You are on page 1of 5

Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Ζ.
ζεύγνυμι= 1) βάζω κάτω από το ζυγό, 2) ενώνω με γέφυρα τις
απέναντι όχθες, 3) δένω
ζῆλος (ζέω)= 1) άμιλλα· αντιθ. του φθόνος, 2) ευτυχία, ευδαιμονία
ζηλόω-ῶ= ζηλεύω, ανταγωνίζομαι, θαυμάζω
ζημία= 1) βλάβη, 2) πρόστιμο, 3) ποινή, τιμωρία
[ἐπίκειται ζημία= επιβάλλεται πρόστιμο, τοῦτο ζημία ἐμοί
γίγνεται= καταλογίζεται εις βάρος μου]
ζημιόω-ῶ= βλάπτω, τιμωρώ
ΠΙΝΑΚΑΣ 76.
ζημιῶ ἐζημίουν ζημιώσω ἐζημίωσ ἐζημίωκ ---
α α
ζημιοῦμα ἐζημιούμ ζημιώσομαι ἐζημιώθη ἐζημίωμ ἐζημιώμη
ι ην ζημιωθήσο ν αι ν
μαι

ζητέω-ῶ= 1) ρωτώ κάποιον για κάτι, 2) ψάχνω, ερευνώ, εξετάζω


(για φιλοσοφική έρευνα) 3) κάνω ανάκριση (για δικαστική έρευνα).
[π.χ. οἱ ζητηταί=> άτομα που έψαχναν στην Αθήνα αυτούς που χρωστούσαν στο
δημόσιο ή κατείχαν δημόσια κτήματα]
ΠΙΝΑΚΑΣ77.
ζητῶ ἐζήτουν ζητήσω ἐζήτησα ἐζήτηκα ---
ζητοῦμαι ἐζητούμη ζητήσομαι ἐζητησάμ ἐζήτημαι ---
ν ζητηθήσο ην
μαι ἐζητήθην

ζήω-ῶ= ζω
ΠΙΝΑΚΑΣ 78.
ζήω-ῶ ἔζων ζήσω ἐβίων βεβίωκα ἐβεβιώκει
ζήσομαι ἔζησα ἔζηκα ν
βιώσομαι ἐζήκειν

ζωγρέω-ῶ= συλλαμβάνω ζωντανό, αιχμαλωτίζω

42
Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Η.
ἥβη= νεότητα
ἡγέομαι-οῦμαι= 1) απολύτως= προηγούμαι, μπαίνω μπροστά, 2) με
δοτική προσώπου=οδηγώ κάποιον, π.χ. " ἡγοῦμαι τήν ὁδόν τινι"
=> δείχνω σε κάποιον το δρόμο, 3) με δοτ. προσ. και γενική
πράγματος=είμαι αρχηγός σε κάτι, π.χ. "ἀλήθεια δή πάντων μέν
ἀγαθῶν θεοῖς ἡγεῖται, πάντων δέ ἀνθρώπων", 4) με γενική=
είμαι αρχηγός και κυβερνήτης κάποιου, 5) με αιτιατική προσώπου
και κατηγορούμενο= θεωρώ, νομίζω, 6) με ειδικό απφ. = έχω τη
γνώμη,νομίζω.
[ἡγοῦμαι τῶ στρατῶ= αναλαμβάνω την αρχηγία του στρατού,
περί πολλοῦ/πλείονος/πλείστου ἡγοῦμαι= αποδίδω μεγάλη
μεγαλύτερη/μέγιστη σημασία σε κάτι, παρ' οὐδέν ἡγοῦμαί τι=
δεν αποδίδω καμία σημασία σε κάτι, οἱ ἡγούμενοι= άρχοντες,
ἡγοῦμαι ὁδόν= οδηγώ από δρόμο.]
ΠΙΝΑΚΑΣ 79.
ἡγοῦμαι ἡγούμην ἡγήσομαι ἡγησάμην ἥγημαι ---
ἡγήθην

ἤδη= πλέον, ως τώρα, αμέσως


ἥδομαι= ευχαριστούμαι
ΠΙΝΑΚΑΣ 80.
ἥδομαι ἡδόμην ἡσθήσομ ἥσθην --- ---
αι

ἡδομένως= με χαρά, με ευχαρίστηση


ἧ δ' ὅς= είπε αυτός
ἡδύς= ευχάριστος
[ἡδέως= με ευχαρίστηση, ἡδέως ἔχω πρός τινά= διάκειμαι
ευνοϊκά προς κάποιον, ἡδέως ἔχω= είμαι ευχαριστημένος, ἡδέως
ἔχω τι= αρκούμαι σε κάτι, ἡδέως μοι ἔστι= με ευχαριστεί, τά
ἡδέα= τα ευχάριστα, οι απολαύσεις]
ἥκιστα= καθόλου

43
Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

[οὐχ ἥκιστα= όχι λιγότερο, προπάντων, ὅτι ἥκιστα= όσο το


δυνατό λιγότερο]
ἥκω= έχω έρθει
[ἥκω εἰς ταὐτό= συμφωνώ] (βλ. πίνακα στην επόμενη σελίδα)
ΠΙΝΑΚΑΣ 81.
ἥκω ἧκον ἥξω <ἧξα> <ἧκα> <ἥκειν>

ἦ μήν= χρησιμοποιείται συνήθως με ειδικό απφ. μετά που ρήματα


που δηλώνουν όρκο, για ισχυρή διαβεβαίωση= αλήθεια,
πραγματικά, χωρίς αμφιβολία.
ἡμέτερος= δικός μας
[τά ἡμέτερα αὐτῶν= το καθήκον μας]
ἡσυχάζω= αναπάυομαι, μένω αδρανής
[ἡσυχῆ= ήσυχα, ἡσυχίαν ἔχω/ἄγω= σιωπώ, είμαι φιλήσυχος,
καθ' ἡσυχίαν= ανενόχλητα, ἡσυχίαν ἔχω ὑπέρ τῶν δημοσίων=
αδιαφορώ για τις δημόσιες υποθέσεις]
ἡττάομαι-ῶμαι= είμαι κατώτερος, νικιέμαι, υποχωρώ
ΠΙΝΑΚΑΣ 82.
ἡττῶμαι ἡττώμην ἡττήσομαι ἡττήθην ἥττημαι ἡττήμην
ἡττηθήσο
μαι

[ἡττῶμαι τῃ γνώμῃ= χάνω το θάρρος μου, ἧττον= λιγότερο,


δυσκολότερα]
ἥττων= κατώτερος, πιο αδύνατος, ασθενέστερος
[ἥττων λόγος= άδικο]

44
Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Θ.
θαμίζω (θαμά=συχνά) = συχνάζω
θάπτω=θάβω
ΠΙΝΑΚΑΣ83.
θάπτω ἔθαπτον θάψω ἔθαψα τέθαφα ἐτεθάφειν
θάπτομαι ἐθαπτόμη ταφήσομ ἐτάφην τέθαμμαι ἐτεθάμμη
ν αι ἐθάφθην ν

θάττων= συγκρ. του ταχύς= γρηγορότερος


θαυμάζω= παραξενεύομαι 1) με γενική προσώπου= όταν κανείς
θαυμάζει κάποιον για μια πράξη του ή γνώμη του, π.χ. "πολλάκις
ἐθάμαυσα τῶν τάς πανηγύρεις συναγαγόντων...ὅτι ἠξίωσαν"
(ύστερα από τη γενική ακολουθεί αιτιολογική πρόταση με το ὅτι +
οριστική) 2) με αιτιατική προσώπου ή πράγματος, 3) με γενική
προσ. και γεν. πράγμ. π.χ. " θαυμάζω δέ μάλιστα τούτου τῆς
διανοίας" 4) με δοτική της αιτίας, 5) με αιτιολογική πρόταση, α)
με το ὅτι + οριστική, όταν η αιτία είναι αντικειμενική και β) με
το εἰ + οριστική, όταν η αιτία είναι υποτιθέμενη· π.χ. "θαυμάζω
δέ τῆ ἀποκλήσει μου τῶν πυλῶν, καί εἰ μή ἀσμένοις ὑμῖν
ἀφῖγμαι", όπου συνδέονται παρατακτικά με τα τε...και μια δοτική
της αιτίας και μια αιτιολογική πρόταση (παράλλαξη), 6) με πλάγια
ερώτηση= απορώ, π.χ. "πολλάκις ἐθαύμασα τίσιν ποτέ λόγοις
Ἀθηναίους ἔπεισαν".
ΠΙΝΑΚΑΣ84.
θαυμάζω ἐθαύμαζον θαυμάσομαι ἐθαύμασα τεθαύμακα --
θαυμάσω -
θαυμάζομ ἐθαυμαζόμ θαυμασθήσομ ἐθαυμασάμ τεθαύμασμ --
αι ην αι ην αι -
ἐθαυμάσθη
ν

θαυμάσιος= παράδοξος, αξιοθαύμαστος


θέμις= δίκαιο, νόμος

45
Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

θεραπεύω= 1) υπηρετώ, 2) λατρεύω, 3) περιποιούμαι, φροντίζω


[τάς θύρας τινός θεραπεύω= περιμένω κοντά στην πόρτα ως
υπηρέτης] 4) θεραπεύομαι= τυγχάνω περιποιήσεων
θεωρέω-ῶ= 1) παρατηρώ, 2) σκέφτομαι, 3) εξετάζω.
θέω= τρέχω
ΠΙΝΑΚΑΣ 85.
θέω ἔθεον θεύσομαι ἔδραμον δεδράμηκ ἐδεδραμήκ
α ειν
θέομαι --- --- --- --- ---

θνήσκω= πεθαίνω (ως παθητ. του ἀποκτείνω)


ΠΙΝΑΚΑΣ86.
θνήσκω ἔθνησκον θανοῦμαι ἔθανον τέθνηκα ἐτεθνήκει
ν

θύω/θύομαι= θυσιάζω
ΠΙΝΑΚΑΣ 87.
θύω ἔθυον θύσω ἔθυσα τέθυκα ἐτεθύκειν
θύομαι ἐθυόμην θύσομαι ἐθυσάμην τέθυμαι ἐτεθύμην
τυθήσομα ἐτύθην
ι

θωπεία= κολακεία
θωπεύω=κολακεύω

46

You might also like