωί που θα ερχόταν η εφορευτική επιτροπή να τις παραλάβει.

    Αρλούμπες δηλαδής. Τίποτε δεν καταλάβαμε και μόνο που ψυλλιαστήκαμε ότι μέσα στις κάλπες πρέπει να είχε κάτι πολύ πολύτιμο, για να τις φυλάνε όλη τη νύχτα. Την άλλη μέρα, την Κυριακή θα καθόταν ένας–ένας οι φαντάροι σκοπιά με την ξιφολόγχη εφ’ όπλου στην πόρτα του σχολείου. Θα ερχόταν λέει και δύο χωροφύλακες μη τυχόν και γίνουν τίποτε ευτράπελα.

    Γιατί μη θαρρείτε πως τότε οι εκλογές γινόταν ήρεμα, ωραία και ψύχραιμα όπως γίνονται τώρα. Το τι καυγάδες και τι τσακωμοί γινόταν ανάμεσα στους οπαδούς των κομμάτων δε λέγεται. Μέχρι και μαχαίρια τραβούσαν, να σφάξει ο ένας τον άλλο και δεν ήταν λίγες οι φορές που το κατάφερναν.

    Στις προηγούμενες εκλογές του 1956 είχαν μαχαιρωθεί τρεις άνθρωποι.

    Γι’ αυτό τη μέρα των εκλογών όλα τα μαγαζιά ήταν κλειστά. Και τα καφενεία και τα εστιατόρια.

    Κρασί, ούζο και τέτοια δεν κυκλοφορούσε πουθενά, και τη νύφη την πληρώναμε εγώ και η μάνα μου, γιατί με το που ξυπνούσε ο γέρος μου, μέχρι τις δέκα το πρωί άντεχε δεν άντεχε χωρίς αλκοόλ μέσα στο αίμα του. Μετά άρχιζε να ουρλιάζει σαν λαβωμένο σκυλί και να βρίζει και να ωρύεται που δεν εύρισκε λίγο κρασί ή λίγο ούζο να «ξελαμπικάρει το μυαλό του».

    Ξεστρατίσαμε όμως. Άλλα πήγαινα να σας πω κι’ άλλα σας λέω.

    Ο ένας ο φαντάρος λοιπόν ήταν ο σαλπιγκτής του λόχου του και είχε φέρει μαζί του και τη σάλπιγμα του. Και τι ωραία που έπαιζε ο μπαγάσας… Άρχισε λοιπόν να παίζει κάτι σάμπες και κάτι ρούμπες, που ήταν οι χοροί της μόδας κι’ εμείς, δωδεκάχρονες κυρίες, ξεσαλώσαμε στο χορό. Σαν τρελές χοροπηδούσαμε. Καταμεσής στον Φλεβάρη, βγάλαμε και τα παλτά μας γιατί είχαμε αρχίσει να ιδρώνουμε απ’ το πολύ το χοροπήδημα, «μες στης σάμπας τον τρελό ρυθμό», σηκωνόταν τα φουστάνια μας και μέχρι και το βρακί μας κάνανε χάζι οι φαντάροι. Και ένας από τους φαντάρους να λέει συνέχεια:

    «Ελάτε πιο κοντά βρε κορίτσια» και «ελάτε πιο κοντά».

    Καλά που κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο μπάρμπα-Θόδωρος, ο επιστάτης του σχολείου και μας έδιωξε.

    «Άντε στα σπίτια σας γρήγορα» μας είπε και δε σήκωνε αντίρρηση. Ευτυχώς που μας έδιωξε, γιατί την άλλη μέρα ή άρρωστες θα ήμασταν από το πολύ ξεσάλωμα, το χοροπηδητό και τον ιδρώτα ή ξεπαρθενιασμένες απ’ τα φαντάρια που μας βλέπανε σαν ξερολούκουμα.

    Και τώρα πάλι… το 1958, δυο χρόνια μετά πάλι εκλογές.

    Μετά από κάνα δυο μέρες, που’ χανε κατασταλάξει με το μέτρημα των ψήφων, διάβασα στα χοντρά γράμματα των εφημερίδων που πακετάριζα:

    «Ισχυρή αυτοδυναμία της ΕΡΕ με 171 έδρες. Δεύτερο κόμμα η ΕΔΑ με 79 έδρες».

    Τι μας νοιάζουν όμως εμάς αυτά; Άλλα ξεκίνησα να σας γράφω, και σας γράφω ότι αρλούμπα μου κατεβαίνει στο μυαλό για εκλογές και για αυτοδυναμίες.

    Την είχαμε λοιπόν ανάγκη τη δουλειά μου, γιατί τα χέρια της μάνας μου δεν την άντεχαν άλλο την μπουγάδα. Ποια μπουγάδα δηλαδής, μήτε ένα ποτήρι νερό δεν μπορούσε να σηκώσει να πιει η καημένη. Μήτε πιάτα να πλένει, μήτε τίποτες. Είχανε στραβώσει τα δάχτυλα των χεριών της και την πονούσανε… ούρλιαζε από τον πόνο η δύστυχη και όλο τα έχωνε κάτω απ’ τα φουστάνια της, μπας και ζεσταθούν και της περάσει ο πόνος. Να δεις πως το είχε πει ο γιατρός… Παραμορφωμένη αρθριτική, … κάπως έτσι.

    Εγώ ήμουν και ο κουβαλητής του σπιτιού, σιγά τα πολλά που κουβαλούσα δηλαδής με τα λίγα λεφτά που έπαιρνα, και η νοικοκυρά και απ’ όλα. Παιδικά χρόνια σου λένε μετά.

    Ένα άλλο καλό που είχε η δουλειά στου κυρ-Μηνά ήταν ότι δε μου την έπεσε κάνεις.

    Βαθιά θρήσκος άνθρωπος ο κυρ-Μηνάς με το που πάτησα το πόδι μου στο μαγαζί του, μάζεψε όλους όσους είχε στη δούλεψη του και τους ξηγήθηκε αλμυρό φιστίκι:

    «Μη δω από κανέναν σας τίποτε τσιριμόνιες με τη Ζωζώ, μαύρος λύκος που σας έφαγε».

    Θα είχε ακούσει φαίνετε κι’ αυτός τι ξεμυαλίστρα ήμουνα, και… «ας φοβίσουμε τους λύκους να γλυτώσει το πρόβατο και το μαντρί μαζί», γιατί αν γινότανε τίποτε πονηρό στο μαγαζί του και μαθαινόταν, που θα μαθαινόταν δηλαδής, αυτός θα την πλήρωνε τη νύφη.

    Α είχε και άλλο καλό η δουλειά: Πήγαινα στη δουλειά πρωί–πρωί, χαράματα, αλλά σχολνούσα και νωρίς. Στις μιάμιση η ώρα που έκλεινε για μεσημέρι η αγορά, εγώ είχα σχολάσει.

    «Μην έρχεσαι τα’ απόγευμα κορίτσι μου», μου είχε πει ο κυρ-Μηνάς. «Τι να κάνεις; Έτσι κι’ αλλιώς τ’ απόγεμα δεν έχει δουλειά για σένα. Κάτσε σπίτι να ξεκουράσεις λίγο τη δόλια τη μάνα σου».

    Καλός άνθρωπος ο κυρ-Μηνάς.

    Στο μεταξύ, πάνω στα δυο χρόνια που είχα πιάσει δουλειά στου κυρ-Μηνά, πέθανε και ο γέρος μου. Έσκασε το σκώτι του από το πολύ πιοτό. Τον βρήκαν ξαπλωμένο μέσα σ’ ένα χαντάκι στην άκρη του δρόμου, μες’ στις λάσπες.

    «Πάνε καλέ να μαζέψεις τον άντρα σου», ήρθε και μας είπε ένα βράδυ η γειτόνισσα η κυρά-Κατίνα. «Τον είδε ο δικός μου καθώς γύρναγε στο σπίτι, του μίλησε αλλά εκείνος δεν αποκρίθηκε».

    Μας έδωσε και το στίγμα, πού ήτανε πεσμένος, πήγαμε με τη μάνα μου, τι να δούμε. Πεσμένος στο πλάι, μες στο χαντάκι με τα βρομόνερα και δεν ήταν μόνο σουρωμένος, ήταν και εκατό τοις εκατό πεθαμένος.

    Τι να σηκώσεις και τι να μαζέψεις απ’ αυτόν;

    Τρέξαμε στο σπίτι του κυρίου «Αγύριστου». Δεν τον λέγανε έτσι τον άνθρωπο, αλλά όλοι έτσι τον ξέρανε. Ήταν αυτός που είχε το γραφείο κηδειών και μια και όποιος περνούσε απ’ τα χέρια του πήγαινε εις τόπον χλοερόν, ένθα απέδρα πάσα οδύνη λύπη, και στεναγμός και τα λοιπά και τα λοιπά, έτσι τον ανεβάζανε, έτσι τον κατεβάζανε: Ο κύριος Αγύριστος.

    Τον ίδιο δεν τον ένοιαζε καθόλου για το παρατσούκλι. Αυτός είχε το δικό του το τροπάρι:

    «Πού θα μου πάτε ρε; Όλοι απ’ τα χέρια μου θα περάσετε. Κι’ όσους δεν προκάμω εγώ… έννοια σας. Έχω το γιό μου από πίσω».

    Βγήκε στην πόρτα με τις πιτζάμες και τις παντούφλες.

    Περίμενα τη μάνα μου να μιλήσει να του πει τα καθέκαστα, αλλά εκείνη τίποτε· τσιμουδιά. Θες από το λαχάνιασμα, θες από τη λαχτάρα που είχε πάρει, άχνα δεν έβγαζε. Πάντως στα σίγουρα σας λέω, να, να πέσει φωτιά να με κάψει αν λέω ψέματα, η βουβαμάρα δεν ήταν από τη λύπη της για τον αιφνίδιο χαμό του συζύγου της.

    Πήρα εγώ την πρωτοβουλία.

    «Κύριε Αγύ… δεν ξέρω και το όνομα σας»

    «Πασχάλη με λένε κούκλα μου. Πασχάλη», διευκρίνισε ο κύριος Αγύριστος, και που τη βρήκε την όρεξη για κόρτε με το «κούκλα μου» κάτω από τέτοιες περιστάσεις, δεν το κατάλαβα ποτές μου.

    «Λοιπόν κύριε Πασχάλη μας…» του είπα τα καθέκαστα. «Μπορείτε να πάτε να τον μαζέψετε; Να τον πάρετε δηλαδής και να… να κάνετε τα της κηδείας;»

    «Μη νοιάζεστε καθόλου. Σαν αδελφό μου θα τον φροντίσω. Εσείς μόνο κάντε κανένα κόλλυβο. Τα υπόλοιπα, όλα τα άλλα, αφήστε τα επάνω μου. Ξέρω εγώ».

    Κινήσαμε με τη μάνα μου για το σπίτι. Κουβέντα δεν αλ-λάξαμε σ’ όλο το δρόμο. Μόνο σαν μπήκαμε μέσα γύρισε και με ρώτησε:

    «Τι κάνουμε τώρα;» Μήτε που κατάλαβα τι εννοούσε. Τι κάνουμε χωρίς μπαμπά και και χωρίς άντρα; Ή τι κάνουμε γενικώς; Πάντως μάλλον το δεύτερο θα εννοούσε, γιατί κατά πως δείχνανε τα πράματα μάλλον καλυτέρα θα ήταν χωρίς μπαμπά και άντρα.

    «Ιδέα δεν έχω», της αποκρίθηκα και για να βγούμε και οι δυο από την αμηχανία μας πήγαμε και φωνάξαμε την κυρά-Πολυξένη, που στα θέματα ζωής και θανάτου ήταν ξεφτέρι.

    Η κυρά-Πολυξένη στα νιάτα της ήταν μαμή. Κι’ αν έφερε παιδιά στον κόσμο! Παιδιά και παιδιά. Αγόρια, κορίτσια, ότι θες. Νομίζω κι’ εμένα αυτή με ξεπέταξε απ’ την κοιλιά της μάνας μου. Σαν πέρασαν όμως τα χρόνια και δεν πιάνανε πια τα χέρια της να ξεπετάει μωρά, άλλαξε επάγγελμα και έγινε μοιρολογήτρα. Να ακούσεις κλάμα και μοιρολόι να στενάξει η ψυχή σου. Έτσι λοιπόν στα νιάτα της έφερνε άνθρωπος στη ζωή και τώρα στα γεράματα συνόδευε ανθρώπους στο θάνατό τους.

    Με το που μπήκε στο σπίτι μας και της είπαμε ότι είχε πεθάνει ο κυρ-Αποστόλης, έπιασε το μοιρολόι.

    «Άστα αυτά», την αποπήρε η μάνα μου. «Δε σε φωνάξαμε εδώ για μοιρολόγια, να μας πεις τι να κάνουμε σε φωνάξαμε».

    Μας ορμήνεψε: Να σκεπάσουμε τους καθρέφτες με μαύρα πανιά, να βάλουμε μαύρα ρούχα και να είμαστε και λυπημένες (πράγμα δύσκολο δηλαδής).

    Την άλλη μέρα, πρωί – πρωί ήρθε ο Μήτσος, που δούλευε σοφέρ στο γραφείο του κυρίου Αγύριστου και ζήτησε ένα κουστούμι για τον πεθαμένο. Του ‘δωσε η μάνα μου το καλό του το κουστούμι, σαρακοφαγωμένο και με τριμμένο κώλο και του’ πε:

    «Δε θα του κάνει πια. Χρόνια έχει να το φορέσει. Μικρό θα του είναι».

    «Μη σκας», της απάντησε ο Μήτσος. «Θα του κάνει και θα του παρακάνει».

    «Μα τι στην ευχή; Για μεταποίηση θα το ‘δίναν πρώτα;» συλλογιστικά.

    Κατά τις έντεκα ‘φέραν τον νεκρό στο σπίτι. Η κηδεία θα γινόταν στις τέσσερεις το απόγευμα. Έτσι είχε κανονίσει ο κύριος Αγύριστος. Έβαλαν την κάσα με τον νεκρό πάνω σε κάτι στηρίγματα που κουβάλησαν μαζί τους οι πεθαμενατζήδες, άναψαν και δυο μεγάλα κεριά δεξιά κι’ αριστερά απ’ τον νεκρό, στήσανε όρθιο και το καπάκι της κάσας δίπλα στην αυλόπορτα και φύγανε.

    «Θα επιστρέψουμε στις τρεις και μισή για την ακολουθία», διευκρίνισε ο κύριος Αγύριστος. «Σας αφήνουμε να κλάψετε και να αποχαιρετήσετε τον άνθρωπό σας».

    Πιο όμορφο και πιο περιποιημένο δεν τον είχα ξαναδεί το γέρο μου. Λες και τον είχανε ντύσει γαμπρό, να πάει να παντρευτεί. Καθαρός, καλοξυρισμένος, καλοντυμένος. Στην τρίχα ήτανε.

    Από την ώρα που τον φέρανε, μέχρι και που τον σκέπασαν με το καπάκι και τον βάλανε στη νεκροφόρα, καθόμουν και τον χάζευα.

    «Α ρε πατέρα… Δεν μπορούσες να είσαι έτσι καθαρός και περιποιημένος, μοσχοβολιστός και ξυρισμένος και αμίλητος όταν ζούσες;» σκεφτόμουνα και κάτι σαν δάκρυ γαργαλούσε το ένα μου μάτι. «Αλλά εσύ βρωμοκοπούσες κρασί και ούζο, κι’ άμα δε φώναζες και δεν έβριζες, ροχάλιζες του κερατά…. Ά ρε πατέρα…»

    Στην κηδεία, εκτός απ’ την κυρά-Πολυξένη τη μοιρολογήτρα, κανείς δεν έκλαψε. Και μήπως ήταν και πολλοί; Τρεις–τέσσερεις γειτόνισσες, η κυρά-Πολυξένη, ο ψάλτης κι’ παπάς, τα κοράκια του κυρίου Αγύριστου και ο Μήτσος, ο οδηγός της νεκροφόρας. Αυτοί ήμασταν όλοι κι’ όλοι.

    Στο «δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμό» κανένας δεν πλησίασε στην κάσα με το νεκρό. Μόνο η μάνα μου, στάθηκε για λίγο μπροστά του, απόθεσε στο στήθος του ένα αγριολούλουδο, το μόνο που ‘χε ανθίσει στην αυλή μας και παγωμένη και αμίλητη, χωρίς ίχνος από δάκρυ στα μάτια, γύρισε κι’ απομακρύνθηκε.

    Με το θάνατο του πατέρα, χάσαμε και το μπουσουλά μας στα ψώνια. Όχι πως έφταιγε δηλαδής τίποτε ο σχωρεμένος ο γερός μου. Άλλοι αποφάσιζαν πάντα και μας ‘κάναν τη ζωή μας άνω κάτω.

    Δεν έφτανε που πέντε χρόνια πριν μας είχαν αλλάξει τα λεφτά [3] μας κι’ από εκατομμύρια τα κάνανε χιλιάρικα, τώρα μας άλλαζαν και την οκά.

    Πηγαίναμε τότε παλιά στο ψιλικατζίδικο του κυρ-Γιάννη, στην άλλη γωνία, ούτε δέκα χρονών δεν ήμουν ακόμα, παίρναμε μια καραμέλα.

    Βγάζαμε ένα μασούρι λεφτά από την τσέπη μας, μετρούσαμε μια, δυο, τρεις… εκατό, παίρναμε την καραμέλα. Άμα είχαμε πιο πολλά λεφτά παίρναμε μια μικρή σοκολάτα που έκανε ένα χιλιάρικο.

    Μετά… όταν άλλαξαν τα λεφτά, παίρναμε την καραμέλα με μια τρύπια δεκάρα και τη μικρή τη σοκολάτα με μια δραχμή. Άντε να βγάλεις εσύ άκρη.

    Τώρα πάλι… Πήγα ένα απόγευμα στο μπακάλη.

    «Μισή οκά ζάχαρη και μισή οκά ρύζι», του λέω.

    «Πάει η οκά Ζωζώκα μου. Από δω και μπρος κιλό θα λέμε»,[4] μου αποκρίνεται.

    «Ε βάλε από μισό… από αυτό το πώς το είπες;»

    Παίρνω τη ζάχαρη και το ρύζι, λίγα μου φάνηκαν, αλλά είχα πληρώσει και πιο λίγα, πάω στο σπίτι.

    «Τι είναι αυτά που σου έδωσε καλέ;» με ρωτάει η μάνα μου. «Σε κατάκλεψε ο παλιοκλέφταρος» και μόνο που δε μου τα ‘φερε στο κεφάλι.

    Κάθομαι τώρα εγώ και της εξηγώ τι έγινε με την οκά και με το κιλό. Όσο είχα καταλάβει εγώ, άλλο τόσο και πιο πολύ ακόμα κατάλαβε και η μάνα μου.

    Δεν πέρασε ούτε βδομάδα, από το που χάσαμε τον μπαμπά μας, τρόπος του λέγειν δηλαδή το «χάσαμε» και η τύχη μας χαμογέλασε λίγο:

    «Χάσαμε» και έναν μπάρμπα της μάνας μου. Μόνος, γεροξεκούτης, ζούσε σε ένα κοντινό χωριό. Πότε – πότε πήγαινε η μάνα μου και τον έβλεπε. Του πήγαινε και καμιά πίτα με μπόλικο ζυμάρι και λίγο τυρί που είχε κάνει με τα χέρια της. Μήτε παιδιά, μήτε σκυλιά, μήτε αγγόνια είχε ο μπάρμπας της και τη μόνη που θυμότανε για συγγενή του ήταν η ανεψιά του, δηλαδής η μάνα μου.

    Τη θυμήθηκε και λίγο πριν αναχωρήσει για τον ουρανό, ή όπου αλλού πήγαινε και της έγραψε κάτι κτηματάκια που είχε στη κατοχή του. Βρήκε η μάνα μου έναν μεσίτη και όσο – όσο τα σκότωσε. Έκανε ένα μικρό κομπόδεμα. «Για τα γεράματα μου», έλεγε λες και ήταν κανένα κοριτσόπουλο η έρμη.

    Πάντως παρά την οικονομική αυτή ανακούφιση, εγώ δε σταμάτησα τη δουλειά στου κυρ-Μηνά. Και γιατί να σταματήσω. Πιο καλή δουλειά πού θα έβρισκα; Έτσι σκεφ-τόμουν τότες. Ήμουνα μυαλωμένη ακόμα φαίνεται.

    Ώρες–ώρες κάθομαι και συλλογιέμαι, αν γινόταν έτσι αυτό και δε γινόταν αλλιώς το άλλο, τι θα γινόταν άραγε; Τα συλλογιέμαι κι’ άκρη δε βρίσκω.

    Αν ο πατέρας μου δεν είχε πεθάνει κι’ αν δεν ήταν ένας παλιομπεκρούλιακας, κι’ αν η μάνα μου δεν ήταν πλύστρα, εγώ τι θα γινόμουν στη ζωή μου;

    Απάντηση καμιά.

    Αμέ το άλλο; Να μην ήτανε λέει ο γιός της ράφτρας της κυρά-Λαμπρινής το μαλακισμένο που ήτανε και να ‘μενα στο ραφτάδικο; Τι θα γινόταν;

    Άντε το πολύ – πολύ να γινόμουνα μια ράφτρα κι’ εγώ και να ξημεροβραδιαζόμουνα πάνω στις βελόνες και στις κλωστές και στα εξτραφόρ και στα στριφώματα. Σιγά τα λάχανα.

    Ήτανε όμως πολύ σπουδαίο που η δουλειά που είχα πιάσει στου κυρ-Μηνά μου άφηνε όλο το απόγευμα ελεύθερο. Αν ήμουνα σε μια άλλη δουλειά και σκοτωνόμουνα απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ να δουλεύω πού θα ‘βρησκα χρόνο να πάω στο θέατρο;

    Όχι δηλαδής πως ήμουνα καμιά μανιακιά με το θέατρο, και πού να το βρεις το θέατρο στο τόπο μας, αλλά όταν ήρθε εκείνος ο περιπλανώμενος θίασος, τώρα δεν ξέρω καλά περιπλανώμενο ή περιοδεύων τον έλεγαν, δεν έχασα την ευκαιρία.

    Στο κάτω–κάτω, σαν άνθρωπος κι’ εγώ διακαιόμουνα να πάω και μια φορά στο θέατρο.

    Μέχρι τότε δύο φορές μόνο είχα πάει σινεμά με τη μάνα μου, αλλά δε μ’ άρεσε καθόλου. Πολύ σκοτάδι βρε αδελφέ. Άσε που τη μια φορά όλο κοβόταν η ταινία και που την άλλη καθόταν δίπλα μου ένας παλιοπούστης που τη μια προσπαθούσε να τρίψει το πόδι του στο μπούτι μου, την άλλη να μου πιάσει τον κώλο ή να τρίψει τον αγκώνα του στο βυζί μου. Άντε τώρα να δεις εσύ έργο.

    Ενώ το θέατρο είναι αλλιώς. Πρώτα απ’ όλα έχεις μπροστά στα μάτια σου ζωντανούς όλους τους ηθοποιούς κι’ από την άλλη, όλος ο καλός ο κόσμος πάει στο θέατρο. Δεν πάνε κολλητηρτζήδες και ανώμαλοι.

    Μέχρι τα σαράντα του γέρου μου φόρεσα μαύρα. Μετά τα πέταξα. Όχι δηλαδής πως φορούσα τίποτες έξαλα, αλλά μαύρα δε φορούσα, γιατί δε με πήγαιναν και καθόλου. Σαράντα χρονών γριά φαινόμουνα με τα μαύρα.

    Στις πενήντα μέρες, φόρεσα τα καλά μου, βάφτηκα και λίγο και…

    «Απόψε θα πάω στο θέατρο», είπα στη μάνα μου. «Ίσως αργήσω. Μη με περιμένεις. Πέσε κοιμήσου εσύ».

    «Καλά βρε Ζωζώ μου, χθες, προχθές χάσαμε τον μπαμπά σου κι’ εσύ θα πάς στο θέατρο; Ντροπή βρε κόρη μου. Τι θα πει ο κόσμος;»

    «Σκασίλα μου τι θα πει ο κόσμος. Και το γέρο δεν τον χάσαμε ούτε χθες, ούτε προχθές. Χρόνια και χρόνια χαμένος ήτανε». Την πίκρανα τη μάνα μου μ’ αυτά που είπα, αλλά μπορούσα τώρα πια να λέω και μια κουβέντα παραπάνω.

    Δεκαεφτά χρονών γυναίκα ήμουνα.

    ***

    Η εφηβεία

    Ιδού λοιπόν εγώ… η Ζωζώ.

    Καθισμένη στις πρώτες-πρώτες θέσεις του σινεμά, που για τη θεατρική παράσταση τον είχαν κάνει θέατρο, με κανονική αυλαία και φώτα και προβολείς, απ’ όλα είχαν βάλει, να περιμένω να αρχίσει η παράσταση. Τι τους έπιασε και με βάλανε στις πρώτες καρέκλες; Ίσως και να με πέρασαν για καμία επίσημη, έτσι καλοντυμένη και όμορφη που ήμουνα. Ποιός ξέρει;

    Η παράσταση δεν ήταν τίποτε το σπουδαίο, ούτε και το έργο άξιζε. Εκεί που έπρεπε να κλάψεις γελούσες και εκεί που ήταν να γελάσεις σε παίρνανε τα δάκρυα. Τίποτε δηλαδής. Αφού κι’ εγώ που δε σκάμπαζα από θέατρο… έτσι μου ‘ρθε να σηκωθώ να φύγω.

    Ο πρωταγωνιστής όμως ήταν άλλο πράμα. Για χατίρι του έκατσα και είδα όλο το έργο. Ένας κούκλος και μισός. Δυο μέτρα παίδαρος, στητός, λεπτός και σγουρομάλλης, να τον πιείς στο ποτήρι δηλαδής και να μην τον χορτάσεις. Είχε κάτι μαύρα μαλλιά και κάτι πράσινα μάτια, τι να σας πω. Δε χόρταινα να τον βλέπω.

    Μετά που τέλειωσε το έργο και βγήκε όλος ο θίασος, τι θίασος δηλαδής, έξι νοματαίοι ήταν όλοι κι’ όλοι, και υποκλίθηκαν, φάγαν και το χειροκρότημα τους, έμεινε μόνος στη σκηνή ο πρωταγωνιστής, ο παίδαρος. Μας ευχαρίστησε που πήγαμε να δούμε την παράσταση και στο τέλος είπε:

    «Αν κάποιος θεατής θέλει ένα αυτόγραφό μου, ας περάσει από το καμαρίνι μου» .

    Με κοίταξε και με νόημα, γιατί έτσι που καθόμουνα μπροστά–μπροστά με είχε κόψει από νωρίς. Κι’ εγώ η χαζή είχα καρφωθεί άσχημα. Κάθε φορά που έβγαινε στη σκηνή δώς’ του εγώ χειροκρότημα. Είχαν ανάψει οι παλάμες μου. Πώς να μην καρφωθώ;

    Τέτοιος παίδαρος και να μην πάρω ένα αυτόγραφο γίνεται; Δε γίνεται.

    Πήγα λοιπόν στο καμαρίνι. Τι καμαρίνι δηλαδής, το γραφείο αυτονού που είχε το σινεμά ήτανε και είχανε βάλει μέσα και ένα τραπέζι με έναν καθρέφτη απάνω του και κάνα δυο φώτα. Πάνω στο τραπέζι ήταν κάτι μπουκάλια με καλλυντικά και κάτι κουτιά με κρέμες και με πούδρες.

    Χτύπησα την πόρτα και μπήκα. Ήτανε μόνος του. Το καμαρίνι ήταν αποκλειστικά για τον πρωταγωνιστή. Ο υπόλοιπος θίασος ντυνόταν και ξεντυνόταν στην αποθήκη του σινεμά, εκεί που βάζανε τις ταμπέλες με τα «Λίαν προσεχώς», «Σε λίγες μέρες», «Πρεμιέρα την Τετάρτη», τέτοια πράματα και τα ταμπλό με τις φωτογραφίες του έργου που παίζανε.

    «Περάστε», μου είπε και σαν γύρισε και με είδε συνέχισε: «Καλώς την».

    Με κοίταξε καλά-καλά από την κορυφή μέχρι τα νύχια κι’ εγώ ένοιωσα σαν να ‘μουνα ξεβράκωτη, αλλά μου άρεσε νομίζω έτσι που ένοιωσα.

    «Κάθισε λίγο. Να τελειώσω με το ντεμακιγιάζ και είμαι όλος δικός σου».

    Δεν κατάλαβα με τι θα τέλειωνε, αλλά έβαζε κάτι κρέμες στο πρόσωπό του και μετά τις σκούπιζε με βαμβάκια. Κάθισα σε μια καρέκλα.

    Όταν τέλειωσε με αυτό το Ντε…μα… πως στο διάολο το είπε, ήρθε και στάθηκε μπροστά μου. Τώρα που τον έβλεπα από κοντά ήταν ακόμα πιο όμορφος. Χωρίς τις μπογιές και τα κραγιόνια στο πρόσωπο και χωρίς εκείνα τα χαζά ρούχα που φορούσε στο έργο, ήταν… τι να σας πω; Όχι ο άντρας. Ένας Αντράκλαρος ήταν με το άλφα κεφαλαίο. Μού συστήθηκε.

    «Με λένε Γιάννη, αλλά οι φίλοι και οι γνωστοί με φωνάζουν Τζώνη. Αυτό μου έμεινε από τότε που ήμουν στην Αμερική. Ένα χρόνο ήμουν στην Αμερική και έπαιζα στο Μπροντ-Γουέυ».

    Αυτό το ‘λεγε σε όλους αλλά δεν ξέρω ποιος τον πίστευε και ποιος όχι. Πάντως εγώ ούτε τον πίστεψα ούτε δεν τον πίστεψα, αφού δεν ήξερα πού στο διάολο ήταν η Αμερική και τι σκατά ήταν αυτό το Μπροντ-Γουέυ.

    «Εσένα πώς σε λένε;» με ρώτησε. Έκανα να σηκωθώ, να του πω το όνομα μου, αλλά με έκοψε:

    «Οι κυρίες δε σηκώνονται για να συστηθούν. Απλά δίνουν το χέρι τους» μού είπε, και δε μ’ άφησε να σηκωθώ. Καθισμένη όπως ήμουνα άπλωσα το χέρι μου.

    «Ζωζώ», είπα.

    Εκείνος πήρε το χέρι μου και το κράτησε αρκετή ώρα μες’ στα δικά του.

    «Θεέ μου τι τρυφερά χεράκια»! Αυτό μόνο το σκέφτηκα. Δεν το είπα.

    «Ζωζώ… ωραίο όνομα. Καλλιτεχνικό. Και σου πάει… Και να μη μου το έλεγες θα τα μάντευα από μόνος μου. Ένα τόσο όμορφο κορίτσι μόνο Ζωζώ θα μπορούσαν να το λένε», είπε, απόμεινε να με κοιτάζει με θαυμασμό και συνέχισε.

    «Αν έχεις λίγο ταλέντο Ζωζώ, και με την ομορφιά σου μπορεί να ανέβεις πολύ ψηλά στο θέατρο. Και στον κινηματογράφο ίσως. Για έλα ‘δω».

    Με σήκωσε από την καρέκλα που καθόμουν και με έστησε μπροστά στον καθρέφτη. Πείρε ένα κραγιόνι και μου έβαψε τα χείλια. Μετά με ένα μαύρο μολύβι πασάλειψε γύρω–γύρω τα μάτια μου και μου έβαλε και κοκκινάδι στα μάγουλα. Με έβαλε να κοιταχτώ στον καθρέφτη και αυτός πίσω από την πλάτη μου θαύμαζε την καρικατούρα που με είχε κάνει.

    «Μπα. Η φυσική σου ομορφιά είναι χίλιες φορές ανώτερη», είπε και βάλθηκε να με ξεβάφει με κρέμες, με κάτι άλλα ζουμιά και με βαμβάκια.

    Καθώς με ξέβαφε, με το ένα του χέρι του με κρατούσε πίσω απ’ το κεφάλι, λίγο πάνω από το σβέρκο. Μα τι στην ευχή πιάσιμο ήταν εκείνο. Ένοιωθα όλο μου το κορμί να μυρμηγκιάζει. Τέτοια γλυκιά ανατριχίλα πρώτη μου φορά ένοιωθα.

    Σαν μου ‘βγαλε όλα τα πασαλείμματα από το πρόσωπο, με έστησε πάλι αντίκρυ στον καθρέφτη, κι’ αυτός πίσω από τον ώμο μου να με βλέπει στον καθρέφτη και να θαυμάζει.

    «Αυτή είναι ομορφιά. Ατόφιο πράγμα. Χρυσάφι καθαρό», είπε με το ύφος που είχε όταν μιλούσε στη σκηνή.

    Τον ένοιωθα κολλημένο από πίσω μου· το ένα του χέρι να το ‘χει περασμένο εμπρός μου και να κρατάει το στομάχι και με το άλλο να μου ξεκουμπώνει το μπλουζάκι. Μετά μου έβγαλε τη φούστα και μετά το βρακί.

    Σαν χαζοπούλι εγώ δεν αντιστεκόμουνα καθόλου. Με χάιδεψε τα βυζιά μου και η ανατριχίλα έγινε… τι να σας πω… κάτι σαν καταρράκτες, μέσα σ’ ολόκληρο μου το κορμί.

    Αισθάνθηκα κάτι ζεστό και σκληρό ανάμεσα στα σκέλια μου.

    «Καλέ αυτός θα με κουτουπώσει», σκέφτηκα, αλλά πριν προλάβω να αποτελειώσω τη σκέψη μου, ένοιωσα ένα πόνο δυνατό, ούρλιαξα και με πήρανε τα αίματα.

    Ο Τζώνης δε σταμάτησε να κουνιέται, κι’ ας πόναγα εγώ, μέχρι που έβγαλε έναν στεναγμό ανακούφισης και τραβήχτε από μέσα μου. Ήταν ματωμένος κι’ αυτός.

    Εγώ σκυμμένη έβλεπα τα αίματα που τρέχαν ανάμεσα στα μπούτια μου. Νομίζω έκλαψα και λίγο. Σαν είδε και ο Τζώνης τα αίματα, ταράχτηκε.

    «Ήταν η πρώτη σου φορά;» με ρώτησε. Κούνησα το κεφάλι σε ένα «ναι». Έμεινε για λίγο σιωπηλός, σαν να σκεφτόταν, σαν ν’ αφουγκραζόταν κάτι. Μετά είπε:

    «Δεν πειράζει… Κάποτε θα γινόταν κι’ αυτό. Έγινε σήμερα. Έγινε με ‘μένα. Τι σήμερα, τι αύριο τι τώρα; Έτσι λέει και το τραγούδι».

    «Εσένα δε σε πειράζει βρε κερχανατζή… αλλά εμένα;» σκέφτηκα και μετά το ξανασκέφτηκα το πράμα.

    «Αλήθεια με πειράζει ή δε με πειράζει;» Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα, που λέει και το τραγούδι.

    Καθαριστήκαμε από τα αίματα με τα βαμβάκια και με τα ζουμιά που είχε στα μπουκάλια, χωρίς να λέμε τίποτε. Μήτε κουβέντα δεν αλλάξαμε. Μετά πήρε ένα ταξί και με πήγε μέχρι κάπου κοντά στο σπίτι μου.

    «Τα καλά κορίτσια δεν κυκλοφορούν μονάχα τέτοια ώρα», είπε.

    Μονό μια «καληνύχτα» είπαμε σαν βγήκα από το ταξί. Το ταξί ξεκίνησε. Έφυγε. Απόμεινα να κοιτάζω τα κόκκινα φωτάκια απ’ το ταξί, με τον Τζώνη μέσα να ξεμακραίνουν, να στρίβουν στη γωνία, και να χάνονται.

    Μπήκα σαν την κλέφτρα μεσ’ στο σπίτι. Η μάνα μου ευτυχώς είχε κοιμηθεί. Έπεσα κι’ εγώ για ύπνο. Ούτε να φάω ήθελα ούτε τίποτες. Μόνο να χωθώ στο κρεβάτι να κουκουλωθώ να κρυφτώ από τον κόσμο ήθελα.

    Ντρεπόμουνα; Μα τω Θεώ, αν πω ότι ντρεπόμουνα θα έλεγα ψέματα. Αλλα, να έτσι… ήθελα… Δεν ήθελα τίποτε. Μόνο εμένα ήθελα. Τίποτε άλλο.

    Προσπάθησα να κοιμηθώ μα του κάκου. Θες ο πόνος απ’ το κουτί μου που με πονούσε ακόμα, θες ο Τζώνης, που περνούσε μέσα απ’ το μυαλό μου μια γελαστός και μια κατσούφης, μια καλός και μια κακός, μια γεμάτος μυστήριο και μια γράμμα ανοιγμένο, δε μ’ έφυσαν να κλείσω μάτι. Μπαινόβγαινε ο Τζώνης στο μυαλό μου, πότε έτσι, πότε αλλιώς, μα πάντα όμορφος. Κούκλος.

    Το πρωί άργησα να πάω στη δουλειά. Αντί για τις έξι και κάτι που πήγαινα κάθε μέρα, έσκασα μύτη στις οκτώμισι.

    «Αν είναι να ‘ρχεσαι τέτοια ώρα, καλύτερα να μην έρχεσαι καθόλου», με μάλωσε ο κυρ-Μηνάς και με το δίκιο του. Ότι δουλειά ήταν να βγάλω εγώ, την είχε κάνει εκείνος. Πρώτη φορά πάντως ήτανε, με συγχώρεσε. Έπιασα να βάζω τα κουτιά με τα τσιγάρα στα δέματα, να ετοιμάζω τις παραγγελίες, αλλά πού μυαλό για δουλειά.

    Το μυαλό μου είχε κολλήσει στον Τζώνη και ένοιωθα πολύ μπερδεμένη. Από τη μια ήταν το γεγονός, ότι είχα χάσει την παρθενιά μου, έτσι στα καλά των καθουμένων… Το γεγονός; Αν αυτό το γεγονός θα το έγραφε κάποτε, αργότερα, κάποιος λόγιος που θα φιλοτιμούτανε να γράψει για τη ζωή μου, θα έγραφε:

    «Διερράγη ο παρθενικός της υμένας και αιμορράγησεν». Εγώ το σκεφτόμουνα αλλιώς: «Μου ‘σπασε την παρθενιά μου ο καριόλης και με πήρανε τα αίματα». Και αυτό; Λίγο… λίγο μονό, με πείραζε. Αλλά από την άλλη… Όλα τα άλλα… Τα φιλιά του, πως με χάιδευε, το πως με αγκάλιαζε και το πως με χούφτωνε… Όλα τα άλλα, όλα αυτά ήταν υπέροχα. Και ο Τζώνης: Κούκλος.

    Μπερδεμένη, ξεμπερδεμένη, το βράδυ ξαναπήγα στο θέατρο. Για να ξεμπερδευτώ; Μάλλον για να μπερδευτώ χειρότερα. Για την ακρίβεια για να μπλέξω χειρότερα. Δεν πήγα για την παράσταση. Λίγο πριν να τελειώσει η παράσταση χώθηκα μέσα.

    Ούτε πορτιέρης ούτε τίποτε έξω από την πόρτα. Τι να κάνει ο πορτιέρης τέτοια ώρα; Ποιος τζαμπατζής θα έμπαινε πέντε–δέκα λεπτά πριν να τελειώσει η παράσταση;

    Μπήκα σιγά–σιγά πατώντας στις μύτες των ποδιών μου, σαν την κλέφτρα και πήγα και λούφαξα στο καμαρίνι του Τζώνη. Μήτε το φώς δεν άναψα.

    Κάποια στιγμή άκουσα στο διάδρομο ομιλίες. Είχε τελειώσει η παράσταση.

    Με έπιασε τρομάρα. «Τι στα σκατά ήρθα να κάνω εδώ;» αναρωτήθηκα και ήμουν έτοιμη να το σκάσω, αλλά δεν πρόλαβα. Η πόρτα άνοιξε, το φώς άναψε και βρέθηκα μπροστά σε έναν Τζώνη, βαμμένο και μασκαρεμένο με τα θεατρινίστηκα τα ρούχα να με κοιτάζει με κάτι μάτια γουρλωμένα σαν αβγά. Σκέτη έκπληξη ήταν.

    «Ήρθες;» με ρώτησε, λες και δεν πίστευε στα μάτια του. Δεν πρόλαβα να απαντήσω. Ήρθε κοντά μου, με άρπαξε στην αγκαλιά του και έτσι όπως ήταν, με τα κραγιόνια στο στόμα και τα’ άλλα πασαλείμματα στη μούρη του με έδωσε ένα φιλί.

    Φιλί; Δεν ήτανε φιλί αυτό. Η γλύκα όλου του κόσμου ήτανε στο στόμα μου.

    Ούτε Ντε-μα-κι… πως στο διάολο το έλεγε αυτό, ούτε τίποτε δεν έκατσε να κάνει.

    Έτσι όπως ήτανε βαμμένος με τα κραγιόνια και με τα μεΐκάπια και τα ρούζια, έτσι σμίξαμε.

    Πιάσαμε να ξεντυνόμαστε με λύσσα. Ο καθένας τα δικά του ρούχα.

    Μετά πέσαμε στο πάτωμα και το κάναμε πάλι. Πόνεσα πάλι, αλλά πιο λίγο αυτή τη φορά. Πιο πολύ ήταν η γλύκα και πιο λίγος ο πόνος.

    Και την τρίτη μέρα πήγα και τον βρήκα. Τώρα πια ήμουν μπερδεμένη για τα καλά. Μπερδεμένη με τον Τζώνη. Τον Τζώνη μου. Δεν πήγα στο καμαρίνι του αυτή τη φορά.

    Τον περίμενα έξω από το θέατρο. Έτσι είχαμε συμφωνήσει.

    Με πήγε στο ξενοδοχείο του. Ούτε που χαμπάριαζα αν μ’ έβλεπε ή δε μ’ έβλεπε κανείς να μπαίνω στο ξενοδοχείο.

    Όλη τη νύχτα του δώσαμε και κατάλαβε. Δεν ήταν έρωτας αυτός. Ηφαίστειο ήταν που ξερνούσε κάθε τρεις και πέντε τη λάβα του. Κοιμόμασταν για λίγο, μια ώρα, ίσως και λιγότερο και δώσ’ του πάλι απ’ την αρχή. Το πρωί δεν μπορούσαμε να πάρουμε τα πόδια μας. Ο κυρ-Μηνάς τζάμπα θα με περίμενε στη δουλειά.

    «Δε χέζεται κι’ αυτός» σκεφτόμουνα και δεν ξεκολλούσα από τον Τζώνη.

    Πολύ σκεφτικό τον έβλεπα το Τζώνη το πρωί.

    «Κάτι τον τρώει αυτόν», σκεφτόμουνα. «Λες να ‘ναι παντρεμένος;» μα ούτε εγώ έλεγα, ούτε κι’ εκείνος έλεγε τίποτες. Τον έβλεπα και μ’ έβλεπε μόνο. Κατάλαβε πως πάω να σκάσω και κάποια στιγμή μου το έσκασε το παραμύθι.

    «Ξέρεις Ζωζώ μου… το μεσημέρι φεύγουμε. Τελειώσαμε εδώ με τις παραστάσεις. Αύριο παίζουμε σε άλλη πόλη».

    Καλύτερα να με ζεματούσαν με δέκα κουβάδες βραστό νερό, παρά αυτό που είπε ο Τζώνης. Τι δηλαδής; Χθες σε βρήκα σήμερα σε χάνω; Δεν ήταν δίκαια πράματα αυτά.

    Βούρκωσα. Σφιγγόμουνα μη βάλω τα κλάματα. Ήρθε και έκατσε δίπλα μου στο κρεβάτι. Έβαλε το χέρι του στον ώμο μου. Γαμώτο… πάλι αυτή η ανατριχίλα και το μερμήγκιασμα.

    «Κοίτα Ζωζώ. Δε θέλω να σε χάσω. Βλέπεις σαν τρελός κάνω για σένα. Δεν μπορώ όμως. Έχουμε υπογράψει συμβόλαια… είναι και τ’ άλλα τα παιδιά στο θίασο βλέπεις. Δε γίνεται να τα τινάξω όλα στον αέρα να τους πάρω κι’ αυτούς στο λαιμό μου».

    Δίκιο είχε. Έπρεπε να φύγει. «Γιατί όμως ρε γαμώτο; Γιατί; Γιατί; Γιατί;»

    Έμεινε για λίγο σκεφτηκός.

    «Δεν έρχεσαι να με βρεις στην Αθήνα… να είμαστε μαζί; Να ζήσουμε μαζί;»

    Κοίτα ρε! Ο Τζώνης ο πρωταγωνιστής με ήθελε μαζί του. Με ήθελε να «ζήσω» μαζί του. Και γιατί όχι; Στο κάτω–κάτω της γραφής δεν ήμουνα και καμιά ότι–ότι. Κοτζάμ Ζωζώ ήμουνα. Ζωζώ με τα όλα της. Κι’ ο Τζώνης δε θα είχε ακουστά φαίνεται αυτό που λέγανε όλοι: ότι δήθεν ξεπαρθενιάστηκα στα τέσσερα μου χρόνια. Άσε που και να το

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1