You are on page 1of 49

Antonio Stagliano

TO "ΤΡΙΤΟ ΔΙΠΛΑΣΙΑΖΕΙ"

Το Πνεύμα στην Θεολογία της


ιστορίας του Ιωακείμ της Φλώρας.

«Εκδόσεις Αμέθυστος»
http://amethystosebooks.blogspot.com/2016/10/antonio-stagliano.html
Περιεχόμενα

Εισαγωγή ............................................................................................................. 3
1. Ο Αββάς της Καλαβρίας "με το προφητικό χάρισμα". ................................... 5
2. Το χαρούμενο όραμα της ιστορικής προόδου: η εποχή του πνεύματος σαν
πληρότης και τελείωση! ...................................................................................... 8
3. Η ανθρώπινη ιστορία είναι Τριαδική τρείς καταστάσεις, πέντε εποχές, επτά
ηλικίες! .............................................................................................................. 11
4. Το τρίτο "διπλασιάζει": το πνεύμα φέρει στην ολοκληρωμένη αλήθεια! .... 29
5. Το Πνεύμα πέραν του Χριστού; Στην κριτική συζήτηση. ............................ 32
6. Συμπέρασμα .................................................................................................. 36
Παράρτημα Α: «ΠΕΡΙ ΕΚΠΟΡΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ – ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ » ............................... 39

2
Εισαγωγή

Η φιγούρα του Ιωακείμ της Φλώρας επέστρεψε τής μόδας πρίν λίγα
χρόνια λόγω της τριπλής μνημονεύσεως που είχε εκ μέρους τού Barack
Obama κατά την διάρκεια τής εκλογικής του εκστρατείας για την
Προεδρία των Η.Π.Α. «Δάσκαλος τού σύγχρονου πολιτισμού» και
«εμπνευστής ενός πιό σωστού και δίκαιου κόσμου», έτσι όρισε τον
Αββά, ο νέος πρόεδρος. Έναν Θεολόγο ο οποίος έζησε τον ΧΙΙ αιώνα
(πέθανε στις 30 Μαρτίου 1202), αναφερόμενος φυσικά σ' εκείνο το
ουτοπικό όραμα της ιστορίας που τον κατέστησε διάσημο σ' όλον τον
κόσμο. Μία εννοιολόγηση της ιστορίας ανοιχτή στην ελπίδα η οποία,
από το ένα μέρος, δέν αφαιρείται από την πτώση τού κόσμου, αλλά
από το άλλο θεωρεί σωστό να αξιολογήσει την δυναμικότητα που
υπάρχει έμφυτη στην ιστορική πορεία, παρότι παροδική και
εφήμερη!

Ο De Lubac παρότι κριτικός και αυστηρός απέναντι στον εξηγητή και


Θεολόγο Αββά, δέχεται την μεγάλη του αξία: το ότι εναπόθεσε στην
ιστορία, μία προφητική κίνηση εντελώς νέα, και μία πολιτισμική πρόοδο
η οποία, μέσω αναπτύξεων, διαφοροποιήσεων, μεταμορφώσεων, από τον
ΧΙΙ αιώνα έφτασε μέχρι των ημερών μας. Υπάρχει μία «κληρονομιά και
υπάρχουν και πνευματικοί απόγονοι του Ιωακείμ», είπε! Η βεβαίωση
τού πνεύματος τής πτωχείας με μιά πιό πλατειά διάδοση τής
θρησκευτικής ζωής θα έφερνε εκείνη την ηθικο-πνευματική
ανανέωση τής "τρίτης εποχής" τού Ιωακείμ, την εποχή του
Πνεύματος!

3
Το ίδιο και ο σημαντικός Υ. Congar: «την εποχή του
γράμματος θα διαδεχθεί η εποχή της ελευθερίας του
πνεύματος, ένα Σάββατο καθαρής ευχαριστίας»!
Εκείνο που συνήθως ήταν προορισμένο στην
εσχατολογία στο τέλος της ιστορίας, εισάγεται μέσα
στην ιστορία σαν αντικείμενο μίας αναμονής, μίας
ελπίδος. Σ'αυτή την εποχή με μία θρησκεία ελεύθερη και
πνευματική, θα υπάρχει ακόμη μία ιεραρχία και τα Μυστήρια, αλλά
πνευματοποιημένα, πιό κοντά στον τύπο του Ιωάννη παρά σ'εκείνον
του Πέτρου. Η έλευση αυτής της εποχής είναι επικείμενη!

Για τον W. Kasper: «εάν κατ'αρχάς αυτή η ανανέωση και αυτή η


πρόοδος σήμαινε την αναμονή τών μοναχών σαν μία ανανέωση της
εκκλησίας, πολύ γρήγορα οι ιδέες του Ιωακείμ εκκοσμικεύτηκαν. Η ιδέα
τής προόδου και οι μοντέρνες ουτοπίες παρουσιάζουν έναν αιτιατό
δεσμό με παρόμοιες θέσεις. Τροποποιημένες στην μορφή οι ιδέες του
Ιωακείμ επαναπροωθούνται από τον Λέσσινγκ, τον Κάντ, τον Μάρξ
όπως επίσης και από την ονειρική παραίσθηση του τρίτου Ράιχ, με τους
εφιάλτες που το συνόδευσαν στον αιώνα μας. Πρόκειται όμως για ιδέες
ή αποσπάσματα σκέψεων του Ιωακείμ, τα οποία παρουσιάζονται και
σε πολλά θεολογικά ρεύματα και σε κινήματα ανανέωσης στο
εσωτερικό της εκκλησίας» (Ο Θεός του Ιησού Χριστού σ. 281...).

Πρόκειται λοιπόν για μία "Θεολογία της ιστορίας" η οποία


ανεπτύχθη σαν μία ειδική συμφωνία η οποία μεταγράφει στον χρόνο
την μελωδία τού Αιωνίου και μας επιτρέπει να συλλάβουμε στην
Θεία ζωή τα μυστηριώδη βάθη των ιστορικών γεγονότων, όπως
επίσης και την πρόοδο της Φύσεως, εκείνης της αναβάσεως τής
ανθρωπότητος πρός μία πιό έντονη ανθρωποποίηση και
πνευματικοποίηση που έπρεπε προφητικά να αναγνωρίσουμε μέσα στα
δράματα τών υπάρξεων και τών εποχών, τα οποία -στο διεισδυτικό
βλέμμα αυτού που παρατηρεί τους δυναμισμούς τής ιστορίας στο
φώς τής αποκαλύψεως του Θεού- γίνονται φιγούρες πλήρεις
αινιγματικών νοημάτων, που χρήζουν ερμηνείας και
κοινωνικοποιήσεως με τον σκοπό να κατευθυνθεί η ανθρώπινη
περιπέτεια πρός κορυφές αρμονίας, δικαιοσύνης, νέας αδελφότητος,
ελευθερίας απο όλες τις δεσμεύσεις του παρελθόντος, διανοίγοντας
την στην ελπίδα μίας καθολικής και παγκόσμιας ειρήνης!

4
1. Ο Αββάς της Καλαβρίας "με το προφητικό χάρισμα".

Ο Ιωακείμ απέρριψε καθαρά τον τίτλο τού Προφήτη για να αποφύγει


διφορούμενες ερμηνείες τής αποστολής του! Η διάσημη επιγραφή του
παραδείσου του Δάντη «lucemi dallato il Calavrese Giovacchino di
Spirito Profetico dotato»(ΧΙΙ vv. 139-141). [Με φώτισε πλαγίως ο
Καλαμπρέζε Ιωακείμ με το χάρισμα της προφητείας], παραμένει γεμάτη
σημασία: η προφητεία του ερμηνεύεται σαν "όραμα", σαν ένα
"όνειρο με ανοιχτά μάτια", πραγματοποιημένο στην Θεία δύναμη τού
Λόγου τού Θεού, μία ανακάλυψη όλο και πιό πολύ σαν μία ζωοποιός
ενέργεια του Πνεύματος στην ιστορία των ανθρώπων. Μία
προφητεία σαν αποκάλυψη λοιπόν, δηλαδή σαν φανέρωση ενός
σχεδίου το οποίο είναι σπάσιμο και αποσύνδεση, το τέλος των
στολιδιών του παρόντος και κεραυνοβόλος δυναμισμός πρός το νέο,
πρός το μέλλον. Δέν είναι τυχαίο ότι ο Ernst Bloch, Πατέρας τής πιό
συστηματικής και ουτοπικής σκέψης του εικοστού αιώνος, έδωσε μεγάλη
προσοχή στο έργο του, θεωρώντας τό όραμα τού Αββά σαν "την
κοινωνική ουτοπία", με την πιό μεγάλη επιρροή του Μεσαίωνος.

Η ανάγνωση του Μπλοχ είναι ιδιαιτέρως ιδεολογικοποιημένη, αλλά


παρ'όλα αυτά συλλαμβάνει μία ουσιώδη πλευρά απο την ανάγνωση
της ιστορίας του Ιωακείμ, σαν προοδευτική και βαθμιαία
πραγματοποίηση της Βασιλείας του Θεού: «άσκησε με συνέπεια την
πλήρη μετατόπιση της Βασιλείας του Φωτός από το επέκεινα, και
από την παρηγοριά τού επέκεινα, στην ιστορία, παρότι μόνον σ'ένα
δικό της τελικό στάδιο». Εντελώς διαφορετικά από τον Moro και τον
Campanella -οι οποίοι τοποθέτησαν σε ένα μακρυνό νησί την ιδανική
τους κοινωνία- ή ακόμη και από τον Αυγουστίνο, ο οποίος μετέφερε το
ιδανικό στην υπερβατικότητα, «στον Ιωακείμ αντιθέτως η ουτοπία
φαίνεται, όπως και στους προφήτες, αποκλειστικά στον τρόπο και σαν
κατάσταση ενός Ιστορικού μέλλοντος, έτσι ώστε η βασιλεία του
Χριστού στον Ιωακείμ ανήκει τόσο ριζικά σ'αυτόν τον κόσμο όπως

5
σε κανένα άλλο μέρος αρχής γενομένης από τον Χριστιανισμό τής
προέλευσης»!

«Ο Ιωακείμ δέν ενδιαφερόταν στην κάθαρση τής Εκκλησίας ή ακόμη και


του κράτους από τα λάθη τους, αλλά να τα καταργήσει. Το Ευαγγέλιο
ήταν ήδη σβησμένο και ξανάναψε ένα νέο φώς (Lux nuova) χύθηκε
σ'αυτό, του τρίτου βασιλείου: Ο Ιωακειμισμός πάλεψε ενεργητικά
εναντίον των κοινωνικών αρχών ενός Χριστιανισμού ο οποίος αρχής
γενομένης από τον Παύλο, δέθηκε με χίλιους συμβιβασμούς στην
κοινωνία των τάξεων μέχρι την θανάσιμη έχθρα τού δευτέρου βασιλείου,
δηλαδή του βασιλείου των ιερέων εναντίον του τρίτου βασιλείου, με την
σημασία του Ιωακείμ το οποίο δέν γίνεται κατανοτό και εάν γίνει
κατανοητό τότε κατασυκοφαντείται.

Ακριβώς αυτό το "γείωμα" του ουτοπικού ιδανικού, εμποδίζει όλες


τις πλευρές τής αλλοτριώσεως εκείνης της θρησκείας η οποία
προσλαμβάνει την μορφή τής παρηγοριάς απέναντι στο υπαρκτό! Η
παρηγορητική πίστη αφήνει τα πάντα αμετάβλητα και είναι η
λειτουργία τού status quo στην βαρβαρότητά του. Δέν δίνει ώθηση
για την ανανέωση, δέν ανοίγει τους οφθαλμούς στην δυστυχία τής
ζωής, αδυνατίζοντας την επιθυμία μίας ιστορικής μεταμόρφωσης η
οποία μπορεί να καταναλωθεί στο σήμερα και οδηγεί στην ανατροπή
των υλικών συνθηκών οι οποίες πιέζουν και ταπεινώνουν την
αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Αντιθέτως η ουτοπία του Ιωακείμ είναι
κοινωνική, η δική του Πόλις του Θεού ερευνά προσεκτικά τους θεσμούς
που υπηρετούν το κέρδος και την εκμετάλλευση και ασκεί απέναντι
στους Εβραίους και τους Εθνικούς εκείνη την αναγκαία ενοχή η οποία
είναι ξένη σε μία εκκλησιαστική διεθνή. Γι'αυτό η κοινωνική αναμονή
την οποία είχε τοποθετήσει ο Ιησούς στον μελλοντικό αιώνα και την
οποία η Εκκλησία είχε μειώσει σε υποκρισία και κενά λόγια, εδώ
λαμβάνεται στα σοβαρά όπως ποτέ πρίν. Σε μία εποχή μεγάλης
έντασης, σαν ένας προάγγελος της μεταστροφής, ο Ιωακείμ υψώνεται
σαν ένας νέος Amos (Άμως) για να κηρύξει ενάντια σε κάθε εξουσία ένα
Θεό ο οποίος φροντίζει τους φτωχούς. Ο δικός του Γιαχβέ είναι ένας
Θεός της φωτιάς ο αυθεντικός Θεός της Βίβλου ο οποίος είναι μία απειλή
για κάθε Φαραώ, ο Θεός τού ηφαιστείου του Σινά ο οποίος
μεταμορφώνεται στον Θεό τής απελευθερώσεως και της εξόδου από την
σκλαβιά».

6
Πέραν της μονόπλευρης και ιδεολογικοποιημένης ερμηνείας του Μπλοχ,
η έννοια του Πνεύματος στον Ιωακείμ παντρεύεται με την κοινωνική
ουτοπία η οποία εάν κατανοηθεί σωστά, εκφράζει τις δυνατότητες τις
τοποθετημένες στην ιστορία τού Χριστιανικού Θεού, το πνεύμα
dominum et vivificantem, τον Θεό της ζωής, το πλησίασμα του οποίου
στον άνθρωπο δέν είναι ο καρπός της ανθρώπινης ανάγκης να διανοίξει
στο άπειρο (ενάντια σε κάθε άθεο οραματισμό, περασμένο και
μοντέρνο), αλλά το επακόλουθο της αιωνίου απόφασής του να αγαπήσει
μέχρι του σημείου να ταυτιστεί με τον άνθρωπο, γενόμενος άνθρωπος
αυτός ο ίδιος στον Υιό και προσφερόμενος στον άνθρωπο, στο Πνεύμα,
για την πραγματοποίηση του σχεδίου του τής αγάπης το οποίο θα
ολοκληρωθεί στο τέλος, πέραν αυτής της ιστορίας, παρότι έχει σ'αυτή
την ιστορία την πραγματική του πρόγευση.

Έτσι η σκέψη τής ιστορίας και τής αναπτύξεώς της διακλαδώνει (χωρίς
να συγχύζεται) με την σκέψη του Χριστιανικού Θεού, την Τριαδική
σκέψη του Θεού. Η Τριάδα δέν είναι τόσο -για τον Ιωακείμ- το δύσκολο
δόγμα το οποίο προσπαθεί να επεξεργαστεί η έννοια, αλλά είναι πάνω
απ'όλα η απλούστατη αλήθεια της Θείας συντροφιάς, πιστή, σταθερή,
στην ιστορική πορεία του ανθρώπου, η πιό ισχυρή δύναμις τής πορείας
τού ανθρώπου πρός συνθήκες νέες, πιό δίκαιες, πιό ανθρώπινες, διότι πιό
πνευματικές. Η Θεία οικονομία, μετεγραμμένη και κωδικοποιημένη στις
Γραφές, δέν είναι πλέον βαλσαμωμένη στο γραπτό χαρτί: συνεχίζει μέσα
στην ανθρώπινη ιστορία, της οποίας η πλήρης σημασία είναι συμβολικά
και προκαταβολικά, αποθηκευμένη στα ιερά κείμενα, όπου όλα είναι η
μορφή τής σωτηρίας η οποία πραγματοποιείται εν μέσω της ιστορικής
ταραχής διά του Αγίου Πνεύματος, φορέως των βαθύτερων δυναμισμών
των ιστορικών εξελίξεων.

ΣΧΟΛΙΟ: Υ. Congar: «την εποχή του γράμματος θα διαδεχθεί η


εποχή της ελευθερίας του πνεύματος, ένα Σάββατο καθαρής
ευχαριστίας»! Όπως βλέπουμε η ευχαριστιακή εκκλησιολογία τού
Ζηζιούλα, γιά τήν οποία διεκδικεί μιά θέση στό Πάνθεον τής
Θεολογίας ριζώνει στήν αίρεση τού Ιωακείμ, στήν υποτιθέμενη τρίτη
εποχή, τής οικονομίας τού Αγίου Πνεύματος. Εισάγει καινά δαιμόνια
όπως όλοι οι σημερινοί διανοούμενοι καί μέ τό ικανότατο συνεργείο
του τά συναρμολογεί μέσα στήν εκκλησία βαφτίζοντάς τα ορθόδοξα.

7
2. Το χαρούμενο όραμα της ιστορικής προόδου: η εποχή του
πνεύματος σαν πληρότης και τελείωση!

Το αδιαφιλονίκητο προσόν του Ιωακείμ είναι ότι κατόρθωσε να σκεφθεί


ιστορικά την Τριάδα και Τριαδικά την ιστορία: και δι'αυτής τής οδού, η
πίστη στην Τριάδα, γίνεται "κριτική και επαναστατική σκέψη", μία
καταγγελία τής αλυτρωτικής καταστάσεως του κόσμου, ο οποίος
είναι γεμάτος αντιπαραθέσεις και αξεπέραστα σχίσματα! Γίνεται
όμως και προφητεία τού μέλλοντος, κατεύθυνση πρός έναν σκοπό
καθολικής κοινωνίας, αναγγελία τής εξασφαλισμένης ειρήνης απο
την φανέρωση τού Θεού δίπλα μας και λαχτάρα μίας
πνευματοποιήσεως τής κοινωνίας η οποία προοδεύει ήδη χάρη στο
έργο του Τριαδικού πνεύματος, δηλαδή τού πνεύματος που εργάζεται
και ολοκληρώνει στην ιστορία την αιώνια απόφαση του
Χριστιανικού Θεού, να σώσει όλους τους ανθρώπους!

Η προσπάθεια του Αββά εκ Καλαβρίας υπήρξε εκείνη να ανοίξει τα


μάτια τών συγχρόνων του σ'αυτή την Χριστιανική αλήθεια, η οποία
δέν διαψεύσθηκε από την ωμότητα και από μερικά τρομακτικά
γεγονότα της εποχής. Ανάμεσα στον ΧΙΙ και τον ΧΙΙΙ αιώνα γεννιέται
στο Celico στα 1130/5 και πεθαίνει στο μικρό μοναστήρι τού S. Martino
di Canale, κοντά στην Cosenza. Ενώ λοιπόν στερεώνεται το Νορμανδικό
Βασίλειο τού Enrico VI, στον Νότο γεννιέται εκείνη την εποχή ο
Federico II (stupor mundi), ο οποίος θα ανοίξει τα γεωγραφικά σύνορα
και οι πόλεμοι αρχίζουν νά φαίνονται ατελείωτοι για την ελευθερία των
πόλεων, και μέ τις διαμάχες ανάμεσα στους Πάπες και την αυτοκρατορία,

8
τίς σταυροφορίες για την απελευθέρωση των ιερών τόπων (και τήν
αποτυχία τους). Η διάδοση των αιρέσεων ήταν σταθερή και
ασταμάτητη και ορισμένες εξελίξεις της εκκοσμικεύσεως της
Εκκλησίας είχαν ήδη προχωρήσει. Εμπλεκόμενος προσωπικά στα
γεγονότα τού καιρού του, ο Ιωακείμ καταγγέλλει, στιγματίζει και
εκφράζει ανοιχτά τον ζήλο του για την Χριστιανική και εκκλησιαστική
υπόθεση. Μέσα σ'αυτές τις περιπέτειες και ξεκινώντας από αυτές τις
δυσκολίες τής εποχής του, διατηρεί μία υγιή "ιστορική αισιοδοξία"
σχετικά με την δυνατότητα μίας πνευματικής αναγεννήσεως τής
κοινωνίας: εάν ο Θεός εμπλέκεται στην ιστορία καθότι ο ίδιος ο Θεός
στην Τριαδική του ζωή, αποτελεί την αρχή, την συντροφιά και τον
μελλοντικό ορίζοντα εκτός τού χαρακτηρισμού των ρυθμών της
εποχής - τότε είναι δυνατόν μία χαρούμενη και ιερή ανάγνωση των
προόδων των εποχών!

Και νά το όραμα: Νευρωμένος με την πραγματοποιημένη εσχατολογία


-διότι το πνεύμα είναι σε δράση- ο κόσμος τείνει πρός την "υπέρτατη
ευτυχία και χαρά", όταν θα κατορθώσει να αποκτήσει καθοριστικά
πρόσβαση στην ησυχία και στην ειρήνη που τού έχουν υποσχεθεί, τα
οποία βρίσκονται ήδη σε ενέργεια, παρότι δέν έχουν πραγματοποιηθεί
ακόμη πλήρως. (Προς Εβρ. 4,7: …άρα απολείπεται σαββατισμός τω λαώ
του Θεού. Ο γάρ εισελθών εις την κατάπαυσιν αυτού και αυτός
κατέπαυσεν απο των έργων αυτού ώσπερ απο των ιδίων ο Θεός.
Σπουδάσωμεν ούν εισέλθειν εις εκείνην την κατάπαυσιν ίνα μή εν τω
αυτώ τις υποδείγματι πέση της απειθίας). Τα δράματα από τις ιστορικές
ήττες του ανθρώπου δέν μπορούσαν να κάμψουν το κουράγιο:
υπήρχε ανάγκη να βρεθεί μία θετική διέξοδος και έτσι να σχεδιασθεί
μία νέα περιπέτεια μίας προοδευτικής πνευματοποιήσεως. Η εποχή
του πνεύματος σε μία πλήρη εμφάνιση, η ωρίμανση και η αύξηση της
εποχής τού Αγίου Πνεύματος, όπως ήδη ξεκίνησε με τον Άγιο
Βενέδικτο. Πέραν της μεταστροφής τών Εβραίων, βρισκόμαστε και
σε αναμονή τής μεταστροφής και των διαφωνούντων Ελλήνων και
εκείνη του κόσμου των Εθνικών, όλοι τους πρόδρομοι τού
καθοριστικού γεγονότος της Νέας εποχής, την οποία οι χρονολογικοί
νόμοι υποθέτουν για το 1260. Αυτό το ρίσκο της απίθανης
χρονολόγησης, ίσως γεννήθηκε από την ανάγκη του Ιωακείμ να δώσει
πραγματικότητα και ιστορική μορφή στον διαλογισμό του βιβλικού
συμβολισμού. Ακολουθώντας το Ευαγγέλιο το κατά Ματθαίον, ο

9
Ιωακείμ, καθορίζει ανάμεσα στον Αδάμ και τον Ιησού 42 γενεές, οι
οποίες σύμφωνα με τον κανόνα της ομόνοιας των δύο Γραφών, πρέπει να
επαναληφθούν στην δεύτερη εποχή, με την μοναδική διαφορά ότι ενώ οι
γενεές της Π.Δ. υπήρξαν ανόμοιες στην διάρκεια, εκείνες της Κ.Δ. θα
είναι όλες 30 ετών: Το αποτέλεσμα φτάνει τα 1260 χρόνια. [Άλωση τής
Κων/πόλεως τό 1204]

Έτσι ανανεωμένη από τις διαμάχες τής νέας


Βαβυλώνος, η Εκκλησία τής Ρώμης θα
έδειχνε την λαμπρότητα του προσώπου της,
πραγματοποιώντας στην γή το χάρισμα που
έλαβε απο τον Διδάσκαλό της, να ενσαρκώσει
την "νέα Ιερουσαλήμ", επιτρέποντας την
δημιουργία μίας ανθρώπινης κοινωνίας η
οποία θα κυβερνάται σύμφωνα με τις
Ευαγγελικές αρχές και τις πιό αριστοκρατικές
αρετές, σε μία ανανέωση των ηθών, των
ιδεών και των νοοτροπιών, τα οποία
μπορούσε να πραγματοποιήσει μόνον μία νέα φανέρωση του
πνεύματος. Το όνειρο τής δικαιοσύνης, της αγάπης, της ελευθερίας και
της ειρήνης που ζωντάνευε την ελπίδα του Καλαβρέζου μεταρρυθμιστού
νευρώνει την δική του εμπειρία τής αγιότητος και βρίσκει στον
διαλογισμό τού Τριαδικού μυστηρίου την γόνιμη αγκαλιά του και την πιό
αληθινή έκφραση. Η εποχή του Πνεύματος είναι ο σκοπός πρός τον
οποίο βαδίζει όλη η ιστορία του κόσμου η οποία έχει ήδη εισδύσει στην
τελευταία της εποχή ή κατάσταση, "μετά" τις άλλες δύο: εκείνη του
Πατρός και εκείνη του Υιού.

Σχόλιο: [Τό Τρίτο Πρόσωπο τής Αγίας Τριάδος διπλασιάζει τήν


εκκλησία, αφού εξέρχεται από τά όρια τής εκκλησίας τού Ιησού
Χριστού στήν ιστορία, δημιουργώντας τόν θρησκευόμενο "uomo
aeconomicus", τόν νέο άνθρωπο τής οικονομίας τής σωτηρίας, όπως
τόν αποκάλυψε πρώτος ο προτεστάντης Μάξ Βέμπερ, τόν πλούσιο, ο
οποίος έχει τήν χάρη καί είναι σωσμένος, επειδή είναι πλούσιος].

10
3. Η ανθρώπινη ιστορία είναι Τριαδική τρείς καταστάσεις, πέντε
εποχές, επτά ηλικίες!

Το όραμα της ιστορίας του Ιωακείμ είναι εσωτερικώς Τριαδικό. Η


ιδιαίτερη ερμηνεία του τής ιστορικής προόδου δέν θα του δινόταν με
τίποτε χωρίς την ερμηνευτική αναφορά στο δόγμα της Τριάδος. Όλη
του η λογοτεχνική παραγωγή από την αρχή μέχρι το τέλος, είναι
τριαδική: τα τρία κύρια έργα του είναι μία εικαστική μαρτυρία. Καθαυτά
συνιστούν κάτι σαν τριλογία αφιερωμένη στα τρία θεία πρόσωπα.

Οι τρείς καταστάσεις του κόσμου.

Η διάκριση στην ιστορία τριών εποχών ή καταστάσεων καθοδηγείται από


το τριαδικό μυστήριο τού Θεού το οποίο σ'αυτές τις τρείς ιστορικές
περιόδους βρίσκει έναν ζωντανό αντικατοπτρισμό στον χρόνο. Η
Τριάδα είναι στην ιστορία, χωρίς να χάνει την υπερβατικότητά της.
Η Τριάδα διαθέτει έτσι μία ιστορία την μόνη δυνατή εκείνη την ίδια
των ανθρώπων.

Η σελίδα του Ιωακείμ είναι ενδιαφέρουσα, καρπός μίας δημιουργικής


φαντασίας, η οποία είναι δύσκολο να δεχθεί μία σύνθεση λόγω τής
αφθονίας ενός λεπτού συμβολισμού στην ανακάλυψη ανέκδοτων
παραλληλισμών και διαφωτιστικών συμμετριών. Προσλαμβάνεται έτσι
όπως είναι, με την συμβουλή να μήν χαθεί στην προσπάθεια να
κυριαρχήσουμε, μέσω της μνήμης, όλες εκείνες τις σημαντικές
υπογγραμίσεις οι οποίες έχουν σαν σκοπό τους να ενώσουν ιστορικά
στοιχεία με κοσμικά, στην προσπάθειά του να συμπεριλάβει
ολόκληρο το σύμπαν σε έναν τριμερή ρυθμό ο οποίος από κατάσταση
σε κατάσταση φανερώνει την ανόρθωση στην οποία τείνει η
ανθρωπότης, όπως είναι το δικό της αδυσώπητο πεπρωμένο της
τελειώσεως. Η βαθμιαία ανανέωση του κόσμου περιγράφεται με μία
τριαδική στυλιστική επιμονή σε μία ανοδική κίνηση πρός μία
φανέρωση όλο πιό πλήρη και τέλεια. Πραγματοποιείται μία βαθειά
εσωτερίκευση η οποία αφορά τις ανθρώπινες σχέσεις (σκλάβοι,
ελεύθεροι άνθρωποι, φίλοι), το προοδευτικό κέρδος τού νοητού Θείου
σχεδίου (Επιστήμη, σοφία, πληρότης της νοήσεως), ακουμπά τα
προϊόντα τής γής και τις εποχές, αλλά και το σύμπαν, σημειώνει μία
ποιοτική πρόοδο τής θρησκευτικής εμπειρίας (φόβος, πίστη, έλεος) και

11
δέν ξεχνά τους ίδιους τούς λειτουργικούς ρυθμούς και τις σωτηριώδεις
οικονομίες (νόμος, χάρις και ακόμη περισσότερη χάρις). Είναι μία
γοητευτική οδός ιστορικοποιήσεως του Τριαδικού σχήματος που
αξίζει τον κόπο να γευτούμε στο πρωτότυπο.

Σχόλιο: [Στην πραγματικότητα, όπως θα'χουμε κατανοήσει ήδη όλοι


μας πρόκειται για τις άκτιστες ενέργειες, τις κοινές ενέργειες της
Αγίας Τριάδος, οι οποίες απο πάντοτε κινούν και συντηρούν κ.τ.λ.
την δημιουργία και τις οποίες ανακάλυψαν κάπως καθυστερημένα οι
λατίνοι καταστρέφοντας τες όμως συγχρόνως, διότι τις ταύτισαν με
την Αγία Τριάδα την ίδια, με τα Πρόσωπα και στην συνέχεια με το
Άγιο Πνεύμα. Τίποτε καλό δέν μπορεί να προκύψει απο τους
λατίνους].

Τρείς είναι λοιπόν οι καταστάσεις του κόσμου, τις οποίες όπως έχουμε
ήδη γράψει σ'αυτό το έργο, τα σύμβολα των αγίων κειμένων μάς
παρουσιάζουν. Η πρώτη είναι εκείνη κατά την οποία ζήσαμε κάτω από
τον νόμο, η δεύτερη είναι εκείνη κατά την οποία ζούμε κάτω από την
χάρη, η τρίτη, της οποίας η έλευση είναι η επόμενη, είναι εκείνη κατά
την οποία θα ζήσουμε σε μία κατάσταση χάριτος πιό τέλειας. Έτσι
λοιπόν η πρώτη κύλισε κάτω απο την κυριαρχία τής επιστήμης, η
δεύτερη κυλά κάτω απο εκείνη τής σοφίας, η τρίτη θα χρησιμοποιήσει

12
την πληρότητα της νοήσεως. Η πρώτη διήλθε μέσα από τήν σκλαβιά, η
δεύτερη χαρακτηρίζεται απο μία αδελφική υπηρεσία, διακονία, η τρίτη
θα επιδιώξει την ελευθερία. Η πρώτη ξεχωρίζει για τις τιμωρίες, η
δεύτερη για την πράξη, η τρίτη για τον διαλογισμό. Η πρώτη
σημαδεύεται απο τον φόβο, η δεύτερη απο την πίστη, η τρίτη απο το
έλεος. Η πρώτη περίοδος είναι εκείνη των σκλάβων, η δεύτερη των
υιών, η τρίτη είναι εκείνη των φίλων. Η πρώτη είναι ο χρόνος των
γερόντων, η δεύτερη των νέων, η τρίτη των παιδιών. Η πρώτη
φωτίστηκε από το φώς των αστεριών, η δεύτερη απο το φώς της αυγής, η
τρίτη θα λάμψει ολόκληρη την ημέρα. Η πρώτη αντιστοιχεί στον
χειμώνα, η δεύτερη στην αρχή της ανοίξεως, η τρίτη στο καλοκαίρι. Η
πρώτη παρήγαγε τα λάχανα, η δεύτερη τα τριαντάφυλλα, στην τρίτη θα
ανθίσουν τα κρίνα. Η πρώτη έδωσε το χορτάρι, η δεύτερη τα στάχυα, η
τρίτη θα δώσει το σιτάρι. Η πρώτη μας προμήθευσε το νερό, η δεύτερη
το κρασί, η τρίτη θα μας δώσει το λάδι. Η πρώτη κατάσταση ανήκει
στον Πατέρα, ο οποίος είναι ο δημιουργός όλων των πραγμάτων, η
δεύτερη στον Υιό, ο οποίος δέχθηκε να μοιραστεί μαζί μας την λάσπη
μας, η τρίτη στο Άγιο Πνεύμα, για το οποίο ο Απόστολος λέει: «όπου
το πνεύμα του Κυρίου εκεί η ελευθερία» (2 Κορ 3,17).

Σχόλιο: [Και όπως λέει και ο Ζηζιούλας ότι δέν εμφανίζονται


ταυτόχρονα τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, διότι υπάρχει Αρχή,
Αιτία, οπότε θα υπάρχει και τέλος. Αυτό ψελλίζει και ο Ιωακείμ και
χωρίζει τα αχώριστα, στις εποχές της Γής και στην Ιστορία].

Μία διαυγής σελίδα, διαφανής στο στυλιστικό επίπεδο, η οποία δίνει


λαβή για σκέψη, καθότι τα πάντα σ'αυτή είναι σύμβολο, σε ένα δάσος
εικόνες που διασταυρώνονται μεταξύ τους, και λειτουργούν όλες μαζί για
την κοινοποίηση μίας αγγελίας η οποία προορίζεται να κάψει τα βάρη
του παρελθόντος και του παρόντος, δίνοντας μεγαλύτερη διέξοδο στις
δυνατότητες των διαφορετικών ιστορικών διαδοχικών εποχών, των
διαφορετικών εποχών της ζωής, για να κερδίσει ένα μέλλον της
ολοκληρώσεως, όπου η ανάμειξη πνευματικής ζωής και κοινωνικής
ισότητος δικαιώνει εκείνη την μυστική δημοκρατία η οποία βρίσκει στο
Ευαγγέλιο του Χριστού το παραδειγματικό του πρόγραμμα: Το άγγελμα.
Μία πολύ μικρή σπίθα που θα ανάψει το σύμπαν.

13
Για να μεγιστοποιήσει αυτή την συμβολική προοπτική, άς σημειώσουμε,
μόνον για παράδειγμα, την έκφραση : «Η πρώτη είναι η εποχή των
γέρων, η δεύτερη των νέων, η τρίτη των παιδιών». Εδώ η σημασία
"γέρος", "νέος", "παιδί" στηρίζεται στην βάση της αποδοχής τού
Ευαγγελίου του Χριστού και της κοινοποιήσεώς του, σύμφωνα με το
οποίο η πρώτη κατάσταση είναι πεπερασμένη, καθώς φτάνει στην
τελευταία φάση της ζωής του. Γι'αυτό μπορούμε να πούμε χωρίς
αντίφαση στους όρους ότι η πρώτη των τριών καταστάσεων ξετυλίχθηκε
στους χρόνους του νόμου, όταν ο λαός του Κυρίου ακόμη σχετικώς
παιδικός, ζούσε στην κατάσταση της σκλαβιάς κάτω από τα στοιχεία
αυτού του κόσμου, καθώς δέν ήταν σε θέση να διευκρινίσει την
ελευθερία του πνεύματος μέχρι την έλευση Αυτού που είπε: Εάν σας
ελευθερώσει ο Υιός, θα είστε αληθινά ελεύθεροι. Εκείνα τα χρόνια των
γέρων κατοικήθηκαν από έναν λαό παιδικό ακόμη. Είναι προφανές ότι η
σημασία των ουσιαστικών και των επιθέτων ποικίλει σύμφωνα με την
προοπτική με την οποία προχωρά στην αξιολόγηση. Έτσι λοιπόν πολύ
σωστά ο Ιωακείμ μπορεί να δείξει την τρίτη εποχή, εκείνη του
πνεύματος, της ωριμότητος και της ολοκληρώσεως σαν την "εποχή των
παιδιών", τον χρόνο τής καθαρότητος που θα εξασφαλίσει η φωτιά του
πνεύματος, η εποχή της εγρήγορσης των πνευματικών ανθρώπων,
ανθρώπων οι οποίοι έγιναν ολοκληρωτικώς διαφανείς στο έργο του
πνεύματος, της ωριμότητος και της ολοκληρώσεως, οι οποίοι
εμπιστεύτηκαν ριζικά και έθεσαν εαυτούς στην διάθεση (όπως τα μωρά
στις μητέρες τους) τής ενέργειας του πνεύματος και γι'αυτό ικανοί να
αρνηθούν τους πειρασμούς τούς διφορούμενους τής εξουσίας της
γνώσεως και του πλούτου, πραγματοποιώντας την προφητική αγγελία
του Ησαΐα γύρω από τα σπαθιά που μεταμορφώνονται σε αλέτρια για να
εργαστούν την γή και τα ακόντια σε δρεπάνια για τον θερισμό και να
φέρουν τους καρπούς της δικαιοσύνης και της ειρήνης! Η οργάνωση της
ιστορίας στο τέλος θα δημιουργήσει μία νέα "τάξη" - μία πνευματική
ανανέωση όλης τής ανθρωπότητος, η οποία διέρχεται μέσω μίας
ριζικής πνευματοποιήσεως των ίδιων των δομών της Εκκλησίας.
Αυτή η νέα τάξη, μία μορφή του πνεύματος, ξεκίνησε ήδη στην
μοναστική εμπειρία και τώρα πρέπει να φθάσει στην τελευταία της
εφαρμογή.

Παραμένοντας πάντοτε σ' έναν εικονικό και συμβολικό ορίζοντα, ο


Ιωακείμ μπορεί να τολμήσει ακόμη και την περιοδοποίηση τής ιστορίας

14
και να προχωρήσει στην Τριαδική απόδοση των ταυτοποιημένων εποχών.
Το τριαδικό σχήμα μας δίνει την δυνατότητα να δείξουμε με ακρίβεια την
ανάπτυξη των τριών καταστάσεων τού κόσμου στις φάσεις τους της
αρχής, της αναπτύξεως και της ολοκληρώσεως. Έτσι η πρώτη αρχίζει
με τον Αδάμ, ωριμάζει με τον Αβραάμ και ολοκληρώνεται με τον
Χριστό. Η δεύτερη ξεκινά με τον Ozia (Οζία) καρποφορεί στον
Πατέρα τού Ιωάννου τού Βαπτιστού (Ζαχαρία) και είναι έτοιμη να
περάσει στην τρίτη τής οποίας η έλευση -ξεκίνησε όμως ήδη με τον
Άγιο Βενέδικτο- είναι έτοιμη να πραγματοποιηθεί με έναν τρόπο
πλήρη και οριστικό.

Η πρώτη εποχή καλύπτει όλη την Π.Δ. και είναι η "εποχή του
Πατρός", η δεύτερη αφορά την Κ.Δ. και είναι "εποχή του Υιού", η
τρίτη παραπέμπει στην εσωτερίκευση τής Χριστιανικής εμπειρίας
στον κόσμο, και είναι η "εποχή τού Πνεύματος", η οποία
χαρακτηρίζεται από την τάξη των μοναχών (όπως η πρώτη ήταν των
συζύγων και η δεύτερη των ιερέων).

15
Αναφορικά μ'αυτή την σχηματοποίηση δύο παρατηρήσεις είναι
σημαντικές για να αποφύγουμε την προβολή στην σκέψη τού Ιωακείμ
θεμάτων που δέν ταιριάζουν! Πρώτα απ'όλα, η υπογράμμιση της
διασυνδέσεως ανάμεσα στις διαφορετικές εποχές. Οι εποχές είναι
τρείς, αλλά οι Διαθήκες είναι δύο. Η εποχή του Υιού καλύπτει την
Κ.Δ. αλλά έχει τις ρίζες της και στην Π.Δ. (αρχίζει με τον Οzia), έτσι
εκείνη του πνεύματος αναφέρεται στην μετά-αποστολική περίοδο,
αλλά δέν έχει άλλο περιεχόμενο απο εκείνο που εκφράσθηκε στην
Κ.Δ. από την εποχή του Υιού, καθότι το Πνεύμα εσωτερικεύει,
προσωποποιεί τον Χριστό και τον καθιστά οικουμενικό. Έπειτα, η
σημείωση ότι οι δύο τελευταίες καταστάσεις αρχίζουν στην φάση της
"ολοκληρώσεως" τής προηγούμενης κατάστασης, έτσι ώστε η
προηγούμενη να μήν καταργείται, αλλά να επαληθεύεται. Γι' αυτό η Π.Δ.
δέν ξεχνιέται, αλλά ζεί στις άλλες δύο εποχές, στις άλλες δύο
καταστάσεις του κόσμου!

16
Οι πέντε χρόνοι.

Το ιστορικό όραμα του Ιωακείμ -η ανάγνωση όλης τής προόδου τής


ιστορίας τής σωτηρίας- γίνεται πιό αναλυτική διότι εξηγεί λογικά
την πολυπλοκότητα τής ιστορίας και τής αναπτύξεως της. Το
Τριαδικό σχήμα (Πατήρ, Υιός και Πνεύμα) είναι αρκετό για την "μεγάλη
περιοδικότητα" τών τριών εποχών του κόσμου. Αλλά ή Τριάδα είναι κάτι
περισσότερο από ένα σχήμα, είναι Θεία ζωή, ζώσα κοινωνία ανάμεσα σε
πρόσωπα που υπάρχουν (ex-sistono) σε ένα "σύστημα σχέσεων". Είναι
ακριβώς αυτή η ασταμάτητη σχέση αγάπης στο εσωτερικό του
μυστηρίου του Τριαδικού Θεού το οποίο πρόσφερε στον Ιωακείμ μία
πιό αρθρωμένη μορφοποίηση του ανθρώπινου χρόνου. Στο
εσωτερικό κάθε εποχής ή καταστάσεως τής ιστορίας υπάρχει μία
διαφορά χρόνου (differentia temporumm), λόγω της οποίας η ιστορία
αναπτύσσεται σύμφωνα με ένα μοντέλο σε πέντε χρόνους οι οποίοι
βρίσκονται άμεσα συνδεδεμένοι στις πέντε σχέσεις μέσω των οποίων
κάθε πρόσωπο της Τριάδος διακρίνεται από τα άλλα!

Ο Μ. Reeves τόνισε την Θεολογία των Τριαδικών σχέσεων, τις


εσωτερικές και τις εξωτερικές για να ερμηνεύσει με επάρκεια την
Θεολογία τής ιστορίας του Ιωακείμ! Η Θεολογική σημασία αυτής της
νέας προοπτικής γίνεται αντιληπτή από το γεγονός ότι αυτή αξιώνει μία
ανάγνωση τής ιστορίας η οποία επικεντρώνεται στο γεγονός τού
Χριστού, τον χρόνο στον οποίο η "αλήθεια των διατριαδικών
σχέσεων" γίνεται γνωστή. Η χρονική επέκταση τής ιστορίας ξεκινά από
μία αρχή και βαδίζει πρός ένα τέλος, εγγράφει ένα παρελθόν, ένα παρόν
και ένα μέλλον. Η βαθειά της γνώση όμως, απαιτεί να δούμε το παρελθόν
με το μάτι τής συντελεσμένης πληρότητος τής Αποκαλύψεως, την Π.Δ.
με το φώς της Κ.Δ. Τα γράμματα τα οποία αναγγέλουν τον Χριστό σαν
τον Άλφα και τον Ωμέγα, συμπυκνώνουν συμβολικά στις μορφές τους,
[Α]-[Ω], τον δυναμισμό των Τριαδικών σχέσεων και αποτυπώνουν
στα γεγονότα τής ιστορίας τής σωτηρίας τής οποίας οι διατριαδικές
σχέσεις είναι αιτία και μορφή - έναν δυνατό εσχατολογικό δυναμισμό.

Το άλφα [Α] σημαίνει το απόλυτο ξεκίνημα του όλου, την δημιουργική


καταγωγή κάθε πράγματος από τον Θεό και στην τριγωνική του μορφή
αντιπροσωπεύει πολύ καλά το πηγαίο του Πατρός και την αιώνια
προοδευτική απορροή του Υιού και του πνεύματος από τον Πατέρα, την

17
πηγή της Θεότητος. Οι αποστολές του Υιού και του πνεύματος
μεταφέρουν, κοινωνούν και πραγματοποιούν στον κόσμο την σωτηριώδη
βούληση τού Πατρός και εγκαινιάζουν μία νέα σχέση με τον άνθρωπο,
εκείνη λόγω της οποίας ο Θεός είναι προσωπικά εμπλεκόμενος στις
περιπέτειες της ιστορίας.

Το Ωμέγα [Ω] σαν φιγούρα που συγκλίνει στο κέντρο προσφέρεται


άριστα για να συμβολίσει την πρόοδο του πνεύματος από τον Πατέρα και
από τον Υιό το οποίο πληρεί τον διατριαδικό δυναμισμό, ενώ καθαυτό
σημαίνει την πληρότητα τής ιστορίας και το τέλος τής προόδου της. Στην
μεγάλη του φιγούρα [Ω] αντιπροσωπεύει την ενότητα της Θείας ουσίας.
Το Πνεύμα -σύμφωνα με το λατινικό δόγμα του Φιλιόκβε, το οποίο
εδώ αποτελεί την επιβεβαίωσή του και την δικαίωσή του,- απεστάλη
από τον Πατέρα και από τον Υιό για να επαναφέρει την ανθρωπότητα
στην μοναδική Τριαδική πατρίδα.

Σ'αυτές τις δύο προστίθεται μία επιπλέον φιγούρα, εκείνη του [Ο], η
οποία στην τέλεια κυκλική της μορφή, εκφράζει την Τριαδική κυκλική
σύνοδό και την επιστροφή των κτισμάτων στον Θεό, όταν ο Υιός θα
αποδώσει τα πάντα στον Πατέρα και ο Θεός θα είναι το πάν στα πάντα.
Τότε η ιστορική πρόοδος θα φθάσει στην πλήρη της κατανάλωση.
Υπάρχουν λοιπόν τρείς φόρμες - η αρχή [Α], η ολοκλήρωση [Ω] και η
πληρότης [Ο] - στις οποίες και μέσω των οποίων η οικονομία τής
σωτηρίας φανερώνεται για δύο φορές, στην Π.Δ. σαν ελπίδα και στην
Κ.Δ. σαν βασιλεία.

Στο δικό του δόγμα των σχέσεων, ο Ιωακείμ συνθέτει τις


διαφορετικές Τριαδικές προοπτικές της Ανατολής και της Δύσης.
Υπογραμμίζει την ξεχωριστή ατομικότητα των προσώπων ή
υποστάσεων, σώζοντας την ενότητά τους στην απορροή του Υιού και
του πνεύματος από τον Πατέρα. Για να αποφύγει τον κίνδυνο να
σκεφτεί την Τριάδα σαν τρείς ανεξάρτητους φορείς, απασχολημένους σε
διαφορετικά πράγματα μεταξύ τους, επιμένει πολύ στο δόγμα της
"αμοιβαίας διεισδύσεως" ανάμεσα στα πρόσωπα (περιχώρησις) και στην
τέταρτη σχέση (spiritus sancti, idest processio a patre Filioque) η οποία
τονίζει την παθητική πνεύση τού πνεύματος δεμένης στην πρόοδο με την
οποία ο Υιός -ο οποίος δεχόμενος το πάν από τον Πατέρα (=ενεργός

18
γέννηση = πατρότης)- επιστρέφει στον Πατέρα (=παθητική γέννηση =
υιότης).

Η τέταρτη σχέση φανερώνει την ανάγκη του Ιωακείμ να εξηγήσει την


έννοια τής "ιδιότητος-λειτουργίας", για να αναδυθεί καθαρά η σημασία
τής αμέσου μεσότητος του Πατρός και εκείνη του Υιού ώς πρός το Άγιο
Πνεύμα.

Ταυτοποιημένοι σύμφωνα με το κριτήριο τής αναφοράς στις πέντε


Τριαδικές σχέσεις (τέσσερις εσωτερικές και μία εξωτερική), οι πέντε
χρόνοι βρίσκονται αναπτυγμένοι λεπτομερειακά στο Psalterium.

Ο πρώτος χρόνος "πρίν του Νόμου" αφορά την περιπέτεια του Αβραάμ
και ιδιαιτέρως την επιθυμία του να έχει απογόνους και την καλωσύνη
που έδειξε ο Θεός σ'αυτόν και στους άλλους Πατριάρχες, μέχρις ότου
κατανοήσουν ότι έχουν στον Θεό όχι τόσο έναν "Κύριο" αλλά μάλλον
έναν "Πατέρα". Η αποκάλυψη αυτής της Πατρότητος του Θεού, μέσω
της πίστης του Αβραάμ, γίνεται υπόσχεση του Θεού για όλη την
ανθρωπότητα.

Ο δεύτερος χρόνος "κάτω από τον Νόμο" περιέχει το γεγονός της


απελευθερώσεως του Ισραήλ από την σκλαβιά της Αιγύπτου και την
απόκτηση της γής της επαγγελίας μέσω της ερήμου. Εδώ ο λαός
απέκτησε την εμπειρία της καθοδηγήσεως του Θεού μέσω του Αγγέλου
του Κυρίου, το "σκοτεινό αίνιγμα" στο οποίο κρύβεται το έργο του Υιού
σαν Δασκάλου καί Νομοθέτου. Και πράγματι είναι ο "Υιός" ο οποίος
μέσω του Αγγέλου και του Νόμου δείχνει την λαμπρότητά του και ασκεί
την δικαιοσύνη!

Ο τρίτος χρόνος "κάτω από τους βασιλείς και τους προφήτες" είναι η
εποχή της στερεώσεως του Βασιλείου, η περίοδος της οικοδομής της
γήινης Ιερουσαλήμ, και μίας ιδιαίτερης φανερώσεως του "πνεύματος" το
οποίο χρίει τους βασιλείς και περιβάλλει τους προφήτες και πιό συχνά
πιά αποκαλύπτεται εισάγοντας σε μία ειδική νοημοσύνη του Τριαδικού
μυστηρίου του Θεού, προαναγγέλοντας -παρότι "κάτω απο την σκοτεινή
μορφή του αινίγματος"- τόσο το γεγονός της έλευσης του Υιού στο
σώμα, όσο και την διάχυση του πνεύματος. Οι προφήτες κατέθεσαν όσα
είδαν και προείπαν, στα προφητικά τους βιβλία. Ο Δαυίδ και ο Ηλίας
είναι εδώ φιγούρες τής βασιλικότητος της ίδιας του Θεού και της κρίσης

19
του, έτσι όπως η συγχώνευση δύο βασιλικών φυλών με εκείνη των
Λευιτών σε μία μονή φυλή-ενώ οι άλλες απομακρύνοντο από τον οίκο
του Δαυίδ. Αυτή η περίοδος αναγνωρίζεται σαν τέλεια εικόνα του
μυστηρίου της Τριάδος, στην πίστη της οποίας μίλησαν ανοιχτά οι
προφήτες καθώς το πνεύμα επέδραμε πάνω τους.

Ο "τέταρτος χρόνος" στον οποίο ο Υιός και το πνεύμα... φανερώθηκαν


και μάλιστα στα ταπεινά σημεία της σάρκας και της περιστεράς,
ξεκίνησε σαν η εποχή τής ολοκληρώσεως για να "καταναλωθεί" το
έργο το οποίο ξεκίνησε ο Πατήρ. Είναι ο χρόνος των αποστολών του
Υιού και του Αγίου Πνεύματος, οι οποίοι εστάλησαν "μαζί" από τον
Πατέρα για να πραγματοποιήσουν την σωτηρία του στον κόσμο: εδώ η
Τριάδα είναι καθοριστικώς αποκεκαλυμένη στο μυστήριό της, της
διακρίσεως και της ενότητος. Ο Υιός δέν είναι το Πνεύμα και
αντιστρόφως, αλλά εμφανίζονται σε μία κοινή πράξη, η οποία
χαρακτηρίζεται απο την ταπεινότητα (και όχι μόνον όσον αφορά την
κένωση του Υιού, αλλά επίσης και όσον αφορά και εκείνη του
Πνεύματος, το οποίο εμφανίστηκε σαν πουλί και στην συνέχεια σαν
φωτιά).

Ο πέμπτος χρόνος "στην αρχή τού οποίου βρισκόμαστε" είναι ο


χρόνος της αποστολής του πνεύματος καθότι Filioque, Φιλιόκβε:
Είναι χρόνος μίας εμβαθύνσεως όσων μέχρι σήμερα πραγματοποιήθηκαν
από τον Θεό μέσω του Υιού και του ιδίου του πνεύματος, ώστε όλοι να
θεωρήσουν την δόξα της Τριάδος. Το πνεύμα έχει λοιπόν για τον εαυτό
του την εργασία να διδάξει στην πλήρη αλήθεια ή οποία είναι προφανώς
το Ευαγγέλιο του Χριστού και ο Χριστός ο ίδιος, από την αλήθεια του
οποίου το πνεύμα "λαμβάνει για να μπορέσει να δώσει" στους

20
ανθρώπους. Γι'αυτό λοιπόν είναι ο χρόνος της πληρότητος που
επιτυγχάνει την μεταστροφή των καρδιών (δηλαδή σε μία ριζική αλλαγή
λόγω της οποίας οι άνθρωποι δέν "είναι πλέον εκείνο που ήταν", στην
μεταμόρφωση της διάνοιας, στην οποία προσφέρεται μία νέα πνευματική
νοημοσύνη! Απελευθερωμένοι από την σωματικότητα της ζωής τους,
όλοι θα μπορέσουν να ποθήσουν τα ουράνια πράγματα, επιθυμώντας την
Τριαδική Πατρίδα και ζώντας με την ελπίδα τής πραγματοποιήσεως
αυτής της επιθυμίας, αναμένοντάς την. Όλη η ιστορία, ποτισμένη με την
Θεία παρουσία, ακολουθώντας ένα Τριαδικό ρυθμό (και όχι μόνον
τριπλό) βαδίζει σαν να έλκεται από τον μέλλοντα κόσμο τής τελειότητος
στην κρίση του Θεού και στην Βασιλεία της δικής του μακαριότητος, της
χαράς και της ειρήνης, σε σχέση με τον οποίο ο ιστορικός κόσμος στην
ολότητά του παρουσιάζεται σαν μία συνεχής επίκληση και αναμονή.

Τώρα όμως είναι πλέον βεβαιωμένο ότι η ακολουθία τών χρόνων της
σωτηρίας αναφέρεται στην σύνθετη απλότητα της Τριαδικής
σχεσιακότητος την "έσω και την έξω" στην οποία κάθε πρόσωπο
συλλαμβάνεται "καθαυτό" μέσω των δικών του προσωπικών διακρίσεων
-κάθε πρόσωπο είναι ταυτόν με τον εαυτό του και δέν είναι άλλο-
αλλά ταυτοχρόνως, κάθε προσωπική ταυτότητα αντλείται από την
σχεσιακότητα την ίδια των προσώπων μεταξύ τους, έτσι ώστε ο
λόγος για τον οποίο κάθε πρόσωπο είναι ο εαυτός του, εξαρτάται από
τον δικό του τρόπο να βρίσκεται σε σχέση με το άλλο και από τα
άλλα δύο, στο παιχνίδι του όμοιου και του ανόμοιου που κατέστη
δυνατό από την αρμονική περιχώρηση της Τριάδος η οποία
εκστατικώς πορεύεται πρός τον κόσμο. Έτσι μόνον ο Πατήρ έχει την
ιδιότητα να στείλει τον Υιό και το Πνεύμα μόνον ο Πατήρ και ο Υιός
μαζί στέλνουν το Πνεύμα. Ενώ λοιπόν στην συνέχεια ο δυναμισμός των
σχέσεων της Τριάδος έχει αντιστοιχίες και σύμβολα στους ιστορικούς
χρόνους σε μία ανοδική πρόοδο, η Τριάδα καθαυτή, καθότι Τριάδα, δέν
έχει τίποτε παρόμοιο σ'αυτόν τον κόσμο, που να δείχνει ότι η πλήρης
συμμετοχή των εκλεκτών στο Τριαδικό μυστήριο δέν μπορεί να συμβεί
στην μεταφορά τής πεπερασμένης (στον χρόνο) ζωής, αλλά είναι η
μοίρα τής μελλοντικής πατρίδος, πέραν του χρόνου τούτου, και πέραν
αυτής της γής, στην ουράνια Ιερουσαλήμ.

21
Οι επτά εποχές: η έκτη εποχή είναι δίδυμη!

Είμαστε στο εσωτερικό εκείνου του θέματος της πατριστικής


Θεολογίας το οποίο, χωρίς μπέρδεμα, δένει την δημιουργία του
σύμπαντος με την ενυπάρχουσα (αΐδιο) διαλεκτική των σχέσεων
ανάμεσα στα Θεία Πρόσωπα. [Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΚΤΙΣΤΟΥ ΚΑΙ
ΑΚΤΙΣΤΟΥ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ]. Ο Ιωακείμ εκμεταλλεύεται αυτό το
δόγμα στο μάξιμουμ των δυνατοτήτων του και στην βάση του
επεξεργάζεται ένα ιστοριογραφικό θεμελιώδες κριτήριο το οποίο
κάνει τις τριαδικές σχέσεις σαν την κίνηση τής ιστορικής προόδου
πρός την τελική της ολοκλήρωση! Σ'αυτό το κριτήριο αυτός υποτάσσει
το άλλο -πιό κλασσικό, προερχόμενο απο τον Αυγουστίνο- των επτά
εποχών του κόσμου, το οποίο χρησιμοποιεί επίσης. Το επταπλό σχήμα
γίνεται αποδεκτό αλλά με μία ιδιαίτερη παραλλαγή στην οποία επέμειναν
οι ερμηνευτές: την τοποθέτηση της έβδομης εποχής -υπερβατική και έξω
απο την ιστορία στον Αυγουστίνο- στο εσωτερικό τής ιστορικής πορείας.
Αυτή η πρωτοτυπία είναι λειτουργική στην ιστορική του σκέψη τής
Τριάδος η οποία -εντελώς διαφορετικά από την ουσιώδη προοπτική
η οποία ήταν διαδεδομένη στην Δύση- κυττάζει με μεγάλη προσοχή
στην σχέση ανάμεσα στην ενυπάρχουσα (αΐδιο) ζωή του Θεού και την
ανάπτυξη της ιστορίας. Έτσι λοιπόν, το ερμηνευτικό μοντέλο της
εβδομάδος -το οποίο προέρχεται από την ιστορική τυπολογία των
ημερών της Δημιουργίας (την Εξαήμερο) και το οποίο χρησιμοποιήθηκε
από διάφορες αρχαίες εξηγητικές Χριστιανικές σχολές και από
χιλιαστικούς κύκλους πρίν ακόμη από την επανερμηνεία που έκανε ο
Αυγουστίνος- βρίσκει στο Psalterium μία καθοριστική παραλλαγή
στην ερμηνεία της λόγω τής αναφοράς της στο Τριαδικό μυστήριο
και συγκεκριμένα, στους επτά Θείους τρόπους και στην Θεολογία
τών επτά δώρων του Αγίου Πνεύματος.

Ο H. Grundmann, στο έργο του "Σπουδές πάνω στον


Ιωακείμ της Φλώρας", θέτει άμεσα το ερώτημα : «Σε
τί πράγμα συνίσταται η διαφορά ανάμεσα στην
πρωτότυπη ιδέα του Ιωακείμ και το παραδοσιακό
δόγμα το σχετικό με την ιστορία τού κόσμου;» και
ύστερα από μία μεγάλη έρευνα όπου σχεδίασε μία
αντιπαράθεση τού οράματος του Αυγουστίνου της
ιστορίας με εκείνο άλλων Χριστιανών συγγραφέων

22
του μεσαίωνος, καταλήγει: «Το καθοριστικό γεγονός είναι ότι ο
Ιωακείμ περιμένει ένα ξεπέρασμα, μία υπέρβαση "αυτής της
χρονικότητος", των δεδομένων πραγματικοτήτων όχι όμως σ'ένα
επέκεινα το οποίο υπερβαίνει τον χρόνο και τον χώρο, αλλά έχει την
δύναμη της σκέψης για να πιστέψει σε μία τελειοποίηση στο μέλλον
τού γήϊνου και χρονικού στο οποίο δέν βλέπουμε πλέον σαν εν
εσόπτρω και εν αινίγματι, η γνώση μας δέν είναι πλέον μερική και οι
σχέσεις μας με τον Θεό δέν έχουν πιά την ανάγκη της
διαμεσολαβήσεως του κλήρου, των μυστηρίων και των Γραφών».
Όσον αφορά δέ την εφαρμογή αυτής τής συλλήψεως στην ανάγνωση της
ιστορίας: «Η εποχή του κόσμου όπου κυβερνούσε ο Χριστός δέν είναι
πλέον η τελευταία πρίν από το τέλος του κόσμου, αλλά θα τελειώσει
με το γεγονός, με το συμβάν, ενός νέου χρόνου πρίν του τέλους του
κόσμου, τον οποίο θα διατρέξει ιστορικά το Άγιο Πνεύμα
προσφέροντας μία τέλεια ζωή! "Η προφητεία του Ιωακείμ δέν λέει,
όπως η προφητεία του καθολικισμού : το τέλος του κόσμου είναι
κοντά, αλλά λέει, η εποχή του Αγίου Πνεύματος είναι πρό των
πυλών».

Αυτή η επταπλή περιοδικότης τής ιστορίας παρέμεινε κανονιστική για


αιώνες, σύμφωνα με το μοντέλο του Αυγουστίνου: «Οι έξι ημέρες της

23
δημιουργίας είναι "τύποι" των έξι εποχών του κόσμου, αλλά επίσης
και των έξι φάσεων της ζωής (η νηπιακή ηλικία, η παιδικότης, η
εφηβεία, η νεότης, η ωριμότης, η γεροντική ηλικία). Η έβδομη ημέρα
της γενέσεως της ανάπαυσης του Θεού εκφράζει συμβολικά την
έβδομη εποχή που είναι η υπέρβαση της "γεροντικής ηλικίας του
κόσμου" στην πραγματικότητα την άχρονη της αιώνιας ζωής στόν
Θεό πέραν του Ιστορικού γίγνεσθαι». Σ'αυτή την εννοιολόγηση και
σύλληψη, δέν φαίνεται λοιπόν ότι μπορούμε να περιμένουμε κάτι
πραγματικώς αποφασιστικό στην διάρκεια αυτής της ιστορίας, η οποία
τώρα πιά φτάνει στο τέλος της.

Γι'αυτό λοιπόν, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την ιδιαίτερη θέση


τού Ιωακείμ, ο οποίος -παρότι δέν αντιμάχεται την αυθεντία του
Αυγουστίνου, αλλά συντονιζόμενος- ξαναπροσλαμβάνει Ιουδαϊκά και
Χιλιαστικά θέματα, προβάλλοντας την αναμονή σε μία περαιτέρω φάση
της πνευματικής ανανεώσεως της ανθρωπότητος, η οποία θα μπορούσε
να πραγματοποιηθεί στο ζενίθ της παρούσης ιστορικής προόδου, μέσα
στην ανθρώπινη περιπέτεια του καιρού της, δίνοντας ζωή και ελπίδα
πρός ένα ιστορικό μέλλον που είναι ακόμη δυνατόν: η τρίτη
κατάσταση, εκείνη η έβδομη εποχή του κόσμου η οποία φανερώνει
την πληρότητα της ανάπαυσης του Σαββάτου.

Ένα απόσπασμα της "Εισαγωγής στην Αποκάλυψη" μάς βοηθά να


παραδειγματίσουμε αρκετά το θέμα, δείχνοντας πώς εκείνος -στον
διαχωρισμό τής πορείας των περασμένων εποχών- συνδέεται με την
εκκλησιαστική παράδοση:

Είναι επίσημη πεποίθηση στην Εκκλησία, ότι υπάρχουν μόνον έξι εποχές
τού κόσμου, έτσι όπως ο Θεός έκανε όλα του τα έργα σε έξι ημέρες. Η
έβδομη δέν συνίσταται σε κάποιο έργο, αλλά προσφέρεται στις ψυχές
μέσα στην ησυχία. Τώρα είναι λοιπόν έξι οι εποχές του κόσμου που
εργάζονται, πέντε απο τις οποίες ανήκουν στην Π.Δ. η έκτη στην Κ.Δ.
Εμείς είμαστε πράγματι, όπως λέει και ο Απόστολος, αυτοί που έχουν
έλθει στο τέλος των αιώνων. Έτσι λοιπόν η πρώτη εποχή, ξεκινώντας από
τον Αδάμ, ολοκληρώνεται στην εποχή του σωστού Νώε, η δεύτερη στον
Αβραάμ, η τρίτη στον Δαυίδ, η τέταρτη στην Βαβυλώνειο αιχμαλωσία, η
πέμπτη στο γεγονός του αγιωτάτου Σωτήρος του κόσμου, η έκτη
ξεκίνησε από αυτόν τον ίδιο. Αυτό δέν γνωριζόταν απαρχής, όταν ο

24
παντοκράτωρ Θεός το τακτοποιούσε, αλλά έγινε γνωστό μόλις ξεκίνησε
η έκτη εποχή, μετά την ανάσταση του Χριστού, όταν άνοιξε επίσης και
τον νού των μαθητών ώστε να κατανοήσουν τις Γραφές. Αυτά λοιπόν
ισχύουν για τα παρελθόντα πράγματα. Διότι εκείνα που ήταν τα
μέλλοντα στην Κ.Δ. περιέχοντο μέσα στον πυρήνα, και δέν
μπορούσαν ακόμη να γίνουν γνωστά ούτε να συζητηθούν, εκτός και
μόνον μέ πνεύμα προφητείας.

Σχόλιο: [ΕΔΩ ΡΙΖΩΝΕΙ ΟΛΟΣ Ο ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΣ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ


ΚΑΙ Η ΧΡΟΝΙΚΟΤΗΣ ΣΑΝ Η ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΤΟΥ
ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ. ΟΛΟ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΟΥ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΥ. Ο
ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΟΜΩΣ ΤΟ ΕΙΧΕ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙ
ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ ΑΛΛΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΒΑΣΑΝΙΖΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ.

Ομιλία στην Λιτανείαν του Σταυρού, (Αγίου Γρηγορίου Παλαμά):

«Αλλά με τη σοφία και την αγαθότητά του βρήκε πώς να εμποδίσει


από τον θάνατο τον άνθρωπο και να του συντηρήσει το αυτεξούσιο.

Πώς λοιπόν το κατόρθωσε αυτό; Ευθύς αμέσως μόλις τον έπλασε και τον
ζωοποίησε, έβαλε μέσα του συμβουλή που θα τον καθιστούσε αθάνατο,
και ασφαλίζοντας από την αρχή πολύ δυνατά την ζωοποιό συμβουλή
έδωσε εντολή και διακήρυξε φανερά, ότι η αθέτεση της ζωοποιού
εντολής είναι θάνατος, και μάλιστα θάνατος όχι στην αρχή
σωματικός, αλλά της ψυχής, λέγοντας προς εκείνο το ζεύγος των
προπατόρων μας· “την ώρα που θα φάγετε από το δένδρο της
γνώσεως του καλού και του κακού, θα πεθάνετε”».

Βλέπετε, δεν είπε προστακτικά, “την ημέρα που θα φάγετε θα


πεθάνετε”· γιατί το πρόσταγμα αυτού είναι δημιουργία όλων των
όντων, και αυτός παρήγγειλε τα πάντα και κτίσθηκαν, τον θάνατο
όμως δεν τον παρήγγειλε, αλλά προανήγγειλε ότι θα συμβεί από
παράβαση, λέγοντας, να μη φάγετε από το ξύλο, “γιατί την ημέρα που
θα φάγετε, θα πεθάνετε”, ώστε αποδεχόμενοι τη συμβουλή και
αποφεύγοντας την παράβαση, να μη περιπέσομε στο θάνατο. Ότι όμως
τότε δεν μίλησε για τον σωματικό θάνατο, αλλά για τον θάνατο της
ψυχής, είναι φανερό· γιατί δεν πέθαναν σωματικά την ημέρα εκείνη κατά
την οποία γεύθηκαν τον καρπό του απαγορευμένου δένδρου.»

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΛΟΙΠΟΝ ΞΕΚΙΝΑ ΚΑΙ ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ


ΠΤΩΣΗ, ΔΕΝ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.
ΚΑΙ ΓΙ' ΑΥΤΟ ΟΙ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΤΕΣ , ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ ΑΠΟ

25
ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΑΡΑ ΑΡΝΟΥΝΤΑΙ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΨΥΧΗ
ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΜΕΝΟΙ ΣΗΜΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΛΑΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ
ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ.]

Για την ώρα λοιπόν, χωρίς την ανάσταση (και την κατά συνέπεια
διάχυση τής πεντηκοστής, η οποία δέν μπορεί να διαχωριστεί από
την ανάσταση) δέν θα μπορούσε να υπάρξει ούτε η νόηση μιάς
περιοδικότητος τής ιστορίας η οποία ωριμάζει πρός την ολοκλήρωσή
τού Θεού. Το γεγονός τού Πάσχα έτσι, είναι κεντρικό και απολύτως
κανονιστικό: συνιστά όχι μόνον ένα πέρασμα από την μία εποχή στην
άλλη, από την πέμπτη στην έκτη (και οι δύο Χριστολογικές και
λειτουργούν σαν γέφυρα ανάμεσα στην Π.Δ. και στην Κ.Δ.), αλλά
φανερώνει την μυστική σημασία τών εποχών τού παρελθόντος και
συνιστά κάτι σαν κανόνα για εκείνες τού μέλλοντος. Η ιδιαιτερότης τής
έκτης εποχής συνίσταται στο γεγονός ότι αυτή όχι μόνον είναι η
τελευταία, αλλά πάνω απ'όλα στο γεγονός ότι αυτή είναι τελειωτική.
Τίποτε δέν συνέβη στους αρχαίους χρόνους που να μήν είναι ένας
προεικονισμός της. Τίποτε δέν θα συμβεί που δέν θα είναι η
φανέρωσή της. Η έκτη εποχή λοιπόν είναι γι'αυτόν τον λόγο
αξεπέραστη! Ο πυρήνας της μπορεί να ξεδιπλώσει σ'έναν μελλοντικό
χρόνο, αλλά δέν μπορεί να υπερβαθεί. Χάρη στο συμβάν που την
ξεκινά και την δομή του (το Πάσχα του Κυρίου, στην ολότητα τών
καθοριστικών παραγόντων του: θάνατος, ανάσταση, δώρο του
Πνεύματος) η έκτη εποχή επαληθεύει όλες τις άλλες. Θα ήταν πολύ
επιφανειακό να μήν σημειώσουμε μία θεολογική ανακολουθία στην
ανάπτυξη των εποχών, για την αναφορά στον απόλυτο νεωτερισμό που
αποκαλύπτεται το Πάσχα, την νόηση και την κατανόηση η οποία
καθίσταται δυνατή λόγω του Δώρου του Πνεύματος το οποίο ταυτίζοντας
στον Ιησού την ίδια την παρουσία τού Υιού του Θεού στην ανθρώπινη
σάρκα, επιτρέπει να διαβάσουμε την αλήθεια των γεγονότων του
παρελθόντος (τις πρώτες πέντε εποχές) και να ανοίξουμε με μεγαλύτερη
σιγουριά στα μελλοντικά, των οποίων τα σημεία τής ανανεώσεως και των
οποίων η κατεύθυνση της πορείας των, διαβλέπονται ήδη στο παρόν.

Εάν αυτή η ερμηνεία είναι κατ'ελάχιστον πιθανή, μία συνέπεια για την
περιοδικότητα τής ιστορίας στον Ιωακείμ είναι υποχρεωτική, τόσο πολύ
είναι ξεκάθαρη: Η έκτη εποχή δέν αφήνει την σειρά της στην έβδομη,
παρά μόνον με την σημασία ότι στην έβδομη βρίσκει την πιό πλήρη

26
και ολοκληρωμένη της έκφραση! Ή για να το πούμε διαφορετικά, η
έβδομη περίοδος είναι η αξεπέραστη έκτη περίοδος η οποία οδηγεί
στην κατανάλωση της πέμπτης εποχής, της τελικής, η οποία ανοίγει
το υπερβατικό μυστήριο του Θεού, στην δική του εσχατολογική
ειρήνη. Από αυτή την ερμηνευτική προοπτική, η πέμπτη εποχή και η
τρίτη κατάσταση, που χαρακτηρίζονται από το έργο του Πνεύματος τής
χάριτος που αφθονεί, ξετυλίγουν το περιεχόμενο της έκτης περιόδου, ένα
Χριστολογικό περιεχόμενο το οποίο φθάνει στην τελειότητα του και
γι'αυτό το Πνεύμα είναι το πνεύμα "του" Χριστού, η αποστολή του είναι
προσδεδεμένη σ'εκείνη του Χριστού, "ακολουθεί και εξαρτάται". Η
τρίτη κατάσταση και η πέμπτη εποχή (και η έβδομη ηλικία) είναι του
"πνεύματος", σίγουρα, αλλά του πνεύματος Filioque (Φιλιόκβε).

Για την δικαίωση αυτής της ερμηνευτικής δυνατότητος, η οποία ενισχύει


αποφασιστικά την ερμηνεία σύμφωνα με την οποία στον Ιωακείμ δέν
διακρίνεται μία τρίτη κατάσταση "τριθεϊστικά" ξεχωρισμένη από την
πρώτη και την δεύτερη, μπορούν να μας χρησιμεύσουν οι ακόλουθες
σημειώσεις του Αββά τής Καλάμπρια! Το επταπλό σχήμα το οποίο μάς
ξαναοδηγεί στην Γένεση αναφέρεται στο έργο του Θεού σε έξι μέρες και
γι'αυτό ταυτίζει μόνον έξι περιόδους του κόσμου, έτσι ώστε η έβδομη
ημέρα να είναι ανάπαυση και όχι εργασία, η οποία δέν αντιστοιχεί
τοιουτοτρόπως σε μία επόμενη εποχή, αλλά σε μία ιδιαίτερη ποιότητα
της τελευταίας περιόδου (η οποία έδωσε το περιεχόμενό της, καθότι
τελειωτική, σε όλες τις άλλες), η έκτη την οποία ο Σωτήρ με το πάθος,
τον θάνατο, την ανάσταση και το δώρο του πνεύματος εγκαινίασε,
και το Πνεύμα Του, ξετυλίγει διαχέοντας στον κόσμο την
εσχατολογική ειρήνη. «Η έβδομη δέν συνίσταται λοιπόν σε ένα έργο,
αλλά δωρίζεται, προσφέρεται στις ψυχές, στην ησυχία».

Έτσι σαν μέσα σε μία άλλη τυπολογική εγγραφή, διαλογιζόμενος στις


επτά θλίψεις οι οποίες θα ολοκληρώνοντο από τον Μωϋσή μέχρι τον
Ιωάννη τον Βαπτιστή, ο Ιωακείμ σημειώνει ότι οι δύο τελευταίες
δοκιμασίες υπολογίζονται σαν μία, καθώς για την έκτη πρέπει να
συλλέξουμε έναν διπλό καρπό. Και αυτό σημειώνεται επαρκώς στην
πεντάτευχο του Μωυσέως, όταν ακριβώς, μέσω αυτού που κατορθώνεται
φυσικά από εκείνον τον λαό, φανερώνεται κάτι το οποίο έπρεπε να
κατορθωθεί πνευματικά. Ο Μωυσής πρόγνωσε και προγνώρισε στους
Υιούς του Ισραήλ οι οποίοι ανέβαιναν από την γή της Αιγύπτου ότι σε

27
πέντε ημέρες θα συνέλεγαν μία θεϊκή τροφή κάθε φορά, το μάνα από τον
ουρανό, και μόνον την έκτη ημέρα θα συνέλεγαν το διπλό, μία τροφή
ακριβώς για εκείνη μόνον την ημέρα, μία άλλη δέ για το σάββατο, στο
οποίο δέν θα ήταν νόμιμο να εργαστούν και έτσι θα συνέλεγαν λοιπόν σε
έξι ημέρες επτά τροφές μάνα από τον ουρανό. Την έκτη ημέρα από το
άλλο μέρος συλλέγοντας δύο τροφές, διότι στο άνοιγμα της έκτης
σφραγίδος ανοίγουν τόσο η «έκτη όσο και η έβδομη σφραγίδα αλλά
παρ'όλα αυτά η έκτη πρίν από την έβδομη».

Η έκτη είναι δίδυμη, διπλασιάζεται. Είναι αφθονία, υπεραφθονία,


πραγματοποίηση στην ιστορία τού μέλλοντος που αναμένεται με
αγωνία, και μέσα στην παράδοση του επταπλού σχήματος,
τοποθετείται την έβδομη ημέρα. Δι'αυτής της οδού, μπορούμε να πούμε
ότι η πέμπτη εποχή είναι δίδυμη, η τρίτη κατάσταση είναι δίδυμη, με την
έννοια της πληρότητος, της πραγματοποιήσεως μέσα στην ιστορία της
αλήθειας που απελευθερώνει, Του Χριστού, δηλαδή στην δυνατότητα η
οποία αχνοφαίνεται, να προηγηθεί και να βιωθεί στην παρούσα
Ιστορία, η τελευταία ανάπαυση, κατά κάποιο τρόπο, με τον τρόπο
που ανακαλείται από την «έβδομη τροφή τού μάνα εκ του ουρανού» η
οποία συλλέγεται την έκτη ημέρα.

28
4. Το τρίτο "διπλασιάζει": το πνεύμα φέρει στην ολοκληρωμένη
αλήθεια!

Στο όραμα τού Ιωακείμ τής τρίτης καταστάσεως, το Έσχατον είναι κατά
κάποιο τρόπο ιστορικοποιημένο, γι'αυτό λέμε με την σημασία που
αναφέρουμε πιό πάνω ότι η τρίτη κατάσταση είναι δίδυμη. Η τρίτη
κατάσταση είναι πράγματι μία ιστορική εποχή πλήρους
πραγματοποιήσεως τού μηνύματος του Χριστού, μέσω τού έργου τής
Χάριτος τού Πνεύματος που απέστειλε ο ίδιος, μαζί με τον Πατέρα,
στον κόσμο: το πνεύμα έχει την υποχρέωση να καταστήσει καθολικό
και ιδιαίτερο τον Χριστό και έτσι να οδηγήσει σ'ολόκληρη την
αλήθεια! Είναι ο άλλος Παράκλητος, για τον οποίο προσεύχεται ο
Χριστός ώστε να παραμείνει με τους μαθητές πάντοτε και να κατοικήσει
σ'αυτούς, σαν «πνεύμα της αληθείας το οποίο ο κόσμος δέν μπορεί να
προσλάβει, διότι δέν το βλέπει και δέν το γνωρίζει» (Ιωάν 14,16-17).
Είναι ο άλλος Παράκλητος που ο Πατήρ υποσχέθηκε και θα αποστείλει
στο όνομα τού Χριστού : ο δέ παράκλητος, το πνεύμα υμάς διδάξει πάντα
και υπομνήσει υμάς πάντα ά είπον υμίν (Ιωάν 14,26). Στον ερμηνευτή
Ιωακείμ δέν ξεφεύγει ότι το Άγιο Πνεύμα εδώ είναι Διδάσκαλος
πραγμάτων που δέν είναι καινούργια (διότι ανακοινώθηκαν απο τον
Υιό), σχετικά με τα οποία αυτό παίζει έναν ρόλο κατανοήσεως και
διδασκαλίας. Η διάχυση τού Πνεύματος της Πεντηκοστής είναι
μόνον η αρχή αυτής της νέας ιστορίας η οποία θα προχωρήσει-μέσω
μίας διάχυσης όλο και πλατύτερης τών χαρισματικών δώρων-μέχρι
την πλήρη πραγμάτωση τού μηνύματος του Χριστού, το αιώνιο
ευαγγέλιο-το οποίο ο Ιωακείμ αντλεί από το σχόλιο στο χωρίο τής
αποκαλύψεως 14,6. Αυτό το Ευαγγέλιο δέν είναι ένα άλλο από αυτό
που ανήγγειλε ο Χριστός! Είναι το ίδιο Ευαγγέλιο τού Χριστού το

29
οποίο επιτέλους εσωτερικεύεται και γίνεται προοδευτικώς γόνιμο και
απελευθερωτικό στα σωτηριώδη του αποτελέσματα! Και σιγά-σιγά
προσλαμβανόμενο πάντοτε καλύτερα και οικειοποιούμενο από έναν
μεγάλο αριθμό προσώπων, έως ότου καταστεί προσιτό στην "πνευματική
του νοημοσύνη" από όλους τους αναγεννημένους στην δύναμη του
πνεύματος, για την ανανέωση, την μεταστροφή, την κάθαρση όχι μόνον
των ξεχωριστών προσώπων αλλά επίσης των ίδιων των πολιτικών και
κοινωνικών θεσμών, ιδιαιτέρως δέ της Εκκλησίας.

Απέναντι σ'αυτούς τους ιδεαλισμούς οι Χρονολογικές προοπτικές του


Χιλιασμού καταλήγουν φανταστικές και ανυπόστατες. Για τον Ιωακείμ
“η αρχή τών χιλίων ετών” έλαβε χώρα από την ανάσταση του Κυρίου.
Και όχι επειδή πρέπει νά μετρηθούν απλώς χίλια χρόνια, αλλά επειδή ο
αριθμός χίλια είναι ο πιό τέλειος και σχηματίζει μία μεγάλη πληρότητα
ετών. Με ένα πνεύμα καταλλαγής, ο Ιωακείμ προσπαθεί να συμπεριλάβει
-με το κριτήριο τής αντιστοιχίας στην πίστη- κάθε έκφραση τής
παραδόσεως. Συλλαμβάνοντας την δυνατότητα μίας προοδευτικής
αναβάσεως πρός μία πληρότητα όλο και μεγαλύτερη πρίν απο το
τέλος του κόσμου, αυτός προσλαμβάνει όχι τόσο μία στάση
επαναστατική αλλά μάλλον μία μεταρρυθμιστική ένταση. Γνωρίζει
την εξέλιξη τών μορφών, θεολογικώς, διότι με τα μάτια τής πίστης βλέπει
το πνεύμα στο έργο του και πιστεύει στην δύναμή του και την σωτηρία.
Ιστορικώς, διότι είναι προσεκτικός παρατηρητής τών μεγάλων
προβλημάτων που βαραίνουν την πνευματική πορεία του Χριστιανισμού
και την παραμορφώνουν, προκαλώντας μάλιστα μία μεταστροφή της
πλεύσης!

Η ριζική ανανέωση δέν σημαίνει λοιπόν καταδυνάστευση των


θεσμών, αλλά περισσότερο συγκεκριμενοποίηση (συνειδητοποίηση)
τής ιδεατής καταγωγής. Το όραμα του Papa angelicus δέν αποδεικνύει
ότι ο Ιωακείμ ενάντια στην Εκκλησία τών παπών φιλοδοξεί μία
εκκλησία χωρίς Ιεραρχία. Ακόμη και στους τελευταίους χρόνους ο
πάπας διατηρεί τον ρόλο του και είναι ενδιαφέρον ότι ο άγγελος της
Αποκαλύψεως ( 7,2), αυτός που φέρει την σφραγίδα τού ζωντανού Θεού,
ερμηνεύεται ξεκινώντας απο τον Χριστό ή απο το επισκοπάτο του, τον
Ρωμαίο ποντίφηκα: «θα ανάβει αλλά όχι προχωρώντας υλικά ή
αλλάζοντας τόπο, αλλά με την έννοια ότι θα του δοθεί πλήρης ελευθερία
για να ανανεώσει την Χριστιανική θρησκεία και για να κηρύξει τον

30
Λόγο του Θεού». Δέν προβλέπεται λοιπόν μία διάλυση ή
αντικατάσταση της εκκλησιαστικής τάξεως. Η εκκλησία του
Πέτρου, χωρίς να αποτύχει ποτέ, θα ανανεωθεί, γινόμενη ένα σημείο
πιό λαμπερό ακόμη πνευματικότητος και παραμένοντας σταθερή
στον αιώνα: ο διάδοχος του Πέτρου, ο οποίος θα είναι εκείνη την
εποχή πιστός επίσκοπος τού Χριστού, θα υψωθεί σε θαυμαστά ύψη,
ώστε να εκπληρωθεί ο λόγος του Ησαΐα «το βουνό τής οικίας τού Κυρίου
στα τελευταία χρόνια θα είναι εγκατεστημένο στην κορυφή των βουνών
και θα ανυψωθεί πάνω από τους λόφους».

Αποποιούμενος την κοσμική εξουσία, απαλλαγμένος από τα κοσμικά


καθήκοντα, ο νέος πάπας θα είχε οδηγήσει τον Χριστιανικό λαό,
καθοδηγώντας τον στα μονοπάτια τής ελευθερίας τού πνεύματος και
τοιουτοτρόπως, σαν δάσκαλος τής Καθολικής Εκκλησίας, θα επέτρεπε
την πραγματοποίηση της προφητείας του Ησαΐα τής συρροής όλων
των γενεών πρός το όρος του Κυρίου. Δέν είναι τυχαίο ότι ο Ιωακείμ
έδειξε στην μεταστροφή τών Εθνικών στον Χριστιανισμό, των
Εβραίων και στην επιστροφή των Ελλήνων στην Καθολική
Εκκλησία, τους προδρόμους τού καθοριστικού γεγονότος τής τελικής
περιόδου, της Καθολικής ειρήνης, και επομένως του τέλους του
κόσμου με την είσοδο του μοναδικού λαού τού Θεού στην
εσχατολογική κοινωνία τής Τριαδικής ζωής!

31
5. Το Πνεύμα πέραν του Χριστού; Στην κριτική συζήτηση.

Εκείνη του Ιωακείμ είναι λοιπόν μία σύλληψη τής ιστορίας ανοιχτής
στην ελπίδα η οποία, από το ένα μέρος, δέν αφαιρείται από την
πτώση του κόσμου, αλλά από το άλλο θεωρεί σωστό να αξιολογήσει
τίς ενυπάρχουσες δυνατότητες στήν ιστορική πορεία, παρά το ότι
είναι περαστικές. Η αντίληψή του τής ιστορικής διαδρομής είναι
ρεαλιστική όσο και εκείνη του Αυγουστίνου, αλλά δέν είναι πεσιμιστική.
Ο Πτωτικός κόσμος δέν είναι τόσο γερασμένος ώστε να μήν μπορεί
πιά να ανανεωθεί ή να μήν μπορεί πιά να ξαναζήσει μία εποχή ακόμη
και μίας νέας παιδικότητος, την εποχή του πνεύματος, την τρίτη
κατάσταση του κόσμου, καρπό μιάς πνευματοποιήσεως τής ιστορίας
η οποία θα είχε ήδη πραγματοποιήσει πάνω σ'αυτή την γή κατά
κάποιο τρόπο το μελλοντικό Έσχατον το οποίο είναι πάντοτε
υπερβατικό!

Συμπερασματικά δέν μπορούμε να αποφύγουμε ένα ερώτημα, το οποίο


θέτει το πρόβλημα τής ορθόδοξης ερμηνείας του οράματος του Ιωακείμ
της ιστορίας. Υπάρχει στον Ιωακείμ ένα «μέλλον τού πνεύματος,
χωρίς τον Χριστό;». Και ακριβώς στο κέντρο τού σημαντικού του
βιβλίου, η Χριστολογία στον ορίζοντα τού πνεύματος, ο M Bordoni,
δηλώνει : «Οι προφητικές αγγελίες μίας εποχής του Πνεύματος, παρότι
με διαφορετικούς τονισμούς αντήχησαν κατ' επανάληψιν στην διάρκεια
των χρόνων. Στις αρχές της δευτέρας Χιλιετίας τής Χριστιανικής
ιστορίας, με τον Ιωακείμ ντα Φιόρε, η προφητεία περί του μέλλοντος τού
πνεύματος ξανάπαιρνε ζωτικότητα και δύναμη αλλά στην προοπτική τού

32
γεγονότος, του συμβάντος, μιάς εποχής πέραν του Χριστού, στην οποία
θα είχε κυριαρχήσει μία νέα θρησκευτικότης, ενισχυμένη από ένα
πνευματικό Ευαγγέλιο [Αγουρίδης], από μία πνευματική κατανόηση
της Γραφής και προωθημένη από μία εκκλησία τού πνεύματος
(ευχαριστιακή εκκλησιολογία)». Από την μεριά του ο J.Moltmann
ισχυρίζεται: «Οι ιστορικές έννοιες τής προκαταβολής και της αναίρεσης
θα μπορούσαν να αποδειχθούν παραπλανητικές, στην περίπτωση κατά
την οποία θα παράβλεπαν το Τριαδικό δόμα τής "οικειοποιήσεως" [ο
ορισμός τού υποκειμένου καί τού προσώπου από τόν Ακινάτη] στο
οποίο θέλησε να σταθεί ο Ιωακείμ ντα Φιόρε, όπως μας μαρτυρεί ακόμη
και η θεωρητική φιγούρα που πρότεινε (το θεωρητικό σχήμα), των
Τριών διασυνδεδεμένων δακτυλιών. Όποιος λαμβάνει σοβαρά υπόψιν
του αυτή την θεωρία δέν θα μπορέσει να πεί ότι ο Ιωακείμ είχε ελπίσει σε
ένα γεγονός του πνεύματος "χωρίς Χριστό"».

Ανάμεσα σ' αυτές τις δύο διαμετρικώς αντίθετες θέσεις είναι ανάγκη να
ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα. O De Lubac είναι οπωσδήποτε ο
σύγχρονος και πιό αυθεντικός ερμηνευτής τής σκέψης του Ιωακείμ, μίας
ερμηνείας η οποία ξεκίνησε από τον Θωμά Ακινάτη ήδη (Θεολογική
summa Ι-11 q 106, a.4).

Η ισχυρή ιδέα αυτής της ερμηνείας -την οποία παρατήρησε ιδιαιτέρως ο


De Lubac μέσα σε πάμπολες σκέψεις οι οποίες παρήγαγαν μία
"μεταμόρφωση" της τρίτης εποχής"- είναι η υποτιθέμενη υπέρβαση του
Ιησού, η προσωπικότης τού οποίου, ξεθωριάζει υπέρ της προόδου η
οποία προχωρά, σημαίνοντας αυτός μόνον έναν "τύπο" σε σχέση με
όσα συμβαίνουν από το μέλλον. Βεβαίως κάθε Χεγκελιασμός του
Ιωακείμ θα συγκρουστεί μ'ένα γεγονός πολύ μεγάλης σημασίας: «Ο
Ιωακείμ δέν είχε ονειρευτεί, πάνω στη γή, ένα επέκεινα της τρίτης
εποχής». Μία υπέρβαση τής εποχής τού Πνεύματος σε μία περαιτέρω
εποχή η οποία με την σειρά της όπως θα το απαιτούσε η διαλεκτική τής
ιστορίας - θα υφίστατο μία νέα υπέρβαση επ' αόριστον! Οι πνευματικοί
του απόγονοι όμως, θα είχαν μειώσει την ιδέα τής υπερβάσεως, τής
επαληθεύσεως τής Χριστολογικής εποχής: μία κρίση αυτή σε συμφωνία
με την ερμηνεία του Ακινάτη!

Σύμφωνα με τον Ακινάτη, Ο Ιωακείμ είχε δηλώσει την


παροδικότητα του νέου νόμου του Χριστού, στην βάση μερικών

33
μαρτυριών τής Γραφής και ιδιαιτέρως εκείνης του Παύλου στην 1
πρός Κορ 13, 12. «Όταν έλθει αυτό που είναι τέλειο, εκείνο που είναι
ατελές θα εξαφανιστεί», γι'αυτό ο νέος νόμος καθότι ατελής θα
καταργηθεί υπέρ μίας νέας καταστάσεως, πιό τέλειας. Στην συνέχεια
στηρίχθηκε σε εκείνη την μαρτυρία τού κατά Ιωάννην 16, η οποία
αφορά την υπόσχεση στους μαθητές για το γεγονός τού πνεύματος
τού παρακλήτου το οποίο θα τους είχε εισάγει στην γνώση κάθε
αλήθειας, έτσι ώστε η εκκλησία δέν θα γνώριζε ακόμη, στην
κατάσταση της Κ.Δ. όλη την αλήθεια και πρέπει να περιμένει μία
άλλη κατάσταση στην οποία θα της είχε αποκαλυφθεί από το πνεύμα.
Τέλος εκείνη την μαρτυρία την κατά Ματθαίον 24,14 στην οποία ο
Κύριος λέει: «και κηρυχθήσεται τούτο το Ευαγγέλιον της Βασιλείας
εν όλη τη οικουμένη εις μαρτύριον πάσι τοις εθνεσι, και τότε ήξει το
τέλος». Τώρα όμως το τέλος δέν έφτασε ακόμη, ενώ το Ευαγγέλιο του
Χριστού έχει αναγγελθεί, γι' αυτό το Ευαγγέλιο τού Χριστού δέν θα
ήταν το Ευαγγέλιο της Βασιλείας και επομένως είμαστε
υποχρεωμένοι να περιμένουμε ένα άλλο Ευαγγέλιο τού Αγίου
Πνεύματος, το οποίο πρόκειται να έλθει! Έτσι λοιπόν, όπως υπήρξε
μία κατάσταση (εκείνη του αρχαίου νόμου) για να οικειοποιηθούμε
το πρόσωπο του Πατρός και μία άλλη (εκείνη του νέου νόμου) στην
οποία οικειοποιούμεθα τον Υιό, θα πρέπει να υπάρχει μία περαιτέρω
κατάσταση ώστε να οικειοποιηθούμε το Άγιο Πνεύμα. Η απάντηση
του Ακινάτη είναι καθαρή και Θεολογικώς άψογη! Ο νέος νόμος είναι
καθοριστικός. Το ευαγγέλιο του Χριστού το οποίο είναι αξεπέραστο και
καθόλου παροδικό γι' αυτή την ιστορία. Έτσι είναι χωρίς κανένα νόημα
οι δηλώσεις όσων υποστήριξαν την αναμονή μίας άλλης εποχής του
Αγίου Πνεύματος, διότι το πνεύμα είναι το πνεύμα του Χριστού
(Φιλιόκβε) και χύθηκε στην καρδιά των μαθητών αμέσως μετά την
δόξα του στην ανάσταση και την ανάληψη. Επομένως δέν μπορούμε
να περιμένουμε καμμία τρίτη κατάσταση η οποία θα ανήκει στο πνεύμα
και η οποία θα είναι πέραν του νέου νόμου του Υιού, καθότι δέν υπάρχει
τίποτε που να ανήκει στον Πατέρα και δέν είναι επίσης του Υιου, όπως
ακριβώς δέν υπάρχει τίποτε που να ανήκει στον Υιό και δέν ανήκει και
στο Πνεύμα επίσης!

Και η ερμηνεία του Lubac είναι επίσης ξεκάθαρη: «Ο Χριστός, του


οποίου το πρόσωπο έχει μικρή αξία στο έργο του Ιωακείμ, είναι
φιγούρα (τύπος) τού πνεύματος όπως ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ήταν ο

34
τύπος του Χριστού. Ο ίδιος ο άνθρωπος Ιησούς είναι τύπος του
Πνεύματος». Για τον Lubac η ιδιαίτερη εξήγηση του Ιωακείμ των Ιερών
Γραφών (η συμφωνία ανάμεσα στις δύο διαθήκες) εμπλέκει αναγκαίως
(αλλά και υπονοεί) το ξεπέρασμα του γεγονότος του Χριστού και την
υποβάθμιση του μυστηρίου του Πάσχα καθότι τόπος της καθοριστικής
και τελευταίας αποκαλύψεως του Τριαδικού Θεού: «Το Ευαγγέλιο του
Χριστού, λαμβανόμενο κατά γράμμα, δέν είναι παρά μία αρκτική
ομιλία. Δέν οδηγεί κανέναν στην τελειότητα. Αυτή θα είναι
προσβάσιμη μόνον σε μία τρίτη εποχή του πνεύματος».

Ο M. Grabmann χρεώνει στον Ακινάτη το προσόν «να έχει


αναιρέσει την τυπικά προφητική κατασκευή τής ιστορίας του
Ιωακείμ ντα Φιόρε! Η μεσσιανική εννοιολόγηση τής ιστορίας
και η πνευματιστική ερμηνεία της Εκκλησίας που προώθησε ο
Ιωακείμ βρήκαν στον Ακινάτη την "καθολική απάντηση" η οποία την
απογύμνωσε Θεολογικά, επιβάλλοντας μία ανάγνωση της σκέψης του
Ιωακείμ η οποία ισχύει ακόμη και σήμερα χωρίς πολλές παραλλαγές».

Ο J. Moltmann φτάνει σε αντίθετο συμπέρασμα: «στον


Ακινάτη το Τριαδικό δόγμα ουδετεροποίησε και
μπλόκαρε τον εσχατολογικό δυναμισμό της βιβλικής
ιστορίας τής υποσχέσεως. Όποιος σκέπτεται στο
σχήμα του χρόνου και της αιωνιότητος δέν
ενδιαφέρεται στην πρόοδο των εποχών. Αντιθέτως ο
Ιωακείμ, πρώτος αυτός, παρότι όχι μοναδικός στην συνέχεια,
σκέφτηκε μαζί Τριάδα και Ιστορία μέσα σε μία προοπτική
εσχατολογική τέτοια ώστε η ιστορία τής Βασιλείας τώρα προκύπτει
δυναμωμένη Τριαδικώς και η Τριάδα συλλαμβάνεται στο βασίλειο
τής δόξας της σαν ολοκλήρωση τής ίδιας τής Τριαδικής ιστορίας».
Πρόκειται για μία κριτική ιστορικά πολύ λίγο γενναιόδωρη απέναντι
στον Ακινάτη. Χρησιμεύει όμως να προειδοποιήσει για την ανάγκη μίας
πιό ήσυχης προσοχής στο επίπεδο της κριτικής απέναντι στις Θέσεις του
Ιωακείμ, αν όχι για τίποτε άλλο επειδή είναι στ' αλήθεια πολύ σύνθετος ο
Θεολογικός του διαλογισμός, η εξηγητική του και η αποκαλυπτική του!

35
6. Συμπέρασμα

Η Τριαδική του Θεολογία βασίζεται στην μυστική και προφορική


εμπειρία, αγκυροβολημένη στην λειτουργική ζωή και κατευθυνόμενη να
αξιολογήσει το πρωτόκολλο τού συμβολικού τής Χριστιανικής ζωής, να
συνδυάσει την διαλογική άσκηση τής νοήσεως με την
δημιουργικότητα (την λογική επίσης) τής μορφοποιού φαντασίας!
Δυνατές οραματικές εμπνεύσεις κατευθύνουν την ανάπτυξη τής
Θεολογικής του σκέψης. Έτσι η έρευνά του είναι, ενέργεια, μία
καθαρή τοποθέτηση απέαπέναντι στην διαμάχη η οποία την εποχή εκείνη
τής "λογικής αναγεννήσεως" αντέτασσε τους Θεολόγους στους
διαλεκτικούς. Ενώ ο στοχαστικός ορθολογισμός οπισθοδρομεί και
αμφιβάλλει απέναντι στο απρόσιτο μυστήριο τής ενυπάρχουσας
(σταθερής) ζωής τού Θεού και της ιστορικής του αυτοεπικοινωνίας του,
η "αληθινή γνώση" του ανοίγει, με γλυκύτητα, στο κάλεσμα των
δυνατοτήτων τού μορφοποιού συμβολισμού τού ψαλτηρίου [μουσικό
όργανο]. Όλη του η Θεολογία είναι συμβολική, υποτάσσει και
χρησιμοποιεί τον λόγο τής συζητήσεως και του διαλόγου, στον
λατρευτικό διαλογισμό και σκέπτεται με ακρίβεια πάνω απ' όλα επειδή
ξέρει να βλέπει! Διατηρεί τουλάχιστον σ'έναν κύκλο αρετής, στοχασμό
και αισθητικό βλέμμα! Σκέπτεται ενώ μορφοποιεί και σχεδιάζει και
περιγράφει φιγούρες ενώ επεξεργάζεται εννοιολογικώς.

36
Το βιβλίο με τις φιγούρες (Liber Figurarum) καί με τα σχέδια, στο
οποίο ένας μαθητής συγκεντρώνει - μετά κάποια χρόνια από τον θάνατο
τού δασκάλου -26 πίνακες ζωγραφισμένους- είναι αποφασιστικό για την
κατανόηση τής σκέψης τού Ιωακείμ, και πολύ χρήσιμο για την πλήρη
ταυτοποίηση τής Θεολογικής του μεθόδου. Ιδιαιτέρως ο πίνακας των
τριών κύκλων είναι μεγάλης σπουδαιότητος για να εισέλθουμε στην
καρδιά της Τριαδικής σύνθεσης του προφήτη τής Καλάμπρια!

Από εδώ άντλησε ο Δάντης όταν περιέγραψε


την αυτοκρατορική Τριάδα στον διάσημο ύμνο
ΧΧΙΙΙ του παραδείσου "τρείς κύκλοι, τριών
χρωμάτων και ενός περιεχομένου" των οποίων
ο τρίτος φάνταζε πύρινος.

Πέραν όσων γράψαμε για τον "δίδυμο"


χαρακτήρα τής έκτης ηλικίας, τής πέμπτης

37
εποχής και τής τρίτης καταστάσεως, θα ήταν αποφασιστικής σημασίας η
συστηματική μελέτη της Τριαδικής Θεολογίας του Ιωακείμ της Φλώρας
για να ξεκαθαρίσει καθοριστικά το ερώτημα εάν αυτός σκεπτόταν σε μία
εποχή τού Πνεύματος αυτόνομη και ολοκληρωτικώς άσχετη (χωρίς
σχέση) με εκείνη τού Χριστού. Σε μία καταφατική περίπτωση, το
Τριαδικό του όραμα τής ιστορίας θα είχε ιδρυθεί πάνω σε μία
κένωση, ένα άδειασμα της σημασίας τού Χριστιανικού γεγονότος. Ο
Χριστός θα ήταν μόνον μία φιγούρα τού Πνεύματος, πρόχειρη και
ξεπερασμένη, και το πνεύμα θα χωριζόταν από τον Χριστό σε μία
τρίτη εποχή, αυτόνομη και πνευματική, όπου ο χρόνος τού Χριστού
αφήνει καθοριστικά την θέση, σ'αυτή την ιστορία.

Αξίζει όμως και μία τελευταία παρατήρηση εν είδη συμπεράσματος! Εάν


η ιδιαίτερη εξήγηση και ερμηνεία τής ιστορικής προόδου τού Ιωακείμ
δέν θα μπορούσε να δοθεί καθόλου χωρίς την συνεπή ερμηνευτική
αναφορά στο δόγμα του τής Τριάδος, δέν νομίζουμε ότι μπορούμε να
βεβαιώσουμε το αντίθετο. Γι' αυτό από το Τριαδικό δόγμα (Φιλιόκβε)
στο Τριαδικό δόγμα της ιστορίας και όχι αντιστρόφως. Είναι το
Τριαδικό δόγμα, λοιπόν, τυπικά παραδοσιακό, το οποίο κατευθύνει
την ανανεωτική ερμηνεία τής ιστορίας με την Τριαδική έννοια. Είναι
απαραίτητο να το έχουμε υπ'όψιν μας για μία ακριβή ερμηνεία της
σκέψης τού Ιωακείμ για το πνεύμα, για την τρίτη εποχή του κόσμου και
γενικώς, για την ενέργεια του Πνεύματος στην ανθρώπινη ιστορία πρός
την πληρότητα και την μελλοντική ολοκλήρωση!

ΤΕΛΟΣ
ΣΧΟΛΙΟ: Στήν παράνοια αυτή απαντά ήδη ο Άγιος Γρηγόριος
Παλαμάς με τον παρακάτω λόγο που παρουσιάζεται στο παράρτημα
Α. Καλό θά ήταν επίσης νά διαβάσει προσεκτικά τό μέρος αυτό τής
πραγματείας τού Αγίου καί ο Ιερόθεος Βλάχος γιά νά ξεκαθαρίσει τίς
ασάφειες περί ακτίστων ενεργειών καί περί θεοποιού άκτιστης
ενέργειας.

38
Παράρτημα Α: «ΠΕΡΙ ΕΚΠΟΡΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ – ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
ΠΑΛΑΜΑΣ »

Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΞΕΧΑΣΑΝ ΟΙ


ΘΕΟΛΟΓΟΥΝΤΕΣ

Παράγραφοι 16-21

16. Αράγε έλαβες νουν, εσύ ο ενάντιος, και επέλαμψε


σε σένα φώς γνώσεως παρά του Λόγου της αληθείας;

Ή μάλλον άρχισες άραγε εσύ ο ίδιος να ανοίγεις τα βλέφαρα και να


διαβλέπεις προς το φως, αντιλαμβανόμενος, αν και όχι τελείως, αλλά
πάντως αμυδρώς την έντονο και όχι αμυδρά αυγή, ώστε να ψηλαφήσεις
και να δεις ότι το τόσες φορές λεχθέν «θα δώσει» και «θα πέμψει»
δεν το είπε χωρίς αιτία ούτε χωρίς το λαμβάνον πρόσωπο δια το
όποιον στέλλεται (πέμπεται), αλλά το αποδίδει πάντοτε συνεζευγμένο
με τις αιτίες αυτός ο οποίος είναι μόνος και Θεός και θεολόγος, ενώ
το δε εκπορευόμενο το έθεσε απολύτως χωρίς καμιά αιτία;

Δηλαδή την μεν αιώνια και χωρίς αιτία έκπεμψιν προσέδωσε μόνον
εις τον Πατέρα, την δε έγχρονο (υπο χρόνον) και πάντοτε συνημμένη
με αιτία, η οποία είναι κοινή, απέδωσε εις τον εαυτό του και τον
Πατέρα, ώστε γνωρίζοντας εσύ τούτο, να μη βλασφημείς φρονώντας
και λέγοντας ότι η εκπόρευση είναι το ίδιο με την αποστολή ή από
αυτή να στοχάζεσαι εκείνη και για αυτό να λέγεις ότι το άγιο Πνεύμα
έχει την υπόσταση εκ του Πατρός και εκ του Υιού. Διότι όπως ο Θεός
είναι αναίτιος, έτσι και η ύπαρξη του Θεού είναι αναίτιος˙ έχει αιτίαν
αυτόν από τον όποιον υπάρχει αναιτίως, αλλά δεν υπάρχει εξ αυτού
δι’ αιτίαν (αὐτόν αἰτίαν ἔχων τόν ἐξ οὗ ὑπάρχει ἀναιτίως, ἀλλ᾿ οὐκ ἐξ
αὐτοῦ ὑπάρχων δι᾿ αἰτίαν). [Πού πάει η αιτιώδης αρχή τού Γιανναρά
καί τού Ζηζιούλα;]

Όπως δε Θεός και Θεού ύπαρξις είναι αναίτιος, έτσι το δι’ αιτίας
γεγονός είναι κοινό εις το αναίτιο το ίδιο και εις τα αναιτίως εξ αυτού
υπάρχοντα. Αυτό δε το όποιο είναι εις αυτά κοινό, δεν είναι ίδιον της
θείας υποστάσεως. Γι’ αυτό το μεν αποστέλλεσθαι υπάρχει και εις
τον Υιό και το Πνεύμα, όπως και το αποστέλλειν εις τα τρία˙ διότι

39
γίνεται δι’ αιτίαν [Αφιερωμένο στόν Γιανναρά]. Το ἐκπορεύεσθαι ἤ
καί ἐκπορεύειν δεν ανήκει και εις τον Υιό˙ διότι και δεν γίνεται δι’
αιτίαν. Όταν λοιπόν ακούσεις ότι το άγιο Πνεύμα στέλλεται προς
κάποιους εκ του Υιού ή και διά του Υιού ή και από αμφοτέρους, να
υπονοείς την έγχρονον και δι’ αιτίαν πρόοδον, όχι δε εκείνη την
ακατάληπτο και υπέρ αιτίαν και προαιώνια προέλευση εκ του
Πατρός.

17. Τί λοιπόν; Σε πείθουμε ήδη και σου φανερωθεί το φως ή θα


επιμείνουμε ακόμη συνδυάζοντας τις αποδείξεις και διαλύοντας το
σκότος της άγνοιάς σου;

Διότι το έχεις πολύ και πυκνό, ώστε να επισκιάζει τις κόρες της διανοίας
σου, εάν ούτε τώρα δεν διαβλέπεις κάπως την αλήθεια, μολονότι το
«δώσω» είναι ταυτόν (ταυτόσημο) με το «πέμψω».

Επειδή δηλαδή ούτε το πεμπόμενον μετατίθεται τοπικώς ούτε ο πέμπων


διαχωρίζεται από το πεμπόμενον (διότι πάντοτε και πανταχού είναι μαζί
ο πέμπων και το δι’ αυτού πεμπόμενον, εάν δε θέλεις και εξ αυτού˙ διότι
η ευσέβειά μας δεν έγκειται επί των λέξεων)˙ επειδή λοιπόν δεν
διαιρούνται τοπικώς, ούτε περιλαμβάνονται εις τόπον το πέμπον και
το πεμπόμενον, άρα δεν δίδει ο πέμπων;

Αυτό είπε και ο ίδιος ο Κύριος, φωτίζοντας εμάς, άλλοτε μεν «το όποιο
θα δώσει ο Πατήρ», άλλοτε δε «το όποιο θα στείλει ο Πατήρ»,
χρησιμοποιώντας και τα δύο με την αυτή έννοια. Αλλά και γι’ αυτόν
γράφεται άλλοτε μεν ότι επέμφθη από τον Πατέρα, άλλοτε δε ότι εδόθη,
σαν να είναι ταυτόσημο το πέμπειν με το δίδειν.

ΣΧΟΛΙΟ: Προκειμένου νά ενωθεί η ορθοδοξία μέ τήν αιρετική


παποσύνη καί στήν συνέχεια καί μέ τίς υπόλοιπες αιρέσεις πού
θρασύτατα ονομάζονται εκκλησίες, πρέπει νά γίνει καί αυτή αίρεση.
Αυτή τήν μετάλλαξη τής ορθοδοξίας σέ αίρεση έχει αναλάβει ο
Ζηζιούλας καί τά κοπάδια τών μορφονιών πού τόν περιστοιχίζουν
προσπαθώντας νά επιβάλλουν τήν πλάνη τους.

Αλλά βεβαίως «ὁ πανταχοῦ ὤν καί τά πάντα πληρῶν» και δια πάντων


χωρών πώς θα φθάσει και θα δοθεί; Προφανώς φανερούμενος καί
ενεργών την ενέργεια των χαρίτων. Επομένως το πέμπεσθαι και

40
δίδεσθαι επί Θεού δεν είναι τίποτε άλλο παρά το φανερούσθαι. Οι
Λατίνοι όμως, εφ’ όσον αυτήν την υπό του Υιού έκπεμψιν δογματίζουν
ως αΐδιο, είναι επόμενο να δέχονται και αΐδιο φανέρωση του Πνεύματος˙
αναγκαίως δε συναΐδιοι θα είναι και εκείνοι προς τους οποίους
απευθύνεται η φανέρωσις και είναι συνακόλουθo ότι ούτε έτσι
δεικνύεται η ύπαρξη του θείου Πνεύματος εκ του Υιού.
ΣΧΟΛΙΟ: [ΚΑΤΑΡΡΙΠΤΕΤΑΙ ΑΠΟΛΥΤΩΣ Η ΑΙΡΕΣΙΣ ΤΗΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΒΕΒΗΛΗ
ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ]

18. Εάν δε εκείνοι λέγουν ότι στοχάζονται την ύπαρξη από την
φανέρωση [ΠΟΥ ΠΑΕΙ Η ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ
ΖΗΖΙΟΥΛΑ;], αλλ' εμείς έχουμε θησαυρίσει την ομολογία της πίστεως
ακολουθώντας όχι στοχασμούς, αλλά θεόλεκτα λόγια. Γνωρίζουμε δε
ότι το άγιο Πνεύμα έρχεται και από τον εαυτόν του και φανερώνεται,
αλλά εξ αιτίας αυτού δεν θα παραδεχθούμε ότι εκπορεύεται και αφ’
εαυτού. Εκείνος λοιπόν ο οποίος δίδει ή πέμπει το άγιο Πνεύμα δεν το
εκπορεύει με την πέμψιν, αλλά το καθιστά φανερό. Τούτο δε έπραξε
και ο Κύριος φανερώσας προ της αναλήψεως εν μέτρω εις τούς
μαθητές το Πνεύμα διά κοινής χάριτος αυτών, της δοθείσης τότε
μετρίως. Αυτό, θα μπορούσα να πω, υπήρξε το αίτιον και του ότι εις
την αρχήν η ψυχή του ανθρώπου εδημιουργήθη δι’ εμφυσήματος.

Επειδή δηλαδή κατά την κτίσιν του σύμπαντος ἐκηρύττοντο ο λέγων


Πατήρ και ο παντοδύναμος τούτου Λόγος, δεν είχε όμως ακόμη
πραγματοποιηθεί φανέρωσις του Πνεύματος, έπρεπε δε, όταν επλάσθη ο
άνθρωπος να μη μείνει ανεπίγνωστο κανένα από τα πρόσωπα της
Τριάδος, της οποίας επλάσσετο επίγειος μύστης και προσκυνητής, γι’
αυτό χρησιμοποιείται και για τον Λόγον και για τον λέγοντα, δηλαδή και
για τον Υιό και για τον γεννήτορα, το «ενεφύσησεν», αποκαλύπτοντας
(ἀνακαλύπτον) την υπόσταση του Πνεύματος. Αυτό έπραξε και ο
Κύριος ανακαινίζων εμάς (ἀνανεῶν ἡμᾶς)˙ διότι, αφού ήταν Υιός,
από αυτό εδεικνύετο ο Πατήρ και δι’ εμφυσήματος εκηρύττετο το
Πνεύμα, των οποίων κοινό έργο είναι τόσον η αρχική πλάσις ημών
και η τελευταία χάρις της αναπλάσεως.

Έτσι λοιπόν φανερωθείς επί γής δι᾿ ἡμᾶς καθ᾿ ἡμᾶς ο μονογενής Υιός
του Πατρός, προ της αναλήψεώς του μεν εφανέρωσε εν μέτρω την

41
υπόσταση του άγιου Πνεύματος, υπαινισσόμενος τούτο προς τους
μαθητές δι᾿ ἐμφυσήματος δώρου και μετρώντας τη διδασκαλία
αναλόγως με την δυνατότητα των δεχούμενων˙ μετά δε την ανάληψή
του έπεμψε τον ἐρχόμενον, φανερών αυτός τελειώτατα αυτό το όποιο
και αφ’ εαυτού φανερώνεται και εφ’ εαυτού δεικνύεται εις την
ιδιαιτέρα υπόστασί του. Αυτό άλλωστε είναι και το μυστήριο της
οικονομίας, να πιστεύεται ότι ο Θεός είναι εν και τρία και κοινό αίτιο
των δύο μόνον το εν. Γι’ αυτό είναι μεν κοινή εις αυτά πάσα δόσις και
δύναμις, διαμοιράζονται δε μεταξύ των τον καιρόν, έκαστο
φανερώνεται ιδιαιτέρως και μαζί με τον εαυτό του φανερώνει
πάντοτε τα υπόλοιπα (Διά τοῦτο κοινή μέν αὐτοῖς πᾶσα δόσις καί
δύναμις, μερίζονται δέ ἑαυτοῖς τόν καιρόν ἰδίᾳ φανερούμενον
ἕκαστον καί σύν ἑαυτῷ φανεροῦν ἀεί τά ὑπόλοιπα).

19. Πρώτος φανερώθηκε ο Πατήρ, δίδων εις τους προφήτες κατά


χάριν καυχήματα της θείας φύσεως, τα ιδιώματα της θεότητος, τις
φυσικές και ουσιώδεις ενέργειες αυτής˙ ούτως ώστε να δείξει
ταυτοχρόνως ότι υφίσταται καθ’ έαυτόν και ότι δεν προέρχεται από
άλλον, αλλ’ είναι ο ίδιος αρχή θεότητος. Και μάλιστα, δεικνύων ότι και
τα άλλα είναι από αυτόν και συνάπτονται με αυτόν, εξαγγέλλεται να
δημιουργεί προ πάντων δι’ εμφυσήματος και λόγου.

Μετά από αυτόν φανερώθηκε ο Υιός, δίδων κατά χάριν εις τους
μαθητές του τα ίδια καυχήματα της θείας φύσεως, τα ιδιώματα της
θεότητος, τις φυσικές και ουσιώδεις ενέργειες αυτής, από τις οποίες
προέρχονται τα χαρίσματα των ιαμάτων, τα ενεργήματα των
δυνάμεων και τα παραπλήσια με αυτά, ούτως ώστε και αυτός να
δείξει ταυτοχρόνως ότι υφίσταται καθ’ έαυτόν (καθ’ όσον το μη
υφιστάμενον είναι αδύνατον νά έχει ή να παρέχει ενέργειες) και ότι
δεν είναι ο ίδιος αρχή, αλλ’ αυτός προέρχεται από αρχήν. Και έτσι,
αφ’ ενός μεν δεικνύων δι’ εαυτού τον Πατέρα, ως Υιός, δίδων δε δι’
εμφυσήματος τα πνευματικά χαρίσματα, και καλών αυτά θείον
Πνεύμα, προαπεδείκνυεν ότι το άγιον Πνεύμα είναι συνημμένον με
εαυτόν. Αυτός, επειδή εφανερώθηκε αφού ανέλαβε την δικήν μας φύσιν,
δεν τα εδείκνυε μόνον δια των έργων, αλλά και εκήρυττε δια της
γλώσσης την θεότητα και του Πνεύματος, και ποιον είναι το μόνον αίτιον
και ποια τα εξ αυτού.

42
20. Μετά από αυτόν φανερώθηκε το άγιο Πνεύμα, παρέχον και αυτό
κατά χάριν εις τούς αποστόλους τα ίδια της αυτής φύσεως
καυχήματα, τα ιδιώματα της θεότητος, τις φυσικές και ουσιώδεις
ενέργειες αυτού. Διότι η βασιλεία του Θεού, της οποίας τους
αρραβώνες επιτυγχάνουν εδώ οι άγιοι, όπως λέγει ο θείος Μάξιμος
εις τα σχόλια Προς Θαλάσσιον, «είναι κατά χάριν μετάδοσις των
φυσικών προσόντων εις τον Θεόν». Ομοίως και ο θείος Κύριλλος
γράφει στην Πρός Σόϊμον επιστολή ότι: «πλάσας ο Θεός τον άνθρωπον,
τον παρήγαγε ψυχωμένον, έχοντα τις πνευματικές δωρεές, σοφία,
δικαιοσύνη και όσα ενυπάρχουν ουσιωδώς εις τον Θεόν˙ διότι το
Πνεύμα ταυτοχρόνως ενέθετε ζωή εις το πλάσμα και ενετύπωνε
θεοπρεπώς τα ιδιώματα του». Όταν λοιπόν τον ακούσεις να λέγει ότι
το άγιο Πνεύμα προχέεται από αμφότερα ουσιωδώς ως εκ Πατρός δι’
Υιού, νόμισε ευσεβώς ότι διδάσκει την μετάδοσιν των φυσικών
τούτων δυνάμεων και ενεργειών του Θεού, όχι δε την έκχυσιν της
θείας υποστάσεως του Πνεύματος.

21. Μετά τον Υιό λοιπόν φανερώθηκε το άγιο Πνεύμα δια της εις τους
άξιους παροχής των αυτών δυνάμεων και ενεργειών, ούτως ώστε να
δείξει συγχρόνως τόσον ότι υφίσταται αυτό καθ’ εαυτό, όσον και ότι
εσόφισε και ενέδυσε με πνευματική δύναμιν τους μαθητές,
καταστήσει δε αυτούς ικανούς να κατανοήσουν και δι’ αυτών
κηρύξει σε όλους τα κηρύγματα του Σωτήρος, δια των οποίων
κηρύττεται και αυτό υφιστάμενο, όχι μετά τον Υιό κατά την ύπαρξιν,
αλλά μετά του Υιού, ούτε ως ό Υιός, αλλά ἰδιοτρόπως ἐκ τοῦ μόνου
Πατρός, υπάρχον συνημμένον φυσικώς με αυτόν και με τον Υιό
ἀδιαστάτως και ἀϊδίως. Το διατί δε δεν εφανερώθη εις τον κόσμο
πρώτον το Πνεύμα ευθύς μετά τον Πατέρα, μολονότι και αυτό είναι
αμέσως εκ του Πατρός, αλλά ο Υιός, και το διατί οι θεολόγοι
παριστάνουν τα του Πνεύματος εκ του Υιού, αποδώσαμε τα αίτια στον
προηγούμενον λόγο.

Επειδή δε τα έργα της τρισυποστάτου θεότητος είναι κοινά, εν δε των


έργων είναι και η φανέρωσις, δια τούτο το Πνεύμα έρχεται εις ημάς
παρ’ εαυτού και συγχρόνως πέμπεται παρά του Πατρός και του Υιού,
διά των όποιων και φανερώνεται το και παρ’ εαυτού φανερούμενον,
όπως και ό Υιός πριν από αυτό. Φανερώνεται λοιπόν το άγιο Πνεύμα
πεμπόμενον και εκ του Υιού αλλά δεν εκπορεύεται.

43
Εάν δέ δεν συμβαίνει τούτο, η αποστολή και η κατ’ αυτήν εκπεμψις
δεν είναι φανέρωσις αλλά εκπόρευσις, επειδή και ο Υιός επέμφθη
προηγουμένως παρ’ αυτού, δηλαδή παρά του άγιου Πνεύματος και
του Πατρός˙ διότι λέγει, «Κύριος με απέστειλε και το Πνεύμα
αυτού». Άρα ο Υιός γεννάται ή εκπορεύεται εκ του Πατρός και του
Πνεύματος; Άπαγε της ασεβείας.

Εάν δέ κανείς λέγει ότι ο Υιός απεστάλη ως άνθρωπος, η απάντηση


είναι πλησίον. Πράγματι απεστάλη μεν ως άνθρωπος˙ «εάν δε
απεστάλη και ως Θεός, τί σημασία έχει; Εννόησε ότι αποστολή είναι
η ευδοκία του Πατρός», σου παραγγέλλει ο Γρηγόριος ο επώνυμος
της θεολογίας, και εγώ δε επίσης την ευδοκία του Υιού και του
Πνεύματος, πειθόμενος σε εκείνον και στην αλήθεια.

Επειδή λοιπόν ο Υιός αποστέλλεται και ως Θεός από αμφοτέρους, τον


Πατέρα και το Πνεύμα, άρα κατά τους Λατίνους έχει και αυτός
λοιπόν την γέννησιν από αμφοτέρους τούτους, εάν βεβαίως και το
Πνεύμα, για τον λόγο ότι αποστέλλεται από αμφοτέρους -τον Πατέρα
και τον Υιό- εκπορεύεται από αμφοτέρους τούτους. Και αν έλεγαν ότι
δεν θεωρούν την αποστολή ως εκπόρευση, αλλά τεκμαίρονται αυτή
από εκείνη, (τότε) αυτή θα αποτελεί οπωσδήποτε τεκμήριο και της
γεννήσεως του Υιού. [Η σύγχρονη εκδοχή τού Φιλιόκβε, όπως
εκφράζεται από τόν Μπαλτάσαρ στηρίζεται στήν αποστολή τού
Χριστού καί στήν αναλογία τής εκκλησίας]

Τί άλλωστε διαφέρει του να εκλαμβάνουμε την αποστολή ως


γέννησιν ή εκπόρευσιν το να ισχυριζόμαστε ότι έχοντα αϊδίως
στέλλουν τόσον το Πνεύμα τον Υιό όσο και ο Υιός το Πνεύμα; Τούτο
μεν απέστειλε αυτόν τελευταίως εις τον κόσμο, αυτός δε έστειλε το
Πνεύμα εις τούς μαθητές του, αφού επανήλθε εκεί από όπου κατήλθε.
Αλλ’ ο μεν Υιός και Θεός είναι και άνθρωπος έγινε˙ απεστάλη λοιπόν
και ως άνθρωπος˙ το δε Πνεύμα δεν ενανθρώπησε.

44
Παράγραφοι 16-21 (αρχαίο κείμενο)

16. Ἆρα νοῦν ἔλαβες ὁ δι᾿ ἐναντίας καί φῶς γνώσεως ἐπέλαμψέ σοι παρά
τοῦ τῆς ἀληθείας λόγου; Μᾶλλον δέ σύ γε αὐτός ἆρα διαίρειν ἤρξω τά
βλέφαρα καί διαβλέπειν πρός τό φῶς, εἰ καί μή τελέως, ἀλλ᾿ ἀμυδρῶς
γοῦν ἀντιλαμβανόμενος τῆς διαπρυσίου καί μή ἀμυδρᾶς αὐγῆς, ὥστε
ψηλαφῆσαι καί ἰδεῖν ὅτι τό «δώσει» τε καί τό «πέμψει» τοσαυτάκις
εἰρημένον οὐδαμοῦ χωρίς αἰτίας εἴρηκεν, οὐδ᾿ ἄνευ προσώπου τοῦ
λαμβάνοντος δι᾿ ὅν καί πέμπεται, ἀλλ᾿ ἀεί συνεζευγμένον ταῖς αἰτίαις
ἀποδέδωκεν ὁ μόνος καί Θεός καί θεολόγος, τό δέ ἐκπορευόμενον
ἀπολύτως ἔθηκε ψωρίς ἡστινοοῦν αἰτίας; Τήν μέν γάρ συνδιαιωνίζουσαν
καί χωρίς αἰτίας οὖσαν ἔκπεμψιν μόνῳ τῷ Πατρί προσένειμε, τήν δ᾿ ὑπό
χρόνον οὖσαν καί ἀεί μετά τῆς αἰτίας συνημμένην κοινήν οὖσαν,
ἐξεκάλυψεν ἑαυτῷ καί τῷ Πατρί, ὡς ἄν τοῦτο συνιδών, μηκέτι
βλασφημῇς τῇ ἐκπορεύσει φρονῶν καί λέγων τήν ἀποστολήν ταὐτόν ἤ ἐκ
ταύτης ἐκείνην στοχαζόμενος καί διά τοῦτο λέγων ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐξ
Υἱοῦ τό θεῖον Πνεῦμα τήν ὑπόστασιν ἔχειν. Ὥσπερ γάρ Θεός ἀναίτιος,
οὕτω καί Θεοῦ ὕπαρξις ἀναίτιος, αὐτόν αἰτίαν ἔχων τόν ἐξ οὗ ὑπάρχει
ἀναιτίως, ἀλλ᾿ οὐκ ἐξ αὐτοῦ ὑπάρχων δι᾿ αἰτίαν. Ὥσπερ δέ Θεός Θεοῦ
ὕπαρξις ἀναίτιος, οὕτω τό δι᾿ αἰτίαν γεγονός κοινόν αὐτῷ τε τῷ ἀναιτίῳ
καί τοῖς ἀναιτίοις ἐξ αὐτοῦ ὑπάρχουσιν. Ὁ δ᾿ αὐτοῖς κοινόν, θείας
ὑποστάσεως οὐκ ἴδιον. Διό τό μέν ἀποστέλλεσθαι καί τῷ Υἱῷ καί τῷ
Πνεύματι ὑπάρχει, ὥσπερ καί τό ἀποστέλλειν τοῖς τρισί˙ δι᾿ αἰτίαν
γάρ. Τό δέ ἐκπορεύεσθαι ἤ καί ἐκπορεύειν οὐχί καί τοῦ Υἱοῦ˙ καί γάρ οὐ
δι᾿ αἰτίαν. Ὅταν οὖν ἀκούσῃς ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἤ καί δι᾿ Υἱοῦ ἤ καί ἐξ
ἀμφοῖν πρός τινας πεμπόμενον τό Πνεῦμα τό ἅγιον, τήν ὑπό χρόνον
καί δι᾿ αἰτίαν ἐπί νοῦν λάμβανέ μοι πρόοδον, ἀλλά μή τήν ἐκ Πατρός
ἄσχετον ἐκείνην καί ὑπέρ αἰτίαν καί προαιώνιον.

17. Τί οὖν; Ἤδη πείθομεν καί διετρανώθη σοι τό φῶς, ἤ ἔτι


προσμενοῦμεν συνείροντες τάς ἀποδείξεις καί διαρριπίζοντες τό τῆς σῆς
ἀγνοίας σκότος; Ὥς πολύ τοῦτο καί βαθύ τά τῆς σῆς ἐπηλυγάζον
διανοίας κόρας ἔχεις, εἰ μηδέ νῦν πρός τήν ἀλήθειαν διέβλεψάς πω,
καίτοι τό «δώσω» ταὐτόν ἐστι τῷ «πέμψω». Ἐπεί γάρ μήτε τό
πεμπόμενον τοπικῶς μετάγεται μήτ᾿ αὐτός ὁ πέμπων διΐσταται τοῦ
πεμπομένου (καί γάρ ἀεί τε ἅμα καί ἁπανταχοῦ καί ὁ πέμπων καί τό δι᾿
αὐτοῦ πεμπόμενον, εἰ δέ βούλει καί ἐξ αὐτοῦ˙ οὐ γάρ ἐπί τῶν συλλαβῶν
ἡμῖν ἡ εὐσέβεια)˙ ἐπεί τοίνυν οὐ διαιρεῖται τόπῳ, οὐδέ τόπῳ

45
περιλαμβάνεται τό πέμπον καί τό πεμπόμενον, οὐκ ἄρα δίδωσιν ὁ
πέμπων; Τοῦτο καί αὐτός ὁ Κύριος ἡμᾶς φωτίζων νῦν μέν εἴρηκεν, «ὅ
δώσει ὁ Πατήρ», νῦν δ᾿ αὖθις, «ὅ πέμψει ὁ Πατήρ», ἐπί τῆς ἀμφοτέροις
διανοίας χρησάμενος. Ἀλλά καί αὐτός, νῦν μέν ὅτι ἐπέμφη παρά τοῦ
Πατρός, νῦν δ᾿ ὅτι ἐδόθη, ἀναγέγραπται, ὡς ταῦτοῦ ὄντος ἐπί τούτων τοῦ
πέμπειν τε καί τοῦ διδόναι.

Ἀλλά μήν «ὁ πανταχοῦ ὤν καί τά πάντα πληρῶν» καί διά πάντων χωρῶν
πῶς ἥξει καί δοθήσεται; Δηλαδή φανερούμενος καί ἐνεργῶν τήν τῶν
χαρίτων ἐνέργειαν. Οὐκοῦν οὐδέν ἄλλο τό πέμπεσθαί τε καί δίδοσθαι
ἐπί Θεοῦ ἤ τό φανεροῦσθαι. Λατίνοις οὖν ἀΐδιον τήν παρά τοῦ Υἱοῦ
τοιαύτην ἐμπεμψιν δογματίζουσι καί φανέρωσιν τοῦ Πνεύματος
ἀΐδιον δοξάζειν ἀκόλουθον˙ ἀνάγκη δέ συναϊδίους εἶναι καί τούς
πρός οὕς ἡ φανέρωσις καί πρόσεστι τό μηδ᾿ οὕτω τήν ὕπαρξιν τοῦ
θείου Πνεύματος καί τοῦ Υἱοῦ δείκνυσθαι.

18. Εἰ δ᾿ ἐκ τῆς φανερώσεως στοχάζεσθαί φασιν ἐκεῖνοι τήν ὕπαρξιν,


ἀλλ᾿ ἡμεῖς οὐ στοχασμοῖς ἀκολουθοῦντες, ἀλλά θεολέκτοις λογίοις τήν
ὁμολογίαν τῆς πίστεως πεπλουτήκαμεν. Ἴσμεν δέ καί αὐτό παρ᾿ ἑαυτοῦ
τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐρχόμενόν τε καί φανερούμενον, ἀλλ᾿ οὐ διά
τοῦτο καί παρ᾿ ἑαυτοῦ δώσομεν ἐκπορεύεσθαι˙ ὁ διδούς τοίνυν ἤ
πέμπων τό Πνεῦμα τό ἅγιον οὐκ ἐκπορεύει διά τό πέμπειν, ἀλλά
φανερόν καθίστησιν αὐτό. Τοῦτο γάρ καί ὁ Κύριος ἐποίησε πρό μέν τῆς
οἰκείας ἀναλήψεως φανερώσας μετρίως τοῖς οἰκείοις μαθηταῖς τό
Πνεῦμα διά τῆς κοινῆς αὐτῶν καί παρ᾿ αὐτῶν μετρίας τηνικαῦτα
δεδομένης χάριτος˙ ὅ καί τήν ἀρχήν αἴτιον, ὡς ἔγωγ᾿ ἄν φαίην, τοῦ δι᾿
ἐμφυσήματος δεδημιουργεῖσθαι τήν ἀνθρώπου ψυχήν.

Ἐπεί γάρ ὅ τε λέγων Πατήρ καί ὁ τούτου παντοδύναμος Λόγος πάντων


κτιζομένων ἐκηρύττοντο, ἔκφανσις δέ Πνεύματος οὐ γέγονέ πω, ἔδει δέ
τοῦ ἀνθρώπου γενομένου μηδέν τῶν τῆς Τριάδος προσώπων
ἀνεπίγνωστον εἶναι, ἧς ἐπλάττετο μύστης καί προσκυνητής ἐπίγειος,
διά τοῦτο τῷ τε λόγῳ καί τῷ λέγοντι, ταὐτόν δέ εἰπεῖν τῷ Υἱῷ καί τῷ
γεννήτορι, προσεπιφέρεται τό «ἐνεφύσησεν», ἀνακαλύπτον τήν τοῦ
Πνεύματος ὑπόστασιν˙ ὅ καί ὁ Κύριος ἀνανεῶν ἡμᾶς ἐποίησεν˙ Υἱοῦ
γάρ ὄντος, αὐτόθεν ὁ Πατήρ ἐδείκνυτο καί δι᾿ ἐμφυσήματος τό
Πνεῦμα ἐκηρύττετο˙ ὧν κοινόν ἔργον ἥ τε τήν ἀρχήν ἡμῶν πλάσις, ἥ
τ᾿ ἐς ὕστερον χάρις τῆς ἀναπλάσεως.

46
Οὕτως οὖν δι᾿ ἡμᾶς καθ᾿ ἡμᾶς ἐπί γῆς ὀφθείς ὁ τοῦ Πατρός μονογενής
Υἱός, πρό μέν τῆς ἑαυτοῦ ἀναλήψεως τήν τοῦ ἁγίου Πνεύματος
ὑπόστασιν ἐφανέρωσε μετρίως διά τοῦ πρός τούς μαθητάς δι᾿
ἐμφυσήματος δώρου τοῦτο ὑπαινιττόμενος καί τῇ τῶν δεχομένων
δυνάμει τήν διδασκαλίαν παραμετρούμενος˙ μετά δέ τήν οἰκείαν
ἀνάληψιν ἔπεμψε τόν ἐρχόμενον, αὐτός τε αὐτό φανερῶν τελεώτατα τό
καί ἀφ᾿ ἑαυτοῦ φανερούμενον, καί αὐτό ἐφ᾿ ἑαυτοῦ δεικνύμενον κατ᾿
ἰδίαν ὑπόστασιν. Τοῦτο γάρ δή καί τό τῆς οἰκονομίας μυστήριον, ἕν
καί τρία τόν Θεόν πιστευθῆναι καί κοινόν αἴτιον μόνον τῶν δύο τό ἕν.
Διά τοῦτο κοινή μέν αὐτοῖς πᾶσα δόσις καί δύναμις, μερίζονται δέ
ἑαυτοῖς τόν καιρόν ἰδίᾳ φανερούμενον ἕκαστον καί σύν ἑαυτῷ
φανεροῦν ἀεί τά ὑπόλοιπα.

19. Πρῶτον πεφανέρωται ὁ Πατήρ, τῆς θείας φύσεως αὐχήματα, τά τῆς


θεότητος ἰδιώματα, τάς φυσικάς καί οὐσιώδεις αὐτῆς ἐνεργείας τοῖς
προφήταις κατά χάριν διδούς, ὡς ἀν ἅμα τε δείξῃ καθ᾿ ἑαυτόν ὑφεστώς
καί οὐκ αὐτόν ὤν ἐξ ἄλλου, ἀλλ᾿ αὐτός ὤν ἀρχή τῆς θεότητος˙ καί δή καί
τ᾿ ἄλλα δεικνύς ἐξ αὐτοῦ τε ὄντα καί αὐτῷ συνημμένα, πρό πάντων
ἐμφυσήματι καί λόγῳ δημιουργῶν καταγγέλλεται.

Μετ᾿ αὐτόν ὁ Υἱός πεφανέρωται, τά αὐτά τῆς αὐτῆς φύσεως αὐχήματα,


τά τῆς θεότητος ἰδιώματα, τάς φυσικάς καί οὐσιώδεις αὐτῆς
ἐνεργείας, παρ᾿ ὧν τά χαρίσματα τῶν ἰαμάτων, τά ἐνεργήματα
δυνάμεων καί τά παραπλήσια τούτοις τοῖς οἰκείοις μαθηταῖς κατά
χάριν διδούς, ὡς ἄν καί αὐτός ἅμα τε δείξῃ κεθ᾿ ἑαυτόν ὑφεστώς (τό
γάρ μή καθ᾿ ἑαυτό ὑφεστώς ἐνεργείας ἔχειν ἤ παρέχειν ἀδύνατον) καί
οὐκ αὐτός ὤν ἀρχή, ἀλλ᾿ αὐτός ἐξ ἀρχῆς. Καί οὕτω δι᾿ ἑαυτοῦ μέν τόν
Πατέρα δεικνύς, Υἱός γάρ, ἐμφυσήματι δέ διδούς τά πνευματικά
χαρίσματα καί Πνεῦμα θεῖον αὐτά καλῶν, συνημμένον ἑαυτῷ
προσεπεδείκνυ τό Πνεῦμα τό ἅγιον. Ὅς ἐπεί καί τήν ἡμετέραν ἀνειληφώς
φύσιν ἐφανερώθη, οὐκ ἐδείκνυ μόνον διά τῶν ἔργων, ἀλλά καί διά
γλώττης ἐκήρυττε τοῦ Πατρός καί τοῦ Πνεύματος τήν θεότητα καί τί τό
μόνον αἴτιον καί τί τά ἐξ αὐτοῦ.

20. Μετ᾿ αὐτόν τό ἅγιον πεφανέρωται Πνεῦμα, τό αὐτά τῆς αὐτῆς


φύσεως αὐχήματα καί αὐτό τοῖς ἀποστόλοις κατά χάριν παρέχον, τά
τῆς θεότητος ἰδιώματα, τάς φυσικάς καί οὐσιώδεις αὐτοῦ ἐνεργείας. Ἡ
γάρ τοῦ Θεοῦ βασιλεία, ἧς τούς ἀρραβῶνας οἱ ἅγιοι ἐνταῦθα

47
κομίζονται, καθάπερ ὁ θεῖος Μάξιμος ἐν τοῖς Πρός Θαλάσσιον
σχολίοις φησί, «τῶν προσόντων τῷ Θεῷ φυσικῶς κατά χάριν ἐστί
μετάδοσις˙ ἅ καί τήν ἀρχήν εὐθύς παρά Θεοῦ πλασθείς ὁ ἄνθρωπος κατά
χάριν εἴληφεν»˙ ὡς καί ὁ θεῖος Κύριλλος ἐν τῇ Πρός Σόϊμον ἐπιστολῇ
φησι γράφων ὅτι, «πλάσας ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, ψυχωθέντα
παρήγαγεν, ἔχοντα τάς πνευματικάς δωρεάς, σοφίαν, δικαιοσύνην
καί ὅσα ἔνεστιν οὐσιωδῶς ἐν τῷ Θεῷ˙ ὁμοῦ γάρ καί ζωήν ἐνετίθει τό
Πνεῦμα τῷ πλάσματι καί τούς ἑαυτοῦ χαρακτῆρας θεοπρεπῶς
ἐνεσήμαινεν». Ὅταν οὖν ἀκούσῃς αὐτόν ἐξ ἀμφοῖν, ὡς ἐκ Πατρός
οὐσιωδῶς δι᾿ Υἱοῦ προχεόμενον, τό Πνεῦμα τό ἅγιον λέγοντα, τήν τῶν
φυσικῶν τούτων δυνάμεών τε καί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ μετάδοσιν, ἀλλά
μή τήν θείαν τοῦ Πνεύματος ὑπόστασιν προχεῖσθαι διδάσκειν,
εὐσεβῶς νόμισον.

21. Μετά τόν Υἱόν τοίνυν διά τοῦ τάς αὐτάς δυνάμεις καί ἐνεργείας τοῖς
ἀξίοις παρέχειν τό ἅγιον πεφανέρωται Πνεῦμα˙ ὡς ἄν ἅμα τε δείξῃ καί
αὐτό καθ᾿ ἑαυτό ὑφεστώς, καί τούς μαθητάς σοφίσαν καί πνευματικήν
δύναμιν ἐνδύσαν, αὐτούς τε συνιέναι ποιήσῃ καί τοῖς πᾶσι δι᾿ αὐτῶν
κηρύξῃ τά τοῦ Σωτῆρος κηρύγματα, δι᾿ ὧν καί αὐτό, οὐ μετά τόν Υἱόν
κατά τήν ὕπαρξιν, ἀλλά μετά τοῦ Υἱοῦ, οὐδέ ὡς ὁ Υἱός, ἀλλ᾿
ἰδιοτρόπως ἐκ τοῦ μόνου Πατρός ὑφεστηκός κηρύττεται, συνημμένον
ὄν φυσικῶς αὐτῷ καί τῷ Υἱῷ ἀδιαστάτως τε καί ἀϊδίως. Δι᾿ ὅ δέ οὐκ
εὐθύς τό Πνεῦμα μετά τόν Πατέρα, καίτοι καί αὐτό ἀμέσως ὄν ἐκ τοῦ
Πατρός, ἀλλ᾿ ὁ Υἱός πρότερος τῷ κόσμῳ πεφανέρωται, καί δι᾿ ὅ ἐκ τοῦ
Υἱοῦ τά τοῦ Πνεύματος οἱ θεολόγοι παριστῶσιν, ἐν τῷ προτέρῳ λόγῳ τάς
αἰτίας ἀποδεδώκαμεν.

Ἐπεί δέ τῆς τρισυποστάτου θεότητος τά ἔργα κοινά, ἕν δέ τῶν ἔργων καί


ἡ φανέρωσις, διά τοῦτο παρ᾿ ἑαυτοῦ τε πρός ἡμᾶς ἥκει καί παρά τοῦ
Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ πέμπεται, δι᾿ ὧν καί φανεροῦται τό καί παρ᾿ ἑαυτοῦ
φανερούμενον, καθάπερ καί ὁ Υἱός πρό αὐτοῦ. Φανεροῦται τοιγαροῦν
καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ πεμπόμενον τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἀλλ᾿ οὐκ ἐκπορεύεται.
Εἰ δέ μή τοῦτο, μηδέ φανέρωσις ἡ ἀποστολή καί ἡ κατ᾿ αὐτήν ἔκπεμψις,
ἀλλ᾿ ἐκπόρευσις˙ ἐπεί καί ὁ Υἱός ἐπέμφθη πρότερον παρ᾿ αὐτοῦ, τοῦ
ἁγίου λέγω Πνεύματος καί τοῦ Πατρός˙ «Κύριος γάρ», φησίν,
«ἐπέσταλκέ με καί τό Πνεῦμα αὐτοῦ». Ἄρ᾿ ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ
Πνεύματος ὁ Υἱός ἤ γεννᾶται ἤ ἐκπορεύεται; Ἄπαγε τῆς ἀσεβείας. Εἰ δέ
λέγει τις ὡς ἄνθρωπον ἀπεστάλθαι τόν Υἱόν, ἐγγύς ἡ ἀπάντησις˙

48
ἀπεστάλη μέν γάρ ὡς ἄνθρωπος˙ «εἰ δέ καί ὡς Θεός, τί τοῦτο; Τήν
εὐδοκίαν τοῦ Πατρός ἀποστολήν εἶναι νόμισον», Γρηγόριός σοι
διακελεύεται ὁ τῆς θεολογίας ἐπώνυμος, κἀγώ τήν τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ
Πνεύματος, ἐκείνῳ καί τῇ ἀληθείᾳ πειθόμενος.

Ἐπεί οὖν καί ὡς Θεός ὁ Υἱός ἀποστέλλεται καί παρ᾿ ἀμφοτέρων, Πατρός
καί Πνεύματος, παρ᾿ ἀμφοτέρων τούτων λοιπόν κατά Λατίνους ἔχει καί
οὗτος τήν γέννησιν, εἴπερ, ὅτι καί τό Πνεῦμα παρ᾿ ἀμφοτέρων
ἀποστέλλεται. Πατρός τε καί Υἱοῦ, παρ᾿ ἀμφοτέρων ἐκπορεύεται
τούτων. Κἄν εἰ λέγοιεν μή τήν ἀποστολήν νομίζειν ἐκπόρευσιν, ἀλλ᾿ ἐκ
ταύτης ἐκείνην τεκμαίρεσθαι, καί τῆς τοῦ Υἱοῦ γεννήσεως αὕτη δήπουθε
ὑπάρξει τεκμήριον.

Τί δέ καί διενήνοχε τοῦ τήν ἀποστολήν νομίζειν γέννησιν ἤ ἐκπόρευσιν


τό λέγειν ὡς ἀϊδίως ἔχον πέμπειν τό τε Πνεῦμα τόν Υἱόν καί ὁ Υἱός τό
Πνεῦμα; Τό μέν καί νῦν αὐτόν ὕστερον εἰς τόν κόσμον ἀπέστειλεν˙ ὁ δέ
τό Πνεῦμα τοῖς οἰκείοις μαθηταῖς ἔπεμψεν, ἐπανελθών ὅθεν κατῆλθεν.
Ἀλλ᾿ ὁ μέν Υἱός καί Θεός ἐστι καί ἄνθρωπος γέγονεν˙ἀπεστάλη γοῦν καί
ὡς ἄνθρωπος˙ τό Πνεῦμα οὐκ ἐνηνθρώπησεν.

49

You might also like