Professional Documents
Culture Documents
Γρηγόριος
Παλαμάς
amethystosebooks.blogspot.com/2018/03/blog-post_4.html
1/28
μεταγενεστέρους τα περί ενώσεως και διακρίσεως στον Θεόν,
όχι χωρίς θεία έμπνευση, αποσαφήνισε σπουδαίως την
ασφαλή και αληθινή περί τούτων θεολογία για τους
εχέφρονες. Έτσι εμείς, χρησιμοποιούντες αυτήν την
θεολογία ως κανόνα και φως, και δι’ αυτής
ορθοτομούντες τον λόγον της αλήθειας, θα μπορέσουμε να
διακρίνουμε ευχερώς τούς κάπως παρεκκλίνοντες και
παρεκτρεπομένους από αυτήν και να τους διορθώσουμε
επωφελώς, προσφέροντες με την χάριν τού Θεού και σε
αυτούς κατά το δυνατόν χείρα σωτηρίας, αν το επιθυμούν˙ αν
πάλι όχι, οπωσδήποτε στους παρασυρόμενους από την
σοφιστική καλλιλογία και πιθανολογία αυτών (που έχουν
παρεκτραπεί).
2/28
3. Ο μεν μέγας Διονύσιος λοιπόν έτσι διετύπωσε τις απόψεις
του, προσθέτοντας στα λεχθέντα και τούτο: «έτσι σπεύδουμε
εμείς με τον λόγο να ενώσουμε και να διακρίνουμε τα θεία,
όπως τα ίδια τα θεία και ηνωμένα είναι και διακρίνονται». Οι
Βαρλαάμ και Ακίνδυνος όμως δεν φρονούν έτσι, όπως τα
ίδια τα θεία και είναι ηνωμένα και διακρίνονται
κατ΄αυτόν τον τρόπο, όπως διακηρύσσουν οι θεοφόροι
θεολόγοι. Αλλά όπως ο Άρειος και ο Ευνόμιος και ο
Μακεδονίος διασπούν το θειο σε κτιστά και άκτιστα με
πρόφαση την διάκρισή του κατά υποστάσεις, έτσι τώρα
αυτοί με πρόφαση την διάκριση κατά τις κοινές
προόδους διχοτομούν τον Θεό σε κτιστά και άκτιστα. Και
όπως εκείνοι τούς μη ασεβούντες κατά τον ίδιο με αυτούς
τρόπο, αλλά που αναγνώριζαν τον Θεό άκτιστο και κατά τις
τρεις υποστάσεις και υποστηρίζαν ότι το μείζον και έλασσον
επί των υποστάσεων δεν βλάπτει το άκτιστο, τους
αποκαλούσαν τριθεΐτες ως δήθεν λατρεύοντες τρεις
άκτιστους θεούς ανωτέρους και κατωτέρους, ενώ στην
πραγματικότητα οι έτσι πάσχοντες ήταν αυτοί, έτσι και
αυτοί τώρα διακρίνουν στον Θεό δύο θεότητες, κτίστη
και άκτιστο, και την μεν ουσία του Θεού ως άκτιστον
θεωρούν υπερκειμένη θεότητα, ενώ πάσα κοινή πρόοδο
και αγαθοπρεπή και θεία ενέργεια θεωρούν υφειμένη
θεότητα ως κτιστή. Γι’ αυτό τους μη δεχομένους να ασεβούν
κατά τον ίδιο τρόπο, αλλά φρονούντες ότι ο Θεός είναι
άκτιστος και κατά την ουσία και κατά τις υποστάσεις και κατά
τις αγαθοπρεπείς ενέργειες και προόδους αποδεικνύουν ότι
το υπερκείμενο κατά τους τοιούτους θεολόγους δεν
προσκρούει καθόλου στο άκτιστο και ενιαίο, επικρίνουν ως
δεχομένους δύο άκτιστες θεότητες, υπερκειμένη και
υφειμένη.
3/28
κτίσεως, τουλάχιστον όσον εξαρτάται από αυτούς,
εφαρμόζουν με έργα τα λεγόμενα στους μύθους και μιμούνται
κατά δύναμιν το θρυλούμενο για τους Αλωάδες. Διότι
συνέθεσαν σε μία ενότητα τις μεγίστες των αιρέσεων και στην
πονηρά διαστολή του Άρειου επέθεσαν την όχι ολιγώτερο
θεομάχο συστολή του Σαβελλίου και οικοδόμησαν ένα είδος
πύργου της Βαβέλ, για να χρησιμοποιήσω υποδείγματα από
την αληθινή ιστορία, μάλλον δε κάτι πολύ πονηρότερο και
από εκείνο τον πύργο, διότι αυτοί αντί λίθων συναρμόζουν
πονηρές αιρέσεις, συσκευάσαντες λοιπόν τέτοια
κατασκευάσματα, προχωρούν εναντίον όλων των
ενεργειών του Θεού, άλλοτε μεν υποβιβάζοντες αυτές σε
κτίσμα, άλλοτε δε συγχέοντες αυτές με την ουσία του
Θεού, αποφαινόμενοι ότι η άκτιστος ενέργεια δεν
διαφέρει κατά τίποτε από την θεία ουσία και
αναιρούντες με κάθε τρόπο την διάκριση του Θεού κατά
τις κοινές ενέργειες και προόδους.
5/28
7. Εάν λοιπόν αυτές (οι πρόοδοι) είναι κτίσματα, όπως
ισχυρίζονται ο Βαρλαάμ και ο Ακίνδυνος, πώς ο θεορρήμων
θα έλεγε θεία διάκριση την διάκριση τούτων, και θεία επίσης
ένωση την ένωση των κτισμάτων τούτων; Εάν δε και η
πρόοδος η οποία κατά τον γενικό (καθόλου) λόγο
συμπεριλαμβάνει τις διακρίσεις αυτές συναριθμείται με τα
κτίσματα κατά τον Ακίνδυνο, η δε ένωσις η οποία πληθύνει
εαυτήν υπερηνωμένως λόγω αγαθότητος είναι άκτιστος (διότι
πώς είναι δυνατόν να μην είναι άκτιστος αυτή της οποίος η
αγαθότης δεν είναι των κτισμάτων;), αλλά τότε θα έπρεπε να
λέγουμε ότι στα άκτιστα και τα κτιστά ανήκουν αντιστοίχως η
ένωσις και η διάκρισις. Αλλά προσθέτοντας ο θεηγόρος μετά
το «υπερηνωμένως» το «πληθύνεται και πολλαπλασιάζεται
λόγω αγαθότητος», έδειξε ότι μετά της ενώσεως άκτιστος
είναι και η διάκρισις˙ διότι αυτή η ίδια διακρίνει και
πολλαπλασιάζει εαυτήν.
Αλλά εφορμούν οι τοποθετούντες στα κτίσματα τις θείες
προόδους, λέγοντες ή μάλλον κακονοούντες, ότι κατά τον
πολλαπλασιασμό τούτο πολλαπλασιάζεται ο Θεός διά τις εξ
εαυτού παραγωγής των πολλών κτισμάτων. Προς αυτούς
χρειάζεται να λέγουμε ότι τα κτίσματα δεν είναι οι πρόοδοι
κατά τις οποίες πολλαπλασιάζεται το θείο, αλλά τα
αποτελέσματα των προόδων, με την παραγωγή δε τούτων
κατέστησαν γνωστοί σε εμάς οι πρόοδοι του Θεού. Διότι εκ
των κτισμάτων δεν φανερώνεται η ουσία του Θεού για
τους έχοντες νουν, αλλά η δύναμις και η ενέργεια.
6/28
παραφροσύνης του Βαρλαάμ και του Ακίνδυνου και πριν από
αυτούς τής παραφοράς του Ευνομίου˙ πράγματι και αυτός
πριν από αυτούς και σύμφωνα με αυτούς γράφει ότι εκ των
ποιημάτων δεν νοείται τίποτε άλλο παρά η ίδια η ουσία του
Θεού. Ο θείος απόστολος όμως παν άλλο παρά αυτά διδάσκει.
Πράγματι προδιδάξας ότι «το γνωστόν του Θεού είναι
φανερόν» και δείχνοντας ότι υπάρχει και κάτι άλλο επάνω
από το γνωστόν τούτο του Θεού, το όποιον αυτός εφανέρωσε
σε όλους τους έχοντας νουν, έπειτα προσέθεσε: «τα αόρατα
αυτού (του Θεού) από της κτίσεως του κόσμου καθορώνται
νοούμενα δια των ποιημάτων». Τί δε είναι το γνωστόν του
Θεού, θα το μάθεις κατά τον εξής τρόπον. Ερμηνεύοντες
τούτο οι θεοφόροι πατέρες λέγουν˙ του θεού μέρος μεν
είναι άγνωστον, δηλαδή η ουσία αυτού, μέρος δε
γνωστόν, δηλαδή όλα τα γύρω από την ουσία, δηλαδή η
αγαθότης, η σοφία, η δύναμις, η θειότης ή μεγαλειότης,
τα οποία ο Παύλος χαρακτηρίζει και ως αόρατα,
νοούμενα διά των ποιημάτων. Τα δε γύρω από την ουσία
του Θεού ταύτα νοούμενα από των κτισμάτων, πώς θα ήσαν
και αυτά πάλι κτίσματα;
7/28
ενέργεια από την άκτιστη ουσία.
Θεωρούντες λοιπόν ταύτη (την ουσία) μόνην άκτιστον και ως
άκτιστον υπερκείμενη θεότητα, όλες δε τις γύρω από την
ουσία ενέργειες, ακόμη και την μαζί με αυτές
συναριθμουμένη από τους πατέρας θεότητα, κτιστές, δεν
περιπίπτουν μόνον σε διθεΐα αλλά και σε αθεΐα˙ διότι δια μεν
των ενεργειών υποβιβάζουν και την θεία ουσία σε κτίσμα, με
το να αρνούνται δε την διαφορά μεταξύ των αναιρούν αυτές
δι’ αλλήλων, και έτσι με την κατ’ έλλειψιν αγνωσία του Θεού
περιπίπτουν σε ένα είδος σκότους. Διότι πώς είναι κατ' αρχήν
δυνατόν να γνωρίσουν τον Θεό οι μη αντιλαμβανόμενοι το
γνωστόν αυτού από τα ποιήματα, αλλά ταξινομούντες τούτο
άλλοτε μεν με την υπέρ πάσα γνώσιν ουσία, άλλοτε δε με τα
ποιήματα από τα οποία γνωρίζεται, μολονότι της δυνάμεως
και της ενεργείας δεν είναι δυνατόν να αντιληφθεί κανείς
τίποτε άλλο παρά ποίου είναι δύναμις και ενέργεια και τί
αποτελεί; Πράγματι με την δύναμιν του συλλογισμού (λόγω
της επινοίας) από τα ενεργήματα γύρω από την ενεργούσα
ουσία καταλαβαίνεται βάσει της αντιστοίχου ουσίας, ότι
κτιστή μεν είναι της κτιστής ουσίας η ενέργεια, άκτιστος δε
της άκτιστου ουσίας.
9/28
εκ μετοχής, δηλαδή των κτιστών˙ άλλα και εκ των
μετοχών, δηλαδή τών μεταδόσεων, οι οποίες δεν έχουν
διά μετοχής την ύπαρξη, διότι τότε δεν θα ήσαν μετοχές
αλλά μετέχοντα. Εάν δε δεν έχουν την ύπαρξη διά
μετοχής, δεν είναι ούτε κτιστές˙ εφ’ όσον δε δεν είναι
κτιστές, δεν είναι ούτε εκτός του Θεού, αλλά είναι εξ
αυτού και εις αυτόν, όπως στην συνέχεια δεικνύει ο
μέγας Διονύσιος. Επομένως το θείο δεν είναι άκτιστο μόνον
κατά την ουσία και κατά την διάκριση των τριών υποστάσεων,
αλλά και κατά την διάκριση των προόδων τούτων και
ενεργειών, οι οποίες είναι μέτοχοι (μετοχές) των όντων, αλλά
δεν έχουν την ύπαρξη διά μετοχής˙ διότι εάν η μετοχή έχει
την ύπαρξη διά μετοχής, και αυτή πάλι θα έχει τούτο δι’ άλλης
μετοχής, και αυτή πάλι θα έχει τούτο δι’ άλλης μετοχής, και
αυτή πάλι δι’ άλλης και τούτο επ’ άπειρον.
10/28
προόδους και ενέργειας αυτές; Διότι η ουσιοποιός και
ζωοποιός και σοφοποιός, και απλώς η ποιητική και συνεκτική
των κτιστώς όντων ενέργεια είναι αυτά ακριβώς τα θεία
θελήματα και οι θείες δωρεές της αγαθότητος, αιτίας των
πάντων, οι ουσιώσεις, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις.
11/28
με αυτά είναι άκτιστες πρόνοιες και αγαθότητες του
Θεού, και αυτές είναι αυτός ο Θεός, αν και όχι κατ' ουσίαν˙
διότι κατ' εκείνην είναι αμέριστος και αμέθεκτος, εφ’ όσον
είναι τελείως απολελυμένος από όλα, ώστε κάνεις ποτέ από
τους κατά την ευσέβεια επιγνώμονες της ακρίβειας να
μην επιχειρήσει να εννοήσει ή να εκφράσει τον Θεόν, να
επιχειρούν δε πάντοτε όλοι οι ιεροφάντες να νοούν και
λέγουν περί της προνοίας και αγαθότητος αυτού, κατά
την οποίαν είναι αίτιος όλων των όντων, διότι αυτή
είναι απεργαστική των έξωθεν όντων˙ επειδή δε υπάρχει
αυτή, έλαβε ύπαρξιν η παραγωγή και υπόστασις των
όλων. Διότι η θεία πρόνοια δεν είναι τίποτε άλλο παρά
στροφή του Θεού προς τα υποδεέστερα και αγαθή
θέλησις. Και αυτή υπήρξε προ των πάντων, ως κοινή
πρόνοια των μελλόντων, και εξ αίτιας αυτής όλα
παρήχθησαν στον καιρόν τους ως από δημιουργική
θέληση και ενέργεια, και εν αυτή συνεκροτήθη το παν ως
εις συνεκτική φρουρά και περιληπτική εστία του
παντός. Δια ταύτα λοιπόν η μία πρόνοια και αγαθότης, δια
την οποία ο Θεός επιμελείται των υποδεεστέρων, δεν είναι
μία μόνον, αλλά και πολλές πρόνοιες και αγαθότητες λέγονται
από τους θεολόγους.
12/28
θελήματος η μία εκείνη πρόνοια και αγαθότης, ή με άλλα
λόγια η λόγω αγαθότητος στροφή του θεού προς τα
υποδεέστερα, είναι και λέγονται πολλές πρόνοιες και
αγαθότητες, μεριζόμενες αμερίστως στα μεριστά και
διαφοροποιούμενες, έτσι ώστε κατά τα ανωτέρω λεχθέντα
άλλη μεν να ονομάζεται προγνωστική δύναμις του Θεού, άλλη
δε δημιουργική και συνεκτική, από αυτές δε πάλι, κατά τον
μέγαν Διονύσιον να ονομάζονται άλλες ουσιώσεις, άλλες
ζωώσεις, άλλες σοφοποιήσεις. Έκαστη δε αυτών είναι κοινή
του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ώστε καθ’
εκάστην αγαθή και θείαν θέλησιν δι’ ημάς ο Πατήρ και ο
Υιός και το Άγιο Πνεύμα να είναι η ουσιοποιός και
ζωοποιός και σοφοποιός ενέργεια και δύναμις.
13/28
απολαύει της προνοητικής αγαθότητας αυτού». Πώς λοιπόν
οι πολλές νοήσεις και οι κατ' αυτές τύποι των μελλόντων, η
πρόνοια περί τούτων και η σχετική με αυτή βούλησις, δεν
είναι της θείας ουσίας αλλ’ είναι αυτά ουσία, και μάλιστα όταν
δι’ αυτών παρατηρείται σχέσις προς τα όντα του κατ' ουσία
εντελώς ασχέτου;
18. Για όσα πάλι έγραψε ο μέγας Διονύσιος στο περί του
όντος, ότι η ύπαρξις (το είναι) και οι αρχές των όντων
υπάρχουν εκ του Θεού και εν τω Θεώ, ο πολύς στα θεία
Μάξιμος λέγει, «τα εξ αυτού και εν αυτώ είναι νόες
ομοιάζοντες με θεωρήματα της επιστήμης. Είναι δε μαζί αυτά
και διακεκριμένα εν αυτώ, όπως και στην ψυχή οι επιστήμες,
αν και είναι πολλές μαζί, μένουν ασύγχυτες και ενεργούν έξω
ανά μία, όταν χρειάζεται». Ο Βαρλαάμ λοιπόν και ο
Ακίνδυνος, λέγοντες κτιστές αυτές τις προόδους, κατά τις
οποίες ηνωμένως διακρίνεται το θείον, κτίσμα
καθιστούν τον Θεό και δυσσεβέστατα διχοτομούν τούτον
σε κτιστά και άκτιστα, θεωρώντας την μεν ουσία της
Αγίας Τρίαδος άκτιστον, τις δε κοινές προόδους και
ενέργειες και εκφάνσεις αυτής κτιστές. Και όμως ο μέγας
Διονύσιος και στην προ των άλλων (παρατεθείσα από εμάς
στη αρχή της πραγματείας) ρήση συμπεριέλαβε σε ένα λόγο
τόσο την διάκριση των υποστάσεων όσον και την
διάκριση των μεταδόσεων, μάλλον δε όλες τις θείες ενώσεις
και διακρίσεις (διότι δεν είναι μόνες οι ειρημένες, έστω και αν
ο Βαρλαάμ και ο Ακίνδυνος δεν πρόσεξαν ούτε τις ειρημένες)˙
συμπεριέλαβε λοιπόν ο μέγας όλες σε ένα λόγον, για να μην
τολμά κανείς να υποβιβάζει στην κτίση οποιανδήποτε από
αυτές τις ομοταγείς αθέσμως. Γι’ αυτό μετά την διευκρίνηση
των σχετικών με την υποστατική διάκριση, συνεχίζοντας
τον λόγο λέγει, «πρέπει δε, όπως νομίζω, συνεχίζοντες να
εκθέσουμε πλήρως το θέμα της θείας ενώσεως και
διακρίσεως», δείχνοντας ότι επί του Θεού υπάρχουν και
μερικές άλλες ενώσεις και διακρίσεις. Έπειτα, για να μην
απειθεί των ευσεβών κανείς ασεβής, προάγει να οροθετούν
περί των θείων τούτων ενώσεων και διακρίσεων οι ιερώς
14/28
μυσταγωγήσαντες και διδάξαντες από την αρχή τα μυστικά
της θεολογίας˙ διότι, σημειώνει όπως ανέφερα και σε άλλο
σημείο, «οι ιερομύστες της δικής μας θεολογικής διδασκαλίας
λέγουν ότι οι μεν ανεκφοίτητες (ακοινώνητες) και κρύφιες
υπεριδρύσεις της υπεραγνώστου και υπεραρρήτου
μονιμότητος είναι οι θείες ενώσεις»˙ δηλαδή την εντελώς
απερινόητον (ακατάληπτη) σε εμάς ίδρυσιν και μονήν
του Θεού εν εαυτώ, αυτό τούτο το να παραμένει ο Θεός
εν εαυτώ και να μην προχωρεί καθόλου προς φανέρωσιν
και να μη κινείται κατ’ ουσία, οι πατέρες την ονομάζουν
ένωσιν.
15/28
προέρχεται εξ αυτής.
16/28
προκαταρτικόν αίτιον τον Πατέρα, προχωρούσα διά του
Υιού και προβαλλομένη εν τω Αγίω Πνεύματι. Και τούτο
είναι φανερό από τα αποτελέσματα˙ διότι, όπως ελέχθη,
από αυτά καθίσταται γνώριμος πάσα ενέργεια. Επομένως
δεν είναι εδώ όπως στην περίπτωση της υποδηματοποιίας,
όπου άλλο υπόδημα κατασκευάζεται από άλλον
υποδηματοποιό, μολονότι όλων η τέχνη αποβλέπει προς το
ίδιο αποτέλεσμα, δεν προέρχεται δηλαδή καθ' όμοιο τρόπον
ιδιαίτερο αποτέλεσμα από εκάστην υπόστασιν, τον Πατέρα
και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Αλλά πάσα η κτίσις είναι εν
έργον των τριών, και από τους πατέρες έχομε μυηθεί να
διακρίνουμε σε αυτή μία και την αυτήν θεία ενέργεια
των τριών προσκυνητών προσώπων, όχι δε χωριστή σε
έκαστον και ομοία. Και επειδή η θεότης κατά την
παράδοσιν των θεολόγων είναι κυριολεκτικώς όνομα όχι
της ουσίας του Θεού αλλά της ενεργείας του Θεού,
δεχόμεθα μία και την αυτήν θεότητα των τριών
προσκυνητών προσώπων, αλλ' όχι μίαν υπό την έννοια
της ομοιότητας, σαν την φυσική των τριών ανθρώπων
ενέργεια ή την επίκτητο και τεχνική ενέργεια.
17/28
Θεού, την δε γύρω από αυτήν ενέργειά της ως κτιστή
θεότητα, μάλλον δε διχοτομούν ανοήτως την μίαν
θεότητα του Θεού ως άκτιστον και κτιστήν διότι το
ενεργείν και η ενέργεια είναι το αυτό, όπως και το
κινείσθαι και η κίνησις. Ποιος λοιπόν, αν δεν παραπαίει
τελείως, θα ειπεί ότι ο ενεργών και κινούμενος διά τον
λόγον ότι ενεργεί και κινείται έχει πολλά
αλληλοσυγκρουόμενα, όπως το άκτιστον και το
κτιστόν; Θα ήταν το ίδιον ως να έλεγε κανείς ότι ο ιστάμενος
είναι πολλοί εξ αιτίας της στάσεως, μολονότι διαφέρει του
ισταμένου η στάσις και του κινουμένου η κίνησις, και
σύμφωνα με αυτήν την διαφορά έκαστον τούτων είναι άλλο˙
εάν δε ταύτα δεν έχουν την μεταξύ των διαφορά κατά την
έννοια του εναντίου, τίποτε δεν εμποδίζει να είναι ένα όλα
αυτά. Έτσι λοιπόν, αν και διαφέρει της θείας ουσίας η
θεία ενέργεια, αλλά εις την ουσία και την ενέργεια μία
θεότητα του Θεού υπάρχει. Και όχι μόνον μία, αλλά και
απλή˙ διότι ποια σύνθεσις υπάρχει μεταξύ κινουμένου
και κινήσεως, με άλλα λόγια μεταξύ ενεργούντος και
ενεργείας; Φυσικά ούτε o ιστάμενος δεν είναι σύνθετος εξ
αιτίας της στάσεως. Άραγε δεν είναι ολοφάνερο ότι
αποδίδουν σε εμάς καταψευδόμενοι το δικό τους έγκλημα οι
κατηγορούντες εμάς για διθεΐα λόγω της πρεσβευομένης από
εμάς διαφοράς της θείας ουσίας προς την θεία ενέργεια;
18/28
διχοτομούντες τον ένα Θεό σε κτιστά και άκτιστα και με όσα
λέγουν (ως) άκτιστα παρασύροντες ομοίως και τα κτιστά.
Πράγματι πώς θα υπήρχαν άκτιστες υποστάσεις, των οποίων
η μεταξύ τους περιχώρησις δεν είναι κατ' αυτούς άκτιστος;
Επειδή αυτή δεν είναι ούτε ουσία ούτε κάποιο από τις
υποστάσεις, στις οποίες μόνες προσγράφουν αυτοί το
άκτιστον. Πώς δε θα ήταν δυνατόν να υπάρχει άκτιστος ουσία
της οποίας η ενέργεια είναι κατ' αυτούς κτιστή;
19/28
διαθέτοντες μεν μία ουσία, αλλά χωρίς να είναι αχώριστοι απ’
αλλήλων ούτε να ευρίσκονται εν αλλήλοις. Θα παραλληλίσει
όμως κανείς τα καθ’ ημάς με ήλιο και ακτίνα και φώς ή με
νουν και λόγον και πνεύμα; Αλλ' έκαστον των
πραγμάτων τούτων είναι αχώριστο από τα άλλα, δεν
διαιρείται δε από τον γεννώντα τα παρ' αυτού προϊόντα
διά των υποστάσεων.
20/28
διαφορετική από αμφότερες τις προηγούμενες˙ διότι εκτός
από τις υπεραρρήτους εκείνες διακρίσεις υπάρχει θεία
διάκριση επίσης κατά τις προόδους ταύτες και
φανερώσεις και ενέργειες του Θεού, κατά τις οποίας
είναι μεθεκτός σε όλα τα όντα. Δια τούτο κατ’ αυτές και
νοείται και ονομάζεται εκ των μετεχόντων. Περί της
διακρίσεως πάλιν ταύτης ο μέγας Διονύσιος μετά την
παράθεση ρήσεων του θεοφάντορος Ιεροθέου λέγει, «αρκετές
είναι αυτές οι ρήσεις, ας προχωρήσουμε δε προς τον σκοπό
της πραγματείας, αναπτύσσοντες κατά το εφικτό τα κοινά
και ηνωμένα ονόματα της θείας διακρίσεως». Πώς κοινά
και ηνωμένα; Κατά το ότι είναι κοινά των τριών προσώπων˙
διότι ταύτα έχει ενιαίως ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιον
Πνεύμα. Αλλά είναι και από αυτά φανερό ότι όλος ο
σκοπός των λόγων του και όλη η πρόθεσις της “Περί
θείων ονομάτων” πραγματείας δεν είναι περί της θείας
ουσίας και της κατ' αυτήν ενώσεως ούτε περί της
υποστακτικής διακρίσεως, αλλά περί της θείας
διακρίσεως κατά τις κοινές προόδους και
φανερώσεις. Και τούτο είναι ακόμη περισσότερο φανερό
από την συνέχεια. Διότι προσθέτει «και για να ορίσουμε
σαφώς όλα τα επόμενα, διάκρισιν θείαν καλούμε τις
αγαθοπρεπείς προόδους της θεαρχίας. Διότι αυτή,
δωρίζουσα σε όλα τα όντα με περίσσεια τις μετουσίες
όλων των αγαθών, ηνωμένως μεν διακρίνεται,
πληθύνεται δε ενικώς και πολλαπλασιάζεται από το εν
ανεκφοιτήτως». Δεν λέγει τα κτίσματα προόδους και
φανερώσεις, όπως εξέλαβαν ασύνετα ο Βαρλαάμ και ο
Ακίνδυνος, αλλά τις θείες ενέργειες, των όποιων
αποτέλεσμα είναι τα κτίσματα.
21/28
τις ουσίες των κτισμάτων, τις οποίες παρήγαγε ο Θεός εκ του
μη όντος πολλές και διαφόρους, ενώ αυτός κρατεί το εν
ανεκφοιτήτως, δηλαδή κατ' ουσίαν. Άραγε λέγεται ότι το
θείον πολλαπλασιάζεται, καθώς προστίθενται σε αυτόν
τα κτίσματα; Κάθε άλλο˙ διότι πώς είναι δυνατόν να
συναριθμηθούν τα κτιστά με το άκτιστον; Διά τούτο ο πολύς
εις τα θεία Μάξιμος, καθιστώντας εκδηλότερο τον
πολλαπλασιασμό τούτο, λέγει˙ «λέγεται ότι πληθύνεται
ο Θεός με το καθ' έκαστον βούλημα προς παραγωγή των
όντων πολλαπλασιαζόμενος κατά προνοητικές
προόδους, ότι μένει δε αμερίστως έν, καθώς ο ήλιος ο
όποιος εκπέμπει πολλές ακτίνες και μένει στην
ενότητα». Εκ τούτου και ο μέγας Διονύσιος δεν είπε ότι
πολλαπλασιάζεται το θείον με την προσθήκη των
πολλών όντων, αλλά με την παραγωγή, έτσι καλέσας από
τα παραχθέντα την προνοητική πρόοδον και την θεία
βούλησιν. Από αυτά, καθώς είναι πολλά και
διάφορα, δεικνύεται και το διακεκριμένο και διάφορο
των θείων προόδων και δυνάμεων, τις οποίες ο μέγας
ανέφερε ανωτέρω σε πληθυντικό αριθμό, καλέσας αυτές
μετοχές και παραδείγματα των όντων προϋφιστάμενα
εις τον Θεόν, λόγους ουσιοποιούς και θεία θελήματα
καθοριστικά και ποιητικά των όντων, επίσης δε άσχετες
και αμειώτες μεταδόσεις, και θεοπρεπείς δωρεές και
προόδους. Προσέτι καθιστώντας σαφέστερο το διακεκριμένο
τούτων και την διαφορά μεταξύ τους απένειμε σε εκάστη
ιδιαιτέρα ονομασία, λέγοντας, «οι ουσιώσεις, οι ζωώσεις,
οι σοφοποιήσεις», διά των οποίων καθώς και δι’ άλλων
όχι ολίγων έδειξε συγχρόνως ότι αυτές είναι άκτιστες
και διάφορες της θείας ουσίας. Έδειξε ότι είναι άκτιστες
μεν, επειδή προϋφίστανται των όντων, και είναι υπέρ τα
όντα και ποιητικές των όντων˙ μη ουσία δε, διότι είναι
πρόοδοι και διότι είναι πολλοί, ενώ εκείνη είναι μία, και διότι
διαφέρουν προς αλλήλες˙ διότι δεν είναι δυνατόν τα
διαφέροντα προς άλληλα να είναι μη διάφορα προς εν άλλο.
22/28
διευκρίνηση τών (πραγμάτων) κατά την υποστατική διάκρισιν
προσθέτει˙ «υπάρχει δε και κατ' άλλην έννοια θεία
διάκρισις, η λόγω της περίσσειας αγαθότητας πρόοδος
του Θεού στην πολυειδία της δημιουργίας». Ούτε αυτός
λοιπόν δεν ονομάζει θείαν διάκρισιν την πολυειδία των
δημιουργημάτων, διάφορον από την υποστατική, αλλά την
πρόοδον σε αυτήν. Δια τούτο δεικνύοντας καθαρότερα ποία
είναι αυτή η διάκρισις επιφέρει˙ «κοινές δε της
τρισυποστάτου διακεκριμένης ενάδος είναι οι
δημιουργικές πρόνοιες και αγαθότητες». Πολλές λοιπόν
ουσίες παραγάγων ό Θεός, διαφορετικές μεταξύ τους, αυτός
κρατεί κατ' ουσίαν το έν ανεκφοιτήτως, παραμένοντας ως
προς αυτήν εντελώς αδιάκριτος και αφανέρωτος. Από τις
πολλές δε και διαφόρες ουσίες δεν αναγόμεθα εις την
θεία ουσία, όπως είπε ο Ευνόμιος και μετ’ αυτόν ο
Ακίνδυνος, αλλά αντιλαμβανόμεθα τις θείες δυνάμεις και
ενέργειες και την κατ' αυτές διάκρισιν του
παντοδυνάμου Θεού, «ο όποιος παρά ταύτα μένει όχι μόνον
είς κατά την ουσίαν εις τον πληθυσμόν του, αλλά και είναι
ηνωμένος εις τις υποστάσεις κατά την κοινή πρόοδο.
Επιπλέον δε είναι πλήρης εις την διάκρισιν λόγω του ότι είναι
«υπερουσίως υπερβατικός απέναντι όλων των όντων»,
δηλαδή λόγω της κατ' ουσίαν αποστάσεως και του αμεθέκτου
από όλα (διότι το υπερούσιον και ανεκφοίτητον, ως μη
μεταδιδόμενον σε τίποτε άλλο, είναι εξ ανάγκης πλήρες), αλλά
και διά της ενιαίας παραγωγής των όλων, δηλαδή λόγω του
ότι δεν επιδέχεται καμμία πρόσληψιν (διότι το μη
προσλαμβάνον τίποτε από τα πολλά όντα τα παρ' αυτού
προαχθέντα, αλλά μένοντας έν, δεν προσλαμβάνει ως μη έχον
ανάγκην κανενός, το δε μη έχον κανενός ανάγκην είναι εξ
ανάγκης πλήρες), «αλλά και διά της αμείωτου», λέγει, «χύσεως
των αμείωτων μεταδόσεων του», δηλαδή λόγω του ότι δεν
επιδέχεται καμμία αφαίρεση ούτε κατ’ αυτές τις
μεθόδους και προόδους (διότι το μη μειούμενο δεν
υφίσταται ούτε αφαίρεσιν, το δε υπερχεόμενο και μη
υφιστάμενο καμμία αφαίρεοιν είναι εξ ανάγκης πλήρες).
23/28
Αυτός δε του οποίου οι πρόοδοι και μεταδόσεις έχουν την
πληρότητα, λόγω του ανελαττώτου και αμειώτου, πώς δεν θα
είναι ο ίδιος πλήρης, μάλλον δε και υπεράνω του πλήρους
κατ’ ουσίαν;
24/28
διακρίσεως, αλλά θα μπορούσε να πει κάποιος περί της
ενεργητικής, και δίδαξε ότι οι ενέργειες αυτές δεν είναι ούτε
θεία ουσία (διότι αυτή είναι μία και όχι εκ τίνος) ούτε θείες
υποστάσεις (διότι αυτές δεν είναι ούτε περισσότερες από
τρεις ούτε όλες από αίτιον, καθ' όσον ο Πατήρ δεν προέρχεται
από καμμία αρχήν, αλλά και καθεμία των δύο υποστάσεων
οι οποίες προέρχονται από αρχήν είναι εκ μόνου του
Πατρός, οι δε εκφάνσεις και ενέργειες αυτές είναι κοινές
Πατρός, Υιού, Πνεύματος, και εκ Πατρός, Υιού,
Πνεύματος), αφού λοιπόν δίδαξε ταύτα στους έχοντες ώτα
να ακούουν, έπειτα συνεχίζοντας λέγει: «αυτές τις
διακρίσεις, τις κοινές και ενωμένες της συνόλου
θεότητος, δηλαδή τις αγαθοπρεπείς προόδους, θα
προσπαθήσουμε εμείς κατά το δυνατόν να υμνήσουμε
διά των θείων ονομάτων τα οποία εκφράζουν αυτές στα
θεία κείμενα».
25/28
ισχυριζόμεθα ότι αυτός νοείται και ονομάζεται κατά τις
προόδους και ενέργειες αυτές, αλλά όχι κατά την ουσία˙
διότι αυτή είναι εντελώς υπερώνυμος και υπερεικόνιστος, και
δεν είναι δυνατό ούτε να την εννοήσουμε ούτε να την
εκφράσουμε ούτε καθ’ οιονδήποτε τρόπον να την
θεωρήσουμε, όπως λέγει ο ίδιος θεολόγος, λόγω του ότι είναι
υπερβατική έναντι όλων και υπεράγνωστος, υπεριδρυμένη
όλων κατά ασύλληπτον δύναμιν, ακόμη και των
υπερουρανίων νόων. Ας εντρέπονται λοιπόν οι θεωρούντες
κτιστές τις προόδους αυτές, ως υποβιβάζοντες σε κτίσμα τον
Θεόν.
26/28
το οποίον θα αναπτυχθεί από την εκ της ρίζας Ιεσσαί ράβδον
θα επαναπαυθούν επτά πνεύματα. Εις δε τον Ζαχαρίαν, όταν
είδε τους επτά λύχνους και τα επ’ αυτών ισάριθμα
ελαιοδοχεία, λέγει ο εξηγητής του περί των τοιούτων
οραμάτων άγγελος: «αυτοί είναι οι επτά οφθαλμοί του Κυρίου
οι επιβλέποντες σε ολόκληρο την γην», δεικνύοντας ότι τα
επτά ταύτα πνεύματα είναι οι φύσει προϋπάρχουσες στον
Θεόν προνοητικοί πρόοδοι και ενέργειες, όπως αργότερα
εδίδαξε εμάς και ο επώνυμος της θεολογίας Γρηγόριος,
λέγοντας, «ότι ο Ησαΐας αγαπά να ονομάζει πνεύματα τις
ενέργειες του Πνεύματος», και μετ' αυτόν ο θείος Μάξιμος
γράφων ότι ταύτα προσυπάρχουν εις τον Χριστόν φύσει
ως Υιόν του Θεού. Που είναι οι προσφέροντες εις ημάς την
δυάδα και το πλήθος επί των φυσικών ενεργειών του Θεού;
Να εντρέπονται επταπλασίως, διότι παραμένουν αμετανόητοι
εις την κακόνοιάν των.
27/28
κτιστά και άκτιστα την μίαν θεότητα, και, όπως ο Άρειος
τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, έτσι και αυτοί εξορίζουν από
την άκτιστον φύσιν κάθε θεία δύναμιν και ενέργεια,
ακόμη και αυτήν την επιδειχθείσα επί του όρους Θαβώρ
λαμπρότητα του Θεού. Αυτοί, επειδή οι ευσεβείς
δέχονται άκτιστον την κατά τις ενέργειες αυτές
διάκρισιν τού Θεού, τούς κατηγορούν ως λατρεύοντες
πολλές άκτιστους θεότητες και παρασύρουν πολλούς
από τους αφελέστερους. Διά τούτο πρέπει να εξετάσουμε
και περί της θείας τούτης διακρίσεως και των κατ' αυτήν
ενεργειών και να διευκρινήσουμε κατά δύναμιν, και να
καταστήσουμε όχι ανάξιον λόγου το μελέτημά τούτο, πώς
δηλαδή θα δυνηθούμε να διακρίνουμε ευχερώς και να
καθαιρέσουμε την βαρλααμική πλάνη εκ των θεολογικών περί
διακρίσεως διατυπώσεων των θείων πατέρων.
ΤΕΛΟΣ
Είχε παρουσιαστεί στον Αμέθυστο σε σειρά αναρτήσεων:
1η ανάρτηση
2η ανάρτηση
3η ανάρτηση
4η ανάρτηση
5η ανάρτηση
6η ανάρτηση
7η ανάρτηση
8η ανάρτηση
28/28