You are on page 1of 17

Νευρομυϊκή σύναψη

Πρόκειται για τη σύναψη μεταξύ της απόληξης του κινητικού νευρώνα και της μυϊκής
ίνας που ονομάζεται τελική κινητική πλάκα
.
Όταν η νευρική ώθηση φτάσει στο τελικό συναπτικό κομβίο προκαλεί την απελευθέρωση στο
συναπτικό χάσμα κυστιδίων τα οποία περιέχουν τον νευροδιαβιβαστή ακετυλοχολίνη. Το κάθε
κυστίδιο περιέχει περίπου 104 μόρια ακετυλοχολίνης. Η ακετυλοχολίνη αντιδρά χημικά με
ειδικούς υποδοχείς (νικοτινικοί υποδοχείς) οι οποίοι βρίσκονται τοποθετημένοι στην επιφάνεια
του μυϊκού κυττάρου (ή μυϊκής ίνας). Η αντίδραση αυτή προκαλεί την εκπόλωση της μυϊκής
ίνας και την αύξηση της ενδοκυτταρικής συγκέντρωσης ιόντων ασβεστίου (Ca++). Η αύξηση
αυτή επιτυγχάνεται μέσω της διάνοιξης των τασεοεξαρτώμενων διαύλων του Ca++ που
βρίσκονται στην μεμβράνη, αλλά και μέσω της απελευθέρωσής του από το σαρκοπλασματικό
δίκτυο (ενδοκυτταρικές αποθήκες). Έχει παρατηρηθεί ότι μικρές ποσότητες ακετυλοχολίνης
απελευθερώνονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα χωρίς ηλεκτρική εκπόλωση της νευρωνικής
απόληξης. Οι ποσότητες αυτές προκαλούν την έκλυση μικροσκοπικών δυναμικών στην
μεμβράνη του μυϊκού κυττάρου τα οποία έχουν ύψος μικρότερο εκείνων που προκαλούν την
κανονική μυϊκή σύσπαση. Η σημασία τους βρίσκεται προφανώς, στην διατήρηση του μυϊκού
τόνου.
Η ακετυλοχολίνη όταν απελευθερώνεται στο συναπτικό χάσμα δρα και ακολούθως τμήμα της
επαναπροσλαμβάνεται από την προσυναπτική μεμβράνη, ενώ, η υπόλοιπη καταβολίζεται
σχεδόν αμέσως από ειδικά ένζυμα που ονομάζονται χολινεστεράσες.
Η μυασθένεια είναι μια νόσος όπου ο οργανισμός παράγει αυτοαντισώματα έναντι των
υποδοχέων της ακετυλοχολίνης. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η ακετυλοχολίνη να βρίσκει
κατειλημμένους τους υποδοχείς της από το αντίσωμα και να μην μπορεί να δράσει.
Η κλινική εκδήλωση της νόσου είναι βαριά μυϊκή αδυναμία.

Μυϊκή σύσπαση ή συστολή

Τα μυϊκά κύτταρα (μυϊκές ίνες) έχουν διάμετρο 10-100 μ και καλύπτουν όλο το μήκος του
μυός από τον ένα τένοντα έως τον άλλο. Στα μυϊκά κύτταρα περιέχονται τα σαρκομέρια τα
οποία ενώνονται το ένα πίσω από το άλλο σχηματίζοντας τα ινίδια.
Η δομή του σαρκομερίου χαρακτηρίζεται από δύο κύριες πρωτεΐνες την ακτίνη (λεπτά
νήματα) και την μυοσίνη (παχιά νήματα) οι οποίες δένονται χημικά μεταξύ τους όπως στο
σχήμα 7α. Η διέγερση της μυϊκής ίνας από την ακετυλοχολίνη προκαλεί την λύση του χημικού
δεσμού.
Το φαινόμενο αυτό που απαιτεί κατανάλωση ενέργειας η οποία προσφέρεται από την
μετατροπή του ΑΤΡ σε ADP. Η κατάλυση αυτής της αντίδρασης γίνεται από την μυοσίνη η
οποία έχει και ενζυματικές ιδιότητες.
Για να ενεργοποιηθεί η συγκεκριμένη ενζυματική ιδιότητα είναι απαραίτητη η παρουσία ιόντων
Ca++.
Ο δεσμός αυτός όμως εφ’ όσον η αντίδραση είναι εξωθερμική, επανασχηματίζεται σε επίπεδο
διαφορετικό του προηγούμενου προκαλώντας έτσι την σμίκρυνση της μυϊκής ίνας (τα λεπτά
νήματα γλιστρούν ανάμεσα στα παχιά νήματα πλησιάζοντας μεταξύ τους). Για να σχηματιστεί
αυτός ο δεσμός θα πρέπει να μετακινηθεί το μόριο τροπομυοσίνης που καλύπτει την
συγκεκριμένη θέση. Αυτό επιτυγχάνεται με την ενεργοποίηση της τροπονίνης από τα ιόντα
Ca++. Το φαινόμενο αυτό για να συμβεί είναι απαραίτητη η αύξηση της ενδοκυτταρικής
συγκέντρωσης ιόντων Ca++ καθώς και η παρουσία ιόντων Mg++
.
Βέβαια, το ΑΤΡ είναι απαραίτητο και για την αποσύσπαση (χάλαση) του μυός εφ όσον πρέπει
πάλι να προκληθεί η λύση του δεσμού ακτίνης – μυοσίνης. Στην περίπτωση αυτή η απουσία
επαρκούς συγκέντρωσης ιόντων Ca++ (αντλούνται μέσα στο σαρκοπλασματικό δίκτυο ή
απομακρύνονται στο εξωτερικό του μυϊκού κυττάρου) διατηρεί απενεργοποιημένη την
τροπονίνη με αποτέλεσμα η τροπομυοσίνη να καλύπτει τη θέση που είναι απαραίτητη για να
πραγματοποιηθεί κίνηση συστολής (σύσπασης). Έτσι η κίνηση είναι δυνατή στην αντίθετη
κατεύθυνση (από σύσπαση).

Η διάρκεια της κάθε μυϊκής σύσπασης διαφέρει ανάλογα με τον μυ. Στους ταχείς μυς διαρκεί
μερικές δεκάδες ms ενώ στους αργούς μερικές εκατοντάδες ms. Σε περίπτωση που κατά τη
διάρκεια μιας σύσπασης ακολουθήσει ένα δεύτερο ερέθισμα, αυξάνεται η ένταση (δύναμη)
της σύσπασης. Αν περισσότερα ερεθίσματα δίδονται με μεγάλη συχνότητα τότε η ένταση της
σύσπασης φτάνει στην ανώτερη δυνατή τιμή της (τετανική σύσπαση). Αυτό συμβαίνει γιατί η
διάρκεια της μυϊκής σύσπασης είναι πάντα ανώτερη της διάρκειας της διέγερσης της μυϊκής
μεμβράνης (διαρκεί 1-10 ms). Κατ’ αυτόν τον τρόπο η διέγερση μπορεί να επαναληφθεί πριν
ολοκληρωθεί η σύσπαση και επέλθει η χάλαση του μυϊκού κυττάρου.

Η ένταση της σύσπασης της κάθε μυϊκής ίνας εξαρτάται από τον αριθμό ιόντων Ca++ που
εισέρχονται. Η ένταση της σύσπασης του μυός εξαρτάται από την ένταση της σύσπασης της
κάθε μυϊκής ίνας, αλλά και από τον αριθμό των κινητικών μονάδων που ενεργοποιούνται
(συστρατεύονται).

Η μυϊκή σύσπαση διακρίνεται μακροσκοπικά σε ισομετρική (όταν η σύσπαση δεν συνοδεύεται


από σύντμηση) και σε ισοτονική (όταν διατηρείται σταθερή η τάση κατά τη διάρκεια της
σύντμησης).

Η κινητική μονάδα

Ο κάθε α-κινητικός νευρώνας νευρώνει μέσω διακλαδώσεων του νευράξονα, περισσότερες


από μια μυϊκές ίνες σχηματίζοντας έτσι μια κινητική μονάδα.
Ο αριθμός των μυϊκών ινών που απαρτίζουν την κινητική μονάδα διαφέρει ανάλογα με τον μυ.
Οι μυς που εκτελούν λεπτές κινήσεις περιέχουν κινητικές μονάδες με μικρό αριθμό μυϊκών
ινών (π.χ. οφθαλμοκινητικοί μυς, μυς της άκρας χειρός). Αντίθετα οι μυς που δεν εκτελούν
λεπτές κινήσεις όπως π.χ. οι μυς της ράχης, περιέχουν κινητικές μονάδες με μεγάλο αριθμό
μυϊκών ινών. Όμως, διαφοροποίηση υπάρχει και ως προς το είδος της μυϊκής ίνας. Οι μυϊκές
ίνες ανάλογα με την περιεκτικότητά τους σε μυοσφαιρίνη χαρακτηρίζονται σε ερυθρές και
υπόλευκες. Οι ερυθρές ίνες συσπώνται πιο αργά αλλά είναι πιο ανθεκτικές στην κόπωση.
Κατά συνέπεια, πιο ανθεκτικοί στην κόπωση είναι οι μυς που περιέχουν κατά πλειοψηφία
κινητικές μονάδες αποτελούμενες από ερυθρές ίνες. Αντίθετα οι μυς που αποτελούνται
κυρίως από υπόλευκες ίνες συσπώνται πιο γρήγορα αλλά κουράζονται εύκολα.

Το σύστημα μυ – άρθρωσης

Ο μυς έχει τις εξής δυνατότητες:


1) να συστέλλεται με αποτέλεσμα να μικραίνει το μήκος του
2) να ασκεί τάση ενάντια σε μια αντίσταση χωρίς να μεταβάλλει το μήκος του
3) να προβάλει αντίσταση μέσω αύξησης της τάσης του κατά τη διάρκεια μιας από σύσπασης

Η τάση του μυός εξαρτάται από το επίπεδο στο οποίο σχηματίζεται ο δεσμός ακτίνης –
μυοσίνης. Επίσης, είναι σημαντικός ο ρόλος των τενόντων εφ’ όσον η ελαστικότητά τους
διαφέρει ανάλογα με την περιεκτικότητά τους σε κολλαγόνο και ελαστίνη. Οι ίνες του
κολλαγόνου είναι σχετικά ανελαστικές, ενώ, μεγάλη είναι η ελαστικότητα των ινών της
ελαστίνης.

Η κίνηση είναι δυνατή στο ύψος μιας άρθρωσης όπου η σύνδεση των διαφόρων μυών είναι
τέτοια ώστε να δίνεται η δυνατότητα πολλαπλών κινήσεων όπως κάμψη, έκταση, απαγωγή,
προσαγωγή, στροφή. Για να είναι δυνατή μια οποιαδήποτε κίνηση είναι απαραίτητοι δύο
τουλάχιστον μυς (εφ’ όσον ο μυς ενεργεί μόνο μέσω της συστολής του) με αντίθετο κινητικό
αποτέλεσμα εκ των οποίων ο ένας ονομάζεται πρωταγωνιστής και ο άλλος ανταγωνιστής.
Το σύμπλεγμα μυών – άρθρωσης σχηματίζει διάφορα είδη μοχλών ανάλογα με την άρθρωση.
Όμως, υπάρχουν και περιπτώσεις όπου οι αρθρώσεις δεν είναι κινητές ή δεν υπάρχουν
καθόλου, με αποτέλεσμα η σύσπαση του μυός να μην μεταφράζεται σε κίνηση στο ύψος μιας
άρθρωσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι μυς της μίμησης.
Στην περίπτωση της διατήρησης της όρθιας θέσης θα πρέπει οι πρωταγωνιστές και οι
ανταγωνιστές να βρίσκονται σε ταυτόχρονη ισομετρική συστολή. Αντίθετα στην περίπτωση
της κίνησης και εφ’ όσον η αντίσταση που υπερνικούν οι μυς παραμένει σταθερή,
υπερισχύουν οι ισοτονικές συστολές.
Μυϊκή συστολή

Μυϊκή συστολή
ονομάζεται η ιδιότητα των μυών να συστέλλονται μετά από κάποιο ερέθισμα του νευρικού
συστήματος και να κινούν τα διάφορα μέρη του σώματος. Η συστολή οφείλεται στην
αλληλεπίδραση ακτίνης και μυοσίνης στα σαρκομερίδια, τα οποία αποτελούν ένα μυϊκό ινίδιο.
Κατά τη διάρκεια της μυϊκής συστολής τα ινίδια ακτίνης ολισθαίνουν πάνω στα ινίδια
μυοσίνης. Τα στοιχεία συστολής ενός μυ είναι τα μυϊκά ινίδια, τα οποία καταλαμβάνουν το
κύριο όγκο του κυτταροπλάσματος ενός μυϊκού κυττάρου.
Τα σαρκομερίδια είναι συγκροτήματα με υψηλή οργάνωση που αποτελούνται από δύο είδη
ινιδίων , των ινιδίων ακτίνης και των ινιδίων της ειδικής μυοσίνης ΙΙ. Τα ινίδια μυοσίνης είναι
τοποθετημένα στο κέντρο κάθε σαρκομεριδίου, ενώ τα λεπτότερα ινίδια ακτίνης εκτείνονται
προς τα μέσα από τα άκρα του σαρκομεριδίου όπου αγκυροβολούν σ μία δομή γνωστή ως
δίσκος Ζ και επικαλύπτουν τα άκρα των ινιδίων μυοσίνης.

Η μυϊκή συστολή οφείλεται στη ταυτόχρονη βράχυνση όλων των σαρκομεριδίων , η οποία
προκαλείται από την ολίσθηση των ινιδίων ακτίνης πάνω στα ινίδια μυοσινής που
προεξέχουν, χωρίς μεταβολή του μήκους των δύο ινιδίων. Η ολίσθηση προκαλείται από τις
κεφαλές μυοσίνης που εξέχουν στο πλάι του ινιδίου και αλληλεπιδρούν με γειτονικά ινίδια
ακτίνης. Όταν ένας μυς διεγείρεται οι κεφαλές «περπατούν» κατά μήκος των ινιδίων ακτίνης
με συνδυασμένους κύκλους προσκόλλησης και αποκόλλησης χάρης στην
υδρόλυση* του ATP, που αλλάζει τη στερεοδιάταξη των κεφαλών της μυοσίνης. Η
συνδυασμένη αυτή δράση προκαλεί τη συστολή του σαρκομεριδίου. Μετά την ολοκλήρωση
της συστολής, οι κεφαλές της μυοσίνης χάνουν τελείως επαφή με τα ινίδια ακτίνης και ο μυς
χαλαρώνει.

Κίνηση της κεφαλής της μυοσίνης


Κατά τη διάρκεια κάθε κύκλου προσκόλλησης και αποκόλλησης, μια κεφαλή προσδένει και
υδρολύει ένα μόριο ATP. Θεωρείται ότι αυτό προκαλεί μια σειρά αλλαγών στη διαμόρφωση
του μορίου της μυοσίνης που μετακινούν τη κεφαλή της μυοσίνης κατά μήκος του ινιδίου
ακτίνης προς το συν άκρο κατά 5 νανόμετρα περίπου. Αυτή η κίνηση επαναλαμβάνεται κατά
μία κατεύθυνση κατά μήκος του ινιδίου. Με αυτό τον τρόπο οι κεφαλές έλκουν το ινίδιο
ακτίνης και προκαλούν ολίσθησή του πάνω στο ινίδιο μυοσίνης. Κάθε ινίδιο μυοσίνης έχει
περίπου 300 κεφαλές μυοσίνης και μπορεί να πραγματοποιεί πέντε κύκλους το
δευτερόλεπτο, η δε ταχύτητα ολίσθησης είναι 15 μικρόμετρα το δευτερόλεπτο, ταχύτητα
επαρκής για τη μετάπτωση του σαρκομεριδίου από τη πλήρη χάλαση (3μm) μέχρι τη πλήρη
συστολή (2μm) σε χρόνο μικρότερο από ένα δέκατο του δευτερολέπτου.
Στην αρχή του κύκλου μία κεφαλή μυοσίνης, χωρίς προσδεδεμένο νουκλεοτίδιο, είναι
προσκολλημένη ισχυρά σε ένα νημάτιο ακτίνης σε μία άκαμπτη διαμόρφωση (ονομάζεται έτσι
γιατί είναι υπεύθυνη για την μεταθανάτια ακαμψία). Αυτή η κατάσταση λήγει αμέσως με την
προσθήκη ΑΤΡ. Το μόριο ΑΤΡ προσδένεται στην ευρεία σχισμή στη κεφαλή και προκαλεί
αμέσως μια μικρή αλλαγή στη διαμόρφωση της κεφαλής με αποτέλεσμα να μειώνεται η
συγγένεια της κεφαλής με την ακτίνη και της επιτρέπει να κινηθεί κατά μήκος του ινιδίου. Η
σχισμή κλείνει γύρω από το ΑΤΡ, προκαλώντας μια μεγάλη αλλαγή σχήματος με αποτέλεσμα
η κεφαλή να μετακινηθεί κατά 5 νανόμετρα. Το ΑΤΡ υδρολύεται, αλλά το ADP και η
φωσφορική ομάδα που παράγονται παραμένουν συνδεμένα στη μυοσίνη. Η ασθενής
πρόσδεση της κεφαλής στην ακτίνη προκαλεί την απελευθέρωση της φωσφορικής ομάδας και
ταυτόχρονα η κεφαλή προσδένεται γερά στο ινίδιο ακτίνης. Η απελευθέρωση πυροδοτεί μια
ισχυρή ώθηση και η κεφαλή επιστρέφει στην αρχική της κατάσταση. Ταυτόχρονα, το ADP
απομακρύνεται από τη μυοσίνη.

Ενεργοποίηση της συστολής


Η αλληλεπίδραση μεταξύ ινιδίων μυοσίνης και ακτίνης ενεργοποιείται όταν το μυϊκό κύτταρο
δεχτεί ένα κατάλληλο σήμα από το νευρικό σύστημα. Το σήμα πυροδοτεί ένα δυναμικό
ενέργειας στην κυτταρική μεμβράνη του κυττάρου. Αυτή η ηλεκτρική διέγερση διαδίδεται κατά
μήκος μιας σειράς μεμβρανικών σωλήνων, τα εγκάρσια σωληνάρια, και το σήμα μεταφέρεται
στο σαρκοπλασματικό δίκτυο, το οποίο περιέχει υψηλή συγκέντρωση ασβεστίου. Σαν
αντίδραση στην εισερχόμενη ηλεκτρική διέγερση, μεγάλο ποσό Ca+2 απελευθερώνεται στο
κυτταροδιάλυμα μέσω ιοντικών διαύλων της μεμβράνης του σαρκοπλασματικού δικτύου που
ανοίγουν εξαιτίας της ηλεκτρικής διέγερσης.
Το ιόν του ασβεστίου αλληλεπιδρά με εξειδικευμένες πρωτεΐνες που συνδέονται ισχυρά με τα
ινίδια ακτίνης. Μια από αυτές τις πρωτεΐνες είναι η τροπομυοσίνη, ένα άκαμπτο ραβδόμορφο
πρωτεϊνικό μόριο που προσδένεται στο αυλάκι της έλικας της ακτίνης και δεν την αφήνει να
αντιδράσει με τις κεφαλές μυοσίνης. Η άλλη είναι η τροπονίνη, ένα πρωτεϊνικό σύμπλοκο που
περιλαμβάνει μια πρωτεΐνη ευαίσθητη στο ασβέστιο, την τροπονίνη C. Όταν αυξηθεί η
συγκέντρωση του ασβεστίου στο κυτταροδιάλυμα, το ιόν ασβεστίου προσδένεται στη
τροπονίνη και προκαλεί μια αλλαγή στο σχήμα της και έτσι οι κεφαλές μυοσίνης μπορούν να
προσδεθούν στο ινίδιο ακτίνης και να αρχίσει η συστολή.

Η αύξηση του Ca+2 στο κυτταροδιάλυμα σταματά αμέσως μετά τη διακοπή του νευρικού
σήματος, επειδή το ιόν του ασβεστίου αντλείται γρήγορα πίσω στο σαρκοπλασματικό δίκτυο.
Μόλις η συγκέντρωση ασβεστίου επανέλθει σε επίπεδα ηρεμίας, η τροπονίνη και η
τροπομυοσίνη επιστρέφουν στις αρχικές τους θέσεις και σταματούν τη συστολή.

*Σημείωση:
Κατά την υδρόλυση οι πρωτεΐνες διασπώνται σε αμινοξέα, τα διπεπτίδια σε δύο αμινοξέα,
τα λίπη και έλαια σε λιπαρά οξέα και γλυκερόλη, οι πολυσακχαρίτες γλυκογόνο, άμυλο καθώς
και η μαλτόζη σε γλυκόζη και σε απλά σάκχαρα, κ.λπ.
Οι βιοχημικές υδρολυτικές αντιδράσεις συνήθως είναι αντιστρεπτές και ενεργοποιούνται κατά
τη πέψη συνήθως από ένζυμα που εκκρίνονται στη στοματική κοιλότητα, τον στόμαχο,
το έντερο, το πάγκρεας και το ήπαρ. Τέτοια ένζυμα είναι οι λεγόμενες λιπάσες, οι αμυλάσες, οι
πρωτεϊνάσες, που υδρολύουν τα λίπη, τους υδατάνθρακες και τις πρωτεΐνες αντίστοιχα.
Συνεπώς η υδρόλυση θεωρείται από τις σημαντικότερες και συχνότερες βιο
-χημικές αντιδράσεις στο φαινόμενο της ζωής του έμβιου κόσμου.
ΠΕΡΙΤΟΝΙΕΣ
Γιατί η Φυσικοθεραπεία πρέπει να στοχεύει στην αποκατάσταση των δυσλειτουργιών
των περιτονιών;

Φανταστείτε ότι η φυσιολογική λειτουργία των μυών εξαρτάται από το σύστημα των
περιτονιών και περίπου 30% με 40% τοις εκατό της δύναμης των μυών οφείλεται στο
περιβάλλον σύστημα τους. Έτσι είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε ακριβώς πως αυτό
λειτουργεί για να μπορέσουμε εν τέλει να εφαρμόσουμε με τον καταλληλότερο τρόπο τις
τεχνικές όσον αφορά το βάθος διείσδυσης και τη ψηλάφηση αλλά και το πώς να
τοποθετήσουμε τον ασθενή στη σωστή θέση για την εξασφάλιση της χαλάρωσης ή την
αύξηση της τάσης στης ανατομικές δομές .

Σχήμα 1

Αρχικά, είναι απαραίτητο να διερευνηθούν τα ανατομικά χαρακτηριστικά και η φυσιολογία


του περιτονιακού συστήματος. Το Σχήμα 1 απεικονίζει τα στρώματα του περιτονιακού
συστήματος, από το δέρμα έως την εν τω βάθει περιτονία. Η επιφανειακή περιτονία
(Superficial Fascia) είναι μία λευκή, ινώδης στιβάδα μεταξύ δύο στρωμάτων υποδόριου
λιπώδη ιστού, του επιφανειακού λιπώδη ιστού και του εν τω βάθει λιπώδη ιστού. Αυτοί οι
ιστοί βοηθούν στην υποστήριξη των αρτηριών, φλεβών και των λεμφαγγείων.

Η επιφανειακή περιτονία είναι παρούσα σε όλο το σώμα και το πάχος της ποικίλλει ανάλογα
τη περιοχή του σώματος. Για παράδειγμα, είναι παχύτερη στα κάτω άκρα και το οπίσθιο
μέρος του σώματος σε σύγκριση με το πρόσθιο μέρος του σώματος και τα άνω άκρα. Είναι
επίσης παχύτερες στις γυναίκες σε σχέση με τους άντρες. Επίσης είναι λεπτότερες στα
περιφερικότερα τμήματα των άκρων σε σχέση με τα κεντρικότερα τμήματα.

Η επιφανειακή περιτονία είναι παχύτερη στα εγγύτερα τμήματα της οσφύς σε σχέση με τα εν
τω βάθει. Οι εν τω βάθει περιτονίες είναι λεπτότερες στις περιοχές που περιβάλουν τον
τραπεζοειδή μυ και εκεί είναι προσκολλημένες και μπλεγμένες με τις μυϊκές ίνες. Αρκετά
συχνά, οι θεραπευτές σκέφτονται το πάχος των περιτονιών στη περιοχή του τραπεζοειδή ότι
οφείλεται στην εν τω βάθει περιτονία, αλλά στην ουσία οφείλεται στην επιφανειακή περιτονία.

Η επιφανειακή περιτονία εκτείνεται από τον αυχένα μέχρι την οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής
στήλης , και συνεχίζει από εμπρός στο θώρακα και τη κοιλιακή χώρα. Η επιφανειακή
περιτονία χωρίζει το δέρμα από το μυοσκελετικό σύστημα επιτρέποντας την φυσιολογική
ολίσθηση των μυών και του δέρματος . Ανάμεσα στους 2 υποδόριους ιστούς και ανάμεσα
στην επιπολή περιτονία είναι οι φλέβες, οι αρτηρίες και τα λεμφαγγεία. Κιρσοί εμφανίζονται
συχνά πάνω από την επιφανειακή περιτονία στον επιφανειακό υποδόριο ιστό. Οι μεγάλες
επιφανειακές φλέβες περνούν ανάμεσα από την επιφανειακή περιτονία. Τα επιφανειακά
λεμφαγγεία βρίσκονται στον επιφανειακό υποδόριο ιστό, και τα μεγαλύτερα λεμφαγγεία στον
εν τω βάθει υποδόριο ιστό. Υποτίθεται ότι η ρίκνωση της επιπολής και της εν τω βάθει
περιτονίας μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη λειτουργία τους (π.χ. αποστράγγιση της λέμφου).
Έτσι όταν χρησιμοποιούνται τεχνικές για επιφανειακά προβλήματα, όπως το λεμφοίδημα
είναι ωφέλιμη η χρήση μίας ελαφρύτερης τεχνικής με μικρότερη διείσδυση.

Υπάρχουν περιοχές στο σώμα όπου η επιφανειακή και η εν τω βάθει περιτονία


συγχωνεύονται λόγω της απουσίας του εν τω βάθει υποδόριου ιστού. Αυτό έχει ως
αποτέλεσμα κατά την ψηλάφηση του ιστού να εμφανίζεται παχύτερη σε σχέση με άλλες
ανατομικές περιοχές. Για παράδειγμα, πρόσθια κατά μήκος της λευκής γραμμής των
κοιλιακών, οπίσθια κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης , κατά μήκος του κατώτερου ορίου
της ωμοπλάτης και κατά μήκος της λαγόνιας ακρολοφίας. Επίσης, κατά μήκος του κατώτερου
ορίου του τραπεζοειδή, κατά μήκος του κάτω ορίου του μεγάλου γλουτιαίου και γύρω από
όλες τις αρθρώσεις των άνω και κάτω άκρων.

Όσον αφορά τα νεύρα στον υποδόριο ιστό, η ικανότητα της επιφανειακής περιτονίας να
κινείται παρέχει ένα ευρύ μονοπάτι για τα μεγαλύτερα νεύρα και τα προστατεύει από την
υπερβολική διάταση τους. Τα σωμάτια Ruffini και Pacini που βρίσκονται στους δύο
υποδόριους ιστούς αντιλαμβάνονται τη διάταση και καταγράφουν την κοινή μηχανική
παραμόρφωση και αλλαγή της γωνίας. Σε σύγκριση με την εν τω βάθει περιτονία, τα
υπόλοιπα μαλακά μόρια δηλαδή, το δέρμα, ο επιφανειακός υποδόριος ιστός, η επιφανειακή
περιτονία, και ο εν τω βάθει υποδόριος ιστός είναι περισσότερο ευερέθιστα στη διάκριση
ελαφριάς και βαριάς πίεσης και στη ευαισθησία από εξωτερικά ερεθίσματα (exteroception). Η
επιφανειακή περιτονία περιέχει επίσης πολλές ελεύθερες νευρικές απολήξεις. Οι περισσότερο
αλγαισθητικές ίνες βρίσκονται εντός της επιφανειακής περιτονίας, ιδιαίτερα
στην θωρακοοσφυϊκή περιτονία, η οποία έχει συνδεθεί με απροσδιόριστη οσφυαλγία.
Η εν τω βάθει περιτονία όπως και οι μυς συμμετέχει στην ιδιοδεκτική λειτουργία. Σε ουλές,
υπάρχει μία ένωση του δέρματος με τις επιπολής αλλά και τις εν τω βάθει περιτονίες, η οποία
μπορεί να προκαλέσει μια υπερδιέγερση στους εξωτερικούς υποδοχείς αλλά και στους
ιδιουποδοχείς. Λόγω της παραπάνω παθολογίας του σχηματισμού ουλώδους ιστού, οι
τεχνικές με IASTM μπορεί να απαιτούν αυξημένη πίεση για την ομαλοποίηση της
ευερέθιστης ιδιοδεκτικής δραστηριότητας.

Κάτω από τον εν τω βάθει υποδόριο ιστό είναι η εν τω βάθει περιτονία (Σχήμα 1). Η εν τω
βάθει περιτονία είναι ένας καλά οργανωμένος, πυκνός, με ινώδες στρώμα ιστός ο
οποίος αλληλεπιδρά με τους μυς. Μερικά από τα χαρακτηριστικά του παραπάνω ιστού είναι
ότι συνδέει διάφορα μέρη του μυοσκελετικού συστήματος, μεταδίδει μυϊκή δύναμη σε μια
απόσταση και στεγάζει το ιδιοδεκτικό σύστημα, δηλαδή τα ατρακτοειδή κύτταρα. Ονομάζεται
και απονευρωτική περιτονία και επιμύιος περιτονία. Η “Απονεύρωση” έχει διαφορετική
λειτουργία γιατί δρα ως πεπλατυσμένος τένοντας με παράλληλες ίνες κολλαγόνου, όπως για
παράδειγμα οι τένοντες των ορθωτήρων μυών του κορμού που καταφύονται στο ιερό οστό.
Οι απονευρωτικές περιτονίες έχουν πολλά στρώματα με δύο ή τρεις
υποστιβάδες κολλαγόνου διατεταγμένες σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Μεταξύ αυτών των
στρωμάτων υπάρχει χαλαρός συνδετικός ιστός που τους επιτρέπει να γλιστρούν κατά την
διάρκεια της κίνησης. Απονευρωτική περιτονία δημιουργείται στη ράχη με τη θωρακοοσφυϊκή
περιτονία και πρόσθια με τη θήκη του ορθού κοιλιακού. Επίσης καλύπτει τα άκρα και
ολόκληρους τους μυς και μεταδίδει δύναμη μεταξύ των μυών. Ο δεύτερος τύπος των εν τω
βάθει περιτονιών ονομάζεται επιμύιος περιτονία και καλύπτει τους μυς του κορμού. Στα
άκρα, καλείται επιμύιο και είναι η πρώτη στοιβάδα περιτονιών (Σχήμα 1).

Κρίνεται απαραίτητο για τις στοιβάδες της απονευρωτικής περιτονίας να ολισθαίνουν μεταξύ
των στρωμάτων του χαλαρού συνδετικού ιστού και να ολισθαίνουν με το επιμύιο. Επίσης είναι
απαραίτητο η ολίσθηση να επιτρέπεται μέσα στο μυ μεταξύ του περιμύιου και του ενδομύιου
(Σχήμα 1). Το επιμύιο είναι σημαντικό για τη μετάδοση ισχύος μεταξύ των μεμονωμένων
μυών. Η επιμύιος περιτονία στους μυς του κορμού δεν ολισθαίνει όσο οι απονευρωτικές
περιτονίες, διότι οι ίνες αυτού του είδους περιτονίας περιπλέκονται με τις ίνες των μυών.

Υπάρχουν δύο κύριες λειτουργίες της περιτονίας που ίσως δεν είναι παγκοσμίως
γνωστές.

Πρώτον, το 30% - 40% της δύναμης που δημιουργείται από τους μυς μεταδίδεται όχι κατά
μήκος του τένοντα, αλλά μάλλον από τον συνδετικό ιστό που περιβάλλει τον μυ. Πολλές
μυϊκές ίνες δεν εκτείνονται σε όλο το μήκος της μυϊκής γαστέρας, αλλά ως τη μέση της.
Μεταδίδουν τη δύναμη μέσω του κοινού περιμύιου τους αντί μέσω της μυοτενόντιας ένωσης.
Συχνά με τη χρήση τεχνικών κατά μήκος της μυϊκής γαστέρας υπάρχει περίπτωση να αυξηθεί
η μυϊκή δύναμη. Υποτίθεται ότι η αποκατάσταση της κίνησης στη περιορισμένη περιτονία θα
επιτρέψει την δυναμικότερη σύσπαση που μεταδίδεται από αυτή.
Η δεύτερη και πιθανώς η πιο σημαντική λειτουργία της περιτονίας είναι ότι η μυϊκή άτρακτος,
διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιδιοδεκτική λειτουργία, εντοπίζεται στο περιμύιο και
οι κάψουλες της συνδέονται με το επιμύιο και τα διαφράγματα των περιτονιών. Η μυϊκή
άτρακτος ενημερώνει το κεντρικό νευρικό σύστημα για την αλλαγή της κατάστασης του μυϊκού
τόνου, της κίνησης, της απώλειας της φυσιολογικής ελαστικότητας, της θέσης του σώματος,
του μήκους του μυός και του ρυθμού μεταβολής της ταχύτητας του μήκους του μυός.

Κατά τη συστολή των μυών, είναι απαραίτητο για την μυϊκή άτρακτο να τους διατείνει και να
παρέχει αυτού του είδους πληροφόρηση στο ΚΝΣ. Δεδομένου ότι η μυϊκή άτρακτος βρίσκεται
εντός της περιτονίας, γίνεται προφανές ότι αν υπάρχει μια ρίκνωση ή κάποιος
περιορισμός της θα αναστείλει την κανονική λειτουργία της ατράκτου και δεν θα παρέχει την
κατάλληλη πληροφόρηση στο ΚΝΣ. Οι περισσότερες ίνες της μυϊκής ατράκτου βρίσκονται
στην γαστέρα των μυών, γι ‘αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τους θεραπευτές τεχνικών
μαλακών μορίων να δώσουν προσοχή στην συγκεκριμένη περιοχή. Αυτές οι ρικνώσεις
επηρεάζουν τη λειτουργία των κινητικών μονάδων στην εν λόγω περιοχή και τους μυς
περιφερικά.

Αποτέλεσμα των φυσικοθεραπευτικών τεχνικών είναι η διέγερση των ινοβλαστών και


η ανανέωση της εξωκυττάριας ουσίας.

Δεδομένου ότι τα κύτταρα της ατράκτου, οι ινοβλάστες και ο εξωκυττάριος ιστός απαιτούν
κανονική παραμόρφωση, διάταση και μία βασική τάση για να λειτουργήσουν, πιστεύεται ότι
μια ουσία που ονομάζεται υαλορουνικό οξύ μπορεί να είναι υπεύθυνη για τη μειωμένη
ολίσθηση.

Το υαλορουνικό οξύ είναι ένα υψηλού μοριακού βάρους πολυμερές γλυκοζαμινογλυκάνης


της εξωκυτταρικής μήτρας. Η βασική λειτουργία του υαλορουνικού οξέως είναι η λίπανση που
επιτρέπει την κανονική ολίσθηση μεταξύ των αρθρώσεων και του συνδετικού ιστού. Το
υαλορουνικό οξύ βρίσκεται στο επιμύιο, στο περιμύιο και στο ενδομύιο (Piehl-Aulin et al 1991,
Laurent et al. 1991).

Οι Περιαγγειακές και περινευρικές περιτονίες περιέχουν επίσης υψηλά επίπεδα υαλορουνικό


οξέως. Η υαλουράνη εμφανίζεται τόσο ως μεμονωμένο μόριο όσο και ως μακρομοριακή δομή
που συμβάλλει στις δομικές και μηχανικές ιδιότητες της περιτονίας. Αλλαγή αυτής της
μοριακής δομής υψηλού μοριακού βάρος πολυμερής γλυκοζαμινογλυκάνης της
εξωκυττάριας μήτρας δημιουργεί το αίσθημα ρίκνωσης κατά την διάρκεια της ψηλάφησης ή
της σάρωσης με τον ειδικό εξοπλισμό. Αυτό συμβαίνει λόγω των μπλεγμένων μορίων
υαλορουνικού οξέως με τις ακανόνιστες ίνες κολλαγόνου. Αυτή η υψηλού μοριακού βάρους
δομή βρίσκεται στης κανονικής λειτουργίας ιστούς ενώ αν υπάρχει κατακερματισμένο
υαλορουνικό οξύ δείχνει ότι οι ιστοί κάτω από πίεση παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα
αγγειογόνων, φλεγμονωδών και ανοσοδιεγερτικών επιδράσεων. Με την κατάχρηση και το
τραύμα, το υαλορουνικό οξύ κατακερματίζεται και προφλεγμαίνει. “Με την αύξηση της
συγκέντρωσης των υαλορουνικών αλυσίδων αρχίζουν να μπλέκονται και προσδίδουν στη
λύση των διακριτών υδροδυναμικών ιδιοτήτων: η ιξωδοελαστικότητα αυξάνεται δραματικά “.

Η μυϊκή άτρακτος πρέπει να ενσωματωθεί σε μία καλά προσαρμοσμένη δομή που να


επιτρέπει την επιμήκυνση και τη βράχυνση. Εάν η επιμύιος περιτονία είναι συρρικνωμένη,
ορισμένα τμήματα του μυός κατά την κίνηση δεν θα λειτουργούν κανονικά προκαλώντας
αλλαγές στις γωνίες φορτίσεως της δύναμης που ενεργούν στην άρθρωση. Αυτό προκαλεί
μια μη ισορροπημένη κίνηση της άρθρωσης με αποτέλεσμα τις ασυντόνιστες κινήσεις και
τελικά τη παρουσία πόνου στην περιοχή. Η επιμύιος περιτονία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως
ο βασικός παράγοντας του περιφερικού συντονισμού των κινήσεων και της ιδιοδεκτικότητας .
Υποτίθεται ότι οι τεχνικές, διασπούν τα κομμάτια του υαλορουνικού οξέως σε ακόμη
μικρότερα μεγέθη, τα οποία στη συνέχεια δρουν ως αντι-φλεγμονώδη μόρια. Αυτό μπορεί να
διαρκέσει έως και 48 ώρες και εξηγεί γιατί οι ασθενείς μπορεί να έχουν αυξημένο πόνο για
μερικές ημέρες πριν την περιτονιακή απελευθέρωση.

Η Carla Stecco αναφέρει ότι “Εάν το υαλορουνικό οξύ σχηματιστεί με μια πιο συμπαγή
μορφή, ή γενικότερα, αν η πυκνότητα του χαλαρού συνδετικού ιστού στο εσωτερικό της
περιτονίας μεταβληθεί, η συμπεριφορά ολόκληρης της εν τω βάθει περιτονίας και του
υποκείμενου μυός θα τεθεί σε κίνδυνο. Αυτό, πιστεύουμε ότι μπορεί να είναι η βάση του
κοινός αποδεχτού φαινόμενου ως μυοπεριτονιακού πόνου.”
Η κίνηση στον άνθρωπο
ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ

Το κινητικό σύστημα είναι εκείνο που καθορίζει και οργανώνει την εκτέλεση των κινήσεων.
Υποδιαιρείται σε τρία επί μέρους συστήματα το πυραμιδικό, το εξωπυραμιδικό και το
παρεγκεφαλιδικό.
Όταν η πληροφορία φτάσει μέσω των αισθητικών οδών στο κεντρικό νευρικό σύστημα,
επεξεργάζεται και ακολούθως θα πρέπει να οργανωθεί η απάντηση. Αν η απάντηση αυτή
είναι κινητική, θα πρέπει να υπάρχει μια περιοχή του εγκεφάλου που θα αποφασίζει το είδος
της απάντησης και τον τρόπο με τον οποίο θα εκτελεστεί. Στην περιοχή αυτή του εγκεφάλου
(κινητικός φλοιός) εδρεύει το πυραμιδικό σύστημα το οποίο θεωρείται υπεύθυνο για την
εκούσια κινητικότητα.

Όμως, αν όλες οι κινητικές απαντήσεις θα έπρεπε να οργανώνονται μόνο από το εκούσιο


κινητικό σύστημα, τότε η εκτέλεσή τους θα ήταν ιδιαίτερα χρονοβόρα. Π.χ. για να βαδίσουμε
θα έπρεπε να σκεφτόμαστε βήμα προς βήμα την τοποθέτηση των ποδιών μας. Είναι
απαραίτητη λοιπόν, η ύπαρξη ενός άλλου κινητικού συστήματος στο οποίο θα αποθηκεύεται
η μνήμη των αυτοματικών κινήσεων ώστε η συμμετοχή τους να μην απαιτεί την συνεχή
συμμετοχή του πυραμιδικού. Στην βάδιση οι κινήσεις των ποδιών γίνονται αυτόματα και η
βούληση επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις όταν π.χ. αποφασίσουμε να αλλάξουμε
κατεύθυνση. Σαν σύστημα της αυτοματικής κινητικότητας θεωρείται το εξωπυραμιδικό που
εδρεύει στα βασικά γάγγλια και επεμβαίνει σε όλες τις αυτόματες κινήσεις καθώς και στις
εκούσιες κινήσεις που περιέχουν αυτοματισμό. Έτσι π.χ. όταν μαθαίνουμε να οδηγούμε
αρχικά οι περισσότερες κινήσεις οργανώνονται από το πυραμιδικό σύστημα γι’ αυτό
απαιτείται συνεχής συγκέντρωση της προσοχής μας. Αργότερα οι κινήσεις της οδήγησης
αποθηκεύονται στα βασικά γάγγλια και εκτελούνται αυτόματα χωρίς ιδιαίτερη συμμετοχή της
συνείδησης.
Σε περιπτώσεις βλάβης του εξωπυραμιδικού συστήματος, οι ασθενείς παρουσιάζουν
επιβράδυνση στην έναρξη των εκουσίων κινήσεων πιθανόν γιατί η κινητική μνήμη που
εδρεύει στο εξωπυραμιδικό σύστημα δεν δίνει άμεσα και σωστά τις πληροφορίες που
χρειάζεται το πυραμιδικό σύστημα. Έτσι το πυραμιδικό σύστημα αναγκάζεται να οργανώνει
από μόνο του την επιθυμητή κίνηση με συνέπεια την επιβράδυνση της ταχύτητας έναρξης και
εκτέλεσης των κινήσεων (βραδυκινησία).

Όμως, για να γίνει σωστά μια κίνηση είναι απαραίτητος ο λεπτομερής συντονισμός όλων των
μυών οι οποίοι συνεργάζονται για την εκτέλεσή της. Π.χ. στην βάδιση θα πρέπει να
συντονιστούν λεπτομερώς οι μυς των κάτω άκρων αλλά και οι μυς του υπόλοιπου σώματος
ώστε να κρατηθεί η σωστή στάση και ισορροπία κατά τη διάρκεια της βάδισης. Ο συντονισμός
αυτός γίνεται από το παρεγκεφαλιδικό σύστημα που εδρεύει στην παρεγκεφαλίδα και είναι
απαραίτητο για την συνεργική κινητικότητα.
Η κλασική αυτή αντίληψη της οργάνωσης της κινητικότητας αμφισβητείται από πολλούς
μελετητές, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι το πυραμιδικό σύστημα έχει τον ρόλο του αναλυτή και
εκτελεστή τόσο των εκουσίων όσο και των ακουσίων κινήσεων με βάση τις πληροφορίες που
δέχεται ο αισθητικός φλοιός. Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρεία δεν υπάρχει απόλυτη
διαφοροποίηση του πυραμιδικού με το εξωπυραμιδικό σύστημα, εφ’ όσον δεν είναι
ανεξάρτητα αλλά στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους όσον αφορά την οργάνωση και την
εκτέλεση μιας κίνησης.

Επίσης, το παρεγκεφαλιδικό σύστημα παίζει σημαντικό ρόλο στην εκτέλεση πολύπλοκων


αυτοματικών κινήσεων. Δηλαδή οι κινήσεις οδήγησης ενός αυτοκινήτου π.χ., εκτός από τα
βασικά γάγγλια αποθηκεύονται και στην παρεγκεφαλίδα (όπου κυρίως αποθηκεύονται οι
πληροφορίες σχετικά με την οργάνωση και την εναρμόνιση της αυτόματης κινητικότητας).

Πυραμιδικό

Ονομάστηκε έτσι γιατί ξεκινά από νευρώνες του έχουν σχήμα πυραμίδας και βρίσκονται στον
κινητικό φλοιό του μετωπιαίου λοβού (κυρίως στην περιοχή 4). Οι νευράξονες των
πυραμιδικών νευρώνων αφού πρώτα διαπεράσουν την μέση γραμμή στο τέλος του
προμήκους (χιασμός των πυραμίδων), κατέρχονται στον νωτιαίο μυελό μέσω του πλαγίου
φλοιο-νωτιαίου δεματίου. Εκεί συνάπτονται με τους νευρώνες των προσθίων κεράτων.
Το πυραμιδικό σύστημα δρα κυρίως στους μυς που ακολουθούν τους κανόνες της βαρύτητας
δηλαδή στους εκτείνοντες του άνω άκρου και στους καμπτήρες του κάτω άκρου. Γι’ αυτό το
λόγο οι ασθενείς με πυραμιδική βλάβη δεν χάνουν εύκολα την ικανότητά τους να
ορθοστατούν εφ’ όσον σε αυτούς υπερισχύουν οι μυς που δρουν ενάντια στην βαρύτητα (οι
καμπτήρες των άνω άκρων και οι εκτείνοντες των κάτω άκρων).

Εξωπυραμιδικό

Εδρεύει στους εν τω βάθει πυρήνες του εγκεφάλου όπως είναι τα βασικά γάγγλια
(κερκοφόρος, φακοειδής (κέλυφος – ωχρά σφαίρα)) και άλλοι όπως η μέλαινα ουσία, το
σωμάτιο του Luys, ο ερυθρός πυρήνας, ο δικτυωτός σχηματισμός, η ελαία του προμήκους, ο
εξωπυραμιδικός φλοιός. Το εξωπυραμιδικό σύστημα με τις διάφορες συνδέσεις του
σχηματίζει διάφορα νευρωνικά κυκλώματα με διαφορετική σημασία στην κινητικότητα.
Συνδέονται με τον κινητικό φλοιό, την παρεγκεφαλίδα, τον δικτυωτό σχηματισμό και τον
νωτιαίο μυελό. Ιδιαίτερη σημασία αποκτά το κύκλωμα σύμφωνα με το οποίο τα βασικά
γάγγλια δέχονται συνάψεις από τον πυραμιδικό φλοιό και οι πληροφορίες από αυτά
επιστρέφουν στον φλοιό μέσω του θαλάμου.
Δύο βασικά κλειστά κυκλώματα (συνδέουν μεταξύ τους τα βασικά γάγγλια) του
εξωπυραμιδικού είναι:

- άμεση οδός: μέλαινα ουσία (δοπαμίνη) >> οπίσθιο τμήμα του κελύφους (GABA, ουσία Ρ)
>> έσω τμήμα της ωχράς

- έμμεση οδός: μέλαινα ουσία (δοπαμίνη) >> οπίσθιο τμήμα του κελύφους (GABA,
εγκεφαλίνη) >> έξω τμήμα της ωχράς (GABA) >> σ. Luys (γλουταμινικό) >> έσω τμήμα της
ωχράς

Το αποτέλεσμα είναι το έσω τμήμα της ωχράς να αναστέλλεται από την άμεση οδό και να
διεγείρεται από την έμμεση οδό. Όταν διαταράσσεται η ισορροπία μεταξύ των δύο οδών
έχουμε σαν αποτέλεσμα υποκινησίες ή υπερκινησίες. Οι υποκινησίες εκδηλώνονται όταν
υπερισχύει το διεγερτικό αποτέλεσμα πάνω στο έσω τμήμα της ωχράς (βλάβες της άμεσης
οδού) εφ΄ όσον το τμήμα αυτό ασκεί ανασταλτικό αποτέλεσμα σε συγκεκριμένους θαλαμικούς
πυρήνες. Όταν, αντίθετα, υπερισχύει το ανασταλτικό αποτέλεσμα πάνω στο έσω τμήματος
της ωχράς (βλάβες της έμμεσης οδού) τότε μειώνεται η αναστολή που ασκεί πάνω στους
θαλαμικούς πυρήνες με επακόλουθο υπερκινησίες.

Υπ' όψιν ότι το παραπάνω μοντέλο μπορεί να ισχύει σε κάποιες περιπτώσεις αλλά δεν εξηγεί
πλήρως τους μηχανισμούς του εξωπυραμιδικού συστήματος οι οποίοι είναι αρκετά πιο
πολύπλοκοι.

Παρεγκεφαλιδικό

Το σύστημα αυτό εδρεύει στην παρεγκεφαλίδα η οποία αποτελείται από δύο ημισφαίρια
μεταξύ των οποίων παρεμβάλλεται ένας σκωληκοειδής ανατομικός σχηματισμός (μέση
γραμμή της παρεγκεφαλίδας). Το κάθε ημισφαίριο διαιρείται σε τρεις λοβούς. Ο πρόσθιος
λοβός ονομάζεται παλαιο – παρεγκεφαλίδα (συμπεριλαμβάνει ακόμη τις αμυγδαλές και μέρος
του σκώληκα), ο μέσος νεο – παρεγκεφαλίδα (ημισφαίρια) και ο οπίσθιος αρχαίο –
παρεγκεφαλίδα (οζίδιο και κροκίδα).

Το παρεγκεφαλιδικό σύστημα για την λειτουργία του (συνεργική κινητικότητα) θα πρέπει να


λαμβάνει πληροφορίες από διάφορα κινητικά και αισθητικά συστήματα του κεντρικού
νευρικού συστήματος.

Π.χ. για να συντονιστεί σωστά η στάση και η ισορροπία του σώματος είναι απαραίτητες οι
κάτωθι πληροφορίες:
Α) η σχέση του σώματος με το επίπεδο στο χώρο. Η πληροφορία αυτή δίδεται από το
αιθουσαίο σύστημα βλάβη του οποίου μεταβάλει την σωστή αντίληψη του επιπέδου με
αποτέλεσμα, στην όρθια στάση, να παρατηρείται τάση για πτώση προς την πλευρά της
βλάβης. Οι κεντρομόλες ίνες προέρχονται από το εσωτερικό ους και τους αιθουσαίους
πυρήνες για να καταλήξουν στην αρχαιο-παρεγκεφαλίδα. Οι φυγόκεντρες ίνες από την
αρχαιο-παρεγκεφαλίδα καταλήγουν σε πυρήνες του στελέχους αλλά και του νωτιαίου μυελού.

Β) ο μυϊκός τόνος και η κίνηση και η θέση των μελών στο χώρο. Η πληροφορία αυτή δίδεται
από την εν τω βάθει αισθητικότητα μέσω των νωτιοπαρεγκεφαλιδικών δεματίων. Στον νωτιαίο
μυελό και από το Α3 έως το Ο3 βρίσκεται ο πυρήνας του Clark ο οποίος δέχεται συνάψεις
από τις ομόπλευρες 1α, 1β και ΙΙ αισθητικές ίνες. Οι νευράξονες των νευρώνων του πυρήνα
του Clark ανέρχονται έως το ομόπλευρο παλαιο-παρεγκεφαλιδικό ημισφαίριο. Οι ίνες που
εισέρχονται σε επίπεδο ανώτερο του Α8, ανέρχονται ομόπλευρα έως τον συμπληρωματικό
πυρήνα του Goll. Από εκεί καταλήγουν στο ομόπλευρο παλαιο-παρεγκεφαλιδικό ημισφαίριο.
Οι ίδιες πληροφορίες μπορούν να καταλήξουν και στο αντίπλευρο παρεγκεφαλιδικό
ημισφαίριο μέσω του χιασμένου νωτιο-παρεγκεφαλιδικού δεματίου. Ακόμη η παλαιο-
παρεγκεφαλίδα δέχεται πληροφορίες μέσω συνάψεων με την κάτω ελαία, με τον πυρήνα του
τριδύμου, με τον δικτυωτό σχηματισμό κ.α. Οι φυγόκεντρες ίνες καταλήγουν στον αντίπλευρο
ερυθρό πυρήνα.

Βλάβη της εν τω βάθει αισθητικότητας έχει σαν αποτέλεσμα την αισθητική αταξία, η οποία
βελτιώνεται με ανοιχτούς τους οφθαλμούς εφ’ όσον η όραση μερικώς αναπληρώνει την
λειτουργία της εν τω βάθει αισθητικότητας.

Η νεο-παρεγκεφαλίδα δέχεται ίνες από τον αντίπλευρο φλοιό (περιοχές 4,6,8) και οι
φυγόκεντρες ίνες συνάπτονται με τον αντίπλευρο θάλαμο και από εκεί επιστρέφουν στον
φλοιό. Παρατηρούμε δηλαδή ότι μια ενδεχόμενη βλάβη ενός παρεγκεφαλιδικού ημισφαιρίου
θα δώσει συμπτωματολογία από τα ομόπλευρα άκρα εφ’ όσον οι πυραμιδικές ίνες του
αντίπλευρου φλοιού χιάζονται στο ύψος του προμήκους.

Ρύθμιση της λειτουργίας των νωτιαίων κινητικών νευρώνων

Τα τρία αυτά κινητικά συστήματα επιδρούν στους νωτιαίους κινητικούς νευρώνες (α και γ)
μετασχηματίζοντας το μονοσυναπτικό αντανακλαστικό και επομένως τον μυϊκό τόνο, την
μυϊκή σύσπαση και διάταση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο καθίσταται δυνατή η κίνηση μέσω της
συστολής των αγωνιστών και της χάλασης (διάτασης) των ανταγωνιστών μυών. Επίσης, είναι
σημαντική η επίδραση του αιθουσαίου συστήματος το οποίο διεγείρει, κυρίως, τους κινητικούς
νευρώνες των εκτεινόντων μυών. Βλάβες του πυραμιδικού έχουν σαν αποτέλεσμα την
απελευθέρωση του μονοσυναπτικού αντανακλαστικού (άρα υπερτονία) ενώ δεν είναι δυνατή
η εκτέλεση των εκουσίων κινήσεων (πάρεση ή παράλυση). Επισημαίνεται ότι οι
παρατηρήσεις αυτές βασίζονται στην κλινική εμπειρία γιατί στην πραγματικότητα οι βλάβες
των πυραμιδικών οδών συμπεριλαμβάνουν μεγάλο αριθμό εξωπυραμιδικών ινών. Οι αμιγείς
φλοιο-νωτιαίες ίνες δίνουν και διεγερτικές και ανασταλτικές συνάψεις με τους κινητικούς
νευρώνες.

Για να εξηγηθεί η πυραμιδική υπερτονία έχει προταθεί ο εξής μηχανισμός:

Το αποτέλεσμα του πυραμιδικού είναι διεγερτικό στους α-κινητικούς νευρώνες και


ανασταλτικό στους γ-κινητικούς νευρώνες. Σε περίπτωση βλάβης του πυραμιδικού μειώνεται
η αναστολή στους γ-κινητικούς νευρώνες οι οποίοι διεγείροντας την νευρομυϊκή άτρακτο
προκαλούν συστολή του μυός και ρύθμιση του μήκους του σε μικρότερες τιμές. Όμως για να
διατηρηθεί ο μυς σε μικρότερο μήκος θα πρέπει να αυξήσει τον μυϊκό τόνο. Έτσι προκύπτει
υπερτονία η οποία υπερισχύει στους καμπτήρες των άνω άκρων και στους εκτείνοντες των
κάτω άκρων.

Βλάβες της άμεσης εξωπυραμιδικής οδού προκαλούν υπερτονία, δυσκαμψία και δυσχέρεια
στην εκτέλεση των κινήσεων, ενώ, βλάβες της έμμεσης υποτονία και άσκοπη κινητικότητα
(χορεία, αθέτωση, ημιβαλλισμός).

Βλάβες της παρεγκεφαλίδας προκαλούν υποτονία, στατική αταξία, ασυνέργεια,


αδιαδοχοκινησία, δυσμετρία, κολώδη ομιλία, νυσταγμό κ.α. Επισημαίνεται ότι ως επί το
πλείστον δεν υπάρχουν απευθείας συνδέσεις της παρεγκεφαλίδας με τους κινητικούς
νευρώνες του στελέχους και του νωτιαίου μυελού, αλλά, η παρεγκεφαλίδα ασκεί το
αποτέλεσμά της μέσω μετασχηματισμού των πυραμιδικών και των εξωπυραμιδικών οδών.
Επίσης, σε βλάβες του εξωπυραμιδικού και της παρεγκεφαλίδας, παρατηρείται τρόμος
οφειλόμενος στην διαταραχή της ρύθμισης του μυϊκού τόνου. Ο εξωπυραμιδικός τρόμος
παρατηρείται κατά την ηρεμία (τρόμος ηρεμίας), ενώ, ο παρεγκεφαλιδικός κατά την κίνηση
(τρόμος ενεργείας).

You might also like