You are on page 1of 127

Βασίλειος Β.

Δηµητριάδης

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἡ ἀναζήτηση τῆς


ἑνότητας τῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν στὸ ἔργο
τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011
Στοὺς γονεῖς µου, Βίκτωρ καὶ Μαρία
µὲ περίσσια εὐγνωµοσύνη,
ποὺ ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια µὲ στηρίζουν
…ἀδιαλείπτως.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
α) Ἀναγκαιότητα καὶ Σκοπὸς τῆς Ἔρευνας
Ἡ χαρισµατικὴ προσωπικότητα τοῦ πατρὸς Γεωργίου Φλωρόφσκυ, καὶ τὸ
σπουδαῖο ἔργο, ποὺ κληροδότησε στὶς ἑπόµενες γενεές, µᾶς ἐνέπνευσε νὰ
παρακολουθήσουµε καὶ νὰ µελετήσουµε διεξοδικότερα τὴν θεολογικὴ καὶ
ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία του, µεγάλο µέρος τῆς ὁποίας εἶναι στενὰ
συνδεδεµένο µὲ τὴν οἰκουµενικὴ κίνηση καὶ τὴν βαθειά του ἐπιθυµία νὰ
ὑπάρξει µιὰ ἀληθινὴ προσέγγιση µεταξὺ τῶν ἐκκλησιῶν. Ὁ ξεκάθαρος καὶ
καίριος συνδυασµὸς λόγου καὶ πράξης, ἀνιδιοτελοῦς προσφορᾶς στὸ
ἀνθρώπινο πρόσωπο καὶ ὑψηλῆς θεολογικῆς θεώρησης τῶν συγχρόνων
ἐκκλησιαστικῶν καὶ ἐκκλησιολογικῶν προβληµάτων, ἐπιβεβαιώνει τὴν ἄποψη
τοῦ γράφοντος, ὅτι ὁ π. Γεώργιος ὑπῆρξε ἕνας ποιµένας µὲ ὑψηλοῦ θεολογικοῦ
περιεχοµένου στοχασµό, ἀγωνιζόµενος µὲ πάθος, χωρὶς βέβαια νὰ παρεκκλίνει
ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, γιὰ τὴν ἐπίτευξη µιᾶς ἀνιδιοτελοῦς προσέγγισης καὶ
ἐπαφῆς τῶν ἐκκλησιῶν.
Καρπὸς ἀδιάκοπης καὶ συνεχοῦς µελέτης τοῦ ἔργου καὶ τῆς προσφορᾶς
τοῦ µεγάλου αὐτοῦ οἰκουµενικοῦ διδασκάλου ἀποτελεῖ ἡ παροῦσα
διπλωµατικὴ ἐργασία, τῆς ὁποίας τὸ θέµα ὑπῆρξε συγκεκριµένο, πολλὲς φορὲς
ὅµως µᾶς ὁδήγησε σὲ δύσκολες καὶ ἐπίπονες διαδροµὲς µὲ πολλὰ ἐµπόδια, τὰ
ὁποῖα, ἂν καὶ δυσυπέρβλητα, κατορθώσαµε µὲ τὴν ἀµέριστη συµπαράσταση
καὶ τὴν ἁπλόχερη βοήθεια σπουδαίων Δασκάλων νὰ ξεπεράσουµε, ὥστε τὸ
ἀποτέλεσµα τούτης τῆς ἐργασίας νὰ ἀποτελέσει ἕνα σηµαντικὸ λιθαράκι,
ἀφενὸς στὴν µελέτη τῶν Οἰκουµενικῶν πραγµάτων, ὑπὸ τὸ πρίσµα τῆς µὴ
φανατικῆς καὶ µὴ µισαλλόδοξης Ὀρθοδοξίας, ποὺ τόσο σφόδρα καὶ ἄδικα
κατηγοροῦνται ἐντὸς τῆς Ἑλλάδος, καὶ ἀφετέρου στὴ µελέτη τοῦ χαρισµατικοῦ
ἔργου τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, ἑνὸς ἀνθρώπου, ποὺ ἂν καὶ «φανατικὰ»
προσηλωµένος στὴν ἑλληνοκεντρικὸ τρόπο σκέψης καὶ δράσης, δὲν ἔχει
διαβαστεῖ καὶ µελετηθεῖ ἐπαρκῶς στὴν χώρα µας. 1

1
Ὁ Μητροπολίτης Περγάµου Ἰωάννης Ζηζιούλας σὲ ἄρθρο του στὸ περιοδικὸ Σύναξη σηµειώνει
σχετικά: […] «Ὁ π. Φλωρόφσκυ κατενόησε τοὺς ἕλληνες πατέρες ὡς Ἕλληνες περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι
τοὺς κατενόησαν οἱ ἄλλοι σύγχρονοι ρῶσοι θεολόγοι. Ἡ παρατήρηση αὐτὴ δὲν ὑποκρύπτει καµµία
τάση σωβινισµού. Δὲν πρόκειται γιὰ ζήτηµα ἐθνικῆς σηµασίας, ἀλλὰ γιὰ µιὰ στάση ἀπέναντι τῆς ζωῆς,

4
β) Ἐπιστηµονικὴ Μεθοδολογία καὶ Περιεχόµενα
Στὴν παροῦσα διπλωµατικὴ ἐργασία ὁ γράφων, ἐπεδίωξε νὰ παραµείνει
πιστὸς στὰ διεθνῆ προαπαιτούµενα καὶ τὶς παραδεκτὲς προδιαγραφὲς γιὰ τὴν
συγγραφὴ µιᾶς διπλωµατικῆς ἐργασίας µεταπτυχιακοῦ ἐπιπέδου. Ἡ ἀνάλυση
τοῦ θέµατος, ἐπιδιώξαµε νὰ εἶναι ὅσο τὸ δυνατὸν ἐµπεριστατωµένη καὶ
ἱκανοποιητική, χωρὶς κενὰ καὶ παραλείψεις, νὰ µεταδίδει ἰδέες, σκέψεις καὶ
γνώσεις µὰ συνάµα νὰ ἐκθέτει θέσεις καὶ τοποθετήσεις διακεκριµένων
ἐπιστηµόνων καὶ συγγράφεων τεκµηριωµένα, ἔτσι ὥστε τὰ ἀποτελέσµατα τῆς
ἔρευνάς τους νὰ ἀξιολογοῦνται µὲ τὸν πλέον ἁρµόζοντα τρόπο, ποὺ συνάδει
στὴν προαγωγὴ καὶ τὴν πρόοδο τῆς ἐπιστήµης. Θεωροῦµε ὡστόσο σηµαντικὸ
νὰ ἀναφέρουµε πὼς ἡ τεκµηρίωση τῶν θέσεων καὶ τῶν ἀπόψεων γίνεται
πάντοτε µὲ βιβλιογραφικὲς ἀναφορὲς (δὲν θὰ µποροῦσε ἐξάλλου νὰ γίνει
διαφορετικὰ ἐφόσον ἡ παροῦσα ἐργασία ὁδηγεῖ στὴν ἀπόκτηση Ἀκαδηµαικοὺ
τίτλου).
Ἡ παροῦσα ἐργασία ἀναπτύχθηκε µὲ βάση τὴν βιβλιογραφικὴ µελέτη,
δηλαδὴ τὴν συγκέντρωση τῆς ὑπαρχούσης βιβλιογραφίας, ποὺ σχετίζεται µὲ τὸ
θέµα καὶ ἡ ὁποία ταξινοµήθηκε καὶ προσεγγίσθηκε ἀπὸ διάφορες ὀπτικὲς
γωνίες, ὑφιστάµενη τόσο ἑρµηνειῶν, ὅσο καὶ σχολίων ἀπὸ τὸν γράφοντα.
Ἐξάλλου ἐφόσον πρόκειται γιὰ καθαρὰ θεωρητικὴ ἐργασία δὲν θὰ µποροῦσε
νὰ ἀναπτυχθεῖ διαφορετικὰ ἐκ τῶν πραγµάτων.
Στὸ σηµεῖο αὐτὸ θὰ θέλαµε νὰ ξεκαθαρίσουµε ἕνα ζήτηµα τὸ ὁποῖο θὰ
µποροῦσε νὰ ὁδηγήσει σὲ παρερµήνειες, καὶ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν χρήση
πρωτογενοῦς καὶ δευτερογενοῦς βιβλιογραφίας. Εὔλογο θὰ ἦταν, ἐφόσον ἡ
ἐργασία µας εἶναι καθαρὰ θεωρητική, νὰ στηριχθοῦµε καὶ στὰ δύο εἴδη
βιβλιογραφίας, ποὺ προαναφέραµε. Ὡστόσο εἶναι ἐξίσου ἀντιληπτό, ὅτι ἡ
φύση τοῦ συγκεκριµένου θέµατος, ποὺ ἅπτεται µιᾶς ἐπιστήµης καὶ ἑνὸς
ἐξειδικευµένου τοµέα αὐτῆς, δὲν ἐπιτρέπει τὴν πρόσβαση σὲ πρωτογενεῖς

ποὺ προσιδιάζει ἰδιαίτερα στοὺς Ἕλληνες, καὶ ποὺ κάνει τὴν Ὀρθοδοξία σάρκα ἀπὸ τὴ σάρκα µας.
Αὐτὸν τὸν οἰκεῖο σὲ µᾶς τοὺς Ἕλληνες τρόπο βιώσεως τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ π. Φλωρόφσκυ τὸν εἶχε
συλλάβει µελετώντας τοὺς ἕλληνες πατέρες κατὰ τρόπο ποὺ δὲν παρατηρεῖται στοὺς ἄλλους ρώσσους
θεολόγους». Βλ. σχετικὰ Μητροπολίτου Περγάµου Ἰωάννου Ζηζιούλα, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: ὁ
οἰκουµενικὸς διδάσκαλος, Σύναξη 64, 1997, σέλ. 13 κ.ε.

5
πηγὲς, καὶ συνεπῶς ὀφείλαµε νὰ περιοριστοῦµε στὴν χρήση δευτερογενοῦς
βιβλιογραφικοῦ ὑλικοῦ.
Τέλος, πρέπει, ἀναφερόµενοι στὰ περιεχόµενα τῆς παρούσας διπλωµατικῆς
ἐργασίας, νὰ ὑπογραµµίσουµε, ὅτι αὐτὴ ἀποτελεῖται ἀπὸ τρεῖς ἄξονες, ὅσα
ἄλλωστε εἶναι καὶ τὰ κεφάλαιά της, στὸν καθένα ἐκ τῶν ὁποίων µὲ κατανοητὸ
καὶ µεστὸ τρόπο, ξετυλίγεται κάθε ἐπὶ µέρους ζήτηµα, ποὺ πραγµατευόµαστε
σ’ αὐτά.
Στὸ πρῶτο κεφάλαιο κάνουµε µιὰ ἱστορικὴ ἐπισκόπηση τῆς πορείας τοῦ π.
Γεωργίου Φλωρόφσκυ, ἡ ὁποία ἂν καὶ σύντοµη εἶναι περιεκτικὴ καὶ
χρονολογικὰ δοµηµένη, µὲ ἀποτέλεσµα νὰ καθίσταται στὸν µελετητὴ
ξεκάθαρη ἡ ζωὴ καὶ ἡ δράση του. Ὁ λόγος ποὺ ἐπιλέξαµε τὴν συγκεκριµένη
µορφὴ εἶναι ἡ ἐλλειπῆς (ὑπάρχει µόνο στὰ µεταφρασµένα ἔργα του ὡς
ὑποτυπώδης βιογραφία) καὶ στὸ µεγαλύτερο µέρος της ἀσαφὴ πληροφόρηση,
ποὺ ἀφορᾶ τὸν Φλωρόφσκυ.
Στὸ δεύτερο κεφάλαιο ἐπιδιώξαµε νὰ ἀναδείξουµε τὴν διδασκαλία τοῦ π.
Γεωργίου, ποὺ ἀναφέρεται στὴν Ἐκκλησία, ποὺ ἀγάπησε, τίµησε καὶ
ὑπηρέτησε µὲ τὸν πλέον ἐµπεριστατωµένο καὶ τεκµηριωµένο λόγο. Σ’ αὐτὸ
λοιπὸν τὸ κεφάλαιο ἀναπτύσονται οἱ θέσεις γιὰ τὴν Χριστολογία, τὴν
Πνευµατολογία καὶ τὴν Ἐκκλησιολογία αὐτοῦ, τοῦ τεραστίου βεληνεκοῦς
ὀρθοδόξου ἱερέως καὶ καθηγητοὺ θεολογίας.
Κλείνοντας, στὸ τρίτο κεφάλαιο ἐπιλέξαµε νὰ ἀναφερθοῦµε στὸ πλέον
σηµαντικὸ πρόβληµα τῶν Χριστιανῶν, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν ὕπαρξη τοῦ
τραύµατος τῆς διαίρεσης, ποὺ ὑφίσταται ἐδῶ καὶ σχεδὸν δεκατρεῖς αἰῶνες.
Φυσικὰ τὸ ζήτηµα αὐτὸ τὸ προσεγγίζουµε ἀπὸ τὴν ὀπτικὴ τῆς ἐπιδιωκοµένης,
στὰ πλαίσια τοῦ Π.Σ.Ε. ἑνότητας, ἀφοῦ µέσα σὲ αὐτὸ ἔδρασε ἐπὶ σχεδὸν τρεῖς
δεκαετίες ὁ π. Γεώργιος. Ἔτσι στὸ τρίτο καὶ τελευταῖο κεφάλαιο θὰ δοῦµε
κατὰ σειρὰ τὴν συµµετοχὴ τῶν ὀρθοδόξων στὸ Π.Σ.Ε. καὶ τὸ ρόλο ποὺ ἔπαιξε
ὁ Φλωρόφσκυ σὲ αὐτό, σὲ συνδυασµὸ πάντοτε µὲ τὴν Δήλωση τοῦ Τορόντο,
ἀλλὰ καὶ τὴν στάση ἔναντι τοῦ κοινωνικοῦ προβλήµατος, ποὺ ἀφορᾶ ἄµεσα
ὁλάκερη τὴν χριστιανοσύνη. Τὸ τελευταῖο αὐτὸ θέµα, ἂν καὶ φαντάζει
ἀνοµοιογενὲς σὲ σχέση µὲ τὸ λοιπὸ µέρος τῆς ἐργασίας, ὀφείλουµε νὰ

6
τονίσουµε, ὅτι εἶναι ἄµεσα συνδεδεµένο µὲ τὴν προώθηση τῆς ἑνότητας ἐντός
του Π.Σ.Ε., τοῦ ὁποίου ἡ «πολιτικὴ» ἄλλαξε µετὰ τὴν Γενικὴ Συνέλευση τοῦ
Νέου Δελχὶ τὸ 1961, ὅπως πίστευε ὁ ἴδιος ὁ Φλωρόφσκυ.

 γ) Εὐχαριστίες
Ἀπὸ αὐτὴ τὴ θέση, καὶ γιὰ ἀκόµη µία φορά, θὰ ἤθελα νὰ εὐχαριστήσω
ὅλους τους Καθηγητές µου, ποὺ τὰ δύο αὐτὰ χρόνια τῆς προσπάθειας στὸ
Πρόγραµµα Μεταπτυχιακῶν Σπουδῶν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ
Ἀριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης, µὲ βοήθησαν συµβουλεύοντας
καὶ δίνοντάς µου διεξόδους σὲ πολλὰ καὶ δύσκολα ἐµπόδια. Οἱ εὐχαριστίες σὲ
ὅσους µὲ παρότρυναν, µὲ στήριξαν καὶ µὲ συµβούλευσαν στὴν συγγραφὴ
τούτου τοῦ πονήµατος, εἶναι πολλὲς καὶ δὲν µποροῦν νὰ περιοριστοῦν σὲ λίγες
µόνο σειρὲς µιᾶς ἐργασίας. Δύο ὅµως ἀνθρώπους θὰ ἤθελα ὀνοµαστικὰ νὰ
εὐχαριστήσω.
Ἀρχικὰ τὸν σύµβουλό µου καθηγητῆ Στυλιανό Τσοµπανίδη, πρὸς τὸ
πρόσωπο τοῦ ὁποίου θὰ ἐπιθυµοῦσα νὰ ἐκφράσω τὶς θερµοτέρες εὐχαριστίες,
ἀφοῦ ἀνέλαβε τὴν ἐπιµέλεια τῆς Μεταπτυχιακῆς µου κατάρτισης, τὴν
ἐπίβλεψη, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπιστηµονικὴ καθοδήγηση τούτης τῆς µεταπτυχιακῆς
ἔρευνας, µὲ µεγάλη ὑποµονή, καθὼς ἀνέχτηκε πολλὲς δυσκολίες, ποὺ
προέκυψαν µὲ δική µου εὐθύνη, καὶ βοηθώντας µε νὰ κατανοήσω καὶ νὰ
ἀξιολογήσω τὸ ὑλικό, ποὺ χρησιµοποίησα. Οἱ καίριες συµβουλές του, οἱ
στοχευµένες παρατηρήσεις καὶ ἡ καθοδήγησή του ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια
ἀποτελοῦν πραγµατικὰ γιὰ µένα σπουδὴ ὄχι µόνο στὴν οἰκουµενικότητα τῆς
θεολογίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἴδιας της παιδαγωγικῆς,
καθὼς πρόκειται γιὰ ἕναν ἐκπαιδευτικὸ ποὺ πραγµατικὰ τοῦ ἀξίζει ὁ τίτλος τοῦ
Δασκάλου.
Τέλος οἱ θερµοτέρες εὐχαριστίες ἀπευθύνονται σὲ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ
πρῶτος ἀπ’ ὅλους πίστεψε σ’ ἐµένα, µὲ παρότρυνε νὰ ἐµβαθύνω στὰ
Θεολογικὰ ζητήµατα καὶ νὰ ἀσχοληθῶ ἐνεργότερα µὲ τὴν διδασκαλία. Οἱ
ἐποικοδοµητικὲς συζητήσεις µαζί του, οἱ συµβουλὲς καὶ οἱ γεµάτες πατρικὴ
ἀγάπη ἐπικρίσεις του στὰ λάθη, ποὺ ἄθελά µου ὑπέπιπτα, µὲ βοήθησαν νὰ

7
κατανοήσω πολλὰ δεδοµένα, ὄχι µόνο θεολογικὰ ἀλλὰ καὶ τῆς ζωῆς. Οἱ ὑϊκὲς
εὐχαριστίες πρὸς τὸ πρόσωπό τοῦ Πνευµατικοῦ µου Πατέρα, πατρὸς Ἰωσὴφ
Ζαγκλιβέρη δὲν ἐξαντλοῦνται στὴν παροῦσα, ἀλλὰ θὰ ὀφείλονται διὰ βίου
µαζὶ µὲ τὴν εὐγνωµοσύνη ποὺ ἁρµόζει σὲ ἕναν πραγµατικὰ σπουδαῖο
ἄνθρωπο, ποὺ ὑπηρέτησε ἀπὸ τὸ µετερίζι τοῦ καθηγητοῦ Θεολογίας στὴν
Δευτεροβάθµια ἐκπαίδευση καὶ τοῦ Ἱερέως τῆς Ὀρθοδόξου ἠµῶν Ἐκκλησίας,
οἱ προσευχὲς καὶ ἡ εὐλογία τοῦ ὁποίου ὑπῆρξαν καταλυτικὲς στὴν τελικὴ
εὐόδωση τῆς παρούσας ἐργασίας.

Βέροια, 11 Ἰουλίου 2011 Βασίλειος Β. Δηµητριάδης

8
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
 
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 1  
α) Ἀναγκαιότητα καὶ Σκοπὸς τῆς Ἔρευνας 4  
β) Ἐπιστηµονικὴ Μεθοδολογία καὶ Περιεχόµενα 5  
γ) Εὐχαριστίες 7  
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 9  
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ 11  
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 12  

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Η ΖΩΗ ΤΟΥ π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ.
ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΕΡΓΟ
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΣΤΟ Π.Σ.Ε.

1.   Ρωσία 1893 – 1920 16  


2.   Εὐρώπη 1920 – 1948 17  
α) Σόφια 17  
β) Πράγα 17  
γ) Παρίσι (1926 – 1939) 20  
δ) Γενεύη – Βελιγράδι – Πράγα 29  
ε) Παρίσι (1945 – 1948) 30  
3.   ἈµερικῊ 1948 – 1979 31  
α) Ἅγιος Βλαδίµηρος 31  
β) Τίµιος Σταυρὸς 32  
γ) Χάρβαρντ 33  
δ) Πρίνστον 33

9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Η ΘΕΣΗ
ΤΟΥ π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 36  
1.   Χριστολογία. Ἡ θέση τοῦ Φλωρόφσκυ. 39  
2.   Πνευµατολογία. Ἡ θέση τοῦ Φλωρόφσκυ 42  
3.   Ἡ Διδασκαλία τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ γιὰ τὴν Ἐκκλησία 47  
α) Τί εἶναι Ἐκκλησία; 47  
β) Ἡ Καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας 55  
γ) Τὰ Ὅρια τῆς Ἐκκλησίας 58

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ
ΚΑΙ Η ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΗΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ Π.Σ.Ε.
ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 69  
1.   Ἡ συµµετοχὴ τῶν Ὀρθοδοξων στὸ Π.Σ.Ε. Ὁ ρόλος τοῦ Φλωρόφσκυ 74  
2.   Ἡ Δῆλωση τοῦ Τορόντο 85  
3.   Ἡ Ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν κατὰ τὸν π. Γεῶργιο Φλωρόφσκυ 91  
α. Θεωρία Κοινοῦ Παρονοµαστὴ 102  
β. Ἡ Ἀληθινὴ Ἐκκλησία καὶ οἱ Χωρισµένοι 103  
4.   Ἡ προτεραιότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας ἔναντι τῆς κοινωνικῆς
προβληµατικῆς στὸν π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ. 107  
ΣΥΝΟΨΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 117  
ΠΗΓΕΣ 120  
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 121  
α. Ἑλληνόγλωσση 121  
β. Ξενόγλωσση 126  

10
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
Β΄ Π.Π. Δεύτερος Παγκόσµιος Πόλεµος
B΄ Γ.Σ. Δεύτερη Γενικὴ Συνέλευση
Γ΄ Γ.Σ. Τρίτη Γενικὴ Συνέλευση
Δ΄ Γ.Σ. Τέταρτη Γενικὴ Συνέλευση
Γ.Γ. Γενικὸς Γραµµατέας
Γ.Γρ. Γενικὴ Γραµµατεία
Γ.Σ. Γενικὴ Συνέλευση
Ε.Ε. Εἰδικὴ Ἐπιτροπὴ
Ε.Ε. Ἐκτελεστικὴ Ἐπιτροπὴ
Ε.Σ.Κ. Ἐπιτροπὴ Συνέχισης τῆς Κίνησης
Η.Π.Α. Ἡνωµένες Πολιτεῖες Ἀµερικῆς
Κ.Ε. Κεντρικὴ Ἐπιτροπὴ
Κ.Δ. Καινὴ Διαθήκη
Μ. Μητροπολίτης
ΟΕΔΒ Ὀργανισµὸς Ἐκδόσεως Διδακτικῶν Βιβλίων
Π.Δ. Παλαιὰ Διαθήκη
Π.Σ.Ε Παγκόσµιο Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν
Ρκαθολικὴ Ρωµαιοκαθολικὴ
Π.Χ.Σ. Παγκόσµιο Χριστιανικὸ Συµβούλιο
ΧΑΝ Χριστιανικὴ Ἀδελφότητα Νέων
PG Patrologia Graeca

11
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
«Ὅποιος µένει ἀπαθὴς ἐνώπιον τῆς ἱστορίας, αὐτὸς ποτὲ δὲν µπορεῖ
νὰ εἶναι καλὸς χριστιανός».2 Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκυ
ἀπηχοῦν τὴν εὐθύνη, ποὺ ἔχουµε γενικὰ ὡς χριστιανοὶ καὶ εἰδικὰ ὡς
ἐπιστήµονες τῆς θεολογίας. Εἶναι γεγονὸς, ὅτι ἡ ἱστορία µὲ εὐθύνη
πάντοτε τῶν πρωταγωνιστῶν της, ἀποδείχτηκε σκληρὴ µὲ τοὺς
χριστιανούς, ἀφοῦ ἐπὶ δεκατρεῖς αἰῶνες δὲν στάθηκαν στὸ ὕψος τῶν
περιστάσεων νὰ κάνουν πράξη τὴν ρήση τοῦ Κυρίου «ἴνα πάντες ἐν
ὦσιν». Μέσα σ’ ἕνα τέτοιο κλίµα, µιὰ ἀχτίδα ἐλπίδας ξεπρόβαλε στὶς
ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα µὲ τὶς πρωτοβουλίες τοῦ Οἰκουµενικοῦ
Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως (ἀναφερόµαστε στὶς ἐγκυκλίους τοῦ
1902, 1904 καὶ 1920). Ἐπὶ τῇ βάσει αὐτῶν τῶν πρωτοβουλιῶν
ἀκολούθησαν συγκεκριµένες ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες εἶχαν ὡς τελικὴ
κατάληξη τὴν ἀνάπτυξη τοῦ οἰκουµενικοῦ ὁραµάτος καὶ τῆς µετεξέλιξής
του στὸ Παγκόσµιο Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν.
Ἕνα ἀπὸ τὰ σηµαντικότερα λοιπὸν γεγονότα, ποὺ χαρακτηρίζουν τὸν
20ο αἰώνα, εἶναι ἡ οἰκουµενικὴ κίνηση, στὴν ὁποία σήµερα συµµετέχουν
ἐνεργὰ (ὄχι πλήρως) ὅλες οἱ χριστιανικὲς Ἐκκλησίες, προκειµένου νὰ
ξεπεράσουν τὶς διαφορὲς τοῦ παρελθόντος καὶ νὰ ἀποκαταστήσουν τὴν
ἑνότητα τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Μὲ σκοπὸ ἀκριβῶς τὴν ἐπίτευξη τῆς
ἑνότητας, προσῆλθαν οἱ ὑπέρµαχοι τοῦ διαλόγου σὲ κοινὸ τόπο, γιὰ νὰ
προωθήσουν τὶς προσπάθειες ἐπίλυσης τῶν αἰτιῶν, ποὺ προκάλεσαν τὸ
χάσµα µεταξὺ τῶν ἐκκλησιῶν.
Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ. Ἐπρόκειτο γιὰ
ἕναν ἐκ τῶν σηµαντικοτέρων ὀρθοδόξων, ποὺ ἔκαναν πράξη τὴν

2
Βλ. π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Ἡ πορεία τῆς Ρωσικῆς Θεολογίας, Θεολογία, ἀλήθεια καὶ ζωή.
Πνευµατικόν Συµποσίον, ἐκδόσεις Ἀδελφότης Θεολόγων Ἡ «Ζωή», Ἀθῆναι 1962, σελ. 29. Πρβλ. π.
Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέµατα Ἐκκλησιατικὴς Ἱστορίας, µτφρ. Παναγιώτη Κ. Πάλλη, ἐκδόσεις
Παναγιώτη Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1979, σελ. 225. Στὸ βιβλίο του αὐτὸ ὁ π. Γεώργιος
χρησιµοποιεῖ µιὰ ἠπιότερη ἐννοιολογικὰ φορτισµένη ἔκφραση.

12
προσευχὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας «ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων
ἑνώσεως». Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ οἰκουµενικὸ ἄνοιγµα ὁ π. Γεώργιος
παρέµεινε πιστὸς στὴν δογµατικὴ καὶ ἐκκλησιολογικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς
ἀρχαίας ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας, ἐπιδεικνύοντας ἀπαράµιλλο ζῆλο γιὰ τὴν
προώθηση τῶν διαχριστιανικῶν ζητηµάτων στὰ πλαίσια τοῦ Π.Σ.Ε. Καὶ
πάντοτε, κάθε προσπάθεια, κάθε ἐνέργεια στηριζόταν στὴν Πατερικὴ
Διδασκαλία. Ὄχι ὅµως µέσα ἀπὸ τὴν στείρα ἀναδιατύπωση καὶ
ἀνακύκλωση τοῦ καθόλου ἔργου, ἀλλὰ µέσα ἀπὸ µιὰ δηµιουργικὴ «νέο –
πατερικὴ» σύνθεση ἰδωµένα ὑπὸ τὸ πρίσµα τῶν συνθηκῶν τῆς σύγχρονης
ἐποχῆς.
Στὴν λογικὴ αὐτὴ παρακολούθησαµε ἐπὶ σχεδὸν τρεῖς δεκαετίες τὸν π.
Γεώργιο νὰ µεγαλουργεῖ, καὶ νὰ θέτει νέους ὅρους στὴν προσπάθεια
προώθησης τῶν ἐκκλησιῶν. Πολλοὶ θὰ ἀναρωτηθοῦν: «πῶς γίνεται ἕνας
µόνο ἄνθρωπος νὰ χαράσει ἀνεξίτηλα µὲ τὴν σφραγίδα του τὰ
οἰκουµενικὰ πράγµατα»; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή, ἂν ἀναλογιστοῦµε τὴν
διορατικότητα ποὺ χαρακτήριζε τὸν µεγάλο ρῶσο Πατέρα τὴς
Ἐκκλησίας. Ὅσο κι ἂν κάτι τέτοιο φαντάζει πλεονασµός, ὁ Φλωρόφσκυ
ἀγωνίστηκε µὲ πάθος νὰ λυθοῦν τὰ ἐκκλησιολογικὰ ζητήµατα ἐντὸς τοῦ
Π.Σ.Ε. πολὺ πρὶν ἡ ἐπίσηµη ἡγεσία αὐτοῦ τὰ προωθήσει. Γι’ αὐτὸ καὶ
παρὰ τὶς κατηγορίες ποὺ δέχθηκε, ὅπως ἄλλωστε καὶ πολλοὶ ἄλλοι
ὁραµατιστὲς καὶ πρωτοπόροι τῆς οἰκουµενικῆς κινήσεως, ὅτι δῆθεν
τάσσεται ὑπὲρ τῆς «αἵρεσης τοῦ οἰκουµενισµοῦ», ὅπως χαρακτηριστικὰ
τὴν ὀνοµάζουν, δὲν µετακινήθηκε οὔτε κατ’ ἐλάχιστο ἀπὸ τὶς ἐπίσηµες
δογµατικές, ἐκκλησιολογικὲς καὶ θεολογικὲς διδασκαλίες τῆς Ἀνατολικῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Γι’ αὐτὸ εἶναι ὑποχρέωσή µας νὰ ἀναδείξουµε αὐτὴν τὴν πλευρὰ τοῦ
ἔργου του, καταγράφοντας τὶς καίριες θέσεις πάνω στὰ δογµατικὰ θέµατα
τῆς ἐκκλησιολογίας, ἀλλὰ καὶ τῆς προσπάθειάς του νὰ ὑπάρξει µιὰ
ἀληθινὴ προσέγγιση τῶν ἐκκλησιῶν, πάντοτε ὅµως ἐπὶ τῇ βάσει τῆς

13
Ἀλήθειας, ποὺ χαρακτήριζε τὴν κοινὴ πορεία τῶν ἐκκλησιῶν, ὡς Μία,
Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.

14
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Η ΖΩΗ ΤΟΥ π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ
ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΣΤΗΝ
ΕΝΕΡΓΟ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΣΤΟ Π.Σ.Ε.
1. Ρωσία 1893 – 1920
Ὁ Γεώργιος Βασίλιεβιτς Φλωρόφσκυ γεννήθηκε τὸ 1893, Αὐγούστου 28,3
στὴν Ἐλισάβετ – γκράντ, µιὰ πόλη κοντὰ στὴν Ὀδησσὸ τῆς αὐτοκρατορικῆς
Νότιας Ρωσίας (σηµερινὴ Οὐκρανία). Γόνος φιλοµαθοῦς καὶ θρησκευοµένης
(ἐπουδενὶ θρησκόληπτης) οἰκογενείας ὁ Γεώργιος µυήθηκε στὸν κόσµο τῶν
γραµµάτων καὶ τῆς ἐπιστήµης ἀπὸ τοὺς γονεῖς του πολὺ νωρίς, οἱ ὁποῖοι καὶ
σαφῶς τοῦ κληροδότησαν τὴν ἐπιθυµία γιὰ τὴν ἀναζήτηση καὶ τὴν κατανόηση
τῆς «ἀλήθειας».4
Ἔχοντας πάρει τὸ ὄνοµα τοῦ παπποῦ του Γεωργίου Ποπρονζένκο, ὁ
µικρὸς Γεώργιος φοίτησε στὸ κλασικὸ Γυµνάσιο Ὀδησσοὺ σὲ µιὰ ἐποχὴ
ἰδιαίτερης εὐηµερίας γιὰ τὴν οἰκογένειά του εἰδικότερα, καὶ τὴν εὐρύτερη
περιοχὴ τῆς Νοτίου Ρωσίας γενικότερα. Ἐπρόκειτο γιὰ µία ἐκ τῶν
σηµαντικοτέρων πόλεων τῆς Ρωσικῆς Αὐτοκρατορίας µὲ πλούσιο βιοµηχανικὸ
ὑπόβαθρο καὶ πολυπολιτισµικὴ σύνθεση στὸ πληθυσµό της.5 Ὅµως δὲν ὑπῆρχε
µονάχα οἰκονοµική, ἀλλὰ καὶ ἀξιόλογη πνευµατικὴ ἄνθηση, ἡ ὁποία ἐπηρέασε
σαφέστατα τὸν Φλωρόφσκυ, ἀφοῦ µέσα σ’ αὐτὸν τὸν «ὀργασµὸ» τῆς ἄνθισης
τῶν γραµµάτων, κατόρθωσε νὰ εἶναι ἰδιαίτερα δραστήριος λαµβάνοντας
πολλὲς καὶ σηµαντικὲς διακρίσεις.6 Χαρακτηριστικὸ τῆς ἀξιόλογης
δραστηριότητάς του ἀποτελεῖ τὸ γεγονός, ὅτι ἂν καὶ µόλις δεκαέξι χρόνων
δηµοσίευσε τὴν πρώτη ἀκαδηµαϊκὴ ἐργασία του.7 Τὸ 1911 θὰ ἀποφοιτήσει ἀπὸ
τὸ Γυµνάσιο καὶ θὰ ἐγγραφεῖ στὸ Πανεπιστήµιο τῆς Ὀδησσοῦ γιὰ νὰ λάβει τὸ
πτυχίο τῆς κλασικῆς φιλολογίας καὶ φιλοσοφίας. Ὁ π. Γεώργιος ἡ ἀλήθεια

3
Σύµφωνα µὲ τὸ Γεωργιανὸ Ἡµερολόγιο εἶναι γεννηµένος στὶς 9 ἢ 10 Σεπτεµβρίου. Βλ. σχετικὰ
George H. Williams, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Εἰσαγωγὴ στὴ σκέψη του, µτφρ. Θανάση
Παπαθανασίου, ἐκδόσεις Παρουσία, Ἀθήνα 1989, σελ. 33.
4
Ὁ πατέρας τοῦ Φλωρόφσκυ, π. Βασίλειος ἦταν ἀπόφοιτος τοῦ Σεµιναρίου τοῦ Νόβγκοροντ καὶ τῆς
Θεολογικῆς Ἀκαδηµίας Μόσχας. Ὑπηρέτησε στὴν ἐκπαίδευση ὡς καθηγητὴς καὶ διευθυντής. Ἐν
συνεχεία ἔγινε Πρύτανης τοῦ Θεολογικοῦ Σεµιναρίου Ὀδησσοῦ. Τὸ 1883 χειροτονήθηκε ἱερέας. Ἡ
µητέρα του Κλαυδία Ποπρονζένκο (Popronzhenko), προέρχονταν ἀπὸ µορφωµένη οἰκογένεια ἱερέων
καὶ καθηγητῶν. Τὰ ἀδέρφια του ἦταν ἐπίσης µορφωµένα µὲ ἀξιόλογες σπουδές. Ἀναλυτικότερα βλ.
George H. Williams, ὅπ. παρ. σελ. 33 κ.ε. Βλ. ἐπίσης Andrew Blane, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: Ἡ ζωὴ
καὶ τὸ ἔργο ἑνὸς µεγάλου θεολόγου, µτφρ. Ἑλένη Ταµαρέση – Παπαθανασίου, Ἐκδόσεις Ἐν Πλῶ,
Ἀθήνα 2010, σελ. 22 κ.ε..
5
Βλ. σχετικὰ καὶ γιὰ τὰ παρακάτω, Andrew Blane, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ:Ἡ ζωὴ, ὅπ. παρ., σελ. 16.
6
Βλ. σχετικὰ καὶ γιὰ τὰ παρακάτω, George H. Williams, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Εἰσαγωγὴ, ὅπ. παρ.,
σελ. 34.
7
Βλ. σχετικὰ Andrew Blane, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ:Ἡ ζωὴ, ὅπ. παρ., σελ. 30.

16
εἶναι πὼς ἐπεδίωξε – µετὰ καὶ ἀπὸ παρότρυνση τῶν καθηγητῶν του – νὰ
ἐµβαθύνει στοὺς τοµεῖς τῆς Ἱστορίας καὶ τῆς Φιλοσοφίας καὶ νὰ ἀσχοληθεῖ
ἐνεργὰ µὲ τὴν διδασκαλία τῆς δεύτερης. Ἡ παρουσία του στὸ πανεπιστήµιο
ἔγινε αἰσθητὴ, καὶ τὰ χρόνια ἐκεῖ ἦταν ἐξόχως ἐποικοδοµητικά, ἀφοῦ
συνέγραψε ἀρκετὰ ἐπιστηµονικὰ συγγράµµατα καὶ δοκίµια. Χαρακτηριστικὸ
τῆς φιλοµαθείας τοῦ Γεωργίου ἀποτελεῖ τὸ γεγονὸς, ὅτι παράλληλα µὲ τὶς
σπουδές του ἄρχισε νὰ µελετᾶ τὴν θεολογικὴ ἐπιστήµη µόνος του,
προσεγγίζοντάς την ἀρχικὰ ἱστορικά. Ἡ πορεία ὡστόσο τῆς οἰκογένειας τῶν
Φλωρόφσκυ στὴν Ρωσία θὰ τερµατιστεῖ, λόγω τῆς Ὀκτωβριανῆς
Ἐπανάστασης.

2. Εὐρώπη 1920 – 1948


α) Σόφια
Μέχρι τὸ 1920 παρέµεινε ἡ οἰκογένεια Φλωρόφσκυ στὴν Ρωσία, ἀφοῦ
ἐξαιτίας τοῦ ἐµφυλίου πολέµου, ποὺ σηµειωτέον ἔφτανε στὸ τέλος του,
κατέφυγαν στὴν Βουλγαρία καὶ δὴ στὴ Σόφια.8 Ἡ παρουσία τοῦ Γεωργίου
στὴν Βουλγαρία σηµαδεύτηκε ἀπὸ τὴν συµµετοχή του στὴν «Εὐρασιατικὴ»9
ὁµάδα ποὺ συγκροτήθηκε ἐκεῖ, ἂν καὶ σὲ ἀντίθεση µὲ τὰ ὑπόλοιπα µέλη τῆς
ὁµάδας ὁ ἴδιος προέβαλε τὴν Βυζαντινοχριστιανικὴ πλεύση της. Ἡ παραµονὴ
τοῦ πατρὸς Γεωργίου στὴν Σόφια ἦταν βραχύβια καὶ διήρκησε κάτι
περισσότερο ἀπὸ ἕνα ἔτος.

β) Πράγα
Τὸν Δεκέµβριο τοῦ 1921 ἀναχωρεῖ γιὰ τὴν Πράγα, γιὰ νὰ ἐνταχθεῖ σὲ µιὰ
µεγάλη παροικία ξένων διανοουµένων, ποὺ φιλοξενοῦνταν ἐκεῖ ὑπὸ τὴν αἰγίδα

8
Νὰ σηµειώσουµε ὅτι ἡ οἰκογένεια Φλωρόφσκυ ἀνῆκε σὲ µιὰ εὐρύτερη ὁµάδα ἐπιστηµόνων καὶ
διανοουµένων ποὺ ἐγκατέλειψαν τὴν Ρωσία εἴτε οἰκειοθελῶς, εἴτε ἑξαναγκαστικῶς. Φυσικὰ δὲν πρέπει
νὰ παραλείψουµε τὸ γεγονὸς ὅτι ὑπῆρξαν πολλοὶ ρῶσοι, ποὺ παρέµειναν καὶ ἀγωνίστηκαν τόσο
θεολογικὰ ὅσο καὶ ἐπιστηµονικά. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουµε τὸν Ἅγιο Λουκᾶ Συµφερουπόλεως –
Κριµαία καὶ τὸν Ivan Petrovich Pavlov. Βλ. σχετικὰ Ἀρχιµανδρίτη Νεκταρίου Ἀντωνοπούλου, L'
Archeveque Lucas Voino – Yasenteski, saint prelat et chirugien 1877 – 1961, ἑλληνικὸς τίτλος
Ἀρχιεπίσκοπος Λουκᾶς: Ἀρχιεπίσκοπος Λουκᾶς Βόινο - Γιασενέτσκι, ἕνας ἅγιος ποιµένας καὶ γιατρὸς
χειρουργὸς 1877 – 1961, µτφρ. Ξανθάκη Μαρία, ἐκδόσεις Δοµὴ – Ἀρχονταρίκι, Ἀθήνα 2010.
Ἀναλυτικότερα γιὰ τὸν Pavlov βλ. στὸ http://en.wikipedia.org/wiki/Ivan_Pavlov.
9
Βλ. σχετικὰ George H. Williams, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Εἰσαγωγὴ, ὅπ. παρ., σελ. 36 κ.ε.

17
τοῦ Προέδρου τῆς ἑνωµένης τότε Τσεχοσλοβακίας Tomas Garrigue Masaryk,10
ὁ ὁποῖος ὄντας καὶ ὁ ἴδιος ἔνθερµος ὑποστηρικτὴς τῆς διανόησης, ἐπεδίωξε νὰ
ἐκµεταλλευτεῖ τὸ κύµα τῶν ἐπιστηµόνων, ποὺ ἐγκατέλειπε τὴν Ρωσία
στηρίζοντας τὴν ὁµαλὴ ἐγκατάστασή τους στὴ χώρα του. Στὴν Πράγα ὁ
Φλωρόφσκυ θὰ ξαναδουλέψει τὴν διατριβή του µὲ θέµα «Ἡ Ἱστορικὴ
Φιλοσοφία τοῦ Χέρτσεν», τὴν ὁποία ὑποστήριξε στὶς 9 Ἰουνίου 1923 µέσα σὲ
µεγαλοπρεπὲς κλίµα, θὰ ἀποκτήσει δὲ τὸν τίτλο Philosophiae Magister (Master
of Philosophy11) καὶ θὰ διδάξει Φιλοσοφία τοῦ Δικαίου τῆς Ρωσικῆς Νοµικῆς
Σχολῆς, στὸ Ρωσικὸ Πανεπιστηµιακὸ Κέντρο τῆς Πράγας ἀπὸ τὸ 1922 ἕως τὸ
1926. Παράλληλα ἑτοίµασε καὶ δηµοσίευσε µιὰ σειρὰ ἀπὸ ἄρθρα,
σηµαντικότερα ἐκ τῶν ὁποίων θεωροῦµε δύο, ποὺ ἁπλῶς παραθέτουµε µὲ τὸν
τίτλο τοὺς, διότι ἡ φύση τῆς παρούσας ἐργασίας δὲν µᾶς ἐπιτρέπει νὰ
ἐµβαθύνουµε σὲ αὐτὰ ἐν προκειµένω. Τὰ δύο ἄρθρα τοῦ Φλωρόφσκυ ἦταν: 1.
«Οἱ βάσεις τοῦ Λογικοῦ Ρελατιβισµοῦ»12 καὶ 2. «Μεταφυσικὲς προϋποθέσεις τοῦ
Οὐτοπισµοῦ»,13 δηµοσιευµένες τὸ 1924 (Πράγα) καὶ 1929 (Παρίσι) ἀντίστοιχα.
Στὴν Πράγα θὰ νυµφευθεῖ τὴν Ξένια Ἰβάνοβνα Σιµόνοβα, τὴν ὁποία εἶχε
γνωρίσει κατὰ τὴν παραµονή του στὴν Σόφια, καὶ ἡ ὁποία φυσικὰ θὰ γινόταν ἡ
διὰ βίου σύντροφός του, χωρὶς ὡστόσο νὰ ἀποκτήσουν ἀπογόνους. Ἡ σύζυγός
του προερχόµενη καὶ αὐτὴ ἀπὸ φιλοµαθῆ οἰκογένεια (ὁ πατέρας της Ι. Ι.
Σιµόνοφ ἦταν καθηγητὴς στὸ Βίµποργκ τῆς Φινλανδίας), πέραν τοῦ ὅτι
καθόρισε σὲ σηµαντικὸ βαθµὸ τὴν µετέπειτα προσωπικὴ καὶ ἐπαγγελµατικὴ
πορεία τοῦ Φλωρόφσκυ, ὑπῆρξε καὶ ἡ αὐστηρότερη µὰ συνάµα καὶ
σηµαντικότερη κριτικὸς τοῦ ἔργου του. Ἃς µὴν ξεχνᾶµε ὅτι διέθετε ὅλα τα
ἐχέγγυα νὰ προβεῖ σὲ κριτικὴ πρὸς τὸν σύντροφό της, ἀφοῦ εἶχε ἀποκτήσει
ὑψηλοῦ ἐπιπέδου πανεπιστηµιακὴ µόρφωση στὸ Bestuzhevskie Kursy τῆς
Ἁγίας Πετρούπολης.

10
Γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ βλ. στὸ http://en.wikipedia.org/wiki/TomC3Garrigue_Masaryk.
11
Βλ. τὴν ἐπεξήγηση ποὺ δίνεται στὸ πλέον ἐπιστηµονικὰ ἀποδεκτὸ WikiPedia, The free encyclopedia,
στὸ http://www.wikicu.com/Summa_cum_laude. Γιὰ τὴν διαδικασία καὶ τὴν ὑποστήριξη τῆς διατριβῆς
δίνονται πολλὰ καὶ σηµαντικὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὸν Andrew Blane στὸ βιογραφικοῦ περιεχοµένου βιβλίο
γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ π. Γεωργίου, βλ. σχετικὰ Andrew Blane, ὅπ. παρ., σελ. 65 κ.ε.
12
Βλ. σχετικὰ George H. Williams, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Εἰσαγωγὴ, ὅπ. παρ., σελ. 46.
13
Βλ. σχετικὰ George H. Williams, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Εἰσαγωγὴ, ὅπ. παρ., σελ. 46.

18
Ἡ περίοδος µεταξὺ τῆς ἐξόδου ἀπὸ τὴν Ὀδησσὸ µέχρι τὴν ἐγκατάσταση
στὸ Παρίσι, ἂν καὶ µικρὴ σὲ διάρκεια, ἦταν ἰδιαιτέρως σηµαντικὴ καθὼς
ἔδωσε στὸν Φλωρόφσκυ τὴν δυνατότητα νὰ ἔρθει σὲ ἐπαφὴ µὲ πολλοὺς καὶ
σπουδαίους διανοουµένους, ἐπιστήµονες καὶ θεολόγους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καὶ
ἔντονο τὸ θρησκευτικὸ στοιχεῖο στὴν ζωή τους, ὅπως τὸν π. Σ. Μπουλγκάκοφ,
τὸν Ν. Λόσκυ, τὸν Β. Λόσκυ κ.α.14 Καὶ παρὰ τὸ γεγονός, ὅτι ἀρχικὰ
θεωροῦσαν τὴν παραµονή τους – ὅπως καὶ κάθε πρόσφυγας ἄλλωστε – στὴν
διασπορὰ προσωρινή, ἄρχισαν νὰ συνειδητοποιοῦν, πὼς ὅλη αὐτὴ ἡ Παράδοση
(ἐκκλησιαστικὴ καὶ µὴ) θὰ ἔπρεπε νὰ διασφαλιστεῖ, καὶ νὰ ἐξασφαλιστεῖ ἡ
παράδοσή της στὶς ἑπόµενες γενεές. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔγιναν προσπάθειες νὰ
δηµιουργηθεῖ ἕνα ἐκπαιδευτικὸ – πνευµατικὸ κέντρο, ποὺ θὰ παρεῖχε ὅλα τα
ἀπαιτούµενα ἐχέγγυα γιὰ τὴν ἀποστολὴ αὐτή.
Ἔτσι λοιπὸν µὲ πρωτοβουλία τοῦ Μητροπολίτη Εὐλογίου καὶ µὲ τὴν
στήριξη – τόσο οἰκονοµικά, ὅσο καὶ ἠθικὰ – τοῦ ἡγετικοῦ στελέχους τῆς
Χ.Α.Ν., τοῦ John Raleigh Mott,15 ἔπειτα καὶ ἀπὸ συναντήσεις µὲ Ρώσους
θεολόγους, ὅπως οἱ Φλωρόφσκυ, Μπουλγκάκοφ κ.α., ἀποφασίστηκε νὰ ἱδρυθεῖ
µία θεολογικὴ σχολὴ πανεπιστηµιακοῦ ἐπιπέδου, ὅπως ὁµολογεῖ ὁ ἴδιος ὁ
Μητροπολίτης Εὐλόγιος, ἀφοῦ ἡ ἐπαφή του µὲ τὴν ἐλὶτ τῆς ρωσικῆς
διασπορᾶς τὸν ἔπεισε νὰ «ἀποφασίσει ὑπὲρ µιᾶς θεολογικῆς σχολῆς
πανεπιστηµιακοῦ ἐπιπέδου».16 Ἕδρα αὐτοῦ τοῦ νέου ἐγχειρήµατος ὑπῆρξε ἡ
πόλη τῶν Παρισίων, ὅπου διέµενε ὁ Μητροπολίτης Εὐλόγιος καὶ στὶς 30
Ἀπριλίου τοῦ 1925 ἱδρύθηκε τὸ Ἰνστιτοῦτο Ὀρθοδόξου Θεολογίας τοῦ
Παρισιοῦ,17 γνωστότερο στὸν πολὺ κόσµο ὡς Ἰνστιτοῦτο Ἁγίου Σεργίου, ἀφοῦ
ἦταν ἀφιερωµένο στὸν Ἅγιο Σέργιο τοῦ Ραντονέζ.18 Ὁ Φλωρόφσκυ δίδαξε
στὸν Ἅγιο Σέργιο ὡς καθηγητὴς Πατρολογίας ἀπὸ τὸν δεύτερο χρόνο τῆς
14
Βλ. σχετικὰ Matthew Baker – Νικολάου Ἀσπρούλη, «π. Γεώργιος Φλωρόφσκι (1893 – 1979). Ἕνα
σύντοµο βίο – ἐργογραφικὸ σηµείωµα», Θεολογία, Τόµος 81, 4 (2010), 7 – 19.
15
Γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ βλ. στὸ http://en.wikipedia.org/wiki/John_Mott.
16
Βλ. σχετικὰ Andrew Blane, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ:Ἡ ζωὴ, ὅπ. παρ., σελ. 71
17
Γιὰ τὸ Ἰνστιτοῦτο Ὀρθοδόξου Θεολογίας τοῦ Παρισιοῦ βλ. σχετικὰ στὸ http://www.saint-serge.net/,
καθὼς ἐπίσης καὶ στὸ http://en.wikipedia.org/wiki/St._Sergius_Orthodox_Theological_Institute.
18
Ὁ Ἅγιος Σέργιος τοῦ Radonezh (Ρωσικά: Сергий Радонежский, Sergii Radonezhsky), ἐπίσης
καλεῖται ὡς Σεργκέι Radonezhsky ἢ Serge τῆς Radonezh, ἦταν πνευµατικὸς ἡγέτης καὶ ἀναµορφωτὴς
τῆς µοναστικῆς ζωῆς στὴ µεσαιωνικὴ Ρωσία. Μαζὶ µὲ τὸν Ἅγιο Σεραφεὶµ τοῦ Σάρωφ, εἶναι ἕνας ἀπὸ
τοὺς πιὸ σεβαστοὺς καὶ τιµηµένους ἁγίους τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἀναλυτικότερα βλ.
στὸ http://en.wikipedia.org/wiki/Sergius_of_Radonezh.

19
λειτουργίας τοῦ Ὀρθοδόξου αὐτοῦ Θεολογικοῦ Κέντρου. Ἡ ἐνασχόλησή του
πάντως µὲ τὴν Πατερικὴ Γραµµατεία ὑπῆρξε ἀποτέλεσµα τῆς παρότρυνσης
πρὸς αὐτόν, σε µεγάλο ἢ µικρότερο βαθµό, ἀπὸ ἕναν ἄλλο σπουδαῖο Ρῶσο
ἱερέα καὶ Θεολόγο, τὸν πατέρα Σεργκέϊ Ν. Μπουλγκάκοφ, ὁ ὁποῖος ἀνῆκε στὸ
µόνιµο προσωπικὸ τοῦ Ἁγίου Σεργίου, µὲ ἀποτέλεσµα λίγα χρόνια ἀργότερα ὁ
ἴδιος ὁ π. Γεώργιος νὰ ὁµολογήσει ὅτι «ἀνακάλυψα πὼς (ἡ πατερικὴ
γραµµατεία ἐννοεῖται) ἦταν ἡ ἀληθινή µου κλήση».19
Ἡ ἐνασχόληση τοῦ Φλωρόφσκυ µὲ τὴν Πατερικὴ διδαχὴ καὶ ἡ ἐµβάθυνση
ὑψηλοῦ ἐπιπέδου, ποὺ πέτυχε σὲ αὐτὸν τὸν τοµέα ἀποτέλεσε σηµεῖο ἀναφορᾶς
γιὰ τὴν διδασκαλία του, ἀφοῦ θὰ καθορίσει καὶ τὸν χῶρο, ὅπου θὰ
µεγαλουργήσει, τόσο οἰκουµενικά, ὅσο καὶ ἀποκλειστικὰ Ὀρθόδοξα. Ὁ
Andrew Blane θὰ σηµειώσει ἐπ’ αὐτοῦ: «ἡ πατερικὴ σκέψη ἔγινε ἀπὸ τότε τὸ
πνευµατικό του σπίτι – ἡ βάση τῆς κοσµοθεωρίας του, ὁ γνώµονας µὲ τὸν
ὁποῖο ἔκρινε καὶ ἔβρισκε τὴν πορεία τῆς ρωσικῆς θρησκευτικῆς σκέψης νὰ
ὑστερεῖ, ἡ πύλη εἰσόδου στὴν ἐκ νέου κατανόηση τῶν θρησκευτικῶν
πολιτισµῶν τῆς Ἑλλάδας καὶ τῆς Ἀγγλίας, καὶ πηγὴ τῆς συµβολῆς του καὶ τῆς
κριτικῆς ποὺ ἄσκησε στὴν Οἰκουµενικὴ Κίνηση».20

γ) Παρίσι (1926 – 1939)


Οἱ Φλωρόφσκυ στὸ Παρίσι ἐγκαταστάθηκαν τὸν Σεπτέµβριο τοῦ 1926,
ὁπότε καὶ ἄνοιγε µιὰ νέα δηµιουργικὴ σελίδα στὴν ζωή τους. Ἡ εἰρωνεία στὴν
ἱστορικὴ πορεία τοῦ πατρὸς Γεωργίου, ἀρχικὰ µαζὶ µὲ τὴν οἰκογένειά του καὶ
ἐν συνεχεία µὲ τὴν σύζυγό του, ἀποτελεῖ ὅτι ἕνας πόλεµος θὰ τὸν ἀνάγκαζε νὰ
ἀλλάξει καὶ πάλι τόπο διαµονῆς. Ἔτσι λοιπὸν ἡ παραµονή του στὴν πόλη τοῦ
Φωτὸς θὰ διακοπεῖ ἐξαιτίας τοῦ πολέµου, ποὺ θὰ ἰσοπέδωνε γιὰ ἄλλη µιὰ φορὰ
τὴν Γηραιὰ Ἤπειρο (1939).

19
Ὅπως χαρακτηριστικὰ ἐπισηµαίνει καὶ ἐπεξηγεῖ ὁ Blane, ὁ π. Γεώργιος ἀναγνώριζε στὸν π.
Μπουλγκάκοφ τὴν προσπάθειά του νὰ τὸν κατευθύνει πρὸς τὴν Πατερικὴ ἔρευνα, παρὰ νὰ τὸν µυήσει,
ἀφοῦ ὅπως ὁµολογεῖ ὁ ἴδιος ὁ π. Γεώργιος εἶχε ἀρχίσει πολὺ νωρίτερα νὰ µελετᾶ τὶς διδασκαλίες τῶν
Πατέρων. Βλ. σχετικὰ Andrew Blane, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ:Ἡ ζωὴ, ὅπ. παρ., σελ. 340,
ὑποσηµείωση 31.
20
Βλ. σχετικὰ Andrew Blane, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ:Ἡ ζωὴ, ὅπ. παρ., σελ. 77. Μὲ τὴν Πατερικὴ
Θεολογία καὶ διδασκαλία τοῦ Φλωρόφσκυ θὰ ἀσχοληθοῦµε ἀναλυτικότερα στὴν συνέχεια τῆς
παρούσας ἐργασίας, γι’ αὐτὸ ἐδῶ περιοριζόµαστε σὲ κάποιες ἁπλὲς ἐπισηµάνσεις ποὺ σηµάδεψαν τὴν
πορεία τοῦ µεγάλου θεολόγου τοῦ 20οῦ αἰώνα.

20
Ὁ Φλωρόφσκυ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς παραµονῆς του στὸ Παρίσι θὰ γίνει
ἀποδεκτὸς ἀπὸ τοὺς ἐπιστηµονικοὺς κύκλους καὶ θὰ καθιερωθεῖ ὡς ἕνας ἐκ
τῶν σπουδαιοτέρων στοχαστῶν τῆς Θεολογικῆς Ἐπιστήµης καὶ τῆς
Ὀρθοδοξίας. Σὲ αὐτὴ τὴν ἐξέλιξη σηµαντικὸ ρόλο ἔπαιξε, πέραν τῆς
σπουδαίας, κατὰ γενικὴ ὁµολογία, προσφορᾶς του στὸν Ἅγιο Σέργιο, ἡ
συγγραφικὴ δραστηριότητά του, ποὺ πραγµατικὰ ὑπῆρξε ἰδιαιτέρως
πρωτοποριακὴ καὶ καινοτόµος, καθὼς περιελάµβανε πλῆθος θρησκευτικῶν,
θεολογικῶν καὶ κηρυγµατικῶν κειµένων.21 Καὶ ὅλα αὐτὰ πάντοτε ἰδωµένα ὑπὸ
τὸ ἱστορικὸ πρίσµα, ποὺ τόσο πολὺ ἐπιθυµοῦσε νὰ χαρακτηρίζει τὶς µελέτες
του. Φυσικὰ δὲν µποροῦµε νὰ παραβλέψουµε τὸ γεγονός, ὅτι εἶχε πρόσβαση σὲ
πλῆθος πηγῶν ἐξαιρετικῶν βιβλιοθηκῶν, πράγµα ποὺ τὸν βοήθησε νὰ παράγει
ὅλον αὐτὸν τὸν συγγραφικὸ πλοῦτο.22
Ἡ παρουσία τοῦ π. Γεωργίου στὸν Ἅγιο Σέργιο χαρακτηρίστηκε ἀπὸ µιὰ
ἀµφίδροµη σχέση προσφορᾶς,23 δηµιουργικῆς ἀναζήτησης, προσέγγισης καὶ
κατανόησης τῶν πολυεπιπέδων δράσεων, ποὺ διέπουν τὴν ὀρθόδοξη σκέψη
καὶ ζωή, καθὼς καὶ τὴν πατερικὴ γραµµατεία, ποὺ τόσο πολὺ ἐκτίµησε καὶ
ἀνέδειξε. Ἂν καὶ ἡ παρουσία του στὸν Ἅγιο Σέργιο εἰδικότερα καὶ τὸ Παρίσι
γενικότερα σηµαδεύτηκε ἀπὸ ἐντάσεις καὶ συγκρούσεις, ὡστόσο ἀποτέλεσε
τὴν πιὸ ἐξαιρετικὴ καὶ παραγωγικὴ περίοδο τῆς δουλειᾶς του, τόσο ὡς
διακονιτὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας (ὡς ἱερέας δηλαδή), ὅσο

21
Μερικὰ ἀπὸ τὰ ἔργα του αὐτῆς τῆς περιόδου εἶναι: Ἀποκάλυψη, φιλοσοφία καὶ θεολογία, τὸ ὁποῖο
στηρίζεται σὲ µιὰ ἐπιστηµονικὴ ἀνακοίνωση ποὺ ἔκανε τὸ 1931 στὸ σεµινάριο τοῦ Karl Barth στὸ
Πανεπιστήµιο τῆς Μπὸν καὶ εἶναι φιλοσοφικοῦ περιεχοµένου. Ἐπίσης τὰ πολὺ σηµαντικὰ ἄρθρα τοῦ
Θεολογικὰ Ἀποσπάσµατα καὶ Τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος στὴν Ἀποκάλυψη, καθὼς καὶ τὰ δύο βιβλία
του Ἀνατολικοὶ Πατέρες τοῦ 4ου αἰώνα καὶ Βυζαντινοὶ Πατέρες ἀπὸ τὸν 5ο ἕως τὸν 8ο αἰώνα. Πολλὰ
ἦταν φυσικὰ καὶ τὰ κηρύγµατά του, ποὺ ἐξεδόθησαν κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ 1930 καὶ ἐνδεικτικὰ
ἀναφέρουµε τὸ Πασχαλινὸ Κήρυγµα, τὸ Ἡ Ἔσχατη Κρίση, κ.α. Βλ. σχετικὰ Andrew Blane, π. Γεώργιος
Φλωρόφσκυ:Ἡ ζωὴ, ὅπ. παρ., σελ. 80 κ.ε., ὅπως ἐπίσης καὶ σελίδα 341 ὑποσηµείωση 34.
22
Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουµε τὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη τῆς Γαλλίας, τὶς Βιβλιοθῆκες τοῦ Καθολικοῦ
Ἰνστιτούτου, τῆς Σορβόννης κ.α. Βλ. σχετικὰ Andrew Blane, π. Γεωργιος Φλωρόφσκυ:Ἡ ζωὴ, ὅπ.
παρ., σελ. 79.
23
Θὰ ὑποπίπταµε σὲ µέγιστο σφάλµα, ἂν δὲν ἀναφέραµε τὸ θεάρεστο ἔργο ποὺ πρόσφερε (ὅπως καὶ
πολλοὶ ἄλλοι, ἂν καὶ ὄχι ἀνάλογο µὲ αὐτὸ τοῦ Φλωρόφσκυ) γιὰ τὸν ἐµπλουτισµὸ τῆς βιβλιοθήκης τοῦ
Ἁγίου Σεργίου. Ἐργάστηκε µὲ ζῆλο καὶ αὐταπάρνηση ξοδεύοντας ἑκατοντάδες ὡρῶν ἀνιδιοτελῶς, γιὰ
νὰ δηµιουργηθεῖ µιὰ βιβλιοθήκη ἐφάµιλλη ἄλλων σπουδαίων πανεπιστηµίων. Καὶ δώδεκα χρόνια
µετὰ τὴν ἔναρξη τῆς λειτουργίας τοῦ Ἁγίου Σεργίου, εἶχε πετύχει τὴν παραγωγὴ ἐξαιρετικοῦ σὲ
ποιότητα καὶ ποσότητα ἔργου τὸ ὁποῖο ἱκανοποιοῦσε ἀκόµη καὶ τὰ ὑψηλὰ «στάνταρς» ποὺ ἔθετε ὁ
Φλωρόφσκυ καὶ ποὺ ξεπερνοῦσαν πολλὲς φορὲς τὴν τελειότητα. Ὁ ἴδιος το 1939 θὰ σηµειώσει «ἡ
βιβλιοθήκη εἶχε γίνει ἀπόλυτα ἱκανοποιητική». Βλ. σχετικὰ Andrew Blane, π. Γεωργιος Φλωρόφσκυ:
Ἡ ζωὴ, ὅπ. παρ., σελ. 78.

21
καὶ ὡς ἐπιστήµονα ἀφοσιωµένου, ἀλλ’ οὐχὶ ἀπορροφηµένου καὶ παγιδευµένου
στὸ κοπιῶδες λειτούργηµά του.
Ὁ Φλωρόφσκυ κατὰ τὴν παραµονή του στὸ Παρίσι ἀνάµεσα στοὺς
πολλοὺς διανοουµένους µὲ τοὺς ὁποίους ἦρθε σὲ ἐπαφή, ἀπέκτησε στενὲς
ἐπαφὲς καὶ µὲ τὸν Μπερντιάεφ· αὐτὲς ἦταν τόσο προσωπικές, ὅσο καὶ καθαρὰ
ἐπαγγελµατικές. Πολλὲς προσπάθειες ἐξάλλου τοῦ Μπερντιάεφ γιὰ τὴν ἄνθιση
τῆς ρωσικῆς ὀρθοδοξίας στὸ Παρίσι ἔβρισκαν σύµφωνο καὶ τὸν ἴδιο.
Χαρακτηριστικὴ ἦταν ἡ σύσταση τῆς Θρησκευτικὸ – Φιλοσοφικῆς Ἀκαδηµίας,
ποὺ ἐγκαινίασε καὶ διηύθυνε ὁ ἴδιος ὁ Μπερντιάεφ στὴ Μόσχα τὸ 1920, ἡ
ὁποία µετὰ τὴν ἐξορία τοῦ 1922 µεταφέρθηκε ἀρχικὰ στὸ Βερολίνο καὶ ἐν
συνεχεία (ὁριστικὰ) στὸ Παρίσι. Κύρια ἀποστολὴ τῆς Ἀκαδηµίας ἦταν ἡ
διεξαγωγὴ δηµοσίων συζητήσεων καὶ διαλέξεων πάνω σε θεολογικὰ καὶ
φιλοσοφικὰ θέµατα. Σὲ αὐτὴν ἐνίοτε συµµετεῖχε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Φλωρόφσκυ,
ὅπως ἐπίσης καὶ στὸ περιοδικὸ «Δρόµος», τὸ ὁποῖο ἱδρύθηκε τὸ 1925 ἀπὸ τὸν
Μπερντιάεφ γιὰ νὰ προωθήσει θρησκευτικὰ καὶ φιλοσοφικὰ δρώµενα.
Ὡστόσο ἡ σηµαντικότερη πρωτοβουλία τοῦ Μπερντιάεφ κατὰ τὸν
Φλωρόφσκυ ἦταν τὸ «κολλόκβιουµ τοῦ Μπερντιάεφ», τὸ ὁποῖο ξεκίνησε τὸ
1926, ὡς χῶρος συνάντησης ἀντιπροσώπων διαφόρων ἐκκλησιῶν, ὅπως τῆς
Ὀρθόδοξης, τῆς Ρκαθολικὴς καὶ τῆς Προτεσταντικῆς,24 γιὰ νὰ συζητήσουν καὶ
νὰ ἀναλύσουν µιὰ ἐργασία, ποὺ ἑτοίµαζε κάθε φορᾶ κάποιος ἀπὸ τοὺς
προσκεκληµένους, ἀφοῦ ἡ συµµετοχὴ σὲ αὐτὴ τὴν µικρὴ ἐλὶτ προϋπέθετε τὴν
ἐπίσηµη πρόσκληση ἀπὸ τὸ «κολλόκβιουµ». Φυσικὰ ἐπρόκειτο γιὰ ἀνεπίσηµες
συναντήσεις δίχως οὐσιαστικὴ βαρύτητα ὅσον ἀφορᾶ τὰ ἐκκλησιολογικὰ καὶ
ἐκκλησιαστικὰ δρώµενα, πάρα µονάχα µὲ ἀκαδηµαϊκὸ καὶ ἐπιστηµονικὸ
ἐνδιαφέρον. Ὅµως δύο χρόνια ἀργότερα τὸ Βατικανὸ ἀκολουθώντας τὴν πάγια
θέση του (µέχρι τὴ Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο) γιὰ µὴ συµµετοχὴ σὲ ἐπίσηµες ἢ
ἀνεπίσηµες οἰκουµενικὲς συζητήσεις ἀπαγόρευσε τὴν περαιτέρω συµµετοχὴ
τῶν Ρκαθολικῶν ποὺ ἔπαιρναν µέρος σὲ αὐτὸ τὸ «κολλόκβιουµ». Ἕνα χρόνο
ὅµως ἀργότερα ξεκίνησαν καὶ πάλι οἱ ἐπαφὲς στὸ σπίτι τοῦ Μπερντιάεφ, αὐτὴ

24
Γιὰ τὰ µέλη τῆς κάθε ἐπιµέρους ἐκκλησίας ποὺ συµµετεῖχε σὲ αὐτὴ τὴν ἐκλεκτικὴ προσπάθεια βλ.
Andrew Blane, π. Γεωργιος Φλωρόφσκυ: Ἡ ζωὴ, ὅπ. παρ., σελ. 86.

22
τὴ φορὰ ὅµως ὄχι µὲ τὴν συµµετοχὴ τῶν Προτεσταντῶν, ἀλλὰ µόνο τῶν
Ὀρθοδόξων καὶ τῶν Ρκαθολικῶν, κάτι ποὺ αὐτοµάτως συνιστοῦσε ἔκπτωση
τῶν συναντήσεων αὐτῶν ἀπὸ τὸ οἰκουµενικὸ πλαίσιο στὸ ἀποκλειστικὰ
διµερὲς καὶ κλειστό τῶν βασικῶν ὁµολογιῶν τῆς Χριστιανοσύνης. Γιὰ τὸ
«κολλόκβιουµ» ὁ Φλωρόφσκυ λίγα χρόνια ἀργότερα θὰ ὁµολογήσει, ὅτι εἶχε
τεράστια προσωπικὴ καὶ πνευµατικὴ σηµασία γι’ αὐτόν, ἀφοῦ ὑπῆρξε ἡ πρώτη
του οὐσιαστικὰ οἰκουµενικὴ ἐµπειρία, ἀποτελώντας συνάµα τὴν βάση καὶ τὴν
πυξίδα γιὰ τὴν ἐνεργὸ συµµετοχὴ καὶ προσφορά του, τόσο στὴν οἰκουµενικὴ
κίνηση ὅσο καὶ στὸ Παγκόσµιο Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν.
Θεωροῦµε ἰδιαιτέρως σηµαντικὸ νὰ ἀναφερθοῦµε ἐν συντοµία στὴν σχέση
τοῦ Φλωρόφσκυ µὲ τὸν Μπερντιάεφ, ἡ ὁποία εἶναι παρεξηγηµένη ἀπὸ
πολλούς. Εἶναι γεγονὸς ὅτι πράγµατι, παρὰ τὴν στενὴ ἐπαφὴ ποὺ εἶχαν οἱ δυό
τους, καθ’ ὅλη τὴν παραµονὴ στὸ Παρίσι, οἱ σχέσεις τους γνώρισαν ἐντάσεις
καὶ ἀρκετὲς φορὲς ἦρθαν σὲ εὐθεία σύγκρουση. Πάντοτε ὅµως στὰ αὐστηρὰ
πλαίσια τοῦ προσωπικοῦ ἔργου, ποὺ ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς σπουδαίους ρώσους
θεολόγους παρουσίαζε. Σὲ αὐτὸ φυσικὰ σηµαντικὸ ρόλο ἔπαιξε καὶ ἡ
διαφορετικὴ πορεία ποὺ ἀκολούθησε ὁ Φλωρόφσκυ ἀπὸ τὸ Μπερντιάεφ, ἀφοῦ
ἄρχισε νὰ περνᾶ πολὺ ἀπὸ τὸν χρόνο του στὴν Ἀγγλία, ἀνοίγοντας νέους
ὁρίζοντες καὶ χτίζοντας νέες στέρεες βάσεις µεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ
Ἀγγλικανισµοῦ. Ὁ Μπερντιάεφ ὅµως ἐπέµεινε στὶς προοπτικές τῶν Παρισίων
γιὰ τὴν προώθηση τῆς θρησκευτικὸ – φιλοσοφικῆς ἀναγέννησης τῆς
ὀρθοδοξίας, παραβλέποντας ὅµως ὅτι κάτι τέτοιο περιόριζε τὶς δυναµικές τοῦ
ἀνοίγµατος πρὸς τὶς ἄλλες ὁµολογίες. Ὁ Μπερντιάεφ µάλιστα δὲν δίστασε νὰ
χαρακτηρίσει τὸν Φλωρόφσκυ ἀδιάλλακτο καὶ ἀµείλικτο· ὡστόσο εκείνος, ποὺ
ἦταν κατὰ περίπου εἴκοσι χρόνια νεότερός του, ἐπεσήµανε ὅτι οἱ σχέσεις τοὺς
ποτὲ δὲν διερράγησαν καὶ παρὰ τὸ γεγονὸς, ὅτι ἐξακολουθοῦσε νὰ θεωρεῖ τὶς
θεωρίες του ἀβάσιµες τὸν χαρακτήριζε ὡς «καλὸν ἄνθρωπο».25
Γόνος θρησκευοµένης οἰκογενείας, ὅπως προαναφέραµε, ὁ Φλωρόφσκυ θὰ
ἦταν ἀδύνατον νὰ µὴν ἐπηρεαστεῖ ἀπὸ τὸ λειτούργηµα τῆς ἱεροσύνης, ποὺ
ἀσκοῦσε ὁ πατέρας του. Ἔτσι λοιπόν, ἀκολουθώντας τὰ χνάρια του, ἐνῶ

25
Βλ. σχετικὰ Andrew Blane, π. Γεωργιος Φλωρόφσκυ: Ἡ ζωὴ, ὅπ. παρ., σελ. 88 κ.ε.

23
διένυε τὸ τεσσαρακοστὸ ἔτος τῆς ἡλικίας του, χειροτονήθηκε τὸ 1932 ἱερέας
ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Εὐλόγιο, σὲ µιὰ περίοδο ὄξυνσης µέσα στοὺς κόλπους
τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας στὴν Εὐρώπη.26 Ὁ ἴδιος θὰ ὁµολογήσει ὅτι «κατὰ
κάποιο τρόπο πάντα γνώριζα ὅτι µιὰ µέρα θὰ γινόµουν ἱερέας. Πίστευα πάντα,
ὅτι ἦταν φυσικὸ ἕνας θεολόγος νὰ εἶναι ἱερέας. Ὁ θεολόγος θέλει νὰ διδάξει νὰ
µεταδώσει ἰδέες. Γιὰ νὰ τὸ κάνει αὐτὸ ἀποτελεσµατικὰ πρέπει νὰ κατέχει µία
θέση στὴν ἐκκλησία, νὰ µὴν εἶναι µόνο ἕνα ἁπλὸ µέλος. Στὴν ἐκκλησία τὸ
ἀκαδηµαϊκὸ κύρος φέρνει σίγουρα καταξίωση. Στὰ νιάτα µου δὲν
προβληµατίστηκα γιὰ τὸ ἂν θὰ γίνω ἢ ὄχι ἱερέας, ἀλλὰ τὸ βλέπω καὶ τὸ
ἑρµηνεύω ἔτσι τώρα, κάνοντας ἀναδροµὴ στὸ παρελθόν».27 Νὰ ἐπισηµάνουµε
δέ, ὅτι ὁ Φλωρόφσκυ ἀπὸ ἀρχῆς τῆς χειροτονίας του ἕως τὸ τέλος τῆς ζωῆς του
βρισκόταν ὑπὸ τὴν δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου.
Ὄντας χειροτονηµένος ξόδευε τὸν χρόνο του µεταξὺ Παρισιοῦ καὶ
Ἀγγλίας, ὅπου πραγµατοποιοῦσε διαρκῶς ταξίδια γιὰ νὰ δηµιουργήσει, ὅπως
προαναφέραµε, γέφυρες µεταξὺ ὀρθοδοξίας καὶ ἀγγλικανισµοῦ. Ἡ διαρκὴς
ἀπουσία τοῦ π. Γεωργίου ἀπὸ τὸ Παρίσι ὀφείλονταν, σύµφωνα µὲ τὸν Andrew
Blane, σὲ µεγάλο βαθµὸ στὴν «ἀντιπαράθεση» ποὺ ἀναπτύχθηκε µεταξύ του
ἰδίου καὶ τοῦ π. Σεργίου Μπουλγκάκοφ, κοσµήτορος τοῦ Ἁγίου Σεργίου καὶ
ἑνὸς ἐκ τῶν ἐπιφανεστέρων, ἂν ὄχι τὸν ἐπιφανέστερο ἐκπρόσωπο τῶν ρώσων
ἐµιγκρέδων.
Ὁ Φλωρόφσκυ γνώρισε τὸν Μπουλγκάκοφ κατὰ τὴν παραµονή τους στὴν
Πράγα καὶ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγµὴ ἀναπτύχθηκε µιὰ φιλικὴ σχέση
ἀλληλοσεβασµοῦ καὶ ἀµοιβαίας ἐκτίµησης. Ἂν καὶ ἐντελῶς διαφορετικῆς
φιλοσοφίας καὶ ἰδιοσυγκρασίας – ἀπὸ τὴν µιὰ ἔχουµε τὸν «βαρὺ» µὲ τὸ
ἐπιβλητικὸ παρουσιαστικὸ Μπουλγκάκοφ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸν ταπεινὸ καὶ
χαµηλῶν τόνων Φλωρόφσκυ – ἡ φιλική τους σχέση δὲν διαταράχθηκε ποτέ·
ἀκόµη καὶ ὅταν ὁ π. Γεώργιος ἐπέκρινε τὶς θέσεις (καὶ ὄχι τὴν διδασκαλία, γι’
αὐτὸ ἄλλωστε κατὰ τὴν γνώµη µας δὲν µποροῦσε νὰ καταδικαστεῖ ὡς

26
Βλ. σχετικὰ George H. Williams, π. Γεωργιος Φλωρόφσκυ, Εἰσαγωγὴ, ὅπ. παρ., σελ. 49.
27
Βλ. σχετικὰ Andrew Blane, π. Γεωργιος Φλωρόφσκυ: Ἡ ζωὴ, ὅπ. πάρ., σελ. 92.

24
αἱρετικὸς) τοῦ ἕτερου καὶ πολὺ ἰσχυροτέρου πόλου, ἐντός του Ἁγίου Σεργίου,
ἡ σχέση τους δὲν χαρακτηρίστηκε ἀπὸ ἐχθρικὲς ἀντιπαραθέσεις.28
Θὰ ἦταν λάθος µας νὰ µὴν ἀναφερθοῦµε στὰ δύο γεγονότα ποὺ
προκάλεσαν ἔνταση µεταξὺ τῶν δύο σπουδαίων ρώσων καθηγητῶν θεολογίας,
ἀφοῦ αὐτὰ ἀποτελοῦν τὸ πρῶτο δεῖγµα γραφῆς ἀπὸ µέρος τοῦ π. Γεωργίου τῆς
διαφωνίας του µὲ πολλοὺς Ρώσους τῆς διασπορᾶς, ποὺ θὰ κορυφωθεῖ µὲ τὴν
ἔκδοση, τὸ 1937, τοῦ ἔργου «Σταθµοὶ τῆς Ρωσικῆς Θεολογίας», τὸ ὁποῖο
ἀποτελεῖ µιὰ δριµεία κριτικὴ (ἕως ἐπικριτικὴ θὰ µπορούσαµε νὰ ἰσχυριστοῦµε)
πρὸς τὴν ρωσικὴ Ὀρθοδοξία.
Ἡ πρώτη λοιπὸν διαφωνία µεταξὺ Φλωρόφσκυ καὶ Μπουλγκάκοφ ἀφορᾶ
τὴν τολµηρὴ πρωτοβουλία τοῦ π. Σεργίου νὰ προτείνει τὸ 1933 ἕνα εἶδος
διακοινωνίας (intercommunion) µεταξὺ τῶν µελῶν τῆς ἀδελφότητας τῶν
Ἁγίων Σεργίου καὶ Ἀλβανοῦ,29 χωρὶς νὰ περιµένουν τὰ µέλη τῆς Ἀδελφότητας
τὶς ἐκκλησίες τους νὰ λάβουν ἐπίσηµες ἀποφάσεις. Ἂν καὶ τολµηρὴ στὴν
διατύπωσή της καὶ κινούµενη σὲ ἕνα οἰκουµενικὸ πλαίσιο πρώιµων κατὰ τὸν
20ο αἰώνα ἐπαφῶν µεταξύ τῶν ἐκκλησιῶν, ἡ πρόταση αὐτὴ ὀφείλουµε νὰ
ὁµολογήσουµε ὅτι ἄγγιζε – ἂν ὄχι ξεπερνοῦσε – τὰ ὅρια τῆς
ἀντικανονικότητας. Ὁ Φλωρόφσκυ µὴ µπορώντας νὰ ἀπαρνηθεῖ τὴν
διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἀντέτεινε πρὸς τὸν Μπουλγκάκοφ ὅτι
«οἱ σχισµατικοὶ ὄφειλαν καὶ εἶχαν ὑποχρέωση καὶ καθῆκον νὰ ὑποβληθοῦν στὸ
µυστήριο τῆς µετανοίας πρὶν τὴν εἴσοδό τους στὴν Ἐκκλησία, γιατί αὐτὴ ἦταν
τὸ οὐσιῶδες τελετουργικὸ γιὰ τὴν ὑποδοχὴ σχισµατικῶν µαζὶ µὲ τὴν
ἱεροσύνη».30

28
Μάλιστα ὁ Ἀλέξανδρος Σµέµαν θὰ ἐπισηµάνει γιὰ τὸν Φλωρόφσκυ ὅτι «εἶχε ἐπιλέξει ὡς
ἀκρογωνιαῖο λίθο τῆς Ὀρθόδοξης ἀναγέννησης ὄχι καµιὰ ἀπὸ τὶς σύγχρονες παραδόσεις τῆς σχολῆς,
ἀλλὰ τὴν Ἱερὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Καλοῦσε σὲ «ἐπιστροφὴ στοὺς Πατέρες», στοὺς Πατέρες
τῆς Παγκόσµιας Ἐκκλησίας – σὲ ἐκεῖνο τὸν «ἱερὸ Ἑλληνισµό», ὁ ὁποῖος στὴν ἔκφρασή του εἶναι µιὰ
αἰώνια καὶ σταθερὴ κατηγορία τῆς ἱστορικῆς Ὀρθοδοξίας. Μὲ ἄλλα λόγια, στὴν προσπάθεια νὰ
ἐπαναξιολογηθεῖ ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ παράδοση στὸ φῶς τῆς σύγχρονης ρωσικῆς ἐµπειρίας, ὁ π.
Γεώργιος ἀντέτεινε σθεναρὰ τὴν ἔκκληση νὰ ἐλέγξουν καὶ νὰ ἐπαναξιολογήσουν τὰ «ρωσικὰ»
ἐπιτεύγµατα στὸ φῶς τῆς «ἑλληνικῆς» κληρονοµιᾶς, ἀπὸ τὴν ὁποία, κατὰ τὴ γνώµη τοῦ Δρ.
Φλωρόφσκυ, «ἡ ρωσικὴ σκέψη ἔχει ἀποκοπεῖ γιὰ πολὺ καιρὸ κάτω ἀπὸ δυτικὲς ἐπιρροές». Βλ.
Andrew Blane, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: Ἡ ζωὴ, ὅπ. παρ., σελ. 104.
29
Γιὰ τὶς Ἀδελφότητες τοῦ Ἁγίου Σεργίου καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀλβανοῦ βλ. ἀναλυτικότερα Andrew Blane,
π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: Ἡ ζωὴ, ὅπ. παρ., σελ. 105 κ.ε.
30
Βλ. Andrew Blane , π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: Ἡ ζωὴ, ὅπ. παρ., σελ. 108.

25
Ὁ π. Σέργιος γνώριζε πολὺ καλὰ, ὅτι ἡ πρότασή του θὰ προκαλοῦσε
ποικίλες ἀντιδράσεις στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ ὁποῖες ἔφτασαν µέχρι
τοῦ σηµείου νὰ κατηγορηθεῖ γιὰ δογµατικὴ αἵρεση· ὄχι βέβαια ἐξαιτίας τῆς
πρότασης του αὐτῆς, ἀλλὰ λόγω µιᾶς µελέτης ἐπάνω στὸ δόγµα τῆς
Ὀρθόδοξης σοφιολογίας. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ θὰ ἀποτελέσει τὴν αἰτία νὰ ἀρθοῦν
οἱ προϋποθέσεις, ποὺ ἐπέτρεπαν τὴν συνύπαρξη τῶν θεολογικῶν θέσεων καὶ
ἀπόψεων δύο πολὺ ἰσχυρῶν προσωπικοτήτων τῆς Ὀρθοδοξίας, τοῦ
Μπουλγκάκοφ δηλαδὴ καὶ τοῦ Φλωρόφσκυ, µέσα σὲ ἕνα περιβάλλον, ποὺ
σέβονταν τὶς διαφορές τους ὡς σηµάδια τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἔκφρασης τοῦ
τεραστίου πνευµατικοῦ πλούτου καθεµιᾶς ἀνθρώπινης προσωπικότητας.
Ἀρχικὰ βέβαια, ὁ Φλωρόφσκυ προσπάθησε νὰ ἀποφύγει τὴν ἐνασχόληση
µὲ αὐτὸ τὸ ζήτηµα λόγω τοῦ σεβασµοῦ καὶ τῆς ἐκτίµησης ποὺ ἔτρεφε, παρὰ τὶς
ὅποιες διαφωνίες, πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Μπουλγκάκοφ, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ
γνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι οἱ Ρῶσοι τοῦ Παρισιοῦ θὰ παρερµήνευαν τὴν ὅποια
στάση του31 ἔναντι τῆς διδασκαλίας µιᾶς προσωπικότητας ἐπιβλητικῆς καὶ
ἀγαπητῆς στὴ ρωσικὴ διασπορὰ, ὅπως ἦταν αὐτὴ τοῦ π. Σεργίου. Ὁ
Φλωρόφσκυ µάλιστα ἐµµένοντας στὴν ἄρνησή του, ἀντέτεινε στὸν
Μητροπολίτη Εὐλόγιο, ποὺ τοῦ πρότεινε νὰ συµµετάσχει στὴν ἐξεταστικὴ
ἐπιτροπὴ γιὰ τὴν κρίση τῶν θέσεων τοῦ Μπουλγκάκοφ: «ἐπιτρέψτε µου νὰ
µείνω µακριὰ ἀπ’ αὐτό. Τὸ ξέρετε ὅτι διαφωνῶ µὲ τὴν διδασκαλία τοῦ
Μπουλγκάκοφ, καὶ µάλιστα πιστεύω, ὅτι ἴσως ἐνέχει καὶ κάποια δισηµία. Δὲν
θὰ τὸ ἔλεγα αἵρεση, ἀλλὰ κάτι τὸ παραπλανητικό […]». Ὡστόσο ὁ
Μητροπολίτης γνωρίζοντας τὸν ἤπιο χαρακτήρα τοῦ Φλωρόφσκυ ἐπέµεινε
στὴν πρόταση καὶ τελικὰ τὸν συµπεριέλαβε στὰ µέλη τῆς ἐξεταστικῆς
ἐπιτροπῆς.
Ὁ π. Γεώργιος βρέθηκε σὲ δύσκολη θέση, ὅπως ἄλλωστε καὶ ὁ
«ἀντίπαλος» Μπουλγκάκοφ, ἀφοῦ ὅλα αὐτὰ προκάλεσαν θλιβερὰ καὶ ἐπώδυνα
αἰσθήµατα σὲ δύο προσωπικότητες, οἱ ὁποῖες ἐπὶ µία δεκαετία εἶχαν

31
Εἶναι ξεκάθαρο, ὅτι ἡ συµµετοχὴ τοῦ Φλωρόφσκυ στὴν ἐπιτροπὴ σήµαινε αὐτοµάτως τὴν ἀρνητική
του κρίση ἔναντι τῶν θέσεων τοῦ Μπουλγκάκοφ καὶ αὐτὸ τὸ γνώριζε καὶ ὁ ἴδιος ἀλλὰ καὶ ὁ
Μητροπολίτης, ποὺ ἐπιθυµοῦσε νὰ κλείσει τὸ ζήτηµα χωρὶς καταδίκη. Ἔτσι λοιπὸν ἂν καὶ ὁ
Φλωρόφσκυ δὲν θὰ ἔκανε πίσω στὶς θέσεις του, αὐτὸ θὰ καθιστοῦσε αὐτοµάτως τὴν ἀπόκριση τῆς
ἐπιτροπῆς ἀντικειµενικὴ χωρὶς ἴχνος µεροληψίας ὑπὲρ τοῦ Μπουλγκάκοφ.

26
κατορθώσει, ὅπως ἐπισηµαίνει ὁ Andrew Blane, νὰ κρατήσουν «τὶς ἔντονα
συγκρουόµενες θεολογικὲς ἀπόψεις τους µακριὰ ἀπὸ ἀνοικτὴ ἢ ἄµεση
σύγκρουση».32 Ἰδιαίτερα ὅµως γιὰ τὸν Φλωρόφσκυ, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνοµα
ἐνεπλάκη µὲ ἀπαίτηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ του προϊσταµένου, τὸ τίµηµα ἦταν
µεγάλο, καθὼς βρέθηκε σὲ µιὰ δίνη ἀντιδράσεων καὶ ὀργῆς ἀπὸ µέρους τῶν
Ρώσων µεταναστῶν. Ἡ ἀντίδραση ἦταν τόσο µεγάλη µάλιστα, ποὺ ἔφτασε
µέχρι τοῦ σηµείου νὰ ὑποχρεωθεῖ σὲ ἕναν οἰκειοθελῆ ἐξοστρακισµό. Κι ὅλα
αὐτὰ ἐπειδὴ, ὡς ἄλλος Ἀριστοτέλης, προτίµησε καὶ ἐπέλεξε, ἂν καὶ δὲν τὸ
ἐπεδίωξε, νὰ θέσει πάνω ἀπὸ τὴν προσωπικὴ φιλία τὴν Ἀλήθεια, γνωρίζοντας,
ὅπως ἄλλωστε καὶ ὁ µεγάλος Σταγειρίτης φιλόσοφος, ὅτι αὐτὸ θὰ τὸν ἔκανε
δυσάρεστο καὶ µισητὸ στὸν κόσµο.33 Πῶς ὅµως θὰ µποροῦσε νὰ
συµπεριφερθεῖ ἕνας ἄνθρωπος σὰν τὸ π. Γεώργιο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀκραία
ἀντικειµενικὸς καὶ πιστὸς στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση καὶ Διδασκαλία;
Τὸ «ἐχθρικὸ» κλίµα, ποὺ εἶχε δηµιουργηθεῖ στὸ Παρίσι, εἰς βάρος τοῦ π.
Γεωργίου Φλωρόφσκυ, ἀνάγκασε τὸν ἴδιο νὰ περνάει τὸ µεγαλύτερο διάστηµα
τοῦ χρόνου ἐκτὸς Παρισίων, γεγονὸς ποὺ καθιστοῦσε τὰ πράγµατα ὁµαλά,
ἀφοῦ ἐξέλιπαν οἱ ἀντιδράσεις πρὸς τὸ πρόσωπό του. Ἡ κατάσταση αὐτὴ
κράτησε µέχρι τὸ 1939, χρονιὰ ποὺ ὁ Φλωρόφσκυ θὰ ἐγκαταλείψει τὸ Παρίσι.
Βάλσαµο παρηγοριᾶς ἀποτελεῖ ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Μπουλγκάκοφ, ποὺ ὑπήρξε ἡ
«πέτρα τοῦ σκανδάλου», δὲν θύµωσε ποτὲ µὲ τὸν Φλωρόφσκυ ἀποδεικνύοντας
τὸ ἦθος, τὴν ἀκαδηµαϊκή του νοοτροπία καὶ ἀνωτερότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν
βαθύτατη ἐκτίµηση, ποὺ ἔτρεφε γιὰ τὴν θεολογικὴ κατάρτιση τοῦ µεγάλου
«ἀντιπάλου» του. Ὁ Μπουλγκάκοφ µάλιστα δὲν δίστασε νὰ προτείνει τὸν
Φλωρόφσκυ, ὡς ἀντικαταστάτη του στὶς συναντήσεις τῆς Ἐπιτροπῆς τῆς
κίνησης «Πίστη καὶ Τάξη», γεγονὸς ποὺ ξεκάθαρα ἀποδεικνύει, ὅτι ὁ

32
Βλ. σχετικὰ Andrew Blane, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: Ἡ ζωὴ, ὅπ. παρ., σελ. 112.
33
Ὁ Φλωρόφσκυ βλέπουµε στὸ σηµεῖο αὐτὸ νὰ συντάσσεται µὲ τὴν θέση τοῦ µεγάλου Σταγειρίτη
φιλοσόφου, τοῦ Ἀριστοτέλη, πὼς ὅταν εἶχε νὰ διαλέξει µεταξὺ φίλων καὶ ἀλήθειας ἔλεγε ὅτι «ὅσιον
προτιµᾶν τὴν ἀλήθειαν». Αὐτὸ ὅµως τὸν ἔκανε δυσάρεστο σὲ πάρα πολὺ κόσµο, γι’ αὐτὸ καὶ εἶχε τόσο
πολὺ λίγους φίλους, ὑπερβολικὰ ὅµως πολλοὺς ἐχθρούς. Δὲν θὰ µποροῦσε βέβαια νὰ εἶναι καὶ
διαφορετικά τα πράγµατα ἀφοῦ πίστευε ἀκράδαντα ὅτι «καὶ τὰ οἰκεῖα ἀναιρεῖν ἐπὶ σωτηρία τῆς
ἀληθείας». Ὁ π. Γεώργιος ἔχοντας σπουδάσει καὶ ἐµβαθύνει στὴν Φιλοσοφία, θεωροῦµε ὅτι εἶναι
ἀδύνατον νὰ µὴν γνώριζε αὐτὲς τὶς θέσεις τοῦ Ἀριστοτέλη, πολλῷ δὲ µάλιστα νὰ µὴν ἐπηρεάστηκε
ἀπὸ αὐτές. Βλ. σχετικὰ Ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ – Φιλοσοφικὸς Λόγος, Γ΄ Τάξη Ἑνιαίου Λυκείου, Ἐπιµέλεια
Δέσποινα Μωραΐτου, Ἔκδοσεις ΟΕΔΒ, Ἀθήνα 2009,8 σέλ. 141.

27
Μπουλγκάκοφ θεωροῦσε τὸν π. Γεώργιο ὡς τὸν µόνο ἱκανὸ καὶ ἄξιο νὰ τὸν
ἀντικαταστήσει. Καὶ φυσικὰ αὐτὴ ἡ πρόταση σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως,
ἀφοῦ πολλοὶ θεώρησαν τὴν κλονισµένη ὑγεία τοῦ Μπουλγκάκοφ τὴν αἰτία νὰ
προτείνει τὸν π. Γεώργιο ὡς ἀντικαταστάτη του.
Τὰ συχνὰ ταξίδια του τὸν ὁδήγησαν καὶ στὴν Ἑλλάδα τὸ 1936, ὅπου
συµµετεῖχε στὸ Α΄ Συνέδριο Ὀρθοδόξων Θεολόγων, τὸ ὁποῖο ἀποτέλεσε
καρπὸ πολύχρονων προσπαθειῶν µεταξύ των Ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν τῶν
Βαλκανίων. Στὸ συγκεκριµένο συνέδριο πραγµατοποιεῖ δύο ὁµιλίες· ἡ µία εἶχε
θέµα «Δυτικὲς ἐπιδράσεις στὴ ρωσικὴ θεολογία» καὶ ἡ ἄλλη «Πατρολογία καὶ
Σύγχρονη Θεολογία». Οἱ δύο ὁµιλίες του, ἀλλὰ καὶ γενικότερα οἱ παρεµβάσεις
προκάλεσαν θετικὲς ἀντιδράσεις στοὺς συνέδρους µὲ ἀποτέλεσµα νὰ αὐξηθεῖ
τόσο τὸ κύρος, ὅσο καὶ ἡ ἐπιρροή του. Τότε θὰ εἶναι, ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ ὁ
Φλωρόφσκυ θὰ κάνει λόγο γιὰ ἐπιστροφὴ στοὺς Πατέρες καὶ τὴν πατερικὴ
παράδοση.
Τὸ 1937, κατὰ δική του ὁµολογία, θὰ εἶναι ἡ πιὸ ἀξιοµνηµόνευτη χρονιὰ
τῆς ζωῆς του, καθὼς θὰ συµµετάσχει γιὰ πρώτη φορὰ σὲ µεγάλη οἰκουµενικὴ
συνάντηση, ἐνῶ ταυτόχρονα θὰ ἐκδώσει καὶ τὸ κατὰ γενικὴ ὁµολογία
ἀριστούργηµα του «Δρόµοι τῆς Ρωσικῆς Θεολογίας». Φυσικὰ δὲν µποροῦµε νὰ
µὴν ἀναφέρουµε καὶ τὴν ἐκλογή του ὡς ἐπιτίµου διδάκτορος στὸ
Πανεπιστήµιο τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα τῆς Σκωτίας.
Τὴν ἴδια χρονιὰ (3 – 18 Αὐγούστου) στὸ Ἐδιµβοῦργο τῆς Σκωτίας,
παρακολούθησε τὴν πρώτη του µεγάλη οἰκουµενικὴ συνάντηση, καθὼς ἐκεῖ
ἔλαβε χώρα τὸ Β΄ Συνέδριο τῆς Κίνησης «Πίστη καὶ Τάξη», ἀφοῦ οἱ µέχρι τότε
ἐπαφὲς µὲ τὴν οἰκουµενικὴ κίνηση γινόταν ἀπὸ ἀπόσταση καὶ ὄχι ἐπισήµως. Ἡ
συµµετοχὴ σὲ αὐτὸ τὸ Συνέδριο ἦταν ἱκανοποιητικὴ καὶ ὁ π. Γεώργιος ἔχοντας
ὅλα τα ἐχέγγυα µιᾶς ἡγετικῆς φυσιογνωµίας καὶ ἑνὸς ἐπιστήµονα µὲ ἰσχυρὸ
γνωστικὸ ὑπόβαθρο ἐξελίχτηκε, µαζὶ µὲ τὴν ἡγετικὴ µορφὴ τῆς Ὀρθοδοξίας,
ἤδη ἀπὸ τὸ Α΄ Συνέδριο τῆς «Πίστης καὶ Τάξης» στὴ Λωζάννη τὸ 1927, τὸν
Ἀρχιεπίσκοπο Θυατείρων Γερµανό, σὲ καταλύτη γιὰ τὴν εὐόδωση τῆς µετοχῆς
τῶν Ὀρθοδόξων στὴν Οἰκουµενικὴ Κίνηση ἀρχικὰ καὶ τὸ Π.Σ.Ε. ἐν συνεχεία.
Εἶναι γεγονὸς ὅτι τὸ ἄστρο τοῦ π. Γεωργίου ἔλαµψε καὶ ἀκτινοβόλησε ὅλους

28
τους συµµετέχοντες στὸ Συνέδριο. Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγµή, κατὰ τὴν προσωπικὴ
ἄποψη τοῦ γράφοντος ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ξεπερνοῦσε τὰ στενὰ καὶ
περιορισµένα ὅρια τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἀναδεικνύονταν σὲ µία ἐκ τῶν
ἡγετικῶν µορφῶν τῆς Οἰκουµενικῆς Κινήσεως, ὄπως ξεκάθαρα ἀποδεικνύεται
ἀπὸ τὴν καθολικὴ ἀναγνώριση καὶ ἀποδοχή του ἐκ µέρους τῶν συνέδρων,
ἄλλα καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιλογὴ (τῶν συνέδρων) νὰ στελεχώσει τὴν Κεντρικὴ
Ἐκτελεστικὴ Ἐπιτροπὴ (τὴν ἀποκαλούµενη Ἐπιτροπὴ τῶν Δεκατεσσάρων) γιὰ
τὴν ὀργάνωση τοῦ Π.Σ.Ε.34 Ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ δυσαρέστησε πολλοὺς ρώσους
ἐµιγκρέδες, ἡ ὁποία σὲ συνδυασµὸ µὲ τὴν ἔκδοση τῶν «Δρόµων τῆς Ρωσικῆς
Θεολογίας», δηµιούργησε ἕνα κλίµα δυσάρεστο εἰς βάρος τοῦ π. Γεωργίου.
Φυσικά, ὁ Φλωρόφσκυ δὲν ἀσχολήθηκε µὲ ὅλες αὐτὲς τὶς κακοήθειες καὶ πιὸ
τρανὴ ἀπόδειξη, ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἀσύστολα ψεύδη, ἀποτελεῖ ἡ στάση τοῦ π.
Σεργκέι Μπουλγκάκοφ.35

δ) Γενεύη – Βελιγράδι – Πράγα


Ἡ ἔκρηξη τοῦ Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου βρῆκε τοὺς Φλωρόφσκυ νὰ
βρίσκονται στὴν Ἐλβετία, ὅπου ὁ π. Γεώργιος εἶχε πάει γιὰ µία συνάντηση τῆς
Ε.Σ.Κ. «Πίστη καὶ Τάξη». Ἡ συνάντηση αὐτὴ διεκόπη, ὅταν πλέον ἔγινε
φανερὸ, ὅτι ὁ πόλεµος ἦταν πρὸ τῶν πυλῶν. Ὅλα τα µέλη τῆς Ἐπιτροπῆς, ποὺ
προέρχονταν ἀπὸ µακρινὲς περιοχὲς διευκολύνθηκαν στὶς µετακινήσεις τους,
ὥστε νὰ ἐπιστρέψουν στοὺς τόπους πρέλευσής τους. Ὡστόσο οἱ Φλωρόφσκυ
ἀποφάσισαν νὰ µὴν γυρίσουν ἀµέσως στὸ Παρίσι καὶ βλέποντας τὴν ἐξάπλωση
τοῦ πολέµου νὰ γίνεται ραγδαίως στὴν βόρειο Εὐρώπη, ὁριστικὰ ἀποφάσισαν
νὰ µὴν ἐπιστρέψουν στὸ Παρίσι, ἀλλὰ νὰ κατευθυνθοῦν πρὸς τὴν
Γιουγκοσλαβία, ἡ ὁποία ἀκόµη δὲν µαστίζονταν ἀπὸ τὶς ἐχθροπραξίες.
Στὸ Βελιγράδι παρέµειναν µέχρι τὸ καλοκαίρι τοῦ 1944, ὁπότε ἄρχισε ἡ
ἀποχώρηση τῶν Γερµανικῶν στρατευµάτων ἀπὸ τὴν Γιουγκοσλαβία, ποὺ σὲ
34
Ἀναλυτικότερα βλέπε γιὰ τὸ Β΄ Συνέδριο τῆς Κίνησης «Πίστη καὶ Τάξη» στὸ Leonard Hodgson, The
second World conference on faith and order : held at Edinburgh, August 3-18, 1937 World Conference
on Faith and Order (2nd : 1937 : Edinburgh, Scotland), London 1938, Student Christian Movement
Press.
35
Ο Andrew Blane περιγράφει ἕνα περιστατικὸ κατὰ τὴν ὁµιλία τοῦ Γουίλιαµ Τὲµπλ σὲ σπουδαστὲς
τοῦ Ἰνστιτούτου τοῦ Ἁγίου Σεργίου στὸ Παρίσι, ὅπου καταδεικνύεται µὲ ἔµφαση ὄχι µόνον ἡ
µετριοφροσύνη τοῦ Φλωρόφσκυ, ἀλλὰ καὶ ἡ µεγαλοπρέπεια τοῦ Μπουλγκάκοφ. Βλ. ἀναλυτικὰ
Andrew Blane, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: Ἡ ζωὴ, ὅπ. παρ., σελ. 132.

29
συνδυασµὸ µὲ τὴν ἐπέλαση τοῦ κοµµουνιστῆ Τίτο ἡγέτη τῶν Παρτιζάνων36
πρὸς τὴν πρωτεύουσα, ὁδήγησε τὸν Φλωρόφσκυ στὴν ἀπόφαση νὰ
ἐγκαταλείψει τὴν πόλη καὶ τὴν χώρα, καὶ νὰ κατευθυνθεῖ πρὸς τὴν Πράγα.
Ἀπὸ τὴν Πράγα οἱ Φλωρόφσκυ δύσκολα θὰ καταφέρουν νὰ ἀναχωρήσουν,
ἀφοῦ ὑπῆρχε, µεταξύ τοῦ Στάλιν καὶ τοῦ Προέδρου τῆς Τσεχοσλοβακίας
συµφωνία ἀπαγόρευσης ἐξόδου τῶν ρώσων µεταναστῶν, ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ.
Ὡστόσο χάρη στοὺς δεσµοὺς καὶ τὶς φιλίες, ποὺ εἶχε ὁ Φλωρόφσκυ ἀνὰ τὴν
Εὐρώπη, θὰ κατορθώσει νὰ «δραπετεύσει» µὲ ἕναν τρόπο, ποὺ πολὺ εὔκολα θὰ
θύµιζε κατασκοπευτικὴ ταινία τοῦ Ψυχροῦ Πολέµου,37 ὅπως πολὺ
παραστατικὰ περιγράφει ὁ Andrew Blane στὸ βιβλίο του.38 Ἔτσι λοιπὸν τὸ
Δεκέµβριο τοῦ 1945, µετὰ ἀπὸ µιὰ σχεδὸν ἑπταετῆ ἀπουσία ἀπὸ τὸ Παρίσι, οἱ
Φλωρόφσκυ ἐπέστρεψαν στὴν Χώρα, ποὺ γι’ αὐτοὺς εἶχε γίνει δεύτερη
πατρίδα.

ε) Παρίσι (1945 – 1948)


Ὅταν ἐπέστρεψαν στὸ Παρίσι τὰ σηµάδια τῆς καταστροφῆς ἀπὸ τὸν
πόλεµο ἦταν ἀκόµη ὁρατά, ὡστόσο νέος ἀέρας ἔπνεε στὴν χώρα καὶ κυρίως
στοὺς κύκλους τῆς ρωσικῆς διασπορᾶς. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ πολέµου εἶχαν
ἀλλάξει πολλὰ στοὺς κόλπους τῆς ρωσικῆς διασπορᾶς καὶ ἡ δεύτερη γενιὰ
µεταναστῶν βρίσκονταν πιὸ κοντὰ στὸ γαλλικὸ τρόπο ζωῆς καὶ πολιτισµὸ
παρὰ στὸ ρωσικό. Ὁ π. Γεώργιος βλέποντας αὐτὴ τὴν ἀλλαγὴ ζήτησε νὰ
ἀποκατασταθεῖ στὴν θέση του ὡς καθηγητὴς στὸν Ἅγιο Σέργιο καὶ παρὰ τὶς
ἀντιδράσεις, ποὺ προκλήθηκαν κυρίως ἀπὸ τὴν ἀπουσία τοῦ π. Μπουλγκάκοφ,
ποὺ τὸ 1944 εἶχε φύγει ἀπὸ τὴν ζωή, καὶ δὲν µποροῦσε νὰ ἰσορροπήσει τὶς
ἀντικρουόµενες ἀπόψεις, ἀποκαταστάθηκε στὴν Σχολή· µόνο ποὺ τώρα
ἀναλάµβανε τὴν διδασκαλία στὸν τοµέα τοῦ Μπουλγκάκοφ· δογµατικὴ καὶ
ἠθική.
Ὡστόσο ἡ δεύτερη περίοδος στὸ Παρίσι, ὅπως καὶ γενικότερα ὅλη ἡ
πορεία του µετὰ τὸν Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο, θὰ σηµαδευτεῖ ἀπὸ τὴν

36
Ιστορικά για τους Παρτιζάνους βλ. στο http://wikipedia.qwika.com/en2el/Partisans_28Yugoslavia29.
37
Ιστορικά για τον Ψυχρό Πόλεµο βλ. στο http://el.wikipedia.org/wiki/Ψυχρός_Πόλεµος.
38
Βλ. σχετικὰ Andrew Blane, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: Ἡ ζωὴ, ὅπ. παρ., σελ. 139 κ.ε.

30
ἐνασχόλησή του σχεδὸν ἀποκλειστικὰ µὲ τὴν Οἰκουµενικὴ Κίνηση καὶ τὸ
Παγκόσµιο Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν. Στὰ πλαίσια τῶν καθηκόντων αὐτῶν ὁ
Φλωρόφσκυ θὰ πραγµατοποιήσει δεκάδες ταξίδια, τὰ ὁποῖα θὰ τὸν ὁδηγήσουν
µέχρι τὴν Πενσυλβανία τῶν Η.Π.Α.,39 ἐνῶ σχεδὸν ὅλα τὰ γραπτά του, ἀφοροῦν
ἐπίσης αὐτὸν τὸν τοµέα δράσης.40
Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ θὰ λάβει χώρα καὶ ἡ διοργάνωση τῆς Α΄ Γενικὴς
Συνέλευσης τοῦ Π.Σ.Ε. στὸ Ἄµστερνταµ, ἀπὸ τὶς 22 Αὐγούστου µέχρι τὶς 4
Σεπτεµβρίου 1948. Ὁ Φλωρόφσκυ ἀνέλαβε νὰ µιλήσει τὴν ἡµέρα ἔναρξης τῶν
ἐργασιῶν ἐκ µέρους τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ὅπως πάντα προσπάθησε (καὶ
θεωροῦµε ὅτι τὸ κατόρθωσε) νὰ παρουσιάσει µὲ ἀκρίβεια, παραστατικότητα
καὶ διαφάνεια τὴν Ὀρθόδοξη θέση σὲ βασικὰ θεολογικὰ ζητήµατα.
Μετὰ τὴν λήξη τῶν ἐργασιῶν, ἐπέστρεψε στὸ Παρίσι καὶ στὶς 15
Σεπτεµβρίου 1948 µαζὶ µὲ τὴν γυναίκα του ἀναχώρησε γιὰ τὴν Ἀµερική, ὅπου
θὰ ἀναλάµβανε µιὰ θέση, ὡς καθηγητὴς Δογµατικῆς Θεολογίας καὶ
Πατρολογίας στὸ Ὀρθόδοξο Σεµινάριο Ἁγίου Βλαδιµήρου στὴ Νέα Ὑόρκη.

3. Ἀµερικὴ 1948 – 1979


α) Ἅγιος Βλαδίµηρος
Στὶς 21 Σεπτεµβρίου 1948 τὸ ζεῦγος Φλωρόφσκυ ἔφτασε στὴ Νέα Ὑόρκη.
Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγµὴ ξεκινοῦσε µιὰ νέα σελίδα στὴν ζωή τους. Ὁ π. Γεώργιος
θὰ διδάξει στὸ Ὀρθόδοξο Σεµινάριο τοῦ Ἁγίου Βλαδιµήρου µέχρι τὸ 1954
Δογµατικὴ καὶ Πατρολογία. Μάλιστα πολὺ γρήγορα θὰ ἀναλάβει καθήκοντα
κοσµήτορος (1951 – 1954). Ἀπὸ τὴ νέα του θέση συνέβαλε ἀποφασιστικὰ στὴν
ἀναβάθµιση ὄχι µόνο της Σχολῆς, ἀλλὰ καὶ γενικότερα τῆς Ὀρθόδοξης
κοινότητας. Καὶ παρὰ τὶς ἀντιδράσεις ἐπεδίωξε µὲ ἠπιότητα καὶ διαύγεια νὰ
ἀποβάλει τὶς µικρότητες τῶν ἐθνικῶν νοσταλγιῶν ἀπὸ τοὺς κόλπους αὐτῆς τῆς
µικρῆς «κοινωνίας», µεταρσιώνοντας τὴν σὲ µιὰ πανορθόδοξη «κοινωνία»

39
Τὸ 1947 µία ἀπὸ τὶς συναντήσεις τῆς Προσωρινῆς Ἐπιτροπῆς Προετοιµασίας τοῦ Π.Σ.Ε. ἔγινε στοὺς
καταρράκτες τοῦ Μπὰκ Χὶλ τῆς Πενσιλβανίας.
40
Τρία ἀπὸ τὰ σηµαντικότερα γραπτά του εἶναι: 1. «Ἡ Ἐκκλησία: Ἡ Φύση καὶ τὸ Ἔργο της», 2. «Τὸ
Σῶµα τοῦ Ζῶντος Χριστοῦ. Μιὰ Ὀρθόδοξη ἑρµηνεία τῆς Ἐκκλησίας», καὶ 3. «Οἰκουµενικοὶ Στόχοι
καὶ Ἀµφιβολίες». Βλ. σχετικὰ Andrew Blane, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: Ἡ ζωὴ, ὅπ. παρ., σελ. 146.

31
ἀλληλεγγύης µὲ οἰκουµενικὸ προσανατολισµό, καὶ µὲ κυριότερο µέληµά του
τὴν µεταστροφὴ καὶ µετάβαση τῶν λειτουργιῶν στὴν Ἀγγλικὴ γλώσσα. Ὁ
Φλωρόφσκυ πράγµατι ἀπέβλεπε στὸ µέλλον καὶ στὶς ἐπερχόµενες γενεὲς
Ὀρθοδόξων, ποὺ θὰ µιλοῦσαν ἀπταίστως τὴν ἀγγλική.41 Μεγάλη προσωπικὴ
ἐπιτυχία πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ἡ δηµιουργία καὶ ἡ ἔκδοση τοῦ τριµηνιαίου
περιοδικοῦ St. Vladimir’s Seminary Quarterly, τὸ ὁποῖο ἦταν καὶ τὸ πρῶτο
ἀγγλόφωνο ὀρθόδοξο θεολογικὸ ἔντυπο. Τὸ περιοδικὸ διηύθυνε ὁ ἴδιος µέχρι
τὸ 1956.
Παράλληλα µὲ τὴν δραστηριότητά του στὸν Ἅγιο Βλαδίµηρο ὁ
Φλωρόφσκυ δίδαξε καὶ σὲ ἄλλα ἀµερικανικὰ πανεπιστήµια, ἐνῶ ἡ ἐνασχόλησή
του µὲ τὸ Π.Σ.Ε., ὄντας ἤδη ἀπὸ τὴν Γενικὴ Συνέλευση τοῦ Ἄµστερνταµ
ἐκλεγµένο µέλος τῆς ἐνενηκονταµελοὺς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς
δωδεκαµελοῦς Ἐκτελεστικῆς Ἐπιτροπῆς, ἦταν ἐντονότερη καὶ πιὸ ἀπαιτητικὴ
καθὼς ταξίδευε διαρκῶς γιὰ τὶς συναντήσεις τῆς Κ.Ε. τοῦ Π.Σ.Ε..
Σηµαντικότερες αὐτῶν θεωροῦµε τὴν συνάντηση στὸ Τορόντο (1950), καὶ
φυσικὰ τὴν Β΄ Γενικὴ Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε. στὸ Ἔβαντσον (1954), ποὺ
ἀποτέλεσε «κορυφαῖο οἰκουµενικὸ γεγονὸς γιὰ τὸν Φλωρόφσκυ».42

β) Τίµιος Σταυρὸς
Τὸ φθινόπωρο τοῦ 1955 θὰ προσληφθεῖ, µετὰ τὴν ἀποµάκρυνσή του ἀπὸ
τὸν Ἅγιο Βλαδίµηρο, ὡς ἐπίκουρος καθηγητὴς Πατρολογίας καὶ Δογµατικῆς
στὴν ἑλληνορθόδοξη θεολογικὴ σχολὴ τοῦ Τιµίου Σταυροῦ στὴν
Μασαχουσέτη. Ἐπρόκειτο βέβαια γιὰ µία θέση µὲ προσφορὰ διακονήµατος
ἀπὸ µέρος τοῦ π. Γεωργίου, παρὰ γιὰ µία θέση οἰκονοµικῶν ἀπολαβῶν.

41
Ὁ Φλωρόφσκυ κατόρθωσε µέσα σὲ λίγο διάστηµα νὰ ἀναβαθµίσει τὸ ἐπίπεδό των σπουδῶν στὸν
Ἅγιο Βλαδίµηρο ὄχι µόνο µὲ ποιοτικὰ χαρακτηριστικὰ ἀλλὰ καὶ µὲ τὰ τυπικὰ ἐπίσηµα διαπιστευτήρια
ἀναγνώρισης τοῦ Σεµιναρίου ὡς Ἀνώτατο Ἵδρυµα, ἀφοῦ πέτυχε νὰ χορηγηθεῖ Ὁριστικὸς Κανονισµός,
ἀντὶ τοῦ µέχρι πρότινος προσωρινοῦ, τὸ 1953. Ὁ Φλωρόφσκυ πρόσθεσε στὸ διδακτικὸ προσωπικὸ
καθηγητὲς ἐγνωσµένης ἀξίας ὅπως ὁ Σµέµαν καὶ ὁ Βερχοβσκόι. Βλ. ἀναλυτικότερα Andrew Blane, π.
Γεώργιος Φλωρόφσκυ: Ἡ ζωὴ, ὄπ. πάρ., σέλ. 165 κ.ε..
42
Βλ. Andrew Blane, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: Ἡ ζωὴ, ὅπ. παρ., σελ. 186.

32
γ) Χάρβαρντ
Ἀπὸ τὸν Σεπτέµβριο τοῦ 1956 ἕως τὸν Ἰούνιο τοῦ 1964, ὁ π. Γεώργιος
Φλωρόφσκυ θὰ διδάξει στὸ πανεπιστήµιο τοῦ Χάρβαρντ, τὴν Ἱστορία τῆς
Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας.43 Φυσικὰ, καθοριστικὸ ρόλο στὴν ἐξέλιξη αὐτὴ
ἔπαιξαν τρεῖς σηµαίνουσες προσωπικότητες τοῦ πανεπιστηµίου καὶ τῶν
γραµµάτων. Αὐτοὶ ἦταν οἱ H. S. Leiper, D. K. Horton καὶ G. H. Williams.44
Ἐκεῖ θὰ ἔχει τὴν εὐκαιρία νὰ συναναστραφεῖ ἀξιόλογους συναδέλφους
θεολόγους, ὅπως οἱ P. Tillich καὶ Ντουζόν. Ἐπρόκειτο φυσικὰ γιὰ «γίγαντες»
τῆς θεολογίας, ἐκπροσωπώντας ὁ καθένας τους ἕνα κύριο ρεῦµα τοῦ
Χριστιανισµοῦ.45 Θὰ ἦταν βέβαια µεγάλη παράλειψη τοῦ γράφοντος, ἂν δὲν
ἀναφέρει, ὅτι τὴν περίοδο τοῦ Χάρβαρντ δηµιουργήθηκε µιὰ διὰ βίου φιλία
µεταξὺ Φλωρόφσκυ καὶ Williams.
Τὴν περίοδο τῆς θητείας του στὸ Χάρβαρντ, ὁ π. Γεώργιος θὰ ἐπισκεφθεῖ
τὴν Θεσσαλονίκη τὸ 1959 γιὰ νὰ συµµετάσχει σὲ συµπόσιο µὲ ἀφορµὴ τὴν
συµπλήρωση 600 χρόνων ἀπὸ τὴν κοίµηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαµᾶ, ἐνῶ
παράλληλα θὰ ἀνακηρυχθεῖ καὶ ἐπίτιµος διδάκτορας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς
τοῦ Α.Π.Θ.
Στὸ Χάρβαρντ ἐπίσης θὰ τερµατιστεῖ ἐπισήµως ἡ ἀκαδηµαϊκή του
δραστηριότητα, ἀφοῦ ἀπὸ ἐκεῖ, σε ἡλικία ἑβδοµήντα ἐτῶν, θὰ συνταξιοδοτηθεῖ
τὸν Ἰούνιο τοῦ 1964.

δ) Πρίνστον
Τελευταῖος σταθµὸς τὴν σπουδαίας σταδιοδροµίας τοῦ σπουδαίου ρώσου
θεολόγου θὰ ἀποτελέσει τὸ Πρίνστον, ὅπου ἀπὸ τὸ Σεπτέµβριο τοῦ 1964 εἶχε
ἐγκατασταθεῖ µετὰ τῆς συζύγου του. Ἐκεῖ θὰ διδάξει γιὰ ὀκτὼ συναπτὰ ἔτη,
µέχρι τὸ 1972, ὡς ἐπισκέπτης συνεργάτης τοῦ Συµβουλίου Ἀνθρωπιστικῶν
Σπουδῶν καὶ ὡς ἐπισκέπτης καθηγητὴς στὰ τµήµατα Σλαβικῶν Σπουδῶν καὶ

43
Φυσικὰ ὁ π. Γεώργιος ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἱστορία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας δίδαξε στὸ Χάρβαρντ καὶ
Λειτουργική, Χριστιανικὴ Πνευµατικότητα καὶ Πατρολογία. Βέβαια σὲ κάθε τίτλο µαθήµατος ὑπῆρχε
«κολληµένη» καὶ ἡ λέξη ἱστορία γιὰ νὰ δικαιολογεῖται ἡ διδασκαλία τοῦ µαθήµατος.
44
Βλ. σχετικὰ Andrew Blane, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: Ἡ ζωὴ, ὅπ. παρ., σελ. 201.
45
Βλ. σχετικὰ Andrew Blane, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: Ἡ ζωὴ, ὅπ. παρ., σελ. 202.

33
Θρησκείας, ἐνῶ παράλληλα θὰ συνεχίσει νὰ ἀσχολεῖται καὶ νὰ
δραστηριοποιεῖται στὴν Ἐπιτροπὴ «Πίστη καὶ Τάξη» καὶ θὰ µετάσχει στὴν Δ΄
Γενικὴ Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε. στὴν Οὐψάλα ὡς ἀντιπρόσωπος τὸν Ἰούνιο τοῦ
1968. Τὸ 1971 θὰ παρακολουθήσει γιὰ τελευταία φορὰ τὸ Ε΄ Παγκόσµιο
Συνέδριο τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστη καὶ Τάξη» στὸ Λουβαίν.
Τὸ 1979 ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ἔφυγε ἀπὸ τὴν ζωὴ πλήρης ἡµερῶν
κληροδοτώντας σὲ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς ἕνα πλούσιο καὶ σηµαντικὸ ἔργο
πρὸς ἀξιοποίηση.46

46
Βλ. σχετικὰ Andrew Blane, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: Ἡ ζωὴ, ὅπ. παρ., σελ. 237 κ.ε.

34
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Η ΘΕΣΗ


ΤΟΥ π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Πῶς µποροῦµε νὰ περιγράψουµε τὸ ἀπερίγραπτο; Νὰ ὁρίσουµε αὐτὸ ποὺ
δὲν ὁρίζεται; Ἀκόµη καὶ νὰ περιορίσουµε αὐτὸ ποὺ δὲν περιορίζεται;
Ἐρωτήµατα κρίσιµα στὴν προσπάθειά µας νὰ δοῦµε καὶ νὰ µελετήσουµε ἀπὸ
διάφορες ὀπτικὲς γωνίες τὸ ζήτηµα τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν µποροῦµε φυσικὰ νὰ
γνωρίζουµε γιατί, πρωτίστως, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν προχώρησαν σὲ
κάποιο δογµατικὸ ὁρισµὸ τοῦ τί ἐστὶ Ἐκκλησία, ὅπως ἀκριβῶς ἔπραξαν µὲ τὸ
τριαδολογικὸ ἢ χριστολογικὸ δόγµα. Θὰ µπορούσαµε ὅµως νὰ ἰσχυριστοῦµε
γνωρίζοντας, ὅτι ἡ Ἐκκλησία περικλείει µέσα της κάθε δογµατικὴ καὶ
θεολογικὴ διδασκαλία, πὼς τόσο οἱ Πατέρες, ὅσο καὶ οἱ λαϊκοὶ γνῶστες τῆς
θεολογικῆς ἐπιστήµης, ζῶντας ἐν συνειδήσει στὴν πραγµατικότητα τῆς Μίας,
Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως χαρακτηριστικὰ
σηµειώνει ὁ ἴδιος ὁ Φλωρόφσκυ,47 δὲν προχώρησαν σὲ κάποια διεξοδικὴ
ἀνάλυση τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ εἶχαν ὁρίσει κάθε ἐπιµέρους κοµµάτι της µὲ
τὸν πλέον ἐµπεριστατωµένο καὶ γενικὰ ἀποδεκτὸ τρόπο καὶ φυσικὰ ἡ ἴδια ἡ
Ἐκκλησία ἀποκαλύπτονταν διαρκῶς στὰ µέλη της ὡς ἱστορικὴ καὶ
χαρισµατικὴ ἐµπειρία.
Γιὰ τὸ τί εἶναι Ἐκκλησία θὰ µποροῦσαν νὰ γραφοῦν σελίδες ἐπὶ σελίδων
µὲ ἀναλύσεις, κριτικὲς καὶ δογµατικὲς προσεγγίσεις. Καὶ στὴν παροῦσα
µελέτη, ποὺ ἡ ἔκταση τῆς εἶναι λογικὸ νὰ µὴν µπορεῖ νὰ ἐξαντλήσει ἐξ
ὁλοκλήρου τὸ ζήτηµα, θὰ µπορούσαµε συντόµως καὶ προλογικὰ νὰ δοῦµε,
σύµφωνα µὲ τὴν ορθόδοξη διάθεση, τὴν Ἐκκλησία ὡς ἕναν ζωντανὸ
Θεανθρώπινο ὀργανισµὸ στὴ φύση της, ποὺ δὲν µένει στατικὸς καὶ στάσιµος
ἀλλ’ ἀντιθέτως ἐξελίσσεται στὴν ἱστορικὴ πορεία τῶν ἀνθρωπίνων πολιτισµῶν
µέσα ἀπὸ τὴν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος, ποὺ ζωογονεῖ τὸν κόσµο. Καὶ
φυσικὰ ἔχει ὡς κεφαλὴ της τὸν Ἐνανθρωπήσαντα Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος
καθοδηγεῖ τὰ µέλη της µέσα σὲ µιὰ λειτουργικὴ καὶ ἁρµονικὴ σχέση ἑνότητος,
ἰσότητος καὶ ἀγάπης πορεύοµενα στὸν δρόµο τῆς ἀρετῆς. Τὰ µέλη δὲ αὐτὰ,

47
Βλ. σχετικὰ στὸ Georges Florovsky, «Le corps du Christ vivant», στὸ Cahiers theologiques,
Neuchatel - Paris 1948, σελ. 10 κ.ε.

36
ποὺ ζοῦν στὴν κιβωτὸ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ζωῆς, συµφωνοῦν ἀπολύτως µὲ τὰ
δόγµατά της.
Ἐκτὸς ὅµως ἀπὸ τὸν δογµατικὸ καθορισµὸ τῆς ἔννοιας καὶ τῆς φύσεως τῆς
Ἐκκλησίας, θὰ µπορούσαµε νὰ προχωρήσουµε ἐξ ἀπόψεως ὀρθοδοξίας καὶ
στὸν καθορισµό της µὲ βάση τοὺς Θείους καὶ Ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας,
ἀλλὰ καὶ τῆς ἑρµηνείας αὐτῶν ἀπὸ τοὺς ἑκάστοτε ἑρµηνευτές τους. Ωστόσο
ἐπειδὴ ἡ παροῦσα έρευνα δὲν θὰ ὑπεισέλθει σὲ κανονολογικὰ θέµατα δὲν θὰ
προχωρήσουµε σὲ καµία ἀνάλυση καὶ θὰ περιοριστοῦµε στὴν ἐπιγραµµµατικὴ
θέση ποὺ διατυπώνουν οἱ Κανόνες. Σύµφωνα λοιπὸν µὲ τοὺς κανόνες ἡ
Ἐκκλησία εἶναι ἕνας Θεανρώπινος ὀργανισµὸς µὲ σκοπὸ τὴν διάπραξη κάθε
ἐνέργειας γιὰ τὴν σωτηρία τῶν µελῶν της, σύµφωνα πάντοτε µὲ τὴν ὑπὸ τοῦ
Χριστοῦ παραδοθεῖσα σὲ αὐτὴν διδασκαλία Του. Γιὰ τὴν ὀρθὴ µάλιστα
ἐπίτευξη τῶν στόχων τῆς στηρίζεται στὴν ὀρθὴ διδασκαλία τῆς πίστεως, στὴν
ἀνακαίνιση καὶ τὸ ἁγιασµὸ τῶν πιστῶν µέσω τῶν µυστηρίων καὶ τῶν
ἀκολουθιῶν της, µὲ τὴν µητρικὴ παρακολούθηση τῶν µελῶν τῆς καὶ κατὰ
πόσον αὐτὰ ποὺ διδάσκει µέσα ἀπὸ τὴν πίστη, τὴν Παράδοση καὶ τὸ βίωµα
γίνονται πράξη ἀπὸ τὰ µέλη.48
Ἡ Ἐκκλησιολογία ὅµως ὡς ἐφαρµογὴ τῆς θεολογίας στὴν πίστη, στὴ
λατρεία καὶ στὴ ζωὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας εἶναι ἀδιανόητη χωρὶς τὴν
Θεολογία, τὴ Χριστολογία καὶ τὴν Πνευµατολογία. Ὅπως χαρακτηριστικὰ
σηµειώνει ὁ ἀείµνηστος Νίκος Ματσούκας «δὲν µπορεῖ νὰ γίνει
Ἐκκλησιολογία δίχως τὶς παραπάνω ἑνότητες (ἔνν. Θεολογία, Χριστολογία,
Πνευµατολογία), καὶ ὅταν οἱ ἑνότητες αὐτὲς ἀναπτύσσονται παρουσιάζουν καὶ
ἀποσαφηνίζουν τὰ στοιχεῖα τῆς Ἐκκλησιολογίας».49 Εἶναι ἐξάλλου ξεκάθαρο,
ὅτι γιὰ τὴν ὀρθὴ κατανόηση τῆς Ἐκκλησιολογίας ποὺ ἀποτελεῖ ὑψίστης
σηµασίας ἔργο γιὰ νὰ ὑπάρξει ἀληθινὴ Ἑνότητα µεταξύ τῶν ἐκκλησιῶν, εἶναι
ἀπαραίτητη ἡ κατανόηση τῆς Χριστολογίας καὶ τῆς Πνευµατολογίας.

48
Βλ. σχετικά τους Θείους καὶ Ἱεροὺς Κανόνες ποὺ παραπέµπουν στὸ ζήτηµα τῆς Ἐκκλησίας στὸ
Πρόδροµου Ι. Ἀκανθόπουλου, Κώδικας ἱερῶν κανόνων καὶ ἐκκλησιαστικῆς νοµοθεσίας τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος, Ἐκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006.
49
Βλ. σχετικὰ Νίκου Α. Ματσούκα, Δογµατικὴ καὶ Συµβολικὴ Θεολογία Β΄, Ἔκθεση τῆς Ὀρθόδοξης
πίστης σὲ ἀντιπαράθεση µὲ τὴ δυτικὴ χριστιανοσύνη, Ἐκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2004,2 σελ.
355.

37
Ὁποιαδήποτε δυσαρµονία στὴ σχέση µεταξὺ Χριστολογίας καὶ
Πνευµατολογίας, ἀλλὰ καὶ στὸ ἰδιαίτερο περιεχόµενό τους, αὐτονόητα ἐπιφέρει
ἄµεσες ἐπιπτώσεις στὴ θεώρηση τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ
λοιπὸν στὴν παροῦσα ἐργασία θὰ ἐξετάσουµε τὴν ὀρθόδοξη θέση µέσα ἀπὸ τὴν
ὀπτικὴ τοῦ Φλωρόφσκυ γιὰ τὰ δύο αὐτὰ καίρια ζητήµατα, ὥστε νὰ ἔχουµε µιὰ
σφαιρικὴ εἰκόνα αὐτῶν τῶν ζητηµάτων.

38
1. Χριστολογία. Ἡ θέση τοῦ Φλωρόφσκυ.
Τὸ δόγµα περὶ Χριστοῦ50 εἶναι ἐξ ἴσου σηµαντικό, ὅσο καὶ τὸ δόγµα περὶ
Πνευµατολογίας στὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία. Σὲ καµία περίπτωση τὸ ἕνα δὲν
ὑποβαθµίζει τὸ ἄλλο, ὅπως ἀκριβῶς συµβαίνει στὴν Δύση µὲ τὸν
Χριστοµονισµό, εἰς βάρος τῆς διδασκαλίας περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος.
Πρόκειται γιὰ δύο δόγµατα, γιὰ δύο διδασκαλίες ποὺ ἡ µία δὲν µπορεῖ νὰ
νοηθεῖ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἀφοῦ µεταξύ τους ὑπάρχει µιὰ διαρκῆς
ὀντολογικὴ συµπόρευση.51
Τὸ Χριστολογικὸ δόγµα, εἶναι δόγµα πίστεως κορυφαῖο, στὸ ὁποῖο
ἀνακλᾶται ἡ οἰκονοµικὴ Τριάδα. Λέγοντας αὐτὸ ἐννοοῦµε τὴν φανέρωση τῆς
τριαδικῆς δόξας, µὲ τὸν συνακόλουθο φωτισµὸ τοῦ πνεύµατος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν
µεταµόρφωση τῆς κτίσης. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ στὴ µεταφυσικὴ Τριάδα
σχετίζεται µὲ τὴν οὐσία καὶ τὶς ἄλλες δύο Τριαδικὲς ὑποστάσεις τῆς θεότητας,
Σαρκώνεται52 καὶ γίνεται «ἡ ἱστορία».53 Ἡ εἴσοδος αὐτὴ στὸ πεδίο τῆς ζωῆς
καὶ ἡ ἀνάληψη τῆς κακοπάθειας τῆς ἱστορικῆς στιγµῆς εἶναι γνωστὴ ὡς
«κένωσις» τοῦ Λόγου.54 Ὁ Λόγος γίνεται ἄνθρωπος, ἀκριβῶς γιὰ νὰ λυτρώσει
τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ ζυγὸ τῆς ἁµαρτίας καὶ τὴν ὀδύνη τοῦ πνευµατικοῦ
θανάτου.
Στὸ κεφάλαιο αὐτὸ τῶν δογµάτων ὁ µεγάλος ρῶσος θεολόγος καὶ ἱερέας π.
Γεώργιος Φλωρόφσκυ, κατέχει ἰδιαίτερη θέση, σὲ σχέση µὲ ἄλλους ρώσους
συναδέλφους του, ἀναλόγου βεληνεκοῦς, ὅπως οἱ Μπουλγκάκοφ, Λόσκυ κ.α.
Πράγµατι, ὁ Φλωρόφσκυ θέτει σὲ περίοπτη θέση τὴν Χριστολογία, ἂν καὶ

50
Γιὰ τὸ χριστολογικὸ ζήτηµα καὶ τὴν θέση τῆς ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὴν ἄποψη τῶν Πατέρων θεωροῦµε
ὅτι οἱ δύο µελέτες τοῦ καθηγητοῦ Γεωργίου Μαρτζέλου, ἐξετάζουν τὸ θέµα τόσο διεξοδικὰ ποὺ ὁ
ἀναγνώστης θὰ λάβει ἀπολύτως ἐπαρκεῖς πληροφορίες ἐπὶ τοῦ θέµατος. Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Δ.
Μαρτζέλου, Ἡ Χριστολογία τοῦ Βασιλείου Σελευκείας καὶ ἡ οἰκουµενικὴ σηµασία της, Ἐκδόσεις Π.
Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003. Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Ὀρθόδοξο δόγµα καὶ θεολογικὸς προβληµατισµός.
Μελετήµατα δογµατικῆς θεολογίας Α΄, Ἐκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1993.
51
Βλ. σχετικὰ Μητροπολίτου Ἰωάννου Ζηζιούλα, «Χριστολογία, Πνευµατολογία καὶ Ἐκκλησιολογία»,
µτφρ. Στ. Γιαγκάζογλου – Στ. Τερζής, Ἀναλόγιον 6, 2003, σσ. 100 – 116.
52
Ὁ καθηγητὴς Χρυσόστοµος Σταµούλης στὸ Ἔρως καὶ θανάτος. Δοκιµὴ γιὰ ἕναν πολιτισµὸ τῆς
σάρκωσης, ἐκδόσεις Ἀκρίτας, Ἀθῆναι 2009, σελ. 241, σηµειώνει ὅτι ἡ Σάρκωση «φανερώνεται ὡς τὸ
µέγα µυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ἀπ’ ὁπού ὅλα τα µυστήρια ἀντλοῦν τὴν ὕπαρξή τους».
53
Βλ. σχετικὰ Μητροπολίτου Ἰωάννου Ζηζιούλα, Ἀναλόγιον 6, 2003, ὅπ. παρ., σελ. 104.
54
Γιὰ τὸ νόηµα τῆς «κενώσεως» τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου Πατέρα, µὲ τὴν εὐρύτερη νοηµατολογικὴ
προέκτασή της, δὲν µποροῦµε παρὰ νὰ παραπέµψουµε στὴν ἐκπλητικὴ καὶ ἄρτια ἐµπεριστατωµένη
προσέγγιση ποὺ ἀναπτύσει ὁ καθηγητὴς Χρυσόστοµος Σταµούλης. Βλ. σχετικὰ Ἔρως καὶ θανάτος, ὅπ.
παρ., σσ. 334 – 347.

39
ὅπως σηµειώνει ἕνας µαθητής του, ὁ Μητροπολίτης Περγάµου Ἰωάννης
Ζηζιούλας «δὲν ἀσχολήθηκε ἰδιαιτέρως µὲ τὴν τριαδικὴ θεολογία».55
Ὁ Φλωρόφσκυ καθαρὰ χαλκηδόνιος θεολόγος, ὅπως φαίνεται ἐξ ἀρχῆς
στὸ δίτοµο ἔργο γιὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας,56 ὑποστηρίζει ὅτι ὅλη ἡ
ἱστορία τῶν δογµάτων, ἔχει χριστολογικῆ βάση. Ο Μ. Ζηζιούλας µᾶς
πληροφορεῖ ἐπ’ αὐτοῦ, ὅτι ὁ π. Γεώργιος ὑποστήριζε στὶς παραδόσεις του, ὅτι
ἀκόµη καὶ ἡ Α΄ Οἰκουµενικὴ Σύνοδος, ποὺ συνήθως θεωρεῖται ὑπεύθυνη γιὰ
τὴν πρώτη διατύπωση τοῦ δόγµατος τῆς Ἁγίας Τριάδας, εἶχε ἀφετηρίες καθαρὰ
χριστολογικές.57 Ἂν ἀναζητήσουµε πράγµατι µιὰ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας
περὶ δογµάτων ἡ ἔρευνά µας θὰ καταλήξει σὲ ἕνα σπουδαῖο συµπέρασµα· αὐτὸ
δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ ὅτι αὐτὴ δὲν διατυπώνει θέσεις δίχως ἀναφορὰ στὸ
δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, στὸ πρόσωπο τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος
Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τοῦτο συµβαίνει διότι ἡ Ἐκκλησία,
ὑφίσταται ἐξ αἰτίας τῆς Σάρκωσης, τῆς Σταύρωσης καὶ τῆς Ἀνάστασής Του,
ποὺ ὁδήγησε στὴν Πεντηκοστὴ καὶ τὴν συνακόλουθη ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας.
Δὲν θὰ µποροῦσε νὰ συµβαίνει ὅµως καὶ κάτι διαφορετικὸ ἀφοῦ «ἡ δογµατικὴ
ἔχει πάντα σχέση µὲ τὴ σωτηρία».58
Ὁ π. Γεώργιος ἀκόµη καὶ τώρα ἀκολουθώντας τοὺς Πατέρες στὸ πνεῦµα
καὶ ὄχι στὸ γράµµα τους, κάνει πράξη τὴν «νέο – πατερικὴ» σύνθεση,59 ποὺ
τόσο πολὺ µόχθησε καὶ ἐπεδίωξε νὰ διαλαλήσει στὴν χριστιανοσύνη.
Μελετώντας τὴν χριστολογία του θὰ δοῦµε, ὅτι προσαρµόζει τὴν διδασκαλία
τῶν Πατέρων στὶς ἀνάγκες τῆς ἐποχῆς, ὄχι παρερµηνεύοντας ἀλλὰ
ἐκσυγχρονίζοντας τὴν,60 µὲ ἀποτέλεσµα νὰ εἰσαγάγει µιὰ νέα ὁρολογία, τὴν

55
Βλ. σχετικὰ Μητροπολίτου Περγάµου Ἰωάννου Ζηζιούλα, «π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: Ὁ
οἰκουµενικὸς διδάσκαλος», Θεολογία, Τόµος 81, τ. 4ο, Ὀκτώβριος – Δεκέµβριος 2010, σσ. 31 – 48.
56
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Οἱ Ἀνατολικοὶ Πατέρες τοῦ τετάρτου αἰώνα, µτφρ. Πάλλης
Παναγιώτης, Ἐκδόσεις Παναγιώτη Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1991. Ἐπίσης τοῦ ἰδίου Οἱ βυζαντινοὶ
πατέρες τοῦ 5ου αἰώνα, µτφρ. Πάλλης Παναγιώτης, Ἐκδόσεις Παναγιώτη Πουρναρά, Θεσσαλονίκη
1992. Ἐπίσης τοῦ ἰδίου, Οἱ Βυζαντινοὶ Πατέρες τοῦ Ἕκτου, Ἕβδοµου καὶ Ὄγδοου Αἰώνα, µτφρ.
Παναγιώτου Κ. Πάλλη, Ἐκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1993.
57
Βλ. σχετικὰ Μητροπολίτου Περγάµου Ἰωάννου Ζηζιούλα, Θεολογία 81, 2010 ὅπ. παρ., σελ. 39.
58
Βλ. σχετικὰ Μητροπολίτου Περγάµου Ἰωάννου Ζηζιούλα, Θεολογία 81, 2010 ὅπ. παρ., σελ. 39.
59
Βλ. σχετικὰ Μητροπολίτου Περγάµου Ἰωάννου Ζηζιούλα, Θεολογία 81, 2010 ὅπ. παρ., σελ. 41.
60
Ὁ καθηγητὴς Χρυσόστοµος Σταµούλης σηµειώνει στὸ ἔργο του Ἡ γυναίκα τοῦ Λὼτ καὶ ἡ σύγχρονη
θεολογία, ἐκδόσεις Ἴνδικτος, Ἀθῆναι 2008, σσ. 114 – 115, ὅτι «τὸ 1936, στὴν Ἀθήνα, ὁ π. Γεώργιος
Φλωρόφσκυ εἶχε προτείνει µιὰ δηµιουργικὴ ἐπιστροφὴ στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἕνα ἄλλο
διάβασµά τους, µιὰ προσοχή, µιὰ µατιὰ στὸ πνεῦµα τους καὶ ὁπωσδήποτε ὄχι µόνο στὸ γράµµα. Μιὰ

40
«ἀσυµµετρικὴ χριστολογία», ἡ ὁποία σύµφωνα µὲ τὸν Μητροπολίτη Ζηζιούλα
«ἀποσκοποῦσε στὸ νὰ δηλώσει ὅτι µὲ τὴν Σάρκωση τοῦ Λόγου δὲν προέκυψε
ἕνα νέο πρόσωπο, ἀφοῦ ἡ ἕνωση τῶν φύσεων εἶναι «καθ’ ὑπόστασιν», ἡ δὲ
ὑπόσταση εἶναι ὁ θεῖος Λόγος».61
Ἐκτὸς ὅµως ἀπὸ τὴν σύγχρονη ἑρµηνευτικὴ ποὺ χρησιµοποιεῖ ὁ
Φλωρόφσκυ, ἐρευνώντας καὶ σταχυολογώντας τὸ ἔργο του, θὰ δοῦµε τὴν
ἐπιµονὴ (ποὺ φτάνει στὸ βαθµὸ τῆς ἐµµονῆς θὰ λέγαµε) του στὸ δεύτερο
πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, σὲ ἀντίθεση µὲ ἄλλους ρώσους θεολόγους ποὺ
τόνισαν τὴν Πνευµατολογία εἰς βάρος τῆς Χριστολογίας, ὑποστηρίζοντας ὅτι ἡ
πρώτη εἶναι κεφάλαιο τῆς δεύτερης καὶ ὄχι τὸ ἀντίστροφο.62 Στὸ σηµεῖο αὐτὸ
θὰ ταχθοῦµε καθαρὰ ὑπὲρ τῆς θέσεως τοῦ Φλωρόφσκυ, διαφωνώντας µὲ τὸν
Μητροπολίτη Ζηζιούλα, ποὺ θεωρεῖ ὡς «ὑπερβολικὴ» τὴν θέση αὐτὴ τοῦ
Φλωρόφσκυ. Ὁ Φλωρόφσκυ ὑπὲρ-τόνισε στὴν µακρὰ διδασκαλία του, ὅτι ἡ
περὶ Ἐκκλησίας διδασκαλία ἀποτελεῖ κεφάλαιο τοῦ Χριστολογικοῦ
δόγµατος,63 ὄχι τῆς Πνευµατολογίας καὶ φυσικὰ ὄχι στὰ πλαίσια τοῦ
Χριστοµονισµοῦ τῆς Δύσης.64 Ἀκόµη ὅµως καὶ ἂν δεχθοῦµε ὅτι ὁ ἀείµνηστος
Γεώργιος Φλωρόφσκυ ἔγραφε, ἴσως µὲ κάποια ὑπερβολή, ὅτι ἡ
Ἐκκλησιολογία εἶναι ἕνα κεφάλαιο τῆς Χριστολογίας, τὸ ἔγραφε σὲ ἀντίθεση

ἀνάκτηση τοῦ πατερικοῦ τρόπου τοῦ σκέπτεσθαι, ἔτσι ὥστε νὰ µπορέσει νὰ ξαναβρεῖ κανεὶς τὴν
χαµένη «ἱκανότητα νὰ φλέγεται, µόλις ἔρχεται εἰς ἐπαφὴν µὲ τὸ πῦρ τῆς ἐµπνεύσεώς του· ὄχι νὰ γίνη
εἰδικὸς εἰς τὸν καταρτισµὸν ἀρχαιολογικῶν συλλογῶν ἀπεξηραµένων βοτάνων», καὶ προσθέτει λίγο
παρακάτω ὅτι «ἡ πρόταση Φλωρόφσκυ γιὰ ἐπιστροφὴ στὸ πνεῦµα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἔλαβε
διαστάσεις καθολικότητας ἐντός τῶν ὁρίων τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας. Σὲ ὅλα τα µήκη καὶ πλάτη τῆς
Ὀρθοδοξίας ἡ ἐπιστροφὴ στοὺς Πατέρες τῆς ἐκκλησίας, γιὰ τὴν ὁποία οὐκ ὀλίγο συνέβαλαν καὶ
δυτικοὶ θεολόγοι, ἡ κίνηση τῆς Ὀξφόρδης γιὰ παράδειγµα, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἄλλοι, καθὼς καὶ ἡ
ἀνακάλυψη τοῦ πνεύµατός τους ποὺ ἔµοιαζε νὰ χάνεται πίσω ἀπὸ τὴν ἀκρίβεια τοῦ γράµµατος, ἦταν
τὸ νέο ζητούµενο, ἡ ἐλπίδα γιὰ µιὰ νέα ἀρχή. Δυστυχῶς ὅµως αὐτὴ ἡ καθολικότητα φαίνεται πὼς
ἔφτασε στὸ µεδούλι τῆς θεολογίας, ἀλλὰ ἐξάντλησε τὴ δύναµή της στὰ γλωσσικὰ ὅρια καὶ ἔλαβε τὸν
χαρακτήρα µιᾶς ἐπιφανειακῆς µανιέρας ποὺ ἀδυνατοῦσε ἀπὸ µόνη της νὰ ὁλοκληρωθεῖ καὶ
ταυτόχρονα νὰ ὁλοκληρώσει τὴ σύγχρονη θεολογικὴ ἀγωνία».
61
Βλ. σχετικὰ Μητροπολίτου Περγάµου Ἰωάννου Ζηζιούλα, Θεολογία 81, ὅπ. παρ., σελ. 39.
62
Φυσικὰ ἀναφερόµαστε στοὺς Φλωρένσκυ, Μπουλγκάκοφ καὶ Λόσκυ, οἱ ὁποῖοι τόνισαν ἰδιαιτέρως
τὸν ρόλο τῆς Πνευµατολογίας στὴν Ἐκκλησιολογία, σὲ ἀντίθεση µὲ τὸν Φλωρόφσκυ ποὺ ὑποστήριζε
ὅτι ἡ Ἐκκλησιολογία εἶναι µέρος τῆς Χριστολογίας.
63
Ἡ θέση αὐτὴ τοῦ Φλωρόφσκυ εἶναι διάχυτη σὲ ὅλο το ἔργο τοῦ Τὸ σῶµα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ. Βλ.
σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Τὸ σῶµα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, Μιὰ ὀρθόδοξη ἑρµηνεία τῆς Ἐκκλησίας,
µτφρ. Ι.Κ. Παπαδόπουλος, Ἐκδόσεις Ἁρµός, Ἀθήνα 1999.
64
Βλ. σχετικὰ τὴν πολὺ καλὰ τεκµηριωµένη µελέτη τοῦ Ἀγραπίδη Κωνσταντίνου, «Ὁ Χριστοµονισµὸς
κι ὁ Πνευµατοµονισµὸς στὴν Ἐκκλησιολογία», στὸ http://agrapidis.webnode.com/.

41
µὲ ἄλλους Ρώσους, ὅπως ὁ Alexis Khomiakov65 κ.α., οἱ ὁποῖοι τόνισαν, ἀπὸ
ἀντίθεση πρὸς τὴ Δύση, τόσο πολὺ τὴν Πνευµατολογία, ὥστε ὁδήγησαν τὴν
Ἐκκλησιολογία σ’ ἕνα τέλµα, ἀφοῦ θεώρησαν ὅτι ἀποτελεῖ κεφάλαιο τῆς
Πνευµατολογίας· ὅτι εἶναι δηλαδὴ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος ἡ Ἐκκλησία
καὶ παρανόησαν τὴν ἐξ ὁλοκλήρου Χριστολογικῆ τῆς βάση.
Ἡ Ἐκκλησιολογία, θεωροῦµε ὅτι πρέπει νὰ τεθεῖ σὲ µιὰ στερεὴ βάση, σὲ
µιὰ ἀταλάντευτη γραµµὴ ποὺ εἶναι ἡ Χριστοκεντρικὴ Ἐκκλησιολογία. Δὲν
µπορεῖ νὰ εἶναι Πνευµατοκεντρικὴ διότι, ἡ οὐσία, ἡ φύση καὶ ὁ σκοπὸς τῆς
Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀνακεφαλαίωση τῶν πάντων ἐν Χριστῷ, πράγµα ποὺ
σηµαίνει ὅτι κεφαλή της ἀπὸ τὴν ἡµέρα τῆς Πεντηκοστῆς, δὲν εἶναι οὔτε τὸ
πρῶτο, οὔτε τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, παρὰ µονάχα τὸ δεύτερο· ὁ
Σαρκωµένος δηλαδὴ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐδῶ θὰ ἐπιµείνουµε ὅτι δὲν εἶναι
αὐτὸ Χριστοµονισµός, ἀλλὰ ὁ ἀπαραίτητος στὴν Ἐκκλησιολογία
Χριστοκεντρισµός.
Κλείνοντας τὴν ἀναφορά µας στὸ χριστολογικὸ δόγµα καὶ τὴν θεώρηση
τῆς ἐκκλησίας µὲ βάση αὐτὸ, τίθεται ἕνα κρίσιµο ἐρώτηµα, ἂν ὄχι δίλληµα. Τὸ
ἐρώτηµα ἀφορᾶ στὴν ἐπιλογὴ µεταξὺ ἑνὸς Χριστοµονισµοὺ κι ἑνὸς
Πνευµατοµονισµοὺ ἢ µιᾶς Πνευµατολογικῆς Ἐκκλησιολογίας· ἄλλως στὸ
ἐρώτηµα µεταξύ, ἀφ’ ἑνὸς µιᾶς Τριαδολογικῆς Ἐκκλησιολογίας ἢ ἁπλῶς µιᾶς
οἰκονοµικῆς Χριστοκεντρικῆς, ἢ ἀπὸ τ’ ἄλλο µέρος µιᾶς Χριστοµονιστικῆς
Ἐκκλησιολογίας; Σαφέστατα καὶ ἐπιλέγουµε τὸ πρῶτο δίχως διασταγµό. Ὁ
ρόλος, πάντως, τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος δὲν πρέπει ποτὲ νὰ µᾶς ὁδηγήσει σὲ µιὰ
Ἐκκλησιολογία ποὺ δὲν θὰ εἶναι κτισµένη ἐπάνω στὴ Χριστολογία, ἐπάνω στὸ
πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.

2. Πνευµατολογία. Ἡ Θέση τοῦ Φλωρόφσκυ


Στὴν προηγούµενη ἑνότητα ἀναφερθήκαµε στὴν Χριστολογικὴ διδασκαλία
καὶ τὴν θέση ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ Φλωρόφσκυ, ποὺ µᾶς ἀφορᾶ ἄµεσα. Ὅµως ἡ θέση
αὐτὴ διαστρεβλώθηκε σὲ µεγάλο βαθµὸ στὴ Δύση ὀδηγώντας σὲ ἕνα ἄκρατο
Χριστοµονισµό, ποὺ µὲ τὴ σειρὰ τοῦ κατέληξε στὴν παραγωγὴ τῆς
65
Γιὰ τὴν ἄποψή του σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ σηµαντικότερα θέµατα βλ. σχετικὰ Alexis Khomiakov, The
Church is one, στὸ http://www.westernorthodox.com/khomiakov.

42
Πνευµατολογίας, ὥστε νὰ ἀντιµετωπιστεῖ ἐπιτυχῶς ἡ διαστρεβλωµένη αὐτὴ
θέση τοῦ Χριστοµονισµοῦ.
Ἂν καὶ ἡ διαπραγµάτευση γιὰ τὴν διδασκαλία περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος
εἶναι ἕνα ζήτηµα δύσκολο, ἀλλὰ καὶ κρίσιµο λόγω τῆς ὑφῆς του καὶ κυρίως
λόγω τῆς ἔλλειψης σύγχρονης βιβλιογραφίας καὶ δὴ ὀρθόδοξης, ἀφοῦ ὅσον
ἀφορᾶ τὴν δύση, σὲ ἀντίθεση µὲ τὴν ἀνατολὴ, ὑπῆρξε πλούσια παραγωγὴ
µελετῶν, ὡς πρὸς τὸ Ἅγιο Πνεῦµα, ἂν καὶ µακριὰ ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ἀντίληψη
καὶ διδασκαλία, ὅπως ἄλλωστε ἀποδεικνύει καὶ ἡ διδασκαλία περὶ filioque.
Μπορεῖ στὴν ὀρθόδοξη µερίδα νὰ ὑπάρχει ἔλλειψη τέτοιου εἴδους
µελετῶν, ὑπάρχει ὡστόσο πλῆθος χωρίων στὴν Καινὴ Διαθήκη, τὰ ὁποῖα θὰ
µποροῦσαν νὰ καλύψουν αὐτὴ τὴν ἔλλειψη. Ὡστόσο ὅπως ἐπισηµαίνει ὁ
ἀείµνηστος καθηγητὴς Στογιάννος «εἶναι δύσκολον νὰ σχηµατίση τὶς ἀκριβῆ
εἰκόνα τῆς περὶ Ἁγίου Πνεύµατος ἀντιλήψεως τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς, τοῦτο
µὲν διὰ τὴν ποικιλίαν τῶν ἀπόψεων τοῦτο δὲ διὰ τὸν εὐκαιριακὸν χαρακτήρα
τῶν πλείστων ἐκφράσεων».66
Ἔτσι λοιπὸν πρωτίστως γιὰ τὴν ἀντιµετώπιση τοῦ χριστοµονισµοῦ τῆς
Δυτικῆς θεολογίας, πολλοὶ ὀρθόδοξοι θεολόγοι προσπάθησαν νὰ συνθέσουν
µιὰ ἰδιάζουσα ὁµολογιακὴ καὶ δογµατικὴ σύνθεση µὲ κύριο χαρακτηριστικὸ
τὴν Ἁγιοπνευµατικὴ θεώρηση τῆς Ἐκκλησιολογίας. Αὐτὸ συνέβη κυρίως σὲ
ἐπιστήµονες τῆς θεολογίας, ποὺ πρόσκειντο στὴ λεγόµενη σλαβόφιλη καὶ
σλαβόφωνη κάστα διαννοουµένων καὶ θεολόγων. Σὲ αὐτοὺς εἶναι ὁλοφάνερη ἡ
προτίµηση ὑπὲρ τῆς Πνευµατολογίας ἔναντι τῆς Χριστολογίας, φτάνοντας
µάλιστα µέχρι τὴν ἀκραία θέση περὶ αὐτονοµίας τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος. Αὐτὴ
τὴ θέση διατύπωσαν διάφοροι µελετητὲς καὶ καθηγητές, κυρίως ὅµως ὁ Βλ.
Λόσκυ, ἐρχόµενος µάλιστα καὶ σὲ ἀνοικτὴ ἀντιπαράθεση µὲ τὸν συνάδελφό
του π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ.
Ὁ ρωσικῆς καταγωγῆς καὶ διάσηµος θεολόγος τῆς διασπορᾶς Βλ. Λόσκυ
ὑποστήριξε τὴν ἀνεξάρτητη καὶ διακεκριµένη οἰκονοµία τοῦ Πνεύµατος ἀπὸ
ἐκείνη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπεχείρησε τὴ θεολογικὴ συστηµατοποίηση τῶν

66
Βλ. σχετικά Το «Ἅγιον Πνεῦµα», ἐπιµέλεια Ἰωάνου Ε. Ἀναστασίου, χ.ε., Θεσσαλονίκη 1971, σέλ. 7.

43
παραπάνω τάσεων.67 Ὁ Χριστὸς µέσα ἀπὸ τὴ λειτουργικὴ καὶ θεσµικὴ
ἱεράρχηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἐξασφαλίζει καὶ διασφαλίζει τὴν ἑνότητα
τῆς φύσης τοῦ Σώµατος τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι γεγονὸς ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦµα µὲ
τὴν διαρκῆ παρουσία τοῦ ἐπενεργεῖ σὲ κάθε διαφορετικὴ καὶ ἰδιάζουσα
ὕπαρξη, ποὺ χαρακτηρίζει τὴν πολλαπλότητα τῶν ἀνθρωπίνων προσώπων.
Ὡστόσο δὲν µποροῦµε νὰ µὴν διακρίνουµε σὲ αὐτὴ τὴν ἑρµηνεία καὶ
προσέγγιση, ποὺ προσπαθεῖ ὁ Λόσκυ, τὴν παρανόηση ποὺ χαρακτηρίζει τὴν
σκέψη του, ὥστε νὰ τὸν ὁδηγεῖ σὲ διαχωρισµὸ τῆς Χριστολογίας καὶ τῆς
Πνευµατολογίας, ὄχι ὡς σύνθεσης, ἀλλὰ ὡς δύο διαφορετικὲς ἀντιλήψεις.
Αὐτὸ ἔχει ὡς ἀποτέλεσµα ὁ Λόσκυ νὰ κάνει λόγο γιὰ δύο διαφορετικὲς
οἰκονοµίες· τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος ἐννοώντας προφανῶς, ὅτι ἡ
Οἰκονοµία τοῦ Χριστοῦ βρίσκεται στὴν ὑπηρεσία τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος τὸ
ὁποῖο καὶ ἐξασφαλίζει τὴν παρουσία τοῦ Λόγου στὶς καρδιὲς τῶν µελῶν τῆς
Ἐκκλησίας, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅτι ἡ Οἰκονοµία τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος βρίσκεται
ἐξ ἀρχῆς στὴν δούλεψη τοῦ Λόγου τοῦ Κυρίου.
Ἡ διάκριση ὅµως δύο Οἰκονοµιῶν στὰ πλαίσια τῆς Ἐκκλησίας προκαλεῖ
ἐρωτήµατα, ποὺ ναὶ µὲν θὰ µποροῦσαν νὰ θεωρηθοῦν βάσιµα, καθὼς σύµφωνα
µὲ τὴν ρήση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «καὶ αὐτὸν (ἔνν. ὁ Χριστὸς) ἔδωκε
κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τῇ ἐκκλησία, ἥτις ἐστὶ τὸ σῶµα αὐτοῦ, τὸ πλήρωµα τοῦ
τὰ πάντα ἐν πάσι πληρουµένου» (ἐννοεῖται τὸ Ἅγιο Πνεῦµα),68 φαίνεται ἐξ
ὁρισµοῦ νὰ δηµιουργοῦνται δύο ἰσχυροὶ πόλοι µέσα στὴν Ἐκκλησία, ὁ
καθένας ἀπὸ τοὺς ὁποίους ταυτίζεται µὲ τὸ δεύτερο καὶ τρίτο πρόσωπο τῆς
Ἁγίας Τριάδας, ὡστόσο αὐτὸ ἀποτελεῖ µέγα λάθος ποὺ ὁδήγησε τὸν Λόσκυ
στὴν διάζευξη τοῦ ἔργου Λόγου καὶ Πνεύµατος στὸ πλαίσιο τῆς Θείας
Οἰκονοµίας.
Παρατηροῦµε, ὅτι ἡ ἄποψη αὐτὴ τοῦ Λόσκυ µᾶς ὠθεῖ, λανθασµένα
βεβαίως, νὰ ἀναρωτηθοῦµε ἂν τελικῶς ὑφίσταται ξεχωριστὸ Ἁγιοπνευµατικὸ
Ἔργο καὶ ἐκ τῶν συναγοµένων νὰ καταλήξουµε, ὅτι σὲ κάποιες στιγµὲς τῆς
Ἐκκλησίας, ἂν ὄχι διαρκῶς, ἡ Κεφαλή της, ποὺ εἶναι ὁ Σαρκωµένος Χριστός,

67
Βλ. σχετικὰ Κ. Ἀγόρα, Στ. Γιαγκάζογλου, Π. Ν. Λουδοβίκου, Στ. Φωτίου, Δόγµα, Πνευµατικότητα
καὶ Ἦθος τῆς Ὀρθοδοξίας, τόµος Α΄, Ἐκδόσεις Ε.Α.Π., Πάτρα 2002, σελ. 183.
68
Βλ. Ἐπιστολὴ Ἀποστόλου Παύλου, Πρὸς Ἐφεσίους, 1, 22 – 23.

44
ἐµφανίζεται ἀµέτοχη, ἂν ὄχι ἀποῦσα, ἀπὸ τὴ ζωή της. Στὸ Χριστὸ φυσικὰ
ἀπαντᾶ οἱαδήποτε ἀναγκαστικὴ καὶ ὑποχρεωτικὴ χαρισµατικὴ καὶ
ἱστορικοµορφικὴ ἀντίληψη τῆς Ἐκκλησίας, ἀντίθετα µὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦµα, ποὺ
ἐµπνέει κάθε ἐλεύθερη καὶ ὑποκειµενικὴ διάσταση. Ὁ Λόσκυ µὲ ἁπλὰ λόγια
θεωρεῖ, ὅτι τὰ δύο πρόσωπα προερχόµενα ἀπὸ τὸν αἴδιο Πατέρα
ἀναλαµβάνουν νὰ ἐπιτελέσουν δύο οἰκονοµίες, ὥστε τὸ Ἅγιο Πνεῦµα νὰ
ὁλοκληρώνει τελικὰ ἐκεῖνο τὸ ἔργο ποὺ ξεκίνησε ὁ Υἱός.69
Στὶς θέσεις αὐτὲς τοῦ Λόσκυ, τὶς ὅποιες οὐκ ὀλίγοι θὰ συµµερίζονταν,
µόνο καὶ µόνο γιὰ νὰ ἀντιταχθοῦν καὶ νὰ ἀποτρέψουν τοὺς κινδύνους ποὺ
ἐγκυµονεῖ ἡ χριστοµονιστικὴ ἀντίληψη περὶ Ἐκκλησίας, ἀντιτάχθηκε ὁ
Φλωρόφσκυ ἤδη ἀπὸ τὸ 1954, ὅπως µᾶς ἐπισηµαίνει ὁ Σταῦρος
Γιαγκάζογλου.70 Πουθενὰ στὴν διδασκαλία τοῦ Φλωρόφσκυ δὲν θὰ
συναντήσουµε θέσεις, ποὺ νὰ συµµερίζονται τὶς ἀπόψεις τοῦ Λόσκυ. Ὁ π.
Γεώργιος πίστευε ἀκράδαντα ὅτι ἡ Οἰκονοµία τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος ἔχει ὡς
ἀποτέλεσµα τὴν ὑποβάθµιση τῆς Οἰκονοµίας τοῦ Χριστοῦ, καθὼς µεταφέρει
ὅλο το δυναµικὸ χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας στὸ Ἅγιο Πνεῦµα καὶ τὸ ἔργο Του.
Μᾶλλον διέκρινε στὸν Λόσκυ τὴν πρόθεση νὰ ἀναγάγει τὴν Ἐκκλησία ὡς
Σῶµα Χριστοῦ σὲ µιὰ στατική, ἀσάλευτη δοµὴ καὶ µόνον ὅσον ἀφορᾶ τὴν
πνευµατικότητά της νὰ ἔχει δυναµικὸ χαρακτήρα. Εἶναι, πιστεύουµε,
διφορούµενο νὰ ἀνάγουµε τὴν ὀργανικὴ θέση τῆς Ἐκκλησίας στὸ Χριστὸ καὶ
τὴν προσωπικὴ θέση νὰ τὴν ἐντάσσουµε στὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος λέει
χαρακτηριστικὰ ὁ Φλωρόφσκυ.71 Ὅπως ἐπίσης εἶναι τὸ ἴδιο παραπλανητικὸ νὰ
µιλᾶµε γιὰ τὴ χριστολογικὴ δοµὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἀποδίδουµε τὸν ὅλο
δυναµισµό της στὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Τριάδος. Κι αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι, ποὺ
προσπαθεῖ νὰ ὑποστηρίξει ὁ Λόσκυ. Ὅµως αὐτὸ θὰ µᾶς ὁδηγήσει σὲ ἕνα

69
Ὁ Λόσκυ σηµειώνει ἐπ’ αὐτοῦ «διὰ τὸν λόγον αὐτόν, ἡ προσωπικὴ ἔλευσις τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος
δὲν θὰ ἔχει χαρακτήρα ἐξηρτηµένου τινὸς ἔργου, ἐνεργουµένου οὕτως εἰπεῖν ἐν σχέσει πρὸς τὸ ἔργον
τοῦ Υἱοῦ». Βλ. σχετικὰ Vladimir Losky, Ἡ Μυστικὴ Θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, µτφρ.
Πρεσβυτέρα Στέλλα Πλευράκη, Ἐκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1973,2 σελ. 186. Πρβλ. γιὰ µιὰ
πλήρη καὶ ἐµπεριστατωµένη ἔκθεση τῆς θέσης τοῦ Λόσκυ ὅσον ἀφορᾶ τὸ θέµα τῆς Πνευµατολογίας,
Σταύρου Γιαγκάζογλου, «Φλωρόφσκυ καὶ Λόσκυ. Σχόλια στὴ θεολογικὴ διαµάχη γιὰ τὸ πρόβληµα
τῶν δύο Οἰκονοµιῶν», Θεολογία 81, τεῦχος 4ο, Ὀκτώβριος – Δεκέµβριος 2010, σελ. 187 – 204.
70
Βλ. σχετικὰ Σταύρου Γιαγκάζογλου, Δόγµα, Πνευµατικότητα καὶ Ἦθος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπ. παρ.,
σελ. 194.
71
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέµατα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, Ἐκδόσεις Ἄρτος ζωῆς, Ἀθήνα
1973, σελ. 182.

45
δύσβατο µονοπάτι, δίχως τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὴν Ἐκκλησία. Ἀκόµη
καὶ ἂν ὑπάρξει αὐξηµένος ρόλος τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος εἶναι ἀπολύτως
ἀδύνατο νὰ ὁδηγήσει σὲ µιὰ ἀσφαλῆ θεώρηση τῆς Ἐκκλησιολογίας, ἀφοῦ δὲν
θὰ ὑφίστανται τὰ χριστολογικὰ θεµέλιά της. Δίχως τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ
Χριστοῦ στὸ κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὅσο µεγάλη κι ἂν εἶναι ἡ
ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος, δὲν µπορεῖ νὰ ἐξασφαλιστεῖ ἡ
ἐκκλησιολογικὴ πληρότητα.
Ὁ Φλωρόφσκυ ὁρµώµενος καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸ χωρίο τοῦ Ἀποστόλου
Παύλου στὴν «Πρὸς Ἐφεσίους» ἐπιστολή του, ἀντιµετωπίζει σθεναρὰ τὶς
ἀπόψεις τοῦ Λόσκυ. Ἐρµηνεύοντας τὸ σχετικὸ χωρίο, βλέπει τὴν Ἐκκλησία ὡς
τὸ Σῶµα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, καὶ πὼς αὐτὴ δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἐπέκταση καὶ τὸ
πλήρωµα τῆς Ἐνανθρώπησής Του·72 συνδέοντας µάλιστα τὶς θέσεις τοῦ Ἁγίου
Νικολάου Καβάσιλα, ὅπως σηµειώνει ὁ Σταῦρος Γιαγκάζογλου, ὡς πρὸς τὴν
περιγραφὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τῇ βάσει τῶν Μυστηρίων,73 βλέπει ὡς πηγὴ τῆς
µυστηριακῆς αὐτῆς ζωῆς τὸ γεγονὸς τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος καὶ
τὴν Πεντηκοστή, ὅπου καὶ θεµελιώνεται τὸ πλήρωµα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἂν καὶ οἱ θέσεις αὐτὲς τοῦ Λόσκυ ἔτυχαν εὐρύτερης διάδοσης στὸν χῶρο
τῆς ὀρθοδοξίας καὶ ὄχι µόνο,74 ὁ Φλωρόφσκυ ἐπέµεινε σθεναρὰ στὴν θέση
του, ὅτι ἡ Ἐκκλησιολογία εἶναι κεφάλαιο τῆς Χριστολογίας καὶ ὄχι τῆς
Πνευµατολογίας, ἀφοῦ ὅπως προαναφέραµε στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ
θεµελιώνεται, ὑφίσταται καὶ ἀνακαινίζεται καθετὶ ἐπὶ γῆς. Καὶ ὅλα αὐτά, χωρὶς
νὰ µειώνει διόλου τὴν θέση καὶ τὴν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος στὴν ζωὴ
τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι λοιπὸν χαρακτηριστικὰ καὶ ἄκρως κατατοπιστικά τα
λόγια τοῦ µεγάλου ρώσου θεολόγου: «καµία συνεπὴς Ἐκκλησιολογία δὲν
µπορεῖ νὰ οἰκοδοµηθεῖ, χωρὶς ἡ κεντρικὴ θέσις τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ ἐνσαρκωθέντος
Κυρίου καὶ Βασιλέως τῆς Δόξης, νὰ γίνει ἀνεπιφύλακτα ἀποδεκτή».75

72
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Τὸ σῶµα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, Μιὰ ὀρθόδοξη ἑρµηνεία τῆς
Ἐκκλησίας, µτφρ. Ι.Κ. Παπαδόπουλος, Ἐκδόσεις Ἁρµός, Ἀθήνα 1999, σελ. 39 κ.ε..
73
Βλ. σχετικὰ Σταύρου Γιαγκάζογλου, Δόγµα, Πνευµατικότητα καὶ Ἦθος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπ. παρ.,
σελ. 195.
74
Βλ. σχετικὰ Σταύρου Γιαγκάζογλου, Δόγµα, Πνευµατικότητα καὶ Ἦθος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπ. παρ.,
σελ. 197.
75
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέµατα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, Ἐκδόσεις Ἄρτος ζωῆς, Ἀθήνα
1973, σελ. 187.

46
Ὁ Φλωρόφσκυ ἀπὸ τὴν ἄλλη δὲν πῆρε θέση ἔναντι τῆς Πνευµατολογίας
τοῦ Boulgakoff, ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ θαύµαζε καὶ τιµοῦσε ἰδιαιτέρως καὶ µὲ
τὸν ὁποῖο, ὅπως ἀναφέραµε στὸ πρῶτο µέρος, ἦρθε σὲ ἀνοικτὴ θεολογικὴ
ρήξη πάνω στὸ ζήτηµα τῆς Σοφιολογίας76 (ποὺ δὲν µᾶς ἀφορᾶ στὴν παροῦσα).
Ἂν καὶ ὅσον ἀφορᾶ τὴν Πνευµατολογία τοῦ ὁ Μπουλγκάκοφ δὲν συνάντησε
ἰδιαίτερες ἀντιδράσεις παρὰ τὸ ὅτι πολλοὶ χαρακτήριζαν τὴν Πνευµατολογία
του ὡς «Σοφιολογικῆ Πνευµατολογία».77
Ὁ Μπουλγκάκοφ ξεκινώντας λογικὰ ἀπὸ τὸ πρῶτο πρόσωπο τῆς Τριάδος,
βλέπει τὸν Θεὸ Πατέρα νὰ γεννᾶ τὸν Υἱὸ καὶ νὰ ἐκπορεύει τὸ Ἅγιο Πνεῦµα,
ἐπισηµαίνοντας δὲ τὸ ἰδιαίτερο χαρακτηριστικὸ τῆς αἰδιότητας καὶ ἀγεννησίας
τῆς ὑπόστασης τοῦ Πατρός. Ἡ ἐκπόρευση δὲ αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος ἔχει
ὡς ἀποτέλεσµα, µέσα ἀπὸ τὸν προβαλλόµενο Υἱό, νὰ συµβάλει στὴν
ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ὁ ὁποῖος εἶναι καὶ τὸ κέντρο τῆς τριαδολογίας
καὶ τῆς ἐπ’ αὐτοῦ διδασκαλίας. Βλέπουµε ἐδῶ λοιπὸν νὰ διατυπώνει τὶς
σπερµατικὲς διδαχὲς τῶν Πατέρων ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ, ὅπως γιὰ
παράδειγµα «αἰτία» κ.α. Ἂν καὶ βλέπει ὅτι «ἐν ἀρχὴ ἣν ὁ Λόγος», στέκεται στὸ
σηµεῖο τῆς Ἐνανθρωπήσεως µέσω τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος, καὶ ὁ
συνδυασµὸς αὐτὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος καὶ τοῦ Λόγου, εἶχε ὡς ἀποτέλεσµα
ὄχι µόνο τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὸν κόσµο ἀλλὰ καὶ τὴ συνακόλουθη
Σοφία Του.78

3. Ἡ διδασκαλία τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ γιὰ τὴν


Ἐκκλησία

α) Τί εἶναι Ἐκκλησία;

Εἶναι γεγονὸς πὼς σὲ ὅλα τὰ δογµατικὰ βιβλία ποὺ πέρασαν ἀπὸ τὰ χέρια
µας, ὑπάρχει ἕνα κοινὸ στοιχεῖο, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸν ὁρισµὸ τῆς

76
Βλ. σχετικὰ George H. Williams, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Εἰσαγωγὴ στὴ σκέψη του, µτφρ. Θανάσης
Παπαθανασίου, ἐκδόσεις Παρουσία, Ἀθήνα 1989, σελ. 50 κ.ε.
77
Βλ. σχετικά Το «Ἅγιον Πνεῦµα», ὅπ. παρ., σελ. 211.
78
Βλ. σχετικὰ γιὰ τὸ ζήτηµα τῆς Πνευµατολογίας τοῦ Μπουλγάκοφ στὸ Τὸ «Ἅγιον Πνεῦµα», ὅπ. παρ.,
σελ. 202 κ.ε.

47
Ἐκκλησίας, στὸν ὁποῖο ἡ πλειοψηφία τῶν συγγραφέων µάλιστα συµφωνεῖ. Ὁ
ὁρισµὸς ὅπως τὸν παραθέτει ὁ Νίκος Ματσούκας λέει:79 «ἡ Ἐκκλησία εἶναι
θεῖο καθίδρυµα ἐπὶ γῆς, ἔχοντας τὴν προέλευσή του ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ
τοὺς Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι µεταβιβάζουν τὴν ἐξουσία στοὺς ἐπισκόπους. Τὸ
σῶµα τῆς Ἐκκλησίας νοεῖται ἱεραρχικὰ ὡς κλῆρος καὶ λαός, µέσα σὲ ἱστορικὰ
διοικητικὰ καὶ θεολογικὰ περιγράµµατα».80
Καθίδρυµα λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία ἢ ζωντανὸς ὀργανισµὸς ποὺ ἄγει τὴν δοµή
του ἀπὸ τὴν κοινωνία ὡς ἕνωση τῶν µελῶν ἐν Χριστῷ; Τὸ ἐρώτηµα αὐτὸ εἶναι
ξεκάθαρο ἂν µελετήσει κανεὶς τὸν παραπάνω ὁρισµό. Ὡστόσο δὲν µποροῦµε
µὲ ἀσφάλεια νὰ ἀπαντήσουµε σὲ αὐτὸ τὸ ἐρώτηµα τὴ στιγµὴ µάλιστα ποὺ ἡ
πλειοψηφία τῶν δογµατολόγων δὲν ὁµοφωνεῖ, ἀλλ’ ἀντιθέτως ὑπάρχει µερίδα
ποὺ θέτει τὸ ζήτηµα καθιδρυµατικὰ καὶ µερίδα ποὺ θέτει σὲ προτεραιότητα τὴν
ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινωνία. Ἀκόµη καὶ σπουδαῖοι δάσκαλοι τῆς
δογµατικῆς, ὅπως ὁ µακαριστὸς Παναγιώτης Τρεµπέλας, δὲν µπόρεσαν νὰ
δώσουν ἕναν σαφῆ ὁρισµὸ γιὰ τὴν Ἐκκλησιολογία βασιζόµενο στὶς ἔννοιες
τοῦ καθιδρύµατος καὶ τῆς κοινωνίας.81
Ἑποµένως ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ συνάµα ἡ θεολογία βρίσκεται σὲ
παράδοξο ἀδιέξοδο, ἀφοῦ σὲ πολλὲς περιπτώσεις ταυτίζεται µὲ τὴν
ρωµαιοκαθολικὴ ἀντίληψη περὶ θείου καθιδρύµατος τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο
ὅµως καταλήγει σύντοµα ἀκραῖο καὶ ἐπικίνδυνο, ἀφοῦ συναρτᾶται µὲ τὴν
ἀπολύτως λανθασµένη ἄποψη, ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δὲν ἔχει ἀναπτύξει
Ἐκκλησιολογία.82 Αὐτὸ τὸ παράδοξο προσπάθησε ὁ Φλωρόφσκυ νὰ
ἀποσαφηνίσει.

79
Πρέπει νὰ ἐπισηµάνουµε, ὅτι ὁ ἀείµνηστος Νίκος Ματσούκας ἐπουδενὶ δὲν δέχθηκε τὸν παραπάνω
ὁρισµὸ ὡς πλήρη καὶ ὁλοκληρωµένο, ἀφοῦ πίστευε ὅτι «τὴν Ἐκκλησιολογία δὲν εἶναι διόλου
ἀπαραίτητο νὰ τὴν ἐντοπίσουµε σὲ λογικῶς διαρθρωµένα καὶ κλειστὰ συστήµατα µιᾶς παράδοσης».
Γι’ αὐτὸ καὶ, ὅπως ὁ ἴδιος ὑπογραµµίζει, «ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἕνα εὐρύτατο φάσµα φυσικῆς, ἱστορικῆς
καὶ πνευµατικῆς διάστασης. Κάθε ὁριοθέτηση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πάντοτε σχηµατικὴ καὶ προσωρινή
[…]. Ὅλα εἶναι δυνάµει Ἐκκλησία καὶ καλοῦνται γιὰ τὸν ἁγιασµό. Ὑπάρχουν περιοχὲς διαβρωµένες,
ἀλλὰ ὄχι βέβηλες. Ἡ κτίση εἶναι πάντοτε ἡ δηµιουργία, τῆς ὁποίας ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ εἰκόνα της».
Βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Δογµατικὴ καὶ Συµβολικὴ Θεολογία Β΄, Ἐκδόσεις Παναγιώτη Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη 2004,2 σελ. 351 κ.ε.
80
Βλ. Νίκου Α. Ματσούκα, Δογµατικὴ καὶ Συµβολική, ὅπ. παρ., σελ. 352.
81
Βλ. σχετικὰ Παναγιώτη Τρεµπέλα, Δογµατικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόµος Β΄,
ἐκδόσεις ὁ Σωτήρ, Ἀθήνα 2003,3 σελ. 317 κ.ε.
82
Βλ. σχετικὰ Νίκου Α. Ματσούκα, Δογµατικὴ καὶ Συµβολική, ὅπ. παρ., σελ. 353.

48
Ἡ θέση αὐτὴ φυσικὰ ἀναιρεῖται ἂν µελετήσει κάποιος τὴν πατερικὴ
γραµµατεία καὶ θεολογία, ἡ ὁποία φυσικὰ δὲν ὑφίσταται κατὰ τὰ δυτικὰ
πρότυπα.83 Στὴν ὀρθόδοξη ὅµως Παράδοση καὶ διδασκαλία τὰ πάντα, ἀπὸ τὴν
Θεολογία, τὴν Τριαδολογία καὶ τὴν Χριστολογία, µέχρι τὴν ἐµπειρία τῶν
θαυµάτων καὶ τοῦ βιωµατικοῦ τρόπου ἔκφανσης τῆς Ἐκκλησίας,
ἀναπτύχθηκαν µὲ τελείως διαφορετικὸ τρόπο ἀπὸ τὴ δύση, στηριζόµενα
πάντοτε στὴν διπλὴ µεθοδολογία τῶν Πατέρων καὶ ὄχι στὴν σχολαστικὴ
θεολογία τῆς Δύσεως, ἡ ὁποία µὲ τὴν διαλεκτικὴ µέθοδο προσπάθησε νὰ
φτάσει στὴν θέαση τοῦ Θεοῦ, σὲ ἀντίθεση βεβαίως µὲ τὴν ἀποδεικτικὴ µέθοδο
τῶν ὀρθοδόξων οἱ ὁποῖοι στηρίζονταν πάντοτε στὸ βίωµα, στὴν ἐµπειρία µέσα
στὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ ἀποδείξουν τὶς θέσεις τους.
Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία δὲν προχώρησε σὲ καµία ἐνέργεια
αὐτοπροσδιορισµοῦ της στὰ στενὰ δογµατικὰ πλαίσια, ποὺ χαρακτηρίζουν τὶς
λοιπὲς διδασκαλίες, καὶ ἔχουν διαµορφωθεῖ, θεσπιστεῖ καὶ ἀναγνωριστεῖ ἀπὸ
κάποια Οἰκουµενικὴ Σύνοδο, ὅπως γιὰ παράδειγµα τὸ Τριαδολογικὸ ἢ τὸ
Χριστολογικὸ δόγµα. Ὅµως οὔτε καὶ οἱ Πατέρες84 προχώρησαν σὲ κάποιο
ὁρισµό της, ἀφοῦ τουλάχιστον στὰ πλαίσια τῆς Ἀνατολικῆς Παράδοσης ἡ
Ἐκκλησία ἀποτελοῦσε βίωµα καὶ ἐµπειρία στὸ πλήρωµα καὶ ἦταν εὐκολότερο
νὰ περιγραφεῖ συµβολικὰ παρὰ νὰ ὁρισθεῖ. Ἡ κατάσταση αὐτὴ ἂν καὶ
ἰδιάζουσα ἐξ ἀρχῆς, καθὼς θὰ ἀνέµενε κανεὶς ἕνα βραδυφλεγὲς ζήτηµα στὴν
οὐσία καὶ τὴν φύση του, ὅπως ἡ διδασκαλία περὶ Ἐκκλησίας, νὰ ἀποτελέσει
ἀντικείµενο εὐρυτάτης ἐρεύνης καὶ µελέτης στὰ πλαίσια τῶν οἰκουµενικῶν
ζυµώσεων, ποὺ λαµβάνουν χώρα ἤδη ἀπὸ τὸν προηγούµενο αἰώνα, δὲν ἔχει
προκαλέσει ἢ µᾶλλον καλύτερα ἀποτελέσει τὸν καρπὸ γόνιµης ἀνάπτυξης
θεολογικῶν ἀπόψεων σὲ εὐρύτερο πλαίσιο πέραν τοῦ ὀρθοδόξου χώρου, καὶ οἱ
ὅποιες προσεγγίσεις ἀφοροῦν µεµονωµένες προσπάθειες διορατικῶν καὶ
προοδευτικῶν προσωπικοτήτων.

83
Βλ. σχετικὰ Νίκου Α. Ματσούκα, Δογµατικὴ καὶ Συµβολική, ὅπ. παρ., σελ. 353.
84
Γιὰ τὴν Χριστολογία στοὺς Πατέρες βλ. Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου, Ὀρθόδοξο δόγµα καὶ θεολογικὸς
προβληµατισµός. Μελετήµατα δογµατικῆς θεολογίας Β΄ καὶ Γ΄, Ἐκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη
2000 καὶ 2007 ἀντίστοιχα.

49
Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ὄντας µία ἐξ αὐτῶν, σηµάδεψε τὴν θεολογικὴ
σκέψη σὲ τέτοιο βαθµό, ὥστε νὰ θεωρεῖται µία ἀπὸ τὶς σηµαντικότερες
φυσιογνωµίες ὄχι µόνο γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς ἄλλες ἐν Χριστῷ
ὁµολογίες. Οἱ θέσεις, οἱ τοποθετήσεις ἀλλὰ καὶ ἡ διδασκαλία του σὲ µεγάλο
βαθµὸ ἐπηρέασαν καὶ συνεχίζουν νὰ ἐπηρεάζουν τὴν θεολογικὴ ἔρευνα ὄχι
µόνο στὰ στενὰ ἀκαδηµαϊκὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ πλαίσια, ἀλλὰ καὶ σὲ ἐκεῖνα
τῆς Οἰκουµενικῆς Κινήσεως.
Σύµφωνα πάντα µὲ τὸν πρύτανη τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας τοῦ αἰώνα µας,
τὸν µακαριστὸ π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ,85 ὁ ὁποῖος σὲ διάφορα ἔργα του, ὅπως
τὰ Θέµατα Ὀρθοδόξου Θεολογίας,86 Δηµιουργία καὶ Ἀπολύτρωση,87 Ἁγία
Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοση,88 τὸ ἕνα ἐκ τῶν δύο κατεξοχὴν οἰκουµενικῶν
συγγραµµάτων του τὸ Ecumenism I: A doctrinal approach,89 ἀλλὰ κυρίως καὶ
µὲ ἐµφατικὸ τρόπο στὸ Τὸ σῶµα τοῦ ζῶντος τοῦ Χριστοῦ,90 σηµειώνει ὅτι δὲν
ὑπάρχει σὲ ὅλη τὴν µακραίωνη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἕνα σχῆµα ἀκριβές,
ἀποδεκτὸ καὶ πλῆρες ὅσον ἀφορᾶ τὸν τρόπο τῆς παρουσίασης, τῆς µελέτης καὶ
τῆς ἑρµηνείας τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας.91 Ἀκόµη καὶ ἡ προσπάθεια
ἐντοπισµοῦ στοὺς Πατέρες, σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση ἀναφορῶν στὴν
Ἐκκλησιολογία, θὰ καταλήξει σὲ ἀδιέξοδο, ἀφοῦ ναὶ µὲν θὰ δοῦµε
πραγµατεῖες περὶ ποιµαντικῆς, λειτουργικῆς, κοινωνικοηθικῆς, κανονικῆς
ἀκόµη καὶ γιὰ τὴν Παράδοση, ἀλλὰ σὲ καµία περίπτωση δὲν θὰ βροῦµε
πουθενὰ σαφῆ καὶ ἀδιαµφισβήτητη θέση γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Φυσικὰ κάτι
τέτοιο δὲν ἀποτελεῖ, οὔτε παράβλεψη, οὔτε παράλειψη, οὔτε φυσικὰ καὶ
θεολογικὴ ἀπροσεξία, κατὰ τὸν Φλωρόφσκυ.92 Καὶ φυσικὰ δὲν σηµαίνει ὅτι
δὲν ἔχουν γραφεῖ ἢ εἰπωθεῖ τόσο ἀπὸ Πατέρες, ὅσο καὶ ἀπὸ θεολόγους, θέσεις
85
Ὀ καθηγητὴς Μάριος Μπέγζος στὸ ἄρθρο του Χριστὸς καὶ Χρόνος χαρκτηρίζει τὸν Φλωρόφσκυ
«πρύτανη». Βλ. στὸ http://imperium-gaia.blogspot.com/2011/05/blog-post_644.html.
86
π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέµατα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἐκδόσεις Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθῆναι 1973.
87
π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Δηµιουργία καὶ Ἀπολύτρωση, µτφρ. Παναγιώτη Κ. Πάλλη, ἐκδόσεις
Παναγιώτη Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1983.
88
π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοση, µτφρ. Δηµητρίου Τσάµη, ἐκδόσεις
Παναγιώτη Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1976.
89
π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Ecumenism I, A Doctrinal Approach, Collected Works, Τόµος 13,
ἐκδόσεις BUCHERVERTRIEBSANSTALT, Vaduz 1989.
90
π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Τὸ σῶµα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, Μιὰ ὀρθόδοξη ἑρµηνεία τῆς Ἐκκλησίας,
µτφρ. Ι.Κ. Παπαδόπουλος, Ἐκδόσεις Ἁρµός, Ἀθήνα 1999.
91
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Τὸ σῶµα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ὅπ. παρ., σελ. 11.
92
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Τὸ σῶµα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ὅπ. παρ., σελ. 12.

50
καὶ ἀπόψεις περὶ Ἐκκλησίας· ἁπλὰ δὲν ἔγινε κάποια συστηµατικὴ καταγραφή,
ὥστε νὰ συνοψιστοῦν οἱ θέσεις τους, ἀλλὰ περιορίστηκαν σὲ νύξεις καὶ
σχόλια, ποὺ βρίσκονται διάχυτα σὲ πλῆθος λειτουργικῶν, ποιµαντικῶν καὶ
δογµατικῶν συγγραµµάτων. Ὁ Φλωρόφσκυ φυσικὰ ὑπογραµµίζει µὲ ἔµφαση
ὅτι παρ’ ὅλο ποὺ δὲν δόθηκε ἕνας ἀκριβὴς ὁρισµὸς δὲν σηµαίνει ὅτι δὲν
ἀντιλαµβάνονταν τί πραγµατικὰ ἦταν ἡ Ἐκκλησία, ἀφοῦ «ἡ πραγµατικότητα
τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πάντοτε τὸ ἀπαραίτητο θεµέλιο τοῦ ὅλου δογµατικοῦ
οἰκοδοµήµατος».93
Ἔπρεπε νὰ φτάσουµε ὡστόσο στὰ ταραχώδη χρόνια της Μεταρρύθµισης
καὶ τῆς Ἀντιµεταρρύθµισης, γιὰ νὰ γίνει µία προσπάθεια νὰ συνοψιστεῖ καὶ νὰ
ὁριστεῖ, ὅπως χαρακτηριστικὰ λέει ὁ π. Γεώργιος «περισσότερο µὲ τὸ πνεῦµα
τῆς ὁµολογιακῆς ἀµφισβητήσεως καὶ γιὰ πολεµικοὺς σκοπούς, παρὰ µὲ τὴν
διάθεση ἑνὸς ἀπαθοῦς στοχασµοῦ».94 Αὐτὴ τὴν ἀνάγκη νὰ ἐρευνηθεῖ τὸ θέµα
βαθύτερα αἰσθάνθηκαν πολλοὶ θεολόγοι τοῦ περασµένου ἀλλὰ καὶ τοῦ
προπερασµένου αἰῶνος.95 Ὅµως ἡ ἀνάγκη αὐτὴ καταλήγει πάντοτε σὲ µιὰ
ἑτεροβαρῆ ἀπόκλιση, ἀφοῦ πρέπει πλέον σήµερα νὰ συσχετισθεῖ µὲ τὴν
οἰκουµενικὴ κίνηση.
Εἶναι ξεκάθαρο ὅτι δὲν ἔχουµε µιὰ συνολικὴ µελέτη τῆς ἱστορίας τοῦ
δόγµατος καὶ τῶν περὶ Ἐκκλησίας ἀντιλήψεων στοὺς Πατερικοὺς καὶ
µετέπειτα χρόνους, µολονότι ὑπάρχει πλῆθος µονογραφιῶν.96 Ὁ χριστιανισµὸς
εἶναι φυσικὰ ἀκριβῶς ἡ Ἐκκλησία στὴν πληρότητα τῆς ζωῆς καὶ τῆς ὑπάρξεώς
της, ὡς ἀδιαίρετη ἔκφανση τοῦ Σώµατος Χριστοῦ.97 Στὴν Ἐκκλησία εἶναι ποὺ
διαφυλάχτηκε τόσα χρόνια ἡ χριστιανικὴ πίστη, καὶ µέσω τῆς αὐθεντίας της,
χάριν στὴ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος, εἶναι ποὺ ὅλα τα χριστιανικὰ
δόγµατα καὶ οἱ χριστιανικὲς πεποιθήσεις κληροδοτοῦνται στὶς ἑπόµενες γενεές.

93
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Τὸ σῶµα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ὅπ. παρ., σελ. 12.
94
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Τὸ σῶµα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ὅπ. παρ., σελ. 14.
95
Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουµε τὸν Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο, τὸν Χοµιάκοφ, τὸν Μπουλγκάκοφ,
τὸν Φλωρόφσκυ, τὸν Κάλλιστο Ware. Φυσικὰ µὲ τὸ θέµα ἀσχολήθηκαν καὶ ἄλλοι ἐπιφανεῖς θεολόγοι.
96
Μόνη ἐξαίρεση ἀποτελεῖ τὸ ὀγκῶδες ἔργο τοῦ Ἰησουίτου Emile Mersch, Le corps Mystique du
Christ, Desclee de Brouwer, Paris 1936. Σὲ αὐτὸ περιλαµβάνεται ἕνα ἀφάνταστα µεγάλο σὲ ποσότητα
ὑλικὸ γύρο ἀπὸ τὴν περὶ Ἐκκλησίας διδασκαλία.
97
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Τὸ σῶµα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ὅπ. παρ., σσ. 19 – 20.

51
Γίνονται δὲ δεκτὰ στὸ χῶρο τῆς ἐκκλησίας µὲ ὑπακοὴ καὶ µὲ πιστότητα στὴ
συνεχῆ καὶ ἀπαράλλακτη παράδοση.
Εἶναι κατανοητὸ πλέον, ὅτι δὲν ὑπάρχει κάποιο κεφάλαιο, ποὺ νὰ
ἀφιερώνεται στὴν περὶ ἐκκλησίας διδασκαλία, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν
νὰ εἰπωθοῦν πολλὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία σὲ µιὰ µελέτη τῆς ἔκτασης τῆς
παρούσας µὲ ἀπόλυτα πειστικὸ τρόπο, γι’ αὐτὸ καὶ φρονοῦµε, ὅτι τοῦτο πρέπει
νὰ γίνει µέσα ἀπὸ µιὰ εὐρύτερη προοπτική, διότι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶµα
τοῦ Χριστοῦ καὶ συνεπῶς ἀδύνατον νὰ µιλήσουµε γι’ αὐτὴν καὶ τὴ διδασκαλία
τῆς, χωρὶς πρῶτα νὰ ποῦµε ἀρκετὰ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Ἐνανθρωπήσαντα Λόγο. Ἡ
ἐκκλησία δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα δόγµα, ἀλλὰ ἡ ὑπαρξιακὴ προϋπόθεση κάθε
διδασκαλίας καὶ κάθε κηρύγµατος.
Ἡ θεολογία ἀσκεῖται καὶ καλλιεργεῖται µέσα στὴν Ἐκκλησία. Καὶ αὐτὸ
συµβαίνει διότι ἡ Ἐκκλησία εἶναι σωτηρία καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία δὲν
µπορεῖ νὰ ὑφίσταται σωτηρία,98 ὅπως ὑποστηρίζει καὶ ὁ Φλωρόφσκυ.99 Πολὺ
ἁπλὰ λοιπὸν ἡ περὶ Ἐκκλησίας διδασκαλία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ παρουσιασθεῖ,
ὅπως τονίζει ὁ Φλωρόφσκυ σὰν κάτι ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὴν Γραφὴ καὶ τὴν
Παράδοση.100 Ἀλλὰ οὔτε θεωρεῖ ὅτι µπορεῖ νὰ βασισθεῖ µόνο στὰ κείµενα τῶν
Γραφῶν, τὰ ὁποῖα καθαυτὰ µπορεῖ νὰ ἑρµηνευθοῦν καὶ νὰ ἐκτιµηθοῦν µόνο
συνυφασµένα µὲ τὴν Ζωντανὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.101
Ἡ ἀποστολικὴ ἐξάλλου ἔκφραση περὶ τοῦ «σώµατος» δὲν µπορεῖ νὰ
παραγκωνισθεῖ εὔκολα ἀπὸ τοὺς ἐπιστήµονες θεολόγους. Τὸ ἀποφασιστικὸ
ἐπιχείρηµα θὰ εἶναι ὁπωσδήποτε ἀπόρροια µιᾶς ὁλοκληρωµένης θεάσεως τοῦ
προσώπου καὶ τοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ. Οὐσιαστικὰ ὁ Φλωρόφσκυ θεωρεῖ, ὅτι ἡ
διδασκαλία δὲν µπορεῖ νὰ στηριχτεῖ µόνο στὶς Γραφὲς ἢ µόνο στὴν

98
Τὸ ἐννοιολογικὸ ὑπόβαθρο τῆς παραπάνω θέσης θεωροῦµε ὅτι εἶναι ἰδιαιτέρως σηµαντικὸ καὶ
ἰδιάζων, ἀφοῦ, ἂν καὶ φαντάζει ἀντιφατική, σὲ συνάφεια πάντοτε µὲ τὴν ταύτιση ἢ µὴ τῶν κανονικῶν
καὶ χαρισµατικῶν ὁρίων, θὰ µᾶς ἀπασχολήσει παρακάτω, δεδοµένου ὅτι ἡ ὕπαρξη καὶ συνακόλουθα ἡ
ταύτιση ἢ ὄχι αὐτῶν, καθορίζει ἀπόλυτα τὴν ὕπαρξη σωτηρίας ἐντὸς ἀλλὰ καὶ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας.
99
Βλ. σχετικὰ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέµατα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἐκδόσεις Ἄρτος Ζωῆς,
Ἀθῆναι 1973, σσ. 191 – 209.
100
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, µτφρ. Δηµήτριος Τσάµης,
Ἐκδόσεις Παναγιώτη Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 39 κ.ε.
101
Στὸ σηµεῖο αὐτὸ εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ἐπισηµάνουµε ὅτι στὸν Φλωρόφσκυ ἡ Παράδοση τῆς
Ἐκκλησίας, οὐδεµία νοηµατικὴ καὶ σηµασιολογικὴ συγγένεια ἔχει µὲ τὶς παραδόσεις ἢ τὶς συνήθειες
τῆς Ἐκκλησίας ἢ καὶ τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν.

52
Παράδοση.102 Ξεκάθαρα λοιπὸν ἐπισηµαίνει καὶ µὲ πάθος διδάσκει, ὅτι ἡ περὶ
τῆς Ἐκκλησίας διδασκαλία στηρίζεται στοὺς δύο πυλῶνες τῆς Ἐκκλησίας: τὴν
Γραφὴ καὶ τὴν Παράδοση.103
Θεωροῦµε λοιπὸν ὅτι πρόθεσή του, µὲ τὴν ἀσφαλῆ προσέγγιση τῆς
διδασκαλίας ποὺ στηρίζεται στὴν Γραφὴ καὶ τὴν Παράδοση, εἶναι νὰ
καταδείξει τὴν κύρια προϋπόθεση γιὰ τὴν ὕπαρξη τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας
ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν ὑποστατικὴ ἕνωση τῶν δύο φύσεων, ἡ ὁποῖα
πραγµατοποιήθηκε µὲ τὴν σάρκωση τοῦ λόγου, ἂν καὶ κατὰ τὸν π. Γεώργιο ἡ
ὑφιστάµενη δοµὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀντίθετη πρὸς τοὺς νόµους, ὅπως
ἀκριβῶς καὶ τὸ ὕψιστο µυστηρίο τῆς Ἐνανθρωπήσεως.104 Ἀκριβῶς ἐπειδὴ ὁ
Χριστὸς εἶναι θεάνθρωπος καὶ ἐπειδὴ σύµφωνα µὲ τὴν ἀπόφαση τῆς
Χαλκηδόνας εἶναι συγχρόνως «τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος» ἡ ὕπαρξη
τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δυνατή. Ἀφοῦ συνίσταται στὰ Μυστήρια, ποὺ ὅλα τους
συνεπάγονται µιὰ ἐσωτερικὴ µετοχὴ στὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν
Ἀνάσταση, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ καρπὸς τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ
Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι, καὶ ἀποτελεῖ τὸ σκοπὸ καὶ τὸ τέρµα τῆς
καταβάσεώς Του γιὰ ἐµᾶς τοὺς ἀνθρώπους. Μόνο µέσα ἀπὸ τούτη τὴν
προοπτικὴ κατὰ τὸν ρῶσο Πατέρα εἶναι δυνατὸν ἡ φύση τῆς Ἐκκλησίας νὰ
γίνει καταληπτὴ σωστὰ καὶ µὲ πληρότητα. Τὸ κρίσιµο σηµεῖο αὐτῆς τῆς
ἑρµηνείας εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Χριστὸς νίκησε µὲ τὴν Ἐνανθρώπηση καὶ τὴν Ἀνάσταση του τὸν
θάνατο. Καὶ σὲ τούτη τὴ νίκη ἀκριβῶς, ἔγκειται καὶ τὸ γεγονὸς τῆς
δηµιουργίας τῆς Ἑκκλησίας. Ἃς µὴν λησµονοῦµε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ ἔργο
τοῦ Θεοῦ ἐπάνω στὴν Γῆ· πάνω στὴν Ἐκκλησία ποὺ τὴν συνιστοῦσαν οἱ
Ἀπόστολοι καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ πίστεψαν ἐξ ἀρχῆς, κατῆλθε τὴν Πεντηκοστή

102
Ἐδῶ µᾶλλον ὁ Φλωρόφσκυ ἀναφέρεται, ἐµµέσως πλὴν σαφῶς, στὴν προτεσταντικὴ πρακτικὴ νὰ
στηρίζεται ἡ θεολογικὴ διδασκαλία µόνο στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ νὰ ἀποσιωπεῖται πλήρως ἡ Ἱερὰ
Παράδοσις τοῦ Χριστιανισµοῦ.
103
Συνδέοντας µάλιστα τὴν Παράδοση µὲ τὴν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ θὰ δοῦµε παρακάτω,
ὁ π. Γεώργιος ἐπισηµαίνει: «Ἡ ἔκταση τῆς Παραδόσεως δὲν µπορεῖ νὰ καθοριστεῖ ἁπλῶς µὲ ἱστορικὴ
ἔρευνα. Αὐτὴ θὰ ἦταν µιὰ πολὺ ἐπικίνδυνη µέθοδος. Αὐτὸ θὰ σήµαινε µιὰ τέλεια παραγνώριση τῆς
πνευµατικῆς φύσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Παράδοση γνωρίζεται καὶ κατανοεῖται µόνο µὲ τὸ νὰ ἀνήκεις
στὴν Ἐκκλησία, µὲ τὴν ἐνεργὸ συµµετοχὴ στὴν κοινὴ ἢ «καθολική» της ζωή. Βλ. σχετικὰ π. Γεωργίου
Φλωρόφσκυ, Δηµιουργία καὶ Ἀπολύτρωση, µτφρ. Παναγιώτη Κ. Πάλλη, ἐκδόσεις Παναγιώτη
Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 42.
104
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Τὸ σῶµα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ὄπ. παρ., σελ. 20.

53
το Ἅγιο Πνεῦµα, ποὺ ἦρθε νὰ κατοικήσει ἀνάµεσά µας καὶ νὰ δράσει στὸν
κόσµο. ««Σ’ ἐκείνη», θὰ σηµειώσει ὁ Φλωρόφσκυ, «τὴν τροµερὴ καὶ
ἀκατανόητη γιορτὴ τὸ Πνεῦµα – ὁ Παράκλητος κατέρχεται καὶ ἐνοικεῖ µέσα
στὸν κόσµο, ὅπου ποτὲ πρὶν δὲν ἦταν παρὼν κατὰ τὸν τρόπο ποὺ ἀρχίζει τώρα
νὰ ἐνοικεῖ. Τώρα εἰσέρχεται µέσα στὸν κόσµο γιὰ νὰ ἐνοικήσει σ’ αὐτὸν καὶ
γιὰ νὰ γίνει ἡ παντοδύναµη πηγὴ τῆς µεταµορφώσεως καὶ τῆς θεώσεώς (του).
Ἡ χορήγηση καὶ ἡ κάθοδος τοῦ Πνεύµατος ἦταν µιὰ µοναδικὴ καὶ
ἀνεπανάληπτη Ἀποκάλυψη. Ἐκείνη τὴν ἡµέρα, µέσα σὲ µιὰ στιγµή, µιὰ
ἀνεξάντλητη πηγὴ ζῶντος ὕδατος καὶ Αἰωνίου Ζωῆς ἀποκαλύφθηκε ἐδῶ στὴ
γῆ. Ἡ Πεντηκοστή, ἑποµένως, εἶναι τὸ πλήρωµα καὶ ἡ πήγη ὅλων των
µυστηρίων καὶ τῶν µυστηριακῶν πράξεων, ἡ µιὰ καὶ ἀνεξάντλητη πηγὴ ὅλης
τῆς µυστηριακῆς καὶ πνευµατικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ νὰ εἶσαι ἢ νὰ ζεῖς
µέσα στὴν Ἐκκλησία σηµαίνει (implies) συµµετοχὴ στὴν Ἐκκλησία». Ἡ
Ἐκκλησία λοιπὸν κατὰ τὸν Φλωρόφσκυ εἶναι κάτι παραπάνω, ἀπὸ µία ἁπλὴ
κοινότητα, διότι σὲ αὐτὴν µετέχει καὶ ἀνήκει διαρκῶς ὁ Χριστός.105 Ἀπὸ τὴ
στιγµὴ ποὺ βρίσκεται διαρκῶς σὲ αὐτὴν τὴν κοινότητα, εὔλογο εἶναι νὰ µὴν
ἀποσπᾶται ἀπὸ αὐτὴν καὶ ἑποµένως νὰ µὴν βρίσκεται οὔτε ἔξω, οὔτε πάνω ἀπὸ
τὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸ καταδεικνύει περίτρανα τὴν ἄρτια καὶ ἄρρηκτη σύνδεση
τοῦ Σώµατος µὲ τὴν Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας· τοὺς πιστοὺς δηλαδὴ µὲ τὸν ἴδιο
τὸν Χριστό.
Μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας ὑφίσταται ἡ σωτηρία καὶ ἡ
µεταµόρφωση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ π. Γεώργιος ἐπεδίωξε νὰ
προσεγγίσει τὸ θέµα ἐνώπιον τῶν προκλήσεων ποὺ ἔθετε µπροστὰ στὶς
Ἐκκλησίες τὸ Π.Σ.Ε. καὶ νὰ παρουσιάσει µιὰ προσέγγιση γιὰ τὰ κανονικὰ καὶ
χαρισµατικὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ αὐτὰ εἶναι ποὺ κατὰ τὴν διδασκαλία
του καθορίζουν τὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησιολογία, τὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία. Ἔξω ἀπὸ
τὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει σωτηρία, ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ σωτηρία γιὰ
τὸν ἄνθρωπο. Στὴν Ἐκκλησία, ὅπως στὸ Σῶµα τοῦ Χριστοῦ, εξηγεί ο π.
Γεώργιος, τὸ ὕψιστο µυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως, τὸ µυστήριο τῆς ἑνώσεως
τῶν δύο φύσεων, πραγµατώνεται συνεχῶς καὶ ἀδιαλείπτως. Στὴν Ἐνσάρκωση

105
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Τὸ σῶµα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ὅπ. παρ., σελ. 32 κ.ε.

54
τοῦ Λόγου ἔγκειται ἡ πληρότητα τῆς ἀποκαλύψεως, µιᾶς ἀποκάλυψης ὄχι µόνο
τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου.106
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πληρότητα· εἶναι ἡ συνέχιση καὶ ἡ πλήρωση τῆς
Θεανθρωπίνης Ἑνώσεως, ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀναγεννηµένη καὶ
µεταµορφωµένη ἀνθρωπότητα. Τὸ νόηµα τῆς ἀναγεννήσεως καὶ
µεταµορφώσεως αὐτῆς εἶναι ὅτι στὴν Ἐκκλησία τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀποβαίνει
µία ἑνότητα «ἐν ἐνὶ σώµατι».107 Ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἕνωση καὶ ἡ
ἑνότητα. Τὸ Σῶµα τῆς Ἐκκλησίας συµβιβάζεται καὶ αὐξάνει στὴν ἑνότητα τοῦ
Πνεύµατος, στὴν ἑνότητα τῆς ἀγάπης. Ὁ χῶρος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἑνότητα
τῶν ἀνθρώπων, καὶ φυσικὰ ἡ ἑνότητα αὐτὴ δὲν εἶναι ἐξωτερικὴ ἀλλὰ
ἐσωτερικὴ καὶ ὀργανική. Στὸ ἐσωτερικὸ τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἀνθρωπότητα περνᾶ
σὲ ἕνα ἄλλο πλάνο, ἀρχίζει ἕνα νέο τρόπο ὑπάρξεως, βρίσκει τὴν δυνατότητα
µιᾶς νέας, πλήρους, καθολικῆς ζωῆς «εἰς τὴν ἑνότητα τοῦ Πνεύµατος, εἰς τὸν
σύνδεσµον τῆς εἰρήνης».108 Ὁ συλλογισµὸς µάλιστα τοῦ Φλωρόφσκυ κατέληγε
ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ µυστήριο τῆς τελικῆς ἐπανενώσεως κατὰ τὴν εἰκόνα τῆς
ἑνότητας τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ πραγµατοποιεῖται στὴν ζωὴ καὶ τὴν
διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν νοεῖται Ἐκκλησία χωρὶς
ἑνότητα.109

β) Ἡ Καθολικότητα τῆς Εκκλησίας


Στενὰ συνδεδεµένη µὲ αὐτὴν τὴν προσέγγιση εἶναι ἡ θεώρηση τῆς
καθολικότητας ἀπὸ τὸν π. Γ. Φλωρόφσκυ, γιὰ τὴν ὁποία πρέπει νὰ τονίσουµε
ὅτι ὑποστήριζε πὼς δὲν πρόκειται γιὰ µιὰ ποσοτικὴ ἢ γεωγραφικὴ ἔννοια.110 Ὁ
χαρακτηρισµὸς τῆς Ἐκκλησίας ὡς καθολικῆς δὲν ἐξαρτᾶται καθόλου ἀπὸ τὴν
ἐξάπλωση τῶν πιστῶν σὲ ὅλο τὸν κόσµο.111 Ἡ οἰκουµενικότητα τῆς

106
Βλ. π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις, µτφρ. Δηµητρίου Γ. Τσάµη,
ἐκδόσεις Παναγιώτη Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 51.
107
Βλ. σχετικὰ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις, ὅπ. παρ., σελ. 52 κ.ε.
108
Βλ. σχετικὰ Πρὸς Ἐφεσίους 4, 3.
109
Ἡ ἀναφορά µας στὴν ἑνότητα εἶναι στὸ σηµεῖο αὐτὴ καθαρὰ ἐννοιολογικὴ γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς
πρότασης. Μὲ τὴν ἑνότητα τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν θὰ ἀσχοληθοῦµε στὸ τρίτο µέρος τῆς
παρούσας. π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις, ὅπ. παρ., σελ. 52 κ.ε.
110
Ἂν καὶ ἐν µέρει διαφωνεῖ µὲ τὴν ὁρολογία αὐτή, ὁ Φλωρόφσκυ θεωρεῖ ὅτι εἶναι ἕνας πλήρης ὅρος
γιὰ τὴν ἔννοια αὐτή. Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, ὅπ. παρ., σελ. 48.
111
Ὁ Φλωρόφσκυ στὸ ἔργο του Δηµιουργία καὶ Ἀπολύτρωση, ὅπ. παρ., σσ. 42 – 43, σηµειώνει ὅτι «ὁ
ὅρος «καθολικὸς» συχνὰ κατανοεῖται ἐσφαλµένα καὶ ἀνακριβῶς. Τὸ «καθολικὸς» (ἀπὸ τὸ «καθ’

55
Ἐκκλησίας εἶναι ἡ συνέπεια ἢ µᾶλλον καλύτερα ἡ ἐκδήλωση, ἀλλὰ ὄχι καὶ ἡ
αἰτία ἢ τὸ θεµέλιο τῆς καθολικότητάς της. Ἡ παγκόσµια ἐξάπλωση τῆς
Ἐκκλησίας εἶναι µόνο ἕνα ἐξωτερικὸ σηµεῖο καὶ µάλιστα ὄχι ἀναγκαῖο. Διότι
ἂν ἀνατρέξουµε στοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους ἡ Ἐκκλησία ἦταν καὶ τότε
καθολική, παρόλο ποὺ οἱ κοινότητες ποὺ τὴν ἀποτελοῦσαν ἦταν
ἀποµονωµένες, διασκορπισµένες, µέσα σὲ µιὰ κοινωνία ἀπιστίας,
εἰδωλολατρίας καὶ ἁµαρτίας. Καὶ φυσικὰ θὰ παραµείνει καθολικὴ µέχρι τὸ
τέλος τοῦ χρόνου, ὅταν καὶ θὰ ἀποκαλυφθεῖ τὸ µυστήριο τῆς ἐκπτώσεως.
Ἡ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας σύµφωνα µὲ τὸν Φλωρόφσκυ ἀποτελεῖται
ἀπὸ δύο ὄψεις ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ νοµίσµατος.112 Μία ἀντικειµενική, κατὰ τὴν
ὁποία ἡ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας ὑποδηλώνει µιὰ ἑνότητα τοῦ Πνεύµατος,
καὶ µιὰ ὑποκειµενική, ὅπου ἡ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας σηµαίνει, ὅτι ἡ
Ἐκκλησία εἶναι µία ὁρισµένη ἑνότητα ζωῆς, µιὰ ἀδελφικὴ κοινότητα (ἢ
κοινωνία). Ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὸν ρῶσο θεολόγο καθίσταται καθολικὴ σὲ κάθε
ἕνα ἀπὸ τὰ µέλη της, διότι ἕνα καθολικὸ ὅλον δὲν µπορεῖ νὰ οἰκοδοµηθεῖ,
παρὰ µέσω τῆς καθολικότητας τοῦ ἀτόµου. Κανένα πλῆθος, καµία µάζα, δὲν
µπορεῖ νὰ γίνει ἀδελφότητα. Ἡ ἕνωση µπορεῖ νὰ γίνει δυνατή, µόνο µὲ τὴν
ἀµοιβαία ἀδελφικὴ ἀγάπη τοῦ κάθε ἀδελφοῦ χωριστά. Ἄλλωστε ἡ Ἐκκλησία
ἀποτελεῖ ἕνα τέλειο Σῶµα Χριστοῦ, καὶ ἐπὶ τῇ βάσει αὐτοῦ, ὅπως ὁ Ἀπόστολος
τῶν Ἐθνῶν τονίζει πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἕνωσίς µας τόσον τελεία, ὅσον ἐκείνη τῶν
µελῶν τοῦ σώµατος».113
Ἡ καθολικότητα ἐπιτυγχάνεται ὄχι µὲ τὸν µηδενισµό, τὴν ἐξαφάνιση τῆς
ζωντανῆς προσωπικότητας, οὔτε µὲ τὸ πέρασµα µέσα στὸ πεδίο ἑνὸς

ὅλου») δὲ σηµαίνει καθόλου µιὰ ἐξωτερικὴ καθολικότητα – δὲν εἶναι ἕνα ποσοτικὸ ἀλλὰ µᾶλλον ἕνα
ποιοτικὸ κριτήριο. Τὸ «καθολικὸς» δὲ σηµαίνει «οἰκουµενικός»· οἱ δύο αὐτοὶ ὄροι δὲν εἶναι
ταυτόσηµοι. Ἡ «Καθολικὴ Ἐκκλησία» µπορεῖ ἀκόµα ἱστορικὰ νὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι εἶναι τὸ «µικρὸ
ποίµνιο», καὶ συνεχίζει µὲ τὴ καίρια γραφίδα του, ὅτι «ἡ Ἐκκλησία εἶναι «καθολικὴ» γιατί εἶναι τὸ
Σῶµα τοῦ Χριστοῦ, καὶ λόγῳ τῆς ἑνότητας αὐτοῦ τοῦ Σώµατος ἐπιτυγχάνεται ἡ ἀµοιβαία συνανάπτυξη
τῶν ἐπὶ µέρους µελῶν· ἡ ἀµοιβαία ἀποµόνωση καὶ ὁ διαχωρισµὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους ὑπερνικοῦνται, καὶ
ἡ ἀληθινὴ «κοινωνία» ἢ ἡ «κοινὴ ζωὴ» («κοινωνία» ἢ «κοινωβία») πραγµατοποιεῖται. Καὶ αὐτὸ
γίνεται καὶ ὡς πρὸς τὴ σκέψη. Στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας πραγµατοποιεῖται ἡ καθολικότητα τῆς
συνειδήσεως. Σ’ αὐτὴν περικλείεται τὸ ἀληθινὸ µυστήριο τῆς Ἐκκλησίας: «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν, καθὼς
σύ, πάτερ, ἐν ἐµοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡµῖν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσµος πιστεύσῃ ὅτι σύ µε
ἀπέστειλας. κἀγὼ τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς µοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡµεῖς ἕν ἐσµὲν, ἐγὼ ἐν
αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐµοί, ἵνα ὦσιν τετελειωµένοι εἰς ἕν ( Ἰωάν. Ιζ΄ 21, 23)».
112
Ἀναλυτικὰ γιὰ τὶς θέσεις τοῦ Φλωρόφσκυ ἐπ’ αὐτοῦ βλ. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Τὸ σῶµα τοῦ
ζῶντος Χριστοῦ, ὅπ. παρ., σελ. 56 κ.ε.
113
Βλ. σχετικὰ Ἰωάνου Χρυσοστόµου, Εἰς Ἐφεσίους Ὁµιλίαι ΙΙ, 1, PG 62, 79.

56
ἀφηρηµένου Λόγου. Καθολικότητα εἶναι µιὰ συγκεκριµένη ἑνότητα στὴ
σκέψη καὶ τὰ αἰσθήµατα. Καθολικότητα εἶναι ἡ τάξη τῆς προσωπικῆς
συνειδήσεως ποὺ φτάνει στὸ ἐπίπεδό της καθολικότητας, ποὺ ἔχει ἀνεβεῖ µέχρι
ἐκεῖ. Εἶναι τὸ τέλος, δηλαδὴ ὁ σκοπὸς τῆς αὐτεξούσιας προσωπικότητας ποὺ
µέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς Θεώσεως, ἐκτοξεύεται πρὸς µιὰ δηµιουργικὴ
ἐξέλιξη καὶ ὄχι πρὸς τὸν ἐκµηδενισµό. Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ποὺ πρεσβεύει ἡ
Ἐκκλησία µὲ τὴν ἐκκλησιολογία της. Ἂν λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ καὶ
συνιστᾶ τὴν ἀποτύπωση τῆς ὑπάρξεως τῆς Ἁγίας καὶ Ὁµοουσίου καὶ
Ἀδιαιρέτου Τριάδος στὸν κόσµο τότε συνάµα ἀποτελεῖ καὶ τὸν ὀργανισµὸ
µέσα στὸν ὁποῖο ὁ λαὸς µεταµορφώνεται σὲ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ Σῶµα. Ἑποµένως
ἡ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας δὲν µπορεῖ νὰ εἶναι ὁρατή, ὅταν οἱ πιστοὶ
ἀπορρίπτουν καὶ ἀρνοῦνται τὴν ἴδια τὴν φύση τοῦ ἐαυτοῦ τους καὶ διαγράφουν
τὴν προσωπική τους ὕπαρξη στὰ πλαίσια τοῦ ἑνὸς καὶ συλλογικοῦ
σχηµατισµοῦ. Ἀντιθέτως, ὅπως ἐπισηµαίνει ὁ π. Γεώργιος «καθολικότητα δὲν
σηµαίνει συσσωµάτωσις καὶ συλλογικότης» ἀλλὰ «αὐταπάρνησις ποὺ
διευρύνει τὸ πεδίον αὐτῆς ταύτης τῆς προσωπικότητός µας. Διὰ τῆς
αὐταπαρνήσεως κατακτῶµεν τὸ πλῆθος ἐντός του ἰδίου τοῦ ἐαυτοῦ µας καὶ
ἐγκλείοµεν τοὺς πολλοὺς ἐντός του ἰδίου µᾶς ἐγώ. Ἐδῶ εὑρίσκεται ἡ ὁµοιότης
µὲ τὴν θείαν ἑνότητα τῆς Ἁγίας Τριάδος».114 Γιὰ νὰ ὑποστηρίξει µάλιστα τὴν
θέση τοῦ αὐτὴ ὁ π. Φλωρόφσκυ κατέφυγε στὶς πατερικὲς διδασκαλίες115 ἀλλὰ
κυρίως στὸν Μητροπολίτη Ἀντώνιο (Khrapovitsky) ὁ ὁποῖος ὑποστήριζε µὲ
πολὺ πειστικότητα θὰ µπορούσαµε νὰ ποῦµε, ὅτι «µὲ τίποτε ἄλλο δὲν δύναται
νὰ συγκριθῆ ἐπὶ γῆς ἡ ὕπαρξις τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἐπὶ γῆς δὲν ὑπάρχει
ἑνότης, ἀλλὰ µόνον διαίρεσις. Μόνον εἰς τὸν οὐράνιον κόσµον ὑπάρχει κάτι
παρόµοιον. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τελεία, νέα, ἰδιότυπος καὶ µοναδικὴ ὕπαρξις ἔπι

114
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, µτφρ. Δηµήτριος Τσάµης,
Ἐκδόσεις Παναγιώτη Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 59.
115
Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουµε τοὺς Ἁγίους Κύριλλο καὶ Ἰλάριο σὲ ἀνατολὴ καὶ δύση ἀντίστοιχα, ἀλλὰ
καὶ τοὺς Ἁγίους Κύριλλο Ἱεροσολύµων καὶ Ἰγνάτιο Ἀντιοχείας. Μάλιστα ὁ ἴδος ὁ Φλωρόφσκυ
παραπέµπει στὸ βιβλίο τοῦ Emille Mersc, S.J., Le Corps Mystique du Christ, Etudes de Théologie
Historique, τόµ. 1 – 2, Louvain 1933. Βλ. σχετικὰ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία,
Παράδοσις, ὅπ. παρ., σσ. 55 – 59.

57
γῆς, ἕνα unicum, ποὺ εἶναι ἀδύνατον νὰ ὁρισθῆ ἐπακριβῶς µὲ ἐννοίας ἀπὸ τὴν
ζωὴν τοῦ κόσµου».116

γ) Τὰ Ὅρια τῆς Ἐκκλησίας


Τὸ ἐρώτηµα τί εἶναι ἐκκλησία, ποιὰ ἡ φύση καὶ ποιὰ τὰ ὅρια της, µπορεῖ
νὰ τεθεῖ µὲ γνώµονα δύο ἀρχὲς πολὺ σηµαντικὲς γιὰ τὴν ὀρθόδοξη
ἐκκλησιολογία: τὴν ἀκρίβεια καὶ τὴν οἰκονοµία.117 Μποροῦµε ὅµως νὰ
ἀποφασίσουµε ἂν θὰ ἐφαρµόσουµε ἀκρίβεια ἢ οἰκονοµία γιὰ τὸν ὁρισµὸ τῶν
παραπάνω; Ὁ Φλωρόφσκυ ἐπισηµαίνει ὅτι εἶναι δύσκολο ἡ ἀρχὴ τῆς
ἐκκλησιαστικῆς οἰκονοµίας νὰ ἐφαρµοστεῖ σὲ ὅλες τὶς δυσκολίες ποὺ
ἀνακύπτουν ἐντός της ἐκκλησίας, πολλῷ δὲ µᾶλλον νὰ ἐπιλύσει αὐτές.118 Ἡ
οἰκονοµία τῆς ἐκκλησίας κατὰ τὸν ὁρισµὸ τοῦ Ἀναστασίου Σιναΐτου ἀπὸ τὴν
στιγµὴ ποὺ ἀποτελεῖ «ἑκούσιο µέγεθος συγκατάβασης πρὸς σωτηρία τινῶν
ἐπιτελουµένη»,119 εἶναι ἐπέκταση καὶ ἐξειδικευµένη µορφὴ τῆς θείας
οἰκονοµίας γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσµου καὶ τὴν ἀνακαίνισή του. Ἑποµένως ἡ
Ἐκκλησία, ὡς µία καὶ ἀδιαίρετη ὀφείλει, µετὰ τὸν διαχωρισµό ποὺ ὑπέστη, νὰ
ἐπιδιώξει τὴν ἐπανένωση ὅλων τῶν διασπασµένων, ἔστω καὶ κατ’ οἰκονοµία,
διότι αὐτὸς εἶναι ὁ µοναδικὸς τρόπος γιὰ νὰ σωθοῦν τὰ µέλη τῶν ἐκκλησιῶν
αὐτῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Φλωρόφσκυ, νοιώθοντας βαθιά ὅτι µόνον ἐντός της
οἰκουµενικῆς κινήσεως µπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἀµοιβαία λύση, ἐπεδίωξε νὰ δώσει

116
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, ὄπ. πάρ., σσ. 59 – 60. Ὁ
Φλωρόφσκυ παραπέµπει στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀντώνιο. Ἀντιγράφουµε τὴν παραποµπὴ Archbishop
Antony (Khrapovitsky), The Moral Idea of the Dogma of the Church, Works, τόµ. 2, St. Petersburg
1911, σσ. 17 – 18.
117
Τὸ θέµα τῆς ἐκκλησιαστικῆς «οἰκονοµίας» εἶναι ἰδιαίτερα ἀνεπτυγµένο στὴν ἑλληνικὴ θεολογία.
Παραπέµπουµε στὴν βιβλιογραφία ἀπὸ ὅπου καὶ ἀντλήσαµε πληροφορίες. Βλ. σχετικὰ Χρήστου
Ἀνδρούτσου, Δογµατικὴ τῆς ὀρθοδόξου ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθήνα, 1913, σελ. 162. Βλ. ἐπίσης
Ἱερωνύµου Κοτσώνη, Προβλήµατα τῆς «Ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονοµίας», Ἐν Ἀθήναις 1957, σ. 209. «Οἱ
ἱεροὶ κανόνες σπανίως χρησιµοποιοῦν τὸν ὄρο «οἰκονοµία» καὶ προτιµοῦν τοὺς ὅρους «φιλανθρωπία»,
καὶ «ἐπιείκεια» (Καν. Ε΄, ΙΑ΄, ΙΒ΄ τῆς ἐν Νικαία Ἃ΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου καὶ Λ΄ τῆς ἐν Χαλκηδόνι).
Ὁ ὅρος «οἰκονοµία» ἀπαντᾶ εἰς τοὺς κανόνας ΚΘ΄, Λ΄, ΛΖ΄, ΡΒ΄ τῆς Πενθέκτης ἐν τῇ ἐννοία τῆς
συγκαταβάσεως καὶ τῆς διευθετήσεως. Ἀλλαχοῦ ὁ ὅρος «οἰκονοµία» (καν. Β΄ τῆς Β΄ Οἰκουµ.
Συνόδου) δέον νὰ ἑρµηνευθῆ διὰ τοῦ ὄρου «χειροτονία» Πρβλ. Π. Μπρατσιώτου, Π. Τρεµπέλα, Κ.
Μουρατίδου, Α. Θεοδώρου, Ν. Μπρατσιώτου, Ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Οἰκονοµία. Ὑπόµνηµα εἰς τὴν Ι.
Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1972, σ. 14 ὑποσ. 20). Πρβλ. ἐπίσης Ἀµιλκα Ἀλιβιζάτου,
Ἡ Οἰκονοµία κατὰ τὸ Κανονικὸν Δίκαιόν της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1949, σ. 12 καὶ 58.
118
Βλ. σχετικὰ Φλωρόφσκυ Γεωργίου, Τὸ Σῶµα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, Μία Ὀρθόδοξος ἑρµηνεία τῆς
Ἐκκλησίας, µτφρ. Ι. Κ. Παπαδοπούλου, Ἐκδόσεις Πατριαρχικὸ Ἵδρυµα Πατερικῶν Μελετῶν,
Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 134
119
Βλ. σχετικὰ Ἀναστασίου Σιναΐτου, Ὁδηγός, PG 89, 77C.

58
µιὰ περιγραφὴ καὶ ὄχι ὁρισµό γιὰ τὴν φύση τῆς ἐκκλησίας·120 ἃς µὴν ξεχνᾶµε
ὅτι ἔνα ἀπὸ τὰ ἐρωτήµατα τῶν ὀρθοδόξων ἦταν καὶ ἡ ἀναγνώριση τῶν ἄλλων
ἐκκλησιῶν καὶ ὁµολογιῶν ὡς ἀληθινῶν µὲ τὴν πλήρη ἔννοια τῆς λέξης, ὥστε
νὰ ἀρθοῦν οἱ ἀντιδράσεις τους (τῶν ὀρθοδόξων) γιὰ τὴν προσέγγιση, µὲ βάση
τὴν οἰκονοµία ἀλλὰ ὄχι µόνο µὲ αὐτήν.121 Καὶ στηριζόµαστε στὴν οἰκονοµία,
ἀφοῦ µὲ βάση αὐτὴν κάνει ὁ Φλωρόφσκυ τὴν διάκριση µεταξὺ κανονικῶν καὶ
χαρισµατικῶν ὁρίων. Νὰ σηµειώσουµε βεβαίως ὅτι τὸ γεγονὸς τῆς θέσης του
αὐτῆς δὲν σηµαίνει ὅτι ἀποδέχτηκε τὴν οἰκονοµία γιὰ ὁποιοδήποτε
ἐκκλησιολογικὸ θέµα, ὅπως ἀποδεικνύεται ξεκάθαρα ἀπὸ τὴν θέση ποὺ τήρησε
κατὰ τὴν διάρκεια τῆς παρουσίας του στὸ Π.Σ.Ε.122
Σήµερα οἱ θεολογικὲς συζητήσεις στὰ πλαίσια τοῦ Π.Σ.Ε. περιστρέφονται,
ὅπως προαναφέρθηκε, γύρω ἀπὸ τὶς δύο ἐκκλησιολογικὲς θέσεις, ἀπὸ τὴ µία
τῶν ἐκκλησιῶν ποὺ αὐτοαποκαλοῦνται ὡς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική, καὶ
Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη αὐτῶν ποὺ αὐτοχαρακτηρίζονται ὡς
µέρος τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς, καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Οἱ θέσεις
αὐτὲς ἔχουν ἐπιπτώσεις τόσο στὴν ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσµατος τῶν ἄλλων
ἐκκλησιῶν – µελῶν τοῦ Π.Σ.Ε., ὅσο καὶ στὴ δυνατότητα ἢ τὴν ἀδυναµία τους

120
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, ὄπ. πάρ., σσ. 78 – 99.
121
Στὸ σηµεῖο αὐτὸ θεωροῦµε ἀπαραίτητη µιὰ ἀποσαφήνιση πρὸς ἀποφυγὴ παρεξηγήσεων. Ὁ
Φλωρόφσκυ ὑποστήριζε στὴν διδασκαλία του ὅτι ἡ «οἰκονοµία» εἶναι µία ἔννοια πολὺ πλούσια στὸ
περιεχόµενό της τόσο ἀπὸ καθαρὰ γλωσσικῆς ὅσο καὶ ἐκκλησιαστικῆς σκοπιᾶς. Παραθέτοντας
µάλιστα τὶς ποικίλες σηµασίες ποὺ λαµβάνει τοῦτος ὁ ὅρος στὶς διάφορες ἐπὶ µέρους διδασκαλίες τῆς
ἐκκλησίας καταλήγει στὸ εὔλογο, ἐξ ἀντιδιαστολῆς φυσικὰ, συµπέρασµα ὅτι ἡ «οἰκονοµία»
ἀντιτίθεται πρὸς τὴν «ἀκρίβειαν», ὥστε νὰ ἐξασφαλίσει γιὰ τὸ ποίµνιο µιὰ ἠπιότερη καὶ εὐνοϊκότερη
µεταχείριση ἀπὸ τὸν αὐστηρὸ κανόνα. Καὶ φυσικὰ δὲν µπορεῖ νὰ παραβλέψει ὅτι τὸ µεγαλεῖίο τῆς
«οἰκονοµίας» εἶναι ἡ φιλανθρωπία, ἡ ποιµαντικὴ φροντίδα ἀλλὰ καὶ ἡ παιδαγωγικὴ προοπτική της
κρίσης τοῦ ποιµνίου. Βλ. σχετικὰ Φλωρόφσκυ Γεωργίου, Τὸ Σῶµα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, Μία
Ὀρθόδοξος ἑρµηνεία τῆς Ἐκκλησίας, µτφρ. Ι. Κ. Παπαδοπούλου, Ἐκδόσεις Πατριαρχικὸ Ἵδρυµα
Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1972, σσ. 133 – 134.
122
Σὲ ἄρθρο του τὸ 1950 στὸ The Ecumenical Review, ὑποστήριζε, µένοντας πιστὸς κατ’ ἀκρίβεια
στὴν δογµατικὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὅτι «Ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησία ἰσχυρίζεται ὅτι
εἶναι Ἡ Ἐκκλησία. Δὲν ὑπάρχει καµία ἔπαρση καὶ καµία ὑπεροψία σὲ αὐτὸν τὸν ἰσχυρισµό. Μᾶλλον
ὑποδηλώνει µιὰ τεράστια εὐθύνη. Οὔτε σηµαίνει τελειότητα. Ἡ Ἐκκλησία ἀκόµη πορεύεται, in via. Ἡ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει πλήρη ἐπίγνωση καὶ συνείδηση τῆς ταυτότητάς της µέσα ἀπὸ τὸ πέρας τῶν
αἰώνων, παρ’ ὅλες τὶς ἱστορικὲς περιπλοκὲς καὶ τὶς δοκιµασίες. Ἔχει διατηρήσει ἀναλλοίωτη καὶ
ἀµόλυντη τὴν ἱερὴ κληρονοµιὰ τῆς Πρώτης Ἐκκλησίας καὶ τῶν Πατέρων, «τὴν πίστη ποὺ κάποτε
παραδόθηκε στοὺς Ἁγίους». Συνεχίζει µάλιστα γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει στὸν ἀναγνώστη τὴν προσήλωσή
του στὴ δογµατικὴ ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας σηµειώνοντας: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ
Ἐκκλησία. Εἶναι προφανὲς καὶ αὐταπόδεικτο γιὰ κάθε ὀρθόδοξο». Φυσικὰ αὐτὸ δὲν σήµαινε σὲ καµία
περίπτωση ὅτι ἦταν ἀδιάλλακτος ἀπορρίπτοντας ἐξ ὁλοκλήρου τὶς ἄλλες «ἐκκλησίες». Βλ. σχετικὰ
Georges Florovsky, The Doctrine of the Church and the Ecumenical Problem, The Ecumenical Review,
Vol. 2, 1950, pp. 152 – 161. Πρβλ. Florovsky George, Ecumenism I, A Doctrinal Approach, Collected
Works, Τόµος 13, Ἐκδόσεις BUCHERVERTRIEBSANSTALT, Vaduz 1989, p. 134.

59
νὰ ἀναγνωρίσουν ἡ µία τὴν ἄλλη ὡς «ἐκκλησία». Ἄµεση συνέπεια τῆς
ἀνωτέρω διαφορετικῆς ἐκκλησιολογίας εἶναι καὶ ἡ διαφορετικὴ ἀντίληψη ὡς
πρὸς τὴν κατανόηση τοῦ ἀπώτερου στόχου τῆς οἰκουµενικῆς κίνησης, ἀλλὰ
καὶ τοῦ οἰκουµενικοῦ διαλόγου γενικότερα. Εἶναι αὐτονόητο, ὅτι οἱ
διαφορετικὲς ἐκκλησιολογίες ἐπηρεάζουν ἐπίσης καὶ τὸν τρόπο µὲ τὸν ὁποῖο οἱ
ἐκκλησίες κατανοοῦν τὸ στόχο, τὰ θεσµικὰ ὄργανα τῆς οἰκουµενικῆς κίνησης,
ὅπως τὸ Π.Σ.Ε., καὶ τὰ θεµελιώδη κείµενά τους.123
Μὲ τὸν παραπάνω προβληµατισµὸ ἀσχολήθηκε ἡ Εἰδικὴ Ἐπιτροπὴ124 τοῦ
Π.Σ.Ε. ἡ ὁποία ἔθεσε δύο διαφορετικὰ ἐρωτήµατα σχετικὰ µὲ τὴ σχέση τῆς
Ἐκκλησίας µὲ τὶς ἐκκλησίες. Πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους το ἐρώτηµα εἶχε τὴν
ἀκόλουθη διατύπωση: «Ὑπάρχει χῶρος γιὰ ἄλλες ἐκκλησίες στὴν Ὀρθόδοξη
ἐκκλησιολογία; Πῶς µπορεῖ νὰ περιγραφεῖ αὐτὸς ὁ χῶρος καὶ τὰ ὅριά του»;
Ἀντίθετα πρὸς τὶς ἐκκλησίες καὶ ὁµολογίες ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν
παράδοση τῆς Μεταρρύθµισης τὸ ἐρώτηµα ἦταν τὸ ἑξῆς: «Μὲ ποιὸν τρόπο ἡ
ἐκκλησία σας ἀντιλαµβάνεται, διατηρεῖ καὶ ἐκφράζει τὴ συµµετοχή της στὴ
Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία;»125
Πολὺ πρὶν ὅµως ἡ Εἰδικὴ Ἐπιτροπὴ. θέσει τοῦτα τὰ ἐρωτήµατα ὁ
Φλωρόφσκυ προσπάθησε νὰ δώσει ἀπαντήσεις, δίνοντας µιὰ περιγραφὴ γιὰ
τὴν Ἐκκλησία, ἀκριβῶς γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ αὐτὴ ἡ κατάσταση ποὺ κάλλιστα θὰ
µποροῦσε νὰ δηµιουργήσει ἀρνητικὰ γεγονότα. Εἶναι προφανὲς ὅτι στὴν
Εἰδικὴ Ἐπιτροπὴ πρυτάνευσε ἡ λογικὴ, ἀφοῦ στὸν οἰκουµενικὸ διάλογο οὔτε
συµβιβασµὸς στὸ ζήτηµα τῆς ἀλήθειας εἶναι ἐπιτρεπτός, οὔτε ὅµως καὶ
ἐφησυχασµὸς γιὰ τὶς ὑπάρχουσες διαφορὲς µπορεῖ νὰ δικαιολογηθεῖ. Ἄλλωστε,
µὲ τὴ διατύπωση τῶν ἀνωτέρω ἐρωτηµάτων ἡ Εἰδικὴ Ἐπιτροπὴ ἐλπίζει, ὅτι θὰ

123
Βλ. τὴ θεµατολογία τῶν Γενικῶν Συνελέυσεων τοῦ Π.Σ.Ε. στὴν Χαράρε (1998), στὸ Πόρτο
Ἀλέγκρε (2006), ἀλλὰ ἰδίως τὸ Κείµενο τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς, στὸ Στυλιανὸς Τσοµπανίδης, Ἡ
συµβολή, ὅπ. παρ., σελ. 181 κ.ε., καθὼς καὶ ὑποσηµείωση 124 στὴν ἐργασία µας.
124
Πρόκειται γιὰ τὴν Εἰδικὴ Ἐπιτροπὴ 60 µελῶν ποὺ δηµιουργήθηκε στὴν Η΄ Γενικὴ Συνέλευση τοῦ
Π.Σ.Ε. στὴν Χαράρε τῆς Ζιµπάµπουε τὸ 1998. Τὸ τελικὸ κείµενο ποὺ κατέθεσε τὸ 2002 ἔχει τὸν τίτλο
«Ἡ ἀναβάθµιση τῆς συµµετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων στὸ Παγκόσµιο Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν». Γιὰ τὴν
Εἰδικὴ Ἐπιτροπὴ βλ. Ἀναστασία Π. Βασιλειάδου, H Συµµετοχὴ Τῶν Ὀρθοδόξων Στὸ Π.Σ.Ε. Ὑπὸ Τὸ
Φῶς Τῶν Ἀποφάσεων Τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς, (Σύµβουλος Καθηγητής: Γεώργιος Μαρτζέλος)
Θεσσαλονίκη 2005. Ὁλόκληρό το Κείµενο τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς στὸ Ὀρθόδοξη Θεολογία καὶ
Οἰκουµενικὸς Διάλογος, ἐπιµέλεια Πέτρος Βασιλειάδης, ἐκδόσεις Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθήνα 2005,
σελ. 207 κ.ε.
125
Βλ. ὑποσηµείωση 124.

60
ἀναγκάσει τὶς ἐκκλησίες ποὺ ἀνήκουν στὴν οἰκογένεια τοῦ Π.Σ.Ε. νὰ
ἀναλογιστοῦν ὑπεύθυνα, πὼς σχετίζονται ἡ µία µὲ τὴν ἄλλη καὶ πὼς
σχετίζονται µὲ τὸ ἴδιο τὸ Π.Σ.Ε. Ὁ κυριότερος ὅµως στόχος της, ἦταν οἱ
ἐκκλησίες νὰ ἀναλογιστοῦν, ἂν κριτήριο γιὰ τὴν ἰδιότητα µέλους τοῦ Π.Σ.Ε. θὰ
πρέπει νὰ εἶναι τὸ βάπτισµα εἰς τὸ ὄνοµα τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, τοῦ Πατρός, τοῦ
Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος. Καὶ ἀκόµη πιὸ πέρα: πῶς σχετίζεται τὸ
βάπτισµα µὲ τὴν ἐπιζητούµενη πλήρη ἑνότητα τῶν ἐκκλησιῶν; Τὸ ὅλο θέµα
ἔχει νὰ κάνει µὲ τὸ κεντρικότατο ζήτηµα στὴν διορθόδοξη προβληµατικὴ σὲ
σχέση µὲ τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας.126
Ὁ ρῶσος πατέρας στηρίχτηκε γιὰ νὰ καθορίσει µὲ τὸν καλύτερο δυνατὸ
τρόπο αὐτὸ τὸ ζητήµα στὴν διδασκαλία δύο σπουδαίων θεολόγων καὶ ἁγίων
της χριστιανοσύνης: τῶν Ἁγίων Κυπριανοῦ καὶ Αὐγουστίνου.127 Ἂν καί, ὅπως
ἐπισηµαίνει ὁ Φλωρόφσκυ, ἡ διδασκαλία τοῦ Κυπριανοῦ (τὰ πρακτικὰ
συµπεράσµατά του καλύτερα) δὲν ἔγινε ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία,128 ὁ
ἴδιος στηρίζεται σὲ αὐτὴ γιὰ νὰ δώσει µιὰ ἀποτελεσµατικὴ καὶ ὁριστικὴ λύση.
Ἡ προσφυγὴ στὸν Ἅγιο Κυπριανὸ ἀπὸ τὸν π. Γεώργιο ὀφείλεται κατὰ πάσα
πιθανότητα στὴν ἐπιδίωξή του νὰ καταδείξει τὴν ἀδυναµία ἐπὶ τοῦ
προκειµένου ζητήµατος ποὺ πρέσβευε ἡ αὐστηρὴ κανονικὴ ἀκρίβεια τῶν

126
Βλ. τὴ σύνδεση ποὺ κάνει ὁ καθηγητὴς Στυλιανὸς Τσοµπανίδης τῆς σηµασίας τοῦ Βαπτίσµατος
(ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων µυστηρίων) µὲ τὴν συµµετοχὴ τῶν ἐκκλησιῶν στὸ Π.Σ.Ε., ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ
Κειµένου τῆς Λίµα. Βλ. Στυλιανοῦ Τσοµπανίδη, Ἡ συµβολή, ὄπ. παρ., σελ.265 κ.ε. Γιὰ τὸ Κείµενο τῆς
Λίµα (ΒΕΜ) βλ. στὸ http://www.oikoumene.org/en/resources/documents/wcc-commissions/faith-and-
order-commission/i-unity-the-church-and-its-mission/baptism-eucharist-and-ministry-faith-and-order-
paper-no-111-the-lima-text/baptism-eucharist-and-ministry.html#c10471
127
Ὁ Ἅγιος Κυπριανὸς ἦταν ἀπόλυτος ὅσον ἀφορᾶ τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἐπακόλουθη
κατανόηση τῆς φύσης της. Ἐπέµενε στὰ αὐστηρὰ καθορισµένα κανονικὰ ὅρια, τὰ ὁποῖα δὲν µποροῦν
νὰ τὰ ὑπερβοῦν οἱ πιστοὶ ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλες ὁµολογίες. Θεωρώντας ὅτι µόνον ἐντός της ἀληθινοὺς
ἐκκλησίας τελοῦνται τὰ σωτηριώδη µυστήρια, ὁποιαδήποτε τέλεση αὐτῶν ἐκτός της ἐκκλησίας
αὐτοµάτως τοὺς θέτει ἐκτὸς σώµατος ἐκκλησίας. Βλ. Ἅγιος Κυπριανός, Ἐπιστολές, 1xxi, 2. Ἀπὸ τὴν
ἄλλη ὁ Ἅγιος Αὐγουστίνος ἂν καὶ βρίσκεται µακριὰ ἀπὸ τὸν Κυπριανὸ γι’ αὐτὸ καὶ κατὰ τὸν
Φλωρόφσκυ ὑπάρχει ἕνα ἄλυτο θέµα µεταξὺ δόγµατος καὶ πρακτικῆς, ἀφοῦ ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία
βεβαιώνει ὅτι τὰ µυστήρια τελοῦνται καὶ ἐκτὸς ἐκκλησίας δὲν εἶναι ὅµως σωτηριώδη ὅπως ἐπισηµαίνει
ὁ Αὐγουστίνος, τελοῦνται ὅµως γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦµα, χωρὶς νὰ ἐξηγεῖ πὼς αὐτὸ εἶναι δυνατὸν νὰ
συµβαίνει. Ἡ διαφωνία του ἦταν περισσότερο γιὰ πρακτικὰ µέτρα καὶ συµπεράσµατα. Στὸ συλλογισµό
του γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς ἀγάπης, ὡς τὴν ἀπαραίτητη καὶ ἀποφασιστικὴ
συνθήκη τῆς σωτήριας δύναµης τῶν µυστηρίων, ὁ Ἅγιος Αὐγουστίνος στὴν πραγµατικότητα, ἁπλὰ
ἐπαναλαµβάνει τὸν Ἅγιο Κυπριανὸ µὲ νέα λόγια. Ἡ διδασκαλία τοῦ Αὐγουστίνου εἶναι πράγµατι
αἰνιγµατική, ὅταν δίνει τὴν ἐλπίδα ὅτι ὑπάρχει σωτηρία καὶ ἐκτὸς ἐκκλησίας.
128
Σηµειώνει χαρακτηριστικά «Τα πρακτικὰ συµπεράσµατα τοῦ Ἅγιου Κυπριανοῦ δὲν ἔγιναν ποτὲ
ἀποδεκτὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, καὶ οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ἐπανένωση τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν
σχισµατικῶν, σιωπηλὰ πρότειναν ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦµα δίνει νέα ζωή, ἀκόµη καὶ στοὺς γιοὺς τῆς
ἀντίστασης». Βλ. σχετικὰ Florovsky George, Ecumenism I, ὅπ. παρ., σελ. 34 κ.ε.

61
θέσεων τοῦ Κυπριανοῦ καὶ νὰ ἀναδείξει ὡς πρέπουσα λύση τὴν ἄποψη τοῦ
Αὐγουστίνου, ἀφοῦ οὐσιαστικὰ τὴν δική του διδασκαλία υἱοθετεῖ καὶ
ἀναπτύσσει. Αὐτὴ λοιπόν ἡ παράδοξη ἀντινοµία ποὺ πρέσβευαν οἱ δύο
Πατέρες129 ἔγινε ἐργαλεῖο γιὰ τὴν παραγωγὴ σπουδαίων θεολογιῶν ἀπὸ τὸν
ρώσο πατέρα καὶ θεολόγο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἴσως ὁ µοναδικός, ποὺ κατάφερε νὰ
ἑνοποιήσει (ἡ καλύτερα συγκεράσει) τὶς θεωρίες τους.
Τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πολὺ πιὸ εὔκολο νὰ καθοριστοῦν ἂν
καθοριστεῖ σαφῶς ἡ ἔννοια τοῦ σχίσµατος καὶ τῆς αἵρεσης. Αὐτὸ ἔκανε καὶ ὁ
Φλωρόφσκυ.130 Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἑνότητα στὸ Ἕνα Σῶµα τοῦ Χριστοῦ καὶ
ὁποιαδήποτε ἀποκοπῆ θὰ σηµαίνει καὶ τὴν ἀποµάκρυνση ἀπὸ τὴν Μία Ἁγία
Ἐκκλησία. Ἀπὸ τὴν ἄλλη µεριά, οἱ αἱρέσεις εἶναι ἕνας διαχωρισµός, µιὰ
µοναχικότητα, ἀπώλεια καὶ ἄρνηση τῆς κοινωνίας. Τὸ αἱρετικὸ πνεῦµα εἶναι τὸ
ἀκριβῶς ἀντίθετο τοῦ πνεύµατος τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἐδῶ βρίσκεται ἡ ὅλη
κατανόηση τοῦ σκεπτικοῦ του Φλωρόφσκυ γιὰ τὰ ὅρια τῆς ἐκκλησίας. Ἂν
καθορίσουµε πλήρως τί εἶναι αἵρεση στὰ θεολογικὰ καὶ ἐκκλησιολογικὰ
πλαίσια θὰ ἔχουµε καθορίσει µὲ σαφήνεια καὶ τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας χωρὶς
ἀµφισβητήσεις, παρερµηνεῖες καὶ ὑπεκφυγές.131 Ἀπὸ τὴν στιγµὴ ποὺ ἡ αἵρεση
βρίσκεται στὸν ἀντίποδα τοῦ νοήµατος τῆς Ἐκκλησίας (ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ
τὴν ὁρατὴ ἑνότητα τῶν πάντων στὸ Σῶµα τοῦ Χριστοῦ), θὰ µπορέσουµε καὶ µὲ
ἀκρίβεια (ὄχι τὴν ἐκκλησιολογικὴ-κανονικὴ) νὰ ποῦµε καὶ ποιὲς εἶναι
ἐκκλησίες ἀπὸ τὰ µέλη ποὺ µετέχουν στὸ Π.Σ.Ε.
Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ κατὰ τὸν Φλωρόφσκυ τὸ, ἐπὶ τῆς γῆς, ἔργο τοῦ
Ἐνανθρωπήσαντα Λόγου τοῦ Θεοῦ.132 Ἐντὸς αὐτῆς ἐνυπάρχει καὶ τὸ Σῶµα
τοῦ Χριστοῦ τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὴν εἰκόνα καὶ τὴν παρουσία του στὸν κόσµο.
Καὶ ἐδῶ τίθεται τὸ ζήτηµα ποὺ ἔθεσε ὁ Khomiakov ὁ ὁποῖος διατύπωσε αὐτὴ
τὴ θέση καλύτερα ἀπὸ ὅλους: «Ἀπὸ τὴ στιγµὴ ποὺ ἡ Ἐκκλησία εἶναι γήινη καὶ

129
Ὡς ἀντινοµία στὴ προκειµένη ὀνοµάζουµε τὴν διαφορετικὴ προσέγγιση ἀλλὰ καὶ ἀντίθεση ἐπὶ τοῦ
θέµατος ἐκ µέρους τῶν δύο Ἁγίων.
130
Βλ. σχετικὰ Florovsky George, «Τhe boundaries of the Church» στὸ Ecumenism I, ὅπ. παρ.,
131
Οὐσιαστικὰ κάτι τέτοιο εἶναι ἁπλῶς µιὰ σκέψη στὰ πλαίσια τῶν θεολογικῶν διρευνήσεων τοῦ
γράφοντος, σύµφωνα µὲ τὴν ὁποία ὁ Φλωρόφσκυ ἐπιδιώκει νὰ καθορίσει τί δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία (ἢ
µᾶλλον ὀρθότερα ποὺ δὲν βρίσκεται ἡ Ἐκκλησία), ἔτσι ὥστε νὰ καταλείξει στὸ ἀσφαλὲς συµπέρασµα
τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
132
Βλ. σχετικὰ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, ὅπ. παρ., σελ. 50 κ.ε.

62
ὁρατὴ καὶ δὲν ὑπάρχει ὁλοκλήρωση καὶ τελειότητα ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας,
τὴν ὁποία θέσπισε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ὑπάρχει µέχρι τὴν τελικὴ κρίση ὅλης της
δηµιουργίας, αὐτὴ δηµιουργεῖ καὶ γνωρίζει µόνο µέσα στὰ ὅριά της, δὲν κρίνει
τὸ ὑπόλοιπο τοῦ ἀνθρωπίνου γένους (σύµφωνα µὲ τὸ λόγο τοῦ Ἀποστόλου
Παύλου πρὸς τοὺς Κορινθίους) καὶ µόνο ἀναγνωρίζει ὡς χαµένους – δηλαδὴ
ὡς µὴ ἀνήκοντες σὲ αὐτὴν – αὐτοὺς, ποὺ τὴν ἐγκατέλειψαν ἑκουσίως. Τὸ
ὑπόλοιπo τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ποὺ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἢ
συνδέεται µὲ αὐτὴ µὲ δεσµοὺς τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς δὲ θὰ τῆς ἐπέτρεπε νὰ
λύσει, ἡ Ἐκκλησία τὸ παραχωρεῖ στὴν κρίση τῆς µεγάλης µέρας».133
Ἑποµένως, θεωρητικὰ, µποροῦµε νὰ δεχτοῦµε, ὅτι τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας
ὅσον ἀφορᾶ τὴν κρίση της ἐπὶ τῶν ἀποµακρυσµένων αὐτῆς, µποροῦν νὰ
καθοριστοῦν κατὰ τὸ πνεῦµα καὶ ὄχι τὸ γράµµα τῶν παραπάνω λόγων.
Εἶναι γεγονὸς, ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν µπορεῖ νὰ εἶναι συγχρόνως µία καὶ
πολλὲς, γιατί θὰ ἦταν πέρα ἀπὸ παράδοξο καὶ παράλογο καὶ ἔρχεται σὲ
ἀντίθεση µὲ τὸ Σύµβολο τῆς Πίστεως, ὅπως ἐπίσης καὶ µὲ τὸ γεγονός, ὅτι ὁ
Χριστὸς ἵδρυσε µία Ἐκκλησία. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅµως ὑπάρχει τὸ
ἀδιαµφισβήτητο γεγονὸς ὅτι ὑπάρχουν πολλὲς κοινότητες ποὺ ὁµολογοῦν
πίστη στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Τὰ µέλη τῶν κοινοτήτων αὐτῶν ἔχουν
βαπτισθεῖ στὸ ὄνοµα τῆς Ἁγίας καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος καὶ φυσικὰ θεωροῦν
ἑαυτοὺς ὡς µέλη τῆς Μίας Ἐκκλησίας. Αὐτὲς οἱ κοινότητες θεωροῦν ἑαυτοὺς
ἐκκλησίες, παρόλο ποὺ δὲν ἔχουν εὐχαριστιακὴ κοινωνία µὲ τὴν πραγµατικὰ
Καθολικὴ Ἐκκλησία. Σεβόµενος αὐτὲς τὶς κοινότητες προσπάθησε νὰ
ἀναζητήσει καὶ νὰ βρεῖ µιὰ λύση ὁ Φλωρόφσκυ.134
Ἡ ὕπαρξη φυσικὰ αὐτῶν τῶν κοινοτήτων δὲν συνεπάγεται τὴν ὕπαρξη
πολλῶν ἐκκλησιῶν. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι µία· ωστόσο ἂν καὶ µία µπορεῖ νὰ
ἐκδηλώνεται σὲ πολλοὺς τόπους ὡς τοπικὴ ἐκκλησία, χωρὶς νὰ τίθεται
ἀµφισβήτηση τῆς καθολικότητάς της, καθὼς οἱ ἐπὶ µέρους τοπικὲς ἐκκλησίες
ἀποτελοῦν ἐκφάνσεις τῆς οἰκουµενικῆς Ἐκκλησίας. Ἀκριβῶς ἡ πολλαπλότητα

133
Βλ. σχετικὰ Florovsky George, Ecumenism I, ὅπ. παρ., p. 35. Ἡ µετάφραση δικὴ µας. Πρβλ.
Khomiakov Alexis, The Church is one στὸ http://www.westernorthodox.com/khomiakov.
134
Λέει χαρακτηριστικὰ ὁ π. Γεώργιος: «Μὲ κανένα τρόπο δὲν εἶµαι διατεθειµένος νὰ θέσω κανέναν
ἐκτὸς Ἐκκκλησίας. Ἡ «κρίσις» ἔχει δοθεῖ στὸν Υἱό. Κανεὶς δὲν διορίστηκε γιὰ νὰ προλαµβάνει τὴν
κρίση του». π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέµατα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, Ἀθήνα 1989, σελ. 220.

63
τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν εἶναι ποὺ καθιστᾶ αὐτὴ καθεαυτῆ τὴν
οἰκουµενικότητα ἁπτὴ πραγµατικότητα τουλάχιστον γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους.
Γι’αὐτὸ ὑπάρχουν ὁρισµένα κριτήρια (σὲ στενὰ πλαίσια) ποὺ µποροῦν νὰ
βοηθήσουν στὸ καθορισµὸ τῆς Ἐκκλησίας,135 εἴτε ὡς τὴν Μία Ἁγία, εἴτε ὡς
τοπικὲς ἐκφάνσεις τῆς Μίας Ἐκκλησίας. Ὁ καθοριστικὸς παράγοντας ὡστόσο
γιὰ τὴν ὑπαρξη τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν συνακόλουθη καθολικότητά της εἶναι ἡ
εὐχαριστιακὴ κοινωνία, δηλαδὴ ἡ τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας, ποὺ εἶναι
κατὰ τὴν πίστη τῶν ὀρθοδόξων τὸ κέντρο τῆς ζωῆς τῆς ἐκκλησίας. Γιὰ νὰ
ὑπάρχει ὅµως εὐχαριστιακὴ κοινότητα ἔγκυρη καὶ πραγµατικὴ ἔκφανση τῆς
καθόλου Ἐκκλησίας, πρέπει νὰ πληροὶ δύο κυρίως ὅρους: τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ
τὴν ἀποστολικὴ διαδοχή.136 Ἑποµένως ἕνα ἀκόµη κριτήριο γιὰ νὰ ὁρίσουµε τὰ
ὅρια τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὰ παραπάνω. Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει ἐκεῖ ποὺ
ὑπάρχει ἡ ὀρθὴ πίστη137 ἀλλὰ καὶ ἡ ἀποστολικὴ διαδοχή.138
Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὐπάρχουν πολλοὶ Ὀρθόδοξοι ποὺ δέχονται πὼς πέρα ἀπὸ τὸ
ὁρατὸ ἐξωτερικὸ περίβληµα τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει καὶ ἕνα ἀόρατο ποὺ δὲν
ἀνήκει µόνο στοὺς ὀρθόδοξους, ὅπως οἱ ἴδιοι ἰσχυρίζονται. Ὁ ἴδιος ὁ
Φλωρόφσκυ διέκρινε τὰ κανονικὰ καὶ χαρισµατικὰ ὅρια, τὰ ὁποῖα δὲν
συµπίπτουν πάντα. Χαρακτηριστικὸ παράδειγµα εἶναι ἡ ἀποδοχὴ στοὺς
κόλπους τῆς Ἐκκλησίας τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν σχισµατικῶν, ποὺ δὲν τοὺς
ἀναβαπτίζει καὶ συχνά τοὺς δέχεται καὶ χωρὶς χρίσµα· ἂν πρόκειται καὶ γιὰ

135
Γιὰ τὰ κριτήρια βλ. σχετικὰ Γεωργίου Α. Γαλίτη, «Ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ Ἐκκλησίες», στὸ Γρηγόριος
Παλαµᾶς, Ἰανουάριος – Φεβρουάριος 1994, Ἔτος 77, Τεῦχος 751
136
Γι’ αὐτὸ ὁ Φλωρόφσκυ, ὅπως προαναφέραµε, θεωρεῖ ὅτι ἡ διδασκαλία τῆς Ρκαθολικῆς ἐκκλησίας
δὲν εἶναι ἐξολοκλήρου ἀπορριπτέα. Βλ. Δηµητρίου Τσελλεγγίδη, Δυτικὴ Θεολογία καὶ
Πνευµατικότητα, πανεπιστηµιακὲς σηµειώσεις, Ἐκδόσεις Ὑπηρεσία Δηµοσιευµάτων Α.Π.Θ., σελ. 7.
137
Ὀρθὴ πίστη θεωροῦµε τὴν ἀποδοχὴ τοῦ Συµβόλου τῆς Πίστεως χωρὶς προσθῆκες καὶ ἀλλοιώσεις,
ὅπως ἀκριβῶς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὁµολογεῖ καὶ διακηρύσσει µὲ στεντόρεια φωνή. Τὴ διακήρυξή
της αὐτὴ τὴ συνοδεύει καὶ µὲ µιὰ πρόσκληση· µιὰ πρόσκληση ποὺ ἀπευθύνει σ' αὐτοὺς ποὺ
ἀµφιβάλλουν γιὰ τὴν ἀλήθεια ποὺ ἐξαγγέλλει καὶ τὴν ἐλπίδα ποὺ κοµίζει σ’ ὁλόκληρη τὴν οἰκουµένη:
«Ἔρχου καὶ ἴδε». Ἡ ὀρθὴ πίστη τῆς Ἐκκλησίας συνυπάρχει καὶ συνυφαίνεται καὶ µὲ τὴ γνήσια ἐν
Χριστῷ ζωή. Δόγµα, δηλαδὴ ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ κήρυξαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ ὁριοθέτησαν
Οἰκουµενικὲς Σύνοδοι καὶ θεοφόροι διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἦθος εἶναι ἀξεχώριστα ἑνωµένα.
Ἡ ὀρθόδοξη πίστη εἶναι θεµελιώδης προϋπόθεση ζωῆς καὶ σωτηρίας. Καὶ ἡ κατὰ Χριστὸν ζωὴ εἶναι ἡ
µετουσίωση τῆς πίστεως σὲ βίωµα καὶ ἐµπειρία.
138
Χωρὶς ἀποστολικὴ διαδοχὴ δὲν µπορεῖ νὰ νοηθεῖ ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος καὶ πολὺ περισσότερο
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Γιὰ νὰ ὑπάρξει διαδοχὴ ἡ Ἐκκλησία θέτει ὡς ἀπόλυτα κριτήρια κανονικότητας
τοῦ ἐπισκόπου τὴν ὀρθότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κανονικὴ σχέση του µὲ τὴν Ἐκκλησία, δηλαδή: 1.
Ἐκλογὴ ἀπὸ κανονικὴ ἐπισκοπικὴ Σύνοδο, 2. Χειροτονία ἀπὸ τρεῖς τουλάχιστον κανονικοὺς
ἐπισκόπους, 3. Ἀναγνώριση καὶ ἀποδοχὴ τοῦ νέου ἐπισκόπου ἀπὸ ὅλους (κλῆρο καὶ λαό), 4.
Ἐνθρόνιση στὴν ἐπισκοπική του ἕδρα. Βλ. σχετικὰ http://www.oodegr.com/oode/orthod/ekkl3.htm.

64
κληρικοὺς πολλὲς φορὲς δὲν τοὺς ἀναχειροτονεῖ. Αὐτὸ κατὰ τὸν Φλωρόφσκυ
σηµαίνει, ὅτι κατ’ οἰκονοµία τὰ µυστήρια µποροῦν νὰ τελεστοῦν καὶ ἔξω ἀπὸ
τὰ κανονικὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος µάλιστα λέει χαρακτηριστικά: «διὰ
τῶν ἐνεργειῶν της ἡ Ἐκκλησία φαίνεται νὰ µαρτυρεῖ ὅτι τὸ µυστικό της
ἔδαφος ἐκτείνεται καὶ πέραν τοῦ κανονικοῦ κατωφλίου της καὶ ὅτι ὁ
ἐξωτερικὸς κόσµος δὲν ἀρχίζει εὐθὺς ὡς διαβῆ κανεὶς τὸ κατώφλιον τοῦτο. Ὡς
µυστικὸς ὀργανισµός, µυστηριακὸν σῶµα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι
δυνατὸν νὰ περιγραφὴ καταλλήλως διὰ µόνων τῶν κανονικῶν ὅρων καὶ
κατηγοριῶν. Πολλάκις τὰ κανονικὰ ὅρια δεικνύουν ὠσαύτως καὶ τὰ
χαρισµατικὰ ὅρια. Πολλάκις ἀλλ’ ὄχι πάντοτε».139 Ὁ ἴδιος ἔλεγε, ὅτι σὲ καµία
περίπτωση καὶ µὲ κανέναν τρόπο δὲν µπορεῖ νὰ θέσει κανέναν ἐκτὸς
ἐκκλησίας. Πράγµατι εἶχε βαθειὰ πεποίθηση ὅτι αὐτὸ τὸ ἔργο, αὐτὴ ἡ κρίση
ἀνήκει µόνο στὸ Θεό, καὶ κανένας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν ἔχει τὴν
δυνατότητα νὰ τὸ πράξει.140 Ἡ διάκριση στὴν ὁποία προχώρησε ὁ Φλωρόφσκυ
εἶναι µὲν ἀποδεκτή, ἀλλὰ ὄχι ὁλοκληρωµένη, διότι ἡ ἀποδοχὴ τῶν αἱρετικῶν ἢ
τῶν σχισµατικῶν χωρὶς ἀναβαπτισµὸ κλπ., δὲν συνιστᾶ τὴν αὐτοµάτως
ἀναγνώριση τῶν µυστηρίων ἐντός τῶν ὁµάδων αὐτῶν, ἀλλὰ ὅπως
προαναφέραµε συνιστᾶ πράξη οἰκονοµίας.
Ἀνάλογες µὲ τὶς θέσεις τοῦ Φλωρόφσκυ ἦταν καὶ οἱ θέσεις πολλῶν
σπουδαίων ὀρθοδόξων θεολόγων, ὅπως ὁ Khomiakov,141 ὁ Φιλάρετος
Μόσχας,142 ὁ Evdokimov143 καὶ ὁ Zankow.144 Ὅλοι τους θεωροῦν, ὅτι σὲ καµία
περίπτωση δὲν µποροῦν νὰ τοποθετήσουν ἐκτὸς περιοχῆς τῆς Ἐκκλησίας µιὰ
ἐκκλησιαστικὴ πράξη, ἢ νὰ τὴν κατονοµάσουν ψευδῆ. Ο Zankow µάλιστα
προχωράει ἀκόµη περισσότερο σηµειώνοντας, ὅτι ναὶ µὲν ἡ ὀρθόδοξη
ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ δὲν βλέπει πὼς µποροῦµε νὰ
τοποθετήσουµε τελείως ἐκτὸς τὶς ἄλλες µὴ ὀρθόδοξες ἐκκλησίες ἀπὸ αὐτήν.

139
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, ὅπ. παρ., σσ. 131 – 132.
140
Βλ. σχετικά Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέµατα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ὅπ. παρ., σελ. 220.
141
Βλ. σχετικά Alexis Khomiakov, The Church is one, ὅπ. παρ.
142
Βλ. π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Τὸ σῶµα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ὅπ. παρ., σελ. 147. Μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ
Φλωροφσκυ παραπέµπει ὡς ἕξης: Συνοµιλία µεταξὺ διστάζοντος περὶ τὴν πίστιν καὶ ἀκλονήτου πιστοῦ
περὶ τῆς Ὀρθοδοξίας τῆς Ἑλληνο-ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς, Μόσχα 1833 σσ. 27 – 29
(ρωσιστί).
143
Βλ. σχετικά Paul Evdokimov, L'orthodoxie, Neuchâtel – Paris 1959.
144
Βλ. σχετικὰ Stefan Zankow, Das orthodoxe Christentum des Ostens, Berlin 1927.

65
Διότι ὅπως ἡ Μία Ἐκκλησία περιλαµβάνει ὅλους τοὺς βαπτισµένους,
ἁµαρτωλοὺς καὶ µή, στοὺς κόλπους της, ἔτσι µπορεῖ νὰ ἀνήκουν στὴν
Ἐκκλησία ἄτοµα ἢ καὶ ὁλόκληρες ὁµάδες πεπλανηµένα καὶ ἀσθενῆ.145
Ὁ καθηγητὴς Ἰωάννης Καρµίρης, ἐπηρεασµένος ἐµφανῶς ἀπὸ τὸν
Zankow, σύµφωνα µὲ τὸν Γαλίτη,146 ἀντιµετωπίζει ἠπιότερα καὶ
διαλλακτικότερα τοὺς ἑτεροδόξους, ἀφοῦ σὲ ὁµιλία του στὴν Ἀκαδηµία
Ἀθηνῶν τὸ 1980, θὰ ἀποδεχτεῖ τὴν ὕπαρξη «ecclesia extra ecclesiam», ὡς
πραγµατικότητα καὶ κατάσταση στὴν Ἐκκλησία. Πηγαίνει µάλιστα ἕνα βῆµα
παραπέρα ἀποδεχόµενος καὶ τὴν ὕπαρξη χριστιανῶν (extra muros) καὶ ἐκτός
τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ καὶ ἐκτὸς αὐτῶν ὑφίσταται ἡ «σωτήριος χάρις
τοῦ Θεοῦ».147
Γιὰ νὰ συνοψίσουµε τὴν ἐκκλησιολογία τοῦ Φλωρόφσκυ, θὰ πρέπει νὰ
δοῦµε τὴν ἐµπιστοσύνη ποὺ ἔτρεφε πρὸς τὴν µοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ
τῆς ἀποστολῆς, ποὺ αὐτὴ ἔχει ἀναλάβει πρὸς ὁλόκληρη τὴν οἰκουµένη.
Ἐπιστρέφοντας στοὺς Ἁγίους Κυπριανὸ καὶ Αὐγουστίνο (κυρίως ὅµως στὸν
δεύτερο), ὁ Φλωρόφσκυ συµφωνεῖ ξεκάθαρα µὲ τὴν διάκριση κανονικῶν καὶ
χαρισµατικῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας, θέση ποὺ δὲν συµµερίζονταν ὁ
Μητροπολίτης Ἀντώνιος (Κραποβίτσκυ),148 γιὰ νὰ περιορίσουµε τὴν ἀναφορά
µας µόνο στοὺς συµπατριῶτες του, ἀλλὰ τὴν συµµερίζονταν ὁ Khomiakov, καὶ
Μητροπολίτης Μόσχας Φιλάρετος.
Διαπιστώνουµε εὔλογα λοιπόν, ὅτι ὁ π. Γεώργιος πρότεινε µὲ τὴ στάση καὶ
τὴ διδασκαλία του µιὰ ἐξωστρεφῆ καὶ δυναµικὴ ὤθηση τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὰ

145
Νὰ ἐπισηµάνουµε ὅτι ὁ Zankow, σύµφωνα µὲ τὸν καθηγητὴ Γαλίτη, ἔφτασε µέχρι τὸ σηµεῖο νὰ
ἀποδεχθεῖ ἀκόµη καὶ τὴν θεωρία τῶν κλάδων λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ὁ χριστιανὸς εὑρίσκει µὲ
ἀσφάλεια τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν σωτηρία του µέσα της θείας χάριτος στοὺς κόλπους τῆς ὀρθόδοξου
Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ ἀποκλείεται, ὅτι ἡ σωτηρία εἶναι δυνατὴ καὶ ἐκτός τῶν κόλπων αὐτῶν. Ὡς
ἐκκλησίες θεωροῦνται καὶ χριστιανικὲς ὁµάδες, ποὺ εὑρίσκονται ἐκτός της ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καὶ
γιὰ τὴν ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τὸ σύνολο τοὺς συνιστᾶ τὸ σῶµα τοῦ Χριστοῦ». Γιὰ τὴν ἐπικύρωση
µάλιστα τῶν θέσεων του ἀναφέρει τὴν ἀποδοχὴ τῶν αἱρετικῶν ἀπὸ τὴν πρώτη οἰκουµενικὴ σύνοδο.
Βλ. σχετικὰ Stefan Zankow, Das orthodoxe Christentum des Ostens, ὅπ. παρ., σελ. 75.
146
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Α. Γαλίτη, «Ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ Ἐκκλησίες», ὅπ. παρ., σελ. 542.
147
Βλ. σχετικὰ Ἰωάννη Καρµίρη, «Περὶ τῆς παγκοσµιότητος τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας», Πρακτικά της
Ἀκαδηµίας Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1982, σελ. 403.
148
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, ὄπ. πάρ. Ὁ Φλωρόφσκυ
παραπέµπει στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀντώνιο. Ἀντιγράφουµε τὴν παραποµπὴ Archbishop Antony
(Khrapovitsky), The Moral Idea of the Dogma of the Church, Works, τόµ. 2, St. Petersburg 1911

66
ἐµπρός, πρὸς τὸ µέλλον.149 Τὴν θέση αὐτὴ θεωροῦµε ὅτι τὴν ἐξέφρασε µὲ τὸ
πλέον κατάλληλο γλωσσικὸ καὶ ἐννοιολογικὸ ὑπόβαθρο ὁ Θ. Παπαθανασίου
ἐπισηµαίνοντας ὅτι «ἡ ἐκκλησία γίνεται ὅταν ἀνοίγεται».150
Ἄνοιγµα ἑποµένως πρὸς τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες καὶ ὄχι περιχαράκωση καὶ
ἐσωστρέφεια ὑποστηρίζει µὲ µεθοδικὸ τρόπο ὁ Φλωρόφσκυ, γεγονὸς ποὺ
θεωροῦµε ὅτι ἀποσιωπᾶται, ἀκουσίως θέλουµε νὰ πιστεύουµε, ἐκ µέρους ἑνὸς
ἀξιόλογου ὀρθοδόξου ἱερεῶς καὶ καθηγητοὺ Θεολογίας ὅπως εἶναι ὁ
Ἐπίσκοπος Πρ. Ζαχουµίου καὶ Ἐζεγοβίνης Ἀθανάσιος Γιέβτιτς, ὁ ὁποῖος µὲ τὸ
σχόλιά του ἐπὶ τῆς θέσεως τοῦ Φλωρόφσκυ περὶ τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας, 151
περιορίζει µὲ τὴ στάση τοῦ τὸ ἄνοιγµα καὶ τὴν προοπτική της σύγκλισης ὅταν
ὑποστηρίζει ἔναντι τῶν ἐρωτηµάτων, ποὺ ἔθετε ὁ Φλωρόφσκυ πρὸς τὴν
Ἐκκλησία, ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἀποδοχὴ τῶν αἱρετικῶν ἀπὸ αὐτήν, ὄτι ὁ π.
Γεώργιος (καὶ κάθε µέλος τῆς Ἐκκλησίας) δὲν ἔχει τὸ δικαίωµα, οὔτε φυσικὰ
καὶ τὸ θεολογικὸ ὑπόβαθρο νὰ ἀπευθύνεται πρὸς τὴν Ἐκκλησία.152 Ἡ
Ἐκκλησία εἶναι ἕνας ζωντανός, δυναµικὸς ὀργανισµός, ποὺ διαλέγεται µὲ τὰ
µέλη τῆς στηριζόµενη στὴν ἐλευθερία καὶ τὴν διαφωνία. Μᾶλλον ὁ Ἐπίσκοπος
λησµονεῖ, ὅτι ἡ αὐθεντία ἀνήκει µόνο στὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ καὶ ἑποµένως
ἀκόµη καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν µπορεῖ νὰ ἀποφανθεῖ πλήρως καὶ ὁριστικά. Εἶναι
εὔλογο, ὅτι ὁ καθένας εἶναι σὲ θέση νὰ κρίνει τὶς θέσεις καὶ τὶς ἀπόψεις κάθε
θεολόγου, ἱερέα, ἀκόµη καὶ λαικοῦ. Κανεὶς ὅµως δὲν ἔχει τὸ δικαίωµα µέσα
στὴν Ἐκκλησία νὰ θέτει περιορισµοὺς γιὰ τὸ ποιὸς καὶ τί ἐρωτήµατα θὰ θέσει
στὴν Ἐκκλησία.

149 Ἡ θέση µᾶς αὐτὴ στηρίζεται στὶς ἀντιλήψεις του περὶ τῆς «νέο-πατερικῆς» συνθέσεως καὶ τῆς νέας ἀνάγνωσης τῶν διδασκαλιῶν ποὺ θὰ προσαρµόζονταν
στὶς ἰδιαιτερότητες τῆς κάθε ἐποχῆς.
150
Βλ. σχετικὰ Θανάση Ν. Παπαθανασίου, Ἡ Ἐκκλησία γίνεται ὅταν ἀνοίγεται, ἐκδόσεις Ἐν Πλῶ,
Ἀθήνα 2008.
151
Βλ. σχετικὰ Ἀθανασίου Γιέβτιτς, «Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ περὶ τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας»,
Θεολογία 81, 2010, σσ. 137 – 158.
152
Γράφει χαρακτηριστικά: «Ποιός ἔδωσε τὸ δικαίωµα στὸν π. Φλωρόφσκυ νὰ θέτει τέτοια ἐρωτήµατα
στὴν Ἐκκλησία»; Βλ. Ἀθανασίου Γιέβτιτς, «Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ περὶ τῶν ὁρίων τῆς
Ἐκκλησίας», ὅπ. παρ., σελ. 142.

67
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ
ΚΑΙ Η ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΗΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ
ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ὁ 20ος αἰώνας σηµαδεύτηκε ἀνεξίτηλα ἀφενὸς µὲν ἀπὸ τὶς θεολογικὲς
ἀναζητήσεις, ἀφετέρου δὲ ἀπὸ ἕναν ἔντονο καὶ διαρκῆ οἰκουµενικὸ
προβληµατισµό, ποὺ κατευθύνει τοὺς µετέχοντες σὲ αὐτὸν σὲ µιὰ κρίσιµη καὶ
ἐναγώνια ἀναζήτηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, καὶ τῆς ἀνάκτησης τῆς
ἑνότητας ὅλου τοῦ κόσµου. Εἶναι πολὺ σηµαντικὸ τὸ γεγονός, ὅτι µετὰ ἀπὸ µιὰ
µακρὰ περίοδο θεολογικῆς ἀντιπαλότητας, ποὺ ἔφτανε ἕως τὸ σηµεῖο τῆς
ἔχθρας, µὲ συµπεριφορὲς ἐσωστρεφοῦς ἐπάρσεως καὶ ὁµολογιακῆς
ἐγωπάθειας, οἱ διάφορες χριστιανικὲς ἐκκλησίες τῆς Δύσεως ἄρχισαν νὰ
τείνουν εὐήκοα ὦτα καὶ πρὸς ἐκείνους, ποὺ βρίσκονταν ἀπέναντί τους. Ἄλλοτε
αὐτὴ ἡ ἀνακατεύθυνση χαρακτηριζόταν ἀπὸ ὑπέρµετρο ἐνθουσιασµὸ καὶ
ἄλλοτε ἀπὸ λανθασµένο σκεπτικισµό, µὲ ἀποτέλεσµα ἡ Δύση νὰ ἀρχίσει νὰ
ἐπιδεικνύει ἀνεκτικότητα ἔναντί τῶν πάλαι ποτὲ ἀντιπάλων καὶ νὰ
προσανατολίζεται πρὸς µιὰ κοινή, κατὰ τὸ µέτρο τοῦ δυνατοῦ, µαρτυρία,
ἔχοντας ὡς κοινὸ στόχο τὴ δηµιουργία τοῦ κατάλληλου ὑποβάθρου γιὰ τὴν
ἐπίτευξη τῆς ὁρατῆς ἑνότητας τῶν ἐκκλησιῶν, ἐν Ἁγίῳ Πνεύµατι.
Ἡ ἱστορία ἀπέδειξε περίτρανα κατὰ τὸ παρελθόν,153 πὼς κάθε προσπάθεια
ἐπίλυσης τοῦ σχίσµατος πρέπει νὰ τίθεται σὲ στέρεες, ἀνιδιοτελεῖς καὶ
εἰλικρινεῖς βάσεις. Κάθε ἄλλη προσέγγιση εἶναι καταδικασµένη νὰ πέσει στὸ
κενό, χωρὶς κανένα οὐσιαστικὸ ἀποτέλεσµα. Εἶναι γεγονός, ὅτι πράξεις τοῦ
παρελθόντος, ὅπως οἱ ἑκατέρωθεν ἀναθεµατισµοί, ἔχουν πιὰ τοποθετηθεῖ στὸ
χρονοντούλαπο τῆς ἱστορίας, ἀφοῦ, ἔστω καὶ µετὰ ἀπὸ ἐννέα αἰῶνες, τόσο ἡ
Ἀνατολή, ὅσο καὶ ἡ Δύση, ἦραν αὐτοὺς στὰ µέσα τοῦ προηγούµενου αἰώνα.
153
Οἱ δύο ἑνωτικὲς προσπάθειες µὲ «εὐτυχές», κατὰ τὸ φαίνεσθαι, ἀποτέλεσµα εἶχαν ἐκβιαστικὰ
διλλήµατα καὶ στηρίζονταν σὲ πολιτικοὺς καὶ ὄχι θεολογικοὺς ὅρους. Ἂν καὶ θεωρεῖται ὅτι οἱ δύο
ἐκκλησίες ἐπανασυνδέθηκαν τὸ 1274 (µὲ τὴ Β΄ Σύνοδο τῆς Λυὼν) καὶ τὸ 1439 (µὲ τὴ Σύνοδο τῆς
Φεράρα – Φλωρεντίας), αὐτὲς οἱ σύνοδοι ἀποκηρύχθηκαν ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξο κόσµο συνολικά,
δεδοµένου ὅτι οἱ ἱεράρχες εἶχαν ὑπερβεῖ τὴν ἁρµοδιότητά τους µὲ τὴ συγκατάθεση σὲ αὐτὲς τὶς
ἀποκαλούµενες «ἑνώσεις». Οἱ περαιτέρω προσπάθειες νὰ συµφιλιωθοῦν οἱ δύο ὀργανισµοὶ ἔχουν
ἀποτύχει, ἐντούτοις, διάφορες ἐκκλησιαστικὲς κοινότητες ποὺ πλαισίωσαν ἀρχικὰ τὴν ἀνατολικὴ
ὀρθόδοξη ἐκκλησία ἔπειτα προσκολλήθηκαν στὸ Βατικανό, καὶ καλοῦνται τώρα Ἑλληνόρυθµες
Καθολικὲς ἐκκλησίες (Οὐνία), προκαλώντας νέο πλῆγµα στὶς σχέσεις τῶν δύο ἐκκλησιῶν. Ὡς ἐπὶ τὸ
πλεῖστον, ὅµως, οἱ δυτικὲς καὶ ἀνατολικὲς ἐκκλησίες βρίσκονται σὲ διάσταση. Καθεµία ὑποστηρίζει
ὅτι εἶναι ἡ «Μιὰ Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία», ὑπονοώντας ὅτι ἦταν ἡ ἄλλη ὁµάδα ποὺ
ἄφησε τὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ σχίσµατος. Βλ. σχετικὰ Wikipedia, στὸ
http://el.wikipedia.org/wiki/Σχίσµα_τοῦ_1054.

69
Φαίνεται λοιπὸν, ὅτι ὅλες οἱ πλευρὲς ἐπιθυµοῦν µιὰ νέα καὶ βαθυστόχαστη
προσέγγιση, οὕτως ὥστε ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «ἴνα πάντες ἓν ὦσι»154 νὰ γίνει
ἁπτὴ πραγµατικότητα καὶ νὰ ὑπάρξει ἐπιτέλους ἴαση στὸ πληγωµένο καὶ
διηρηµένο σῶµα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἐπιδίωξη αὐτὴ ἀποτυπώνεται µὲ τὸν καλύτερο δυνατὸ τρόπο στὴν ἀπὸ
25/05/1995 ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ µὲ τίτλο «Ut unum sint», ποὺ ἀπέστειλε ὁ
προκαθήµενος τῆς Ρκαθολικῆς Ἐκκλησίας, Πάπας Ἰωάννης – Παῦλος Β΄. Σ’
αὐτὴ ὁ προκαθήµενος τῆς Ρκαθολικῆς ἐκκλησίας τονίζει ὅτι «οἱ χριστιανοὶ δὲν
µποροῦν νὰ ὑποτιµήσουν τὸ βάρος τῶν σκληρῶν ἀκατανοησιῶν ποὺ
κληρονόµησαν ἀπὸ τὸ παρελθόν, τῶν παρεξηγήσεων καὶ τῶν προκαταλήψεων
τοῦ ἑνὸς γιὰ τὸν ἄλλον. Ἐν συνεχεία ὄχι σπάνια, ἡ ἀδράνεια, ἡ ἀδιαφορία καὶ
µιὰ ἀνεπαρκὴς ἀµοιβαία προσέγγιση ἐπιβαρύνουν αὐτὴν τὴν κατάσταση. Γιὰ
τὸ λόγο αὐτό, ἡ οἰκουµενικὴ δράση πρέπει νὰ θεµελιώνεται στὴ µεταστροφὴ
τῶν ψυχῶν καὶ στὴν προσευχή, οἱ ὁποῖες θὰ ὁδηγήσουν καὶ στὴν ἀναγκαία
κάθαρση τῆς ἱστορικῆς µνήµης. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος οἱ µαθητὲς
τοῦ Κυρίου, ἐµψυχωµένοι ἀπὸ τὴν ἀγάπη, τὸ θάρρος τῆς ἀλήθειας κι ἀπὸ τὴν
εἰλικρινῆ θέληση τῆς ἀµοιβαίας συγχώρεσης καὶ συµφιλίωσης, καλοῦνται νὰ
ἐπανεξετάσουν µαζί το θλιβερὸ παρελθὸν καὶ τὰ τραύµατα ἐκεῖνα ποὺ
συνεχίζει δυστυχῶς νὰ προκαλεῖ ἀκόµη σήµερα».155
Ἡ βαρύνουσας σηµασίας ὁµιλία ἀπὸ τὴν ἄλλη, ποὺ ἐκφώνησε πρὶν ἀπὸ
λίγα χρόνια στὴν ὁλοµέλεια τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου ὁ Οἰκουµενικὸς
Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολοµαῖος, κινεῖται στὴν ἴδια λογικὴ καὶ κατεύθυνση:
«Δὲν ηὐτυχήσαµεν (Ἀνατολικὴ καὶ Δυτικὴ ἐκκλησία) νὰ καταστήσωµεν
ὁρατὴν τὴν ἑνότητα ταύτην. Αἰσθανόµεθα βαθυτάτην θλίψιν ἐκ τοῦ γεγονότος
τούτου...Ἑξακολουθοῦµεν, καὶ µάλιστα ἀπὸ κοινοῦ, τὴν ἀφετηριακὴν
µαρτυρίαν ἠµῶν».156 Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Οἰκοµενικοὺ Πατριάρχου ἀντηχοῦν

154
Βλ. σχετικὰ Κατὰ Ἰωάννη 17, 20 – 21.
155
Ἡ µετάφραση τοῦ σχετικοῦ ἀποσπάσµατος εἶναι δική µας. Βλ. σχετικά το Κείµενο στὴν ἀγγλικὴ
γλώσσα, ὅπως παρατίθεται στὴν ἐπίσηµη ἰστοσελίδα τῆς Ρκαθολικῆς Ἐκκλησίας (Βατικανὸ) στὸ
http://www.vatican.va/holy_father/john_paul_ii/encyclicals/documents/hf_jp-ii_enc_25051995_ut-
unum-sint_en.htm.
156
Βλ. σχετικὰ τὴν ἀπὸ 19/04/1994 ὁµιλία τῆς Α.Θ. Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχου κ.κ.
Βαρθολοµαίου στὴν ὁλοµέλεια τοῦ Ε.Κ.. Τὸ Κείµενο τῆς Ὁµιλίας, µας ἀπεστάλη ἀπὸ τὸ Ε.Κ. µετὰ
ἀπὸ σχετικὴ αἴτησή µας. Παραπέµπουµε λοιπὸν στὰ ἀρχεῖα τοῦ Ε.Κ..

70
τὴν θέληση γιὰ τὴν ἐπίλυση τοῦ ὑφισταµένου, δέκα καὶ πλέον αἰῶνες,
σχίσµατος τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ νὰ φτάσουµε ὅµως σὲ τέτοιο βαθµὸ
προσέγγισης ὑπῆρξαν πολλὰ γεγονότα κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ 20οῦ αἰώνα, ποὺ
συνέβαλαν στὴν ἐπαναπροσέγγιση τῶν Ἐκκλησιῶν. Οἱ ἐγκύκλιοι τοῦ
Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1902, 1904 καὶ 1920, οἱ
προδροµικὲς κινήσεις τοῦ Π.Σ.Ε., τὸ Π.Σ.Ε., ἡ Β΄ Βατικανὴ Σύνοδος, ποὺ
ἄλλαξε ἄρδην τὴν στάση τῆς Ρκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ οἱ διµερεῖς
ἐπαφὲς µεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ρκαθολικῶν καταδεικνύουν τὴν θέληση τῶν
Χριστιανῶν γιὰ Ἑνότητα. Καὶ ἡ ἑνότητα αὐτὴ µπορεῖ νὰ ὑπάρξει µόνον στὰ
πλαίσια καὶ διὰ µέσου (ὄχι µέσα) τοῦ Π.Σ.Ε., ὅπως ἄλλωστε πίστευε καὶ γιὰ
αὐτὸ ἀγωνίστηκε ὁ ἴδιος ὁ Φλωρόφσκυ.
Βέβαιο εἶναι, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία µετεῖχε στὸν Οἰκουµενικὸ Διαλόγο ὄχι ἀπὸ
ἁπλὴ ἀναγκαιότητα ἢ γιὰ ἱστορικοὺς λόγους·157 ἡ συµµετοχὴ τῆς εἶναι
συνέπεια τῶν βασικῶν θέσεών της ἐπὶ τῆς χριστιανικῆς θεολογίας. Πολλοὶ ἀπὸ
τὴν ἄλλη θὰ ὑποστηρίξουν ὅτι ἀπὸ τὴ στιγµὴ ποὺ «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
πιστεύει µὲ πλήρη ταπεινοφροσύνη ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ «Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ
Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία»,158 δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ µετέχει στὰ οἰκουµενικὰ
δρώµενα. Μιὰ σκέψη ἐξ ὁλοκλήρου λανθασµένη, ἀφοῦ ἡ Ὀρθοδοξία ποτὲ δὲ
διανοήθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν οἰκουµενικὸ διάλογο· οὔτε καὶ σὲ δύσκολες
ἱστορικὲς περιόδους, τόσο γιὰ τὴν ἴδια, ὅσο καὶ τὴν ἴδια τὴν οἰκουµενικὴ
κίνηση, ποὺ δοκιµάζεται ἡ ἀξιοπιστία καὶ ἡ συνέπεια τῶν διαλεγοµένων,
ἀφενὸς σὲ διµερεῖς, ἀφετέρου σὲ πολυµερεῖς διαλόγους.159 Τὸ θεµέλιο τῆς
συµµετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι ἡ ρήση τοῦ Κυρίου «ἴνα πάντες ἓν ὦσι».

157
Πράγµατι, ὑπάρχουν πολλοὶ ὑποστηρικτὲς τῆς ἄποψης, ὅτι ἡ στάση αὐτὴ τῆς Ὀρθόδοξης
Ἐκκλησίας ὀφείλεται στὸ ὅτι τὸ Οἰκουµενικὸ Πατριαρχεῖο βρίσκονταν σὲ δεινὴ θέση, γι’ αὐτὸ καὶ γιὰ
πολιτικοὺς λόγους προχώρησε σὲ αὐτὰ τὰ ἀνοίγµατα (1904, 1920, υἱοθέτηση νέου ἡµερολογίου κλπ.).
Ἄρα κατ’ αὐτοὺς ἡ συµµετοχὴ τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἀποτέλεσµα ἔξωθεν πιέσεων. Βλ. σχετικὰ Γ.
Τσέτση, Ἡ συµβολὴ τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου στὴν Ἵδρυση τοῦ Παγκοσµίου Συµβουλίου
Ἐκκλησιῶν, ἐκδόσεις Τέρτιος, Κατερίνη 1986.
158
Βλ. τὴν πολὺ ἐµπεριστατωµένη τοποθέτηση τοῦ Καλλίστου Were ἐπὶ τοῦ θέµατος στὸ (Ἐπισκόπου
Διοκλείας Καλλίστου) Timothy Ware, The Orthodox Church, ἐκδόσεις Penguin Books, New York,
1993.3
159
Βλ. σχετικὰ Πέτρου Βασιλειάδη, Ἑνότητα καὶ µαρτυρία, ἐκδόσεις Ἐπίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2007,
σελ. 133.

71
Ἐδῶ στηρίζεται καὶ ἐδῶ νοµιµοποιεῖται «ἡ συµµετοχὴ τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας στὸ σύνολό της στὸ Π.Σ.E. καὶ σὲ αὐτὸ ἀποβλέπει».160
Ὅσον ἀφορᾶ στὴν συµµετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων στὸ Π.Σ.Ε. καὶ κατ’
ἐπέκταση στὴν ἀναζήτηση τῆς ὁρατῆς ἑνότητας σηµαντικὸ ρόλο ἔπαιξε ἡ
«Δήλωση τοῦ Τορόντο», ἡ ὁποία ἀποτέλεσε καὶ τὴν ἀσφαλιστικὴ δικλείδα.
Στὸ ἔγγραφο αὐτὸ καταλυτικὴ ὑπῆρξε ἡ συµβολὴ τοῦ Φλωρόφσκυ, ὁ ὁποῖος
ἀγωνίστηκε ὥστε νὰ ὑπάρχει σύγκλιση µεταξύ τῶν ὁµολογιῶν, παραµένοντας
ὡστόσο ἀκλόνητος στὶς ὀρθόδοξες δογµατικὲς διδασκαλίες καὶ σταθερὰ
ἀφοσιωµένος στὴν ἄποψη, ὅτι τὸ Π.Σ.Ε. πρέπει νὰ ἀσχολεῖται µόνο µὲ
δογµατικὰ ζητήµατα, ἀφοῦ αὐτὰ εἶναι ποὺ προκαλοῦν τὴν διαίρεση καὶ
ἐµποδίζουν τὴν ἑνότητα. Μὲ βάση τὴν Δήλωση τοῦ Τορόντο ἔγινε
πραγµατικότητα ὅλη αὐτὴ ἡ πρόοδος, ποὺ ἀκόµη δὲν ἔχει ὁδηγήσει στὴν
ἕνωση καὶ ποὺ κατὰ τὴν γνώµη µᾶς ποτὲ δὲν θὰ ὁδηγήσει.
Στὸ χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας ἡ ὑπόθεση τοῦ οἰκουµενικοῦ διαλόγου ἔχει γίνει
µὲν συνείδηση, δὲν ἔχει ὅµως δυστυχῶς τὴ θέση ποὺ τῆς ἁρµόζει στὸ χῶρο τοῦ
θεολογικοῦ καὶ γενικότερου πνευµατικοῦ στοχασµοῦ.161
Ἰδιαίτερα στὸν ἑλληνικὸ χῶρο οἱ οἰκουµενικὲς εὐαισθησίες ἔχουν
ἐγκληµατικὰ περιορισθεῖ στὴν καλύτερη τῶν περιπτώσεων στὴν κορυφὴ τῆς
διοίκησης τῆς ἐκκλησίας, χωρὶς τὴν ἀπαραίτητη πληροφόρηση καὶ συµµετοχὴ
τοῦ συνόλου τοῦ πληρώµατός της στὰ οἰκουµενικὰ δρώµενα. Αὐτὸ ἔχει ὠς
ἀποτέλεσµα ἀπὸ τὴ µιὰ νὰ ἐπιδιώκεται ὁ ἑνιαῖος θεολογικὸς καὶ
ἐκκλησιολογικὸς λόγος, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ ἀπέχουµε παρασάγγας ἀπὸ τοὺς
οἰκουµενικοὺς κύκλους, στοὺς ὁποίους ἔχει γίνει πλέον συνείδηση, ὅτι ὁ
αὐθεντικὸς διάλογος εἶναι κάτι πολὺ περισσότερο ἀπὸ µιὰ µέθοδος ἢ ἕνα
ἐργαλεῖο µὲ στόχο τὴν προσέγγιση,162 τὴ σύγκλιση καὶ τέλος τὴν ἐπίτευξη

160
Βλ. σχετικὰ τὸ Μήνυµα τῶν Ὀρθοδόξων προκαθηµένων γιὰ τὴ συµµετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων στὸ
Π.Σ.Ε.. «Μήνυµα τῶν Προκαθήµενων τῶν Ἁγιοτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν», Καθ’ ὁδόν, 2 (1992),
Μάιος – Αὔγουστος, σσ. 89 – 93.
161
Βλ. σχετικὰ Πέτρου Βασιλειάδη, Ἑνότητα καὶ µαρτυρία, ὅπ. παρ., σελ. 134.
162
Ὁ καθηγητὴς Χρυσόστοµος Σταµούλης ἐπισηµαίνει ὅτι «τὸ πρόβληµα τῆς Ὀρθοδοξίας δὲν εἶναι ἢ
δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἡ συµµετοχή της ἢ ὄχι στὸν Οἰκουµενικὸ διάλογο, ἀλλὰ ὁ τρόπος καὶ οἱ
προυποθέσεις ἑνὸς τέτοιου διαλόγου. Σὲ καµία περίπτωση «δὲν πρέπει νὰ περιµαζέψουµε τὰ τέσσερα
ποδάρια καὶ τὸ κεφάλι τῆς χελώνας µέσα στὸ (ὀρθόδοξο) καβούκι µὴν τύχει καὶ νοθέψουµε τὴ
γνησιότητά µας». Βλ. σχετικὰ Χρυσόστοµου Σταµούλη «Ὀρθόδοξη Θεολογία καὶ Οἰκουµενικὸς

72
δογµατικῆς συµφωνίας, ὥστε νὰ ὁδηγηθοῦµε στὴν πολυπόθητη εὐχαριστιακὴ
«κοινωνία», ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πραγµατικὴ ἕνωση τοῦ ἑνὸς σώµατος τοῦ
Χριστοῦ.163
Ὁ καθηγητὴς Πέτρος Βασιλειάδης θὰ ἐπισηµάνει ἐπ’ αὐτοῦ «ὅλα τα
παραπάνω, βέβαια, µπορεῖ νὰ δικαιολογοῦν τὴ συµµετοχὴ τῆς Ὀρθοδοξίας
στὸν οἰκουµενικὸ διάλογο µὲ ἀπώτερο στόχο τὴν ἀναζήτηση τῆς ὁρατῆς
ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, δὲν σηµατοδοτοῦν ὅµως καὶ τὴν ἐπιτακτική του
ἀνάγκη, τὴν ὁριοθέτησή του δηλαδὴ σὲ πρόβληµα ὕψιστης προτεραιότητας γιὰ
ὅλα τὰ ἐπίπεδα καὶ ὅλους τοὺς φορεῖς τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικῆς
πραγµατικότητας. Μὲ δεδοµένη τὴν υἱοθέτηση διαφορετικῶν κριτηρίων ὡς
πρὸς τὸ τί συγκροτεῖ τὴν αὐθεντικὴ Ὀρθοδοξία, θὰ πρέπει κανεὶς νὰ
προσεγγίσει καὶ στὴ συνέχεια νὰ ἐπιχειρήσει νὰ δώσει κάποια λύση στὸ
µεθοδολογικὸ πρόβληµα τοῦ προσδιορισµοῦ τῶν θεολογικῶν κριτηρίων
ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς καὶ ἑτερόδοξης Δύσεως».164

Διάλογος», στὸ Ὀρθόδοξη Θεολογία καὶ Οἰκουµενικὸς Διάλογος, ἐπιµέλεια Πέτρος Βασιλειάδης,
ἐκδόσεις Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθήνα 2005, σελ. 88.
163
Βλ. σχετικὰ Πέτρου Βασιλειάδη, Ἑνότητα καὶ µαρτυρία, ὅπ. παρ., σελ. 134.
164
Βλ. σχετικὰ Πέτρου Βασιλειάδη, Ἑνότητα καὶ µαρτυρία, ὅπ. πάρ., σελ. 135.

73
1. Ἡ συµµετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων στὸ Π.Σ.Ε. Ὁ ρόλος τοῦ
Φλωρόφσκυ
Ὁ Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Τσέτσης εἶχε ὑποστηρίξει σὲ µία
µελέτη του, ὅτι «ἡ ἱστορία τῆς Οἰκουµενικῆς Κινήσεως καὶ ἰδιαίτερα τοῦ
Π.Σ.Ε. εἶναι στενὰ συνδεδεµένη µὲ τὴν Ὀρθοδοξία».165 Πράγµατι, ἤδη ἀπὸ τὸ
1920 καὶ τὴν Ἐγκύκλιο τοῦ Πατριαρχείου,166 ἡ Ὀρθοδοξία ὑπῆρξε πρωτοπόρος
στὰ οἰκουµενικὰ δρώµενα, ἀφοῦ σηµαντικὸς ἀριθµὸς Ὀρθοδόξων µετεῖχε σὲ
ὅλες τὶς οἰκουµενικὲς πρωτοβουλίες µέχρι τὴν ἵδρυση τοῦ Π.Σ.Ε. τὸ 1948.
Γιατί ὅµως συµµετέχουν οἱ Ὀρθόδοξοι στὴν Οἰκουµενικὴ Κίνηση;167
Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλὴ ἂν σκεφτοῦµε, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ποὺ
προσεύχεται συνεχῶς καὶ ἀδιαλείπτως «ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», δὲν
θὰ µποροῦσε παρὰ νὰ εἶναι συνεπὴς πρὸς τὶς ἀρχές της, καὶ νὰ µετέχει ἐνεργὰ
τόσο στὴν Οἰκουµενικὴ Κίνηση, ὅσο καὶ στὸ κατεξοχὴν ὀργανό της, τὸ Π.Σ.Ε.
Δίχως ἄλλωστε τὴν παρουσία τῶν Ὀρθοδόξων, τὸ Π.Σ.Ε., ὅπως ἐπισηµαίνει ὁ
Τσέτσης, «θὰ ἦταν ἁπλῶς µιὰ δυτικῆς ἀποχρώσεως διοµολογιακῆ ὀργάνωση,
ὅλως διόλου ξένη πρὸς τὴν θεολογία καὶ τὸν προβληµατισµὸ τῆς Ἀνατολῆς,
καὶ συνεπῶς καθόλου ἀντιπροσωπευτικὴ ἑνὸς γνησίου οἰκουµενικοῦ
πνεύµατος».168 Γι’ αὐτὸ λοιπόν, ἡ παρουσία τῶν Ὀρθοδόξων στὴν ἐξέλιξη τῆς
Οἰκουµενικῆς Κίνησης ὑπῆρξε σηµαντική, ἐνίοτε δὲ καὶ ἀποφασιστική.169 Τὴν
θετικὴ παρουσία µάλιστα τῶν Ὀρθοδόξων στὸ Π.Σ.Ε., ἐπεσήµανε ὁ πρῶτος
Γ.Γ. τοῦ Συµβουλίου Visser’t Hooft, σὲ µιὰ ὁµιλία του στὸ Πανεπιστήµιο
Ἀθηνῶν τὸν Ἰούλιο τοῦ 1966.170
Οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγµὴ τῆς παρουσίας τους στὴν
οἰκουµενικὴ κίνηση ἔθεταν τὰ ἐκκλησιολογικὰ θέµατα πάντοτε σὲ περίοπτη

165
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Τσέτση, Οἰκουµενικὰ Ἀνάλεκτα, ἐκδόσεις Τέρτιος, Κατερίνη 1987, σελ. 72.
166
Πρόκειται γιὰ τὴν Ἐγκύκλιο Συνοδική της Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως πρὸς τὰς Ἁπανταχοῦ
Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, Κωνσταντινούπολις 1920.
167
Τὸ ἐρώτηµα (µαζὶ µὲ ἄλλα) θέτει ὁ καθηγητὴς Στυλιανός Τσοµπανίδης στὸ βιβλίο του Ἡ συµβολὴ
τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας καὶ θεολογίας στὸ παγκόσµιο συµβούλιο ἐκκλησιῶν, ἐκδόσεις Π. Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 213.
168
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Τσέτση, Οἰκουµενικὰ Ἀνάλεκτα, ὅπ. πάρ. σελ. 75.
169
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Τσέτση, Οἰκουµενικὰ Ἀνάλεκτα, ὅπ. πάρ. σελ. 75.
170
Βλ. σχετικὰ Visser’t Hooft, «Ἡ Οἰκουµενικὴ Κίνησις ἀπὸ Ἄµστερνταµ µέχρι τῆς Γενεύης», ἐκδόσεις
Ἐθνικοῦ καὶ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστηµίου Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1967, σελ. 32 κ.ε..

74
θέση.171 Γι’ αὐτὸ καὶ καταλυτικὴ ὑπῆρξε ἡ θέληση, καὶ ἐµφανὴς ἡ προτίµηση,
τῶν Ὀρθοδόξων θεολόγων στὶς ἐργασίες τοῦ τµήµατος «Πίστη καὶ Τάξη» γιὰ
τὰ θέµατα αὐτά, ἐνῶ οἱ Ὀρθόδοξες ἐκκλησιαστικὲς ἀντιπροσωπεῖες στὰ
ὑπόλοιπα τµήµατα τοῦ Π.Σ.Ε. (ἱεραποστολικό, θεολογικῆς ἐκπαίδευσης,
κοινωνικῆς δράσης κλπ.), πρὸς ἀπογοήτευση τῶν µὴ Ὀρθοδόξων µελῶν τοῦ
Π.Σ.Ε., ἦταν πολλὲς φορὲς ὑποβαθµισµένες.
Ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγµὴ εἶχε ἀνακύψει ἕνα πρόβληµα γιὰ τὸν
οἰκουµενισµὸ ποὺ χαρακτηριστικὰ ἐπισήµανε ὁ Μητροπολίτης Ἰωάννης
Ζηζιούλας: «Τὸ πρόβληµα τοῦ οἰκουµενικοῦ διαλόγου ταυτίζεται µὲ τὸ
πρόβληµα τῆς ταυτότητας τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσο δὲ λύνουµε τὸ πρόβληµα τοῦ
τί εἶναι Ἐκκλησία, δὲ θὰ µπορέσουµε ποτὲ νὰ καταλήξουµε σὲ συµφωνία στὴν
οἰκουµενικὴ κίνηση»,172 καὶ θὰ προσθέταµε καὶ τὸ ἐρώτηµα «ποιὰ εἶναι ἡ
ἀληθινή Ἐκκλησία»;
Στὸ σηµεῖο αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ λησµονήσουµε ὅτι µιὰ τέτοια προοπτικὴ
εἶναι ἄµεσα συνδεµένη µὲ τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας,
γεγονὸς ποὺ ἐπισηµαίνει καὶ ὁ καθηγητὴς Στυλιανός Τσοµπανίδης.173 Τί
ἐννοοῦµε ὅµως µὲ τὴν ἀναφορά µας στὴν ὀρθόδοξη αὐτογνωσία τόσο ἐντός,
ὅσο καὶ ἐκτὸς τῆς Οἰκουµενικῆς Κινήσεως; Θὰ µπορούσαµε νὰ ποῦµε ὅτι ἡ
αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδοξίας ἔγκειται στὸ ὅτι αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴν Μία,
Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἀποδεχόµενη συνάµα τὴν ὕπαρξη
τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν ὀντολογικὰ καὶ ἱστορικά, ὄχι ὅµως καὶ ἐκκλησιολογικά,
θεολογικὰ ἢ ἔστω δογµατικά.174
Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ἀπὸ νωρὶς προσπάθησε νὰ κατευθύνει τὶς
συζητήσεις πρὸς αὐτὲς τὶς κατευθύνσεις γι’ αὐτὸ καὶ ὁ µαθητής του
171
Βλ. σχετικὰ τὴν καταλυτικὴ ἐπὶ τοῦ θέµατος συµβολὴ τοῦ π. G. Florovsky, «The Doctrine of the
Church and the Ecumenical Movement», The Ecumenical Review, 2 (1950), σσ.152 – 161. Ἐπίσης Π.
Μπρατσιώτη, «The Fundamental Principles and Main Characteristics of the Orthodox Church», The
Ecumenical Review, 12 (1959-1960), σσ.154 – 163.
172
Βλ. σχετικὰ Μητροπολίτου Περγάµου Ἰωάννου Ζηζιούλα, «The Mystery of the Church in Orthodox
Tradition», One in Christ 24 (1988) 294-303. Πρβλ. Σάββα Ἀγουρίδη, «The Goal of the Ecumenical
Movement», The Ecumenical Review, 25 (1973) 266-269.
173
Βλ. σχετικὰ Στυλιανοῦ Χ. Τσοµπανίδη, Ἡ συµβολὴ τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας καὶ θεολογίας στὸ
παγκόσµιο συµβούλιο ἐκκλησιῶν, ὅπ. πάρ., σελ. 214.
174
Αὐτὸ καταδεικνύεται ξεκάθαρα στὴν ἐγκύκλιο ποὺ ἀπέστειλε τὸ Οἰκουµενικὸ Πατριαρχεῖο τὸ 1920,
στᾶς Ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀπουσία τοῦ ἐπιθετικοῦ προσδιορισµοῦ στὴν λέξη
«Ἐκκλησίας», φανερώνει τὴν ἀναγνώριση τῆς ὕπαρξης τῶν ἱστορικῶν ἐκφάνσεων, ὄχι ὅµως καὶ τῶν
«ἀληθινῶν» ἐκκλησιολογικῶν προϋποθέσεων ποὺ θὰ τὶς καθιστοῦσαν ἀληθινὲς ἐκκλησίες.

75
Μητροπολίτης Ζηζιούλας ἐπεσήµανε σὲ ὁµιλία του ὅτι «ἕνας ἀποφασιστικὸς
παράγοντας, ποὺ συµβάλλει στὴ συνέχιση τῆς πλήρους συµµετοχῆς τῶν
Ὀρθοδόξων στὸ Π.Σ.Ε. ἦταν, κατὰ τὴν ἄποψή µου, ἡ στήριξη, ποὺ παρείχετο
στὴν Οἰκουµενικὴ Κίνηση ἀπὸ τὸν καταξιωµένο καὶ βαθιὰ σεβαστὸ στοὺς
συντηρητικοὺς κύκλους τῆς ρωσικῆς θεολογίας, ἀείµνηστο π. Γ. Φλωρόφσκυ,
ὁ ρόλος τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε καθοριστικός, ἰδιαίτερα στὴν Συνέλευση τοῦ
Evanston. Ὁ Φλωρόφσκυ ἦταν ὁ πρῶτος, στὸ βαθµὸ ποὺ γνωρίζω, ποὺ ἔθεσε
τὸ ζήτηµα τῆς συµµετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων στὴν Οἰκουµενικὴ Κίνηση σὲ
θεολογικὸ ἐπίπεδο. Μέχρι ἐκείνη τὴ στιγµὴ οἱ Ὀρθόδοξοι περιορίστηκαν στὸν
ἰσχυρισµὸ ὅτι µόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Una Sancta (Ἡ Μία
Ἐκκλησία), ἀποφεύγοντας νὰ θέσουν τὸ ζήτηµα τοῦ τί οἱ ἄλλοι συµµετέχοντες
στὴν Οἰκουµενικὴ Κίνηση ἦταν ἐκκλησιολογικά. Ὅταν πιέστηκε νὰ δώσει µιὰ
ἀπάντηση ἐπανέλαβε τὴν ἄποψη τοῦ Κhomiakov, ποὺ συµµερίζονται πολλοὶ
ἐµιγκρέδες ρῶσοι θεολόγοι τοῦ αἰώνα µας, ὅτι δηλαδὴ ἐµεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι
λέµε µόνο αὐτὸ, ποὺ εἴµαστε ἐκκλησιολογικά, καὶ µόνο ὁ Θεὸς µπορεῖ νὰ
ἀποφασίσει γιὰ τὴν τύχη τῶν ἄλλων».175
Ἡ αὐτοσυνειδησία τῶν ὀρθοδόξων εἶναι, ποὺ τοὺς ὁδήγησε ἀπὸ τὴν πρώτη
στιγµὴ τοῦ πολυµεροῦς οἰκουµενικοῦ διαλόγου νὰ διατυπώσουν τὰ ἑξῆς
φλέγοντα ἐρωτήµατα:
1. Τί σηµαίνει «ἐκκλησία» στὸ Παγκόσµιο Συµβούλιο
Ἐκκλησιῶν;
2. Τί σηµαίνει «ἡ ὁρατὴ ἑνότητα τῆς ἐκκλησίας», ὁρολογία
πολὺ συνηθισµένη στὰ κείµενα τοῦ Π.Σ.Ε.;
3. Πῶς οἱ ἐκκλησίες µὲ τὴ ἰδιότητα τοῦ µέλους τοῦ Π.Σ.Ε.
κατανοοῦν τὴ φύση, τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀπὸ κοινοῦ µαρτυρία τους;
4. Τί συνεπάγεται ἡ προσχώρηση µιᾶς ἐκκλησίας στὸ
Παγκόσµιο Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν;

175
Βλ. σχετικὰ τὰ πρακτικὰ τοῦ συνεδρίου ποὺ διοργανώθηκε στὸ Ὀρθόδοξο Κέντρο τοῦ
Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου στὸ Chambesy τῆς Γενεύης, ἀπὸ τὶς 19 – 24 Ἰουνίου 1995. Ἐκεῖ ὁ
Μητροπολίτης Ζηζιούλας µίλησε γιὰ τὴν αὐτοσυνειδησία τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τὴ συµµετοχή τους
στὴν Οἰκουµενικὴ Κίνηση. Metropolitan John of Pergamon, «The Self-understanding of the Orthodox
and their Participation in the Ecumenical Movement», The Ecumenical Movement, the Churches and
the World Council of Churches, ed. George Lemopoulos, Orthdruk Orthodox Printing House, Bialystok
1996, σσ. 37 – 46.

76
5. Σὲ τελευταία, δηλαδή, ἀνάλυση πῶς ἡ (µία) Ἐκκλησία
σχετίζεται µὲ τὶς (διάφορες ἱστορικὲς) ἐκκλησίες;176
Τὸ θεολογικὸ σκεπτικό της Εἰδικὴς Επιτροπὴς177 κατὰ τὴν ἐκκλησιολογικὴ
θεώρηση ὁλόκληρου τοῦ πλέγµατος τῶν ὑπὸ ἐξέταση θεµάτων βασίζεται στὴ
σηµασία τοῦ ἄρθρου-βάση τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τοῦ Π.Σ.Ε.. Μὲ τὴν
τριαδολογικὴ διεύρυνση, ἡ ὁποία µὲ ἐπιµονὴ κατὰ κύριο λόγο τῶν Ὀρθοδόξων
ἐπιτεύχθηκε στὴν Γ΄ Γ.Σ. στὸ Νέο Δελχὶ τὸ 1961,178 οἱ σχέσεις τῶν ἐκκλησιῶν
– µελῶν τοῦ Π.Σ.Ε. λαµβάνουν ἐντελῶς νέα διάσταση, ἡ ὁποία δυστυχῶς δὲν
συνειδητοποιήθηκε ἐπαρκῶς στὴ συνέχεια. Τὸ ἐρώτηµα, ποὺ σήµερα τίθεται
ἐπιτακτικὰ εἶναι τὸ ἀκόλουθο: «Πῶς κατανοοῦν οἱ ἐπὶ µέρους ἐκκλησίες, ποὺ
µετέχουν στὸ Π.Σ.Ε. τὴν πρόθεση, ἡ ὁποῖα διατυπώνεται στὸ καταστατικὸ «νὰ
καλοῦν ἡ µία τὴν ἄλλη στὸ στόχο τῆς ὁρατῆς ἑνότητας, µὲ µιὰ πίστη καὶ µιὰ
Εὐχαριστιακὴ κοινωνία, ποὺ ἐκφράζεται στὴ λατρεία καὶ τὴν κοινὴ ζωὴ ἐν
Χριστῷ, µέσῳ τῆς µαρτυρίας καὶ τῆς διακονίας στὸν κόσµο, καὶ νὰ προωθοῦν
αὐτὴν τὴν ἑνότητα, ἔτσι ὥστε ὁ κόσµος νὰ πιστευτεῖ»;179
Ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας µέρα τῶν ἐργασιῶν ἔγινε ἀντιληπτὸ καὶ φανερό τὸ
ἐκκλησιολογικὸ ἔλλειµµα τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ ἡ ὑφέρπουσα (ἐπὶ πενήντα σχεδὸν
χρόνια, µετὰ δηλαδὴ τὴ Δήλωση τοῦ Τορόντο) ἐκκλησιολογικῆ οὐδετερότητά
του, ἡ οὐσιαστικὴ δηλαδὴ συνύπαρξη διαφορετικῶν ἐκκλησιολογικῶν
ἀντιλήψεων σ’ αὐτό. Ἐκείνης δηλαδὴ τῶν παραδοσιακῶν ἐκκλησιῶν (ὅπως ἡ
Ὀρθόδοξη καὶ θὰ µπορούσαµε νὰ ποῦµε καὶ ἡ Ρκαθολικὴ παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι
δὲν εἶναι πλῆρες µέλος ἀλλὰ ἔχει µιὰ ἰδιάζουσα σχέση καὶ ἐπαφὴ µὲ τὸ
Π.Σ.Ε.), οἱ ὁποῖες ταυτίζουν ἐαυτὲς µὲ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ
Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, καὶ ἐκείνης τῶν περισσοτέρων Προτεσταντικῶν
ὁµολογιῶν, οἱ ὁποῖες θεωροῦν ἐαυτὲς, ὡς µέρη τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς

176
Βλ. σχετικὰ Ἀναστασία Π. Βασιλειάδου, Ἠ Συµµετοχὴ Τῶν Ὀρθοδόξων Στὸ Π.Σ.Ε. Ὑπὸ Τὸ Φῶς
Τῶν Ἀποφάσεων Τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς, Διπλωµατικὴ Ἐργασία, Σύµβουλος Καθηγητὴς Γεώργιος
Μαρτζέλος, Θεσσαλονίκη 2005.
177
Βλ. ὑποσηµείωση 124.
178
Βλ. σχετικὰ Στυλιανοῦ Χ. Τσοµπανίδη, Ἡ συµβολὴ, ὅπ. πάρ., σελ. 139 κ.ε.
179
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Τσέτση, Οἰκουµενικὰ Ἀνάλεκτα, ὅπ. πάρ., σελ. 173 κ.ε..

77
καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἂν καὶ ἡ παλαιότερη «θεωρία τῶν κλάδων»180
ἔπαψε νὰ ὑποστηρίζεται ἐντός τοῦ Π.Σ.Ε., πολὺ περισσότερο µάλιστα νὰ
χρησιµοποιεῖται ὡς ἐργαλεῖο τῶν ἐκκλησιολογικῶν ἀναλύσεων, ἡ
διαφοροποίηση γιὰ τὴν ἀποδοχὴ τῶν ἄλλων ἑταίρων στὸ Π.Σ.Ε., καὶ µάλιστα
ὡς ἐκκλησιῶν, παραµένει ἀνεπίλυτο πρόβληµα. Βεβαίως, στὰ πλαίσια τῶν
διµερῶν, ἀλλὰ καὶ τοῦ πολυµεροῦς ἐντός τοῦ Π.Σ.Ε., διαλόγων ἔχει πρὸ
πολλοῦ ξεκινήσει ἡ προσπάθεια ἐπίλυσης τοῦ προβλήµατος, καὶ τοῦ
καθορισµοῦ ἐντέλει τοῦ περιεχοµένου τοῦ ὄρου Ἐκκλησία. Ἕνας ἀπὸ τοὺς
πρώτους στὰ πλαίσια αὐτὰ, ποὺ ἀσχολήθηκε µὲ τὸ ζήτηµα καὶ ἐπεδίωξε νὰ
προτείνει κάποια λύση ἀµοιβαίως καὶ ἰσότιµα ἀποδεκτὴ, ἦταν ὁ πατέρας
Γεώργιος Φλωρόφσκυ.
Τὸ Π.Σ.Ε., ὅπως τὸ ξέρουµε καὶ τὸ µελετοῦµε σήµερα, ἴσως νὰ µὴν εἶχε
τούτη τὴ διαµόρφωση, ἂν οἱ Ὀρθόδοξοι εἶχαν γυρίσει τὴν πλάτη στὴν
προσπάθεια, ποὺ κατέβαλαν πολλὲς ἐξέχουσες προσωπικότητες τῆς ἐποχῆς, νὰ
δηµιουργήσουν ἕναν ὀργανισµὸ γιὰ τὴν σύγκλιση τῶν µελῶν του, καὶ θὰ
δηµιουργοῦσε νέες συνθῆκες καὶ προοπτικὲς στὴν µεταξύ των ἐπικοινωνία. Σὲ
ἀντίθεση µὲ τὴν Ρκαθολικὴ ἐκκλησία, ἡ ὁποῖα ὄχι µόνο ἀρνήθηκε ὁποιαδήποτε
σχέση – ἐπίσηµη ἢ ἀνεπίσηµη – µὲ τὸ Π.Σ.Ε., ἀλλὰ καὶ ἀπαγόρεψε στοὺς
Ρκαθολικοὺς ὑπερµάχους αὐτοῦ νὰ µετάσχουν ἢ ἔστω νὰ παρατηροῦν τὰ
τεκταινόµενα σὲ αὐτό, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀπὸ πολὺ νωρὶς (βλέπε τὴν
Πατριαρχικὴ Ἐγκύκλιο τοῦ 1920) εἶδε µὲ θετικὴ µατιὰ τὶς ὅποιες ἐνέργειες
ἔλαβαν χώρα, καὶ διὰ τῶν ἐκπροσώπων της, µένοντας πιστὴ στὴν ἀρχὴ «ὑπὲρ
τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», συµµετεῖχε ἐνεργὰ καὶ κατάφερε νὰ εἰσακουστεῖ
στὴν διαδικασία διαµόρφωσης, ἀλλὰ καὶ στὴ µετέπειτα πορεία ἀνάπτυξής τοῦ
Π.Σ.Ε. Ἕνας τέτοιος ἐκπρόσωπος, παγκοσµίου ἐµβέλειας, ἦταν καὶ ὁ πατέρας
Γεώργιος Φλωρόφσκυ.181

180
Βλ. σχετικὰ γιὰ τὴν Θεωρία τῶν Κλάδων, µιὰ πολὺ τεκµηριωµένη µελέτη τοῦ π. Γεωργίου
Φλωρόφσκυ, ἡ ὁποία συνδυάζεται µὲ τὶς ἀπόψεις τοῦ περὶ τοῦ Σχίσµατος. Georges Florovsky,
Ecumenism I, ὅπ. παρ., σελ. 34 κ.ε.
181
Γιὰ τὴν Ἐκκλησιολογία τοῦ Φλωρόφσκυ βλ. στὸ δεύτερο µέρος τῆς παρούσας.

78
Ὁ π. Γεώργιος, δραστηριοποιήθηκε ἐνεργὰ καὶ ἴσως «παθιασµένα» µὲ τὴν
οἰκουµενικὴ182 κίνηση καὶ τὸ κατεξοχὴν ὄργανό της, τὸ Παγκόσµιο Συµβούλιο
Ἐκκλησιῶν.183 Οὐσιαστικὰ ἐφαλτήριο γιὰ τὴν ἐνασχόλησή του µὲ τὴν
οικουµενικὴ κίνηση, ἀποτέλεσε ἡ ἀνάπτυξη τῆς φασιστικῆς καὶ ναζιστικῆς
ἰδεολογίας τῶν ἐθνικοσοσιαλιστικῶν καθεστώτων σὲ πολλὲς περιοχὲς τοῦ
κόσµου, καὶ ἡ ξεκάθαρη ἀντίθεσή του πρὸς τὶς ἱδεολογίες αὐτές.184 Ἡ
παρουσία του ἦταν µία ἀπὸ τὶς πιὸ ἀποτελεσµατικές τῶν Ὀρθοδόξων
ἐκπροσώπων, καὶ ἐπικεντρώθηκε σὲ ἕνα ζήτηµα, ποὺ γι’ αὐτὸν ἦταν µείζονος
σηµασίας ὅλων· δηλαδὴ στὶς δογµατικὲς διαφορὲς µεταξύ τῶν συµµετεχόντων
καὶ φυσικὰ στὴν προσπάθεια ὑπερπήδησης ὅλων αὐτῶν, ποὺ οὐσιαστικὰ ἐδῶ
καὶ αἰῶνες ἀποτελοῦν τὴν βασικὴ αἰτία διχασµοῦ, µίσους καὶ ἔχθρας, ἀνάµεσα
σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση.185 Νὰ ἐπισηµάνουµε, ὅτι ὁ π. Γεώργιος ἀπὸ αὐτὴ τὴ
στιγµὴ συµµετεῖχε µὲ ζῆλο σὲ ὅλες τὶς συνεδριάσεις, ὥστε νὰ ὑπάρξει τελικὰ
µιὰ συµφωνία µεταξύ τῶν συµµετεχόντων γιὰ τὴν δηµιουργία τοῦ Π.Σ.Ε., ποὺ
ἐντέλει ἐπετεύχθη.
Ἡ παρουσία του ὅµως σὲ αὐτὲς ἦταν ἐξαιρετικὰ δύσκολη, καθὼς οἱ
περισσότερες Ὀρθόδοξες ἐκκλησίες ἦταν ἀντίθετες µὲ τὴν οἰκουµενικὴ
κίνηση, µὲ ἐξαίρεση τὶς προσανατολισµένες στὴν Κωνσταντινούπολη
ἑλληνόφωνες. Ἔτσι ὁ π. Γεώργιος ἀνῆκε σὲ µία µειοψηφία ἐντός των
συνεδριάσεων ἀρχικά, καὶ στὸ Π.Σ.Ε. στὴ συνέχεια,186 ὅπου ὅµως δὲν δίστασε

182
Γιὰ τὸ περιεχόµενο τῆς λέξης «οἰκουµενικὸς – ἢ – ὅ», βλ. σχετικὰ Στυλιανοῦ Χ. Τσοµπανίδη, Ἡ
συµβολὴ τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας καὶ θεολογίας στὸ παγκόσµιο συµβούλιο ἐκκλησιῶν, ὅπ. πάρ., σελ.
38 κ.ε.
183
Γιὰ τὴν παρουσία τοῦ π. Γεωργίου βλ. σχετικὰ στὸ πρῶτο µέρος τῆς παρούσας.
184
Ο George Mazur σηµειώνει «Ἤδη, ἀκριβῶς πρὶν τὸν πόλεµο, ὁ ἐθνικοσοσιαλισµός, ἔχοντας κάνει
ἐµφανές το ἀπεχθὲς πρόγραµµά του, µιλᾶ (ὁ ἐθνικοσοσιαλισµὸς) γιὰ τὴν ἐµφάνιση τῆς χριστιανικῆς
ἑνότητας. Αὐτὲς οἱ συζητήσεις ἦταν τὸ ξεκίνηµα τῆς συµµετοχῆς τοῦ πατέρα Γεωργίου Φλορόφσκυ
στὴν οἰκουµενικὴ κίνηση». Βλ. Σχετικὰ George Mazur «Father Georges Florovsky and the Infancy of
the World Council of Churches», στὸ
http://www.orthodoxinfo.com/ecumenism/two_significant_articles.aspx, ὁλόκληρο τὸ Κείµενο στὴν
ἀγγλικὴ γλώσσα.
185
Βλ. σχετικὰ τὸ Ἄρθρο τοῦ πρώτου Γενικοῦ Γραµµατέα τοῦ Π.Σ.Ε. W. A. Visser T’Hooft στὸ St.
Vladimir’s Theological Quarterly, «Fr. Georges Florovsky’s Role In The Formation Of The W.C.C.»,
VOL. 23 (1979). Βλ. Ἐπίσης Georges Vasilievich Florovsky (1893-1979) «Russian intellectual
historian and orthodox theologian. (Religious Historians, East and West)», στὸ
http://www.thefreelibrary.com/II.+Georges+Vasilievich+Florovsky.
186
Νὰ σηµειώσουµε, ὅτι ἡ κατάσταση αὐτὴ κράτησε οὐσιαστικὰ µέχρι τὴν σύνταξη τῆς Δήλωσης τοῦ
Τορόντο, ὅπου καὶ τελικὰ στὶς ἀρχὲς τῆς Δεκαετίας τοῦ 1950 µεγάλη µερίδα τῶν Ὀρθοδόξων εἰσῆλθε
στοὺς κόλπους τοῦ Π.Σ.Ε.. Βλ. σχετικὰ Borovoy Vitaly «The Ecclesiastical Significance of the WCC:
The Legacy and Promise of Toronto», Orthodox Visions of Ecumenism, Statements, Messages and

79
νὰ διεκδικήσει φωνὴ γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους, ἀλλὰ καὶ νὰ διατυπώσει µιὰ σειρὰ
ἀπὸ θέσεις, ποὺ πρέσβευαν τὴν ὀρθόδοξη εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία, ἡ
ὁποῖα θεµελιώνεται σαφέστατα στὸ τριαδολογικὸ δόγµα. Ἐπιπλέον ὁ ἴδιος µαζὶ
µὲ ἄλλους ὑπερµάχους τῆς οἰκουµενικῆς κίνησης εἶχε ἀναλάβει τὸ δυσχερὲς
ἔργο γιὰ τὴν σχολαστικὴ ἐνηµέρωση τῶν Ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν.187
Μετὰ τὸ Ἐδιµβοῦργο,188 τὴν ἴδια χρονιὰ στὸ Λονδίνο ὁ Φλωρόφσκυ µαζὶ
µὲ τὸν Ἀρχιµανδρίτη Cassian, ὡς µέλη τῆς Κίνησης «Πίστη καὶ Τάξη»
ἀνέλαβαν νὰ συναντηθοῦν µὲ ἐκπροσώπους τοῦ Παγκοσµίου Χριστιανικοῦ
Συµβουλίου γιὰ τὴ «Ζωὴ καὶ Ἐργασία», ὡς µέλος µιᾶς δεκατετραµελοῦς
διασκέψεως γιὰ νὰ συζητηθεῖ ἡ δόµηση ἑνὸς κατανοητοῦ «Παγκοσµίου
Συµβουλίου Ἐκκλησιῶν», µὲ τὴ σύνταξη ἑνὸς συνταγµατικοῦ προσχεδίου.189
Τὸ πρῶτο ἄρθρο τῆς Βάσης τοῦ Π.Σ.Ε. ἦταν ἀποτέλεσµα αὐτῶν τῶν
συζητήσεων: «Τὸ Παγκόσµιο Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν εἶναι µιὰ κοινωνία
Ἐκκλησιῶν ποὺ ἀποδέχονται τὸν Υἱὸ ὡς Θεὸ καὶ Σωτήρα»190 καὶ ἀρχικὰ τούτη
ἡ πρόταση δὲν προκάλεσε καµία ἀντίδραση ἀπὸ τὸν Φλωρόφσκυ.191
Ὁ π. Γεώργιος καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια αὐτῶν τῶν συναντήσεων ἀλλὰ καὶ
ἀργότερα µὲ τὴν δηµιουργία τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ τὴν συµµετοχή του στὴν Κ.Ε.
αὐτοῦ, ἔµεινε πιστὸς στὴ διάκριση µεταξύ θεολογικοῦ καὶ πολιτικοῦ

Reports on the Ecumenical Movement 1902 – 1992, Compiled by Gennadios Limouris, WCC
Publications, Geneva, σελ. 200 κ.ε.
187
Βλ. σχετικὰ W. A. Visser T’Hooft, «Fr. Georges Florovsky’s Role In The Formation Of The
W.C.C.»,ὅπ. παρ.
188
Στὸ Ἐδιµβοῦργο τῆς Σκωτίας ἔλαβε χώρα τὸ Β΄ Συνέδριο τῆς Κίνησης «Πίστη καὶ Τάξη», ἀπὸ τὶς 3
µέχρι τὶς 18 Αὐγούστου 1937 καὶ στὸ ὁποῖο ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ἐξελέξη ὡς ἕνας ἐκ τῆς
Ἐπιτροπῆς τῶν Δεκατεσσάρων (ἑπτὰ µέλη τῆς Κίνησης «Πίστη καὶ Τάξη» καὶ ἑπτὰ µέλη τῆς Κίνησης
«Ζωὴ καὶ Ἐργασία») ποὺ θὰ ἀναλάµβανε τὴ σύνταξη τοῦ Καταστατικοῦ τοῦ Π.Σ.Ε.
189
Νὰ ἐπισηµάνουµε ὅτι στὴν συνεδρίαση αὐτὴ τὰ µέλη ἀποφάσισαν τὴν διεξαγωγὴ ἑνὸς συνεδρίου
ποὺ θὰ ὑπῆρχε µεγαλύτερη ἀντιπροσώπευση τῶν ἐκκλησιῶν στὴν Οὐτρέχτη τῆς Ὀλλανδίας τὸ 1938.
Αὐτὸ τὸ συνέδριο ἀποτελεῖ σταθµὸ στὴν ἱστορία τῆς οἰκουµενικῆς κινήσεως καθὼς σὲ αὐτὸ
οὐσιαστικὰ ξεκινᾶ ἡ ἱστορικὴ πορεία τοῦ Π.Σ.Ε.
190
Τὸ Ἄρθρο 1 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη τοῦ Π.Σ.Ε. ἀναθεωρήθηκε στὴν 3η Γ.Σ. τὸ 1961 στὸ Νέο
Δελχί, καθὼς οὔτε ἡ ὀρθόδοξη µερίδα, οὔτε ἡ ἀγγλικανικὴ ἦταν ἱκανοποιηµένες ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ
διατύπωση. Ἔτσι τὸ Ἄρθρο ἕνα διευρύνθηκε, ἐγκρίθηκε καὶ φυσικὰ ἰσχύει µέχρι σήµερα ὡς ἑξῆς: «Τὸ
Παγκόσµιο Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν εἶναι κοινωνία ἐκκλησιῶν, ποὺ ὁµολογοῦν τὸν Κύριο Ἰησοῦ
Χριστὸ ὡς Θεὸ καὶ Σωτήρα σύµφωνα µὲ τὶς Γραφές, καὶ ἑποµένως ἐπιζητοῦν νὰ ἐκπληρώσουν µαζὶ
τὴν κοινή τους κλήση, πρὸς δόξαν τοῦ ἑνὸς Θεοῦ, Πατρός, Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύµατος». Ὁλόκληρο
τὸν Καταστατικὸ Χάρτη τοῦ Π.Σ.Ε. σὲ ἑλληνικὴ µετάφραση βλέπε Τσέτση Γεωργίου, Οἰκουµενικὰ
Ἀνάλεκτα. Συµβολὴ στὴν Ἱστορία τοῦ Π.Σ.Ε., Ἐκδόσεις Τέρτιος, Κατερίνη 1987, σελ. 173 κ.ε. Μετὰ
τὴν ἀναθεώρησή του ἀπὸ τὴν Θ΄ Γ.Σ. (Πόρτο Ἀλέγκρε 2006), παρατίθεται σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες
ἐργασίας τοῦ Π.Σ.Ε. στὸ http://www.oikoumene.org/en/resources/documents/assembly/porto-alegre-
2006/1-statements-documents-adopted/institutional-issues/constitution-and-rules.html.
191
Βλ. σχετικὰ George Mazur, «Father Georges Florovsky and the Infancy of the World Council of
Churches», ὅπ. πάρ.

80
οἰκουµενισµοῦ192 καὶ στὴν διαφορὰ τῶν κινήτρων, ποὺ προέβαλαν οἱ νέες
κοινωνικὲς προσεγγίσεις γιὰ τὴν πραγµατοποίηση τῶν στόχων καὶ ἐπιδιώξεών
τους. Ὁ Φλωρόφσκυ ἦταν ξεκάθαρα ἀρνητικὸς καὶ ἀντίθετος στὸ ἐνδεχόµενο ὁ
οἰκουµενικὸς διάλογος γιὰ τὴν ἑνότητα νὰ παρασυρθεῖ ἀπὸ τὸν πολιτικὸ
οἰκουµενισµό.193 Ο Mazur µάλιστα επισηµαίνει ότι «στὴ στάση αὐτὴ
παρέµεινε ἀκλόνητος µέχρι τὸ πέρας τῆς συµµετοχῆς του στὰ ὄργανα τοῦ
Συµβουλίου»,194 ἀλλὰ καὶ µέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ π. Γεώργιος, ἕνας ἀπὸ τοὺς συνιδρυτές τοῦ
Π.Σ.Ε. καὶ ἔνθερµος ὑποστηρικτὴς τῆς Χριστιανικῆς ἑνότητος, πρὸς τὸ τέλος
τῆς ζωῆς του ἔβλεπε µὲ σκεπτικισµὸ καὶ λύπη τὶς ἐξελίξεις καὶ τὶς ἐπιδιώξεις
τοῦ Παγκοσµίου Συµβουλίου Ἐκκλησιῶν, ποὺ εἶχαν παρεκκλίνει – κατὰ τὴν
ἀπόψή του195 – πολὺ ἀπὸ τὶς ὑπεύθυνες θεολογικὲς ἐπιδιώξεις τῶν πρώτων

192
Ἡ ἔννοια τοῦ πολιτικοῦ οἰκουµενισµοῦ (τῆς παγκοσµιοποίησης) ἔχει γίνει τόσο ἀµφίσηµη καὶ
ἀµφιλεγόµενη, ὥστε εἶναι ἀδύνατον νὰ τὴν ὁρίσουµε χωρὶς νὰ ἐµπλακοῦµε στὴ διαµάχη ἀναφορικὰ µὲ
τὴ φύση καὶ τὴ σηµασία τῶν φαινοµένων µὲ τὰ ὁποῖα αὐτὴ συνήθως συνδέεται. Ἀκόµα ὅµως, καὶ ἕνας
σχετικὰ οὐδέτερος, περιγραφικὸς ὁρισµὸς τῆς παγκοσµιοποίησης ὡς τῆς ἐπίτασης τῶν παγκόσµιων
κοινωνικῶν σχέσεων, κάνει σαφὲς ὅτι ἡ ἐποχὴ τῆς παγκοσµιοποίησης συνιστᾶ µιὰ πρὸ(σ)κληση γιὰ τὶς
ἐπιστῆµες τῆς κοινωνίας καὶ τοῦ πολιτισµοῦ (ἀφήνοντας φυσικὰ στὴν ἄκρη καὶ σχεδὸν
περιθωριοποιώντας κάθε Θρησκεία). Τὴν ἐποχὴ τῆς παγκοσµιοποίησης, ἡ ζωὴ τῶν σηµείων
ἐκτυλίσσεται σὲ ὁλοένα καὶ πιὸ διὰ – κοινωνικὰ καὶ διὰ – πολιτισµικὰ πλαίσια µοντέρνας κριτικῆς
θεωρίας, ποὺ δὲν ἀφορᾶ µόνο τὴν ἀποδόµηση τῶν ἀξιῶν, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐξασφάλιση τοῦ «κανονιστικοῦ
περιεχοµένου τῆς νεωτερικότητας». Εἶναι αὐτὴ ἡ παγκόσµια κοινωνία τῶν σηµείων καὶ τῶν δοµῶν
ποὺ καλεῖται σήµερα νὰ φωτίσει ἡ σηµειωτικὴ συµβάλλοντας, µὲ τὰ κριτικὰ καὶ ἀναλυτικὰ ἐργαλεῖα
της, στὴ γνωσιολογικὴ χαρτογράφησή της. Στὴν παραγωγή, δηλαδή, ἐκείνων τῶν ριζικὰ νέων τρόπων
ἀναπαράστασής της ποὺ θὰ µᾶς ἐπιτρέψουν νὰ ἐπανα – συλλάβουµε καὶ νὰ ἐπανα – διατυπώσουµε τὴν
τοποθέτησή µας ὡς ἀτοµικῶν καὶ συλλογικῶν ὑποκειµένων καὶ νὰ ἀνακτήσουµε τὴ δυνατότητα
πράξης καὶ πάλης ποὺ βρίσκεται πρὸς τὸ παρὸν ἐξουδετερωµένη καὶ ἀποµακρυσµένη τόσο ἀπὸ τὴν
θρησκευτικὴ ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν κοινωνική µας αὐθυπαρξία. Βλ. σχετικὰ τὶς πολὺ ἀξιόλογες
τοποθετήσεις τῶν εἰδικῶν στὸ συλλογικὸ ἔργο Διαπολιτισµικότητα, παγκοσµιοποίηση καὶ ταυτότητες,
ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἔκδοση τῶν πρακτικῶν του 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου Ἑλληνικῆς Σηµειωτικῆς
Ἑταιρείας, Πάτρα 1-3 Ὀκτωβρίου 2004, Ἐκδόσεις Gutenberg, Ἀθήνα 2008. Βλ. ἐπίσης Μακρὴ
Δηµητρίου, Ἡ πάλη τῶν ἀξιῶν στὸν αἰώνα τῆς παγκοσµιοποίησης, Ἐκδόσεις Κριτική, Ἀθήνα 2002. Βλ.
ἐπίσης τὴν ἐξαιρετικὴ τοποθέτηση ἂν καὶ σχεδὸν µισὸ αἰώνα ἀργότερα, ἀλλὰ σχεδὸν ταυτόσηµη µὲ
τὴν θέση τοῦ Φλωρόφσκι ὅσον ἀφορᾶ τὸ θέµα τῆς παγκοσµιοποιήσεως (πολιτικοῦ – οἰκονοµικοῦ
οἰκουµενισµοῦ) τῆς Α.Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολοµαίου στὴν
συνάντηση τοῦ Davos, στὶς 2 Φεβρουαρίου 1999, µὲ θέµα «Ἠθικὰ Διλήµµατα τῆς
Παγκοσµιοποιήσεως», Ὀρθοδοξία, Περίοδος Β΄, Ἔτος ΣΤ΄, Τεῦχος Ἅ΄, Ἰανουάριος – Μάρτιος 1999,
σελ. 28 κ.ε. Βλ. ἐπίσης Ἀναστοχασµό, Ἐπιµέλεια Κλάψη Ἐµµανουήλ, «Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες Σὲ
Ἕναν Πλουραλιστικὸ Κόσµο, Ἕνας Οἰκουµενικὸς Διάλογος», Παγκοσµιοποίηση, Μετάφραση
Ἀριάδνη Ἀλαβάνου, Ἐκδόσεις Καστανιώτη, Ἀθήνα 2006, σελ. 107 κ.ε.
193
Βλ. σχετικὰ George Mazur, «Father Georges Florovsky and the Infancy of the World Council of
Churches», ὅπ. παρ.
194 194
Βλ. σχετικὰ George Mazur, «Father Georges Florovsky and the Infancy of the World Council of
Churches», ὅπ. παρ.
195
Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ δήλωσή του µετὰ τὴν Δ΄ Γενικὴ Συνελέυση τῆς Οὐψάλα: «Τὸ κύριο
ἐνδιαφέρον τῆς Συνέλευσης στὴν Οὐψάλα δὲν ἑστίαζε στὸ πρόβληµα τῆς χριστιανικῆς ἑνότητας, ἀλλὰ
στὰ µέσα γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ κοινωνικὴ δικαιοσύνη στὸν κόσµο. Σίγουρα δὲν παραβλέπω τὴν
ἐπιτακτικότητα ἀναζήτησης µιᾶς λύσης στὰ κοινωνικὰ κακά, ὅµως θεωρῶ ὅτι στὴν Οὐψάλα ἡ

81
χρόνων. Γιὰ τὴ στάση του µάλιστα αὐτὴ κατηγορήθηκε ἀπὸ διαφόρους
ὑποστηρικτὲς τῆς οἰκουµενικῆς κίνησης.196
Γεγονὸς πάντως εἶναι, ὅτι ὁ Φλωρόφσκυ ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγµὴ τῆς
συµµετοχῆς του στὴν οἰκουµενικὴ κίνηση εἶχε πετύχει νὰ στρέψει τὴν
καθολικὴ προσοχὴ στὸ πραγµατικὸ βάθος τοῦ προβλήµατος, ποὺ ἀφοροῦσε
στὸ σχίσµα µεταξύ τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τὴν ἀποτυχία τους νὰ ἐπιδιώξουν τὴν
ἐπίλυση τοῦ διχασµοῦ µὲ πρέπουσες προσπάθειες καὶ προοπτικές. Κατόρθωσε
νὰ ὁδηγήσει τοὺς ὑπολοίπους οἰκουµενικοὺς ἑταίρους νὰ ὑπερκεράσουν τὰ
δυσυπέρβλητα ἐµπόδια τῶν µοντέρνων θεολογικῶν διαφωνιῶν, ποὺ
ὁδηγοῦσαν σὲ πλῆρες ἀδιέξοδο, καὶ νὰ ἐργαστοῦν πάνω σὲ µία στέρεη καὶ
ἰσχυρὴ βάση γιὰ νὰ οἰκοδοµήσουν µιὰ πραγµατικὴ καὶ ἀληθινὴ Ἑνότητα, ποὺ
φυσικὰ θὰ ἔκλεινε στὶς ἀγκάλες της, ὅλη τὴν ἱστορικὴ ἐµπειρία τῆς Μιᾶς,
Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.197
Μετὰ τὸ τέλος τοῦ Β΄ Π. Π. καὶ τὴν νίκη τῶν συµµάχων εἰς βάρος τῶν
Ναζιστικῶν καὶ Φασιστικῶν κρατῶν, ὑπῆρξε µιὰ ἀνάταση ἐλπίδας ὄχι µόνο
στὸν πολιτικὸ χῶρο, ὅπου εἴχαµε τὴν ἵδρυση τοῦ Ο.Η.Ε.,198 ἀλλὰ καὶ στὸν
θεολογικό, ὅπου ἀναβίωνε καὶ πάλι ἡ ἰδέα καὶ ἡ προσπάθεια γιὰ τὴν ἵδρυση
τοῦ Παγκοσµίου Συµβουλίου Ἐκκλησιῶν, µὲ ἀποτέλεσµα νὰ γίνουν καὶ τὰ
πρῶτα οὐσιώδη καὶ παραγωγικὰ βήµατα γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς ἑνότητος. Ἔτσι ἡ
προσωρινὴ Ἐπιτροπὴ199 τοῦ ἀνεπισήµου ἀκόµη Π.Σ.Ε., προώθησε τὶς
διαδικασίες γιὰ τὴν πραγµατοποίηση τῆς πρώτης Γενικῆς Συνέλευσης τοῦ
Παγκοσµίου Συµβουλίου Ἐκκλησιῶν στὸ Ἄµστερνταµ τῆς Ὀλλανδίας, τὸν
Αὔγουστο τοῦ 1948.200

θεολογία δὲν ἔτυχε τῆς προσοχῆς ποὺ ἀναµενόταν ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς διαφόρων ὁµολογιῶν ποὺ
ἦταν σὲ ἀναζήτηση ἐπαναπροσέγγισης». Βλ. σχετικά Andrew Blane, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Ἡ Ζωή,
ὅπ. παρ., σελ. 250.
196
Βλ. σχετικὰ George Mazur, «Father Georges Florovsky and the Infancy of the World Council of
Churches», ὅπ. παρ.
197
Βλ. σχετικὰ «Russian intellectual historian and orthodox theologian. (Religious Historians, East and
West)», ὄπ. παρ.
198
Στὶς 26 Ἰουνίου 1945, στὸν Ἅγιο Φραγκίσκο, ψηφίστηκε ὁ Καταστατικὸς Χάρτης τῶν Ἡνωµένων
Ἐθνῶν, βλ. http://el.wikipedia.org/wiki/Ὀργανισµὸς_Ἡνωµένων_Ἐθνῶν καὶ στὸ http://www.unric.org.
199
Ὁ Φλωρόφσκυ ἦταν µέλος αὐτῆς τῆς προσωρινῆς Ἐπιτροπῆς καὶ ὑπεύθυνος γιὰ τὴν ὀργάνωση τοῦ
Π.Σ.Ε.. Βλ. σχετικὰ George Mazur, «Father Georges Florovsky and the Infancy of the World Council
of Churches», ὅπ. παρ.
200
Νὰ σηµειώσουµε ὅτι παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Οἰκουµενικὸς Πατριάρχης ἦταν ὑποστηρικτὴς
τοῦ Π.Σ.Ε., ὑπῆρχαν ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν Ὀρθοδόξων πολλὲς ἀντιδράσεις καὶ διαφωνίες, βλ. σχετικὰ

82
Στὴν Α΄ Γενικὴ Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε., ὁ Φλωρόφσκυ εἶχε ἐνεργὴ
συµµετοχὴ καὶ λόγω του ὅτι ἦταν µέλος τῆς προσωρινῆς Ἐπιτροπῆς γιὰ τὴν
δηµιουργία τοῦ ὀργανισµοῦ, ἀλλὰ καὶ λόγω τοῦ ὅτι ἀπὸ τὴν φύση του ἦταν
δραστήριος. Φυσικὰ ἐπιλέχθηκε νὰ εἶναι ὁ κεντρικὸς θεολογικὸς ὁµιλητῆς τῆς
ὀρθοδόξου ἀντιπροσωπείας, καθὼς ἦταν σὲ θέση νὰ διατυπώσει τὶς θέσεις,
ἀλλὰ καὶ τοὺς ὅποιους προβληµατισµοὺς καὶ ἀµφιβολίες σχετικὰ µὲ τὴν φύση
καὶ τὸν σκοπὸ τοῦ Συµβουλίου. Στὶς τριάντα δύο συνεδρίες ὁ π. Γεώργιος µαζὶ
µὲ τὸν Karl Barth µίλησαν γιὰ δύο ἀπὸ τὶς σηµαντικότερες κατευθύνσεις τοῦ
Π.Σ.Ε.201 καὶ τὰ λόγια τοῦ Φλωρόφσκυ ἀρκοῦν ἐδῶ γιὰ νὰ κατανοήσουµε τὴν
ἐκκλησιαστική του σκέψη: «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ µιὰ
ἑταιρεία µὲ ἱεροκήρυκες, ἢ µιὰ κοινωνία διδασκαλίας, ἢ µιὰ ἱεραποστολικὴ
µπάντα. Δὲν ἔχει µόνο νὰ προσκαλέσει τὸν κόσµο, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν εἰσάγει σὲ
αὐτὴ τὴ νέα ζωή, τὴν ὁποία µαρτυρεῖ. Στόχος τῆς ἱεραποστολικῆς
δραστηριότητάς της δὲν εἶναι ἁπλῶς νὰ µεταδώσει στοὺς πολίτες ὁρισµένες
ἰδέες, ἀλλὰ νὰ τοὺς φέρει µέσα ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τὴν µετάνοια πρὸς τὸν Θεὸ –
Υἱό, ὅτι θὰ πρέπει νὰ γεννηθοῦν ἐκ νέου σ’ Αὐτὸν καὶ σὲ Αὐτὸν ἀπὸ τὸ νερὸ
καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦµα. Ἡ µετατροπὴ εἶναι µιὰ νέα ἀρχή, ἀλλὰ µόνο µιὰ ἀρχὴ
ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθηθεῖ µέσα ἀπὸ µιὰ µακρὰ διαδικασία ἀνάπτυξης. Ὁ
Χριστιανὸς πρέπει νὰ εἶναι µιὰ νέα δηµιουργία».202
Λίγο ἀργότερα ὁ πατέρας Φλωρόφσκυ ἔκανε µία διευκρινιστικὴ
παρέµβαση µιλώντας γιὰ τὶς προτεραιότητες, ποὺ πρέπει νὰ τεθοῦν ὅσον
ἀφορᾶ τὴν ἐπίτευξη τῆς ἑνότητας. Ἔχοντας τὴν ἱκανότητα νὰ συνοψίζει ὑψηλὰ
καὶ σηµαντικὰ νοήµατα σὲ λίγες µόνο φράσεις καὶ λέξεις, περιόρισε αὐτὲς τὶς
προτεραιότητες στὴν ἑξῆς ταπεινὴ καὶ ἀπολύτως Χριστολογικὴ φράση:
«Χριστιανικὴ Ὑποµονή». Θεωροῦσε ὅτι µόνο µὲ ἀπόλυτη καὶ διαρκῆ ὑποµονὴ
θὰ µποροῦσε νὰ ξετυλιχτεῖ ἡ διαφορετικότητα µεταξύ τῶν πιστῶν ὅλων τῶν

Βασιλοπούλου Δ. Χαραλάµπους, Ὁ Οἰκουµενισµὸς Χωρὶς Μάσκα, Ἐκδόσεις Ὀρθοδόξου Τύπου,


Ἀθήνα 1972.
201
Ο Karl Barth µίλησε γιὰ «Ἡ Ἐκκλησία ὡς Ζωντανὸ Ἐκκλησίασµα τοῦ Ζῶντος Υἱοῦ», ἐνῶ ὁ
πατέρας Φλωρόφσκυ µίλησε γιὰ τὴν «Ἐµπειρία τῆς Ἐκκλησίας στὸν Κόσµο καὶ τὸ πρόβληµα τῆς
Ἑνότητας». Βλ. σχετικά τὸ ἀγγλικὸ Κείµενο, George Mazur, «Father Georges Florovsky and the
Infancy of the World Council of Churches», ὅπ. παρ.
202
Βλ. σχετικὰ George Mazur, «Father Georges Florovsky and the Infancy of the World Council of
Churches», ὅπ. παρ.

83
ὁµολογιῶν καὶ νὰ γίνει κατανοητὴ ἡ διαφορετικότητα στὴν προσέγγιση τῶν
ὁµολογιακῶν καὶ Χριστολογικῶν δογµάτων τὰ ὁποῖα πρεσβεύουν. Ἦταν ὅµως
τόσο ἀπόλυτος ὁρισµένες φορὲς στὶς ὁµιλίες του, ποὺ θεωροῦσε (εὔλογα) ὅτι
οἱ ἄλλες ὁµολογίες δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ὀνοµάζουν τοὺς ἑαυτοὺς τους
ἐκκλησίες.203
Ἡ ἐργασία τοῦ Φλωρόφσκυ στὴν Συνέλευση τοῦ Ἄµστερνταµ, εἶναι τὸ
ἀποκορύφωµα ὅλων τῶν προηγούµενων προσπαθειῶν του. Τὸν εἶχε
καθιερώσει ξεκάθαρα ὡς ἕνα θεολόγο παγκοσµίου φήµης καὶ σὲ ἡγετικὴ
ὀρθόδοξη φωνὴ στὴν παγκόσµια κίνηση τῆς ἐπανένωσης τῆς χριστιανοσύνης.
Στὴν Γ.Σ. τοῦ Ἄµστερνταµ ὁ Φλωρόφσκυ ἐκλέχτηκε στὴν Κ.Ε. καὶ ἡ πρώτη
συνεδρίαση της τὸν ἐπέλεξε νὰ ὑπηρετήσει στὴν Ε.Ε. τοῦ Παγκοσµίου
Συµβουλίου Ἐκκλησιῶν, ὅπου καὶ παρέµεινε µέχρι τὸ 1961.204
Καθὼς λοιπὸν ὅλα τα διαδικαστικὰ γιὰ τὴν ἵδρυση καὶ τὴν λειτουργία τοῦ
Π.Σ.Ε. ἔµπαιναν στὴν τελικὴ φάση τῆς ἐπίλυσης, ἄρχισαν διάφορες
συζητήσεις205 µεταξὺ ὄχι µόνο τῶν συµµετεχόντων στὴν ἵδρυση τοῦ Π.Σ.Ε.,206
ἀλλὰ καὶ τῶν Ρκαθολικῶν, ποὺ διατηροῦσαν ἐπιφυλακτική, ἂν ὄχι ἐχθρική,
στάση ἔναντί τῆς οἰκουµενικότητας καὶ τῶν ὀργάνων της.207
Ἡ ἐκκλησιολογικὴ ταυτότητα καὶ ἀποστολὴ τοῦ Π.Σ.Ε. προκαλοῦσε
ἀνησυχίες στὶς ὡς ἄνω ὁµολογίες καὶ κυρίως στὴν µερίδα τῶν ὀρθοδόξων, τῶν
ὁποίων ἡ στάση ἔναντι τῶν ὁµολογιῶν αὐτῶν, εἶναι ἔντονα ἐπικριτικὴ καὶ
καταδικαστικὴ καθὼς θεωροῦνται «αἱρετικὲς» καὶ ὄχι πραγµατικὲς

203
Τὸ θέµα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἐκκλησιῶν θὰ τὸ µελετήσουµε καὶ θὰ τὸ ἀναπτύξουµε παρακάτω.
Ἐδῶ µόνο νὰ ἐπισηµάνουµε ὅτι προσπάθησε πολλὲς φορὲς νὰ συγκρίνει καὶ νὰ βρεῖ κοινὰ σηµεῖα
µεταξύ των θεολογικῶν ζητηµάτων τῶν ἄλλων ὁµολογιῶν καὶ τῆς ὀρθοδοξίας. Βλ. σχετικὰ «Russian
intellectual historian and orthodox theologian. (Religious Historians, East and West)», ὅπ. παρ.
204
Βλ. σχετικὰ W. A. Visser T’Hooft, «Fr. Georges Florovsky’s Role In The Formation Of The
W.C.C.», ὅπ. παρ.
205
Οἱ συζητήσεις αὐτὲς ἀφοροῦσαν κύριως τὴ φύση, τὴν µορφὴ ἀλλὰ κυρίως τὸ σκοπὸ τοῦ Π.Σ.Ε. Τὰ
θέµατα ποὺ προέκυψαν ἀπὸ ὅλη αὐτὴ τὴν φιλολογία ἀπαντήθηκαν ἐν τέλει µὲ τὴν «Δήλωση τοῦ
Τορόντο».
206
Τὸ Π.Σ.Ε. ἀποτελεῖ καρπὸ τῶν προσπαθειῶν τῶν Προτεσταντικῶν ἐκκλησιῶν µὲ τὴν σύµπραξη
(τὴν κριτικὴ βέβαια) τόσο τῶν Ἀγγλικανῶν, ὅσο καὶ τῶν Ὀρθοδόξων.
207
Γιὰ τὴν στάση τῆς Ρκαθολικῆς ἐκκλησίας ἔναντί του οἰκουµενικοῦ κινήµατος βλ. σχετικὰ
Στυλιανοῦ Χ. Τσοµπανίδη, Κεφάλαιο Α΄ «Η Β΄ Βατικανὴ Σύνοδος: Τὸ Οἰκουµενικὸ Ἄνοιγµα», στὸ Ἡ
Διακήρυξη “DOMINUS IESUS” καὶ ἡ Οἰκουµενικὴ Σηµασίας Της, Ἀπὸ τὸ οἰκουµενικὸ ἄνοιγµα στὴν
ἐκκλησιολογικὴ ἀποκλειστικότητα τῆς Ρωµαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἐκδόσεις Παναγιώτη Σ.
Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 21 κ.ε.

84
ἐκκλησίες.208 Ἔτσι εἴχαµε φτάσει σὲ ἕνα ἀδιέξοδο µὲ τὴν µὴ συµµετοχὴ τῆς
πλειοψηφίας τῶν Ὀρθοδόξων καὶ ἐναγωνίως ἀναζητοῦνταν µία θετικὴ ἐξέλιξη
γιὰ νὰ ξεπεραστεῖ αὐτὸς ὁ σκόπελος. Ἕνα χρόνο µετὰ τὴν Γενικὴ Συνέλευση
τοῦ Ἄµστερνταµ καὶ ἕνα χρόνο πρὶν τὴν σύνταξη τῆς Δήλωσης τοῦ Τορόντο, ὁ
Φλωρόφσκυ τασσόταν ἀνοιχτὰ ὑπὲρ τῆς πλήρους συµµετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων
στὸ Π.Σ.Ε. Θὰ ἐπισηµάνει µάλιστα στὸ σηµεῖο αὐτὸ: «Ἀντιλαµβάνοµαι τὴν
πράξη τῆς συµµετοχῆς στὴν οἰκουµενικὴ κίνηση σὰν µία πράξη συµµετοχῆς σὲ
οἰκουµενικὸ διάλογο ἢ συνέδριο, καὶ θεωρῶ µιὰ τέτοια συµµετοχὴ ὄχι µόνο
ἐπιτρεπτὴ καὶ δυνατὴ γιὰ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους, ἀλλὰ ἐπιπλέον ὡς ἄµεση
ὑποχρέωση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν οὐσία τῆς Ὀρθόδοξης
αὐτοσυνειδησίας. Ἡ πίστη στὸν Χριστὸ ὡς Θεὸ καὶ λυτρωτὴ ἑνώνει ἀληθινὰ
ἐκείνους ποὺ τὴν κατέχουν καὶ τὴν ὁµολογοῦν· τὸ κάνει αὐτὸ κατὰ ἕναν
ψυχολογικὸ τρόπο, ἄλλα καὶ βαθύτερα µὲ τρόπο ποὺ ὑπερβαίνει τὴν
ψυχολογία καὶ εἶναι κάτι ποὺ δὲν µπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ. Δὲν µποροῦµε νὰ
ἐκφράσουµε αὐτὴν τὴν ἑνότητα µὲ µιὰ ἑνιαία λογικὴ καὶ ἐπαρκῆ διατύπωση·
αὐτὸ καθαυτὸ τὸ γεγονὸς τῆς ἑνότητας δὲν ἐπιδέχεται ἀµφιβολία καὶ
διαµαρτυρία». 209

2. Ἡ Δήλωση τοῦ Τορόντο


Ἡ «Δήλωση τοῦ Τορόντο»,210 ἀποτελεῖ ἀδιαµφισβήτητα τὴν λυδία λίθο γιὰ
τὴν συµµετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων στὸ Π.Σ.Ε. Χάρη στὴ «Δήλωση», οἱ
Ὀρθόδοξες ἐκκλησίες παρέµειναν στοὺς κόλπους τοῦ Συµβουλίου, ἔτσι ὥστε
αὐτὸ νὰ µείνει ζωντανὸ καὶ νὰ µὴ διαλυθεῖ εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθει. Ἡ
«Δήλωση» ἀποτελεῖ ἴσως τὸ σηµαντικότερο ἔγγραφο, ποὺ παρήχθη ποτὲ στὴν
ἱστορία τοῦ Π.Σ.Ε., ἀφοῦ αὐτὸ εἶναι ποὺ ἐπέτρεψε στὰ µέλη τοῦ Π.Σ.Ε. νὰ

208
Εἶναι γεγονὸς ὅτι τὸ ὀρθόδοξο δόγµα εἶναι ἀναγνωρισµένο καὶ ἐπικυρωµένο ἀπὸ τὶς Οἰκουµενικὲς
Συνόδους. Ἀντίθετα οἱ ἄλλες ὁµολογίες συντάχθηκαν ἀπὸ µεµονωµένα πρόσωπα. Βέβαια πρέπει νὰ
σηµειώσουµε συµφωνώντας τόσο µὲ τὸν Φλωρόφσκυ ὅσο καὶ µὲ τὸν καθηγητὴ Δ. Τσελεγγίδη ὅτι ἡ
δυτικὴ θεολογία δὲν µπορεῖ νὰ καταδικαστεῖ καὶ νὰ ἀπορριφθεῖ στὸ σύνολό της. Βλ. σχετικὰ
Δηµητρίου Τσελεγγίδου, Δυτικὴ Θεολογία καὶ Πνευµατικότητα, Σηµειώσεις ἀπὸ τὶς Πανεπιστηµιακὲς
Παραδόσεις, Ἐκδόσεις Ὑπηρεσίας Δηµοσιευµάτων, Θεσσαλονίκη χ.χ. σελ. 7 κ.ε.
209
Βλ. σχετικὰ Florovsky George, Ecumenism I, A Doctrinal Approach, Collected Works, Τόµος 13,
Ἐκδόσεις BUCHERVERTRIEBSANSTALT, Vaduz 1989, σελ. 160 κ.ε.
210
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Τσέτση, Οἰκουµενικὰ Ἀνάλεκτα, ἐκδόσεις Τέρτιος, Κατερίνη 1987, σελ. 20
κ.ε.

85
παραµείνουν σὲ ἕναν ὀργανισµό, σκοπὸς τοῦ ὁποίου ἦταν, εἶναι καὶ πρέπει νὰ
εἶναι ἡ ὁµαλὴ προώθηση τῶν συνοµιλιῶν µεταξύ τῶν µελῶν, ποὺ θὰ ὁδηγήσει
στὴν πολυπόθητη ἕνωση.
Διαβάζοντας κανεὶς τὴν «Δήλωση τοῦ Τόροντο» θὰ συνειδητοποιήσει, πὼς
σὲ ὁλόκληρο τὸ Κείµενο, ἀντηχοῦν ὀρθόδοξες θέσεις καὶ ἀντιλήψεις. Αὐτὸ
ὀφείλεται σὲ µεγάλο βαθµὸ στὸν µέγιστο ἐκπρόσωπο τῆς Ὀρθοδοξίας στὸ
Π.Σ.Ε. τὸν π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, τοῦ ὁποίου «τὴν γραφίδα εἶναι εὔκολο νὰ
διακρίνει κανεὶς στὶς διατυπώσεις τῆς «Δήλωσης τοῦ Τορόντο», ὅπως
χαρακτηριστικὰ ἐπισηµαίνει ὁ καθηγητὴς Στυλιανός Τσοµπανίδης.211
Η Κεντρικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ Π.Σ.Ε. συνεδρίασε γιὰ µία ἑβδοµάδα στὸ
Τορόντο τοῦ Καναδὰ212 τὸ 1950 καὶ πέραν τῶν διαδικαστικῶν θεµάτων
(ἀπολογισµὸς πεπραγµένων προηγουµένου ἔτους, προϋπολογισµὸς ἑποµένου
ἔτους κλπ.) ποὺ ἀφοροῦσαν τὴ λειτουργία τοῦ ὀργανισµοῦ, τέθηκε καὶ τὸ
ἀκανθῶδες θέµα τῆς ἐκκλησιολογικῆς σηµασίας τῆς φύσης καὶ τῶν σκοπῶν
τοῦ Π.Σ.Ε., ποὺ προέκυψε ἐκ τῶν ἀντιδράσεων καὶ ἀνησυχιῶν ὁρισµένων
ἐκκλησιῶν καὶ περισσότερο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ συζήτηση ἦταν µακρὰ καὶ
ἐντατικὴ καὶ ξεκίνησε µετὰ τὴν ὑποβολὴ ἐκ τῆς Γενικῆς Γραµµατείας τοῦ
Π.Σ.Ε. ἑνὸς ἐγγράφου µὲ τὸν προσεκτικὸ τίτλο «Ἡ Ἐκκλησία, οἱ Ἐκκλησίες
καὶ τὸ Παγκόσµιο Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν»,213 ποὺ ἀργότερα ἔµεινε γνωστὸ ὡς
«Δήλωση τοῦ Τορόντο». Ὡς ἀντιπρόσωποι τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου
µετεῖχαν ὁ Μητροπολίτης Θυατείρων κ. Γερµανὸς καὶ ὁ αἰδεσιµολογιότατος
καθηγητὴς Γεώργιος Φλορόφσκυ.
Στὴν πράγµατι σκληρὴ διένεξη, ποὺ προέκυψε κατὰ τὴν διάρκεια τῶν
συζητήσεων, οἱ συµµετέχοντες ἐπικεντρώθηκαν σὲ µιὰ πρόταση («ἡ ἰδιότητα
µέλους (στὸ Συµβούλιο) δὲν ὑπονοεῖ, ὅτι κάθε ἐκκλησία πρέπει νὰ θεωρεῖ τὶς
ἄλλες ἐκκλησίες µέλη ὡς ἐκκλησίες, µὲ τὴν ἀληθινὴ καὶ πλήρη ἔννοια τῆς
λέξης»), καὶ πάνω σε αὐτὴν ἐκφράστηκαν οἱ βασικὲς διαφωνίες. Οἱ
περισσότεροι αἰσθάνονταν, ὅτι ὑπῆρχε βαθύτατη ἀντίφαση µεταξύ τοῦ

211
Βλ. σχετικὰ Στυλιανοῦ Χ. Τσοµπανίδη, Ἡ συµβολὴ τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας καὶ θεολογίας στὸ
παγκόσµιο συµβούλιο ἐκκλησιῶν, ἐκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 248.
212
Βλ. σχετικὰ Ὀρθοδοξία 25, Αὔγουστος 1950, Τεῦχος 8, σελ. 319 κ.ε..
213
Τὸ Κείµενο συνοδεύεται ἀπὸ ἐπεξηγηµατικὴ ὑπότιτλο «Ἡ Ἐκκλησιολογικὴ Σηµασία τοῦ Π.Σ.Ε.»,
βλ. σχετικὰ Borovoy Vitaly, The Ecclesiastical Significance of the WCC, ὅπ. παρ.

86
Ἐγγράφου καὶ τῆς κοινωνίας-fellowship (κοινότητα µεταφράζεται ἀπὸ τοὺς
Ὀρθοδόξους)214 ποὺ ὑπονοήθηκε στὸν Καταστατικὸ Χάρτη (τὴν Βάση) τοῦ
Παγκοσµίου Συµβουλίου Ἐκκλησιῶν. Στὸ Ἄµστερνταµ ὁ ὁρισµός, ποὺ
δόθηκε, ἦταν σαφὴς καὶ θὰ µπορούσαµε νὰ ποῦµε καὶ ἄκρως κατατοπιστικός:
«Τὸ Π.Σ.Ε. δὲν θὰ νοµοθετήσει γιὰ τὶς ἐκκλησίες, οὔτε θὰ ἐνεργήσει γιὰ αὐτὲς
µὲ ὁποιοδήποτε τρόπο ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ὑποδεικνύεται ἀνωτέρω ἢ ὅπως
µπορεῖ κατωτέρω νὰ προσδιοριστεῖ ἀπὸ τὰ ἰδρυτικὰ µέλη – ἐκκλησίες». Ὅταν
ὁ ἴδιος ὁ ὀργανισµὸς δηλώνει, ὅτι δὲν µπορεῖ νὰ νοµοθετήσει ἢ νὰ ἐνεργήσει
γιὰ τὶς ἐκκλησίες, ξεκάθαρα καὶ ἀδιαµφισβήτητα αὐτὸ σηµαίνει, ὅτι δὲν ἔχει
ἐκκλησιολογικὴ ὑπόσταση καὶ δὲ θεωρεῖ τὴν ὑποστατική του ἰδιότητα ὡς
ἐκκλησία (ὑπὲρ-ἐκκλησία γιὰ τὴν ἀκρίβεια). Οἱ ὀρθόδοξες ὅµως ἐκκλησίες
ἤθελαν µερικὲς ἀκόµη διευκρινίσεις γιὰ νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ ἀποφασίσουν τὴν
συµµετοχή τους στὸ Π.Σ.Ε.
Οἱ ἀντιδράσεις ὅµως µεταξὺ τῶν µελῶν τῆς Κεντρικὴ Ἐπιτροπὴ στὸ
Τορόντο ὁδήγησαν τὴν κατάσταση σὲ µιὰ κόκκινη γραµµὴ καὶ πρὸς στιγµή,
ὅπως σηµειώνει καὶ ὁ τότε Γενικὸς Γραµµατέας Visser’t Hooft, τὸ ἔγγραφο
ἔµοιαζε ὅτι θὰ ἀπορριφθεῖ ἐξ ὁλοκλήρου.215 Καὶ ἐδῶ φάνηκε, ἴσως
περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορᾶ, ἡ σηµασία τῆς ὀρθοδόξου συµµετοχῆς στὸ
Π.Σ.Ε., καθὼς ὁ Φλωρόφσκυ µὲ τὴν στάση καὶ τὴν ὁµιλία του κατόρθωσε νὰ
ἀπεγκλωβίσει τοὺς µετέχοντες στὴν συνεδρίαση καὶ νὰ τοὺς δείξει τὸν δρόµο
νὰ ὑπερκεράσουν τὰ δυσυπέρβλητα ἐµπόδια,216 ποὺ εἶχαν µπροστά τους, ἀλλὰ

214
Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι σὲ ὅλα τα ἔγγραφά του τὸ Π.Σ.Ε. ἀναφέρεται ὡς κοινωνία ἐκκλησιῶν οἱ
ὀρθόδοξοι ἐπιµένουν νὰ τὸ θεωροῦν κοινότητα ἐκκλησιῶν. Βλ. σχετικὰ Στυλιανοῦ Χ. Τσοµπανίδη, Ἡ
συµβολὴ τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας καὶ θεολογίας στὸ παγκόσµιο συµβούλιο ἐκκλησιῶν, ὅπ. παρ., σελ. 99
κ.ε.
215
Βλ. σχετικὰ Willem Adolph Visser’t Hooft, «Fr. Georges Florovsky’s Role In The Formation Of
The W.C.C.», ὅπ. πάρ.
216
Ὀ πρῶτος Γενικὸς Γραµµατέας τοῦ Π.Σ.Ε. W. A. Visser T’ Hooft στὸ ἄρθρό του «Fr. Georges
Florovsky's Role in the Formation of the WCC» (Ὁ ρόλος τοῦ πατρὸς Γεωργίου Φλωρόφσκυ στὴ
διαµόρφωσή τοῦ Π.Σ.Ε.), St. Vladimir's Theological Quarterly, Vol. 23: 3-4, (1979) 135-138, τονίζει
ὅτι «Ὁ καθηγητὴς Φλωρόφσκυ βεβαίωσε, ἀκούγοντας τὸν Δρ. Van Dusen, πὼς αἰσθάνθηκε, ὅτι
ἐξεταζόταν κάτι πιὸ σοβαρὸ ἀπὸ ἕνα µόνο εἰδικὸ ἔγγραφο. Ἀντιµετωπίζαµε ἕνα σοβαρὸ διχασµὸ
ἀνάµεσά µας. Σεβάστηκε τὶς πεποιθήσεις µὲ τὶς ὁποῖες διαφώνησε. «Εἶναι προφανὲς ὅτι πολλοὶ εἶναι
ἐνοχληµένοι καὶ ἀπογοητευµένοι ἀπὸ τὸ ἔγγραφο· ἀφ' ἑτέρου θὰ ὑπάρξουν ἄλλοι ποὺ θὰ ἐνοχληθοῦν
ἐξίσου, ἐὰν οἱ διορθώσεις ἢ οἱ παραλείψεις γίνουν, ὅπως ἀκριβῶς ἔχουν προταθεῖ. Γιατί στὴν
ἀνάγνωση µιᾶς τέτοιας ἔκθεσης περιµένετε νὰ βρεῖτε ὁρισµένες δηλώσεις (ἀναφορές), καὶ ὅταν δὲν
ὑπάρχουν ἐκεῖ, ἡ παράλειψη δείχνει νὰ εἶναι ἐµφανὴς καὶ σκόπιµη. Τώρα δὲν εἶναι µυστικό, ὅτι σὲ
αὐτὸ τὸ θέµα ὑπάρχουν διαφωνίες µεταξύ µας. Στὸ 1ο Σκέλος στὸ Amsterdam, αὐτὸ φάνηκε ξεκάθαρα.
Ἐµεῖς µποροῦµε, εἴτε νὰ ποῦµε, ὅτι αὐτὲς οἱ διαφωνίες δὲν καταστρέφουν τὴν (fellowship) κοινωνία

87
καὶ νὰ διασώσει τὰ πεπραγµένα πολλῶν δεκαετιῶν τῆς οἰκουµενικῆς
κίνησης.217 Ἐκείνη ἡ στιγµὴ ἀποδείκνυε ξεκάθαρα, γιατί ἡ οἰκουµενικὴ κίνηση
καὶ τὸ Π.Σ.Ε. εἶχαν ἀνάγκη τὴν συµµετοχὴ τῶν ὀρθοδόξων,218 διότι ἡ
ὀρθόδοξη ἐκκλησία, εἶναι ἴσως ἡ µοναδικὴ ποὺ βιώνει, ἐπιδιώκει καὶ
προσεύχεται ἀνελλιπῶς γιὰ τὴν χριστιανικὴ ἑνότητα. Αὐτὲς οἱ ἱστορικὲς καὶ
πνευµατικὲς ἐµπειρίες ἀποκαλύφθηκαν µέσα ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Φλωρόφσκυ
στὰ µέλη τῆς Κεντρικὴς Ἐπιτροπὴς.219 Αὐτὴ ἦταν καὶ ἡ πρώτη δοκιµασία ποὺ
γνώρισε τὸ Παγκόσµιο Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν.
Τί ὅµως ἐντέλει ἐπετεύχθη µὲ τὴν «Δήλωση» καὶ τί ἀκριβῶς ἦταν αὐτὴ ἡ
«Δήλωση»; Ἡ «Δήλωση τοῦ Τορόντο» θεωρεῖται ἀπὸ πολλοὺς ὀρθόδοξους καὶ
ὄχι µόνο ὡς ἡ ἐγγύηση, ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐγγύηση, τῆς συµµετοχῆς τῶν
ὀρθοδόξων στὸ Π.Σ.Ε. Ὁ πρῶτος Γενικὸς Γραµµατέας τοῦ Π.Σ.Ε. εἶχε

(κοινότητα γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους) τοῦ Π.Σ.Ε., εἴτε ὅτι εἶναι τόσο µεγάλες ποὺ δὲν ἔχουµε καµία κοινὴ
γλώσσα καὶ δὲν µποροῦµε νὰ συνοµιλήσουµε». Ὁ πατέρας Φλωρόφσκυ συνέχισε λέγοντας «πὼς
µερικὰ µέλη θεωροῦν ὅτι ἄλλες ἐκκλησίες (τοῦ Π.Σ.Ε.) εἶναι οὐσιαστικὰ ἡµιτελεῖς. Ἂν αὐτὸ (τὸ
Συµβούλιο) θεωρεῖ ἀνεπιθύµητα ἢ ἀδύνατον νὰ διατηρήσει τέτοια µέλη (στοὺς κόλπους του), καὶ ὡς
ἐκ τούτου νὰ ὑπάρξουν τέτοια σχίσµατα στὸ Π.Σ.Ε., εἶναι προτιµότερο νὰ λέγεται ξεκάθαρα καὶ µὲ
σαφήνεια. Ἐνδεχοµένως ἡ ἄποψη αὐτῆς τῆς παράδοσης εἶναι πάρα πολὺ αὐστηρὴ γιὰ µερικούς, καὶ σὲ
αὐτὴ τὴν περίπτωση πιθανὸν ἦρθε ἡ ὥρα νὰ ἀποχωρήσουν». Δὲν ἀπείλησε, ἀλλὰ ἔκανε µιὰ σοβαρὴ
ἐπισήµανση (προειδοποίηση), ὅτι αὐτὸ δὲν ἦταν κανένα θέµα ἐκδοτικῆς ἀναθεώρησης, ἀλλὰ ἕνα θέµα
ἀρχῆς. Ἴσως καὶ ἄλλοι νὰ αἰσθάνθηκαν τὸ ἴδιο πράγµα. Αὐτὲς οἱ λέξεις γεµάτες βαθιὰ πεποίθηση
ἔκαναν ἰσχυρὴ ἐντύπωση. Τὸ νέο Παγκόσµιο Συµβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν εἶχε ἤδη εἰσχωρήσει σὲ µιὰ
κρίση, τὴν ὁποία ἔδειχνε δύσκολο νὰ τὴν ὑπερκεράσει. Ἢ µήπως εἴµαστε µάρτυρες µιᾶς σηµαντικῆς
στιγµῆς στὸν ἐρχοµὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Συµβουλίου; Διάφοροι Προτεσταντικοὶ καὶ Ἀγγλικανοὶ ὁµιλητὲς
ἐξέφρασαν τὴ συµφωνία τους µὲ τὴ θέση τοῦ πατρὸς Γεωργίου. Ἔγινε σαφὲς, ὅτι αὐτὸ ποὺ χρειαζόταν
ἦταν µιὰ βαθύτερη διάσταση τοῦ οἰκουµενισµοῦ, ποὺ θὰ ἀποδεχόταν τὶς ἐντάσεις µεταξύ τῶν
ὑπαρχόντων ἐκκλησιολογιῶν. Καὶ τελικὰ ἡ «Δήλωση τοῦ Τορόντο» υἱοθετήθηκε. Πρβλ. W.A. Visser 't
Hooft, The Genesis and Formation of the World Council of Churches, Geneva 1982, 78 κ.ε. ὅπου
σηµειώνει «Στὸ σηµεῖο αὐτὸ ὁ π. Γεώργιος Φλορόφσκυ τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς
διασπορᾶς µίλησε µὲ βαθὺ αἴσθηµα εὐθύνης, κάνοντας ἐντυπωσιακὴ ἔκκληση στὰ ὑπόλοιπα µέλη τῆς
ἐπιτροπῆς. Τὸ ζήτηµα, εἶπε, δὲν εἶναι ἁπλὰ ἡ διατύπωση µερικῶν προτάσεων σὲ ἕνα κείµενο· ἐδῶ
πρόκειται γιὰ κάτι πολὺ σηµαντικότερο. Ἡ ἐκκλησία του (ἡ Ὀρθόδοξη) θεωροῦσε τὶς ἄλλες ἐκκλησίες
ὡς οὐσιαστικὰ ἐλλιπεῖς. Ἐάν, ὅπως ἦταν φυσικό, αὐτὴ ἡ παράδοση ἀντιπροσώπευσε µιὰ ἄποψη πάρα
πολὺ δύσκολη γιὰ µερικούς, ἴσως ἦταν καιρὸς νὰ διαχωρίσει τὴ θέση της. Στὸ Παγκόσµιο Συµβούλιο,
Ἐκκλησιῶν αὐτοὶ ποὺ ἐκπροσωποῦσαν µιὰ ὑψηλὴ ἐκκλησιολογία ἦταν µειοψηφία, ἀλλὰ ἦταν
καλύτερο νὰ ἱκανοποιηθεῖ µιὰ τέτοια µειοψηφία».
217
Βλ. σχετικὰ Willem Adolph Visser’t Hooft, «Ἀποµνηµονεύµατα», Μετάφραση Βασιλείου Θ.
Σταυρίδου, Καθηγητὴ Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης, Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος, Τόµος ΞΑ΄, 1979, σελ.
473 κ.ε.
218
Γιὰ τὸ πόσο σηµαντικὴ θεωροῦν τὰ µέλη τοῦ Π.Σ.Ε. τὴν ὀρθόδοξη συµµετοχή, βλέπε τὴν εἰσήγηση
τοῦ πρώην Γ.Γ. τοῦ Π.Σ.Ε. Konrad Raiser, στὸ Διεθνὲς Ἐπιστηµονικὸ Συµπόσιο τῆς Θεολογικῆς
Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ., ἀπὸ τὴν 1η ἕως τὴν 3η Ἰουνίου 2003, µὲ θέµα «Ὀρθόδοξη Θεολογία καὶ
Οἰκουµενικὸς Διάλογος: Προβλήµατα καὶ προοπτικές», στὸ Ὀρθόδοξη Θεολογία καὶ Οἰκουµενικὸς
Διάλογος, Ἐπιµέλεια Πέτρος Βασιλειάδης, Ἐκδόσεις Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθήνα 2005, σελ. 32 κ.ε.
219
Βλ. ὑποσηµείωση 208, σελ. 87.

88
διαπιστώσει καὶ ἐπισηµάνει, πὼς ἡ παραµονὴ τῶν ὀρθοδόξων στοὺς κόλπους
τοῦ Π.Σ.Ε. ὀφείλονταν κατὰ κύριο λόγο στὴν «Δήλωση τοῦ Τορόντο».220
Οἱ Ὀρθόδοξοι ἔθεσαν µιὰ σειρὰ ἀπὸ ἐρωτήµατα221 στὴν Α΄ Γενικὴ
Συνέλευση τὰ ὁποῖα ὅµως ἐκεῖ δὲν ἀπαντήθηκαν. Ἔγινε προσπάθεια στὴν
συνεδρίαση τῆς Κεντρικὴς Ἐπιτροπὴς στὸ Τορόντο νὰ δοθοῦν ὅλες οἱ
ἀπαντήσεις. Τὸ προσχέδιο ποὺ κατατέθηκε στὴν Ἐπιτροπὴ περιλάµβανε ἐκτὸς
ἀπὸ τὴν εἰσαγωγὴ καὶ ἕξι παραγράφους γιὰ τὸ «τί, τὸ Π.Σ.Ε. δὲν εἶναι»,
συµπληρωµένο µὲ ἐπεξηγηµατικὲς ἀναφορές. Ἐκτὸς ὅµως ἀπὸ αὐτὰ
περιελάµβανε καὶ ὀκτὼ παραγράφους γιὰ τὸ θετικὸ µέρος του, γιὰ τὶς
ὑποθέσεις δηλαδὴ ποὺ ἅπτονται τῆς δικαιοδοσίας του.222
Εἶναι εὔλογο νὰ ἐπικεντρωθοῦµε στὶς σηµαντικότερες παραγράφους τῆς
«Δήλωσης» γι’ αὐτὸ καὶ σκόπιµα σηµειώνουµε τὰ σηµαντικότερα σηµεῖα καὶ
πρὸς κατανόηση ἀλλὰ καὶ πρὸς ἀναζωογόνηση τῆς µνήµης τοῦ ἀναγνώστη γιὰ
αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ πρεσβεύει ἡ «Δήλωση». Αὐτὰ εἶναι τὰ ἑξῆς:
— «δὲν εἶναι (ἐννοεῖται τὸ Π.Σ.Ε.) καὶ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ γίνει µιὰ
ὑπὲρ-ἐκκλησία. Δὲν εἶναι ἡ παγκόσµια ἐκκλησία. Δὲν εἶναι «una
sancta» γιὰ τὸ ὁποῖο οἱ θρησκεῖες µιλοῦν».
— «κάθε ἐκκλησία διατηρεῖ τὸ συνταγµατικὸ δικαίωµα νὰ ἐπικυρώσει
ἢ νὰ ἀπορρίψει τὶς ἀποφάσεις ἢ τὶς ἐνέργειες τοῦ Συµβουλίου».
— «ἡ αὐθεντία τοῦ Συµβουλίου συνίσταται µόνο στὸ βάρος ποὺ φέρνει
στὶς ἐκκλησίες ἀπὸ τὴ φρόνησή του».
— «τὸ Π.Σ.Ε. δὲν µπορεῖ καὶ δὲν ὀφείλει νὰ βασίζεται σὲ µιὰ
ὁποιαδήποτε ἰδιαίτερη ἀντίληψη περὶ τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν
προδικάζει ἄρα τὸ ἐκκλησιολογικὸ πρόβληµα».
— «καµία ἐκκλησία δὲν εἶναι ὑποχρεωµένη νὰ ἀλλάξει τὴν
ἐκκλησιολογία της ὡς συνέπεια τῆς ἰδιότητάς της ὡς µέλος τοῦ
Π.Σ.Ε.».

220
Βλ. σχετικὰ Willem Adolph Visser’t Hooft, Memoirs, SCM Press Ltd. London, The Westminster
Press, Philadelphia 1973.
221
Βλ. σχετικὰ Στυλιανοῦ Χ. Τσοµπανίδη, Ἡ συµβολὴ τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας καὶ θεολογίας στὸ
παγκόσµιο συµβούλιο ἐκκλησιῶν, ὅπ. παρ., σελ. 101 κ.ε.
222
Γιὰ ὁλόκληρό το Κείµενο τοῦ Τορόντο (Δήλωση τοῦ Τορόντο), βλ. στὸ Ὀρθοδοξία 25, Αὔγουστος
1950, Τεῦχος 8 ἢ στὸ Γεωργίου Τσέτση, Οἰκουµενικὰ Ἀνάλεκτα, ὅπ. παρ., σελ. 20 κ.ε.

89
— «ἡ ἰδιότητα µέλους δὲν συνεπάγεται ὅτι κάθε ἐκκλησία πρέπει νὰ
ἀποδεχθεῖ τὶς ἄλλες ἐκκλησίες – µέλη ὡς ἐκκλησίες ὑπὸ τὴν
ἀληθινὴ καὶ πλήρη ἔννοια τῆς λέξης».
Ἡ τελευταία αὐτὴ φράση προκάλεσε τὴν πιὸ ἔντονη συζήτηση. Ὁ τότε Γ.Γ.
τοῦ Συµβουλίου Visser't Hooft, σηµειώνει ὅτι «οἱ παρεµβάσεις τοῦ π.
Φλωρόφσκυ ἐδῶ ἀποδείχθηκαν ἀποφασιστικῆς σηµασίας».223
Χαρακτηριστικὸ εἶναι ὅτι οἱ σχετικὲς παράγραφοι καὶ γενικότερα τὸ παρὸν
ἔγγραφο παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀφορᾶ ὅλους τοὺς ἐµπλεκοµένους στὸ διάλογο
Ὀρθοδόξους καὶ Προτεστάντες, στὴν πραγµατικότητα εἶναι ἐλάχιστα γνωστὸ
καὶ διαβασµένο. Γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους αὐτὸ εἶναι ὁ καταστατικὸς χάρτης τοῦ
Π.Σ.Ε., καὶ ἡ βασικὴ ἐγγύηση τῆς ἀκεραιότητας τῆς ἐκκλησιολογίας τους µέσα
στὸ Π.Σ.Ε. Ἀντίθετα οἱ Προτεστάντες θεωροῦν τὴν «Δήλωση τοῦ Τορόντο» ὡς
ἕνα ἐµπόδιο στὴν ἐξέλιξη καὶ ὡρίµανση τοῦ Π.Σ.Ε.: «εἶναι ξεπερασµένο, ἕνα
περιστασιακὸ στάδιο στὴ ζωὴ τοῦ Π.Σ.Ε. καί, ὑπὸ αὐτὴν τὴ µορφή, χρειάζεται
τὴν ἀναθεώρηση καὶ τὴν ἐπαναδιατύπωση τῶν ἄρθρων γιὰ νὰ ἀπεικονίσει τὴ
νέα πνευµατικὴ ἐµπειρία τῆς κοινῆς διαβίωσής µας µέσα στὴν οἰκουµενικὴ
κοινότητα».224
Ἡ διαφορετικὴ προσέγγιση στὴν ἀξιολόγηση τῆς «Δήλωσης τοῦ
Τορόντο», φανερώθηκε κατὰ τὴν διάρκεια τῶν συζητήσεων γιὰ τὴν
διαµόρφωση καὶ τὴν υἱοθέτησή του ἀπὸ τὴν Κεντρικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ Π.Σ.Ε. τὸ
1950. Ὁ ἴδιος ὁ Visser't Hooft µὲ τὴν ἀκόλουθη δήλωση του ἀνέδειξε τὸ θέµα:
«Τὸ παγκόσµιο Συµβούλιο ὑπάρχει προκειµένου νὰ ἀσχοληθεῖ προσωρινά, µὲ
µιὰ ἀνώµαλη κατάσταση».225 Ἀντιδράσεις καὶ ἐντάσεις ὑπῆρξαν ἐπίσης κατὰ
τὴν διάρκεια τῆς συζήτησης γιὰ τὴν ἀµοιβαία ἀναγνώριση – ἢ τὴ µὴ πιθανὴ
ἀναγνώριση – ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες. Τὸ σχέδιο τῆς Παραγράφου 4, ποὺ τέθηκε γιὰ
συζήτηση, εἶχε ὡς ἑξῆς: «Οἱ ἐκκλησίες µέλη δὲν ἀναγνωρίζουν ἀπαραιτήτως ἡ
µία τὴν ἄλλη ὡς ἀληθινές, ὑγιεῖς ἢ πλήρεις ἐκκλησίες, ἀλλὰ ἐξετάζουν τὴ

223
Βλ.σχετικὰ Andrew Blane, Ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο ἑνὸς µεγάλου Θεολόγου, µτφρ. Ἑλένη Ταµαρέση –
Παπαθανασίου, ἐκδόσεις Ἐν πλῶ, Ἀθήνα 2010, σελ. 201.
224
Βλ. σχετικὰ Borovoy Vitaly, The Ecclesiastical Significance of the WCC, ὄπ. πάρ.
225
Βλ. σχετικὰ Dr. Konrad Raiser (Γενικὸς Γραµµατέας τοῦ Π.Σ.E. ), Ἡ σπουδαιότητα τῆς ὀρθόδοξης
συµβολῆς στὸ Παγκόσµιο Συµβούλιο Ἐκκλησιῶν, στὸ Ὀρθόδοξη Θεολογία καὶ Οἰκουµενικὸς
Διάλογος, ὅπ. παρ., σελ. 36.

90
σχέση ἄλλων ἐκκλησιῶν στὴν una sancta, ὡς ἐρώτηση γιὰ τὴν ἀµοιβαία
ἀναγνώριση».226 Οἱ πολέµιοι αὐτῆς τῆς διατύπωσης ἔθεσαν τὸ ἑξῆς ἐρώτηµα:
«Πῶς µπόρεσε τὸ Συµβούλιο νὰ θεωρηθεῖ ὡς κοινότητα τῶν ἐκκλησιῶν, ὅταν
µερικὲς ἐκκλησίες θεώρησαν ἄλλες ὡς µὴ ἀληθεῖς, µὴ ὑγιεῖς καὶ ἐλλιπεῖς»;227
Ἡ διατύπωση τελικὰ ποὺ υἱοθετήθηκε ἀπὸ τὴν Κεντρικὴ Ἐπιτροπὴ µετὰ ἀπὸ
µιὰ θερµὴ ἀντιπαράθεση, ἦταν ἠπιότερη καὶ πιὸ διαλλακτική:
Οἱ ἐκκλησίες - µέλη τοῦ Παγκοσµίου Συµβουλίου θεωροῦν τὴ
σχέση ἄλλων ἐκκλησιῶν πρὸς τὴν Ἁγία, Καθολικὴ Ἐκκλησία, ποὺ τὰ
Σύµβολα ὁµολογοῦν, ὡς ὑποκείµενο κοινῆς ἔρευνας. Ἐντούτοις, ἡ
ἰδιότητα µέλους δὲν ὑπονοεῖ (συνεπάγεται) ὅτι κάθε Ἐκκλησία πρέπει
(ὀφείλει), νὰ θεωρήσει τὶς ἄλλες Εκκλησίες – µέλη, ὡς Ἐκκλησίες
ὑπὸ τὴν ἀληθινὴ καὶ πλήρη ἔννοια τῆς λέξης (τοῦ ὅρου).228
Ἡ Δήλωση τοῦ Τορόντο µπορεῖ νὰ ἀποτέλεσε τὴν ἐγγύηση γιὰ τὴν
συµµετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων στὸ Π.Σ.Ε., εἶναι ὅµως στὴν πραγµατικότητα τὸ
ἐφαλτήριο γιὰ τὶς µετέπειτα ἀλλαγὲς τόσο στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ Συµβουλίου, ὅσο
καὶ στὴν προσέγγιση τῶν θεολογικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν θεµάτων καὶ τὴν
µεταστροφή του ἀπὸ τὸν Χριστοκεντρικὸ προσανατολισµὸ πρὸς τὸν
Τριαδολογικό, ποὺ ἐµφανῶς ἀντιπροσωπεύει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ
γιὰ τὴν περαιτέρω προώθηση τῆς ἑνότητας τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν καὶ
ὁµολογιῶν.

3. Ἡ Ἑνότητα τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν κατὰ τὸν π.


Γεώργιο Φλωρόφσκυ
Οὐ γὰρ νικῆσαι ζητοῦµε, ἀλλὰ προσλαβεῖν ἀδελφοὺς ὧν τῷ
χωρισµῷ σπαρασσόµεθα. 229 Τὰ λόγια αὐτά τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου
Θεολόγου µᾶς ὑπενθυµίζουν διαρκῶς, ὅτι ὁ Χριστιανισµὸς γιὰ
περισσότερο ἀπὸ δεκατρεῖς αἰῶνες ζεῖ µὲ ἕνα τραῦµα στὰ σπλάχνα του. Τὸ
τραῦµα αὐτὸ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ ἐπίσηµο σχίσµα τοῦ 1054 (γεγονὸς εἶναι

226
Βλ. σχετικὰ Borovoy Vitaly, The Ecclesiastical Significance of the WCC, ὅπ. παρ.
227
Βλ. σχετικὰ Borovoy Vitaly, The Ecclesiastical Significance of the WCC, ὅπ. παρ.
228
Τσέτση Γεωργίου Οἰκουµενικὰ Ἀνάλεκτα, Συµβολὴ στὴν Ἱστορία τοῦ Παγκοσµίου Συµβουλίου
Ἐκκλησιῶν, Ἐκδόσεις Τέρτιος, Κατερίνη 1987, σελ. 21.
229
Αγ. Γρηγόριος Θεολόγος ΡG 36, 440 Β.

91
ὅτι συνέβη πολὺ νωρίτερα ἐπὶ Πατριάρχου Φωτίου στὰ µέσα τοῦ ἔνατου
αἰώνα.) Γι’ αὐτὸ καὶ στὴ ἑνότητα αὐτὴ θὰ ἐπιχειρήσουµε µιὰ συστηµατικὴ
θεώρηση τοῦ µείζονος προβλήµατος ποὺ ἀφορᾶ στὴν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν
καὶ φυσικὰ τὸν τρόπο µὲ τὸν ὁποῖο τὴν ἀντιλαµβάνεται ὁ Φλωρόφσκυ.
Ὅσοι θεωροῦν ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὀργανωτικὸ ἢ
διανοητικὸ θέµα σφάλουν, ὅπως τονίζει ὁ καθηγητὴς Χρῆστος Γιανναρᾶς, ὁ
ὁποῖος βλέπει τὸ θέµα τῆς ἑνότητας τῶν Ἐκκλησιῶν, ὡς ἕνα «καταρχὴν
ὑπαρκτικὸ γεγονός, ἕνας τρόπος ὑπάρξεως ποὺ συνιστᾶ τὴν Ἐκκλησία».230
Τὸ σχίσµα τοῦ 1054 εἶναι γεγονὸς συγκλονιστικὸ ποὺ στιγµάτισε τὴν
ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ἀφοῦ «κατέστη τὸ δραµατικὸ τέλος µιᾶς µακρᾶς
διαδικασίας διαφοροποιήσεως»231 τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴ
καὶ τῆς ἐκπτώσεώς της σὲ «Παπισµό». Ἡ πλειοψηφία τῶν ἱστορικῶν
ἐρευνητῶν ἀλλὰ καὶ θεολόγων σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση καταγράφουν ἐπισήµως
τὰ ἀκόλουθα βασικὰ αἴτια τοῦ σχίσµατος: α) Βασικὴ θεολογικὴ αἰτία ἀποτελεῖ
(κατὰ τὴν ἄποψή µας ἡ ἔκφραση «θεωρεῖται», ποὺ χρησιµοποιοῦν πολλοί,
ἀφήνει µιὰ ὑπόνοια µὴ ἀπόλυτης στοχοποίησης τοῦ filioque ὡς αἰτία) ἡ
προσθήκη τοῦ Filioque στὸ Σύµβολο τῆς Πίστεως τὸ 1009 µετὰ τὴν
δογµατοποίησή του (809) ἀπὸ τοὺς Φράγκους,232 ἀλλὰ καὶ τὸ θέµα τῆς
εὐχαριστιακῆς «ἐπικλήσεως». β) Ἐκκλησιαστικὴ διαφορὰ ἦταν καὶ παραµένει
τὸ παπικὸ πρωτεῖο,233 ὡς ἀπαίτηση καθολικῆς ὑποταγῆς τῆς Ἐκκλησίας στὴν
ἐξουσία καὶ ὑπεροχὴ τοῦ Πάπα. Φυσικά τα «πρεσβεία τιµῆς»234 τοῦ ἐπισκόπου
Ρώµης ἦταν δεκτὰ στὴν Ἐκκλησία κατὰ τὴν πρώτη χιλιετία, ὡς ἀρχαιότερα
ἔναντι ἐκείνων τῆς Νέας Ρώµης (3ος καν. τῆς Β΄, 28ος τῆς Δ΄ καὶ 36ος τῆς
Πενθέκτης), στὰ ὅρια ὅµως µιᾶς ἰσότητας καὶ ἰσοτιµίας µεταξὺ ὅλων τῶν

230 Βλ. σχετικὰ Χρήστου Γιανναρᾶ, Ἀλήθεια καὶ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθήνα 1997,2 σ λ. 11.
ε
231
Βλ. σχετικὰ Βλασίου Ι. Φειδά, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Ἀπὸ τὴν Εἰκονοµαχία µέχρι τὴ
Μεταρρύθµιση, τ. Β’, Ἀθῆναι 1994, σελ. 93.
232
Βλ. σχετικὰ στὸ http://www.impantokratoros.gr/0879E058.el.aspx.
233
Σχετικὰ µὲ τὸ παπικὸ πρωτεῖο βλ. στὸ http://el.wikipedia.org/wiki/Παπικὸ_πρωτεῖο. Βλ. ἐπίσης τὴν
ἄκρως ἐµπεριστατωµένη τοποθέτηση τοῦ Νικολάου Π. Βασιλειάδη «ΠΑΠΙΚΟ ΠΡΩΤΕΙΟ Φρικτὴ
Ἐκκλησιολογικὴ Αἵρεση», στὸ http://www.impantokratoros.gr/72184729.el.aspx.
234
Γιὰ τὰ πρεσβεία τιµῆς βλ. σχετικὰ Βλασίου Ι. Φειδά, Τὸ πρωτεῖον τοῦ Πρώτου εἰς τὴν κοινωνίαν
τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, Ἱεροσόλυµα 1980.

92
ἐπισκόπων235 καὶ τῶν πρεσβυγενῶν πατριαρχείων (τῆς πενταρχίας236). γ) Τέλος
µὲ κάποια ἀνεκτικότητα καὶ ἐπιείκια ὡς πρὸς τὴ φύση τῆς κοσµικῆς ἐξουσίας
θὰ λέγαµε, πολλοὶ ὑποστηρίζουν καὶ τὴν πολιτικὴ διαφορὰ ποὺ ὑπῆρξε µετὰ
τὴν σύσταση τοῦ Παπικοῦ Κράτους (754), λόγω ἱστορικῆς ἀναγκαιότητας στὴ
Δύση καὶ τὴ µετεξέλιξη σὲ ἕνα καθαρὰ κοσµικὸ µόρφωµα.
Ἐν συντοµία λοιπὸν ἀναφερθήκαµε στὰ αἴτια, ἢ µᾶλλον τὶς διαφορὲς
µεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ µὴ Ὀρθοδόξων, ἀφοῦ ἡ δογµατικὴ ἐπιστήµη ἔχει
ὑπεισέλθει διεξοδικὰ ἐπὶ τῶν θεµάτων αὐτῶν. Καὶ ὅπως ἐπισηµαίνει ὁ
καθηγητὴς Πέτρος Βασιλείαδης «δὲν ἦταν οὔτε ἡ ὑποχρεωτικὴ ἀγαµία τῶν
κληρικῶν, οὔτε ἡ χρήση ἀζύµων, οὔτε ἡ ἐξωτερικὴ ἐµφάνιση τοῦ κλήρου, οὔτε
τὸ θέµα τῆς νηστείας, οὔτε τὸ ρωµαϊκὸ λειτουργικὸ τυπικό. Ἦταν δηλ. θέµατα
ποὺ ἀναφέρονταν στὴν τριαδολογικὴ βάση τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ
σχετίζονταν ἄµεσα µὲ τὴν ἑκούσια ἢ ἀκούσια ὑποβάθµιση τοῦ ρόλου καὶ τῆς
σηµασίας τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ
τὰ θέµατα αὐτὰ δὲν ἦταν διανοητικὰ παιχνιδίσµατα, ἀλλὰ εἶχαν ἄµεσες
συνέπειες γιὰ τὴ συγκεκριµένη στάση τῶν πιστῶν ἀπέναντι στὴ ζωή, τὸν
κόσµο, ὁλόκληρη τὴν κτίση».237
Βλέπουµε λοιπὸν ἀκόµη καὶ σήµερα, εἴτε στὰ πλαίσια τοῦ διµεροῦς εἴτε
στὰ πλαίσια τοῦ πολυµεροῦς οἰκουµενικοῦ διαλόγου, ἡ ἑνότητα τοῦ
κατατεµαχισµένου χριστιανικοῦ κόσµου ἀποτελεῖ κεντρικὸ ζήτηµα τόσο τῆς
θεολογικῆς ὅσο καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Καὶ ὅλο αὐτὸ στηρίζεται στὴν
ἰδιαιτερότητα τῶν δογµατικῶν διδασκαλιῶν ποὺ πρεσβεύει ἡ κάθε µία τῶν
διηρηµένων ἐκκλησιαστικῶν ὁµολογιῶν. Βέβαια δὲν µποροῦµε νὰ
παραβλέψουµε, ὅτι ἡ κάθε πλευρὰ θεωρεῖ πὼς καλύπτει ἐπαρκῶς καὶ ἀληθῶς
ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς χριστιανικῆς θεολογίας.

235
Ὁ Ἰωάννης Καρµίρης ἐπισηµαίνει ὅτι οἱ Πατέρες, «οὐδὲν ἐγνώριζον περὶ ὑπεροχῆς κυριαρχικῆς καὶ
πρωτείου ἐξουσίας τοῦ Ἄπ. Πέτρου». Ὡς ὀρθὸν θεωρεῖ τὸ «πρωτεῖον τιµῆς». Εἶναι «κύρος ἠθικόν,
ἄνευ κοσµικῆς ἐξουσίας» (primates potestatis ἢ juridictionis). Καὶ καταλήγει, διαπιστώνοντας, ὅτι
οὐδεὶς ὑπερεπίσκοπος ἢ ἐπίσκοπος ἐπισκόπων ἢ πάπας ὑπάρχει στὴν Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον ὅλοι εἶναι
«ταπεινοὶ ἰσότιµοι ἐπίσκοποι καὶ διάκονοι τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας του». Βλ. Ἰωάννου Ν.
Καρµίρη, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, Ἀθῆναι 1973, σσ. 544 – 591.
236
Γιὰ τὸν θεσµὸ τῆς πενταρχίας καὶ ὅπως αὐτὸς διαµορφώθηκε βλ. Βλασίου Ι. Φειδά, Προϋποθέσεις
διαµορφώσεως τοῦ θεσµοῦ τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν, χ.ε., Ἀθῆναι 1969.
237
Βλ. σχετικὰ Πέτρου Βασιλειάδη, Ἐνότητα καὶ µαρτυρία, ἐκδόσεις ἐπίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2007,
σελ. 136.

93
Ἱστορικά, ὅπως ἔχουµε προαναφέρει, ἔγιναν πολλὲς προσπάθειες γιὰ νὰ
ἐπιτευχθεῖ ἡ πολυπόθητη ἑνότητα. Ὡστόσο πάντοτε ὑπῆρχαν ἐξωτερικοὶ
ἀναγκαστικοὶ ὄροι ποὺ ἐπέβαλλαν τὴν προσέγγιση τῶν διηρηµένων, καὶ ὄχι ἡ
ἐσωτερικὴ θέληση γιὰ προσέγγιση καὶ ἐπίλυση τῶν δογµατικῶν διαφορῶν.
Ἄλλοτε βέβαια ἦταν καὶ ἡ ἀδιάλλακτη στάση τόσο ἀπὸ µέρους τῆς Ἀνατολῆς,
κύριως ὅµως ἐκ µέρους τῆς Δύσης. Χαρακτηριστικὸ παράδειγµα ἀποτελεῖ ἡ
στάση τῆς Ρκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ὅσον ἀφορᾶ τὴν συµµετοχή της στὴν
Οἰκουµενικὴ Κίνηση238 καὶ τὸ Π.Σ.Ε., ἡ ὁποία ἀκόµη καὶ µετὰ τὴν Β΄
Βατικανὴ Σύνοδο, ποὺ ναὶ µὲν ἀναθεώρησε καὶ ἔκανε ἀρκετὰ βήµατα
προόδου, ὡστόσο δὲν πρόσφερε τὴν ἀπαιτούµενη ὤθηση ποὺ χρειαζόταν ἡ
Ρκαθολικὴ ἐκκλησία γιὰ τὸ πολυπόθητο ἄνοιγµά της πρὸς τὸν κόσµο. Οὔτε
βέβαια καὶ ἡ ἐκλογὴ ἑνὸς ἀνοιχτόµυαλου ἱερέα στὸν Ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς
Ρώµης, ὅπως τοῦ Καρδιναλίου Ράτσιγκερ, πιστεύουµε ὅτι πρόσφερε πολλά.
‘Υπάρχει λοιπὸν, ἀρκετὰ µεγάλη ἀπόσταση µεταξὺ τῶν χριστιανῶν, ἀκόµη
καὶ µέσα στὰ πλαίσια τῆς οἰκουµενικῆς κίνησης καὶ τοῦ Π.Σ.Ε. Ἰδιαίτερα στὴ
σηµερινὴ ἐποχὴ ποὺ ὁ ἁπλὸς λαὸς βιώνει παγκοσµίως µιὰ, πρωτοφανοῦς
ἔκτασης, οἰκονοιµικῆ κρίση καὶ ποὺ οἱ πολιτικοκοινωνικὲς συνθῆκες
βρίσκονται στὴ χειρότερη δυνατὴ κατάσταση βλέπουµε νὰ ὑπάρχει διχογνωµία
ὅσον ἀφορᾶ τὴν προσέγγιση τῶν ἐκκλησιῶν, ἐνῶ κάλλιστα οἱ ἐκκλησίες θὰ
µποροῦσαν νὰ χαράξουν µιὰ νέα διαδροµὴ ποὺ θὰ βοηθοῦσε τὸν κόσµο νὰ
ἀνακάµψει ψυχολογικά.
Ὅταν ὅµως κάνουµε λόγο γιὰ ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν, δὲν µποροῦµε νὰ
στηριζόµαστε στὴν καταφατικὴ ἣ ἀποφατικὴ θεώρηση τῶν σηµείων τριβῆς ἢ
συµφωνίας. Προφανῶς καὶ ὑπάρχουν σηµεῖα ταύτισης, ὅπως ἄλλωστε
ὑπάρχουν καὶ τὰ σηµεῖα διαφοροποίησης, ποὺ ὁδήγησαν στὴν διάσπαση.
Μέσα στὰ πλαίσια ὅµως τοῦ Π.Σ.Ε., τὸ ὁποῖο κατὰ γενικὴ προσδοκία καὶ
ὁµολογία συνεστήθη γιὰ νὰ προσφέρει ἕναν χῶρο προώθησης τῆς ἑνότητας,

238
Ὁ συντηρητισµὸς τῆς Ρκαθολικῆς ἐκκλησίας ἀποτυπώνεται στὸ decretum τῆς «Ἁγίας Ἕδρας» τὸ
1927, ποὺ ἀπαγόρευε κάθε συµµετοχὴ τῶν Ρκαθολικῶν στὶς οἰκουµενικὲς προσπάθειες, ἀλλὰ καὶ στὴν
ἐγκύκλιο Mortalium animos τοῦ 1928, ἀπὸ τὸν Πάπα Πίο XI, ὁ ὁποῖος διευκρίνιζε τοὺς λόγους τῆς
ἀπαγόρευσης: «Ἡ ἕνωση τῶν χριστιανῶν δὲν µπορεῖ νὰ ἐπιτευχθῆ παρὰ µόνο µὲ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν
ἀποσχισθέντων στὴ µόνη ἀληθινὴ ἐκκκλησία τοῦ Χριστοῦ», ποὺ εἶναι βέβαια ἡ Ρκαθολική, «καὶ ὄχι µὲ
παγχριστιανικὰ συνέδρια». Βλ. Acta Apostolicae Sedis, 20/ 1928, σελ. 13 κ.ε.

94
δὲν ὑπάρχει περιθώριο πάρα µόνον γιὰ ἐπίλυση τῶν δογµατικῶν ζητηµάτων,
ποὺ µᾶς χωρίζουν καὶ δὲν ἐπιτρέπουν τὴν πολυπόθητη ἕνωση. Αὐτὴ τὴν ἄποψη
συµµεριζόταν ὁ Φλωρόφσκυ, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὴν πρώτη µέχρι τὴν τελευταία
στιγµὴ τῆς παρουσίας του, ὑποστήριζε τὴν δογµατικὴ ἐπίλυση τῶν ζητηµάτων,
µέσα στὰ πλαίσια τοῦ Π.Σ.Ε..
Ἐξ ἀρχῆς ἕνα θέµα ποὺ ἀπασχολοῦσε διαρκῶς τὸν π. Γεώργιο, ἦταν ἡ
φύση τῆς ἑνότητας ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ πετύχουν ἐντός της οἰκουµενικῆς
κινήσεως. Ὁ π. Γεώργιος ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς συντάκτες τῆς ἰδρυτικῆς ἔκθεσης
τοῦ Π.Σ.Ε. στὸ Ἄµστερνταµ τὸ 1948, καὶ ἂν µὴ τί ἄλλο αὐτὴ ἔθεσε
ἀναµφίβολα τὸ θεολογικὸ ὑπόβαθρο γιὰ τὴν ἀναζήτηση τῆς ὁρατῆς ἑνότητας
στὴν Ἐκκλησία. Θὰ ἐπισηµάνει µάλιστα ἐπ’ αὐτοῦ: «Ὁ Θεὸς ἔχει δώσει στὸν
λαὸ Τοῦ ἓν Ἰησοῦ Χριστῷ µία ἑνότητα ἡ ὁποία εἶναι δικό του δηµιούργηµα καὶ
ὄχι δικό µας ἐπίτευγµα».239 Σηµαντικὴ προσπάθεια γιὰ τὴν διατήρηση τῆς
πορείας κατέβαλε τόσο στὴν Λούνδη τὸ 1952, ὅπου πραγµατοποιήθηκε ἡ
Συνέλευση τῆς «Πίστης καὶ Τάξης», ἀλλὰ καὶ δύο χρόνια ἀργότερα στὴν Γ.Σ.
τοῦ Π.Σ.Ε. στὸ Ἔβανστον, ὅπου ἐπιβεβαιώθηκε ὁ στόχος τῆς ὁρατῆς ἑνότητας
«ὄχι γιὰ χάρη τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἱστορικῆς κοινωνίας, ἀλλὰ γιὰ χάρη τοῦ
κόσµου».240
Ὁ Φλωρόφσκυ εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς τῆς δηµιουργίας τοῦ Π.Σ.Ε. ἔκανε λόγο γιὰ
τὴν ὕπαρξη ἀληθινοῦ χωρισµοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν ἦταν ἁπλῶς µιὰ παρανόηση ἡ
διαφωνία,241 ἐνῶ στὴν συνέχεια ἐξέφρασε τὴν ἐλπίδα γιὰ ἑνότητα, ὥστε νὰ
µπορέσουν νὰ ἀντιµετωπιστοῦν πολλὰ δυσυπέρβλητα ἐµπόδια. Ἰδιαίτερα ἀπὸ
τὴ θέση του στὴν Ἐπιτροπὴ Συνέχισης τῆς Πίστης καὶ Τάξης, ἐπεδίωκε, ἀπὸ
κοινοῦ φυσικὰ µὲ τὰ ἄλλα µέλη, ἡ ἀναζήτηση τῆς φύσης τῆς ἑνότητας νὰ
παραµείνει ἕνα ἀπὸ τὰ κεντρικὰ καὶ ἐπίµαχα θέµατα. Καὶ κατόρθωσε µὲ
συστηµατικὴ δουλειὰ µέσα στὴν Ἐπιτροπὴ νὰ καταστήσει σαφὲς, ὅτι ὁ
οἰκουµενικὸς στόχος δὲν ἦταν ἄλλος ἀπὸ τὴν ἐπίτευξη τῆς ἑνότητας. Αὐτὸ

239
Βλ. σχετικὰ Andrew Blane, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: Ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο ἑνὸς µεγάλου θελόγου,
µτφρ. Ἑλένη Ταµαρέση – Παπαθανασίου, ἐκδόσεις Ἐν πλῶ, Ἀθήνα 2010, σελ. 214.
240
Βλ. σχετικὰ Andrew Blane, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: Ἡ ζωὴ, ὅπ. παρ., σελ. 214.
241
Τὴν θέση τοῦ αὐτὴ ὑποστήριξε στὴν ὁµιλία τοῦ τὴν ἡµέρα ἔναρξης τῶν ἐργασιῶν γιὰ τὴ ἵδρυση τοῦ
Π.Σ.Ε. Τὸ κείµενο τοῦ ἀφοροῦσε τὸ πρόβληµα τοῦ χωρισµοῦ τῶν ἐκκλησιῶν. Βλ. Andrew Blane, π.
Γεώργιος Φλωρόφσκυ: Ἡ ζωὴ, ὅπ. παρ., σελ. 147.

95
βέβαια µόνο µέσα ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ µὰ συνάµα καὶ ἐξωτερικὴ ἑνότητα
µπορεῖ νὰ γίνει ἁπτὴ πραγµατικότητα.
Στὸ σηµεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ σταθοῦµε στὸ Τρίτο Παγκόσµιο Συνέδριο τῆς
Πίστης καὶ Τάξης ποὺ ἔλαβε χώρα στὴν Λούνδη τὸ 1952. Ἡ Λούνδη ἀποτελεῖ
σηµαντικὸ σταθµὸ στὴν πορεία τῶν οἰκουµενικῶν πραγµάτων, ἀφοῦ ἐκεῖ
καθορίστηκε ξεκάθαρα ἡ ἄποψη ὅτι τὰ µέλη τοῦ Π.Σ.Ε. συνειδητοποιοῦν τὴν
ὕπαρξη µιᾶς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι δύο, µίας ὁρατῆς καὶ µίας ἀόρατης. Σὲ αὐτὴ τὴ
διατύπωση βλέπουµε ξεκάθαρα τὴν σκέψη τοῦ Φλωρόφσκυ, ἀφοῦ τὸ τελικὸ
ἀνακοινωθὲν βαδίζει στὰ χνάρια τῆς δικῆς του ἄποψης γιὰ τὴν ὕπαρξη τῆς
Ἐκκλησίας στὴν γῆ.242 Φυσικὰ ὁ π. Γεώργιος, ὄντας διορατικὸς θεολόγος,
διεῖδε τὴν πρόοδο ποὺ ἐπετεύχθη· διαισθάνθηκε ὅµως τὸ τέλµα, στὸ ὁποῖο θὰ
µποροῦσε νὰ ὑπεισέλθει τὸ Π.Σ.Ε. καὶ ἡ οἰκουµενικὴ κίνηση, ἂν δὲν γίνονταν
νέες κινήσεις πρὸς τὰ ἐµπρός, ἀφοῦ ἡ µία ὁρατὴ Ἐκκλησία θὰ ἦταν πέρα ἀπὸ
χρονοβόρο καὶ ἰδιαίτερα δύσκολο ἐπίτευγµα. Τότε ἦταν ποὺ ἔκανε λόγο γιὰ
τὸν «οἰκουµενισµὸ στὸν χῶρο» καὶ τὸν «οἰκουµενισµὸ στὸν χρόνο».243 Μέσα
σὲ αὐτὲς τὶς δύο ὁρολογίες περικλείεται ὁλόκληρη ἡ θεολογικὴ καὶ
ἐκκλησιολογικὴ θεώρηση τοῦ Φλωρόφσκυ γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς ἑνότητας. Ὁ
µεγάλος ρώσος Πατέρας στηριζόµενος σὲ ὀρθολογικὲς διατυπώσεις
ὑποστήριξε, ὅτι ἡ ἑνότητα ἔχει γίνει κατανοητὴ (ὄχι ὑπαρκτὴ) στὸν χῶρο τῶν
συναντήσεων τῶν διαφόρων ἐκκλησιῶν. Ἐκεῖνο ὅµως ποὺ θεωρεῖ ὅτι εἶναι
δύσκολο νὰ ὑπάρξει εἶναι ἡ οἰκουµενικὴ συµφωνία χωρὶς πρῶτα νὰ
ὑποβληθοῦν στὴν κρίση τῆς Παράδοσης ὅλες οἱ θεολογικὲς σκέψεις τῶν ἐπὶ
µέρους στοιχείων. Μόνο ἡ κατανόηση τῶν στοιχείων αὐτῶν στὸ πεδίο τῆς
Παράδοσης θὰ µποροῦσε νὰ ὁδηγήσει σὲ ἕναν οἰκουµενισµὸ στὸ χρόνο καὶ
φυσικὰ σὲ µιὰ ἑνότητα στὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο, σύµφωνα µε τον Φλωρόφσκυ

242
Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ σὲ ἄρθρο του στὸ Put’ 37 (1933), ποὺ ἀναδηµοσιεύεται µὲ τὸν τίτλο
«Ἡ προβληµατικὴ τῆς ἐπανενώσεως τῶν χριστιανῶν», Θεολογία 81, 2010, σελ. 119, σηµειώνει ὅτι «Ἡ
Ἐκκλησία εἶναι µία. Αὐτὴ ἡ ἑνότητα ἀποτελεῖ τὸ ἴδιο τὸ εἶναι τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι
ἑνότητα, ἑνότητα ἐν Χριστῷ, «ἑνότητα τοῦ Πνεύµατος ἐν τῷ συνδέσµῳ τῆς εἰρήνης» (Ἐφ. 4,3). Ἡ
Ἐκκλησία δηµιουργήθηκε καὶ ὑπάρχει στὸν κόσµο ἀκριβῶς γιὰ τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἕνωση – «ἴνα
πάντες ἐν ὦσιν» (Ἰω. 17,21). Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα «σῶµα», δηλαδή, ἕνας ὀργανισµὸς καὶ τὸ Σῶµα
τοῦ Χριστοῦ «Καὶ γὰρ ἐν ἑνὶ Πνεύµατι ἡµεῖς πάντες εἰς ἕν σῶµα ἐβαπτίσθηµεν» (Α΄ Κορ. 12,13)
243
Βλ. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Sobornost’, The Journal of the Fellowship of St. Alban and St.
Sergious», στὸ St. Vladimir’s Quarterly, III (1/2). 1955, σελ. 36.

96
ο οποίος τόνιζε ὅτι «ὀ Οἰκουµενισµὸς στὸ χῶρο πρέπει νὰ συµπληρωθεῖ τώρα
ἀπὸ ἔναν Οἰκουµενισµὸ στὸ χρόνο»244
Βέβαια θὰ πρέπει νὰ ἐπισηµάνουµε, ὅτι ὁ Φλωρόφσκυ παρὰ τὸ ὅτι εἶναι
ἴσως αὐτὸς ποὺ πίστεψε περισσότερο στὸ Π.Σ.Ε., ὥστε µέσα ἀπὸ αὐτὸ νὰ
ὁδηγηθοῦµε ἐπιτέλους στὴν ἑνότητα, ἀπὸ κάθε ἄλλο ὀρθόδοξο, πίστευε
ξεκάθαρα, ὅτι τὸ Π.Σ.Ε. εἶναι ἁπλῶς ἕνα ἐργαλεῖο γιὰ τὴν προώθηση τῆς
ἑνότητας καὶ ὄχι τὸ ἀποτέλεσµα τῆς ἑνότητας. Τὸ Π.Σ.Ε. δὲν εἶναι καὶ δὲν
πρέπει ποτὲ νὰ γίνει µία Ὑπερεκκλησία.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία, καὶ ἐπὶ τῆς ἀρχῆς αὐτῆς ἡ ἑνότητα συµβολίζει τὸ
ἴδιο τὸ εἶναι τῆς Ἐκκλησίας. Καθετὶ ποὺ µελετοῦµε στὴν θεολογικὴ ἐπιστήµη
ἀνάγεται πάντοτε, χωρὶς καµία ἐξαίρεση στὸ εἶναι τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ καὶ
ἡ σκέψη τοῦ Φλωρόφσκυ σχετικὰ µὲ τὴν προβληµατικὴ τῆς ἐπανένωσης τῶν
χριστιανῶν εἶναι ἀπόλυτα συνυφασµένη µὲ τὴν διδασκαλία του περὶ
Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε δὲν θὰ µποροῦσε νὰ συµβαίνει διαφορετικά, ἀφοῦ ἡ
ἐµµονὴ στὴν ἐπίλυση τῶν ἐκκλησιολογικῶν θεµάτων, καταδεικνύει τὴν
πεποίθησή του, ὅτι ἡ ἐπανένωση ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἐπίλυση ἢ µὴ τῶν
ζητηµάτων αὐτῶν.
Ἤδη ἀπὸ τὸ 1933 σὲ ἄρθρο του στὸ Put’37,245 ἔκανε λόγο γιὰ τὴν ὕπαρξη
ἑνὸς Ἐκκλησιαστικοῦ σώµατος, ποὺ θεολογικὰ ἀποτελεῖ ἕναν ἑνιαῖο καὶ
ἀδιάσπαστο ὀργανισµό, ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι τὸ Σῶµα τοῦ Χριστοῦ. Ἑποµένως καὶ
ἡ πραγµατικὴ ἑνότητα µπορεῖ νὰ ὑπάρξει µόνο µέσα στὴν ἐκκλησία, ἡ ὁποία
ἐν Ἁγίω Πνεύµατι, καὶ ἐν ὀνόµατι τῆς Ἁγίας καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος
ὑφίσταται κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁµοίωσιν µὲ αὐτήν, ζωοποιώντας καὶ
ἐξασφαλίζοντας τὴν ἑνότητα. Δυστυχῶς ὅµως ἡ ἑνότητα αὐτὴ δὲν
ἀποκαλύπτεται ὡς ἱστορικὸ γεγονὸς ἐδῶ καὶ περίπου δεκατρεῖς αἰῶνες,
ἐξακολουθώντας νὰ ἀποτελεῖ ἕνα πρόβληµα, ἡ λύση τοῦ ὁποίου διαρκῶς
ἀναβάλλεται καὶ παραπέµπεται στὶς καλένδες ἢ µᾶλλον ὀρθότερα σὲ µιὰ
ἐσχατολογικὴ προοπτικὴ θεώρησης τόσο τοῦ κόσµου ὅσο καὶ τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Φλωρόφσκυ µάλιστα ὑποστήριζε ὅτι «στὴ χριστιανικὴ ἐµπειρία δὲν ὑπάρχει

244
Βλ. σχετικὰ George H. Williams, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Εισαγωγὴ, ὅπ. παρ., σελ. 75.
245
Τὸ ἀρχικὸ ἄρθρο εἶχε τὸν τίτλο «Problematika Khristianskogo vozsoedinenija» καὶ
ἀναδηµοσιεύεται ὅπως προαναφέραµε στὸ Θεολογία 81, 2010 ὅπ. παρ., σελ. 119 – 133.

97
ἑνότητα».246 Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ µεγάλου ρώσου θεολόγου ἀντηχοῦν τὴν
ἔκπτωση, στὴν ὁποία ἔχουν περιπέσει οἱ χριστιανοί, ὅσον ἀφορᾶ τὴ κατανόηση
τοῦ προβλήµατος καὶ τῆς εὐθύνης, ποὺ ἔχουν ἀναλάβει ἔναντί του Λόγου,
ἀφοῦ ὅπως προαναφέραµε «Ὁ Θεὸς ἔχει δώσει στὸν λαὸ Του ἐν Ἰησοῦ
Χριστῷ, µία ἑνότητα ἡ ὁποία εἶναι δικό του δηµιούργηµα καὶ ὄχι δικό µας
ἐπίτευγµα».247
Τὸ παράλογο στὴν ὅλη προβληµατικὴ τοῦ θέµατος εἶναι ἡ µὴ κατανόηση
τῶν ἱστορικῶν γεγονότων, ποὺ ἔχουν προκαλέσει ἐδῶ καὶ χιλιάδες χρόνια τὶς
διάφορες πολιτικὲς καὶ κοσµικὲς διαιρέσεις, ὥστε αὐτὲς νὰ ἀποµονωθοῦν καὶ
νὰ µὴ ὑπεισέλθουν στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Ὅµως οἱ ἄνθρωποι
χαρακτηριζόµενοι ἀπὸ ἕναν ἔντονο στρουθοκαµηλισµό, κλείνουν ὀφθαλµοὺς
ἀποξενωµένοι καὶ µεταφέρουν ὅλο αὐτὸ τὸ συναίσθηµα στὴν λατρεία τοῦ
Ἑνὸς Θεοῦ, Πατέρα, Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύµατος, στὸν ὁποῖο ὅµως δὲν ὑπάρχει
ὁµοφωνία, (ἐννοεῖται ὁµοφωνία στὴν τέλεση τοῦ τρόπου λατρείας καὶ στὴ
τιµητικὴ θέση καὶ ἀναγνώριση τοῦ κάθε Προσώπου) κατὰ τὸν Φλωρόφσκυ.248
Καὶ αὐτὸ συµβαίνει διότι οἱ Χριστιανοὶ ἐπεδίωξαν νὰ στηρίξουν σὲ
διαφορετικὰ πράγµατα τὴν ἐλπίδα γιὰ τὴν σωτηρία τους. Ὡστόσο διαβάζοντας
τὸ ἄρθρό του «Ἡ προβληµατικὴ τῆς ἐπανενώσεως τῶν χριστιανῶν»
ἀντιλαµβανόµαστε τὴν ἄρτια ἀποτυπωµένη σκέψη τοῦ Φλωρόφσκυ, ποὺ
γίνεται πεποίθησή του (ἄν καὶ κάτι τέτοιο φαντάζει παράδοξο), ὅτι ἡ Ἐκκλησία
δὲν χωρίστηκε ποτέ, οὔτε διασπάστηκε, οὔτε καὶ πρόκειται νὰ διασπαστεῖ.249
Τὴν ἄποψή του αὐτὴ τὴν στηρίζει περισσότερο, στὸ ὅτι θεωρεῖ τὴν Ἐκκλησία
Σῶµα Χριστοῦ καὶ λιγότερο ὡς ἐµπειρία βιωµατικῆς ἔκφανσης, ποὺ
παρουσιάζεται χρονοϊστορικὰ µόνο ὡς µεταφορικὴ ἀπεικόνιση. Ὅµως ἀπὸ τὴν
ἄλλη δὲν µποροῦµε καὶ νὰ παραβλέψουµε ὅτι ἡ Ἐκκλησία, βρίσκεται διαρκῶς
σὲ παραφωνία καὶ διαχωρισµό, ὄχι µόνο ἐξαιτίας τῶν φυγοκέντρων δυνάµεων
ποὺ ὑφίστανται στὸν ἐξωτερικὸ κόσµο, ἀλλὰ καὶ ἐξαιτίας τῆς ἐσωστρέφειάς

246
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Ἡ προβληµατική της ἐπανενώσεως τῶν χριστιανῶν»,
Θεολογία 81, 2010, σελ. 119.
247
Βλ. σχετικὰ Andrew Blane, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: Ἡ ζωὴ, ὁπ. παρ., σελ. 214.
248
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Ἡ προβληµατικὴ τῆς ἐπανενώσεως τῶν χριστιανῶν»,
Θεολογία 81, 2010 ὅπ. παρ., σελ. 120.
249
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Ἡ προβληµατικὴ τῆς ἐπανενώσεως τῶν χριστιανῶν»,
Θεολογία 81, 2010 ὅπ. παρ., σελ. 120.

98
της, ποὺ ὁδηγεῖ πολλὲς φορὲς σὲ θλίψη καὶ διωγµούς. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ
θέση ποὺ ὑποστηρίζει: «Οἱ φυγόκεντρες δυνάµεις κυριαρχοῦν ὄχι µόνο στὸν
ἐξωτερικὸ κόσµο, ἀλλὰ εἰσέρχονται καὶ στὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία
ζεῖ στὴ θλίψη καὶ στοὺς διωγµούς. Ἡ Ἐκκλησία καταδιώκεται ὄχι µόνο ἀπὸ
τὴν πλευρὰ τῶν ἐχθρῶν καὶ τῶν ἀντιπάλων της, ἀλλὰ συχνὰ καὶ ἀπὸ τοὺς
ψεῦτο-ἀδελφοὺς».250 Ἑποµένως δεχόµαστε τὴν ἄποψη του ὡς θεολογικὴ
σκέψη, ὡς πραγµατικότητα ὅµως καὶ ἱστορικὸ γεγονὸς ὀφείλουµε νὰ τὴν
ἀπορρίψουµε.
Ἂν ἐπιχειρούσαµε νὰ καθορίσουµε, µὲ βάση πάντοτε τὴν σκέψη τοῦ
Φλωρόφσκυ, τὴν αἰτία τῶν διαιρέσεων καὶ τῶν διχασµῶν, εὔκολα θὰ
ἰσχυριζόµασταν, ὅτι ὁ π. Γεώργιος ἔβλεπε ὄχι τὴν ἠθικὴ ἐξαχρείωση καὶ τὴν
ὑποβάθµιση τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ
τὴν πεπλανηµένη ὁδὸ ὡς τὸν θεµέλιο ὁδηγὸ αὐτῆς τὴς κακοδοξίας. Παρ’ ὄλο
τὸ ἠθικὸ ὑπόβαθρο τοῦ φαινοµένου, τὸ ζήτηµα τῆς ἐπανενώσεως σὲ καµία
περίπτωση δὲν φαίνεται νὰ ἔχει τέτοια χροιά, τουλάχιστον στὸν ἀπόλυτο κατὰ
τὸ γράµµα τῆς δογµατικῆς διδασκαλίας Φλωρόφσκυ.251 Ὁ ρῶσος Πατέρας
ἀντιλαµβάνεται στὸν θεολογικό του λόγο, ὅτι µέσα στὴν µακραίωνη ἱστορία
τῆς διάσπασης αὐτὸ ποὺ ἔλειψε καὶ πάντα θὰ λείπει εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν
Θεό, ὑπονοώντας µᾶλλον, ὅτι ἀπὸ τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Σῶµα, καὶ ὄχι βέβαια τὴν
Ἐκκλησία, ἀπουσιάζει ἡ ἀγάπη πρὸς Ἐκεῖνον, ποὺ µᾶς πρόσφερε ἁπλόχερα
τὴν Σωτηρία (Σωτηρία = Ἐκκλησία).252 Φυσικὰ διατυπώνοντας αὐτὴν τὴν
σκέψη, εἶναι µᾶλλον ἀκραῖο νὰ µὴν ἔχει σκεφθεῖ, ὅτι παράλληλα µὲ τὴν
ἐξύψωση τοῦ ἐγωισµοῦ στὴν φύση τους οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι, ἐπεδίωξαν νὰ
πετύχουν αὐτὸ, τὸ ὁποῖο προῆλθε ὡς θεῖο δῶρο. Ὅµως εἶναι τέτοια ἡ
πεποίθησή του, πὼς δίχως ἀγάπη πρὸς τὸν Κύριο δὲν µπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἡ
µέγιστη Ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, καὶ ἔτσι κάθε προσπάθεια, κάθε ἐπιδίωξη

250
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Ἡ προβληµατικὴ τῆς ἐπανενώσεως τῶν χριστιανῶν»,
Θεολογία 81, 2010 ὅπ. παρ., σελ. 120.
251
Ὁ Φλωρόφσκυ εἶναι ἀνοικτὸς πρὸς τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες. Ὑποστηρίζει µὲ πάθος τὴν προώθηση τῆς
ἑνότητας καὶ τὴ σύγκλιση. Ὠστὸσο σὲ καµία περίπτωση δὲν µετακινεῖται καὶ δὲν ἀποδέχεται καµία
ἔκπτωση ἀπὸ τὶς ἐπίσηµες δογµατικὲς θέσεις τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ ἀνάγνωση τῶν ἔργων τοῦ Τὸ Σῶµα
τοῦ ζῶντος Χριστοῦ καὶ Τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, ἐπιβεβαιώνουν τὴν θέση µᾶς αὐτή.
252
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Ἡ προβληµατικὴ τῆς ἐπανενώσεως τῶν χριστιανῶν»,
Θεολογία 81, 2010 ὅπ. παρ., σελ. 122.

99
εἶναι καταδικασµένη στὸ κενό. Ἐπισηµαίνει λοιπὸν ἐπ’ αὐτοῦ ὅτι «Ἡ πηγὴ τῶν
διαιρέσεων βρίσκεται στὴν ἀπουσία τῆς ἀγάπης. Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ λείπει εἶναι
πρωταρχικὰ ὄχι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄλλον, ἀλλὰ ἀκριβῶς ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν
Θεὸ».253 Τὸ ἐρώτηµα, λοιπὸν, ποὺ προκύπτει εἶναι, ἂν καὶ κατὰ πόσο ἀρκεῖ
µόνο ἡ ἀµέριστη ἀγάπη καὶ τὸ µεγαλεῖο αὐτῆς, ὥστε νὰ ὑπάρξει µιὰ
πραγµατικὴ σύγκλιση καὶ ἐπίλυση τοῦ προβλήµατος. Ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι ὁ
Φλωρόφσκυ δὲν τρέφει σὲ καµία περίπτωση, αὐταπάτες καὶ ψευτοπροσδοκίες,
ἀφοῦ γνωρίζει καλύτερα ἀπὸ τὸν καθένα, ὅτι «τὸ σχίσµα ὑπερβαίνεται ὄχι
τόσο µὲ τὴν ἀβρότητα καὶ τὴν ἀδελφικὴ ἀγάπη, ὅσο µὲ τὴν ὁµόνοια καὶ τὴν
ὁµοφωνία, µὲ τὸν πνευµατικὸ φωτισµὸ καὶ τὴν ἑνότητα ἐν Ἀληθεία. Πρέπει νὰ
τὸ διατυπώσουµε µὲ σαφήνεια: ἡ ἑνότητα τῆς ἀγάπης καὶ ἡ ἀγάπη δὲν
ἐπαρκεῖ».254
Ἡ προσπάθεια τῆς ἐπανένωσης µπορεῖ σύµφωνα µὲ τὸν Φλωρόφσκυ νὰ
κριθεῖ µέσα στὰ πλαίσια τῆς οἰκουµενικῆς κίνησης µὲ τὸν πλέον αὐστηρὸ
τρόπο, ἄλλωστε αὐτὸ κάνει διαρκῶς, ὅµως ὅταν φτάνουµε στὸ ἐπίπεδο τῆς
ἄµεσης προσωπικῆς ἐπαφῆς καταλήγουµε πάντοτε νὰ ἐπιδιώκουµε τὴν
σύγκλιση µὲ σφαλεροὺς τρόπους, ἀφοῦ πάντοτε ὑπεισέρχεται ὁ ἀνθρώπινος
παράγοντας. Ἐδῶ ταιριάζει ἄριστα ἡ διατύπωση τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ «ὅτι ἡ
διαίρεση τῶν χριστιανῶν καὶ οἱ λαθεµένες ἀναζητήσεις τῆς ἑνότητας εἶναι ἡ
κοινὴ ταπείνωση τῆς φύσεώς µας, εἶναι ὁ σταυρὸς τῆς Ἐκκλησίας-σκάνδαλο
γιὰ τὴ θρησκευτικὴ συνείδηση καὶ µωρία γιὰ τὴν ὀρθολογικὴ σκέψη. Καὶ ὁ
σταυρὸς δὲν αἴρεται µὲ τὴν διαλεκτική, αἴρεται µὲ τὴν ἀνάσταση. Ἀλλὰ ἡ
ἀνάσταση προϋποθέτει τὴν ἐλεύθερη ἀποδοχὴ τοῦ σταυροῦ, τὴν ἑκούσια
ἀποδοχὴ τοῦ θανάτου, κατὰ τὸ πρότυπο τῶν µαρτύρων καὶ ἀσκητῶν ποὺ
ἀνταναπληροῦν τὰ ὑστερήµατα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἀναλαµβάνοντας
στὴν ἴδια τὴ σάρκα τοὺς τὸ θάνατο καὶ τὸ πένθος τοῦ κόσµου καὶ
ἀνασταίνοντας στὸ πρόσωπό τους τὴν ἐλπίδα τῆς ζωῆς ὅλων µας».255 Ἡ
ἀνάσταση αὐτὴ στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν κατανόηση

253
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Ἡ προβληµατικὴ τῆς ἐπανενώσεως τῶν χριστιανῶν»,
Θεολογία 81, 2010 ὅπ. παρ., σελ. 122.
254
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θεολογία 81, 2010 ὅπ. παρ., σελ. 122.
255
Βλ. σχετικὰ Χρήστου Γιανναρᾶ, Ἀλήθεια καὶ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπ. παρ., σσ. 220 – 221.

100
τοῦ «δογµατικοῦ χαρακτήρα»256 τῆς διάσπασης καὶ τὴν ἀποδοχὴ τῆς
δεδοµένης διχαστικῆς ἐπενέργειας πάνω στὴν πίστη τὴν λατρεία καὶ τὴν
ἐσχατολογικὴ προοπτική της Μίας Ἐκκλησίας.
Τὰ δογµατικὰ ζητήµατα ἀπασχόλησαν ἰδιαιτέρως τὸν Φλωρόφσκυ στὴν
καθόλου πορεία του ἐντός τῆς Οἰκουµενικῆς Κίνησης, καὶ ἰδιαιτέρως τοῦ
Π.Σ.Ε.. Αὐτὸ βέβαια, ὅπως ἔχουµε προαναφέρει ἦταν βίωµα ζωῆς καὶ ἐπιδίωξη
γιὰ τὸν ρῶσο θεολόγο, ὁ ὁποῖος πίστευε ὅτι «ὁ σκοπὸς τῆς οἰκουµενικῆς
κίνησης ἦταν νὰ ἐπιτύχει τὴν ἐπαναπροσέγγιση τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τὴν
ἀποκατάσταση τῆς χριστιανικῆς ἑνότητας».257
Πράγµατι ἐντός της οἰκουµενικῆς κινήσεως ὁ π. Γεώργιος ὁραµατίστηκε
τὴν ἀληθινὴ ὑπέρβαση τοῦ χάσµατος τοῦ χριστιανικοῦ σχίσµατος, παρὰ τὸ
γεγονὸς, ὅτι ἀναγνώρισε εὐθὺς ἐξαρχῆς τὴν ἰδιαιτερότητα ἀλλὰ καὶ τὴν
παραδοξότητα τοῦ ὅλου ἐγχειρήµατος.258 Καὶ ἀπαντᾶµε ἀµέσως γιατί
προσέδιδε τούτους τοὺς χαρακτηρισµοὺς σὲ µιὰ νεωτερικὴ καὶ µὲ καλὲς
προϋποθέσεις κίνηση. Ὁ λόγος ὀφείλεται στὸ ὅτι πίστευε ἀκράδαντα, ὅτι τὸ
τέλος εἶναι πράγµατι ἡ ἕνωση καὶ ἡ ἀπὸ κοινοῦ, ἐκ νέου πορεία τοῦ
χριστιανισµοῦ· ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅµως διέβλεπε τὸν διαφορετικὸ τρόπο
κατανοήσεως καὶ προσεγγίσεως τόσο τῆς ἔκτασης, ὅσο καὶ τῆς φύσης τούτης
τῆς ἀνωµαλίας, ποὺ ἐκ τῶν πραγµάτων ἑρµηνεύεται ἀλλὰ καὶ περιγράφεται µὲ
διάφορο τρόπο ἀπὸ τοὺς χριστιανούς. Τὰ λόγια του εἶναι ἰδιαιτέρως αἰχµηρὰ
γιὰ νὰ µᾶς κάνει νὰ ἀναλογιστοῦµε ὅτι εἶχε ἀπόλυτο δίκιο, καθὼς βρισκόταν
πολὺ πιὸ µπροστὰ ἀπὸ τὰ τεκταινόµενα τῆς ἐποχῆς του, µὰ ταυτόχρονα
κατανοοῦσε πλήρως αὐτὲς τὶς ἰδιάζουσες διαφοροποιήσεις, µὲ ἀποτέλεσµα νὰ
ὑποστηρίζει, ὅτι κύριο µέληµα εἶναι ἡ συµφωνία τοῦ τρόπου ἴασης αὐτῆς τῆς
κακοδοξίας. Τονίζει λοιπόν: «Ἡ Οἰκουµενικὴ Κίνησις, µιὰ προσπάθεια
ὑπερβάσεως τοῦ χάσµατος τοῦ χριστιανικοῦ σχίσµατος, εἶναι, ἀναπόφευκτα,
ἕνα παράδοξο τόλµηµα. Ὁ τελικὸς σκοπὸς εἶναι, πράγµατι, ὁ ἑνωµένος
Χριστιανισµός. Ἡ φύσις ὅµως καὶ ἡ ἔκτασις αὐτῆς τῆς ἑνότητος καὶ ἑνώσεως,

256
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Ἡ προβληµατικὴ τῆς ἐπανενώσεως τῶν χριστιανῶν»,
Θεολογία 81, 2010 ὅπ. παρ., σελ. 122.
257
Βλ. σχετικὰ Andrew Blane, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: Ἡ ζωὴ, ὅπ. παρ., σελ. 216.
258
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέµατα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἐκδόσεις Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθῆναι
1973, σελ. 211.

101
ποὺ ἀναµένεται, περιγράφεται καὶ ἑρµηνεύεται διαφοροτρόπως ἀπὸ τοὺς
χριστιανούς, ποὺ ἔχουν διαφορετικὸ ὑπόβαθρο καὶ διαφορετικὲς παραδόσεις.
Ἡ µέθοδος τῆς ἐπανενώσεως ἐξαρτᾶται, σὲ τελευταία ἀνάλυσι, ἀπὸ τὴν
ἀντίληψι ποὺ ἐπικρατεῖ γιὰ τὴν ὑπάρχουσα διάσπασι. Ἀλλὰ οἱ ἀντιλήψεις
αὐτὲς διαφέρουν οὐσιωδῶς».259
Γι’ αὐτὸ καὶ ὑποστήριξε δύο λύσεις: α) τὴν θεωρία τοῦ κοινοῦ
παρονοµαστὴ καὶ β) τὴν ἀληθινὴ ἐκκλησία καὶ τοὺς χωρισµένους.

α. Θεωρία Κοινοῦ Παρονοµαστὴ


Ὅσον ἀφορᾶ τὸ κοινὸ παρονοµαστὴ θεώρησε, ὅτι τὰ κοινὰ
χαρακτηριστικὰ ποὺ διαµορφώνουν τὸ χαρακτήρα τῶν Ἐκκλησιῶν, µποροῦν
νὰ ὁδηγήσουν σὲ µιὰ ἀντίστροφη θεώρηση τῆς ὑφισταµένης κατάστασης
ἐπιβάλλοντας ἕναν ἀντίρροπο ἀναιρετικὸ χαρακτήρα στὴν διηρηµένη
χωροχρονικὰ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Πράγµατι δὲν µποροῦµε ἐπουδενὶ νὰ
ἀµφισβητήσουµε τὰ πολλὰ σηµεῖα σύγκλισης καὶ ταύτισης µεταξύ ἀκόµη καὶ
τῶν ἐν σχίσµατι χριστιανῶν. Ἄλλωστε δὲν ὑπάρχει αντίρρηση ἀπὸ µέρους τῆς
ὀρθοδοξίας, ἀκόµη καὶ ἀπὸ τοὺς πλέον συντηρητικούς, ὡς πρὸς τὰ ἀνοίγµατα
τῆς Ὀρθόδοξης ἐκκλησίας καὶ τὸν οἰκουµενικὸ διάλογο, ποὺ ἐπιθυµεῖ νὰ
συνεχιστεῖ, συµφωνώντας µάλιστα µὲ τὸν πλέον προοδευτικὸ ὀρθόδοξο, ὡς
πρὸς τὰ οἰκουµενικὰ δρώµενα θεολόγο π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, ὅτι ἡ δυτικὴ
ἐκκλησιολογία δὲν εἶναι ἀπορριπτέα καὶ κατακριτέα στὸ σύνολό της.260
Ὡστόσο εἶναι ἀπορίας ἄξιον, πὼς αὐτοὶ, ποὺ ἰσχυρίζονται τὴν κοινὴ πίστη
στὸν Κύριο, ὡς κοινὸ παρονοµαστή, δὲν µποροῦν νὰ προσέλθουν καὶ νὰ
παρακαθίσουν στὴν ἴδια τράπεζα µὲ τοὺς λοιποὺς χριστιανούς. Καὶ τὸ τραγικὸ,
ὅπως σηµειώνει ὁ Φλωρόφσκυ εἶναι ὅτι «ἕνα µεγάλο τµῆµα ἀπ’ αὐτοὺς
ἀπορρίπτει τελείως κάτι τέτοιο».261 Φυσικὰ ὁ ὑπαινιγµὸς ἀφορᾶ τὴν ἐπίµονη

259
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέµατα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ὅπ. παρ., σελ. 211
260
Ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον συντηρητικοὺς δογµατολόγους τῆς ὀρθοδοξίας, ὁ καθηγητής, στὴν
προοδευτικὴ κατὰ γενικὴ ὁµολογία Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστηµίου
Θεσσαλονίκης, Δηµήτριος Τσελεγγίδης ὑποστηρίζει ὅτι «πρέπει νὰ ποῦµε συµφωνώντας µὲ τὸ π. G.
Florovsky, ὅτι ἡ δυτικὴ θεολογία δὲν εἶναι ἀπορριπτέα στὸ σύνολό της. Καὶ ἡ δυτικὴ θεολογία εἶναι
ἔγκυρη ὡς τρόπος προσεγγίσεως καὶ βιώσεως τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας στὸ βαθµὸ ὅµως ποὺ δὲν
ἀλλοιώνει τὴν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας». Βλ. σχετικὰ Δηµητρίου Τσελεγγίδη, Δυτικὴ Θεολογία
καὶ Πνευµατικότητα, ὅπ. παρ., σελ. 7.
261
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέµατα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ὅπ. παρ., σελ. 212.

102
ἄρνηση τῆς παπικῆς ἐκκλησίας νὰ συµπαραταχθεῖ µὲ τὶς λοιπὲς χριστιανικὲς
ἐκκλησίες στὸν οἰκουµενικὸ ἀγώνα γιὰ τὴν ἄρση τῶν αἰτιῶν τοῦ σχίσµατος.
Εἶναι ὀδυνηρὸ ἐπίσης τὸ γεγονὸς πόσο εὔκολα ὁ κοινὸς αὐτὸς
παρονοµαστῆς, ποὺ προτείνει, αἴρεται δεδοµένης τῆς ἀδυναµίας, ποὺ
ὑφίσταται ὁ χριστιανικὸς κόσµος γιὰ µὴ κοινὴ εὐχαριστιακὴ κοινωνία,
καταδεικνύοντας τὸ ἀδιέξοδό τῆς θεωρίας αὐτῆς. Πράγµατι ὁποιαδήποτε
συνάντηση, πολυµερὴς ἢ διµερής, καταδεικνύει ἀκόµη περισσότερο τὴν
ἄβυσσο ποὺ χωρίζει τοὺς χριστιανούς, ἐφόσον δὲν εἶναι ἕτοιµοι νὰ
προχωρήσουν σὲ µιὰ εὐχαριστιακὴ συλλειτουργία. Μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ
Φλωρόφσκυ φαίνεται, ἂν καὶ δὲν εἶναι ξεκάθαρο (ὡς σπερµατικὲς ἴσως
σκέψεις), νὰ ἀναδεικνύει τὴν εὐχαριστιακὴ λειτουργία ὡς τὸ σηµεῖο τῆς
ἕνωσης µεταξύ τῶν ἐκκλησιῶν. Σηµειώνει λοιπὸν ἐπ’ αὐτοῦ ὅτι «οἱ πολλὲς καὶ
διαφορετικὲς Εὐχαριστιακὲς Λειτουργίες σὲ µιὰ οἰκουµενικὴ συγκέντρωση
ἀποτελοῦν τὴν ἐµφανῆ προβολὴ τοῦ γεγονότος τοῦ σχίσµατος. Καὶ τὸ σχίσµα
δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ξεπερασθῆ ἁπλῶς µὲ συµφωνίες ἀνθρωπίνου
ἐπιπέδου».262

β. Ἡ ἀληθινὴ ἐκκλησία καὶ οἱ χωρισµένοι


Ἂν τώρα στρέψουµε τὸ βλέµµα στὴν θεωρία τῆς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας καὶ
τῶν χωρισµένων ἀπὸ αὐτὴν θὰ βρεθοῦµε ἐνώπιον τῆς διαπιστώσεως, ὅτι ὅλες
οἱ ὁµολογίες ταυτίζουν τὸν ἑαυτό τους µὲ τὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία, πράγµα γιὰ
τὸ ὁποῖο εἶχε πλήρη ἐπίγνωση ὁ Φλωρόφσκυ ἀλλὰ καὶ τὸ σύνολο τῶν
θεολόγων. Εἴτε εἶναι Ὀρθόδοξοι, εἴτε Ρκαθολικοί, εἴτε Προτεστάντες, εἴτε οἱ
Ἐκκλησίες τῆς Μεταρρύθµισης τοῦ δέκατου ἕκτου καὶ δέκατου ἕβδοµου
αἰώνα, ὅλοι ἀνεξαιρέτως, αὐτὴν τὴν ἄποψη ἔχουν γιὰ τὴν ὁµολογία ποὺ
ἀντιπροσωπεύουν. Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ π. Γεώργιος, βλέπουµε ὅτι βρισκόµαστε
ἐνώπιον µιᾶς χαώδους κατάστασης στοὺς κόλπους τῆς χριστιανοσύνης, καὶ
ἀναγκαστικὰ πρέπει νὰ ὁδηγηθοῦµε σὲ µιὰ κρίση, ὡς πρὸς τὴν ἀληθινὴ καὶ τὴν

262
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέµατα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ὅπ. παρ., σελ. 213.

103
ψευδῆ Ἐκκλησία. Καὶ αὐτὸ µπορεῖ νὰ γίνει µόνον ἂν «ὁ ἕνας σταθῆ δίπλα στὸν
ἄλλον».263
Ὁ Φλωρόφσκυ, ἐπεδίωξε µέσα σὲ ἕνα νεωτερικὸ πλαίσιο σκέψης, ὅπως
αὐτὸ τοῦ Π.Σ.Ε., νὰ προσεγγίσει τὸ θέµα τῆς ἑνότητας µὲ ἀντικειµενικὰ
κριτήρια, ἔτσι ὥστε νὰ καταλήγει σὲ δυὸ βασικὲς προϋποθέσεις ποὺ
ὑπονοοῦνται σὲ αὐτὴν τὴν προσέγγιση τοῦ προβλήµατος τῆς ἐπανένωσης.
Πρῶτα ἀπὸ ὅλα θεωρεῖ ὅτι «ἡ Ἐκκλησία, ὡς ἐπέκταση ἀλλὰ καὶ προέκταση
ὅλου του χριστιανικοῦ κόσµου ἢ τῆς χριστιανοσύνης, δὲν διαχωρίζεται, ἀλλὰ
ἁπλὰ ἡ ἑνότητά της ἢ ἡ µοναδικότητά της δὲν ἐκφράζονται ἐπαρκῶς µὲ ὁρατὴ
µορφή».264 Μὲ ἄλλα λόγια τὸ πρόβληµα τῆς ἐπανένωσης περιορίζεται στὸ
χῶρο τῆς τάξης ἢ τῆς πολιτείας, στὸ χῶρο τῆς ἱστορικῆς ἐκδήλωσης. Ἀπὸ
αὐτὴν τὴν ἄποψη µποροῦµε νὰ ποῦµε, ὅτι τὸ µεῖζον πρόβληµα ἔγκειται στὴν
πλουραλιστικὴ ἀποτύπωση τῆς τάξης ποὺ διαµορφώνεται µέσα σὲ ἕνα εὐρὺ καὶ
ἱστορικὸ οἰκουµενικὸ ἄνοιγµα. Πράγµατι, ἡ ἑνότητα στὴν πίστη φαίνεται ὅτι
ἐξασφαλίζεται ἀπὸ τὴν ἀποδοχὴ στὸ Παγκόσµιο Συµβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν,
τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡς Θεοῦ καὶ Σωτήρα. Μάλιστα στὸ πρῶτο ἄρθρο
τῆς Βάσης προστέθηκε µιὰ νύξη στὴν Ἁγία Τριάδα, κατὰ τὴν Γ.Σ. τοῦ Νέου
Δελχὶ τὸ 1961, κάτι βέβαια µὲ τὸ ὁποῖο δὲν συµφωνοῦσε ὁ Φλωρόφσκυ, ἀλλὰ
τοῦ ἦταν ἀνεκτό, λόγῳ τῆς παραµονῆς τῆς ἀρχικῆς διατύπωσης.265 Ὁ π.
Γεώργιος θεωρεῖ ὅµως ὅτι «παρόλ’ αὐτά, µὲ τὴν ἐξουσιοδοτηµένη ἐπεξήγηση
τῆς Βάσης, παραχωρεῖται ἀπέραντη ἐλευθερία σὲ αὐτὸ τὸ σηµεῖο. Φυσικά, ἡ
βασικὴ προϋπόθεση τῆς δεδοµένης ἑνότητας δύσκολα γίνεται κατανοητὴ καὶ
ἑρµηνεύεται στὶς διαφορετικὲς Ἐκκλησίες καὶ αἱρέσεις καὶ προσδιορίζεται
ποικιλοτρόπως. Ἀλλὰ εἶναι ἕνα βασικὸ σηµεῖο ἐκκίνησης γιὰ τὴν Οἰκουµενικὴ

263
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέµατα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ὅπ. παρ., σελ. 213.
264
Βλ. σχετικὰ George Florovsky, Ecumenism I, A Doctrinal Approach, Collected Works, Τόµος 13,
Ἐκδόσεις BUCHERVERTRIEBSANSTALT, Vaduz 1989, σελ. 136. Τὸ πρωτότυπο κείµενο βρίσκεται
στὴν ἀγγλικὴ γλώσα. Ἡ µετάφραση εἶναι δική µας.
265
Σηµειώνει σχετικὰ «ἀντέτεινα ὅτι αὐτὸ σήµαινε µετατροπὴ τοῦ Χριστιανισµοῦ σε Τριαδολογισµό.
‘Υπέγραψα ἕνα ὑπόµνηµα ἀπὸ κοινοῦ µὲ τὸν Newbigin καὶ τὸν Visser’t Hooft, ὅτι ὅλο αὐτὸ ἦταν
περιττὸ – ὁτι τὸ Παγκόσµιο Συµβούλιο, ὁταν δεχόταν ὡς µέλη νέες ἐκκλησίες ποὺ ὁµολογοῦσαν τὸν
Χριστὸ ὠς Θεὸ καὶ Σωτήρα, ἀναµφίβολα δέχονταν τὴν Ἁγία Τριάδα. Ἀλλὰ οἱ ἀντίπαλοί µας δὲν ἦταν
ἱκανοποιηµένοι. Ἤθελαν νὰ συµπεριλάβουν τὴν Ἁγία Τριάδα καὶ νὰ ὑποβαθµίσουν τὸν Χριστὸ». Βλ.
Andrew Blane, π. Γεώργιος Φλωρόφσκι, Ἡ Ζωὴ, ὅπ. παρ., σελ. 213 – 214. Πρβλ. The Ecumenical
Advance, σελ. 306 – 307.

104
Ἐπιτροπὴ τῆς Πίστης καὶ Τάξης».266 Σηµειώνει ἐπίσης «ὅτι ἡ Ἐπιτροπὴ Πίστη
καὶ Τάξη, καταλαβαίνει ὅτι ἡ ἑνότητα ἡ ὁποία εἶναι ταυτόχρονα ἡ θέληση τοῦ
Θεοῦ καὶ τὸ δῶρο Του στὴν Ἐκκλησία Του, φέρνει ὅλους αὐτοὺς ποὺ σὲ ὅλα
τα µέρη ὁµολογοῦν ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριός τους, σὲ πλήρη
δεσµευτικὴ ἐπαφὴ µεταξύ τους, µέσω τῆς βάπτισης σὲ Αὐτόν διατηρώντας τὴ
µιὰ ἀποστολικὴ πίστη, κηρύσσοντας τὸ ἕνα Εὐαγγέλιο, µοιράζοντας τὸν ἴδιο
ἄρτο, καὶ ἔχοντας µιὰ συλλογικὴ ζωή, νὰ φτάσουν στὴ µαρτυρία καὶ τὴν
ὑπηρεσία τοῦ συνόλου· καὶ ἡ ὁποία τὴν ἴδια στιγµὴ τοὺς ἑνώνει µὲ ὅλη τὴ
χριστιανικὴ κοινότητα σὲ ὅλα τὰ µέρη τοῦ κόσµου καὶ ὅλες τὶς ἐποχές, µὲ
τέτοια σοφία ποὺ ἱερέας καὶ µέλη ἀναγνωρίζονται ἀπὸ ὅλους καὶ ποὺ ὅλοι
µποροῦν νὰ πράττουν καὶ νὰ µιλοῦν µαζί, ὅπως ἀπαιτεῖ ἡ περίσταση γιὰ τὸ
καθῆκον γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς κάλεσε τὴν Ἐκκλησία».267
Ἡ τάση λοιπὸν µέσα στὸ Π.Σ.Ε. φαίνεται νὰ κατευθύνεται στὴν ὀρθόδοξη
λογικὴ γιὰ τὴν ἐπίλυση τοῦ ζητήµατος τῆς ἑνότητας. Καὶ σὲ αὐτὸ πρωταρχικὸ
ρόλο ἔπαιξε ὁ Φλωρόφσκυ. Ὡστόσο ἡ ὅλη κατάσταση στὴν οἰκουµενικὴ
κίνηση εἶναι ἰδιαίτερα περίπλοκη καὶ πολύπλοκη, καὶ ὀξύνεται ἀκόµη
περισσότερο ὅταν στὸ τραπέζι τῶν συζητήσεων τίθεται τὸ ζήτηµα τῆς διὰ–
κοινωνίας (intercommunio κατὰ τὸν π. Γεώργιο), ποὺ ἀπὸ πολλοὺς θεωρεῖται
τὸ ἑπόµενο βῆµα γιὰ τὴν ἕνωση ἣ ἀκόµη πιὸ ἀκραία, ἀποτελεῖ τὴν ἴδια τὴν
λύση τῆς ἕνωσης. Τὸ ἐρώτηµα ποὺ τίθεται ἐδῶ καὶ τὸ ὁποῖο θέτει καὶ ὁ π.
Γεώργιος εἶναι, ἂν θὰ µπορέσει νὰ ὑπάρξει ὀρθόδοξος θεολόγος ποὺ θὰ δεχτεῖ
κάποια ἀπὸ αὐτὲς τὶς βασικὲς προϋποθέσεις.
Πράγµατι οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι γνωρίζουν πλήρως τὴν πρόκληση τῆς
χριστιανικῆς διχόνοιας. Ὡστόσο δὲν µποροῦν νὰ παραβλέψουν ὅτι γιὰ µιὰ
εὐχαριστιακῆ κοινωνία καὶ κατ’ ἐπέκταση ἑνότητα, ἀπαιτεῖται πρῶτα ἡ
ἑνότητα τῆς πίστεως, τῆς διδασκαλίας καὶ τῆς µυστηριακῆς ζωῆς τῆς
ἐκκλησίας. Ἑποµένως εὔλογο εἶναι, ὅπως σηµειώνει ὁ Φλωρόφσκυ, ὅτι «ἐὰν
τοῦτο δὲν ἐξασφαλίζεται καὶ δὲν ὁµολογεῖται, κανέναν βῆµα δὲν πρέπει νὰ
γίνεται». Καὶ θὰ συνεχίσει λέγοντας ὅτι «ἀληθινὴ µεταξύ τους intercommunio

266
Βλ. σχετικὰ George Florovsky, Ecumenism I, ὅπ. παρ., σελ. 136 – 137.
267
Βλ. σχετικὰ George Florovsky, Ecumenism I, ὅπ. παρ., σελ. 138.

105
µπορεῖ νὰ εἶναι µιὰ πράξις µόνο τῆς ἑνωµένης καὶ Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Στὴν
περίπτωση κατὰ τὴν ὁποία ἡ µυστηριακὴ ἀκεραιότητα δυὸ ἐκκλησιῶν, ποὺ δὲν
βρίσκονται σὲ κοινωνία, ἀναγνωρισθῆ ἀµοιβαία, ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως πρέπει
νὰ ἀναγνωρισθῇ καὶ νὰ τονισθῇ διὰ συλλογικῆς πράξεως καὶ ὄχι ἀπ’ τὶς
προσωπικὲς πεποιθήσεις ὁρισµένων ἀτόµων. Στὴν ὅλη προοπτική, λοιπόν, δὲν
ὑπάρχει θέµα ὁµολογιακῆς πιστότητος, ἀλλὰ µόνο θέµα Καθολικῆς
ἀλήθειας».268
Ἑνότητα πλέον δὲ σηµαίνει ὁµοιοµορφία, ἀλλὰ κοινωνία στοιχείων ποὺ
παραµένουν διαφορετικά. Ἑποµένως διαφορετικότητα καὶ πολυµορφία δὲν
ἀποτελοῦν ἀντιτιθέµενα πρὸς τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας συστατικά, ἀλλὰ γιὰ
πολλούς269 ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴ δηµιουργία πραγµατικῆς κοινωνίας.
Στὴ θέση αὐτὴ ἀπὸ πλευρᾶς Ὀρθοδόξων ὑποστηρίζεται ὡς ἀπαράβατος ὅρος
ἕνα εἶδος κοινῆς ἐκκλησιολογικῆς συνισταµένης. Ὁ Φλωρόφσκυ λέει ἐπ’
αὐτοῦ: «ἡ φύση τῆς ἑνότητας στὴν ὁποία ἐλπίζουµε, εἶναι ἀκόµη ἕνα ἀνοιχτὸ
ζήτηµα στὸ σύγχρονο οἰκουµενικὸ κίνηµα. Εἶναι ἕνα θέµα, ποὺ διαιρεῖ καὶ
ὑπάρχει µιὰ κατανοητὴ τάση γιὰ τὴ µετάθεσή του ἢ γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ
ἐντελῶς, τουλάχιστον στὴν παροῦσα φάση τῆς συζήτησης. Πράγµατι αὐτὸ τὸ
ἐρώτηµα θὰ µποροῦσε νὰ ἀπαντηθεῖ µόνο ἂν δύο ἄλλα φλέγοντα ζητήµατα
εἶχαν ἐκ τῶν προτέρων ἀπαντηθεῖ. Πρώτον, ποιὰ εἶναι ἡ φύση τῆς διχόνοιας, ἡ
ὁποία πρέπει νὰ ὑπερνικηθεῖ; Δεύτερον, ποιὸς εἶναι ὁ κανόνας τῆς
χριστιανικῆς ἑνότητας, ὄχι ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς πρακτικῆς σκοπιµότητας, ἀλλὰ
ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας»;270

268
Βλ. σχετικὰ Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέµατα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἐκδόσεις Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθῆναι
1973, σελ. 217.
269
Βλ. σχετικὰ Konrad Raiser, To µέλλον τοῦ οἰκουµενισµοῦ. Ἀλλαγὴ παραδείγµατος στὴν οἰκουµενικὴ
κίνηση;, ἐπιµέλεια Πέτρος Βασιλειάδης, µτφρ. Ἀναστασία Μπιτσάνη – Πέτρου, ἐκδόσεις
Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1995. Βλ. ἐπίσης Πέτρου Βασιλειάδη, Μετανεωτερικότητα καὶ Ἐκκλησία,
Κεφάλαιο 4ο , Ἐκδόσεις Ἀκρίτας Ἀθήνα 2002, σελ. 119 κ.ε..
270
Βλ. σχετικὰ George Florovsky, Ecumenism I, A Doctrinal Approach, Collected Works, Τόµος 13,
Ἐκδόσεις BUCHERVERTRIEBSANSTALT, Vaduz 1989, σελ. 138. Τὸ πρωτότυπο κείµενο βρίσκεται
στὴν ἀγγλικὴ γλώσα. Ἡ µετάφραση εἶναι δική µας.

106
4. Ἡ προτεραιότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας ἔναντί
τῆς κοινωνικῆς προβληµατικῆς στὸν π. Γεώργιο
Φλωρόφσκυ.
Τὸ κοινωνικὸ πρόβληµα, ὅπως τὸ προσέγγισε ὁ Φλωρόφσκυ, φαίνεται ἐκ
πρώτης ὄψεως ἄσχετο µὲ τὴν ὅλη προβληµατικὴ τοῦ θέµατος ποὺ ἐξετάζουµε
στὸ τρίτο κεφάλαιο αὐτῆς τῆς διπλωµατικῆς µελέτης. Ὡστόσο εἶναι ἄµεσα
συνυφασµένο µὲ τὴν πορεία τῶν οἰκουµενικῶν δρωµένων ἰδιαιτέρως µετὰ τὴν
Β΄ Γενικὴ Συνέλευση τοῦ Ἐβανστον τὸ 1954, ἀφοῦ ἀπὸ τότε ἀρχίζει, κατὰ τὴν
γνώµη τοῦ π. Γεωργίου, ἡ «στροφὴ» τῆς πλειοψηφίας τῶν µετεχόντων στὸ
Π.Σ.Ε., πρὸς τὴν κοινωνικοπολιτική του διάσταση,271 ποὺ ἀπέρρριπτε ἐξ
ὁλοκλήρου ὁ ἴδιος, ἀφοῦ θεωροῦσε τὸ Π.Σ.Ε. τὸν χῶρο γιὰ τὴν προώθηση καὶ
ἐπίλυση τῶν δογµατικῶν ζητηµάτων καὶ ὄχι τὴν προώθηση τῶν κοινωνικῶν
θεµάτων, ποὺ ἀπασχολοῦσαν καὶ ἀπασχολοῦν τὴν οἰκουµένη.
Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγµὴ τῆς ἵδρυσης τῆς νέας θρησκείας, αὐτὴ οὐδέποτε
ἀποξενώθηκε ἀπὸ τὰ κοινωνικὰ προβλήµατα ποὺ ἀνέκυπταν σὲ κάθε ἱστορικὴ
ἔκφανση τοῦ ἀνθρωπίνου πολιτισµοῦ, ἀλλ’ ἀντιθέτως κινητοποιήθηκε ἄµεσα

271
Ἡ παροῦσα διατύπωση θεωροῦµε ὅτι θὰ προκαλέσει ἀρκετὲς ἀντιδράσεις, ἰδιαιτέρως σὲ ἐκείνους
ποὺ παρακολουθοῦν τὰ τεκταινόµενα ἐντός τοῦ Π.Σ.Ε. Γι’ αὐτὸ θέλοντας νὰ προλάβουµε ἐνστάσεις
καὶ ἀντιρρήσεις ἐπ’ αὐτοῦ, ὀφείλουµε νὰ διευκρινίσουµε, ὅτι τὴν «στροφὴ» αὐτὴ τὴν παρατηρεῖ µόνο
ὁ «συντηρητικὸς» ἐπὶ τοῦ θέµατος Φλωρόφσκυ. Ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅπως σηµειώνει καὶ ὁ Μέγας
Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Τσέτσης, ὅτι στὴν πραγµατικότητα τὸ Π.Σ.Ε. στράφηκε πρὸς ἐκεῖνα
τὰ ζητήµατα ποὺ εἶχε θέσει µὲ τὴν Ἐγκύκλιο τοῦ 1920 τὸ Οἰκουµενικὸ Πατριαρχεῖο. Ἡ ἀλλαγὴ στὸ
σκεπτικὸ αὐτὸ ἐπῆλθε πραγµατικὰ µετὰ τὴν Δ΄ Γενικὴ Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε. στὴν Οὐψάλα τὸ 1968,
καὶ τὴν προσπάθεια νὰ µετατραπεῖ τὸ Π.Σ.Ε. σὲ µιὰ «παγκόσµια χριστιανικὴ ἐκδήλωση, ἀπὸ τὴν ὁποία
θὰ ἔλειπε ἡ θεολογικὴ διάσταση, πρὸς ὄφελος ἑνὸς ὑπερτονισµένου κοινωνισµοῦ», ὅπως
χαρακτηριστικὰ λέει ὁ π. Γεώργιος Τσέτσης. Τότε εἶναι ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ θὰ ὑπάρξει
ἐκπεφρασµένη θέληση τῶν ὀρθοδόξων νὰ προχωρήσει ἐντός τοῦ Π.Σ.Ε. ἡ ἐξέταση τῶν ζητηµάτων,
ποὺ ἔθετε ἡ Κίνηση «Πίστη καὶ Τάξη». Σηµειώνει ἐπ’ αὐτοῦ ὁ Τσέτσης «Τὴν γραµµὴ αὐτὴ ὑποστήριξε
ἀργότερα τὸ Οἰκουµενικὸ Πατριαρχεῖο στὸ Διάγγελµα ποὺ εἶχε ἐξαπολύσει τὸ 1973 µὲ τὴν εὐκαιρία
τῆς εἰκοσιπενταετηρίδος τοῦ Π.Σ.Ε. Στὸ Διάγγελµα αὐτό, τὸ Οἰκουµενικὸ Πατριαρχεῖο ἀφοῦ
ἀναγνώριζε ὅτι τὸ Π.Σ.Ε., «κληθὲν ἀρχῆθεν ὅπως ὑπηρετήσῃ τὰς Ἐκκλησίας ἐν τῇ ἀπὸ µέρους τούτων
προσφορὰ µαρτυρίας καὶ διακονίας πρὸς τὸν ἄνθρωπον, τὴν κοινωνίαν καὶ τὸν κόσµον», ζοῦσε καὶ
δροῦσε µέσα σὲ µιὰ πολυδιάσταση καὶ ἀγχώδη πραγµατικότητα, τόνιζε, στὴν συνέχεια, ὅτι τοῦτο «ὡς
θεσµὸς ἐν τῇ ὑπηρεσία τῶν Ἐκκλησιῶν τεταγµένος, ὀφείλει ἴνα ἀποβαίνη ἑκάστοτε τὸ ἐπὶ τούτῳ
ὄργανον τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν τῇ ἀπὸ κοινοῦ ἀναζητήσει τῆς διασαλευθείσης καὶ φυγαδευθείσης
ἑνότητος τῶν Ἐκκλησιῶν, τόσον ἐν τῇ ἐκφράσει τῶν κοινῶν σηµείων τῆς ἐµπεπιστευµένης εἰς αὐτας
χάριτος, ἀλήθειας καὶ πίστεως, ὂσν καὶ ἐν τῇ διερευνήσει καὶ ἀποκαταστάσει τῶν ὑφιστάµενων
διαφορῶν». Εἴκοσι χρόνια λοιπὸν µετὰ τὴν ἐγκύκλιο τοῦ 1952, ποὺ ἀπέτρεπε τὶς θεολογικὲς
συζητήσεις µέσα στὸ Π.Σ.Ε., τὸ Οἰκουµενικὸ Πατριάρχειο ἄλλαζε στάση καὶ τασσόταν ὑπὲρ τοῦ
θεολογικοῦ καὶ ἐκκλησιολογικοὺ διαλόγου σ’ αὐτό. Βλ. σχετικά H συµβολὴ τοῦ Οἰκουµενικοῦ
Πατριαρχείου στὴν Ἵδρυση τοῦ Παγκοσµίου Συµβουλίου Ἐκκλησιῶν, σελ. 169 – 197, Ἐκδόσεις
Τέρτιος, Κατερίνη 1986.

107
γιὰ τὴν κατανόηση, τὴν συνειδητοποίηση καὶ φυσικὰ γιὰ τὴν ἐπίλυση καὶ τὴν
ὁριστικὴ ἀντιµετώπισή τους. Τὸ ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκκλησίας, λόγῳ τοῦ
ἀνθρωποκεντρικοῦ της χαρακτήρα, σὲ καµία περίπτωση δὲν µπορεῖ καὶ δὲν
πρέπει νὰ τεθεῖ σὲ ἄλλη βάση, πάρα µονάχα στὸ ὑφιστάµενο πλαίσιο τῆς
ἀποκάλυψής της στὸν κόσµο µὲ τὴν εὐρύτερη σηµασία τοῦ ὄρου, καὶ δὲν θὰ
πρέπει νὰ ἀποβλέπει µονάχα στὴν σωτηρία τοῦ Ἀνθρώπου ἀλλὰ καὶ στὴν
βελτίωση, τὴν ἀνακαίνιση, ἀκόµη καὶ στὴν ἀνατροπὴ τῶν ὑφισταµένων
κοινωνικῶν δοµῶν ποὺ διέπουν τὸν κόσµο.
Ἂν καὶ κάτι τέτοιο ἀκούγεται κάπως ἐπαναστατικὸ καὶ προκλητικὸ µέσα
σὲ µιὰ ὁλοένα καὶ πιὸ ἐκκοσµικευµένη κοινωνία, δὲν θὰ πρέπει νὰ µᾶς φοβίζει
διόλου, ἂν ἀναλογιστοῦµε πὼς τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς κοινωνικὲς δοµὲς καὶ κατ’
ἐπέκταση τῶν προβληµάτων, ποὺ αὐτὲς ἐκ τῶν πραγµάτων προκαλοῦν στοὺς
ἀνθρώπους, ἐκδηλώνεται µέσῳ τῆς διδασκαλίας τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν
καλλιέργεια τῆς αὐτοθυσίας καὶ τῆς Ἀγάπης πρὸς τὸν συνάνθρωπο.272
Ὁ Φλωρόφσκυ, ὡς καθαρὰ πατερικὸς Θεολόγος, δὲν θὰ µποροῦσε νὰ θέσει
τὸ ζήτηµα σὲ διαφορετικὸ πλαίσιο, ἀφοῦ γνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι οἱ Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας ἦταν οἱ γνήσιοι ἐκφραστὲς τῆς Παράδοσης καὶ τοῦ χριστιανικοῦ
πνεύµατος καὶ ὡς ἄλλοι ποιµένες, ποὺ καθοδηγοῦν τὰ πρόβατά τους καὶ τὰ
προστατεύουν ἀπὸ τοὺς κινδύνους, καλλιέργησαν ἐντόνως τὴν ἐνασχόλησή
τους µὲ τὰ κοινωνικὰ προβλήµατα καὶ τοὺς θεσµούς, τὰ ὁποῖα ὅµως οὐδέποτε
ἀντιλήφθηκαν ἢ κατανόησαν ἀνεξαρτήτως τῶν προσώπων ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸ
ἀντίθετο· ἕνεκα δηλαδὴ τῶν προσώπων νὰ θυσιάσουν τὸ ἐνδιαφέρον τους γιὰ
τὰ κοινωνικά. Μέσα ἀπὸ δύο χαρακτηριστικὰ Πατερικὰ παραδείγµατα τοῦ
Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόµου, ὁ Φλωρόφσκυ
καταδεικνύει τὸν προσανατολισµὸ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ταυτίζεται φυσικὰ µὲ
τὸν Χριστιανισµό, γιὰ τὴν ἀνακαίνιση τῆς κοινωνικῆς κατάστασης.

272 Ἡ αὐτοθυσία καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπο ἀποτελεῖ τὴν κινητήριο δύναµη τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ἐκπεφρασµένη θέλησή της νὰ ἐλαφρύνει τοὺς
ἀνήµπορους καὶ τοὺς ἀδυνάτους. Ὁ καθηγητὴς Χρυσόστοµος Σταµούλης προσεγγίζει τὸ ζήτηµα ἀπὸ τὴν ὀπτικὴ γωνία εὐρύτερου κοινωνικοῦ
ἑνὸς
πλαισίου, ἐντός το ὁποίου διαµορφώνεται ἡ συµπεριφόρα καὶ ἡ στάση, ὄχι τόσο τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἐπισήµου ἐκφράσεως τῶν διδασκαλιῶν, ὅσο ὁρισµένων

µεµονοµένων συγγραφέων, τῶν ὁποίων οἱ ἀπόψεις περὶ συνδέσεως θεολογίας – πολιτισµοῦ (καὶ κατ’ ἐπέκταση κοινωνίας καὶ κοινωνικῶν ζητήµατων)
παραµορφώνουν ἀποσιωποῦν τὴ πραγµατικὴ πατερικὴ διδασκαλία, τὴν ὁποία «ἀποκαθιστᾶ» ὁ Χρυσόστοµος Σταµούλης καὶ στὴν ὁποία φυσικὰ
καὶ
στηρίζεται ὁ Φλωρόφσκυ. Βλ. σχετικὰ Χρυσοστόµου Σταµούλη, Ἡ γυναίκα τοῦ Λὼτ καὶ ἡ σύγχρονη Θεολογία, ἐκδόσεις Ἴνδικτος, Ἀθῆναι 2008, σσ. 114 –
128.

108
Πῶς ὅµως κάτι τέτοιο µπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ µέσα σὲ µιὰ κοινωνία ποὺ
κύριο µέληµα τῆς εἶναι ἡ ἀτοµικὴ ἱκανοποίηση τῶν ἀναγκῶν καὶ ἡ προσωπικὴ
εὐχαρίστηση; Ὁ π. Γεώργιος ἀπαντώντας, χωρὶς δισταγµὸ καὶ µὲ διαύγεια, λέει
ὅτι µιὰ πραγµατικὴ συνοχὴ µεταξύ τῶν ἀνθρώπων ἀρχικὰ καὶ τῆς ἴδιας της
κοινωνίας µὲ κάθε µεµονωµένο στοιχεῖο δευτερευόντως µπορεῖ νὰ ὑπάρξει
µέσα ἀπὸ τὴν ὑποταγὴ τοῦ ἀτοµικοῦ συµφέροντος γιὰ χάρη τοῦ κοινοῦ
καλοῦ.273 Ὅµως κάτι τέτοιο θεωρεῖ ὅτι θὰ µποροῦσε θεωρηθεῖ ἕνα πρώιµο
σοσιαλιστικὸ πείραµα, µὲ ἀρνητικὲς ἀποχρώσεις θὰ προσθέταµε ἐµεῖς ἀπὸ τὴν
ἐµπειρία ποὺ ἱστορικὰ ἔχουµε ἀποκτήσει ἀπὸ τὴν λειτουργία τῶν
σοσιαλιστικῶν καθεστώτων. Ταυτόχρονα ὁ Φλωρόφσκυ, ὄντας διορατικὸς,
προλαβαίνει ὅλες αὐτὲς τὶς ἀρνητικὲς σκέψεις καὶ ἐπισηµαίνει, ὅτι στὴν
προκειµένη περίπτωση ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ ἔγκειται στὴν προσωπικὴ καὶ
ἀτοµικὴ ἐλευθερία τοῦ ἀτόµου.274 Μὲ ἄλλα λόγια αὐτὸ ποὺ ὑποστηρίζει ὁ
Φλωρόφσκυ σύµφωνα πάντα µὲ τοὺς Πατέρες, εἶναι ὅτι σὲ αὐτὸ τὸ ἰδιάζον
πείραµα «τὰ δικά µου εἶναι καὶ δικά σας», σὲ ἀντίθεση µὲ τὸν σοσιαλισµὸ ποὺ
ὑποστηρίζει ὅτι «τὰ δικά σας εἶναι καὶ δικά µου» ἐπιβάλλοντας µάλιστα αὐτὴ
τὴν θέση.
Ὑπὸ τὸ πρίσµα τῆς προσωπικῆς, τῆς ἀτοµικῆς ἐλευθερίας, τὸ λογικὸ καὶ
αὐτεξούσιο καθορίζει κάθε ὕπαρξη. Ἡ Ἐκκλησία (ὡς ἡ Χριστιανικὴ θρησκεία
πάντοτε), σύµφωνα µὲ τὸν Φλωρόφσκυ, ποτὲ δὲν ἐπέβαλλε κάτι µὲ τὴν βία ἢ
τὸν ἐξαναγκασµὸ, ὅπως οἱ κοσµικὲς ἐξουσίες, ἂν καὶ ἐπισηµαίνει, ὅτι θὰ
µποροῦσε κάλλιστα µέσα ἀπὸ τὴν ἀµφίδροµη σχέση Ἐκκλησίας – Κράτους νὰ
ζητήσει τὴν στήριξη τῆς ἑκάστοτε ἐξουσίας. Ὅµως τότε τὸ θεµέλιο αὐτῆς τῆς
θρησκείας, τὸ λογικὸ καὶ τὸ αὐτεξούσιο, ἡ προσωπικὴ ἐλευθερία θὰ
θυσιάζονταν στὸν βωµὸ τῆς ἐπιβολῆς τοῦ συνολικοῦ ἐπάνω στὸ ἀτοµικό.

273 Στὸ σηµεῖο αὐτὸ θὰ τολµήσουµε νὰ ποῦµε ὅτι ὑφέρπουν πλατωνικὲς θέσεις γιὰ τὴν εὐηµερία τῆς κοινωνίας, ὅπως διατυπώθηκαν ἀπὸ τὸν µεγάλο
φιλόσοφο τὸν Πλάτωνα στὸ ἔργο τοῦ Περὶ Δικαίου ἢ Πολιτεία. Βλ. σχετικὰ Ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ – Φιλοσοφικὸς Λόγος, ὅπ. παρ., σελ. 121
.
274
Ἡ ἀτοµικὴ ἐλευθερία τοῦ κάθε προσώπου ξεχωριστὰ εἶναι ἄµεσα συνδεδεµένη µὲ τὸ λογικὸ καὶ
αὐτεξούσιο ποὺ ἔχει παραχωρήσει ὁ Θεὸς στὰ ἔλλογα δηµιουργήµατά του, δηλαδὴ τοὺς ἀνθρώπους.
Γιὰ τὸ λογικὸ καὶ τὸ αὐτεξούσιο βλέπε Νίκου Α. Ματσούκα, Δογµατικὴ καὶ Συµβολικὴ Θεολογία Β΄,
Ἐκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1988,2 σελ. 525 κ.ε. Κυρίως ὅµως βλέπε τὴν ἐµπεριστατωµένη
µελέτη τοῦ καθηγητοῦ Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου, «Λογικὸ καὶ αὐτεξούσιο», στὸ Ὀρθόδοξο δόγµα καὶ
θεολογικὸς προβληµατισµὸς Β΄, Π. Πουρναρὰ Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 111.

109
Βλέπουµε λοιπὸν, πὼς ὁ Χριστιανισµὸς καλλιέργησε τὴν ἀγάπη, ἡ ὁποία
ἐκδηλώνεται πρωτογενὼς σὲ ἀτοµικὸ καὶ δευτερογενῶς σὲ κοινωνικὸ ἐπίπεδο,
ἀφοῦ ποτὲ δὲν ἀδιαφόρησε γιὰ τὴν δικαιοσύνη τοῦ σύµπαντος κόσµου. Καὶ σὲ
αὐτὸ τὸ µῆκος κύµατος κινεῖται ὁ Φλωρόφσκυ ὑποστηρίζοντας πὼς ἡ
κοινωνικὴ ἀδικία ἀποκαταστάθηκε µὲ τοὺς ἐπίµονους ἀγῶνες τῶν Πατέρων, οἱ
ὁποῖοι δὲν δίσταζαν νὰ καυτηριάζουν καὶ νὰ ἐπικρίνουν τὶς κακὲς κοινωνικὲς
δοµὲς, ποὺ ὁδηγοῦσαν στὴν φτώχεια, τὴν ἀνέχεια καὶ τὴν δυστυχία, καὶ οἱ
ὁποῖοι µάλιστα δὲν φοβήθηκαν νὰ ἀπευθύνουν τὸν ἐπικριτικό τους λόγο ἀκόµη
καὶ στὰ πιὸ ἰσχυρὰ κέντρα ἐξουσίας. Ὅµως τὸ νὰ ζεῖ κανεὶς καὶ νὰ ἐφαρµόζει
τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, ποὺ εὔλογα θὰ µπορούσαµε νὰ ἰσχυριστοῦµε ὅτι
ἀποτελεῖ µιὰ ἐπίµοχθη καὶ καθηµερινὴ θυσία, εἶναι ἀρκετὸ γιὰ τὴν ὑπεράσπιση
τοῦ πλησίον µας; Ἡ ἀπάντηση εἶναι εὔκολη ἂν θυµηθοῦµε τὰ λόγια τοῦ
Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ποὺ ἐπισηµαίνει πὼς «καὶ ἡ καλὴ πράξη δὲν πρέπει
νὰ εἶναι ἀκαθοδήγητη».
Πιστεύουµε, ὅτι ὁ Φλωρόφσκυ στὰ στενὰ πλαίσια τῆς Ἐκκλησίας ὡς
καθίδρυµα ὑποστήριξε πὼς κύριος στόχος της εἶναι νὰ διακηρύξει µὲ
παιδαγωγικὰ µέσα, ὅτι γιὰ τὴν ἐπίτευξη ἑνὸς συγκεκριµένου κοινωνικοῦ
στόχου πρέπει νὰ ἔχει προτεραιότητα ἡ ἴδια ἡ ἠθικὴ ὑπόσταση καὶ ἡ ἀξία τῆς
τόσο ὡς στόχος, ὅσο καὶ ὡς σκοπὸς αὐτοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Χρυσόστοµος παρατηρεῖ ὅτι «κανεὶς δὲν γιατρεύει τὸ κακὸ µὲ τὸ κακό».275
Ἂν καὶ ὁ π. Γεώργιος δὲν ἀσχολήθηκε εὐρέως µὲ τὰ κοινωνικὰ ζητήµατα
καὶ τὴν κοινωνικὴ δράση τῆς Ἐκκλησίας,276 ὡστόσο ἡ καθαρὰ προσωπικὴ καὶ
ἐπαγγελµατικὴ στάση του, ἀλλὰ καὶ τὸ ἔργο ποὺ συνολικὰ παρήχθη ἀπὸ τὸν
ἴδιο, µᾶς ὁδηγεῖ νὰ καταλήξουµε στὸ συµπέρασµα, ὅτι ὅπως οἱ Πατέρες
ἐπέδρασαν χωρὶς νὰ φαίνονται, ὅσο ἐπέτρεπαν οἱ περιστάσεις φυσικά, στὴν
προσπάθεια ἀναµόρφωσης τῆς κοινωνίας, ἔτσι καὶ ὁ ἴδιος πέτυχε ἀθόρυβα νὰ
ἐπιδράσει σὲ µιὰ ὁλόκληρη ἐποχή, πολλαπλὰ καὶ δηµιουργικά, ὥστε νὰ
δηµιουργηθεῖ µιὰ καλύτερη κοινωνία. Γι’ αὐτὸ ξεκάθαρα ὑποστηρίζει, ὅτι ἡ

275
Βλ. σχετικά PG, 47 – 63.
276
Ὑπόψη µᾶς ἔχουµε ἴσως τὸ µοναδικὸ ἄρθρο τοῦ Φλωρόφσκυ µὲ τέτοια θεµατολογία, µὲ τίτλο
«Christianity and Civilization», St. Vladimir’s Seminary Quarterly, Vol. I, No 1, 1952, pp. 13 – 20. Στὰ
ἑλληνικὰ ἔχουµε παραθέσει τὴν σχετικὴ βιβλιογραφία ποὺ περιλαµβάνει αὐτὸ τὸ ἄρθρο.

110
Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ ἀσχοληθεῖ πρωταρχικὰ µὲ τοὺς «ἔχοντας ἀνάγκη καὶ
παραµεληµένους» γιατί «ἂν δὲν µπορεῖ νὰ ἀκολουθήσει ἕνα κοινωνικὸ τρόπο
δράσης»,277 τότε καὶ «οἱ χριστιανοὶ δὲν µποροῦν νὰ ὁλοκληρώσουν τὰ πολιτικά
τους καθήκοντα, γιατί ἀνήκει σὲ αὐτοὺς ἡ τεράστια ὑποχρέωση νὰ ἐνεργοῦν
«στὴν ὑλικὴ σφαίρα» ἀκριβῶς σὰν Χριστιανοί».278
Ὅµως ὅλα αὐτὰ εἴµαστε σίγουροι, ὅτι θὰ προκαλέσουν ἀντιδράσεις µεταξὺ
τῶν µελετητῶν τοῦ ἔργου τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, ἰδιαίτερα µεταξὺ
ἐκείνων ποὺ ἔχουν παρακολουθήσει τὴν δραστηριότητα καὶ τὴν σταδιοδροµία
του ἐντὸς τῆς οἰκουµενικῆς κινήσεως καὶ τοῦ Π.Σ.Ε. Πράγµατι, ὁ π. Γεώργιος
ἦταν κάθετα ἀντίθετος πρὸς τὴν κοινωνικὴ ἔκφανση καὶ δραστηριότητα τοῦ
Π.Σ.Ε., καὶ ἤδη ἀπὸ τὸ 1950 µὲ τὴν καθοριστικὴ συµβολή του στὸ τελικὸ
κείµενο τοῦ Τορόντο εἶχε ταχθεῖ (ἅς µου ἐπιτραπεῖ ἡ ἔκφραση ἐπιβάλλει) µὲ
τὴν ἄποψη ὅτι τὸ Π.Σ.Ε. «θέτει τὸν ἑαυτό του στὴν ὑπηρεσία τῶν ἐκκλησιῶν
καὶ τῆς Ἐκκλησίας».279
Ὡστόσο δὲν µποροῦµε νὰ παραβλέψουµε ἕνα σηµαντικὸ γεγονὸς ποὺ ἔχει
νὰ κάνει µὲ τὴν σύσταση τοῦ Π.Σ.Ε., ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν ἄµεση σύνδεση τῶν
δύο προδροµικῶν κινήσεων αὐτοῦ, τὴν «Πίστη καὶ Τάξη» καὶ «Ζωὴ καὶ
Ἐργασία», καὶ ὅπως ἐπεσήµανε ὁ ἴδιος προσέδιδαν διττὸ χαρακτήρα τόσο στὸ
Π.Σ.Ε., ὅσο καὶ στὴν οἰκουµενικὴ κίνηση ἐν γένει.
Ὁ Φλωρόφσκυ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγµὴ τῆς ἐνασχόλησής του µὲ τὴν
οἰκουµενικὴ κίνηση ἀρχικὰ καὶ τὸ Π.Σ.Ε. ἐν συνεχεία, ἀσχολήθηκε µὲ ἕναν
τοµέα ποὺ ταιριάζει ἀπόλυτα στὴν δική του ἐπιστηµονικὴ καὶ ἀνθρώπινη
φυσιογνωµία. Καὶ ὁ χῶρος αὐτὸς δὲν ἦταν ἄλλος ἀπὸ τὴν κίνηση «Πίστη καὶ
Τάξη», µὲ ἀφετηρία τὸ δεύτερο συνέδριο αὐτῆς τὸ 1937, ὅπου καὶ παρευρέθη
ὡς ἀντικαταστάτης τοῦ π. Σεργίου Μπουλγκάκοφ καὶ ὁ ὁποῖος (χῶρος)
ἀσχολεῖτο ἀποκλειστικὰ µὲ θεολογικὰ καὶ δογµατικὰ ζητήµατα σὲ ἀντίθεση µὲ
τὴν «Ζωὴ καὶ Ἐργασία», ὅπου µέληµα της ἦταν νὰ ἀπέχει συνειδητὰ ἀπὸ
τέτοιου εἴδους θεµατολογία, καθὼς τὰ µέλη της θεωροῦσαν ὅτι «τὰ ἐπείγοντα

277
Βλ. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Χριστιανισµὸς καὶ Πολιτισµός, ὅπ. παρ., σελ. 170.
278
Βλ. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Χριστιανισµὸς καὶ Πολιτισµός, ὅπ. παρ., σελ. 179 – 180.
279
Πρόκειται γιὰ ἀπόσπασµα τοῦ τελικοῦ Κειµένου τῆς «Δήλωσης τοῦ Τορόντο» ποὺ ἐξέδωσε ἡ Κ.Ε.
τοῦ Π.Σ.Ε. Μὲ τὴν Δήλωση τοῦ Τορόντο καὶ τὴν συµβολὴ τοῦ π. Γεωργίου στὴν σύνταξή της θὰ
ἀσχοληθοῦµε περαιτέρω καὶ ἀναλυτικότερα παρακάτω.

111
κοινωνικὰ ἔργα δὲν θὰ πραγµατοποιοῦνταν ποτὲ ἂν ἄρχιζε κανεὶς τὶς
θεολογικὲς συζητήσεις».280
Ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγµὴ µέχρι τὸ τέλος τῆς παρουσίας του στὸ Π.Σ.Ε. ὁ
Φλωρόφσκυ θὰ ἀγωνιστεῖ µὲ πάθος γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῶν θεολογικῶν καὶ ὄχι
τῶν κοινωνικῶν ζητηµάτων στοὺς κόλπους του καὶ θὰ τὸ κατορθώσει µέχρι καὶ
τὴν Β΄ Γενικὴ Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε. στὸ Ἔβανστον τοῦ Ἰλινιόις τὸ 1954. Στὴν
Γενικὴ Συνέλευση ὅµως τοῦ Νέου Δελχὶ τὸ 1961, ὅπου θὰ ἀποτελέσει καὶ τὸ
κύκνειο ἄσµα τοῦ π. Γεωργίου στὶς ἐπιτροπὲς τοῦ Π.Σ.Ε., τὸ κλίµα εἶχε
ἀντιστραφεῖ.281 Οἱ ἡγετικὲς φυσιογνωµίες τοῦ Π.Σ.Ε., ἀλλὰ καὶ σχεδὸν τὸ
σύνολο τῶν ἐκκλησιῶν – µελῶν του, ἐνδιαφέρονταν γιὰ τὴν προώθηση τῶν
κοινωνικῶν ζητηµάτων ἔναντί των δογµατικῶν καὶ τῶν θεολογικῶν, πράγµα
ποὺ ἔβρισκε ἀπόλυτα ἀντίθετο τὸν Φλωρόφσκυ.
Ὁ π. Γεώργιος ἀπὸ τὴν πρώτη στιγµὴ εἶχε ἐπιδιώξει τὸ Π.Σ.Ε. νὰ γίνει ὁ
χῶρος συνάντησης ὅλων των χριστιανικῶν ὁµολογιῶν καὶ ἀπὸ κοινοῦ νὰ
προωθήσουν τὴν ἄρση τοῦ διχασµοῦ ποὺ ἀποτελοῦσε (καὶ ἀποτελεῖ) τὸ
µαρτύριο τῆς Ἐκκλησίας καὶ κατ’ ἐπέκταση τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας
Τριάδος. Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανε πράξη µαζὶ µὲ ἄλλους µεγάλους θεολόγους,282 οἱ
ὁποῖοι ἦταν µέλη τῆς Κίνησης «Πίστη καὶ Τάξη», ἀφοῦ ὅπως ἐπισηµαίνει ὁ
ἴδιος283 «ἡ πρώτη µας ἀποστολὴ ἦταν νὰ µὴν ἐπιτρέψουµε νὰ καταβροχθιστεῖ ἡ
«Πίστη καὶ Τάξη» ἀπὸ τὴν «Ζωὴ καὶ Ἐργασία». Βρίσκοντας λοιπόν, στέρεο
ἔδαφος στὴν ὑποστήριξη τῶν ἄλλων µελῶν, ὁ Φλωρόφσκυ κατόρθωσε νὰ
πετύχει τὴν διαρκῆ παρουσία τῶν θεµάτων τῆς «Πίστης καὶ Τάξης» στὸ
προσκήνιο τῆς οἰκουµενικῆς κίνησης ἀλλὰ καὶ τοῦ Π.Σ.Ε. γιὰ περίπου δύο
δεκαετίες. Ἔτσι οἱ δύο πρῶτες Γενικὲς Συνελεύσεις τοῦ Π.Σ.Ε., σύµφωνα µὲ

280
Βλ. σχετικὰ Andrew Blane, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: Ἡ ζωὴ, ὅπ. παρ., σελ. 219.
281
Θα τόνισει µάλιστα ὅτι «ἡ Β΄ Συνέλευση στὸ Ἔβανστον τὸ 1954 ἦταν ἐπίσης οἰκουµενικὸ γεγονὸς.
Τὸ Νέο Δελχὶ δὲν ἦταν, καὶ σὲ καµιὰ περίπτωση ἡ Οὐψάλα, διότι ξέχασαν τὰ σχετικὰ µὲ τὴν
Ἐκκλησία». Τὸ εἶχε θέσει ὅµως καὶ µὲ διαφορετικὸ τρόπο αὐτὸ τὸ ζήτηµα: «ἀπὸ τὸ Ἔβανστον καὶ
µετὰ τὸ ἐνδιαφέρον τῆς ἡγεσίας τοῦ Π.Σ.Ε. µετατοπίστηκε στὰ κοινωνικὰ θέµατα σὲ τέτοιο βαθµὸ ποὺ
ἡ Συνέλευση τῆς Οὐψάλα δὲν εἶχε χαρακτηριστικὰ θρησκευτικὴ ἣ χριστιανικὴ φυσιογνωµία». Βλ.
Andrew Blane, ὅπ. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: Ἡ ζωὴ, ὅπ. παρ., σελ. 220.
282
Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουµε τὰ ὀνόµατα τῶν Κάρλ Μπάρθ, Μάικλ Ράµσει, Ἀντερς Νίγκρεν, Ἐµίλ
Μπρένερ, Ντόναλντ Μπέλλι και Hans Lilje.
283
Βλ. Andrew Blane, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: Ἡ ζωὴ, ὅπ. παρ., σελ. 220.

112
τὸν ἴδιο,284 εἶχαν καθαρὰ οἰκουµενικὸ χαρακτήρα διότι ἀσχολήθηκαν
ἀποκλειστικὰ µὲ τὸν µεῖζον ζήτηµα τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν «ἐκφυλίστηκαν»
ἀπὸ τὰ κοινωνικὰ ζητήµατα καὶ τὴν κοινωνικὴ δράση ποὺ προωθοῦσε ἡ
Κίνηση «Ζωὴ καὶ Ἐργασία».
Ὁ Φλωρόφσκυ πράγµατι πίστευε, ὄτι µετὰ τὴν Γ.Σ. τοῦ Ἔβανστον ἡ
ἡγεσία τοῦ Π.Σ.Ε. ἄλλαξε τὴν πορεία του ὀδηγώντας το πρὸς τὰ κοινωνικὰ
θέµατα, ἀρχῆς γενοµένης ἀπὸ τὴν συνεδρίαση τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ
Π.Σ.Ε. στὸ Νιοῦ Χέιβεν τοῦ Κονέκτικατ. Ἦταν µάλιστα ἀπόλυτος στὴν θέσή
του σύµφωνα µε τὰ λόγια του: «Κανένας δὲν ἀρνεῖται τὴν ἐπιτακτικότητα
αὐτῶν τῶν προβληµάτων. Ὅµως ἡ προσωπική µου δυσκολία – καὶ δυσκολία
καὶ κάποιων ἄλλων Ὀρθοδόξων – ἦταν τὸ ἐρώτηµα ἐὰν τὸ Π.Σ.Ε. ἦταν σὲ θέση
νὰ δώσει κάποια χαρακτηριστικὴ χριστιανικὴ κατάθεση γιὰ τὰ κοινωνικὰ
θέµατα ἣ ἁπλὰ θὰ ἐπαναλάµβανε µία θέση ποὺ θὰ µποροῦσε νὰ διατυπωθεῖ ἀπὸ
ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο καλῆς θέλησης. Οἰκουµενικὸς µὲ τὴ σύγχρονη ἔννοια
τοῦ ὅρου σηµαίνει κάτι ποὺ σχετίζεται µὲ τὴ χριστιανικὴ ἕνότητα. Ἡ συζήτηση
κοινωνικῶν θεµάτων δὲν συµβάλλει καθόλου σὲ αὐτὸ, ὅσο καὶ ἄν µιλᾶς γιὰ
ἐνότητα σὲ ἐπίπεδο ἐπιθυµιῶν κ.λπ. Ὅλα τίθενται µὲ ὅρους ἀνθρωπιστικούς.
Τίποτα δὲν εἶναι χαρακτηριστικὰ χριστιανικό. Ὡς ἐκ τούτου, ὅλο αὐτὸ τὸ
κοινωνικὸ ἔργο, τὸ ὁποῖο µπορεῖ καθαυτὸ νὰ εἶναι ἀξιέπαινο, δὲν εἶναι
οἰκουµενικὸ µὲ τὴν ἀκριβὴ ἔννοια, γιατὶ δὲ συµβάλλει στὴν άποκατάσταση
ἑνότητας τῆς Χριστιανοσύνης».285 Στὸ Νιοῦ Χέιβεν γιὰ πρώτη φορὰ ὁ
Φλωρόφσκυ ἀποτέλεσε ξένο σῶµα στοὺς κόλπους τῆς Ἐπιτροπῆς, καθὼς
πολλὰ µέλη ἐπεδίωκαν καὶ πίεζαν σθεναρὰ νὰ προχωρήσει ἡ Ἐπιτροπὴ στὴν
ἔκδοση καταδικαστικοῦ ψηφίσµατος ὡς πρὸς τὴν χρήση τῆς βόµβας
ὑδρογόνου. Στὸ σηµεῖο αὐτὸ ὁ π. Γεώργιος ἀναρωτήθηκε τί θὰ πρόσφερε µία
τέτοια κίνηση ἀπὸ µέρους τῆς Ἐπιτροπῆς τὴν στιγµὴ µάλιστα, ποὺ πολλοὶ ἐκ
τῶν παρευρισκοµένων ζοῦσαν σὲ χῶρες, ποὺ καὶ µποροῦσαν, καὶ πράγµατι τὸ
ἔπρατταν, νὰ καταδικάζουν τέτοια θέµατα, τονίζοντας χαρακτηριστικὰ «τί
οὐσιαστικὰ χριστιανικὸ θὰ ὑπῆρχε σὲ µία τέτοια δήλωση ἀπὸ αὐτὸ τὸ σῶµα;

284
Βλ. ὑποσηµείωση 281.
285
Βλ. Andrew Blane, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: Ἡ ζωὴ, ὅπ. παρ., σελ. 218.

113
Σίγουρα ἀποτελεῖ ἔγνοια µας, ἀλλὰ αὐτὸς εἶναι ὁ στόχος ἣ ὁ σκοπὸς γιὰ τὸν
ὁποῖο ξοδεύουµε τὸν χρόνο µας ἐδῶ; Ἐξάλλου, πολλοὶ ὰπὸ ἐµᾶς εἴµαστε
πολίτες ἐλεύθερων χωρῶν καὶ ὡς ἐκ τούτου µποροῦµε να ἐκφράσουµε δηµόσια
τὶς ἀπόψεις µας σ’ αὐτὸ τὸ θέµα. Ἀλλὰ εἶναι αὐτὸ ἀκριφνῶς χριστιανικὸ; Θὰ
ἔπρεπε νὰ χρησιµοποιοῦµε τὸν χρόνο µας ἐδῶ γιὰ κάτι ποὺ δὲν εἶναι ἀκραιφνῶς
χριστιανικὸ; Δὲν εἶναι ἡ ἐγνοια µας ἐδῶ πῶς νὰ πραγµατοποιήσουµε τὴν
ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας»;286 Ἦταν πραγµατικὰ µόνος ἀπὸ τὸ σηµεῖο αὐτό,
ἀφοῦ ὅπως ἐπισηµαίνει ὁ Blane «ἡ Κ.Ε. εἶχε ἤδη ἐµφανῶς ἐνστερνιστεῖ τὰ
ἐνδιαφέροντα τῆς «Ζωῆς καὶ Ἐργασίας», καὶ µόνο λίγα ἀπὸ τὰ µέλη της
ἐπιθυµοῦσαν νὰ ἀναστρέψουν αὐτὴ τὴν τάση».287
Ὁ π. Γεώργιος ὅµως δὲν εἶχε πλέον τὴν ὁµόθυµη στήριξη οὔτε ἀπὸ τοὺς
ἴδιους τοὺς Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν µετατοπίσει τὴν ἔµφαση, ποὺ ἔδιναν
κατὰ τὴν συµµετοχή τους στὸ Π.Σ.Ε. ὄχι πιὰ στὶς διαφορὲς καὶ τὶς
ἀντιπαραθέσεις, ἀλλὰ στὰ κοινὰ σηµεῖα, ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἄµεση σύσφιξη τῶν
σχέσεων· γι’ αὐτὸ καὶ ἔπαψαν νὰ καταθέτουν δικές τους ξεχωριστὲς δηλώσεις
στὶς Συνελεύσεις, ὅπως ἔκαναν πρὶν µέχρι τὴν Γ.Σ. στὸ Νέο Δελχῖ, ὅταν ἡ
ἡγετικὴ φυσιογνωµία τοῦ π. Γεωργίου δέσποζε στὸ ἐσωτερικό τοῦ Π.Σ.Ε.288
Χαρακτηριστικό τῆς ἀποµόνωσης τοῦ Φλωρόφσκυ ἀποτελεῖ ἡ κίνηση τοῦ
συγγραφέα τοῦ Κεφαλαίου «Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες στὴν Οἰκουµενικὴ Κίνηση,
1948 – 1968»,289 νὰ µὴν ἀναφέρει οὔτε µιὰ φορὰ τὸ ὄνοµα, τῆς, ἐπὶ δύο
δεκαετίες, ψυχῆς τῆς Ὀρθοδοξίας στὸ Π.Σ.Ε. Καὶ ὅλα αὐτὰ ἐπειδὴ ὁ π.
Γεώργιος ὑποστήριζε σθεναρὰ τὴν ἄποψη, ὅτι µέσα στὸ Π.Σ.Ε. δὲν ὑπάρχει
χῶρος γιὰ κοινωνικὴ δράση πάρα µονάχα γιὰ θεολογικὲς καὶ δογµατικὲς
συζητήσεις, ποὺ θὰ ὁδηγήσουν στὴν ἐπίλυση τῆς διαίρεσης, γεγονὸς ποὺ
ἐρχόταν σὲ πλήρη ἀντίθεση µὲ τὴν νέα πλέον προοπτικὴ τῶν Ὀρθοδόξων γιὰ
σύγκλιση στὰ θέµατα ποὺ ἑνώνουν καὶ ὄχι σὲ ἐκεῖνα ποὺ χωρίζουν.

286
Βλ. Andrew Blane, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: Ἡ ζωὴ, ὅπ. παρ., σελ. 221.
287
Βλ. Andrew Blane, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: Ἡ ζωὴ, ὅπ. παρ., σελ. 221.
288
Γιὰ τὶς ξεχωριστὲς δηλώσεις καὶ τὸ ὕφος αὐτῶν ποὺ κατέθεταν οἱ Ὀρθόδοξοι βλ. ἀναλυτικὰ στὸ
Andrew Blane, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: Ἡ ζωὴ, ὅπ. παρ., σελ. 221 κ.ε.
289
Βλ. σχετικὰ Vasil T. Istavridis, «The Orthodox Churches in the Ecumenical Movement 1948 –
1968», στὸ A History of the Ecumenical Movement, 1948 – 1968, vol. 2, edited by Harold E. Fey,
London: S.P.C.K., 1970, pp. 287 – 310.

114
Ἀπὸ τὰ παραπάνω, µποροῦµε νὰ καταλήξουµε στὸ συµπέρασµα, ὅτι ὁ
Φλωρόφσκυ σὲ καµία περίπτωση δὲν χρησιµοποίησε ἀσαφῆ, ἀντικρουόµενη ἢ
ἀντιφατικὴ γλώσσα ὡς πρὸς τὴν κοινωνικὴ δράση τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τῆς
Ἐκκλησίας. Εἶναι ἀδιαµφισβήτητο ὅτι τάσσονταν ὑπὲρ τῆς ἄµεσης, καίριας καὶ
ἀποτελεσµατικῆς δράσης τῆς Ἐκκλησίας σὲ ζητήµατα ποὺ ἅπτονταν στὰ
διάφορα κοινωνικὰ προβλήµατα καὶ ταλαιπωροῦσαν τοὺς ἀνθρώπους,
χριστιανοὺς καὶ µη, ἀφοῦ τόνιζε µὲ ἔµφαση ὅτι «µιὰ «καινούργια θεολογικὴ
ἐποχὴ» ἔχει ἀρχίσει. Ἡ ἐποχὴ µᾶς καλεῖται νὰ ἀναλάβη τὸ ἔργο τῆς θεολογίας.
Μερικοὶ µπορεῖ νὰ βροῦν αὐτὴ τὴ δήλωση ἀλαζονική, ὑπερβολικὴ καὶ
αὐθαίρετη. Δὲν τοποθετεῖται ἡ ἐποχὴ µᾶς ὑπὸ τὸ ἔµβληµα τοῦ «κοινωνικοῦ
χριστιανισµοῦ» ἀπὸ τὰ χρόνια του Lamennais καὶ τοῦ Morris, ἴσως καὶ τοῦ
Saint Simon; Στὴν ταραγµένη ἐποχή µας, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναλάβη ὁ
Χριστιανισµὸς «κοινωνικὲς ἐπιδιώξεις» γιὰ τὴν οἰκοδόµηση τῆς νέας
πολιτείας; Εἶναι ἀκόµα σωστὸ σήµερα νὰ κατευθύνουµε καὶ πάλιν τὴ
θρησκευτικὴ συνείδησή µας πρὸς τὰ θεωρητικὰ προβλήµατα τῆς θεολογίας καὶ
νὰ τὴν ἐκτρέπουµε ἀπὸ τὸ σύγχρονο «κοινωνικὸ θέµα», ποὺ ἔφερε στὸ
προσκήνιο µιὰ ἀναπότρεπτη σειρὰ γεγονότων»; Καὶ συνεχίζει ἐπισηµαίνοντας
πὼς «τὸ νὰ κάνουµε κάποια θεολογία στὶς ἡµέρες µᾶς φαίνεται σὲ πολλοὺς
ἀπὸ µᾶς σχεδὸν σὰν προδοσία κι ἕνας τρόπος φυγῆς. Τέτοιες ἀντιρρήσεις καὶ
ἀµφιβολίες φανερώνουν θανάσιµη τύφλωση. Ἀσφαλῶς δὲν εἶναι τώρα ὁ
καιρὸς νὰ ἀποσυρθοῦµε ἀπὸ τὸ «κοινωνικὸ πρόβληµα». 290 Ἄλλωστε ὅπως
προαναφέραµε δὲν θὰ µποροῦσε νὰ δράσει διαφορετικὰ ἢ νὰ ἐκφέρει ἄλλου
εἴδους ἄποψη, ποὺ θὰ ἔρχονταν σὲ πλήρη ἀντίθεση µὲ τοὺς Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας. Καὶ ἐπιπλέον δὲν µποροῦµε νὰ παραβλέψουµε τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ π.
Γεώργιος ἐκτός τοῦ ὅτι εἶναι ὁ κατεξοχὴν Πατερικὸς Θεολόγος τοῦ 20οῦ
αἰώνα, εἶναι καὶ Χριστιανός, µὲ ὅλη τὴν βαρύνουσα συγκινησιακὴ καὶ
θρησκευτικὴ σηµασία τοῦ ὄρου. Καὶ χρέος τοῦ κάθε Χριστιανοῦ, εἶναι ἡ ἐκ
βαθέων καρδίας συµπόνια, στήριξη καὶ ἐλάφρυνση τοῦ ἀδυνάτου, στὸ ὄνοµα
τῆς Χριστιανικῆς Ἀγάπης ποὺ δίδαξε ὁ ἑνανθρωπίσας Λόγος τοῦ Θεοῦ.

290
Βλ. σχετικὰ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέµατα Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, µτφρ. Παναγιώτη Κ.
Πάλλη, ἐκδόσεις Παναγιώτη Πουρναρὰ, Θεσσαλονίκη 1979, σελ. 239 – 240.

115
Κλείνοντας λοιπόν, θεωροῦµε ὅτι ἡ ἄρνηση τοῦ Φλωρόφσκυ νὰ ἀφήσει
ἔστω καὶ µία χαραµάδα εἰσόδου στὰ κοινωνικὰ ζητήµατα ἐντός του Π.Σ.Ε., ἔχει
νὰ κάνει ἀποκλειστικὰ καὶ µόνο µὲ τὸ γεγονὸς, ὅτι ὁ ἴδιος πίστευε ἀκράδαντα
πὼς τὸ Π.Σ.Ε. ἔπρεπε νὰ συνεχίσει στὸ δρόµο ποὺ καθορίστηκε στὴν ἰδρυτικὴ
Συνέλευση τοῦ Ἄµστερνταµ τὸ 1948. Θεωροῦσε ὅτι τὸ Συµβούλιο δἐν θὰ
ἔπρεπε νὰ εἶναι παρὰ ἕνας οὐδέτερος χῶρος συγκέντρωσης τῶν χριστιανικῶν
ἐκκλησιῶν, ποὺ θὰ προωθοῦσε τὴν ἑνότητά τους καὶ τὴν ἴαση τοῦ τραύµατος
τῆς διάσπασης τοῦ Σώµατος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ εἴσοδος κοινωνικῶν ζητηµάτων
στὸ Π.Σ.Ε. τοῦ φαινόταν ὅτι θὰ εἶχε ὡς ἄµεση συνέπεια τὴν ἄρση τῆς
οὐδετερότητας τοῦ Π.Σ.Ε., ὄχι ἐκκλησιολογικά, ἀλλὰ πολιτικά, πράξη ποὺ θὰ
καθιστοῦσε ἐπικίνδυνη µιὰ ὀργανωµένη προσέγγιση αὐτῶν τῶν κοινωνικῶν
ζητηµάτων. Ἃς µὴν ξεχνᾶµε ὅτι ἡ πλειοψηφία τῶν ἐκκλησιῶν ἔχει ἄµεση
σχέση µὲ τὴν κοσµικὴ ἐξουσία, ἀπὸ ὅπου καὶ πηγάζουν τὰ πολὺ σοβαρὰ
κοινωνικὰ προβλήµατα.291

291
Βλ. τὶς ἄρτιες καὶ ἄριστα τεκµηριωµένες ἀπόψεις ποὺ παραθέτει ὁ ἀείµνηστος Νίκος Ματσούκας
γιὰ τὴν σχέση τῶν ἐκκλησιῶν (ἀλλὰ καὶ τῶν θρησκειῶν) µὲ τὶς ἑκάστοτε κοσµικὲς ἐξουσίες, τὸν
ἐπαναστατικὸ τρόπο ζωῆς ποὺ µποροῦν νὰ προτάξουν µέσα ἀπὸ τὴν ἀντιεξουσιαστική τους συνείδηση,
ἀλλὰ καὶ τὸ ὅτι ἀποτελοῦν τὸν µοναδικὸ φάρο ἐλπίδας τῶν κοινωνιῶν στὶς νέες κοινωνικοπολιτικες
καὶ οἰκονοµικὲς συνθῆκες ποὺ ὁδήγησε τὸν κόσµο ἡ κρίση τῶν ἀξίων (καὶ ὄχι ἡ οἰκονοµικὴ κρίση).
Βλ. σχετικὰ Νίκου Α. Ματσούκα, Οἰκουµενικὴ Θεολογία, ἐκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2005,
σελ. 329 κ.ε.

116
ΣΥΝΟΨΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ἡ ἐνασχόλησή µας, στὴν παροῦσα διπλωµατικὴ ἐργασία, µὲ τὴν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία καὶ τὴν Ἑνότητα τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν, µέσα ἀπὸ τὸ ἔργο
τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, µᾶς ὁδήγησε ἀρχικὰ στὴν ἀναζήτηση µιᾶς
σαφέστερης κατανόησης ἀπὸ τὸν µεγάλο ρῶσο θεολόγο τοῦ θέµατος τῆς
Ἐκκλησίας. Φυσικὰ ἐννοοῦµε τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ
Ἐκκλησία, ὅπως ἔχει καθοριστεῖ καὶ ἀναγνωριστεῖ ἀπὸ τὶς Οἰκουµενικὲς
Συνόδους.
Ἂν καὶ πρόκειται γιὰ ζήτηµα ἄκρως περίπλοκο καὶ ἰδιάζων, πρόθεση µας
ἦταν νὰ καταστήσουµε σαφὲς στὸ ἀναγνώστη – µελετητή, πὼς καθετὶ στὴν
ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὴν θεολογία, τὴν δογµατική, τὴν ἐκκλησιολογία, τὴν
ποιµαντικὴ καὶ οὕτω καθεξῆς εἶναι ἄµεσα συνυφασµένο µὲ τὴν ἴδια τὴν
Ἐκκλησία, καὶ δὴ τὸν Χριστό. Ἡ ἄρτια θεωροῦµε παρουσίαση κλιµακωτὰ
κάθε ἐπιµέρους θέµατος ὁδηγεῖ στὴν τελικὴ καὶ ἐµπεριστατωµένη κατανόηση
τοῦ κεντρικοῦ θέµατος τοῦ δεύτερου µέρους ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν
ἐκκλησιολογία τοῦ Φλωρόφσκυ. Τὴν ἴδια πεπατηµένη ἀκολουθήσαµε καὶ στὸ
τρίτο µέρος ὅπου γιὰ νὰ καταλήξουµε στὴν φλωροφσκυκὴ ἄποψη περὶ
ἑνότητας τῶν ἐκκλησιῶν, ἔπρεπε ἀπαραιτήτως νὰ µελετήσουµε καὶ νὰ
παρουσιάσουµε τὴν παρουσία τῶν Ὀρθοδόξων στὸ Π.Σ.Ε., ἕναν χῶρο ὅπου
µεγαλούργησε ὁ π. Γεώργιος, σὲ συνδυασµὸ πάντοτε µὲ τὴν ἐπίδραση στὴν
ἐξέλιξη αὐτὴ τῆς Δήλωσης τοῦ Τορόντο. Φυσικὰ ἡ ἄποψη τοῦ Φλωρόφσκυ γιὰ
τὴ θέση τοῦ κοινωνικοῦ προβλήµατος φαντάζει στοὺς πολλοὺς ἄσχετη µὲ τὸ
θέµα τῆς ἑνότητας, ὡστόσο µελετώντας κανεὶς βαθύτερα τὶς θέσεις του ἐντὸς
τοῦ Π.Σ.Ε. θὰ κατανοήσει, ὅτι τὰ κοινωνικὰ θέµατα ἀποτελοῦν σηµεῖο
σύγκλισης µεταξύ των ἐκκλησιῶν καὶ πού, ἐν ἐσχάτη περιπτώσει, µποροῦν νὰ
προσφέρουν διεξόδους, ὅταν ὁ οὐσιαστικὸς διάλογος ὁδηγεῖται σὲ τέλµα.
Συµπερασµατικά, θὰ θέλαµε νὰ εἴµαστε αἰσίοδοξοι γιὰ τὴν πορεία τῶν
οἰκουµενικῶν πραγµάτων. Ἰδιαίτερα µάλιστα, ὅταν ἡ παροῦσα έργασία
ἀναδεικνύει ξεκάθαρα, ὅτι ἐκκλησιολογία καὶ ἑνότητα εἶναι δύο ζητήµατα
ἄµεσα συνδεδεµένα. Δὲν µποροῦµε νὰ λησµονήσουµε τὴν σκέψη τοῦ Ἁγίου
Περγάµου ποὺ ὑποστηρίζει, ὅτι τὸ πρόβληµα τῆς ἑνότητας καὶ κατ’ ἐπέκταση

117
τοῦ οἰκουµενικοῦ διαλόγου ταυτίζεται µὲ «τὸ πρόβληµα τῆς ταυτότητας τῆς
Ἐκκλησίας. Ὅσο δὲ λύνουµε τὸ πρόβληµα τοῦ τί εἶναι Ἐκκλησία, δὲ θὰ
µπορέσουµε ποτὲ νὰ καταλήξουµε σὲ συµφωνία στὴν οἰκουµενικὴ κίνηση».292
Θὰ ἦταν ἀµετροέπεια ἂν ἀµφισβητούσαµε τὴν ἄποψη αὐτή, καὶ ὑποστηρίζαµε
ὅτι ἡ περὶ ἐκκλησίας διδασκαλία εἶναι ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὴν προσπάθεια
ἑνότητας τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν καὶ ὁµολογιῶν, ἰδιαίτερα στὰ πλαίσια
τοῦ Π.Σ.Ε. Ἡ ἄποψη αὐτὴ εἶναι ξεκάθαρα καὶ ἄποψη τοῦ Φλωρόφσκυ, ὁ
ὁποῖος ἀπὸ τὴν πρώτη µέχρι τὴν τελευταία στιγµὴ ἐπέµεινε στὴν ἐπίλυση τῶν
δογµατικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν ζητηµάτων, ποὺ χώριζαν καὶ χωρίζουν τοὺς
χριστιανούς, καὶ ὄχι στὴν πανηγυρικὴ συζήτηση τῶν θεµάτων ποὺ µᾶς
ἑνώνουν.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι βήµατα προόδου σὲ σχέση µὲ τὸ παρελθὸν ἔχουν γίνει
πάρα πολλά. Πρέπει νὰ γίνουν ὅµως ἀκόµη περισσότερα. Τὸ πρῶτο καὶ πλέον
σηµαντικὸ φυσικά, εἶναι ἡ συµµετοχὴ ἐπισήµως πιὰ τοῦ ἕτερου ἰσχυροῦ πόλου
τῆς χριστιανοσύνης τῆς Ρκαθολικῆς ἐκκλησίας, στὸ Π.Σ.Ε. Παρὰ τὶς διµερεῖς
ἐπαφὲς ποὺ τὰ τελευταῖα χρόνια, µετὰ τὴν κρίση ποὺ διῆλθε, δείχνουν νὰ
βαίνουν καλῶς, ἡ ἑνωτικὴ προσπάθεια πρέπει νὰ ἀναχθεῖ ἀκόµη καὶ γιὰ τοὺς
παπικοὺς στὸ ἐπίπεδο τῆς κορυφαίας ἔκφρασης τῆς Οἰκουµενικὴς Κίνησεως,
ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὸ Π.Σ.Ε.. Ἡ δοµὴ τῆς Ἐκκλησίας δὲν πρόκειται καὶ
δὲν µπορεῖ νὰ ἀλλάξει, ὅσο τὰ ἐπιµέρους στοιχεῖα της, δυνάµει τῆς µὴ κοινῆς
ὁµολογίας πίστης καὶ τῆς διαφορετικῆς ὑφισταµένης δογµατικῆς καὶ
ἐκκλησιολογικὴς ἀρχῆς ποὺ πρεσβεύουν, στὶς σύγχρονες ἐν Χριστῷ
διδασκαλίες του, θὰ ἀποτελοῦν τὶς ἰδιαίτερες ὁµολογίες (καὶ ὄχι ἐκκλησίες) –
µέλη τῆς µιᾶς Ἐκκλησίας
Ἡ εὐθύνη λοιπὸν ποὺ σηκώνουµε ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι γιὰ τὴν
προώθηση τῆς προσπάθειας τοῦ ἀνοίγµατος τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι µεγάλη καὶ
σὲ αὐτὴν στηρίζεται ὅλη ἡ προοπτικὴ τοῦ διαλόγου γιὰ τὴν ἴαση τοῦ
τραύµατος τῆς διαίρεσης. Τὰ λόγια λοιπὸν τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ πρέπει
νὰ εἶναι ὁδηγὸς καὶ συµπαραστάτης µας ἐνώπιον τῶν δυσκολιῶν ποὺ θὰ

292
Metropolitan of Pergamon J.Zizioulas, «The Mystery of the Church in Orthodox Tradition», One in
Christ 24 (1988) 294-303· Βλ.. ἐπίσης S.Agourides, “The Goal of the Ecumenical Movement”,
Ecumenical Review 25 (1973) 266 – 269.

118
συναντήσουµε: «Τὸ ἔργο ἑνὸς σύγχρονου Ὀρθόδοξου θεολόγου εἶναι σύνθετο
καὶ τεράστιο…Πρέπει νὰ συνειδητοποιήσει ὅτι καλεῖται νὰ ἀπευθυνθεῖ σὲ ἕνα
οἰκουµενικὸ ἀκροατήριο. Δὲν µπορεῖ νὰ κλείνεται στὸ καβούκι κάποιας
τοπικῆς παράδοσης, γιατί ἡ Ὀρθοδοξία…δὲν εἶναι µιὰ τοπική, ἀλλὰ
θεµελιωδῶς οἰκουµενικὴ παράδοση…».293

293
Βλ. Andrew Blane, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: Ἡ ζωὴ, ὅπ. παρ., σσ. 158 – 159.

119
ΠΗΓΕΣ
Φλωρόφσκυ – Ἐργα, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, µτφρ.
Δηµητρίου Τσάµη, ἐκδόσεις Παναγιώτη Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη 1976.
— Δηµιουργία καὶ Ἀπολύτρωση, µτφρ. Παναγιώτη Κ. Πάλλη,
ἐκδόσεις Παναγιώτη Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1983.
— «Ἡ πορεία τῆς Ρωσικῆς Θεολογίας»,Θεολογία, Ἀλήθεια καὶ
Ζωή, Πνευµατικὸν Συµπόσιον, ἐκδόσεις Ἀδελφότης
Θεολόγων Ἡ «Ζωή», Ἀθῆναι 1962.
— «Ἡ προβληµατικὴ τῆς ἐπανενώσεως τῶν χριστιανῶν»,
Θεολογία, τόµ. 81, τ. 4, Ὀκτώβριος – Δεκέµβριος 2010.
— Θέµατα Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, µτφρ. Παναγιώτη Κ.
Πάλλη, εκδόσεις Παναγιώτη Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1979.
— Θέµατα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἐκδόσεις Ἄρτος Ζωῆς,
Ἀθῆναι 1973.
— Οἱ Ἀνατολικοὶ Πατέρες τοῦ τετάρτου αἰώνα, µτφρ Πάλλης
Παναγιώτης, ἐκδόσεις Παναγιώτη Πουρναρά, Θεσσαλονίκη
1991.
— Οἱ Βυζαντινοὶ Ἀσκητικοὶ καὶ Πνευµατικοὶ Πατέρες, µτφρ.
Πάλλης Παναγιώτης, ἐκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη
1992.
— Οἱ Βυζαντινοὶ πατέρες τοῦ 5ου αἰώνα, µτφρ. Πάλλης
Παναγιώτης, ἐκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992.
— Οἱ Βυζαντινοὶ Πατέρες τοῦ Ἕκτου, Ἕβδοµου καὶ Ὄγδοου
Αἰώνα, µτφρ. Παναγιώτου Κ. Πάλλη, ἐκδόσεις Π.
Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1993.
— Τὸ Σῶµα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, µτφρ. Ι.Κ. Παπαδοπούλου,
(Θεολογικὰ δοκίµια 3), Πατραρχικὸν ἵδρυµα Πατερικῶν
Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1972.
— Τὸ σῶµα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, Μιὰ ὀρθόδοξη ἑρµηνεία τῆς
Ἐκκλησίας, µτφρ. Ι.Κ. Παπαδόπουλος, ἐκδόσεις Ἁρµός,
Ἀθήνα 1999.
— Χριστιανισµὸς καὶ Πολιτισµός, µτφρ. Ν. Πουρναρά, ἐκδόσεις
Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1982.
— «Christianity and Civilization», St. Vladimir’s Seminary
Quarterly, Vol. I, No 1, 1952.

120
— Ecumenism I, A Doctrinal Approach, Collected Works,
Τόµος 13, ἐκδόσεις BUCHERVERTRIEBSANSTALT,
Vaduz 1989.
— Ecumenism II, A Historical Approach, Collected Works,
Τόµος 14, ἐκδόσεις BUCHERVERTRIEBSANSTALT,
Vaduz 1989.
— Le corps du Christ vivant, στο Cahiers théologiques,
Neuchatel – Paris 1948.
— The Doctrine of the Church and the Ecumenical Movement,
στο Ecumenical Review, Τεύχος 2, (1950).
— Russian intellectual historian and orthodox theologian στὸ
http://www.thefreelibrary.com/II.+Georges+Vasilievich+flo
rovsky.
— «Sobornost’, The Journal of the Fellowship of St. Alban and
St. Sergious», στὸ St. Vladimir’s Seminary Quarterly, III
(1/2), 1955.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
α. Ἑλληνόγλωσση
Ἀγουρίδη Σάββα, Παῦλος, σκιαγράφηµα τῆς ζωῆς, τοῦ ἔργου καὶ τῆς
διδασκαλίας τοῦ Ἀποστόλου, ἀνάτυπο ἀπὸ τὴν Θρησκευτικὴ
καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, τόµος 10, Ἀθήνα 1966.
Ἀγραπίδη Κωνσταντίνου, Ὁ Χριστοµονισµὸς κι ὁ Πνευµατοµονισµὸς
στὴν Ἐκκλησιολογία, στὸ http://agrapidis.webnode.com/.
Ἀκανθόπουλου Ι. Προδρόµου, Κώδικας ἱερῶν κανόνων καὶ
ἐκκλησιαστικῆς νοµοθεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος,
ἐκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006.
Ἀλιβιζάτου Ἀµίλκα, Ἡ Οἰκονοµία κατὰ τὸ Κανονικὸν Δίκαιόν της
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1949.
Ἀναστασίου Ε. Ἰωάνου, Τὸ Ἅγιον Πνεῦµα, χ.ε., Θεσσαλονίκη 1971.
Ἀνδροῦτσος Χρῆστος, Δογµατικὴ τῆς ὄρθοδοξου ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας,
Ἀθῆναι 1956.2
Ἀρχιµανδρίτου Ἀντωνόπουλου Νεκταρίου, L' Archeveque Lucas Voino –
Yasenteski, saint prelat et chirugien 1877 – 1961, ἑλληνικὸς
τίτλος Ἀρχιεπίσκοπος Λουκᾶς: Ἀρχιεπίσκοπος Λουκᾶς Βόινο
– Γιασενέτσκι, ἕνας ἅγιος ποιµένας καὶ γιατρὸς χειρουργὸς

121
1877 – 1961, µτφρ. Ξανθάκη Μαρία, ἐκδόσεις Δοµὴ –
Ἀρχονταρίκι, Ἀθήνα 2010.
Ἀρχιµανδρίτου Βασιλόπουλου Δ. Χαράλαµπου, Ὁ Οἰκουµενισµὸς Χωρὶς
Μάσκα, ἐκδόσεις Ὀρθοδόξου Τύπου, Ἀθήνα 1972.
Βασιλειάδου Π. Ἀναστασία, H Συµµετοχὴ Τῶν Ὀρθοδόξων Στὸ Π.Σ.Ε.
Ὑπὸ Τὸ Φῶς Τῶν Ἀποφάσεων Τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς,
(Σύµβουλος Καθηγητής: Γεώργιος Μαρτζέλος)
Θεσσαλονίκη 2005.
Βασιλειάδη Π. Νικολάου, ΠΑΠΙΚΟ ΠΡΩΤΕΙΟ Φρικτὴ Ἐκκλησιολογικὴ
Αἵρεση, στὸ
http://www.impantokratoros.gr/72184729.el.aspx.
Βασιλειάδη Β. Πέτρου, Μετανεωτερικότητα καὶ Ἐκκλησία, Ἐκδόσεις
Ἀκρίτας Ἀθήνα 2002.
— Ἑνότητα καὶ µαρτυρία, ἐκδόσεις Ἐπίκεντρο, Θεσσαλονίκη
2007.
— Ὀρθόδοξη Θεολογία καὶ Οἰκουµενικὸς Διάλογος, ἐκδόσεις
Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθήνα 2005.
Baker Matthew – Ἀσπρούλη Νικολάου, «π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ (1893
– 1979). Ἕνα σύντοµο βίο – ἐργογραφικὸ σηµείωµα»,
Θεολογία 81, τ. 4 2010.
Blane Andrew, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: Ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο ἑνὸς µεγάλου
θεολόγου, µτφρ. Ἑλένη Ταµαρέση – Παπαθανασίου,
ἐκδόσεις Ἐν Πλῶ, Ἀθήνα 2010.
Γαλίτη A. Γεωργίου, «Ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ Ἐκκλησίες», στὸ Γρηγόριος
Παλαµᾶς Ἰανουάριος – Φεβρουάριος 1994, Ἔτος 77, Τεῦχος
751.
Γιαγκάζογλου Σταύρου, «Φλωρόφσκυ καὶ Λόσκυ. Σχόλια στὴ θεολογικὴ
διαµάχη γιὰ τὸ πρόβληµα τῶν δύο Οἰκονοµιῶν», στὸ
Θεολογία, Τόµος 81, τεῦχος 4ο, Ὀκτώβριος – Δεκέµβριος
2010.
— Δόγµα, Πνευµατικότητα καὶ ἦθος τῆς Ὀρθοδοξίας, τόµος Α΄,
ἐκδόσεις Ε.Α.Π., Πάτρα 2002.
Γιανναρᾶ Χρήστου, Ἀλήθεια καὶ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδόσεις
Γρηγόρη, Ἀθήνα 1997.
Ἐγκύκλιος Ἐπιστολὴ Ut Unum Sint τοῦ Πρωκαθηµένου τῆς
Ρωµαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας Πάπα Ἰωάννη Παύλου Β΄,

122
http://www.vatican.va/holy_father/john_paul_ii/encyclicals/
doc.uments/hf_jp-ii_enc_25051995.
Ἐγκύκλιος Συνοδικὴ τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, Πρὸς τὰς
Ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, Κωνσταντινούπολις
1920.
Ἐπισκόπου Πρ. Ζαχουµίου καὶ Ἐρζεγοβίνης Γιέφτιτς Ἀθανασίου, Ἡ
ἐκκλησιολογία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου κατὰ τὸν Ἱερὸν
Χρυσόστοµον, χ.ε., Ἀθῆναι 1967.
— Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ περὶ τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας,
Θεολογία 81, τ. 4, 2010
Καραβιδόπουλου Ἰωάννου, «Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΝ ΤΗ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ».
Σεµινάριο Θεολόγων Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1968.
Καρµίρη Ἰωάννου, «Σῶµα Χριστοῦ, ὁ ἐστιν ἡ Ἐκκλησία», Ἐκκλησία,
1962.
— Τὰ δογµατικὰ καὶ συµβολικὰ µνηµεῖα τῆς Ὀρθοδόξου
Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόµος Α΄.
— Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, Ἀθῆναι 1973.
— Περὶ τῆς παγκοσµιότητος τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, Πρακτικά
Ἀκαδηµίας Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1982.
Καταστατικὸς Χάρτης Ὀργανισµοῦ Ἡνωµένων Ἐθνῶν,
http://el.wikipedia.org/wiki/Οργανισµός_Ηνωµένων_Εθνών
& http://www.unric.org.
Καταστατικὸς Χαρτης Παγκοσµίου Συµβουλίου Ἐκκλησιῶν
http://www.oikoumene.org/en/resources/documents/assembly
/porto-alegre-2006/1-statements-documents-
adopted/institutional-issues/constitution-and-rules.html.
«Κείµενο της Λίµα» http://www.oikoumene.org/en/resources/documents/
/faith-and-order-commission/i-unity-the-church-and-its-
mission/baptism-eucharist-and-ministry-faith-and-order-
paper-no-111-the-lima-text/baptism-eucharist-and-
ministry.html#c10471.
«Κείµενο τοῦ Τορόντο» (Δήλωση τοῦ Τορόντο), Ὀρθοδοξία 25,
Αὔγουστος 1950, Τεῦχος 8.
Κλάψη Ἐµµανουήλ, Ἀναστοχασµός, Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες Σὲ Ἕναν
Πλουραλιστικὸ Κόσµο, Ἕνας Οἰκουµενικὸς Διάλογος,
Μετάφραση Ἀριάδνη Ἀλαβάνου, ἐκδόσεις Καστανιώτη,
Ἀθήνα 2006.

123
Κονιδάρη Γερασίµου, «Ἡ θέσις τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
ἐν τῇ Κοινωνία τῶν Ἐκκλησιῶν», στὸ Θεολογία 23 (1952),
24 (1953).
Κοτσώνη Ἱερωνύµου, Προβλήµατα τῆς «Ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονοµίας»,
Ἐν Ἀθήναις 1957.
Losky Vladimir, Ἡ Μυστικὴ Θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, µτφρ.
Πρεσβυτέρα Στέλλα Πλευράκη, ἐκδόσεις Π. Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη 1973.2
Μακρὴ Δηµητρίου, Ἡ πάλη τῶν ἀξιῶν στὸν αἰώνα τῆς παγκοσµιοποίησης,
ἐκδόσεις Κριτική, Ἀθήνα 2002.
Μαρτζέλου Δ. Γεωργίου, Ὀρθόδοξο δόγµα καὶ θεολογικὸς
προβληµατισµός. Μελετήµατα δογµατικῆς θεολογίας Α΄,
ἐκδόσεις Π. Πουρναρα, Θεσσαλονίκη 1993.
— «Λογικὸ καὶ αὐτεξούσιο», στὸ Ὀρθόδοξο δόγµα καὶ
θεολογικὸς προβληµατισµὸς Β΄, ἐκδόσεις Π. Πουρναρὰ
Θεσσαλονίκη 2000
— Ὀρθόδοξο δόγµα καὶ θεολογικὸς προβληµατισµός.
Μελετήµατα δογµατικῆς θεολογίας Γ΄, ἐκδόσεις Π.
Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007.
— Ἡ Χριστολογία τοῦ Βασιλείου Σελευκείας καὶ ἡ οἰκουµενικὴ
σηµασία της, ἐκδόσεις Π. Πουρναρα, Θεσσαλονίκη 2003.
Ματσούκα Α. Νικολάου, Δογµατικὴ καὶ Συµβολικὴ Θεολογία Β΄,
ἐκδόσεις Παναγιώτη Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2004.2
— Οἰκουµενικὴ Θεολογία, ἐκδόσεις Π. Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη 2005
Μήνυµα τῶν Προκαθηµένων τῶν Ἁγιοτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν,
Καθ’ ὁδὸν 2, Ἔτος A΄, Μάιος – Αὔγουστος 1992.
Μητροπολίτου Περγάµου Ἰωάννου Ζηζιούλα, «π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ:
Ὁ οἰκουµενικὸς διδάσκαλος», Θεολογία, Τόµος 81, τ. 4ο,
Ὀκτώβριος – Δεκέµβριος 2010
— «Χριστολογία, Πνευµατολογία καὶ Ἐκκλησιολογία», µτφρ.
Στ. Γιαγκάζογλου – Στ. Τερζής, Ἀναλόγιον 6 (2003).
— «The Mystery of the Church in Orthodox Tradition», One in
Christ 24 (1988).
— «Communion and Otherness» στὸ
http://www.orthodoxresearchinstitute.org/articles/liturgics/j
ohn_zizioulas_communion_otherness.

124
Μπέγζος Μάριος, Χριστός και Χρόνος στὸ http://imperium-
gaia.blogspot.com/2011/05/blog-post_644.html.
Μπρατσιώτη Παναγιώτη, «The Fundamental Principles and Main
Characteristics of the Orthodox Church», στὸ Ecumenical
Review Τεῦχος 12 (1959-1960).
— Τρεµπέλα Π., Μουρατίδου Κ., Θεοδώρου Α.,
ΜπρατσιώτουΝ. Ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Οἰκονοµία. Ὑπόµνηµα εἰς
τὴν Ι. Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1972.
Μωραΐτου Δέσποινα, Ἀρχαία Ἑλληνικὰ – Φιλοσοφικὸς Λόγος, Γ΄ Τάξη
Ἑνιαίου Λυκείου, ἐκδόσεις ΟΕΔΒ, Ἀθήνα 2009.8
Νησιώτη Νικολάου, Προλέγοµενα εἰς τὴν Θεολογικὴν Γνωσιολογίαν: τὸ
ἀκατάληπτόν του Θεοῦ καὶ ἡ δυνατότης γνώσεως αὐτοῦ,
ἐκδόσεις Μήνυµα, Ἀθήνα 1986.
Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχου Βαρθολοµαίου Α΄, Ὁµιλία τῆς Α.Θ.
Παναγιότητος τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχη στὴν
Συνάντηση τοῦ Davos, «Ἠθικὰ Διλήµµατα τῆς
Παγκοσµιοποιήσεως», Ὀρθοδοξία Περίοδος Β΄, Ἔτος ΣΤ΄,
Τεῦχος A΄, Ἰανουάριος – Μάρτιος 1999.
Παπαθανασίου N. Ἀθανασίου, Ἡ Ἐκκλησία γίνεται ὅταν ἀνοίγεται,
ἐκδόσεις Ἐν Πλῶ, Ἀθήνα 2008.
Πρακτικά τοῦ 7ου Πανελληνίου Συνεδρίου τῆς Ἑλληνικῆς Σηµειωτικῆς
Ἑταιρείας, Διαπολιτισµικότητα, παγκοσµιοποίηση καὶ
ταυτότητες, Πάτρα 1 – 3 Ὀκτωβρίου 2004, ἐκδόσεις
Gutenberg, Ἀθήνα 2008.
Raiser Konrad, Tὸ µέλλον τοῦ οἰκουµενισµοῦ. Ἀλλαγὴ παραδείγµατος στὴν
οἰκουµενικὴ κίνηση; Ἐπιµέλεια Πέτρου Βασιλειάδη,
Μετάφραση στὰ ἑλληνικὰ Ἀναστασία Μπιτσάνη – Πέτρου,
Ἐκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1995.
Σταµούλης Χρυσόστοµος, Ἔρως καὶ θανάτος. Δοκιµὴ γιὰ ἕναν πολιτισµὸ
τῆς σάρκωσης, ἐκδόσεις Ἀκρίτας, Ἀθῆναι 2009
— Ἡ γυναίκα τοῦ Λὼτ καὶ ἡ σύγχρονη Θεολογία, ἐκδόσεις
Ἴνδικτος, Ἀθῆναι 2008
Τρεµπέλα Παναγιώτη, Δογµατική της Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας,
τόµος Β΄, ἐκδόσεις ὁ Σωτήρ, Ἀθήνα 2003.3
Τσέτση Γεωργίου, Οἰκουµενικὰ Ἀνάλεκτα, Συµβολὴ στὴν Ἱστορία τοῦ
Παγκοσµίου Συµβουλίου Ἐκκλησιῶν, ἐκδόσεις Τέρτιος,
Κατερίνη 1987.

125
— H συµβολὴ τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου στὴν Ἵδρυση τοῦ
Παγκοσµίου Συµβουλίου Ἐκκλησιῶν, ἐκδόσεις Τέρτιος,
Κατερίνη 1986.
Τσελεγγίδη Δηµητρίου, Δυτικὴ Θεολογία καὶ Πνευµατικότητα,
Σηµειώσεις ἀπὸ τὶς Πανεπιστηµιακὲς Παραδόσεις, ἐκδόσεις
Ὑπηρεσίας Δηµοσιευµάτων, Θεσσαλονίκη χ.χ..
Τσοµπανίδη Χ. Στυλιανοῦ, Ἡ Διακήρυξη “DOMINUS IESUS” καὶ ἡ
Οἰκουµενικὴ Σηµασίας Της, Ἀπὸ τὸ οἰκουµενικὸ ἄνοιγµα στὴν
ἐκκλησιολογικὴ ἀποκλειστικότητα τῆς Ρωµαιοκαθολικῆς
Ἐκκλησίας, ἐκδόσεις Παναγιώτη Σ. Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη 2003.
— Ἡ συµβολὴ τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας καὶ θεολογίας στὸ
παγκόσµιο συµβούλιο ἐκκλησιῶν, ἐκδόσεις Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη 2008.
Φειδὰ I. Βλασίου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Ἀπὸ τὴν Εἰκονοµαχία µέχρι τὴ
Μεταρρύθµιση, τ. Β’, Ἀθῆναι 1994.
— Προϋποθέσεις διαµορφώσεως τοῦ θεσµοῦ τῆς Πενταρχίας
τῶν Πατριαρχῶν, χ.ε., Ἀθῆναι 1969.
— Τὸ πρωτεῖον τοῦ Πρώτου εἰς τὴν κοινωνίαν τῶν τοπικῶν
Ἐκκλησιῶν, Ἱεροσόλυµα 1980.
Willem Adolph Visser’t Hooft, Ἀποµνηµονεύµατα, µτφρ. Βασιλείου Θ.
Σταυρίδου, Τόµος ΞΑ΄, 1979, στὸ Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος.
— Ἡ Οἰκουµενικὴ Κίνησις ἀπὸ Ἄµστερνταµ µέχρι τῆς Γενεύης,
ἐκδόσεις Ἐθνικοῦ καὶ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστηµίου
Ἀθηνῶν, Ἀθῆνα 1967.
Williams H. George, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Εἰσαγωγὴ στὴ σκέψη του,
µτφρ. Θανάση Παπαθανασίου, ἐκδόσεις Παρουσία, Ἀθήνα
1989.

 β. Ξενόγλωσση
Acta Apostolicae Sedis
Agourides Savvas, The Goal of the Ecumenical Movement, Ecumenical
Review 25 (1973).
Borovoy Vitaly, The Ecclesiastical Significance of the WCC: The Legacy
and Promise of Toronto, Orthodox Visions of Ecumenism,
Statements, Messages and Reports on the Ecumenical

126
Movement 1902 – 1992, Compiled by Gennadios
Limouris, WCC Publications, Geneva 1994.
Fey E. Harold, A History of the Ecumenical Movement, 1948 – 1968, vol.
2, edited by, London: S.P.C.K., 1970.
Hodgson Leonard, The second World conference on faith and order :
held at Edinburgh, August 3-18, 1937 World Conference on
Faith and Order (2nd : 1937 : Edinburgh, Scotland), London
1938, Student Christian Movement Press.
Khomiakov Alexis, The Church is one στὸ
http://www.westernorthodox.com/khomiakov.
Lemopoulos George, The Ecumenical Movement, the Churches and the
World Council of Churches, ed., Orthdruk Orthodox Printing
House, Bialystok 1996.
Mazur George, Father Georges Florovsky and the Infancy of the World
Council of Churches στὸ
http://www.orthodoxinfo.com/ecumenism/two_significant_ar
ticles.aspx.
Mersch Emile, Le corps Mystique du Christ, Desclée de Brouwer, Paris
1936.
— Mystery of the Church in Orthodox Tradition, One in Christ
24 (1988)
Sabev Τodor, The Orthodox Churches in the World Council of Churches,
Towards the future, WCC/Syndesmos, Geneva/Bialystok
1996.
Willem Adolph Visser’t Hooft, Memoirs, SCM Press Ltd. London, The
Westminster Press, Philadelphia 1973.
— «Fr. Georges Florovsky’s Role In The Formation Of The
W.C.C.», στο St. Vladimir’s Theological Quarterly, Vol. 23,
1979.
— The Genesis and Formation of the World Council of
Churches, Geneva 1982.
Ware Timothy, The Orthodox Church, ἐκδόσεις Penguin Books, New
York, 1993.3
Zankow Stefan, Das orthodoxe Christentum des Ostens, Berlin 1927.

127

You might also like