Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ
Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ
Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ
Ebook340 pages2 hours

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Ο Αρχιεπιθεωρητής Ντέρεκ Γουίλιαμς και η ομάδα του στο Εγκληματολογικό Τμήμα του Γκλόστερ, προσπαθούν να εντοπίσουν έναν κατά συρροή δολοφόνο που τρομοκρατεί την πόλη του Τσέλτεναμ για αρκετούς μήνες. Ξέρουν πως είναι μόνο θέμα χρόνου προτού ο δολοφόνος, που πιστεύουν ότι είναι γυναίκα, χτυπήσει ξανά, αλλά δεν ξέρουν πού, πότε και ποιον.

Θα τα καταφέρουν να την σταματήσουν προτού σκοτώσει κι άλλο αθώο θύμα;

Κατά τη διάρκεια της έρευνάς τους, αντιμετωπίζουν κάποιες βρώμικες συναλλαγές, φοροδιαφυγή και εμπόριο ναρκωτικών. Η αστυνομία ενώνει τις δυνάμεις της για να τους εξαλείψει, αλλά θα πάνε όλα σύμφωνα με το σχέδιο;

LanguageΕλληνικά
PublisherBadPress
Release dateJan 17, 2019
ISBN9781547566211
Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ
Author

Stephen Lawrence

I was born in Gloucester UK, in 1953. Went to Secondary Modern School leaving at the age of 15 to take up an Engineering Apprenticeship. After moving to a larger company to work i progressed through to a management role before leaving work at the age of 52. At that point, my wife and i moved to Spain to live. I started writing as a pastime and found that i had ideas which i could put into words, so i began writing in earnest to see if i had the ability to write a full novel. After a few aborted attempts i have now completed several books.

Read more from Stephen Lawrence

Related to Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

Related ebooks

Reviews for Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ - Stephen Lawrence

    ΔΗΛΩΣΗ ΑΠΟΠΟΙΗΣΗΣ.

    Η ιστορία, οι χαρακτήρες και τα γεγονότα που περιλαμβάνονται σε αυτό το βιβλίο, είναι όλα μυθοπλασία. Παρ’ όλο που ονόματα και μέρη μπορεί να φαίνονται οικεία, το περιεχόμενο που έχει γραφτεί είναι καθαρά και μόνο προϊόν της δικής μου φαντασίας. Οποιοδήποτε αναφερόμενο πρόσωπο δεν έχει ουδεμία σχέση με οτιδήποτε παράνομο, ή κάποιον οργανισμό ή επιτροπή, που έχει σκοπό την πράξη παράνομων δραστηριοτήτων.

    Πραγματικά λάθη ή παραπλάνηση είναι αποκλειστικά από σφάλμα του συγγραφέα.

    Η ιστοσελίδα μου.  www.stephenlawrencebooks.com

    ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ.

    Θα ήθελα να ευχαριστήσω την οικογένειά μου και τους φίλους μου, για την ενθάρρυνση και τη βοήθεια που μου παρείχαν για να γράψω αυτή την ιστορία.

    Ιδιαίτερες ευχαριστίες στην Chris Fitzpatrick Chrissy,

    για την βοήθειά της σε αυτό το μυθιστόρημα.

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ.

    Ο Αρχιεπιθεωρητής Ντέρεκ Γουίλιαμς και η ομάδα του, στο Εγκληματολογικό Τμήμα του Γκλόστερσαϊρ, προσπαθούν να εντοπίσουν έναν κατά συρροή δολοφόνο, που τρομοκρατεί την πόλη Τσέλτεναμ, εδώ και αρκετούς μήνες. Το ξέρουν ότι είναι θέμα χρόνου προτού ο δολοφόνος, τον οποίο πιστεύουν ότι είναι γυναίκα, ξαναχτυπήσει, αλλά δεν ξέρουν το μέρος, πότε ή ποιον θα σκοτώσει.

    Θα καταφέρουν να την σταματήσουν, προτού προσθέσει κι άλλο ένα αθώο θύμα στη λίστα της;

    Κατά τη διάρκεια της έρευνάς τους, έρχονται αντιμέτωποι με μερικές βρώμικες συναλλαγές, φοροδιαφυγή και κυκλώματα ναρκωτικών. Η αστυνομία ενώνει τις δυνάμεις της για να τους πατάξουν, αλλά θα καταφέρουν να κάνουν το σχέδιό τους να δουλέψει;

    Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ.

    ΕΝΑ.

    Ο Μπράιαν Φίλντινγκ περπατούσε για το σπίτι του, έπειτα από ξενύχτι με τους κολλητούς του στην παμπ. Είχε μόλις καταβροχθίσει μια κρεατόπιτα και μια γενναία ποσότητα πατατάκια, ενώ περπατούσε μόνος. Για αυτόν ήταν μια συνηθισμένη ρουτίνα κάθε Παρασκευή βράδυ.

    Καθώς πετούσε το άδειο περιτύλιγμα του φαγητού του σε έναν σκουπιδοτενεκέ στην άκρη του πεζοδρομίου, σκέφτηκε να κάνει έναν σύντομο περίπατο μέσα από το πάρκο.

    Ο Μπράιαν ήταν ανύπαντρος και δεν ήταν ιδιαίτερα ελκυστικός στις γυναίκες κι έτσι, συχνά το συνηθισμένο Παρασκευόβραδό του στην παμπ, τελείωνε με πληρωμένο σεξ με μια πόρνη, την οποία έβρισκε συνήθως να συχνάζει στα τοπικά πάρκα.

    Απόψε το φεγγάρι ήταν τόσο φωτεινό, που έκανε τα περισσότερα φώτα, στο περιφερειακό μονοπάτι του πάρκου, να μοιάζουν σαν να είχαν υποστεί βανδαλισμό. Ήταν εύκολο για τον Μπράιαν να δει τον δρόμο μπροστά του.

    Πλησίαζε στα μέσα του πάρκου, όταν εκείνη ξεπρόβαλλε πίσω από τις σκιές των θάμνων που δημιουργούσαν μια σειρά, κατά μήκος του μονοπατιού. Ήταν αρκετά ψηλή, φορώντας τις ψηλοτάκουνες γόβες της, δεν την είχε ξανασυναντήσει στο παρελθόν κι έτσι την παρατηρούσε από πάνω μέχρι κάτω, νοιώθοντας ερεθισμένος στη σκέψη ενός καλού σεξ με ένα καινούργιο κορίτσι.

    Καθώς την πλησίαζε, μπορούσε να διακρίνει το χαμόγελο στο πρόσωπό της, το λαμπερό κόκκινο κραγιόν της, τα μακριά ξανθά μαλλιά της, το κοντό γούνινο παλτό πάνω από την σούπερ μίνι φούστα της και το διχτυωτό καλσόν στα απέραντα πόδια της.

    Ξεκίνησε να την ρωτάει πόσο θα του κόστιζε... αλλά το μόνο που κατάφερε να πει ήταν «Γεια σου μωρό μου, πόσο θα κοσ....... Αχχχχ!»

    Εκείνη τη στιγμή, είδε μια λάμψη και τη ζωή να περνάει μπροστά από τα μάτια του και έπειτα άρχισε να πέφτει στα γόνατά του. Τα σωθικά του άρχισαν να πετάγονται από το άσπρο του πουκάμισο, λες και κάποιος τον είχε ανοίξει σαν φερμουάρ για να βγει από μέσα το περιεχόμενο.

    Καθώς σωριαζόταν στο έδαφος, γονατίζοντας στη λίμνη αίματος και σωθικών που έβγαιναν με ορμή από μέσα του, τα χέρια του, σαν αντανακλαστικά, έσφιξαν την ανοιχτή πληγή πάνω από τη ζώνη του τζιν παντελονιού του.

    Κατάφερε να σηκώσει το κεφάλι του, για να δει την γυναίκα που του επιτέθηκε, καθώς εκείνη στεκόταν από πάνω του, κοιτάζοντάς τον, με ένα χαμόγελο ικανοποίησης από το αποτέλεσμα της δουλειάς της. Καθώς χαμογελούσε, τραγουδούσε μια μελωδία που του ήταν οικεία, καθώς τον έσπρωξε ήρεμα προς τα πίσω, με τη σόλα του τακουνιού της κόντρα στους ώμους του, έτσι ώστε να βρεθεί ξαπλωμένος ανάσκελα.

    Παραδόξως, δεν πονούσε καθόλου τώρα, αλλά ένοιωθε λες και βρισκόταν στη μέση ενός ονείρου. Τα πάντα γινόντουσαν σε αργή κίνηση. Τόσο σουρεαλιστικά.

    Προτού πέσει το σκοτάδι, θυμήθηκε τον τίτλο του τραγουδιού.

    Έτσι όπως κείτονταν στη λίμνη αίματος, εκείνη του αφαίρεσε, πολύ προσεκτικά, το ρολόι του, τα δαχτυλίδια του και το πορτοφόλι του. Ήταν πολύ προσεκτική, ώστε να μην πατήσει πάνω στο αίμα ή να αφήσει κάποιο ίχνος που θα την προδώσει.

    Η Κάρολ ήταν ντυμένη έτσι ώστε να μοιάζει με πόρνη, όμως ο σκοπός της δεν ήταν να κάνει σεξ, παρά μόνο να σκοτώσει το θύμα της γρήγορα και αποτελεσματικά και μετά να πάρει ότι πολύτιμα αντικείμενα και χρήματα που είχε στην κατοχή του. Οτιδήποτε πολύτιμο, εκτός από κινητά τηλέφωνα. Δεν ήθελε να ρισκάρει να την ανιχνεύσουν από GPS, ή οποιαδήποτε έξυπνα τεχνολογικά συστήματα, που χρησιμοποιούσαν οι αρχές για να ανιχνεύσουν κόσμο. Παρόλο που έμπαινε στον πειρασμό μερικές φορές, αφού κάποια από τα θύματά της είχαν προηγμένης τεχνολογίας τηλέφωνα, από τα οποία, πιθανότατα, να έβγαζε πολλά λεφτά, πάντα τα άφηνε πίσω, άσχετα με το μοντέλο ή την κατασκευή τους.

    Ήταν άλλο ένα μέρος της μεθόδου εκδίκησής της, ήταν το κίνητρό της από την αρχή, όμως τώρα είχε αρχίσει να το απολαμβάνει και τα τρόπαια ήταν εξτραδάκι για εκείνη, για εκείνες τις μικρές πολυτέλειες που δεν μπορούσε να αποκτήσει οικονομικά.

    Δεν είχε ανάγκη τα ναρκωτικά, αυτό που την ανέβαζε ήταν να σκοτώνει καθίκια και ο Μπράιαν Φίλντινγκ ήταν το πέμπτο θύμα της και ακόμα ένα σκουπίδι στο παπούτσι της που μόλις καθάρισε.

    Τώρα έμοιαζε με αυθεντία, σφάζοντας το θύμα της στο στομάχι και, έτσι όπως κείτονταν στο λουτρό αίματός τους, εκείνη μπορούσε, βεβαιώνοντας το θάνατό του, να του δίνει το τελειωτικό χτύπημα, κόβοντάς του την καρωτίδα.

    Απόψε ένοιωθε καλά, αφού είχαν περάσει τουλάχιστον έξι εβδομάδες από την τελευταία της «έξοδο». Όμως η χρονική απόσταση ανάμεσα στους φόνους της, όλο και λιγόστευε, καθώς είχε αρχίσει να εθίζεται από την απληστία και τη δίψα της για εκδίκηση.

    Τσέκαρε στα γρήγορα γύρω από τη σκηνή του εγκλήματος, ώστε να βεβαιωθεί ότι ήταν ένας καθαρός φόνος, στον οποίο δεν υπήρχε κανένα ίχνος της ταυτότητάς της. Υπήρχε μόνο η καθαρότητα της δουλειά της, τα ίδια σημάδια, η ίδια Μεθοδολογία, όπως το ονόμαζε η αστυνομία.

    Ναι, η Μεθοδολογία της, ήταν αναγνωριστικός, ότι ήταν η ίδια δολοφόνος, όπως γινόταν και με άλλους. Ευχαριστιόταν τη δουλειά της, ολοκληρώνοντάς την τραγουδώντας ζωηρά την συγκεκριμένη μελωδία! Έπειτα, εξαφανιζόταν μέσα στη φεγγαρόλουστη νύχτα, επιστρέφοντας στην τρύπα που έμενε, όπου μπορούσε να εξετάζει με την ησυχία της τις ανταμοιβές της και να θυμάται τα συναρπαστικά βράδια της δουλειάς της, παρέα με μερικά σφηνάκια βότκας.

    Μετά από ένα τέταρτο, βρισκόταν στην πίσω είσοδο του κρησφύγετού της. Πάρκαρε το αυτοκίνητό της στην ερημιά, στο τέλος του δρόμου. Ήταν σκοτεινά εκεί και θα μπορούσε να περπατήσει από τον πίσω δρόμο των σπιτιών, απαρατήρητη. Ανέβηκε την εξωτερική σκάλα διαφυγής και σε ένα λεπτό βρισκόταν μέσα στο ζοφερό και άθλιο σπίτι της, το οποίο βρισκόταν πάνω από ένα πλυντήριο self service.

    Νοίκιαζε ολόκληρο τον όροφο, ο οποίος είχε μια κύρια είσοδο, που έβλεπε στον δρόμο, με μια σκάλα που έβγαινε στην είσοδο του πλυντηρίου self service και στην πίσω είσοδο της σκάλας διαφυγής, η οποία ήταν ιδανική για τις μικρές αποδράσεις της. Το κτίριο της επέτρεπε να μπαίνει από την κύρια είσοδο κυρία και να βγαίνει από την πίσω είσοδο, ως μια άλλη. Όποιος και να την έβλεπε, θα έβλεπε μια συνηθισμένη, υπεράνω πάσης υποψίας, γυναίκα να μπαίνει στην κύρια είσοδο του κτιρίου, μια πολύ διαφορετική γυναίκα από εκείνη που βγαίνει από την πίσω σκάλα.

    Το σπίτι της βρισκόταν στη μέση μιας συστάδας από μονοκατοικίες, οι οποίες είχαν μετατραπεί σε μαγαζιά στο ισόγειο, με καταλύματα από πάνω. Στην σειρά με τα έξι σπίτια, η μία άκρη τους είχε ένα φαστφουντάδικο, μετά μια κάβα, το πλυντήριο self service, ένα κατάστημα παιδικών ρούχων, ένα κατάστημα με φιλανθρωπικά είδη και στην άλλη άκρη, υπήρχε ένα γωνιακό παντοπωλείο. Εκτός του ότι ο δρόμος ήταν γεμάτος με συστάδες μικρών μονοκατοικιών, διαχωρισμένες με μεσοτοιχία. Η σκάλα διαφυγής στο πίσω μέρος, οδηγούσε σε ένα πρεβάζι δέκα περίπου τετραγωνικών μέτρων, στον πίσω κήπο, με μια πόρτα που έβγαζε σε ένα σκοτεινό σοκάκι.

    Πέρα από το σοκάκι υπήρχε ένα χωράφι και η περιουσία ανήκε σε ένα εργοστάσιο κατασκευής χαρτονιού, το οποίο ήταν τουλάχιστον ενενήντα μέτρα από τον φράχτη που το χώριζε με το σοκάκι. Δεν είχαν όλα τα κτίρια σκάλα διαφυγής στο πίσω μέρος, κάτι που πιθανότατα παραβίαζε τους κανόνες πυρασφάλειας. Υπήρχε μια πόρτα στο πίσω μέρος του πλυντηρίου self service, αλλά ήταν μπλοκαρισμένη από οκτώ άδειες παλέτες και σακούλες με χαλίκια, οπότε δεν υπήρχε καμία πρόσβαση από εκεί.

    Το δωμάτιο το νοίκιαζε από τον ιδιοκτήτη του πλυντηρίου, ο οποίος ήταν αλλοδαπός και μιλούσε ελάχιστα Αγγλικά. Της φάνηκε πως ήταν, ίσως, Έλληνας ή κάποιας παρόμοιας καταγωγής. Ακόμα καλύτερα για εκείνη να κρύψει την ταυτότητά της από τις αρχές, σε περίπτωση που την αναζητούσαν. Εκείνος, σίγουρα θα μπέρδευε οποιονδήποτε μπορεί να ερχόταν να κατασκοπεύσει, με την ακαταλαβίστικη διάλεκτό του και σχεδόν σίγουρα, δεν θα καταλάβαιναν οι αρχές ότι νοικιάζει τον πάνω όροφο.

    Το διαμέρισμα που νοίκιαζε, περιελάμβανε ένα μπάνιο με μια μικρή μπανιέρα, η οποία είχε ένα κρεμαστό ντους: μια κακοβαλμένη τουαλέτα και έναν σπασμένο νιπτήρα, με ένα μικρό ντουλαπάκι με καθρέφτη από πάνω, σχεδόν όλο ραγισμένο. Το σαλόνι της είχε ένα σχήμα Γ, όπου είχε τοποθετήσει μια πολυθρόνα με μαξιλάρια, ένα μικρό τραπεζάκι του καφέ και μια ντουλάπα στον τοίχο. Είχε ένα μεγάλο παράθυρο, με βρώμικες κουρτίνες, που έβλεπε έξω στον κεντρικό δρόμο. Το μικρό κουζινάκι στην απέναντι πλευρά, είχε ένα παράθυρο που έβλεπε στο σοκάκι, με ξεθωριασμένες κίτρινες κουρτίνες, που κρεμόντουσαν από πρόκες, κρύβοντας τη θέα στο πίσω μέρος του σπιτιού. Εκεί είχε τοποθετήσει ένα μικρό τραπέζι κουζίνας με μία καρέκλα. Η πόρτα που οδηγούσε στη έξοδο κινδύνου βρισκόταν στη γωνία. Η μικρή της κρεβατοκάμαρα περιελάμβανε ένα μονό κρεβάτι, κατά μήκος του τοίχου και μια σιφονιέρα στην απέναντι μεριά και μια καρέκλα. Είχε και αυτό το δωμάτιο ένα παράθυρο με βρώμικες κουρτίνες, που έβλεπε στον δρόμο.

    Η σκάλα της κεντρικής εισόδου βρισκόταν στη γωνία του σαλονιού. Όλοι οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με ταπετσαρία, η οποία ήταν σκισμένη σε κάποια σημεία και η σκόνη στις γωνίες των δωματίων, είχε μετατρέψει το κίτρινο χρώμα της ταπετσαρίας σε μαύρο της μούχλας. Το πάτωμα ήταν ντυμένο με μουσαμά, ο οποίος είχε δει και καλύτερες μέρες.

    Η κατάσταση του διαμερίσματος δεν την ένοιαζε και τόσο, αφού το μόνο που χρειαζόταν ήταν ένα μέρος για να αλλάζει ρούχα, να κάνει ένα μπάνιο και να κρύβει τα «τρόπαιά» της. Συχνά άφηνε εκεί πολύτιμα είδη, όπως ρολόγια, κοσμήματα και πιστωτικές κάρτες, μέσα στη σιφονιέρα της, μέχρι να επιστρέψει μερικές μέρες μετά για να τα πάει στο Μπέρμινχαμ. Είχε μια επαφή εκεί με έναν άνθρωπο, ο οποίος αντάλλαζε τα τιμαλφή της με χρήματα και μετά εκείνος τα πουλούσε.

    Γδύθηκε και έβαλε όλα της τα ρούχα και τα λάτεξ γάντια που φορούσε, μέσα σε μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών. Όταν θα επέστρεφε μετά από μια ή δύο μέρες, θα έπλενε τα ρούχα στο πλυντήριο από κάτω, ή, αν ήταν τόσο πολύ λερωμένα, θα τα έκαιγε μαζί με τα γάντια στο παλιό βαρέλι που υπήρχε πίσω στην αυλή.

    Έκανε ένα ντους, τυλίχτηκε με την πετσέτα της και έπειτα έβαλε να πιει ένα ποτό, άναψε τσιγάρο και έκατσε στην μοναχική καρέκλα της, ενώ επεξεργαζόταν τα τρόπαιά της. Είχε ένα ρολόι, δύο δαχτυλίδια, μια χρυσή καδένα λαιμού και ένα καφέ δερμάτινο πορτοφόλι. Το πορτοφόλι περιείχε 85 λίρες, δύο πιστωτικές κάρτες, ένα παλιό εισιτήριο κινηματογράφου, μια απόδειξη από αγορά κάποιων ειδών από το Μόρισον, μια άδεια οδήγησης και μια φωτογραφία δυο μικρών κοριτσιών.

    Αναρωτιόταν εάν ήταν κόρες του. Για μια στιγμή ένοιωσε ένοχη. Δεν υπήρχε καμιά φωτογραφία συζύγου ή συντρόφου. Ίσως ήταν διαζευγμένος ή ο μοναδικός γονέας. «Γιατί θα έπρεπε να με νοιάζει τέλος πάντων!» σκέφτηκε. «Ο ανώμαλος πήρε αυτό που του άξιζε.»

    Από την άδεια οδήγησης, είδε ότι το όνομα του θύματός της ήταν Μπράιαν Φίλντινγκ και ήταν γύρω στα 37.

    Αφού ντύθηκε και κατέβασε κάνα δυο ακόμα σφηνάκια βότκας, έφυγε όπως ακριβώς είχε μπει, από την κύρια είσοδο.

    Περπάτησε για λίγο μέχρι το τέρμα του δρόμου, που ήταν το αυτοκίνητό της και επέστρεψε στην κανονική της ζωή.... μέχρι την επόμενη φορά.

    ΔΥΟ.

    Ο Ντέιβ, ο Κεβ, ο Σπάικ και ο Κρεγκ, που ήταν κολλητοί για πάρα πολλά χρόνια, καθόντουσαν στο τοπικό μπαράκι, «The Empty Jug», πίνοντας την συνηθισμένη τους Σαββατιάτικη απογευματινή μπίρα και παίζοντας χαρτιά.

    Ο ιδιοκτήτης του μπαρ, ο Ντάννυ, καθόταν στο μπαρ διαβάζοντας την καινούργια έκδοση  τοπικής εφημερίδας «Η Ηχώ του Τσέλτεναμ». Άλλος ένας φόνος ήταν πρωτοσέλιδο. Η αστυνομία πιστεύει πως είναι το «Πέμπτο θύμα στο κατόπι του κατά συρροή δολοφόνου στο Τσέλτεναμ».

    Τα αγόρια σήκωσαν το βλέμμα τους μόλις άκουσαν τον Ντάννυ να λέει δυνατά, «Σκατά!».

    «Έι, Ντάννυ φιλαράκο, δεν σου επιτρέπουμε τέτοιες κουβέντες εδώ μέσα.» Είπε ο Σπάικ αστειευόμενος. Οι άλλοι χαμογέλασαν στο συνηθισμένο τρόπο του Σπάικ να το παίζει κακός. Πάντα έκανε καλαμπούρι, ή του άρεσε να πειράζει τους ανυποψίαστους παίκτες.

    Ο Νταν δεν σήκωσε το βλέμμα του, παρά συνέχισε να διαβάζει τις λεπτομέρειες του άρθρου για το πρόσφατα δολοφονημένο θύμα.

    Ο Κρεγκ σηκώθηκε για να παραγγείλει άλλον ένα γύρο στο μπαρ. Κοίταξε την ιστορία που διάβαζε ο Ντάννυ και, παρόλο που την διάβαζε ανάποδα, μπορούσε να διαβάσει την επικεφαλίδα. «Θύμα νούμερο πέντε». Μάντεψε πως ο μυστηριώδης κατά συρροή δολοφόνος είχε ξαναχτυπήσει, σε κάποια περιοχή της πόλης.

    «Διάολε, Νταν, δεν μπορείς ούτε να νυχτοπερπατήσεις πια εδώ τριγύρω, χωρίς να έχεις τον φόβο ότι μπορεί να σε σφάξουν, έτσι;» Είπε ο Κρεγκ.

    «Λοιπόν, δεν πρόκειται να με βρεις να περιπλανιέμαι σε κανένα πάρκο αργά τη νύχτα, με αυτή την παλιοσκύλα να κυκλοφορεί.» Απάντησε.

    «Πώς το ξέρεις ότι είναι γυναίκα;»

    «Στην αστυνομία λένε ότι είναι παραπάνω από πιθανό να είναι μια πόρνη που τρελάθηκε, και της αρέσει να παίρνει χρήματα και χωρίς να τους κάθεται.» Είπε ο Ντάννυ.

    «Αλήθεια αυτό γράφουν εκεί οι μπάτσοι;» Ρώτησε ο Κρεγκ δείχνοντας το άρθρο στην εφημερίδα.

    «Ε, όχι ακριβώς, αλλά γράφει ότι δεν έχουν αποκλείσει την πιθανότητα ότι ο δολοφόνος είναι γυναίκα, αλλά αυτό υποπτεύονται, αφού όλοι οι φόνοι έχουν γίνει σε μέρη όπου συχνάζουν οι πόρνες... όμως λένε ότι δεν υπάρχουν σημάδια που να δείχνουν ότι το θύμα είχε σωματική επαφή προτού σκοτωθεί... τον καημένο, ούτε μια πίπα δεν του πήρε, προτού τον φάει: Τέλος πάντων... τι σκαρώνετε για απόψε αγόρια;» Ρώτησε ο Ντάννυ καθώς άφηνε την εφημερίδα και άρχισε να τους βάζει τις τέσσερις μπύρες.

    «Θα πάμε στο Δημαρχείο... έχει βραδιά 60’s, ξέρεις, παλιά γκρουπ της εποχής σου», είπε ο Σπάικ.

    «Κατεργάρη... εκείνες ήταν οι παλιές καλές ημέρες, η σωστή μουσική, καλύτερη από αυτή την ραπ και χάουζ που παίζουν τώρα.»

    «Έχεις δίκιο Νταν,» είπε ο Κεβ. «Όλοι μας απολαμβάνουμε την παλιά μουσική, του αρέσει να σε προκαλεί.»

    «Τέλος πάντων, ο Σπάικ θα κάνει ότι του πει η κυρία του» μπήκε στην κουβέντα ο Ντέιβ, «αλλιώς δεν θα περάσει καλά το βράδυ που θα γυρίσει σπίτι.»

    «Άει πηδήξου, εγώ κάνω ότι θέλω, όποτε θέλω», είπε ο Σπάικ.

    Ο Ντάννυ αποκρίθηκε λέγοντας... «Εντάξει, απλώς μην καταντήσεις να κυνηγάς τις τρελές στο πάρκο, γιατί μπορεί να βρεθείς με κομμένα αρχίδια...»

    «Δεν υπάρχει περίπτωση απόψε φίλε μου», είπε ο Κεβ. «Θα έχουμε μαζί μας τις γυναίκες μας.» Έπαιζαν χαρτιά και έπιναν μέχρι που πήγε έξι και μετά σηκώθηκε πρώτος ο Κρεγκ για να φύγει.

    «Τώρα φιλαράκια μου, φεύγω να πάω να τσιμπήσω κάτι και να κάνω ένα μπάνιο, προτού βγούμε απόψε. Θα τα πούμε έξω από το Δημαρχείο, να πούμε κατά τις εφτά και μισή;»

    «Ναι, είναι αρκετά νωρίς για να μπούμε μέσα και να πάμε μπροστά στην σκηνή», είπε ο Ντέιβ.

    Μέσα σε λίγα λεπτά είχαν φύγει όλοι τους, αφήνοντας τον Ντάννυ να ξεφυλλίζει την εφημερίδα του στο μπαρ και πέντε – έξι θαμώνες να πίνουν το συνηθισμένο τους ποτό, μετά από τα ψώνια του Σαββάτου.

    Ο Ντάννυ και η γυναίκα του, Μάγκι, ήταν οι ιδιοκτήτες της παμπ «The Empty Jug» στο Λεκχάμπτον-Τσέλτεναμ-Γκλόστερσαϊρ για περίπου έξι χρόνια και είχαν πολύ καλή φήμη στους τοπικούς πελάτες.

    Το μπαρ ήταν ένας μεγάλος χώρος, χωρισμένος σε τρία τμήματα: το κεντρικό μπαρ μπροστά με ένα μεγάλο παράθυρο που έβλεπε έξω στον κεντρικό δρόμο, το καθιστικό στο μεσαίο τμήμα με αναρριχητικά φυτά για να ξεχωρίζει και μετά υπήρχε και ο χώρος ψυχαγωγίας στο πίσω μέρος, όπου υπήρχαν ένα τραπέζι μπιλιάρδου, βελάκια και ένα επιτραπέζιο παιχνίδι ολίσθησης δίσκων.

    Ο Νταν και η Μάγκι ήταν εύκολοι άνθρωποι, μεσήλικες και οι δυο τους, οι οποίοι περνούσαν τον χρόνο τους δουλεύοντας στο μπαρ. Είχαν προσλάβει μόνο δύο έξτρα άτομα για τις Παρασκευές και τα Σάββατα, για να τα βγάζουν πέρα με τον κόσμο που ερχόταν από τα τοπικά εστιατόρια, τα ινδικά εστιατόρια και τους κινηματογράφους που υπήρχαν στον ίδιο δρόμο.

    Κάθε χρόνο πάσχιζαν να κάνουν τουλάχιστον δύο ταξίδια στο εξωτερικό, το πρώτο ήταν, συνήθως γύρω στον Φεβρουάριο, για δεκαπέντε μέρες στη Μάλτα, όπου είχαν ένα εξοχικό διαμέρισμα. Το δεύτερο ταξίδι τους, θα ήταν συνήθως μια κρουαζιέρα κάπου αργότερα μέσα στη χρονιά, όπου τους άρεσε να χαλαρώνουν και να τους περιποιούνται για κάνα δυο εβδομάδες, προτού επιστρέψουν και πάλι στην καθημερινότητα της παμπ. Όταν έλειπαν για διακοπές, άφηναν πίσω τους έναν υπεύθυνο να δουλεύει την παμπ.

    Ο Κρεγκ ήταν στο σπίτι του μέσα σε δέκα λεπτά, έμενε στην γωνία μετά την παμπ, στο πατρικό του, στο κτήμα στο Λεκχάμπτον.

    Η μητέρα του είναι η καριέρα πλήρους απασχόλησης του πατέρα του, αφού η ίδια πάσχει από Αλτσχάιμερ. Ο Κρεγκ εργάζεται ως ασφαλιστής, κάνοντας μια δουλειά την οποία την επέλεξε απρόθυμα πριν από δυόμισι χρόνια, αφού δεν υπήρχε άλλη δουλειά διαθέσιμη στην περιοχή εκείνο τον καιρό. Ο μισθός του βγαίνει κυρίως από τα μπόνους των πωλήσεων ασφαλιστηρίων ζωής, οπότε ξοδεύει τα περισσότερα απογεύματά του σε σπίτια πιθανών πελατών του, προσπαθώντας να τους πείσει για ένα μεγάλο ασφαλιστικό συμβόλαιο.

    Είναι αρραβωνιασμένος με τη Σάρα Χέπγουορθ και είναι μαζί εδώ και τρία χρόνια, λίγο μετά την μετακόμιση του Κρεγκ με τους γονείς του, στο Τσέλτεναμ.

    Συναντήθηκαν στο Δημαρχείο, κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, όταν είχαν πάει και οι δυο να παρακολουθήσουν μια παράσταση του Τσάμπυ Μπράουν.

    Η Σάρα εργάζεται στον χώρο της μόδας, ως διακοσμήτρια βιτρίνας, σε ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο στην πόλη και μένει κι εκείνη με τους γονείς της, οι οποίοι έχουν ένα όμορφο σπίτι στην περιοχή Τσάρλτον Κινγκς. Ο Κρεγκ τρώει πολλή μουρμούρα από τη Σάρα, τώρα τελευταία, που μένουν χώρια με τους γονείς τους, αλλά δεν φαίνεται να βγάζουν αρκετά χρήματα οι δυο τους για αποταμίευση, ώστε να μείνουν στο δικό τους σπίτι και εκείνη δεν είναι καθόλου χαρούμενη με αυτό. Νοιώθει ότι κάνει ότι μπορεί για να μαζέψει μερικά χρήματα για τον λογαριασμό της δικής τους στέγης, ενώ ο Κρεγκ χρησιμοποιεί πάντα τη δικαιολογία ότι δεν κερδίζει αρκετά χρήματα ή μπόνους, για

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1