You are on page 1of 25

+

Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Θεολογική σχολή

Τμῆμα Θεολογίας

Ἀλέξανδρος Ξαφόπουλος

Α.Ε.Μ. 9456, πτυχίο 2005

email: alexandroc@theo.auth.gr

Θεσσαλονίκη, Μάϊος 2012

Ἐργασία γιά τό μάθημα (δʹ ἑξ.)

Εἰσαγωγή στήν Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία καί Ἑρμηνεία Πατέρων

μέ θέμα

«1-50 ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΠΑΛΑΜΑ»

Διδάσκων: Χρῆστος Ἀραμπατζῆς

1/25
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ................................................................................................................................... 3
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ................................................................................................................................................. 4
ΙΣΤΟΡΙΚΟ - ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ............................................................................................................ 4
ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ................................................................................................................................ 4
ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ ΑΠΕΙΛΕΣ .......................................................................................................................... 4
ΖΗΛΩΤΕΣ.............................................................................................................................................. 4
ΕΝΩΤΙΚΟΙ – ΑΝΘΕΝΩΤΙΚΟΙ ................................................................................................................. 5
ΗΣΥΧΑΣΜΟΣ........................................................................................................................................ 5
ΒΙΟΣ .......................................................................................................................................................... 6
ΟΝΟΜΑ ................................................................................................................................................ 6
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ........................................................................................................................... 6
ΑΡΧΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΜΟΡΦΩΣΗΣ (Π. 1296-1316) ΕΠΙ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ Β’ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ................. 6
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΣΚΗΣΗΣ (Π. 1316-1335) ΕΠΙ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ Β’ ΚΑΙ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ Γ’ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΩΝ
................................................................................................................................................................. 7
Α’ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΩΝ· ΜΕ ΤΟΝ ΒΑΡΛΑΑΜ (Π. 1335-1341) ΕΠΙ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ Γ’
ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ........................................................................................................................................ 8
Β’ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΩΝ· ΜΕ ΤΟΝ ΑΚΙΝΔΥΝΟ (Π. 1341-1347) ΕΠΙ ΕΜΦΥΛΙΩΝ
ΔΙΑΜΑΧΩΝ ............................................................................................................................................... 9

Γ’ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΩΝ· ΜΕ ΤΟΝ ΓΡΗΓΟΡΑ (Π. 1347-1359) ΕΠΙ ΚΑΝΤΑΚΟΥΖΗΝΟΥ ΚΑΙ


ΙΩΑΝΝΗ Ε’ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ .................................................................................................................... 9
ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ..................................................................................................................................... 11
ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ - ΛΕΙΨΑΝΑ ................................................................................................................... 11
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ........................................................................................................................................... 11
ΤΟ «ΠΑΛΑΜΙΚΟ ΣΩΜΑ».................................................................................................................... 11
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ........................................................................................................................................... 12
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ........................................................................................................................................... 12
ΤΡΙΑΔΟΛΟΓΙΑ ..................................................................................................................................... 12
ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ ..................................................................................................................................... 13
ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ................................................................................................................................ 13
ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΑ .................................................................................................................................. 14
ΚΤΙΣΙΟΛΟΓΙΑ ...................................................................................................................................... 14
ΕΡΓΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΑ................................................................................................................................... 15
ΠΗΓΕΣ ................................................................................................................................................ 15
ΠΑΤΡΟΤΗΤΑ ....................................................................................................................................... 15
ΤΙΤΛΟΣ - ΘΕΜΑ .................................................................................................................................. 15
ΧΩΡΟΧΡΟΝΟΣ .................................................................................................................................... 15

2/25
ΕΙΔΟΣ - ΣΚΟΠΟΣ - ΑΠΟΔΕΚΤΗΣ ....................................................................................................... 15
ΓΛΩΣΣΑ .............................................................................................................................................. 16
ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ....................................................................................................................................... 16
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ........................................................................................................................................... 16
ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΚΚ. 1-50 .......................................................................................................... 16
ΚΥΡΙΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΚΚ. 1-50 .................................................................................................................... 23
ΣΥΝΟΨΗ................................................................................................................................................. 24
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ......................................................................................................................................... 24

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
• ἁγ.: ἅγιος 1.
• αἰ.: αἰῶν (σέ κάθε πτώση καί ἀριθμό).
• (κριτ.) ἐπιμ.: (κριτική) ἐπιμέλεια.
• Θν: Θεσσαλον.
• ΘΗΕ: Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμοι 12, Ἀθῆναι: Μαρτῖνος, 1962-1968.
• κ(κ).: κεφάλαιο(/-α).
• κ.π.: κοίμηση περί τό.
• κ.α.: καί ἄλλοι.
• Κπ: Κωνσταντινουπ./Κωνσταντινούπ.
• μ(ε)τ(α)φρ.: μετάφραση.
• π.: περί+[κατάλληλο ὁριστικό ἄρθρο].
• σ(σ).: σελίδα(/-ες).
• στ(τ).: στήλη(/-ες).
• τ(τ).: τόμος(/-οι).
• PG: Patrologiae cursus completus, series Graeca, ττ. 161, ἐπιμ. J.-P. Migne, Paris: Migne, 1857-
1866.

1 (σέ κάθε γένος καί πτώση).


3/25
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ἡ παροῦσα μελέτη ἀποτελεῖ παρουσίαση τῶν πρώτων 50 ἀπό τά 150 κεφάλαια τοῦ ἁγ.
Γρηγορίου Παλαμᾶ ἀρχιεπισκόπου Θνίκης τοῦ θαυματουργοῦ, ἐξέχοντος ὑστεροβυζαντινοῦ
ἐκκλησιαστικοῦ πατρός καί ὑπερμάχου τοῦ ἡσυχασμοῦ. Περιγράφεται συντόμως τό ἱστορικό-
θεολογικό πλαίσιο τοῦ βίου του, ὁ βίος, τό ἔργο καί ἡ διδασκαλία του. Ἀκόμη, ἐπιχειρεῖται μία
σύντομη ἀνάλυση τοῦ ἔργου ἀπό πλευρᾶς γραμματολογικῆς (ἱστορικοφιλολογικῆς) καί
κυρίως θεολογικῆς.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ - ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ


Στήν ὑστεροβυζαντινή περίοδο τῶν ἀρχῶν τοῦ ιδ’ αἰ. στή συρρικνωμένη βυζαντινή
αὐτοκρατορία, μέ πρωτεύουσα τήν ἀνακτημένη ἀπό τούς Λατίνους ἀλλά λεηλατημένη
Κπολη 2, ἡ κατάσταση ἦταν κρίσιμη.

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΚΡΙΣΗ3
Στό ἐσωτερικό αὐξανόταν ἡ οἰκονομική, δημοσιονομική καί διοικητική κρίση,
ἐπιβαρυνόταν ἡ φορολογία, παρεμποδιζόταν ἡ γεωργία, ὀξυνόταν ἡ διαφορά μεταξύ
γαιοκτημόνων ἀριστοκρατῶν καί πτωχῶν, λάμβαναν χῶρα ἐμφύλιες διαμάχες σέ ἐπίπεδο
πολιτικό (διεκδίκηση θρόνου μεταξύ πρεσβυτέρου καί νεωτέρου (ἐγγονοῦ του) Ἀνδρονίκου
τῶν Παλαιολόγων), κοινωνικό (ταξικές διαμάχες μεταξύ ἐξαθλιωμένων καί γαιοκτημόνων-
ἀριστοκρατῶν) καί θρησκευτικό (περί τῆς κρατικῆς ἐπέμβασης καί τῆς ἕνωσης μέ τούς
δυτικούς), τά δικαστήρια περιέπιπταν σέ ἀνυποληψία 4, τό στράτευμα ὁδηγεῖτο σέ οἰκονομική
ἐξάρτηση ἀπό τούς ἰσχυρούς τῆς αὐτοκρατορίας καί κλονιζόταν ἡ κεντρική ἐξουσία.

ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ ΑΠΕΙΛΕΣ5
Στό ἐξωτερικό ἀνοιγόταν ὁ δρόμος γιά τήν ἐξάπλωση Τούρκων, Σέρβων, Βουλγάρων,
Ἐνετῶν, Γενουατῶν καί Καταλανῶν. Ἔτσι, παρατηροῦνται συνεχεῖς προελάσεις καί
κατακτήσεις τῶν Ὀθωμανῶν στή Μ. Ἀσία καί τῶν Σέρβων στή Μακεδονία, ὅπως καί
προοδευτική ἐξασθένηση τῶν ἑλληνικῶν καί λατινικῶν αὐτονόμων κρατιδίων. Επίσης
διευκολύνονται οἱ ἐπιδράσεις τῶν λατινοφρόνων καί τοῦ δυτικοῦ σχολαστικισμοῦ.

ΖΗΛΩΤΕΣ6
Ἀπό τίς ἀρχές τοῦ ιβ’ αἰ. στή Βυζαντινή ἐκκλησία ὑπῆρχε ἡ μερίδα τῶν ζηλωτῶν (ἤ
Ἀρσενιατῶν) πού ἦταν ὑπέρ τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς ἐκκλησίας καί κατά τῆς κρατικῆς
ἐπέμβασης στά ὀργανωτικά καί διοικητικά ζητήματά της. Περιεπλάκησαν κατά καιρούς σέ
πολιτικές διαμάχες καί ἐπαναστάσεις καί κατεστάθησαν μία παράταξη πολιτική καί
ἐκκλησιαστική. Στηριζόταν στούς μοναχούς καί τά μοναχικά ἰδεώδη, ἦταν ὑποστηρικτές τῆς
Ὀρθοδοξίας (ἀνθενωτικοί) καί τῆς αὐστηρῆς ἠθικῆς χωρίς μεγάλο ἐνδιαφέρον γιά τή
μόρφωση, εἰδικά τή θύραθεν. Ἡ ἀντίπαλη καί ἀντιφρονοῦσα τους μερίδα ὀνομαζόταν
πολιτικοί καί στηριζόταν στόν κοσμικό κλῆρο.

2 (Α. Α. Βασίλιεφ , 1971), σ. 275.


3 (G. Ostrogorsky, 1981), σσ. 191-198,210.
4 Ἄν καί ὑπῆρχε μεγάλη συμμετοχή τοῦ κλήρου στό νομικό σύστημα τῆς αὐτοκρατορίας.

5 (G. Ostrogorsky, 1981), σσ. 192,195-196,198.

6 (Α. Α. Βασίλιεφ , 1971), σ. 377,382.

4/25
ΕΝΩΤΙΚΟΙ - ΑΝΘΕΝΩΤΙΚΟΙ 7
Στίς ἀρχές τοῦ ιδ’ αἰ. εἶχαν διαμορφωθεῖ 2 ἀντίπαλες ἐκκλησιαστικές μερίδες ὅσον ἀφορᾶ
τή σχέση μέ τούς δυτικούς, τῶν ἑνωτικῶν καί τῶν ἀνθενωτικῶν. Οἱ περισσότεροι θεολόγοι
ἀνῆκαν σέ μία ἐξ αὐτῶν. Τά κυριότερα ζητήματα χωρισμοῦ ἦταν ἡ ἐκπόρευση τοῦ ἁγ.
Πνεύματος καί τό παπικό πρωτεῖο. Ἡ ἀντιρρητική ἀνατολική θεολογία τῆς περιόδου εἶχε
γίνει διαλλακτικότερη ἐξαιτίας τῆς κρατικῆς ἐξασθένισης καί τῆς προσμονῆς δυτικῆς
βοηθείας γιά τήν ἀντιμετώπιση διαφόρων ἐχθρικῶν ἐπιδρομῶν.

ΗΣΥΧΑΣΜΟΣ - ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ8


Παράλληλα μέ τήν πολιτικοκοινωνική ἀποσύνθεση σημειώνεται ἄνθηση καί ἀναγέννηση
στήν πνευματική καί πολιτιστική ζωή, στά γράμματα καί στίς τέχνες, μέ χαρακτηριστικότερη
ἐκδήλωση τό ἡσυχαστικό κίνημα. Ὁ ἡσυχασμός ἔχει ἀσκήσει βαθειά ἐπίδραση στούς
ὀρθοδόξους λαούς. Δέν ἀποτελεῖ ἕνα περιστασιακό θρησκευτικό φαινόμενο ἀλλά ἔκφραση
καί πεμπτουσία τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης καί ὀργανική ἐξέλιξή της.
Ἡσυχαστές ὀνομάστηκαν στό Βυζάντιο οἱ μοναχοί πού ζοῦσαν αὐστηρή ἀσκητική ζωή σέ
ἱερή ἡσυχία. Τό ιδ’ αἰ. ὁ ἡσυχασμός προσέλαβε ἰδιαίτερη σημασία ώς ἕνα μυστικό-ἀσκητικό
κίνημα μέ ρίζες στό μεγάλο μυστικό τοῦ ια’ αἰ. Συμεών νέο θεολόγο (κ.π. 1037). Ἡ
μεταγενέστερη ἄνθησή του ὑπῆρξε συνέπεια τοῦ κηρύγματος τοῦ Γρηγορίου Σιναΐτου (κ.π.
1347) ἀνά τό Βυζάντιο στίς ἀρχές τοῦ ιδ’ αἰ. πού βρῆκε μεγάλη ἀπήχηση στά βυζαντινά
μοναστήρια καί εἰδικά στό ἅγιον ὄρος. Τό τελευταῖο ἔγινε τό κέντρο τῆς ἡσυχαστικῆς
κινήσεως. Ὁ ἡσυχασμός δεχόταν μία μεσάζουσα δύναμη ἀνάμεσα στόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο
μέ θεία προέλευση καί ἐγκόσμια ὑπερφυσική φανέρωση, τίς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες. Οἱ
ἡσυχαστές προσέβλεπαν στή θεωρία τοῦ ἀκτίστου φωτός, τό ὁποῖο εἶχε ἐμφανισθεῖ στό
Θαβώρ. Μποροῦσαν νά τήν ἐπιτύχουν μέ μία ἐσωστρεφῆ ἡσυχαστική προσευχητική μέθοδο
πού ὑποστηριζόταν καί διδασκόταν στά ἔργα τῶν Νικηφόρου ἡσυχαστοῦ (κ.π. 1300), Συμεών
νέου θεολόγου καί Γρηγορίου Σιναΐτου. Μία παραλλαγή τῆς διαδικασίας ἔχει ὡς ἐξῆς.
Ὁ ἀσκητής, καθήμενος σέ ἀπομόνωση καί ἡσυχία, αὐτοσυγκεντρώνεται, ἀπομακρύνει
τήν ἐκ κόσμου καί ἐκ δαιμόνων, προκαλουμένη (σύνθεση-μνήμη) καί εἰσαγομένη (εἴσοδος)
γνώση (αἰσθητῶν, λογικῶν καί νοητῶν παραστάσεων 9) καί ἀναζητᾶ τήν ἐκ Θεοῦ (θείες
ἐνέργειες) στό βάθος τῆς καρδιᾶς, ὅπου ἑδράζονται συγκεντρωμένες ὅλες oἱ δυνάμεις τῆς
ψυχῆς (κυκλική κίνηση τοῦ νοῦ)· ἐπαναλαμβάνει νοερά ἤ σιωπηλά ἀδιάκοπα τήν ἐπίκληση
τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ ἤ τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ («Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με») μέ
πολύ ἀργό καί προσαρμοσμένο στά λόγια τῆς προσευχῆς ρυθμό ἀναπνοῆς, μέ τό πηγούνι
στηριγμένο στό στῆθος, τά βλέφαρα κλειστά, τούς ὀφθαλμούς στραμμένους στήν καρδιά, τά
ὦτα νά ἀκοῦν τῆν καρδιά καί τά λόγια τῆς εὐχῆς. Ἔτσι, κατορθώνονται σταδιακά ἡ κάθαρση
τῆς καρδιᾶς, ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ, ἡ μυστική ἕνωση μέ τόν Θεό (θέωση) πού προκαλεῖ αἴσθημα

7 (Π. Κ. Χρήστου, 1994(3)), σσ. 236-237.


8 (G. Ostrogorsky, 1981), σ. 207, (Β. Ν. Τατάκης, 1977), σσ. 243-244, (Α. Α. Βασίλιεφ , 1971), σ. 387, (Δ. Γ.
Τσάμης, 2001), σ. 224.
9 Οἱ παραστάσεις μποροῦν νά θεωρηθοῦν ὡς ἐνέργειες ἤ ἰδιότητες πραγμάτων πού ἔχουν εἰσαχθεί

ἤ δημιουργηθεῖ, διαμορφωθεῖ καί συνδεθεῖ-ὀργανωθεῖ ἀπό τίς ψυχικές δυνάμεις (αἴσθηση, λογική,
νόηση) ἐντός τῆς ψυχῆς. Γιά κάθε πράγμα μπορεῖ νά ὑπάρχει ποικιλία παραστάσεων (π.χ. σέ διάφορες
αἰσθήσεις, χωροχρόνους ἤ γλῶσσες). Μία καθαρή λογική παράσταση εἶναι μή αἰσθητή καί μία καθαρή
νοητή εἶναι μή λογική καί μή αἰσθητή. Μέσω τῆς νόησης ἡ ψυχή μπορεῖ ἀφοῦ συγκεντρωθεῖ, νά
προσλάβει τίς θεῖες ἐνέργειες, νά ἀλλοιωθεῖ καί ἔτσι νά ὑπερβεῖ τούς σωματικούς περιορισμούς καί νά
συλλάβει τήν ἄϋλη καί ἄκτιστη πραγματικότητα.
5/25
ἀρρήτου εὐτυχίας, ἡ θεωρία τοῦ ἀκτίστου φωτός (θεοπτία) καί ἡ θεογνωσία 10. Ἡ κατάληξη
τῆς παραπάνω σταδιακῆς πορείας περιγραφεταί καί ὡς ἔκσταση ἤ ἁρπαγή ἤ εἴσοδος στόν
γνόφο τῆς ἀγνωσίας καί ἐπιφέρει ὑπέρβαση τῶν κοσμικῶν (ὑλοχωροχρονικῶν) ὁρίων11.
Συμβαίνει ὅταν τό πνεῦμα προσελκύσει τόν νοῦ στό βάθος τῆς καρδιᾶς (Σιών), τόν
ἐγκλωβίσει, τοῦ ἀπαγορεῦσει τή συνήθη ἐξωστρεφῆ κίνησή καί (Βαβυλώνια) αἰχμαλωσία του.
Μόνο ἡ καθαρή, ἁπλή, ἄμορφη καί ἀσχημάτιστη, χωρίς ὁράματα καρδιακή προσευχητική
ἐνέργεια, πού εἶναι θεία δωρεά, ὁδηγεῖ στήν καθαρή γνώση καί ἀλήθεια.

ΒΙΟΣ

ΟΝΟΜΑ
Ἀρχίζουμε μέ τήν ἀνάλυση τοῦ ὀνόματος «ἁγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀρχιεπίσκοπος Θνίκης
ὁ θαυματουργός».
• Ὅσον ἀφορᾶ τό «Γρηγόριος» προέρχεται ἀπό τόν παρακείμενο «ἐγρήγορα» τοῦ
ρήματος «ἐγείρω» καί σημαίνει τόν ἄγρυπνο, ὅρο πού παραπέμπει στή νηπτική
διαγωγή ἀλλά καί στή ποιμαντορία του.
• Ὅσο δέ γιά τό «Παλαμᾶς» δηλώνει τό ἐπίθετό του.
• Ὁ ὅρος «ἀρχιεπίσκοπος Θνίκης» φανερώνει τό ὑψηλό ἐκκλησιαστικό του ἀξίωμα στή
βυζαντινή μεγαλόπολη.
• Τέλος, τό «θαυματουργός» φανερώνει τήν ἐπίσκεψη ἤ σκήνωση τῆς θαυματουργικῆς
θείας χάρης καί τίς ἐνέργειές της.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ12
Ὑπάρχει πληθώρα πληροφοριῶν γιά τόν βίο του πού προέρχονται κυρίως ἀπό ἱστορικούς
τῆς ἐποχῆς του (ὅπως ὁ Καντακουζηνός), ἀπό τόν ἐγκωμιαστικό-βιογραφικό λόγο 13 τοῦ
μοναστικοῦ φίλου καί μαθητή του πατριάρχη Κπόλεως Φιλόθεο Κόκκινο (κ.π. 1377), καθώς
καί ἀπό τά συγγράματά του. Ὁ βίος του μπορεῖ νά χωρισθεῖ σέ 5 περιόδους (μόρφωσης,
ἄσκησης καί γ’ ἀντιπαραθέσεων) καί σημαντικά σημεῖα του εἶναι:
ΑΡΧΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΜΟΡΦΩΣΗΣ (Π. 1296-1316) ΕΠΙ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ Β’ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ
• Ἡ γέννηση (π. 1296 μ.Χ.) καί ἀνατροφή του στήν πρωτεύουσα Κπολη ἀπό εὐγενῆ,
εὐσεβῆ Μικρασιατική οἰκογένεια 14· πατέρα τόν Κωνσταντῖνο Παλαμᾶ (κ.π. 1301),
αὐλικό τοῦ αὐτοκράτορα Ἀνδρονίκου Β’ Παλαιολόγου (κ.π. 1333), συγκλητικό καί
προσευχόμενο καί μητέρα τήν Καλ(λον)ή πού τελικά κατέληξαν μοναχοί 15.
• Ἡ ἐγκύκλιος κλασσική παίδευση του (artes liberales (ἐλευθέριες σπουδές): trivium
(γραμματική, ρητορική, λογική) καί quadrivium) ὑπό τήν προστασία τοῦ
αὐτοκράτορα 16.

10 Ἡ θεολογία ἀποτελεῖ διατύπωσή της.


11 Ἡ διαδικασία αὐτή εἶναι ἐνδεικτική καί μπορεῖ να ποικίλλει. Τό ἀποτέλεσμά της εἶναι κυρίως
θεῖο καί ὄχι ἀνθρώπινο θέλημα. Ἔτσι κατά θεία θέληση τό ποθούμενο ἀποτέλεσμα μπορεῖ νά ἐπέλθει
σύντομα ἤ ἀργά, ἀπροσδόκητα ἤ καί καθόλου.
12 (Π. Κ. Χρήστου, 1964), (Γρηγόριος Παλαμᾶς, 1981), σσ. 7-33, (R. E. Sinkewicz, 2002).

13 PG τ. 151.

14 Οἱ γονεῖς του μετακινήθηκαν δυτικότερα λόγω Τουρκικῶν ἐπιδρομῶν καί ἀπέκτησαν 3 υἱούς

(Γρηγόριος, Μακάριος καί Θεοδόσιος) καί 2 θυγατέρες (Ἐπίχαρις καί Θεοδότη).


15 Παράδοση ἀναφέρει ὅτι ἀντιμετώπιζε πρόβλημα ἀπομνημόνευσης, τό ὅποῖο λύθηκε, ὅταν ἄρχισε

νά κάνει 3 μετάνοιες καί προσευχή σέ εἰκόνα τῆς Παναγίας πρίν μελετήσει.


16 Ὁ πατέρας του ἐκοιμήθη, ὅταν ὁ ἅγιος ἧταν περίπου ἑπταετής.

6/25
• Οἱ σπουδές του στό πανεπιστήμιο τῆς Κπολης πού διευθυνόταν ἀπό τόν Θεόδωρο
Μετοχίτη 17 μέ ἐπίδοση στή φιλοσοφία.
• Ἡ ἐγκατάλειψη τῶν ἐπιστημονικῶν σπουδῶν 18 καί ἡ στροφή του στή μελέτη καί
ἐφαρμογή τῆς νήψεως καί τῆς νοερᾶς προσευχῆς μέ ὁδηγό τόν Θεόληπτο ἐπίσκοπο
Φιλαδελφείας (κ.π. 1322) (π. 1313-1316).
• Ἡ προτροπή του πρός τά ὑπόλοιπα μέλη τῆς οἰκογένειας καί ἀρκετούς ὑπηρέτες νά
μονάσουν· ἡ ἀποδοχή της ὡς τοῦ μεγαλυτέρου υἱοῦ καί ὑπευθύνου τῆς οἰκογενείας.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΣΚΗΣΗΣ (Π. 1316-1335) ΕΠΙ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ Β’ ΚΑΙ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ Γ’
ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΩΝ
• Ἡ καταφυγή τῶν περισσότερων σέ μονές τῆς περιοχῆς (Κπολη)· ἡ κατεύθυνση τῶν
τριῶν ἀδελφῶν πρός τό ἁγ. ὄρος (π. 1316).
• Ἡ παραχειμασία στό μοναστικό συγκρότημα τοῦ Παπικίου ὄρους τῆς Ροδόπης 19(π.
1316-1317).
• Ἡ μετάβαση στό μοναστικό κέντρο του Ἄθωνα· ἡ ἄσκηση καί ἡ μοναχική του κουρά
σέ ἡσυχαστήριο πλησίον τοῦ Βατοπεδίου ὑπό τόν ἀσκητή Νικόδημο (κ.π. 1319) (π.
1317-1320)· στό κοινόβιο τῆς Μ. Λαύρας (π. 1320-1323)· στό ἡσυχαστήριο Γλωσσίας
(σημερινή Προβάτα) (π. 1323-1325).
• Ἡ ἀναχώρησή του μετά ἐρημιτῶν (π. 12) ἀπό τό ἁγ. ὄρος μᾶλλον ἐξαιτίας τουρκικῶν
ἐπιδρομῶν· ἡ κατεύθυνση πρός τούς ἁγ. τόπους-Ἱεροσόλυμα· ἡ κατάληξη στή
Θεσσαλονίκη (π. 1325)20.
• Ἡ ἱερατική χειροτονία του στήν κανονική ἡλικία τῶν 30 ἐτῶν (π. 1326).
• Ἡ ἀναχώρησή του μετά 10 μοναχῶν πλησίον τῆς Βεροίας σέ ἡσυχαστήριο· ὁ
προσευχητικός ἐγκλεισμός του 21 (π. 1326-1331) 22.
• Ὁ ἐκτοπισμός τοῦ Ἀνδρονίκου Β’ καί ἡ ἄνοδος τοῦ Ἀνδρονίκου Γ’ (κ.π. 1341) (π. 1328).
• Ἡ ἀπομάκρυνσή του ἀπό τή Βέροια ἐξαιτίας σερβικῶν ἐπιδρομῶν καί ἡ ἐπιστροφή στό
ἁγ. ὄρος στό ἡσυχαστήριο τοῦ ἁγ. Σάββα πλησίον τῆς Μ. Λαύρας (π. 1331).
• Ἡ ἔναρξη τοῦ συγγραφικοῦ του ἔργου 23 μέ τά «Λόγος εἰς τόν βίον τοῦ ὁσίου Πέτρου
τοῦ Ἀθωνίτου» (π. 1332) καί «Λόγος εἰς τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου» (π. 1333).
• Ἡ βραχύχρονος ἡγουμενία του στή μονή Ἐσφιγμένου μέ 200 περίπου μοναχούς (π.
1333-1334) 24.
• Οἱ συναντήσεις του μέ τόν Βαρλαάμ τόν Καλαβρό (κ.π. 1348) 25 στίς ἑνωτικές
ἐκκλησιαστικές συζητήσεις (π. 1333-1334).

17 Αὐτός ἐθαύμασε μία ὁμιλία τοῦ δεκαεπταετοῦς Γρηγορίου περί Ἀριστοτέλους λέγοντας ὅτι
ἀκόμη καί ὁ Ἀριστοτέλης θά τόν ἐπαινοῦσε.
18 Πρός ἀπογοήτευσιν τοῦ ἀυτοκράτορος πού φαινόταν νά τόν προόριζε γιά τήν πολιτική· ἴσως

ἐπηρεασμένος ἀπό μοναχούς ἐπισκέπτες τῆς Κπολης ἤ τόν Θεόληπτο Φιλαδελφείας.


19 Ὅπου ἀντιπαρατέθηκε σέ Βογομίλους ἤ Μασσαλιανούς, δυαρχική αἵρεση πού ὑποτιμᾶ τήν ὕλη

καί τήν ἐξωτερική λατρεία καί ὑπερτιμᾶ τό πνεῦμα καί τήν προσωπική προσευχή.
20 Παράδοση ἀναφέρει κατευθυντήριο ὅραμα τοῦ ἁγ. Δημητρίου.

21 Ἐφαρμογή τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ μέ ἔξοδο μόνο τό Σαββατοκύριακο καί μεγάλες

ἑορτές γιά ἱερουργία, θεία μετάληψη, συναναστροφή καί συμβουλές. Παράδοση ἀναφέρει ὅτι
χρησιμοποιοῦσε τήν προσευχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, φώτισόν μου το σκότος».
22 Διεκόπη προσωρινώς, ὅταν μετέβη στήν Κπολη μετά τήν κοίμηση τῆς μητρός του, ἀπό ὅπου

παρέλαβε τίς ἀδελφές του σέ ἀσκητήρια τῆς Βέροιας.


23 Παράδοση ἀναφέρει κατευθυντήριο ὄραμα.

24 Ὁρίστηκε ἀπό τήν ἁγιορειτική σύναξη, ἀλλά ἡ αὐστηρότης καί ὁ ἀναμορφωτικός ζῆλος του

προκάλεσε ἀντιδράσεις ἀπό τούς μοναχούς.


7/25
• Ἡ ἐπιστροφή στό ἡσυχαστήριο τοῦ ἁγ. Σάββα (π. 1335).
Α’ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΩΝ· ΜΕ ΤΟΝ ΒΑΡΛΑΑΜ (Π. 1335-1341) ΕΠΙ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ Γ’
ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ
• Α’ (ἀρχική) φάση (π. 1335-1337):
♦ ἡ ἀντιπαράθεση 26 περί τῆς ἀνθρωπίνου ἰκανότητος προσδιορισμοῦ τῆς πηγῆς
ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγ. Πνεύματος27 (Τριαδολογικό πρόβλημα)·
♦ ἡ ἀντιπαράθεση περί τῆς ἀνθρωπίνου ἰκανότητος (ἀμέσου, ἐμπειρικῆς καί ὄχι
διανοητικῆς, ψυχοσωματικῆς) γνώσεως τοῦ Θεοῦ καί περί τῆς διακρίσεως μεταξύ
ὑπερφυσικῶς αἰσθητῶν-μεθεκτῶν-γνωστῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν καί
ἀναισθήτου-ἀμεθέκτου-ἀγνώστου ἀκτίστου θείας οὐσίας (γνωσιολογικό
πρόβλημα)·
♦ ἡ συγγραφή τῶν 2 λόγων «Λόγοι ἀποδεικτικοί περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγ.
Πνεύματος» (π. 1335).
• Β’ (κύρια) φάση (π. 1337-1341):
♦ ἡ ἀντιπαράθεση περί τῆς ὠφελείας (κάθαρση καρδιᾶς-φωτισμός νοός-θέωση-
θεοπτία-θεογνωσία διά αὐτῆς) τῆς ἐσωστρεφοῦς ἡσυχαστικῆς προσευχητικῆς
μεθόδου (ἀσκητικό πρόβλημα)·
♦ ἡ νέα ἀντιπαράθεση περί του γνωσιολογικοῦ προβλήματος·
♦ ἡ μετάβαση τοῦ Βαρλαάμ στή Θνίκη· ἡ ἐλλιπής του πληροφόρηση ἀπό ἀρχαρίους
μοναχούς περί τῶν ἡσυχαστικῶν μεθόδων· ἡ ἀνεπιτυχής του κατηγορία πρός τούς
ἡσυχαστές γιά Μασσαλιανισμό στήν ἐνδημοῦσα σύνοδο τῆς Κπολης (π. 1337)·
♦ ἡ τριετῆς ἐγκατάσταση τοῦ ἁγίου στή Θνίκη γιά ὑποστήριξη τῶν ἡσυχαστῶν (π.
1337)·
♦ ἡ συγγραφή τῆς α’ 28 τριάδος «Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων» (π. 1338)·
♦ ἡ συγγραφή τῆς α’ ἀντιησυχαστικῆς πραγματείας τοῦ Βαρλαάμ (π. 1339)·
♦ ἡ ἀπάντηση-συγγραφή τῆς β’ τριάδος «Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων» (π. 1339)·
♦ ἡ ἀπάντηση-συγγραφή τῆς νέας ἀντιησυχαστικῆς πραγματείας τοῦ Βαρλαάμ
«Κατά Μασσαλιανῶν» (π. 1340)·
♦ ἡ σύνταξη τοῦ «Ἁγιορειτικοῦ Τόμου», ὅπου καταδικάζονται οἱ κύριες πλάνες τοῦ
Βαρλαάμ· ἡ ἐπιστροφή τοῦ ἁγίου στόν Ἄθω· ἡ ὑπογραφή τοῦ Τόμου ἀπό τίς
Ἁγιορείτικες ἀρχές (π. 1340)·
♦ ἡ ἀπάντηση-συγγραφή τῆς γ’ τριάδος «Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων» (π. 1341)·
♦ ἡ καταδίκη τοῦ Βαρλαάμ 29 στήν πατριαρχική σύνοδο τῆς Κπολης τοῦ Ἰουνίου 1341
καί ἡ ἀναχώρησή του στήν Ἰταλία (π. 1342).

25 Ἀπό τή νότιο Ἰταλία ἐρχόμενος (π. 1330) ἑλληνικῆς καταγωγῆς φιλόσοφος μοναχός πού τοῦ
ἀνετέθη προσωρινῶς ἕδρα φιλοσοφίας στό πανεπιστήμιο τῆς Κπολης καί ἡγουμενία μονῆς τῆς
Κπολης. Χρησιμοποιοῦσε τήν ἀριστοτελική λογική καί φιλοσοφία (κατηγορήματα-διανοητικός
στοχασμός) γιά τήν πραγμάτευση δογματικῶν ζητημάτων ἐκπροσωπώντας τό σχολαστικισμό καί τόν
ὀρθολογισμό. Ἐπίσης, χρησιμοποιοῦσε τόν Θωμᾶ Ἀκινάτη καί παρερμήνευε συγγράμματα τοῦ ἱεροῦ
Αὐγουστίνου καί τοῦ ψευδο-Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου.
26 Ὁ ἅγιος ὑποστήριζε τά κατωτέρω θέματα μέσω πραγματειῶν, ἐπιστολῶν, ὁμιλιῶν καί

συζητήσεων (ἡ διδασκαλία του ὀνομάστηκε καί παλαμισμός) καί ἡγεῖτο τῆς ἡσυχαστικῆς μερίδος
(Παλαμῖτες), ἐνῶ οἱ ἀντίπαλοί του, ὅπως ὁ Βαρλαάμ πού ἔγινε ὁ α’ ἀρχηγός τῆς ἀντιησυχαστικῆς
μερίδας (Βαρλααμῖτες), τά προσέβαλλαν πλήρως ἤ μερικῶς.
27 Μέ ἀφορμή τή λατινική προσθήκη τοῦ Filioque.

28 Ἀπό τίς γ’.

29 Ἄν καί εἶχε προστάτη τόν Καντακουζηνό.

8/25
Β’ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΩΝ· ΜΕ ΤΟΝ ΑΚΙΝΔΥΝΟ (Π. 1341-1347) ΕΠΙ ΕΜΦΥΛΙΩΝ
ΔΙΑΜΑΧΩΝ

• Ἡ αἰφνίδιος κοίμηση τοῦ Ἀνδρονίκου Γ’ (Ἰούνιος 1341) καί οἱ συνακόλουθες


ταραχώδεις ἀντίπαλες διεκδικήσεις 30 μεταξύ μεγάλου δομεστίχου (εἶδος
πρωθυπουργοῦ) Ἰωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνοῦ (κ.π. 1383) καί μεγάλου δουκός (εἶδος
ἀρχιναυάρχου) Ἀλεξίου Ἀποκαύκου (κ.π. 1345)).
• Ἡ καταδίκη ἀπό σύνοδο τῆς Κπολης τοῦ Αὐγούστου 1341 τῶν θέσεων τοῦ
μετριοπαθοῦς β’ ἀρχηγοῦ τῆς ἀντιησυχαστικῆς μερίδας σλάβου θεολόγου Γρηγορίου
Ἀκινδύνου (κ.π. 1348) πού στό γνωσιολογικό πρόβλημα ἀσπαζόταν τόν Βαρλαάμ, ἐνώ
στό ἀσκητικό τόν ἅγιο.
• Ἡ πρόταση τῆς ἐπισκοπικῆς ἕδρας τῆς Μονεμβασίας ἀπό τούς ἀρχιερεῖς στόν ἅγιο καί
ἡ ἄρνησή του.
• Ἡ ὑποστήριξη Ἀποκαύκου καί Ἀκινδύνου ὑπό τοῦ πατριάρχη Κπόλεως Ἰωάννη ΙΔ’
Καλέκα (κ.π. 1347) καί τῆς γαλλίδας αὐτοκράτειρας Ἄννας Παλαιολογίνας (κ.π. 1365)
καί τοῦ Καντακουζηνοῦ ὑπό τοῦ ἁγίου 31.
• Ἡ σύγκρουση τῶν ἀντιπάλων παρατάξεων· ἡ ἐγκατάσταση τοῦ διωχθέντος
Καντακουζηνοῦ στήν Ἀδριανούπολη (π. 1341).
• Ἡ βαθμιαία ἀποκατάσταση τοῦ Ἀκινδύνου καί ὁ βαθμιαῖος διωγμός του ἁγίου,
ὀφειλόμενος στήν ἐπίμονο στάση τοῦ Καλέκα καί τοῦ Ἀκινδύνου.
• Ἡ ἀπόσυρσή του στή μονή ἀρχαγγέλου Μιχαήλ Σωσθενίου Βοσπόρου, καί στήν
Ἡράκλεια (π. 1342).
• Ἡ σύλληψή του, μέ ἐντολή τοῦ Καλέκα, γιά αἵρεση καί ὁ περιορισμός του διαδοχικά σέ
2 μονές τής Κπόλης (π. 1342).
• Ὁ ἐγκλεισμός του στίς ἀνακτορικές πολιτικές φυλακές (π. 1343)· ἡ ἄρνησή του νά
ἀλλάξει γνώμη.
• Ἡ συγγραφή 2 ἀντιησυχαστικῶν πραγματειῶν ἀπό τόν Ἀκίνδυνο (π. 1343).
• Ἡ συγγραφή-ἀπάντηση τῶν 7 λόγων-πραγματειῶν «Ἀντιρρητικοί κατά Ἀκινδύνου»
(π. 1343).
• Ὁ ἀφορισμός του ἀπό τήν ἐνδημοῦσα σύνοδο τῆς Κπολης (1344) ὡς παρερμηνέα τοῦ
τόμου τῆς συνόδου τοῦ 1341 καί ὡς ἀρνητή τοῦ πατριαρχικού μνημοσύνου.
• Ἡ συγγραφή τῆς ἔκθεσης τῆς ὀρθοδόξου πίστεως «Ὁμολογία πίστεως» (π. 1344).
• Ἡ πληρέστερη ἐνημέρωση τῆς αὐτοκράτειρας γιά τίς θέσεις καί τή δημοτικότητα τοῦ
ἁγίου καί ἡ διαφωνία της μέ τόν Καλέκα (π. 1346).
• Ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἁγίου· ἡ αὐτοκρατορική στέψη τοῦ Καντακουζηνοῦ· ἡ καταδίκη,
καθαίρεση καί ἀφορισμός Καλέκα καί Ἀκινδύνου ἀπό σύνοδο Κπόλεως τοῦ 1347· ἡ
πατριαρχική ἀντικατάσταση τοῦ Καλέκα ἀπό τόν ἡσυχαστή Ἰσίδωρο Βουχερᾶ (κ.π.
1350)· ἡ πατριαρχική ἐκλογή π. 30 νέων ἐπισκόπων μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ ἅγιος γιά
τή Θεσσαλονίκη.
Γ’ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΩΝ· ΜΕ ΤΟΝ ΓΡΗΓΟΡΑ (Π. 1347-1359) ΕΠΙ ΚΑΝΤΑΚΟΥΖΗΝΟΥ
ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΗ Ε’ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ

• Ἡ μή ἀποδοχή τοῦ ἁγίου στή Θνίκη λόγω τῆς κυριαρχίας τῶν Ζηλωτῶν 32· ἡ
πολύμηνος ἀναμονή του στό ἁγ. ὄρος· ἡ ἐπιστροφή του στήν Κπολη.

30 Ὁ διάδοχος Ἰωάννης Ε’ ἧταν ἀνήλικος.


31 Ἀρχικά ὑποστήριζε τόν Βαρλαάμ ἀλλά ἀργότερα τόν ἅγιο.
32 Μερίδα πού ἄν καί ἄρχισε ὡς ἐκκλησιαστική-μοναχική ἀντίδραση στίς πολιτικές ἐπεμβάσεις

στήν Ἐκκλησία ἐξελίχθηκε στή Θεσσαλονίκη τοῦ ιδ’ αἰ. σέ πολιτικό κυρίως κίνημα μέ ἐπαναστατική
9/25
• Ἡ μεταστροφή τοῦ κατά τήν ἐμφύλιο περίοδο μετριοπαθῆ, ἐκλεκτοῦ λογίου,
φιλοσόφου καί ἱστορικοῦ Νικηφόρου Γρηγορᾶ (κ.π. 1359) σέ κατήγορο τοῦ ἁγίου καί γ’
ἀρχηγοῦ τῆς ἀντιησυχαστικῆς μερίδας.
• Ἡ δημόσια διένεξη μέ τόν Γρηγορᾶ (π. 1348).
• Ἡ δεύτερη ἀποτυχημένη ἐγκατάσταση τοῦ ἁγίου στήν ἐπισκοπή Θνίκης 33.
• Ἡ συγγραφή τοῦ οἰονεί δογματικοῦ «Κεφάλαια ἑκατόν πεντήκοντα. Φυσικά καί
θεολογικά, ἠθικά τε καί πρακτικά καί καθαρτικά τῆς βαρλααμίτιδος λύμης» (π. 1349).
• Ἡ κατάληψη τῆς Θνίκης ἀπό τόν Καντακουζηνό· ἡ θριαμβευτική εἴσοδος τοῦ ἁγίου
στή Θνίκη ὡς εἰρηνευτή (π. 1350).
• Ὁ Κάλλιστος Α’ (κ.π. 1363) ἀναλαμβάνει τόν πατριαρχικό θρόνο (π. 1350).
• Ἡ συγγραφή ἀντιησυχαστικῆς πραγματείας (α’ ἀντιρρητικοί) ἀπό τόν Γρηγορᾶ (π.
1350).
• Ἡ ἀποτυχία τῶν συμφιλιωτικῶν προσπαθειῶν τοῦ Καντακουζηνοῦ.
• Ἡ καταδίκη τοῦ Γρηγορᾶ καί τῶν ὑποστηρικτῶν του ἐπισκόπων ἀπό τή σύνοδο
Κπόλεως τοῦ 1351 34.
• Ἡ ὑπογραφή τοῦ τόμου τῆς συνόδου ὑπό τῶν συναυτοκρατόρων καί ἡ ἐκκλησιαστική
ἀποδοχή του.
• Ἡ καμφθεῖσα νέα ἐναντίωση τοῦ Ἰωάννη Ε’ Παλαιολόγου (κ.π. 1391) στόν
Καντακουζηνό· ἡ αἴτησή του πρός τόν ἅγιο γιά μεσιτεία συμφιλίωσης (π. 1354).
• Ἡ ἀποδοχή καί πλοῦς τοῦ ἁγίου στήν Κπολη· προσόρμιση στή μόλις καταλειφθεῖσα
ἀπό τούς Τούρκους Καλλίπολη (π. 1354).
• Ἡ σύλληψις τοῦ ἁγίου καί ἡ κακουχούμενη περιφορά του σέ Λάμψακο, Προῦσα,
Νίκαια· συζητήσεις μέ μουσουλμάνους θεολόγους μέ τήν ἐλπίδα τοῦ προσηλυτισμοῦ
καί τῆς ἡμερώσεως τῶν διαφαινομένων μελλοντικῶν κατακτητῶν (π. 1354-1355).
• Ἡ ἐκθρόνιση τοῦ Καντακουζηνοῦ 35· ἡ ἐνθρόνιση του Ἰωάννη Παλαιολόγου (π. 1354).
• Ἡ καταβολή πλουσίων λύτρων, μᾶλλον ἀπό ἀπεσταλμένους τοῦ Σέρβου ἡγεμόνα
Στεφάνου Δουσάν μέ σκοπό νά τόν προσεταιρισθεῖ, καί ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἁγίου (π.
1355).
• Ἡ διέλευσή του ἀπό τήν Κπολη καί ἡ δημόσια συζήτησή του μέ τόν Γρηγορᾶ περί
οὐσίας καί ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ ἐνώπιον τοῦ Ἰωάννη Παλαιολόγου (π. 1355).
• Ἡ συγγραφή ἀντιησυχαστικῆς πραγματείας (β’ ἀντιρρητικοί) ἀπό τόν Γρηγορᾶ (π.
1355).
• Ἡ ἐπιστροφή στή Θνίκη (π. 1355)· ἡ ἐπίδειξη τῶν ποιμαντικῶν προσόντων του· ἡ
σύνταξη ὁμιλιῶν.
• Ἡ σύνταξη τῶν 4 λόγων-πραγματειῶν «Πρός Νικηφόρον Γρηγορᾶν (ἤ Ἀντιρρητικοί
κατά Νικηφόρου Γρηγορᾶ)» (π. 1356).
• Ἡ προσβολή παλαιᾶς νόσου τῶν σπλάγχνων (π. 1359)· ἡ συνέχιση ἱερουργίας καί
κηρύγματος ἕως τελευταίων ἡμερῶν 36.

δράση χωρίς ὅμως ἀντιεκκλησιαστικές τάσεις. Ἐστράφησαν ἐναντίον τοῦ Καντακουζηνοῦ καί κατά
ἐπέκτασιν τοῦ ἁγίου, πρῶτον διότι ἀγαποῦσαν τήν οἰκογένεια των Παλαιολόγων πού κατά καιρούς
μέλη της διέμεναν στή Θεσσαλονίκη καί τήν κυβερνοῦσαν καί δεύτερον διότι ὁ Καντακουζηνός
ὑποστήριζε τήν κεντρική ἐξουσία, ἐνῶ γιά τή Θεσσαλονίκη συνέφερε διοικητική αὐτονομία.
33 Ἐξαιτίας ἀρνήσεώς του στήν ἀξίωση τῶν Ζηλωτῶν νά μή μνημονεύει τόν αὐτοκράτορα

Καντακουζηνό.
34 Οἱ σύνοδοι τῆς Κπόλεως τοῦ Ἰουνίου 1341, τοῦ 1347 καί τοῦ 1351 θεωροῦνται ἀπό ὁρισμένους ὡς

θ’ οἰκουμενική (καί ε’ Κπόλεως) σύνοδος.


35 Ἀργότερα ἐμόνασε.

36 Κατά αὐτές ἔλεγε τό σύνθημα: «τά ἐπουράνια, τά ἐπουράνια».

10/25
• Ἡ εἰρηνική του κοίμηση 37 (ιδ’ Νοεμβρίου 1359).

ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ38
Ὁ χαρακτῆρας του παρουσιάζεται πολυμαθής, ἰκανότατος γνώστης καί χειριστής τῆς
θύραθεν ρητορικῆς, πολιτικῆς, φιλολογίας καί φιλοσοφίας· βαθύς μύστης τῆς Γραφῆς καί
Παράδοσης· εὐσεβής, νηπτικός, ἡσυχαστικός· ἀντιαιρετικός, ἀσκητικός καί κοινωνικός
ἀγωνιστής· ἐμπειρικός θεολόγος-δογματικός, αὐστηρός στούς ἀμελεῖς, συγχωρητικός στούς
μετανοοῦντας· γλυκομίλητος, ἀνεπιτήδευτος, εἰλικρινής, ὑπομονετικός, εἰρηνικός, ἐλεήμων·
θυόμενος ποιμήν, ἰσχυρός σέ ἁγιότητα.

ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ - ΛΕΙΨΑΝΑ 39
Διακηρύχθηκε ἅγιος μέ πατριαρχική συνοδική πράξη τοῦ 1368 καί ὁ ἑορτασμός του
τελεῖται ἀπό τήν Ἐκκλησία τήν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, ιδ’ Νοεμβρίου, καί ὡς ὑπερμάχου
τῆς Ὀρθοδοξίας τή β’ Κυριακή τῶν νηστειῶν. Τά λείψανά του φυλάσσονται στό
μητροπολιτικό φερώνυμο ναό του στή Θνίκη.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΤΟ «ΠΑΛΑΜΙΚΟ ΣΩΜΑ»40
Διασώζονται σχεδόν ὅλα ἀπό τό πλήθος τῶν συγγραμμάτων τοῦ ἁγίου.
Τό σύνολο τῶν συγγραμάτων πού κυκλοφοροῦν μέ τό ὄνομά του, ὀνομαζόμενο «Παλαμικό
σῶμα», κατατάσσεται ὑπό ὅρους περιεχομένου, μορφῆς καί χρόνου σύνταξης στίς ἐξῆς
ὁμάδες (ἀναφέρονται ὁρισμένα σημαντικά ἔργα):
• δογματικά:
♦ περί ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγ. Πνεύματος (2 ἀποδεικτικοί λόγοι, ἀντεπιγραφαί εἰς τάς
ἐπιγραφάς τοῦ Βέκκου 41)·
♦ ἐπιστολές στούς πρώτους ἡγέτες τῆν ἀντιησυχαστῶν (3 πρός Ἀκίνδυνον καί 2
πρός Βαρλαάμ π. 1336-1341)·
♦ ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων (3 τριάδες)·
♦ ὁμολογιακά κείμενα (ἁγιορειτικός τόμος, ὁμολογία πίστεως καί ἄλλα 4)·
♦ ἐπιστολές περί τῶν ἀντιπαραθέσεων (14, π. 1342-1346)·
♦ πραγματείες περί τῶν ἀντιπαραθέσεων (περί ἑνώσεως καί διακρίσεως, διάλεξις
ὀρθοδόξου μετά βαρλααμίτου καί ἄλλες 7· κυρίως ἀπό τή β’ περίοδο
ἀντιπαραθέσεων)·
♦ ἀντιρρητικοί κατά Ακίνδυνου (7 πραγματεῖες)·
♦ ἀντιρρητικοί κατά Νικηφόρου Γρηγορᾶ (4 πραγματεῖες)·
• ποιμαντικά (2 ἐπιστολές)·
• λειτουργικά (4 εὐχές)·
• ἁγιολογικά (βίος ὁσίου Πέτρου Ἀθωνίτου)·
• ἠθικά (δεκάλογος κατά Χριστόν νομοθεσίας)·
• ἀσκητικά (ρν’ κεφάλαια, πρός Ξένην μοναχήν, κεφάλαια περί προσευχῆς καί
καθαρᾶς καρδίας καί ἄλλα 3)·

37 Παράδοση ἀναφέρει φωτοπλημμύρα τοῦ κελλιοῦ καί τοῦ προσώπου του.


38 (Π. Κ. Χρήστου, 1964), σττ. 775-782, (Γρηγόριος Παλαμᾶς, 1981), σ. 13.
39 (Π. Κ. Χρήστου, 1964), στ. 782.

40 (Π. Κ. Χρήστου, 1964), σττ. 782-789, (Δ. Γ. Τσάμης, 2001), σσ. 231-232.

41 Λατινόφρων πατριάρχης.

11/25
• ὁμιλίαι (π. 63 ἀνά τό λειτουργικό ἔτος· κυρίως ἀπό τά τελευταῖα του ἔτη).

ΕΚΔΟΣΕΙΣ
• Γρηγόριος Παλαμᾶς, Συγγράμματα (ΓΠΣ), ττ. Α’-Ε’, κριτ. ἐπιμ. Π. Κ. Χρήστου,
Θεσσαλονίκη: Κυρομάνος, 1962-1992. Ἡ πληρέστερη κριτική ἐκδόση τοῦ Παλαμικοῦ
σώματος, μέ εἰσαγωγές, ἁγιογραφικές καί πατερικές παραπομπές, καταλόγους καί
σχόλια.
• Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ἔργα, ττ. 1-11, Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας (ΕΠΕ), ἐπιμ.-
μτφρ. Π. Κ. Χρήστου, Ἐ. Γ. Μερετάκης κ.α., Θεσσαλονίκη: Πατερικαί ἐκδόσεις
«Γρηγόριος Παλαμάς», 1981-. Παρόμοια μέ τήν προηγούμενη χωρίς τόν κριτικό
μηχανισμό ἀλλά μέ παράπλευρη νεοελληνική μετάφραση.
• Γρηγόριος Παλαμᾶς, Τά εὑρισκόμενα πάντα, PG τ. 150, σττ. 771-1372 καί PG τ. 151, σττ.
9-1186. Ἐλλιπέστερη ἀπό πλευρᾶς συγγραμάτων κλασσική ἔκδοση μέ λατινική
εἰσαγωγή καί μετάφραση.

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ 42
Ἡ διδασκαλία του ἁγίου εἶναι συνθετική καί παραγωγική, δηλαδή συνδυάζει τήν πρότερη
πατερική παράδοση προσαρμοσμένη στίς ἀνάγκες τῆς ἐποχῆς του.

ΤΡΙΑΔΟΛΟΓΙΑ
Ὁ Θεός εἶναι οὐσία καί ὑπόσταση, ἑνωμένα μεταξύ τους. Εἶναι αΐδιος καί ἀμετάβλητος.
Μονάδα ὡς πρός τήν κοινή οὐσία καί Τριάδα ὡς πρός τά ὁμοούσια καί συναΐδια πρόσωπα-
ὑποστάσεις (Πατήρ-Υἱός-ἁγ. Πνεῦμα) μέ ἀσύγχυτο ἔνωση καί ἀμέριστο διαίρεση. Ἀπό τήν
κάθε ἄκτιστη, ἰδιαίτερη ὑπόστασή του πηγάζουν τά ἄκτιστα, ἰδιαίτερα, ἀκοινώνητα,
ἀμέριστα ὑποστατικά ἰδιώματα καί ἀπό τήν ἄκτιστη, κοινή, αὐθυπόστατη οὐσία του
πηγάζουν τά κοινά, κοινωνητά, μεριζόμενα, οὐσιώδη ἤ φυσικά ἰδιώματα καί οἱ ἀντίστοιχές
τους ἐνέργειες μέσω τῶν ὁποίων αὐτά ἐκδηλώνονται.
Ἡ ἁγ. Τριάδα χωρίζεται σέ ἐκτός κτίσεως αΐδια-θεολογική καί ἐντός κτίσεως οἰκονομική.
Στήν αΐδια Τριάδα ὁ ἀναίτιος Πατήρ εἶναι ἡ μόνη κατά ὑπόστασιν (ὕπαρξιν) αἰτία-ἀρχή-πηγή
(ad intra) κατά γέννησιν τοῦ μονογενοῦς Υἱου καί κατά ἐκπόρευσιν τοῦ ἁγ. Πνεύματος
(μοναρχία). Τό ἁγ. Πνεῦμα ἀναπαύεται-μένει στόν Υἱό πού τό κατέχει. Στήν οἰκονομική
Τριάδα κατά θέλησιν καί ἐνέργειαν δημιουργοί-αἰτίες-ἀρχές-πηγές τῆς κτίσεως καί
ἀποστολεῖς (ad extra) εἶναι ἐξίσου καί ἀπό κοινοῦ καί τά 3 πρόσωπα πού ἀποστέλλουν στήν
κτίση τόν Υἱό καί τό ἁγ. Πνεῦμα καί μάλιστα τά ἐν κτίσει μεριζόμενα οὐσιώδη ἰδιώματα καί
ἐνέργειες (θεία χάρις) καί ὄχι τά ἀμέριστα ὑποστατικά ἰδιώματα.
Τό ὑποστατικό ἰδίωμα τοῦ Πατρός εἶναι τό ἀγέννητο, τό ἀναίτιο, ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ
(αἰτιώδης πατρότητα) καί ἡ (αἰτιώδης) ἐκπόρευση τοῦ ἁγ. Πνεύματος, τοῦ Υἱοῦ τό ἀπό τόν
Πατέρα γεννητό (αἰτιατή υἱότητα) καί τοῦ ἁγ. Πνεύματος τό ἀπό τόν Πατέρα (αἰτιατό)
ἐκπορευτό. Ὀρισμένα ἀπό τά ἀναρίθμητα κοινά οὐσιώδη ἰδιώματα εἶναι τό ἄκτιστο, τό
ἄναρχο σέ σχέση μέ τήν κτίση, τό ἄϋλο, τό ἀόρατο, τό ἀχώρητο, τό ἀόριστο, τό ἀπερινόητο, τό
ἀνενδεές, τό ἄτρεπτο-ἀναλλοίωτο, τό ἀπαθές, ἡ πανταχοῦ παρουσία, ἡ παντογνωσία, ἡ
πανσοφία, ἡ παντοδυναμία, ἡ παναγαθότητα, τό παντεξούσιο καί αὐτεξούσιο, τό αΐδιον, ἡ
ἀειζωία, τό νοερό, τό λογικό, τό θελητικό, τό ἐνεργητικό, ἡ δικαιοσύνη, τό μεταδοτικό, τό

42 (Π. Κ. Χρήστου, 1964), σττ. 789-793, (Δ. Γ. Τσάμης, 2001), σσ. 232-234, (Σ. Χ. Παναγιωτόπουλος,
2008), σσ. 27-187.
12/25
φοβερό, τό οὐσιοποιό, τό ζωοποιό, τό σοφοποιό, τό θεοποιό, τό προνοητικό, τό συνεκτικό, τό
καθαρτικό, τό φωτιστικό, τό γνωστικό, τό ἀγαπητικό, τό κολαστικό.
Οἱ θεῖες ὑποστάσεις εἶναι διακριτές ἀπό τήν οὐσία ἀλλά καί ἑνωμένες μέ αὐτή. Τά
οὐσιώδη ἰδιώματα καί οἱ οὐσιώδεις ἐνέργειες εἶναι διακριτά ἀπό τή θεία οὐσία ἀλλά καί
ἑνωμένα. Τά ὑποστατικά ἰδιώματα εἶναι διακριτά ἀπό τίς θεία ὑποστάσεις τους ἀλλά καί
ἑνωμένα. Ἀκόμη, οἱ θεῖες ὑποστάσεις εἶναι γ’ διακριτές ἀλλά καί ἑνωμένες ὡς πρός τή φύση
(κατά οὐσίαν) καί ἀλληλοπεριχωροῦνται. Τά οὐσιώδη ἰδιώματα καί οἱ οὐσιώδεις ἐνέργειες
εἶναι διακριτά καί ἀναρίθμητα ἀλλά καί ἑνωμένα καί ἀποτελοῦν τό κοινό Τριαδικό ἰδίωμα-
ἐνέργεια πού πηγάζει ἀπό τήν Τριαδική οὐσία. Ἔτσι, παρατηρεῖται τό φαινόμενο τῆς
ἀντίδοσης τῶν ὀνομάτων (ἐναλλακτική χρήση) μεταξύ οὐσίας, ὑποστάσεων, ἰδιωμάτων καί
ἐνεργειῶν.
Ὁ Θεός εἶναι αἰσθητός καί μή, μεθεκτός καί ἀμέθεκτος, μεριστός καί ἀμέριστος,
καταληπτός καί ἀκατάληπτος, γνωστός καί ἄγνωστος, ρητός καί ἄρρητος ὡς πρός τά οὐσιώδη
ἰδιώματα-ἐνέργειες καί τήν οὐσία ἀντίστοιχα. Τά ὀνόματα τοῦ Θεοῦ ἀναφέρονται στά θεῖα
ἰδιώματα-ἐνέργειες· ἔτσι ὁ ὅρος θεότης ἤ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δηλώνει τή θεοποιό ἐνέργεια.

ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ
Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἐνανθρώπησε γεννηθείς ἀπό γυναίκα μέν, γιά νά διορθώσει τήν ἁμαρτία
της, ἀπό παρθένο δέ, γιά νά καινοποιήσει τόν ἄνθρωπο καί ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα. Ὡς
ἐνσαρκωμένος Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔχει τή θεία καί τήν ἀνθρώπινη φύση, μέ τίς ἀντίστοιχες
ἐνέργειες καί θελήσεις, ἑνωμένες ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως καί ἀχωρίστως σέ μία ὑπόσταση. Ἡ
ἕνωση θείας καί ἀνθρωπίνης φύσης καί ἡ θέωση τῆς τελευταίας ἔγινε κατά ὑπόστασιν. Ἡ
προσληφθεῖσα σάρκα του ἦταν μεταμορφωμένη, ἀποπνευματωμένη, ὥστε νά κατασταθεῖ
πηγή ἁγιασμοῦ. Ὁ Χριστός ὡς Θεός εἶχε ὅλη τή θεία ἐνέργεια, ἐνῶ ὡς ἄνθρωπος ἦταν ὁ μόνος
πού ἔλαβε ὅλη τή χάρη. Εἶναι ἡ γέφυρα κτιστοῦ καί ἀκτίστου.

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κτίσμα τῆς δημιουργικής θείας ἐνέργειας, τό μόνο κατά εἰκόνα καί
κατά ὁμοίωσιν τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, μίγμα τοῦ ὑλικοῦ (σῶμα) καί τοῦ ἀΰλου (ψυχή) κόσμου. Ἡ
ψυχή του ἔχει νοερά (νοῦς), λογική (λόγος) καί ζωοποιό (πνεῦμα 43) ἐνέργεια πού ζωοποιεῖ τό
συνημένο σῶμα του 44. Ἡ ψυχή ἑνώνεται μέ τό σῶμα κατά τή σύλληψη (σχηματίζοντας τό
πρόσωπο), χωρίζεται κατά τήν κοίμηση καί ἐπανενώνεται κατά τή β’ παρουσία. Τό σῶμα δέν
εἶναι πονηρό ἀλλά κατοικία τῆς ψυχῆς, τοῦ νοῦ καί τοῦ Θεοῦ. Τό σῶμα συνιστᾶ ἐνιαῖο καί
ἀδιάσπαστο σύνολο μέ τήν ψυχή. Ἡ ψυχή ἔχει αὐθυπόστατη ἄϋλη οὐσία, εἶναι (κατά χάριν)
ἀθάνατος, διαχέεται σἐ ὅλο τό σῶμα καί τό συνέχει. Ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖ συγκεφαλαίωση
τῆς κτίσης καί τό τιμιότερο κτίσμα. Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν μερισμένη (ὄχι κοινή) οὐσία καθώς καί
ἐνέργειες.
Γιά τόν ἄνθρωπο ὑπάρχουν 2 σοφίες: ἡ κοσμική-ἀνθρώπινη (φιλοσοφία) πού εἶναι φυσικό
δῶρο καί βοηθᾶ σέ κοσμικές ἀνάγκες καί ἡ ὑπερκόσμια-θεία (θεολογία) πού εἶναι ὑπερφυσικό
δῶρο καί βοηθᾶ στή γνώση τοῦ Θεοῦ καί στήν ἀνθρώπινη σωτηρία. Ἡ πηγή τῆς θεολογίας
(δογματικῆς καί ἠθικῆς) εἶναι ἡ πατερική παράδοση καί ἡ προσωπική ἐμπειρία καί ὄχι ἡ
φιλοσοφία (στοχασμός). Ἡ φιλοσοφία ὁδηγεῖ σέ εἰσαγωγική μερική κοσμική γνώση καί σέ
ἠθικούς κανόνες. Ἡ θεολογία εἶναι ἀνώτερη ἀπό τή φιλοσοφία καί τήν ἐπιστήμη.
Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ συμβαίνει διά τῆς θεολογίας πού εἶναι καταφατική καί ἀποφατική. Ἡ
καταφατική ἔχει 2 μέσα· α’ τή λογική καί β’ τή Γραφή καί τούς πατέρες. Ἡ πρώτη διά τῆς θέας

43 Τό πνεῦμα θεωρεῖται ὡς ἔρωτας τοῦ νοῦ πρός τόν λόγο.


44 Ἐνῶ οἱ ἄγγελοι δέν ἔχουν ζωοποιό ἐνέργεια σώματος καί σῶμα.
13/25
τῶν ὄντων καί ἡ δεύτερη διά τῶν ἱερῶν κειμένων ἀνάγουν σέ γνώση τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἀφορμές
ἔμμεσης γνώσης τῶν θείων ἰδιοτήτων πού προϋποθέτουν στοιχειώδη πίστη, καί ὄχι
ἀποδείξεις ὕπαρξης. Ἡ ἀποφατική ἔχει μέσο τήν πίστη πού εἶναι ὑπερφυσική δύναμη
ἀνώτερη τῶν ἄλλων ψυχικῶν δυνάμεων καί ἀπόδειξη τῆς θείας ὕπαρξης. Διά τῆς πίστεως ὁ
ἄνθρωπος καθαίρεται καί φθάνει στή θεοπτία, τῆς ὁποίας τά βλεπόμενα εἶναι πραγματικά
σύμβολα ἀνταποκρινόμενα σέ πράγματα.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι δεκτικός τῆς θείας χάρης. Τίς θεῖες καί θεοποιές ἐνέργειες μποροῦν νά
τίς γευθοῦν ὅλοι μά περισσότερο οἱ ἐξωτερικά καί ἐσωτερικά ἡσυχάζοντες. Πλήρης
ψυχοσωματική προσευχή καί ἀπόλαυσή τῶν θείων ἐνεργειῶν (κατά ἐνέργειαν ἕνωση) γίνεται
μέ τήν ἐσωτερική συνέλιξη τού νοῦ καί τήν ἀδιάλειπτη προσευχή τοῦ Ἰησοῦ πού οἱ ἀρχάριοι
τά ἐπιδιώκουν μέ εἰδική τεχνική, ἐνῶ οἱ τέλειοι μέ τήν ἰσχυρή θέληση. Ὁ ἀσκητής αἰσθάνεται
ἐσωτερική θέρμη σάν τό πῦρ καί τήν αὔρα πού ἐμφανίστηκαν στόν προφήτη Ἠλία καί βλέπει
τό θεῖο φῶς ὡς πραγματικό σύμβολο τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν. Οἱ μετέχοντες ἀσκητές
καταυγάζονται καί γίνονται θεοκίνητοι ἀπό τήν ἄκτιστο θεοποιό χάρη. Ἡ μετοχή τῶν θείων
ἐνεργειῶν εἶναι κατά κανόνα μερική (σέ εἶδος καί ποσότητα), ἀνάλογη μέ τήν (ἐξ ἀσκήσεως)
κάθαρση. Ἡ σταδιακή μετοχή στήν καθαρτική, φωτιστική καί θεοποιό ἐνέργεια ὁδηγεῖ στή
θέωση. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται κατά χάριν ἀτελεύτητος καί ἄναρχος θεός μετέχοντας στά θεῖα
φυσικά ἰδιώματα χωρίς νά ἀποκτᾶ τή θεία οὐσία. Ὁ ἄνθρωπος ὑψώνεται πάνω ἀπό τά
ἐγκόσμια. Ἡ θέωση εἶναι ἐφικτή στό παρόν μέ μία ὑπερφυσική σύνδεση ἱστορικοῦ μέ
ὑπεριστορικό. Τό Θαβώρειον φῶς, τό ἄκτιστο φῶς τῶν ἀσκητῶν καί ἡ ὑπόσταση τῶν αἰωνίων
ἀγαθῶν εἶναι τρεῖς φάσεις τοῦ ἰδίου γεγονότος συνδυασμένες στό ὑπερχρόνιο. Σέ σχέση μέ τή
μέλλουσα ὁλοκληρωμένη πραγματικότητα ἡ παροῦσα ἐμπειρία εἶναι σάν ἀρραβώνας.
Πρότυπα τελείων ἀσκητῶν εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής καί ἡ Θεοτόκος.

ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΑ
Ὁ ἄνθρωπος μέ κατάχρηση τοῦ αὐτεξουσίου του κατά τήν πτώση ἔχασε τή μέθεξη καί
κοινωνία τῆς θείας δόξας καί ἔτσι ὑπέστη πνευματικό θάνατο. Τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο
ἀνόρθωσε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἀνάληψη τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί τήν ἀνακαίνισή της. Ἡ
συμμετοχή στήν ἀνακαίνιση γίνεται στό ἀναγεννητικό βάπτισμα χωρίς τό σῶμα νά γίνει
ἄφθαρτο καί ἀπαθές. Ἡ ἀφθαρσία ἐπιτυγχάνεται μέ ἄσκηση. Ἡ διατήρηση τῆς ἀνακαίνισης
γίνεται μέ τή θεία εὐχαριστία. Τά δύο μυστήρια περικλείουν ὅλη τήν οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ σωτηρία ἐπιτυγχάνεται μέ τή μετοχή στή (ἤ ἕνωση μέ τή) θεία χάρη καί στό σῶμα τοῦ
Χριστοῦ. Ἔτσι τό κτιστό κατά φύσιν μεταβάλλεται σέ ἄκτιστο κατά χάρη.

ΚΤΙΣΙΟΛΟΓΙΑ
Ἡ κτίση δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό καί εἶναι πρόσκαιρη καί μεταβαλλόμενη. Ἡ
δημιουργία ἔγινε συνετῶς καί ὁδηγεῖ στή γνώση τοῦ Θεοῦ. Τά ὄντα κτίσθηκαν διαδοχικά μέ
τελευταῖο τόν ἄνθρωπο. Ὁ ὑπόλοιπος κόσμος ἔγινε πρίν ἀπό αὐτόν γιά χάρη του. Ὑπάρχουν
ἄψυχα ὄντα (ὅπως οἱ ἀστέρες καί οἱ ἁπλές ὑποστάσεις τῶν δ’ κοσμικῶν στοιχείων) πού
μετέχουν στήν οὐσιοποιό ἤ δημιουργική, στή συνεκτική καί στήν προνοητική ἐνέργεια, τά
ζωντανά (φυτά καί ζῶα) καί στή ζωοποιό, τά λογικά-νοερά (ἄνθρωποι, ἀγαθοί ἄγγελοι,
δαίμονες) καί στή λογοποιό ἤ σοφοποιό, οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἄνθρωποι, σύμφωνα μέ τή βούληση
τοῦ Θεοῦ καί τήν κάθαρσή τους, καί στή θεοποιό ἤ ἁγιοποιό. Ἡ κτίση ἁγιάζεται μέ τή μετοχή
στίς θεῖες ἐνέργειες πού μεταδίδουν οἱ ἅγιοι.

14/25
ΕΡΓΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΑ

ΠΗΓΕΣ45
Σύμφωνα μέ τίς παραπομπές τῆς ἔκδοσης (Γρηγόριος Παλαμᾶς, 1992) διαφαίνονται οἱ
παρακάτω πηγές.
Ἀρχαιοελληνικές: Πλάτων, Ἀριστοτέλης, Εὐκλείδης.
Ἁγιογραφικές: Παλαιά διαθήκη, καινή διαθήκη.
Πατερικές: Μέγας Ἀθανάσιος, μέγας Βασἰλειος, ἁγ. Γρηγόριος θεολόγος, ἁγ. Γρηγόριος
Νύσσης, ψευδο-Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, ἁγ. Μάξιμος ὁμολογητής, ἁγ. Ἰωάννης Δαμασκηνός,
ἁγ. Συμεών μεταφραστής.

ΠΑΤΡΟΤΗΤΑ
Ἀρκετοί ἑρευνητές, ὅπως οἱ Π. Κ. Χρήστου καί R. E. Sinkewicz, θεωροῦν τό ἔργο γνήσιο. Ὁ
μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος 46 ὅμως θεωρεῖ ὡς πιθανότερη ἐκδοχή ὅτι εἶναι
ψευδεπίγραφο, ἔργο μεταγενεστέρου συγγραφέως πού ἔλαβε ὁλόκληρα χωρία ἀπό κείμενα
τοῦ ἁγίου καί χρησιμοποίησε καί τόν ἱερό Αὐγουστῖνο. Ὡς πιθανό συγγραφέα θεωρεῖ τόν
πατριάρχη Κπόλεως Γεννάδιο Σχολάριο (κ.π. 1472) ἤ τόν μητροπολίτη Νικαίας Θεοφάνη (κ.π.
1381).

ΤΙΤΛΟΣ - ΘΕΜΑ47
Ὁ πλήρης τίτλος τοῦ ἔργου εἶναι «Κεφάλαια ἑκατόν πεντήκοντα. Φυσικά καί θεολογικά,
ἠθικά τε καί πρακτικά, καί καθαρτικά τῆς Βαρλααμίτιδος λύμης» χωρίζων τό θεματικό
περιεχόμενο σέ 4 μέρη· 2 δογματικά (φυσικά (κκ. α’-λγ’) καί θεολογικά (κκ. λδ’-μ’)), 1
ἀσκητικό (ἠθικά καί πρακτικά (κκ. μα'-ξζ’)) καί 1 πολεμικό (καθαρτικά Βαρλααμίτιδος λύμης
(κκ. ξη’-ρν’)). Ὡς «Βαρλααμίτις λύμη» χαρακτηρίζεται ἡ αἵρεση τοῦ Βαρλαάμ καί τῶν
συνεχιστῶν του.

ΧΩΡΟΧΡΟΝΟΣ48
Φαίνεται ὅτι τά κεφάλαια συντάχθηκαν κατά ὁμάδες κατά καιρούς καί συνδέθηκαν σέ
ἐποχή ἠρεμίας, ἐλευθερίας κινήσεων καί ἀνέσεως χρόνου, ὅπως ἡ 1349-1350, πιθανόν στό ἁγ.
ὄρος.

ΕΙΔΟΣ - ΣΚΟΠΟΣ - ΑΠΟΔΕΚΤΗΣ49


Ἀνήκει στό γραμματειακό εἶδος τῶν κεφαλαίων πού ἀνάγεται στόν Εὐάγριο Ποντικό.
Χαρακτηρίζεται σημαντικό ἔργο, συνθετικό, θεολογικῆς ὠριμότητας, ἀσκητικό, δογματικό,
ἀντιρρητικό, συστηματικό.
Σκοπός τοῦ ἔργου ἦταν ἡ σύνοψη κυρίως φυσικῶν ἀλλά καί ἠθικῶν καί θεολογικῶν
θεμάτων πού εἶχαν θιγεῖ κατά προηγούμενες ἀντιπαραθέσεις.
Ὡς ἀποδέκτης τῆς πραγματείας διαφαίνονται οἱ πιστοί τῆς ἐκκλησίας.

45 (Γρηγόριος Παλαμᾶς, 1992), σσ. 37-119.


46 (Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος, 2009).
47 (Γρηγόριος Παλαμᾶς, 1992), σσ. 11-12.

48 (Γρηγόριος Παλαμᾶς, 1992), σ. 30, (R. E. Sinkewicz, 2002), σ. 136.

49 (Γρηγόριος Παλαμᾶς, 1992), σσ. 7,11-12, (R. E. Sinkewicz, 2002), σ. 136.

15/25
ΓΛΩΣΣΑ
Χρησιμοποιεῖται ἀττικίζουσα διάλεκτος, πλούσια, κομψή καί πολύπλοκη σέ λεξιλογίο,
σύνταξη καί νοήματα. Διακρίνεται ἀπό σαφήνεια καί ἰσχυρή συλλογιστική.

ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ50
Διεσώθησαν οἱ παρακάτω 9 κώδικες.
Ἀθηνῶν 2092 (Α 1 , ις’ αἰ.), Coislinus 100 (C 3 , ιε’ αἰ.), Ἰβήρων 386 (Ι 3 , ις’ αἰ.), Λαύρας 1945 (Λ 2 ,
ιη’ αἰ.), Λαύρας 1907 (Λ 3 , ιη’ αἰ.), Λαύρας 2150 (Λ 4 , ιε’ αἰ.), Parisinus Graecus 2381 (P 5 , ιε’ αἰ.),
Mosquensis Synodicus 249 (M 0 , ις’ αἰ.), Χάλκης 138 (Χ, ιδ’ αἰ.).

ΕΚΔΟΣΕΙΣ
Σημαντικές ἐκδόσεις τοῦ ἔργου εἶναι:
• Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, Κεφάλαια φυσικά, θεολογικά, ἠθικά τε καί πρακτικά, ρν’,
Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν, ἐπιμ. Νικόδημος Ἁγιορείτης - Μακάριος Νοταρᾶς,
Βενετία: Antonio Bortoli, 1782, σσ. 964-1009 (editio princeps, μή κριτική).
• Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, Κεφάλαια φυσικά, θεολογικά, ἠθικά τε καί πρακτικά, ρν’,
Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν, τ. 4, ἐπιμ. Νικόδημος Ἁγιορείτης - Μακάριος
Νοταρᾶς, Ἀθῆναι: Ἀστήρ, 1963(3), σσ. 134-187 (ἐλάχιστες διαφορές ἀπό τήν
προηγούμενη).
• Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, Κεφάλαια φυσικά, θεολογικά, ἠθικά τε καί πρακτικά, ρν’, PG
τ. 150, 1865, σττ. 1121-1226 (ἐλάχιστες διαφορές ἀπό τήν προηγούμενη).
• Gregory Palamas, The one hundred and fifty chapters, κριτ. ἐπιμ.-μτφρ. R.E. Sinkewicz,
Studies and Texts (ST) τ. 83, Toronto: Pontifical Institute of Medieval Studies, 1988, σσ. 82-
256 (=TLG 3254/1) (κριτική ἔκδοση μέ ἀγγλική μετάφραση καί σχόλια).
• Γρηγόριος Παλαμᾶς, Κεφάλαια ἑκατόν πεντήκοντα. Φυσικά καί θεολογικά, ἠθικά τε
καί πρακτικά, καί καθαρτικά τῆς Βαρλααμίτιδος λύμης, Συγγράμματα (ΓΠΣ), τ. Ε’,
κριτ. ἐπιμ. Π. Κ. Χρήστου, Θεσσαλονίκη: Κυρομάνος, 1992, σσ. 37-119 (ἡ πληρέστερη
κριτική ἐκδόση, μέ εἰσαγωγή, παραπομπές καί σχόλια).
• Γρηγόριος Παλαμᾶς, Κεφάλαια ἑκατόν πεντήκοντα. Φυσικά καί θεολογικά, ἠθικά τε
καί πρακτικά, καί καθαρτικά τῆς Βαρλααμίτιδος λύμης, Ἔργα, τ. 8, Ἕλληνες Πατέρες
τῆς Ἐκκλησίας (ΕΠΕ), ἐπιμ.-μτφρ. Π. Κ. Χρήστου, Ἐ. Γ. Μερετάκης, Θεσσαλονίκη:
Πατερικαί ἐκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», 1994, σσ. 75-261 (παρόμοια μέ τήν
προηγούμενη χωρίς τόν κριτικό μηχανισμό ἀλλά μέ παράπλευρη νεοελληνική
μετάφραση).
Ἀκόμη ὑπάρχουν ρουμανική, γαλλική καί ἰταλική μετάφραση σέ ἀντίστοιχες ἐκδόσεις τῆς
Φιλοκαλίας.

ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΚΚ. 1-5051


Παρακάτω δίδονται σημαντικές θέσεις τῶν πρώτων 50 κεφαλαίων (π. 8.000 λέξεις) ἀνά
κεφάλαιο.
κ. Βασικές θέσεις
α’ 52 Ἡ φύση τοῦ κόσμου φανερώνει ὅτι ὁ κόσμος ἔχει ἀρχή, ἐνῶ ὁ Θεός ὄχι.
β’ 53 Ἡ πίστη στόν Χριστό καί τούς προφῆτες διδάσκει τό τέλος τοῦ κόσμου καί τῶν

50 (Γρηγόριος Παλαμᾶς, 1992), σσ. 31-33.


51 (Γρηγόριος Παλαμᾶς, 1992), σσ. 13-18, (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κκ. α’-ν’, σττ. 1121B-1157C.
52 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. α’, στ. 1121BC.

53 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. β’, σττ. 1121C,1124A.

16/25
σωμάτων ὡς διάλυση καί μεταστοιχείωση πρός τό θεϊκότερο μέσω θείων ἐνεργειῶν.
Ἡ ὑπό Ἑλλήνων σοφῶν θεοποιημένη ἀεικίνητη κοσμική ψυχή πού κινεῖ τόν οὐρανό
γ’ 54 καί τά ἄστρα καί εἶναι δημιουργός, κυβερνήτης καί προνοητής ὅλου τοῦ αἰσθητοῦ
κόσμου εἶναι ἄνευ ὀργάνων, ἄρα ἄνευ ζωῆς, ἄρα ἀνύπαρκτη.
Ὁ οὐρανός (ἤ οὐράνιο σῶμα) περιστρέφεται ἀπό τήν ἐλαφριά σωματική φύση του καί
δ’ 55 ὄχι ἀπό μία ἀνύπαρκτη οὐράνια ἤ παγκόσμια ψυχή. Ἡ μόνη λογική ψυχή εἶναι ἡ
ὑπερουράνια νοερή ἀνθρώπινη.
Ὁ οὐρανός δέν εἶναι ἐπεκτάσιμος πρός τά πάνω γιατί εἶναι τό λεπτότερο καί
ε' 56
ἐλαφρότερο σῶμα.
Ὁ οὐρανός συμπεριλαμβάνει κάθε σῶμα. Ὁ Θεός γεμίζει τά πάντα, ἐντός καί ἐκτός
ς' 57
κόσμου καί χρόνου.
Ὁ οὐρανός κινεῖται ἐκ σωματικῆς φύσεως κυκλικά πρός τόν ἑαυτό του ὡς λεπτότατο,
ζ' 58
ἀνώτατο καί κινητικότατο.
Οἱ ἄνεμοι κινοῦνται ἐκ σωματικῆς φύσεως γύρω ἀπό βαρύτερα ὑφιστάμενα μέρη καί
η' 59
κάτω ἀπό τόν ἐλαφρότερο οὐρανό.
Κατά τούς Ἕλληνες σοφούς ὑπάρχουν τέσσερεις εὔκρατες ζῶνες τῆς γῆς πού εἶναι
κατοικήσιμες ἀντιστοίχως ἀπό 4 μή ἐπικοινωνοῦντα γένη ἀνθρώπων. Αὐτό δέν ἰσχύει,
θ' 60
καθώς ἐκτός ἀπό τό 1/ 10 τῆς γήινης σφαίρας, σχεδόν ὅλο τό ὑπόλοιπο καλύπτεται ἀπό
νερά τῆς ἀβύσσου.
Ἡ γνωστή οἰκουμένη, εἶναι τό μόνο μή καλυπτόμενο ἀπό νερά της ἀβύσσου, καί
συνεπῶς μόνο κατοικήσιμο, γήινο μέρος. Πράγμα σύμφωνο μέ τόν Ἀριστοτέλη, πού
ι' 61 θεωρεῖ ὅτι τά 5 (γῆ, νερό, ἀέρας, φωτιά, προσθέτοντας τόν αἰθέρα) στοιχεῖα πού
συνθέτουν τόν κόσμο, βρίσκονται σφαιρικά σέ 5 χώρους, ὅπου ὁ μεγαλύτερος περιέχει
τόν μικρότερο.
Γιά τίς 5 σφαῖρες τῶν κοσμικῶν στοιχείων ὑπάρχει αὔξουσα σειρά ὄγκου. Ἡ ὑδάτινη
ια' 62
σφαίρα ἔχει χαμηλότερο κέντρο ἀπό τή γήινη.
Τό 1/ 10 τῆς ἐπιφάνειας-περιμέτρου τῆς γήινης σφαίρας εἶναι κατοικούμενο. Ἡ ὑδάτινη
ιβ’ 63 σφαίρα ἐφάπτεται σἐ αὐτό καί περιέχει τή γήινη σφαίρα. Ἄρα ἡ ὑδάτινη σφαίρα ἔχει
διπλάσια σχεδόν διάμετρο καί ὀκταπλάσιο ὄγκο 64 ἀπό τή γήινη καί κέντρο τό
κατώτατο γήινο ἄκρο.
Τό 1/ 8 τῆς ὑδάτινης σφαίρας ἔχει ἀναμιχθεῖ μέ τή γήινη. Ἔτσι, σχηματίζονται πηγές,
ιγ’ 65
ποτάμια, θάλασσες, λίμνες καί ὑπόγεια ὕδατα.
Μόνο ἡ δική μας οἰκουμένη (πάνω ἐφαπτόμενο μέρος γήινης καί ὑδάτινης σφαίρας)
ιδ’ 66
ὑπάρχει λόγω τῆς ὑδατίνου καλύψεως τῆς ὑπολοίπου γήινης σφαίρας. Μόνο στήν

54 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. γ’, σττ. 1124,1125A.


55 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. δ’, στ. 1125AB.
56 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. ε’, στ. 1125BC.

57 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. ς’, στ. 1125CD.

58 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. ζ’, σττ. 1125D,1128A.

59 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. η’, στ. 1128AB.

60 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. θ’, στ. 1128BC.

61 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. ι’, στ. 1128CD.

62 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. ια’, σττ. 1128D,1129A.

63 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. ιβ’, στ. 1129ABC.

64 Σύμφωνα μέ τή γεωμετρία V=(4/3)πρ3.

65 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. ιγ’, σττ. 1129C,1132A.

66 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. ιδ’, στ. 1132AB.

17/25
οἰκουμένη αὐτήν ὑπάρχει ἡ μόνη ἐνσώματη λογική ψυχή, ἡ ἀνθρώπινη, καί τά
χερσαῖα ἄλογα ζῶα.
Οἱ 5 αἰσθήσεις (ὄραση, ἀκοή, ὄσφρηση, ἀφή, γεύση) διαμορφώνονται ἀπό τά
ιε’ 67 ἀντίστοιχα αἰσθητά ἐρεθίσματα. Οἱ αἰσθητές ἀντιλήψεις προέρχονται ἀπό τά
σωματικά εἴδη καί εἶναι ἀποτυπώματά τους πού χωρίζονται ἀχώριστα ἀπό αὐτά.
Τό φανταστικό μέρος τῆς ψυχῆς οἰκειοποιεῖται τά ἐκμαγεῖα (μοντέλα-εἰκόνες) τῶν
ις’ 68 αἰσθήσεων καί τά χωρίζει τελείως ἀπό τά σώματα. Τά ἀποθηκεύει καί τά ἀνακαλεῖ,
ἀκόμη καί ἀπόντων τῶν ἀντιστοίχων σωμάτων.
Ἡ φαντασία, ὡς ψυχική λειτουργία, βρίσκεται μεταξύ νοῦ καί αἴσθησης. Ἡ αἴσθηση
σχηματίζει ἀπό τά σώματα τά ἐκμαγεῖα· ἀπό αὐτά ἡ φαντασία σχηματίζει τά
ιζ’ 69 ἀσώματα ἐκμαγεῖα· ἀπό αὐτά σχηματίζει ὁ νοῦς λογισμούς· μέ βαθμό ἐμπαθείας
(κακία) ἤ ἀπαθῶς (ἀρετή), μέ βαθμό πλάνης (κακοδοξία) ἤ ἀπλανῶς (ὀρθοδοξία). Ὁ
νοῦς ὅμως σχηματίζει λογισμούς καί ἀπό μή αἰσθητά.
Ἀξιοπρόσεκτο, τό ὅτι ἀπό τά πρόσκαιρα αἰσθητά προξενεῖται μόνιμο ψυχικό νοητό
ιη’ 70
φῶς, πάροχο αἰωνίου ζωῆς, ἤ κολαστήριο νοητό σκότος.
Ὁ νοῦς, χρησιμοποιώντας τή φαντασία καί μέσω αὐτῆς τίς αἰσθήσεις, ἀποκτᾶ μία
ιθ’ 71
σύνθετη γνώση. Τό παράδειγμα τοῦ φωτός τῆς σελήνης καί τῆς τροχιᾶς της.
Παρόμοια παραδείγματα· οἱ ἐκλείψεις τοῦ ἡλίου, οἱ μετακινήσεις καί οἱ σχηματισμοί
τῶν πλανητῶν, τά οὐράνια φαινόμενα, οἱ φυσικές αἰτίες, οἱ μέθοδοι, οἱ τέχνες καί
κ’ 72
κάθε γνώση ἐπιμέρους κατανοήσεων. Οἱ γνώσεις αὐτές δέν ὀνομάζονται πνευματικές
ἀλλά φυσικές.
Ἡ διδασκαλία τοῦ Πνεύματος παρέχει τή βεβαία καί ἀληθινή γνώση γιά τόν Θεό, τόν
κόσμο καί τόν ἄνθρωπο. Διδάσκει τήν ἀληθινή, ἀΐδιο καί ἀμετάβλητο ὀντότητα τοῦ
Θεοῦ, τή μή προέλευσή του ἀπό τήν ἀνυπαρξία καί τή μή κατεύθυνσή του στήν
κα’ 73 ἀνυπαρξία. Τό τρισυπόστατο καί τήν παντοδυναμία του. Τήν ἑξαήμερο δημιουργία
τῶν ὄντων ἀπό τή μή ὕπαρξη μέ τόν λόγο καί τή χρήση ἐνδιαμέσων ὑλῶν. Ὁ Θεός
δημιούργησε ἀρχικά τόν οὐρανό καί τή γῆ, ὡς ὕλη πού δέχεται τά πάντα καί παράγει
τά πάντα. Αὐτό ἀνατρέπει τήν κακοδοξία τῆς προϋπάρξεως τῆς ὕλης.
Μετά τή δημιουργία ὁ Θεός ἀπένειμε μέσα σέ 6 μέρες στό καθένα τό σύνολο
κβ’ 74 γνωρισμάτων του, διαθέτοντας καί συνθέτοντας ἁρμονικά. Τήν ἀκίνητη γῆ ἔθεσε
κέντρο στόν κύκλο τοῦ οὐρανοῦ· τά ἀεικίνητα καί ταχυκίνητα σώματα πέριξ.
Ἡ κτίση, ἡ στερέωση, ἡ τάξη, ἡ κίνηση καί ἡ κόσμηση τοῦ κόσμου ἔγιναν συνετῶς καί
κγ’ 75 παρέχουν τή γνώση τῶν ἐτησίων διαφορῶν τῶν ἐποχῶν, τῶν μέτρων, τῶν χρονικῶν
διαστημάτων καί τοῦ ἐνεργοῦντος αὐτά Θεοῦ στούς συνετούς.
Τά ὄντα κτίσθηκαν διαδοχικά καί τελικά ὁ ἄνθρωπος. Ὁ αἰσθητός κόσμος ἔγινε πρίν
ἀπό αὐτόν γιά αὐτόν. Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἑτοιμάστηκε ἀπό τή δημιουργία τοῦ
κδ’ 76
κόσμου γιά αὐτόν. Προηγήθηκε διαβούλευση τοῦ Θεοῦ περί αὐτοῦ καί ἐπλάσθη μέ τό
χέρι τοῦ Θεοῦ κατά εἰκόνα. Ἔλαβε ἐκτός ἀπό τό ὑλικό, αἰσθητό σῶμα, πού ἔχουν τά

67 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. ιε’, στ. 1132BC.


68 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. ις’, στ. 1132C.
69 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. ιζ’, στ. 1132CD.

70 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. ιη’, στ. 1133A.

71 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. ιθ’, στ. 1133AB.

72 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. κ’, στ. 1133BC.

73 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. κα’, στ. 1133CD.

74 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. κβ’, σττ. 1133D,1136AB.

75 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. κγ’, στ. 1136BCD.

76 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. κδ’, σττ. 1136D,1137A.

18/25
ζῶα, καί τήν ἐκ Θεοῦ ψυχή μέ ἀπόρρητο φύσημα. Ἔγινε ἔτσι πάνω ἀπό ὅλα στά ὁποῖα
ἐπιστατεῖ. Γνωρίζει τόν Θεό καί ἀποδεικνύει τή μεγαλοσύνη του. Εἶναι δεκτικός τῆς
χάρης τοῦ Θεοῦ καί δυνατός νά ἑνωθεῖ μέ αὐτόν ἀκόμη καί κατά ὑπόστασιν στό
πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Τά παραπάνω ἀποτελοῦν ἀληθινή, σωτηριώδη καί πνευματική σοφία καί γνώση· εἶναι
κε’ 77
ἀκατανόητα ἀπό τούς Ἕλληνες σοφούς καί φιλοσόφους πού τά ὑποτιμοῦν.
Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀνθρώπινης θέσης κοντά στόν Θεό ὑπερβαίνει κάθε
ἑλληνική φιλοσοφία. Μόνον ὁ ἄνθρωπος κτίσθηκε κατά εἰκόνα τοῦ πλάστη του, γιά
νά τόν βλέπει, νά τόν ἀγαπᾶ καί νά τόν πιστεύει· μόνον ἐκείνου νά εἶναι μύστης καί
προσκυνητής. Ὅλα ὅσα βρίσκονται στή γῆ καί τόν αἰσθητό οὐρανό, εἶναι κατώτερά
κς’ 78
του καί ἄνευ νοῦ. Οἱ Ἕλληνες σοφοί ἀτίμασαν τήν ἀνθρώπινη φύση καί ἀσέβησαν
στόν Θεό καθώς σεβάστηκαν καί λάτρεψαν τήν κτίση ἀντί τόν Κτίστη. Ἀπέδωσαν νοῦ
καί δύναμη στά ἀναίσθητα ἄστρα καί τά θεοποίησαν. Ἀπό τή φιλοσοφία τῶν
αἰσθητῶν προξένησαν στίς ψυχές τους κολαστήριο νοητό σκότος.
Ἡ γνώση τῆς κατά εἰκόνα τοῦ Δημιουργοῦ κτίσεως ἀπαγορεύει τή θεοποίηση καί τοῦ
νοητοῦ κόσμου. Τό "κατά εἰκόνα" ἀναφέρεται στή φύση τοῦ νοῦ, πού εἶναι καί ἡ
καλύτερη. Κάθε νοερή φύση, δηλαδή οἱ ἄγγελοι, εἶναι σύνδουλοί μας, κτισμένοι κατά
εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὡς ἀσώματοι εἶναι ἀνώτεροί μας κατά τήν τάξη καί κοντύτερα στήν
ἐντελῶς ἀσώματη καί ἄκτιστη φύση. Καί μάλιστα, ὅσοι φύλαξαν τήν τάξη τους καί
κζ’ 79
ἀποδέχονται τόν σκοπό δημιουργίας τους. Ὅσοι ὅμως δέ φύλαξαν τήν τάξη τους,
ἐπαναστάτησαν καί ἀθέτησαν τόν σκοπό δημιουργίας τους, κατέληξαν ἐντελῶς
μακριά ἀπό τούς προηγούμενους καί τόν Θεό καί ξέπεσαν ἀπό τήν τιμή τους.
Προσπαθοῦν νά συμπαρασύρουν καί τούς ἀνθρώπους, ὄντας ὀλέθριοι καί
ἐχθρικότατοι.
Οἱ φυσιολόγοι, ἀστρολόγοι καί φιλόσοφοι θεοποίησαν τόν ἄρχοντα τοῦ σκότους και
τίς ὑπό αὐτόν δυνάμεις. Τούς τίμησαν μέ ναούς καί θυσίες καί ὑποτάχθηκαν στίς
κη’ 80
ὀλεθριότατες προσταγές τους. Ἔτσι, μολυνόταν, ἀποκτοῦσαν οἴηση καί
παραπλανιόταν ἀπό προφῆτες καί προφήτισσες.
Ἡ γνώση ἀπό τόν ἀνθρώπινο νοῦ τῆς ἀσθενείας του καί ἡ ἀναζήτηση τῆς θεραπείας
της, εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνώτερη ἀπό τίς ἀστρολογικές καί φιλοσοφικές γνώσεις. Γιατί
κθ’ 81
ἔτσι μπορεῖ νά ὁδηγηθεῖ στή σωτηρία, στό φῶς τῆς γνώσεως καί στήν ἀληθινή σοφία
πού δέν καταλύεται μαζί μέ τόν κόσμο.
Κάθε λογική νοερή φύση, ἀγγελική ἤ ἀνθρώπινη, ἔχει ζωή (ζωοποιό ἐνέργεια) καί
μένει ἀθάνατη καί ἄφθορη. Ἡ ἀνθρώπινη φύση δέν ἔχει τή ζωή μόνο ὡς οὐσία
(μόνιμη ψυχοζωοποιό ἐνέργεια) ἀλλά καί ὡς (παυομένη σωματοζωοποιό) ἐνέργεια,
ἀφοῦ ζωοποιεῖ τό συνδεδεμένο σώμα. Ἡ ἀγγελική φύση δέν ἔχει τή ζωή ὡς ἐνέργεια,
λ’ 82
γιατί δεν ἔχει γήινο σῶμα· εἶναι καί αὐτή δεκτική καί τῆς κακίας καί τῆς ἀγαθότητας.
Ἔτσι, οἱ πονηροί ἄγγελοι ξέπεσαν ἀπό ἔπαρση. Ἄρα, οἱ ἄγγελοι μποροῦν νά
θεωρηθοῦν σύνθετοι, ἀπό τήν οὐσία τους καί ἀπό τήν ποιότητα τῆς ἀρετῆς ἤ τῆς
κακίας. Ἔτσι, οὔτε αὐτοί ἔχουν ὡς οὐσία (μόνιμη ἀγαθοποιό ἐνέργεια) τήν ἀγαθότητα.
λα’ 83 Ἡ λεγόμενη ψυχή τῶν ἀλόγων ζώων εἶναι ἡ ζωή (παυομένη σωματοζωοποιός

77 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. κε’, στ. 1137AB.


78 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. κς’, στ. 1137BCD.
79 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. κζ’, σττ. 1137D,1140AB.

80 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. κη’, στ. 1140B.

81 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. κθ’, στ. 1140BCD.

82 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. λ’, σττ. 1140D,1141A.

19/25
ἐνέργεια) τοῦ σώματος πού ἐμψυχώνει. Αὐτά δέν ἔχουν τή ζωή ὡς οὐσία ἀλλά ὡς
ἐνέργεια, ὡς ὑπάρχουσα μόνο σχετιζομένη μέ τό σῶμα. Ὅταν διαλύεται-πεθαίνει τό
θνητό σώμα, διαλύεται καί αὐτή.
Ἡ ἀνθρώπινη ψυχή ἔχει λογική καί νοερή ζωή, διαφορετική ἀπό τή σωματική ζωή.
λβ’ 84
Ὅταν διαλύεται τό σῶμα, μένει ἀδιάλυτος καί ἀθάνατος.
Ἡ ψυχή εἶναι δεκτική τῆς κακίας καί τῆς ἀγαθότητας χωρίς νά τίς ἔχει ὡς οὐσία ἀλλά
ὡς ποιότητες ἀνάλογα μέ τή διάθεσή της· ὄχι τοπικά, ἀλλά ὅταν ἡ, αὐτεξούσιος ἀπό
λγ’ 85
τόν κτίστη ψυχή, κλίνει σέ μία ἀπό τίς 2. Ἡ ψυχή μπορεῖ νά θεωρηθεῖ σύνθετη, ἀπό
τήν οὐσία της καί ἀπό τήν ποιότητα τῆς ἀρετῆς ἤ τῆς κακίας.
Ὁ ὑπέρτατος Νοῦς (Θεός), Ποιητής καί Κύριος τῆς κτίσεως, εἶναι ἀνεπίδεκτος κακίας
καί ἀγαθότητας ἔχοντας τήν ἀγαθότητα ὡς οὐσία. Εἶναι πανάγαθη καί ὑπεράγαθη
ἀγαθότητα καί αὐτό δείχνεται μόνο ἀπό τίς ἐνέργειές του πρός τήν κτίση. Ἡ
ἀγαθότητα αὐτή συμπεριλαμβάνει ὅλα τά ἀγαθά (ζωή, σοφία, ἀϊδιότητα,
λδ’ 86 μακαριότητα) κατά τρόπο συγκεντρωτικό, ἐνιαίο καί ἁπλούστατο. Ὁ Θεός δέν εἶναι
μόνο αὐτό πού νοεῖται ἀπό αὐτούς πού νοοῦν μέ θεόσοφο νοῦ καί θεολογοῦν μέ
πνευματοκίνητη γλώσσα, ἀλλά εἶναι ὑπεράνω ἀπό καί ἀχώρητος πρός τό λόγο καί τό
νοῦ μας, καθώς δέν ἀπομακρύνεται ἀπό τήν ἐνιαία καί ὑπέρλογα ἁπλή κατάστασή
του.
Ὁ Θεός ὡς ἀγαθός εἶναι καί πηγή ἀγαθότητας. Ὡς Νοῦς πηγάζει ἀπό αὐτόν Λόγος.
Ὄχι σάν τόν ἀνθρώπινο προφορικό λόγο πού εἶναι τοῦ σώματος πού κινεῖται ἀπό τόν
νοῦ. Οὔτε σάν τόν ἀνθρώπινο ἐνδιάθετο λόγο πού γίνεται ἐσωτερικά ἔχοντας σάν
τύπους τούς φθόγγους. Οὔτε σάν τόν ἀνθρώπινο διανοητικό λόγο πού γίνεται ἄνευ
φθόγγων μέ ἀσώματες κινήσεις· γιατί καί αὐτός εἶναι μετά τόν ἄνθρωπο καί
χρειάζεται χρονικά διαστήματα· προχωρεῖ ἀπό τήν ἀτελῆ ἀρχή στό τελικό
λε’ 87 συμπέρασμα. Ὁ Λόγος που πηγάζει ἐκ Θεοῦ ἀντιστοιχεῖ στόν ἔμφυτο ἀνθρώπινο λόγο
πού βρίσκεται στόν νοῦ ἀφότου ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη κατά εἰκόνα· εἶναι ἡ γνώση πού
συνυπάρχει μέ τόν νοῦ. Ἡ θεία γνώση-Λόγος συνυπάρχει μέ τόν Νοῦ εἶναι
ἀπαράλλακτα ὅσα καί ἐκεῖνος, ἐκτός ἀπό τό ὅτι προέρχεται ἀπό ἐκείνον καί ἔτσι
λέγεται Υἱός. Εἶναι τέλειος μέ τέλεια ὑπόσταση, ἔχει τήν ὕπαρξη ἀπό τόν Πατέρα καί
δέν ὑστερεί ἀπό αὐτόν κατά τήν οὐσία, ἀλλά διαφέρει κατά τήν ὑπόσταση, καθώς
προέρχεται μέ θεοπρεπῆ γέννηση ἀπό τόν Πατέρα.
Ὁ λόγος νοεῖται μέ πνεῦμα. Ἔτσι, ὁ ἐκ Θεοῦ Θεός Λόγος ἔχει τό ἅγιο Πνεῦμα πού
προέρχεται καί αὐτό ἀπό τόν Πατέρα, ὄχι ὅμως μέ γέννηση ἀλλά μέ ἐκπόρευση. Δέν
εἶναι σάν τό πνεῦμα τοῦ προφορικοῦ, ἐνδιαθέτου καί διανοητικοῦ μας λόγου. Εἶναι
ἕνας ἔρωτας ἀνέκφραστος τοῦ Πατέρα πρός τόν Λόγο. Τό ἴδιο Πνεύμα-ἔρωτα ἔχει καί
ὁ Υἱός καί Λόγος πρός τόν Πατέρα. Συμπροέρχεται μέ αὐτόν ἀπό τόν Πατέρα καί
λς’ 88
ἀναπαύεται σέ αὐτόν ὄντας ὁμοούσιο. Ἀπό τόν σαρκωθέντα Λόγο, μάθαμε τή
διαφορετική προέλευση τοῦ Πνεύματος ἀπό τόν Πατέρα. Ἐπίσης, ὅτι εἶναι καί τοῦ
Υἱοῦ ἀπό τόν Πατέρα· εἶναι Πνεῦμα ἀληθείας, σοφίας καί λόγου. Ἡ ἀλήθεια καί ἡ
σοφία εἶναι Λόγος γιά τόν Νοῦ. Ὁ Λόγος προαιωνίως συγχαίρει μέ τόν Πατέρα καί
αὐτή ἡ χαρά εἶναι τό ἅγιο Πνεῦμα· ἀμφοτέρων κατά τή χρήση (στελλόμενο στόν

83 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. λα’, στ. 1141A.


84 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. λβ’, στ. 1141B.
85 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. λγ’, στ. 1141BC.

86 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. λδ’, σττ. 1141CD,1144AB.

87 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. λε’, στ. 1144BCD.

88 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. λς’, σττ. 1144D,1145AB.

20/25
κόσμο), μόνο τοῦ Πατέρα κατά τήν ὕπαρξη (ἐκπορευόμενο).
Ἔρωτα, ὡς εἰκόνα τοῦ ὑπερτάτου ἔρωτα, ἔχει καί ὁ ἀνθρώπινος νοῦς πρός τή γνώση
πού προέρχεται ἀπό αὐτόν. Ὁ ἔρωτας καί ἡ γνώση πηγάζουν ἀπό τόν νοῦ καί
ὑπάρχουν ἀδιάκοπα μέσα του. Ἀπόδειξη ἡ ἀκόρεστη ἔφεση γιά γνώση. Ὁ θεῖος ἔρωτας
λζ’ 89 ὅμως ἔχει τέλεια δική Του ὑπόσταση. Ὁ ἕνας ἁπλός τέλειος Θεός ὑπάρχει σέ γ’ τέλειες
ὑποστάσεις. Εἶναι Τριάδα ἁγία, σεβάσμια καί προσκυνητή πού προαιώνια ρέει
ἀρρεύστως ἀπό τόν ἑαυτό Της στόν ἑαυτό Της θεοπρεπῶς. Εἶναι ἀπεριόριστη καί
αὐτοοριζόμενη· ἐκτείνεται πέρα ἀπό ὅλα καί κανένα ὄν δέν ἀφήνει ἔξω Της.
Καί ἡ νοερή λογική ἀγγελική φύση ἔχει νοῦ, λόγο καί πνεῦμα. Ἀλλά πνεῦμα μή
ζωοποιό. Ἐνώ ἡ νοερή λογική (ἀνθρώπινη) ψυχική φύση ἔλαβε ἐκ Θεοῦ ζωοποιό
λη’ 90 πνεῦμα πού συνέχει καί ζωοποιεῖ τό συνδεδεμένο σῶμα ὡς νοερός ἔρωτας. Εἶναι ἐντός
τοῦ νοῦ καί τοῦ λόγου καί ἔχει ἐντός του τόν νοῦ καί τόν λόγο. Ἔτσι, ἡ ψυχή ἔχει διά
τοῦ πνεύματος φυσική ἀγαπητική συνάφεια μέ τό σῶμα.
Μόνο ἡ νοερή λογική ψυχική φύση ἔχει νοῦ, λόγο καί ζωοποιό πνεῦμα, καί μόνο αὐτή
ἔχει δημιουργηθεί κατά εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὑπερβαίνουσα σέ αὐτό καί τήν ἀσώματο
ἀγγελική. Τό προνόμιο αὐτό τό ἔχει ἀμετάβλητο, ἔστω καί ἄν δέ φρονεῖ καί ζεῖ
ἀντάξια τοῦ Θεοῦ. Μετά τήν παράβαση τῶν πρωτοπλάστων, οἱ ἄνθρωποι ὑπέστησαν,
πρίν ἀπό τόν σωματικό θάνατο, τόν ψυχικό θάνατο, δηλαδή τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς
λθ’ 91 ἀπό τόν Θεό· χάθηκε τό κατά ὁμοίωσιν, ὄχι ὅμως τό κατά εἰκόνα. Ἡ ψυχή φωτίζεται
καί ὀμορφαίνει μέ τήν ἀποστροφή πρός τά χειρότερα, μέ τήν προσκόλληση μέ ἀγάπη
στόν Θεό καί τήν ὑπακοή στίς ἐντολές του, ἀπό τίς ὁποῖες λαμβάνει τήν αἰώνια ζωή.
Μέ αὐτήν ἀθανατίζει καί τό συνδεδεμένο σῶμα πού θά ἐπιτύχει στόν ὁρισμένο καιρό
τήν ὑποσχεμένη ἀνάσταση καί θά γίνει μέτοχο τῆς αἰώνιας δόξας. Ἄν ὅμως
ἐγκαταλείψει τόν Θεό μέ τή στροφή στά χειρότερα, ἐγκαταλείπεται δίκαια ἀπό αὐτόν.
Ἡ τριαδική φύση τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς ὡς νοερή, λογική καί πνευματική, ὀφείλει
ἀυτεξουσίως νά ἔχει ὑπακοή καί ὑποταγή μόνο στόν Θεό. Ἀκόμη, νά στολίζεται μέ τήν
ἀκατάπαυστη καί ἔντονη μνήμη, θεωρία καί ἀγάπη του. Τότε ἐπιτυγχάνει τό «κατά
εἰκόνα Θεοῦ καί ὁμοίωσιν» καί γίνεται χαριτωμένη, σοφή καί θεία· διδάσκεται νά
μ’ 92
ἀγαπᾶ τόν Θεό πάνω ἀπό τόν ἑαυτό της καί τόν πλησίον ὡς τόν ἑαυτό της· γνωρίζει
καί διατηρεῖ τήν τάξη της, ἀγαπᾶ ἀληθινά τόν ἑαυτό της καί γίνεται μέτοχος τῆς
αἰωνίου ζωῆς. Ἀντίθετα οἱ ἀγαπῶντες τήν ἀδικία μισοῦν τήν ψυχή τους καί
καταστρέφουν τόν στολισμό τοῦ κατά εἰκόνα.
Ὁ χειρότερος ἐχθρός τῆς ψυχῆς μας εἶναι ὁ νοητός ἀρχέκακος ὄφις, ἀγγελιοφόρος της
πονηρίας του στούς ἀνθρώπους. Εἶναι χειρότερος ὅλων, ἀφοῦ ἐπιθύμησε ὑπερήφανα
νά ἐξομοιωθεῖ στήν ἐξουσία μέ τόν Δημιουργό του γενόμενος ἐχθρός του, ἀπό τόν
ὁποῖο ἐγκαταλείφθηκε δίκαια. Ἔτσι, ἔγινε νεκρός, κακοποιός καί νεκροποιός. Ἐπειδή ἡ
μα’ 93
οὐσία του πονηροῦ εἶναι ἡ ζωή καί ὄχι ἡ κακία, μένει ἀθάνατος σέ αὐτήν. Εἶχε τιμηθεί
μέ αὐτεξουσιότητα, γιά νά ὑποτάσσεται στόν Θεό καί νά μετέχει στήν ἀληθινή ζωή,
ἀλλά αὐτός ἀπομακρύνθηκε καί τήν ἀπέβαλε καθιστάμενος νεκρό πνεῦμα πού ὁρμᾶ
στήν κακία καί συμπαρασύρει τόν ἄνθρωπο.
μβ’ 94 Ὁ διάβολος, μεσίτης καί πρόξενος νεκρώσεως, ὡς σκολιός καί δόλιος, χρησιμοποίησε

89 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. λζ’, στ. 1145BCD.


90 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. λη’, σττ. 1145D,1148A.
91 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. λθ’, στ. 1148BC.

92 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. μ’, σττ. 1148CD,1149A.

93 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. μα’, στ. 1149BC.

94 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. μβ’, σττ. 1149C,1152A.

21/25
στόν Παράδεισο τό φίδι. Ἤθελε, ἐμφανιζόμενος σάν φίλος, νά εἰσηγηθεῖ ὅ,τι
ἐχθρικότερο καί νά αἰφνιδιάσει τήν Εὔα, κάνοντάς την ὑποχείριά του καί μαθαίνοντάς
της νά ὑποτάσσεται στά χειρότερα, στά ὁποῖα τῆς δόθηκε ἐπάξια νά βασιλεύει.
Ὁ ἄνθρωπος ἔπρεπε νά ἐννοήσει τή μή ὠφέλιμη συμβουλή τοῦ χειροτέρου του φιδιοῦ·
νά θεωρήσει ἀνάξιά του τήν ὑποταγή στό χειρότερο καί νά φυλάξει τήν πίστη του
στόν Κτίστη, τηρώντας τήν ἐντολή του· νά ζήσει αἰώνια ἔχοντας μέσα του τόν Θεό.
Ὁ ἄνθρωπος δύναται νά σκεφτεῖ, νά γνωρίσει καί νά πράξει τό συμφέρον
ἀκολουθώντας τό θεῖο θέλημα. Ἀκόμη καί οἱ ἀγαθοί ἄγγελοι ὑπηρετοῦν
ἀποστελλόμενοι τίς βουλές τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἔχουν ἐκ Θεοῦ
μγ’ 95
νοῦ, λόγο καί πνεῦμα, ἑνωμένα ἐκ φύσεως, καί ὀφείλουν, ὅπως καί οἱ ἄνθρωποι, νά
ὑπακούουν στόν Δημιουργό Νοῦ, Λόγο καί Πνεύμα. Πλεονεκτοῦν ἔναντι τῶν
ἀνθρώπων σέ πολλά, ὑπολείπονται ὅμως στό κατά εἰκόνα.
Οἱ ἄγγελοι ἐτάχθησαν νά ἄρχονται καί ὄχι νά ἄρχουν, ἐκτός ἐξαιρέτου προσταγῆς τοῦ
Θεοῦ. Ὁ Σατανᾶς ἐπιθύμησε νά ἄρχει καί μαζί μέ τούς συναποστάτες ἀγγέλους,
ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν Πηγή τῆς ζωῆς καί τοῦ φωτός. Ὁ ἄνθρωπος τάχθηκε ὄχι
μόνο νά ἄρχεται, ἀλλά καί νά ἄρχει σέ ὅλα τά ἐπίγεια. Ὁ φίλαρχος Σατανᾶς τόν
μδ’ 96
φθόνησε καί ἐπιθύμησε νά τόν καθαιρέσει. Μή δυνάμενος νά χρησιμοποιήσει βία
ἐμποδιζόμενος ἀπό τόν Θεό, ἐφήρμοσε δόλια συμβουλή. Ἔπεισε τούς ἀνθρώπους νά
ἀθετήσουν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί νά γίνουν συμμέτοχοι τῆς ἀνταρσίας του, τοῦ
αἰώνιου σκότους καί τῆς νεκρώσεως.
Ἡ λογική ψυχή κάποτε νεκρώνεται, ἔστω καί ἄν ἔχει τή ζωή ὡς οὐσία της, σύμφωνα
μέ διάφορα γραφικά χωρία. Ἡ ψυχή ἄν δέν ἔχει συστολή, πένθος, θλίψεις καί
με’ 97 μετάνοια, ἀλλά διαχέεται στίς ἡδονές καί ζεῖ κατά σάρκα, ἐνῶ ζεῖ (κατά τήν ἀθάνατη
οὐσία της), ἔχει πεθάνει (ὡς πρός τήν ποιοτική θεία ζωή). Εἶναι δεκτική τοῦ χειρότερου
θανάτου καί τῆς καλύτερης ζωής (τοῦ πνεύματος).
Οἱ προπάτορες τῶν ἀνθρώπων, ἀπομακρύνοντας ἐκουσίως τή μνήμη καί τή θεωρία
τοῦ Θεοῦ, παρήκουσαν τήν ἐντολή του, γυμνώθηκαν ἀπό τά φωτεινά καί ζωηφόρα
ἐνδύματα τῆς οὐράνιας λάμψης καί ἔγιναν, σάν τόν Σατανᾶ, νεκροί κατά πνεῦμα.
μς’ 98
Πλησίασαν τόν Σατανᾶ, ἔγιναν μέτοχοι τῆς νεκρώσεώς του, τῆς ὁποίας τά πνεύματα
μεταδόθηκαν καί στό σῶμα τους. Τό ἀνθρώπινο σῶμα θά διαλυόταν ἀμέσως
ἐπιστρέφοντας στή γῆ, ἄν δέν τό συγκρατοῦσε ἡ δίκαιη θεία πρόνοια.
Ὁ Θεός, κατά τή Γραφή, δέ δημιούργησε τόν θάνατο καί ἐμπόδισε τή δημιουργία του.
Εἶπε στούς ἀνθρώπους ἀπό πρίν τό ζωοποιό θέλημά Του ὡς ἐντολή. Προεῖπε ὅτι ἡ
ἀθέτηση τῆς ζωοποιοῦ ἐντολῆς του θά ἦταν θάνατος, ὥστε, ἤ ἀπό γνώση ἤ ἀπό πόθο
ἤ ἀπό φόβο, νά ἀποφύγουν τόν θάνατο. Γιατί ὁ Θεός γνωρίζει, ἐπιθυμεῖ καί δύναται τό
μζ’ 99
συμφέρον κάθε κτίσματος. Ἔτσι, ὅ,τι ἔρχεται ἀπό ἐκεῖνον, ἔστω καί ἀκουσίως, εἶναι
συμφέρον· ὅποιο ὅμως γίνεται ἐκουσίως ὑπάρχει σοβαρή πιθανότητα νάεἶναι
ἀσύμφορο. Ὅταν, μέ θεία πρόνοια, ἔχει ἀπαγορευτεῖ κάτι εἶναι ὀλεθριότατο. Ἄν
κανείς ὁδηγεῖ σέ αὐτό ἀποτελεῖ ἐχθρό.
Ὁ ἄνθρωπος δέν ἔπρεπε καί δέν πρέπει νά παραβεῖ τίς θεῖες σωτήριες ἐντολές. Ὅσοι
μη’ 100
ἀφοῦ δέν ἀντιπαρατάσσονται γενναῖα στήν ἁμαρτία τό πράττουν, ὁδηγοῦνται στόν

95 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. μγ’, στ. 1152ABC.


96 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. μδ’, στ. 1152CD.
97 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. με’, σττ. 1152D,1153AB.

98 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. μς’, στ. 1153BC.

99 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. μζ’, σττ. 1153CD,1156AB.

100 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. μη’, στ. 1156BCD.

22/25
ἐσωτερικό αἰώνιο θάνατο, ἄν δέ θεραπευθοῦν μέ τή μετάνοια. Ἔτσι, οἱ 2 προπάτορες
μόλις ἔφαγαν ἀπό τό δένδρο πέθαναν. Τότε κατάλαβαν τί σήμαινε ἡ λησμονημένη
ἐντολή τῆς ἀλήθειας, τῆς σοφίας, τῆς ἀγάπης καί τῆς δυνάμεως· κρύβονταν ἀπό
ντροπή, καθώς γυμνώθηκαν ἀπό τή δόξα πού ζωοποιεῖ θεϊκῶς τά ἀθάνατα πνεύματα.
Τό δένδρο καί ὁ καρπός του δέν ἦταν ὠφέλιμο στούς πρωτοπλάστους, ἐπειδή ἦταν
ἀτελεῖς. Εἶδαν ὅτι ἦταν τό πιό εὐχάριστο τοῦ Παραδείσου καί ἔφαγαν ἀπό αὐτό. Ἡ
πολύ εὐχάριστη τροφή τῶν αἰσθήσεων εἶναι καλή μόνο γιά ὅσους μποροῦν νά τή
χρησιμοποιοῦν ἐλεγχόμενη, ὅταν καί ὅσο χρειάζεται καί πρός δόξαν τοῦ Δημιουργοῦ.
μθ’101 Μόνο οἱ τέλειοι στήν ἕξη τῆς θείας θεωρίας μποροῦν νά ἔρχονται σέ ἐπαφή μέ τά
πολύ εὐχάριστα τῶν αἰσθήσεων, χωρίς νά ἀπομακρύνουν τόν νοῦ τους ἀπό τή θεία
θεωρία καί ἀπό τίς προσευχές, ἀλλά νά μετατρέπουν τά ὡραῖα τοῦ κόσμου σέ ἀφορμή
ἀνατάσεως πρός τόν Θεό ἐλέγχοντας τήν αἰσθητή ἡδονή μέ τή νοερή κίνηση πρός τά
ἀνώτερα.
Στούς ἀτελεῖς προπάτορες τοῦ Παραδείσου, πού ἔπρεπε νά μή λησμονοῦν τόν Θεό,
ἦταν ὠφέλιμο νά γυμναστοῦν καί νά ἐξασκηθοῦν περισσότερο καί νά τελειοποιηθοῦν
στήν ἕξη τῆς θεωρίας· ὄχι νά προχωρήσουν στή αἰσθητή δοκιμή ἑλκυστικῶν
πραγμάτων πού κυριαρχοῦν στίς αἰσθήσεις, ἀπορροφοῦν τόν νοῦ, δίνουν τόπο στά
ν’ 102
πονηρά πάθη, πού ὡς ἀρχή, μετά τόν πονηρό, ἔχουν τήν ἐμπαθῆ κατανάλωση πολύ
ἀπολαυστικῶν τροφῶν. Ἔπρεπε νά ἐξοριστοῦν ἀπό τόν Παράδεισο, γιά νά μήν
κάνουν ἐργαστήριο κακίας τόν θεϊκό ἐκεῖνο χῶρο. Ἐπίσης ἔπρεπε νά ὑποστοῦν
ἀμέσως καί τόν σωματικό θάνατο. Ὁ Κύριος ὅμως ἔδειξε μακροθυμία.

ΚΥΡΙΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΚΚ. 1-50


Τά 50 κεφάλαια μποροῦν νά ἐπιμερισθοῦν στίς παρακάτω κατηγορίες (σέ παρένθεση οἱ
ἀριθμοί κεφαλαίων) μέ τίς ἀντίστοιχες κύριες θέσεις:
• φυσικά (κκ. α’-λγ’):
♦ κοσμολογικά (κκ. α’-ιδ’): ὁ κόσμος ἔχει ἀρχή καί τέλος κατά τό ὁποῖο
μεταστοιχειώνεται (α’,β’)· δέν ὑπάρχει οὐράνια ψυχή (γ’,δ’)· ὁ Θεός εἶναι αΐδιος καί
πανταχοῦ παρών (ς’)· ἕνα μικρό τμῆμα τῆς γήινης σφαίρας (πού ἐμπεριέχεται
στήν ὑδάτινη, καί τήν οὐράνια) εἶναι κατοικήσιμο (ι’,ιβ’,ιδ’)·
♦ ἀνθρωπολογικά-κτισιολογικά (κκ. ιε’-λγ’): ὁ νοῦς, χρησιμοποιώντας τή φαντασία
καί τίς αἰσθήσεις (πού μορφώνουν ἐκμαγεῖα), ἀποκτᾶ τή φυσική γνώση (ιζ’,ιθ’)·
ἀπό τούς πρόσκαιρους λογισμούς ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται εἴτε στή φωτεινή αἰώνια
ζωή εἴτε στή σκοτεινή κόλαση (ιη’)· ἀξιότερη γνώση εἶναι ἡ θεία, πνευματική καί
νοοθεραπευτική γνώση (κθ’)· ἡ ψυχή εἶναι ἀθάνατη (ὅπως καί οἱ ἄγγελοι) καθώς
ἔχει μόνιμη νοερή ζωή (λ’,λβ’)· δέν ἔχει μόνιμη ἀγαθότητα, ἀλλά εἶναι δεκτική τῆς
κακίας καί τῆς ἀγαθότητας (λγ’)· οἱ ἀσώματοι ἄγγελοι χωρίζονται σέ ἀγαθούς
(διακόνους) καί πονηρούς (ὀλεθρίους) (κζ’)· οἱ φιλόσοφοι θεοποιώντας εἴτε τά
αἰσθητά-ὑλικά εἴτε τούς πονηρούς ἀγγέλους αὐτοκαταστρέφονται (κς’,κη’)· τά
ζῶα ἔχουν μόνο σωματική ζωή (λα’)· ἡ αἰσθητή-ὑλική κτίση δημιουργήθηκε ἀπό
τόν Θεό, δέν προϋπάρχει, εἶναι ἄνευ νοῦ, ὑποδεέστερη καί διάκονος τού
ἀνθρώπου καί ἡ ἁρμονία τῆς ὁδηγεῖ στή γνώση τοῦ Θεοῦ (κα’,κγ’,κδ’,κς’)· ὁ
ἄνθρωπος κτίσθηκε, γιά νά λατρεύει τόν Θεό καί νά κοινωνεῖ μέ αὐτόν (κς’)· ὁ
Θεός εἶναι αΐδιος, ἀμετάβλητος, τρισυπόστατος καί παντοδύναμος, δημιούργησε

101 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. μθ’, σττ. 1156D,1157AB.


102 (Γρηγόριος Θεσσαλονίκης, 1865) κ. ν’, στ. 1157BC.
23/25
καί χαρίτωσε τήν νοερή καί ὑλική κτίση καί ἔχει ἑτοιμάσει τή βασιλεία τῶν
οὐρανῶν γιά τόν ἄνθρωπο (κα’,κβ’,κδ’)·
• θεολογικά (κκ. λδ’-μ’):
♦ τριαδολογικά (κκ. λδ’-λς’): ὁ Θεός εἶναι νοητός καί μή (λδ’)· ἔχει μόνιμη
ὑπεραγαθότητα πού φανερώνεται ἀπό τίς ἐνέργειές του πρός τήν κτίση (λδ’)· εἶναι
τριαδικός κατά τίς ὑποστάσεις ὡς Νοῦς πού πηγάζει προαιωνίως κατά γέννησιν
τόν Λόγο καί κατά ἐκπόρευσιν τό Πνεῦμα (λε’,λς’)· τό ἅγιο Πνεῦμα ἀποτελεῖ τόν
ἔρωτα τοῦ Νοῦ πρός τόν Λόγο καί τήν κοινή χαρά τους (λς’)· εἶναι κοινό κατά τή
χρήση, τοῦ Πατρός κατά τήν ὕπαρξη (λς’)·
♦ τριαδοανθρωπολογικά (κκ. λζ’-μ’): ἡ ψυχή ἔχει νοῦ, λόγο (γνώση) καί ζωοποιό
πνεῦμα (ἔρωτα) πρός τό σῶμα (λζ’,λη’)· ἔχει δημιουργηθεῖ κατά εἰκόνα Θεοῦ σέ
μέγιστο βαθμό μεταξύ τῶν κτισμάτων (λθ’)· μέ τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων
χάθηκε τό κατά ὁμοίωσιν (ψυχικός θάνατος-χωρισμός Θεοῦ) ἀλλά ὄχι τό κατά
εἰκόνα (λθ’)· ἡ ψυχή μέ τήν ὑπακοή στόν Θεό ἐπανακτᾶ τό κατά ὁμοίωσιν, ἀποκτᾶ
τήν ἀληθινή γνώση καί ἀγάπη, λαμβάνει τήν αἰώνιο ζωή καί τή μεταδίδει στό
σῶμα (λθ’,μ’)· μέ τήν ἀνυπακοή καταστρέφεται (μ’)·
• ἠθικά καί πρακτικά (κκ. μα’-ν’): ὁ φίλαρχος Σατανᾶς εἶναι ὁ χειρότερος ἀνθρώπινος
ἐχθρός, νεκρό, κακοποιό καί νεκροποιό πνεῦμα (μα’)· συμπαρέσυρε στήν πτώση καί
τόν θάνατο τούς δαίμονες ἀλλά καί τόν ἄνθρωπο μέ τήν παράβαση διά τής αἰσθητῆς
ἠδονῆς καί τοῦ φιδιοῦ (μα’,μδ’)· ὁ ἄνθρωπος δύναται νά γνωρίσει καί ἀνδρείως νά
πράξει τό συμφέρον του θεῖο θέλημα (μγ’,μη’)· ὁ Θεός γνωρίζει, ἐπιθυμεῖ καί δύναται
τό συμφέρον κάθε κτίσματος (μζ’)· ἡ αἰσθητή ἡδονή εἶναι ὠφέλιμη μόνο ὅταν εἶναι
ἐλεγχόμενη καί χρησιμοποιεῖται πρός δόξαν Θεοῦ καί βοηθητικά στή θεία θεωρία καί
ὄχι ὅταν κυριαρχεῖ στόν νοῦ (μθ’).

ΣΥΝΟΨΗ
Ὁ ἁγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς ζώντας σέ μία κρίσιμη περίοδο βυζαντινῆς παρακμῆς
κατάφερε νά ἀνταπεξέλθει στίς ἐξωτερικές ἀπειλές καί νά ὑποστηρίξει τό ὀρθόδοξο δόγμα
βιώνοντας καί διατυπώνοντάς τό κατάλληλα. Χρησιμοποιώντας ποιοτική γλῶσσα συνθέτει
τήν προτέρα πατερική παράδοση μέ τρόπο παραγωγικό καί ἀνταποκρινόμενο στίς ἀνάγκες
τῆς ἐποχῆς. Τά 150 κεφάλαιά του ἔχουν θεματολογία κοσμολογική, ἀνθρωπολογική,
θεολογική, ἀσκητική καί ἀντιαιρετική. Ἀποτελοῦν σημαντικό συστηματικό ἔργο πού
διαφωτίζει ἐν Πνεύματι κρίσιμα δογματικά ζητήματα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
G. Ostrogorsky. 1981. Ἱστορία τοῦ βυζαντινοῦ κράτους, τ. Γ'. [μεταφρ.] Ἰ. Παναγόπουλος.
Ἀθήνα : Βασιλόπουλος, 1981.
R. E. Sinkewicz. 2002. "Gregory Palamas". [επιμ.] C. G. Conticello και V. Conticello. La
théologie byzantine et sa tradition (XIIIe-XIXe siècle) τ. II (Corpus Christianorum-CCTB). Turnhout :
Brepols, 2002, σσ. 131–137.
Α. Α. Βασίλιεφ . 1971. Ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, τ. Β'. [μεταφρ.] Δ. Σαβράμης.
Αθήνα : Πάπυρος, 1971.
Β. Ν. Τατάκης. 1977. Ἡ Βυζαντινή φιλοσοφία. [επιμ.] Λ. Γ. Μπενάκης. [μεταφρ.] Ε.
Καλπουρτζή. Ἀθήνα : Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας,
1977.

24/25
Γρηγόριος Θεσσαλονίκης. 1865. Κεφάλαια φυσικά, θεολογικά, ἠθικά τε καί πρακτικά, ρν’,
PG τ. 150. 1865. σττ. 1121-1226.
Γρηγόριος Παλαμᾶς. 1981. Ἔργα, τ. 1, ΕΠΕ. [επιμ.] -μτφρ. Π. Κ. Χρήστου, Θ. Ν. Ζήσης, Β.
Δ. Φανουργάκης, Ἐ. Γ. Μερετάκης. Θεσσαλονίκη : Πατερικαί ἐκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμᾶς»,
1981.
—. 1992. Συγγράμματα (ΓΠΣ), τ. Ε'. [επιμ.] Π. Χρήστου. Θεσσαλονίκη : Κυρομάνος, 1992.
Δ. Γ. Τσάμης. 2001. Ἐκκλησιαστική γραμματολογία. Ἀπό τήν ἀποστολική ἐποχή ὡς τήν
ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Θεσσαλονίκη : Π. Πουρναράς, 2001.
Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος. 2009. Τά ἑκατόν πεντήκοντα κεφάλαια τοῦ ἁγίου
Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ (περίληψη). Ἐκκλησιαστική παρέμβαση 151. Ἱερά μητρόπολη
Ναυπάκτου, 2009.
Π. Κ. Χρήστου. 1964. "Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς". ΘΗΕ 4. 1964. σττ. 775-794.
—. 1994(3). Ἑλληνική Πατρολογία, τ. Α΄. Θεσσαλονίκη : Κυρομάνος, 1994(3).
Σ. Χ. Παναγιωτόπουλος. 2008. Ἡ χρήση τῶν πατέρων τῆς ἐκκλησίας στά συγγράμματα τοῦ
ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ (μεταπτυχιακή διατριβή). Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης : s.n., 2008.

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!+

25/25

You might also like